Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2020

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Ρητορική (1375a-1375b)

[XV] Περὶ δὲ τῶν ἀτέχνων καλουμένων πίστεων ἐχόμενόν ἐστι τῶν εἰρημένων ἐπιδραμεῖν· ἴδιαι γὰρ αὗται τῶν δικανικῶν. εἰσὶν δὲ πέντε τὸν ἀριθμόν, νόμοι, μάρτυρες, συνθῆκαι, βάσανοι, ὅρκοι. πρῶτον μὲν οὖν περὶ νόμων εἴπωμεν, πῶς χρηστέον καὶ προτρέποντα καὶ ἀποτρέποντα καὶ κατηγοροῦντα καὶ ἀπολογούμενον. φανερὸν γὰρ ὅτι, ἐὰν μὲν ἐναντίος ᾖ ὁ γεγραμμένος τῷ πράγματι, τῷ κοινῷ χρηστέον καὶ τοῖς ἐπιεικεστέροις καὶ δικαιοτέροις. καὶ ὅτι τὸ «γνώμῃ τῇ ἀρίστῃ» τοῦτ᾽ ἐστίν, τὸ μὴ παντελῶς χρῆσθαι τοῖς γεγραμμένοις. καὶ ὅτι τὸ μὲν ἐπιεικὲς ἀεὶ μένει καὶ οὐδέποτε μεταβάλλει, οὐδ᾽ ὁ κοινός (κατὰ φύσιν γάρ ἐστιν), οἱ δὲ γεγραμμένοι πολλάκις, ὅθεν εἴρηται τὰ ἐν τῇ Σοφοκλέους Ἀντιγόνῃ· ἀπολογεῖται γὰρ ὅτι ἔθαψε παρὰ τὸν τοῦ Κρέοντος νόμον, ἀλλ᾽ οὐ παρὰ τὸν ἄγραφον,

[1375b] οὐ γάρ τι νῦν γε κἀχθές, ἀλλ᾽ ἀεί ποτε ...
ταῦτ᾽ οὖν ἐγὼ οὐκ ἔμελλον ἀνδρὸς ουδενός
....

Καὶ ὅτι τὸ δίκαιόν ἐστιν ἀληθές τε καὶ συμφέρον, ἀλλ᾽ οὐ τὸ δοκοῦν, ὥστ᾽ οὐ νόμος ὁ γεγραμμένος· οὐ γὰρ ποιεῖ τὸ ἔργον τὸ τοῦ νόμου. καὶ ὅτι ὥσπερ ἀργυρογνώμων ὁ κριτής ἐστιν, ὅπως διακρίνῃ τὸ κίβδηλον δίκαιον καὶ τὸ ἀληθές. καὶ ὅτι βελτίονος ἀνδρὸς τὸ τοῖς ἀγράφοις ἢ τοῖς γεγραμμένοις χρῆσθαι καὶ ἐμμένειν. καὶ εἴ που ἐναντίος νόμῳ εὐδοκιμοῦντι ἢ καὶ αὐτὸς αὑτῷ, οἷον ἐνίοτε ὁ μὲν κελεύει κύρια εἶναι ἅττ᾽ ἂν συνθῶνται, ὁ δ᾽ ἀπαγορεύει μὴ συντίθεσθαι παρὰ τὸν νόμον. καὶ εἰ ἀμφίβολος, ὥστε στρέφειν καὶ ὁρᾶν ἐπὶ ποτέραν τὴν ἀγωγὴν ἢ τὸ δίκαιον ἐφαρμόσει ἢ τὸ συμφέρον, εἶτα τούτῳ χρῆσθαι. καὶ εἰ τὰ μὲν πράγματα ἐφ᾽ οἷς ἐτέθη ὁ νόμος μηκέτι μένει, ὁ δὲ νόμος, πειρατέον τοῦτο δηλοῦν καὶ μάχεσθαι ταύτῃ πρὸς τὸν νόμον. ἐὰν δὲ ὁ γεγραμμένος ᾖ πρὸς τὸ πρᾶγμα, τό τε «γνώμῃ τῇ ἀρίστῃ» λεκτέον ὅτι οὐ τοῦ παρὰ τὸν νόμον ἕνεκα δικάζειν ἐστίν, ἀλλ᾽ ἵνα, ἐὰν ἀγνοήσῃ τί λέγει ὁ νόμος, μὴ ἐπιορκῇ. καὶ ὅτι οὐ τὸ ἁπλῶς ἀγαθὸν αἱρεῖται οὐδείς, ἀλλὰ τὸ αὑτῷ. καὶ ὅτι οὐδὲν διαφέρει ἢ μὴ κεῖσθαι ἢ μὴ χρῆσθαι. καὶ ὅτι ἐν ταῖς ἄλλαις τέχναις οὐ λυσιτελεῖ παρασοφίζεσθαι τὸν ἰατρόν· οὐ γὰρ τοσοῦτο βλάπτει ἡ ἁμαρτία τοῦ ἰατροῦ ὅσον τὸ ἐθίζεσθαι ἀπειθεῖν τῷ ἄρχοντι. καὶ ὅτι τὸ τῶν νόμων σοφώτερον ζητεῖν εἶναι, τοῦτ᾽ ἐστὶν ὃ ἐν τοῖς ἐπαινουμένοις νόμοις ἀπαγορεύεται. καὶ περὶ μὲν τῶν νόμων οὕτως διωρίσθω· περὶ δὲ μαρτύρων, μάρτυρές εἰσιν διττοί, οἱ μὲν παλαιοὶ οἱ δὲ πρόσφατοι, καὶ τούτων οἱ μὲν μετέχοντες τοῦ κινδύνου οἱ δ᾽ ἐκτός. λέγω δὲ παλαιοὺς μὲν τούς τε ποιητὰς καὶ ὅσων ἄλλων γνωρίμων εἰσὶν κρίσεις φανεραί, οἷον Ἀθηναῖοι Ὁμήρῳ μάρτυρι ἐχρήσαντο περὶ Σαλαμῖνος, καὶ Τενέδιοι ἔναγχος Περιάνδρῳ τῷ Κορινθίῳ πρὸς Σιγειεῖς, καὶ Κλεοφῶν κατὰ Κριτίου τοῖς Σόλωνος ἐλεγείοις ἐχρήσατο, λέγων ὅτι πάλαι ἀσελγὴς ἡ οἰκία· οὐ γὰρ ἄν ποτε ἐποίησε Σόλων

εἰπεῖν μοι Κριτίᾳ πυρρότριχι πατρὸς ἀκούειν.

***
[15] Στη συνέχεια αυτών που είπαμε θα μιλήσουμε τώρα συνοπτικά για τις λεγόμενες άτεχνες αποδείξεις, επειδή αυτές σχετίζονται ιδιαίτερα με τους δικανικούς ρητορικούς λόγους. Οι αποδείξεις αυτές είναι πέντε: νόμοι, μάρτυρες, συμβάσεις, ομολογίες που αποσπώνται με βασανιστήρια, όρκος. Ας μιλήσουμε λοιπόν πρώτα για τους νόμους, να δούμε πώς πρέπει να τους χρησιμοποιεί κανείς όταν προτρέπει ή αποτρέπει, όταν κατηγορεί ή απολογείται· γιατί είναι φανερό ότι στην περίπτωση που ο γραπτός νόμος είναι αντίθετος προς τη συγκεκριμένη πράξη, πρέπει να χρησιμοποιείται ο γενικός νόμος και η επιεικέστερη, σε κάθε περίπτωση, εκδοχή, κάτι που σημαίνει: η δικαιότερη. Είναι επίσης φανερό ότι η φράση «θα αποφασίζω σύμφωνα με τη σωστότερη κρίση μου» σημαίνει τούτο, ότι ο δικαστής δεν θα ακολουθεί αποκλειστικά και μόνο τις εντολές των γραπτών νόμων. Επίσης ότι η επιείκεια είναι κάτι που παραμένει και δεν αλλάζει ποτέ, όπως και ο γενικός νόμος (επειδή είναι σύμφωνος με τη φύση), ενώ οι γραπτοί νόμοι αλλάζουν πολλές φορές — εξού και όσα λέγονται στην Αντιγόνη του Σοφοκλή: στην απολογία της η Αντιγόνη υποστηρίζει ότι έθαψε τον αδελφό της παραβιάζοντας, βέβαια, τον νόμο του Κρέοντα, όχι όμως και τον άγραφο νόμο,

[1375b] γιατί όχι σήμερα και χτες, μα αιώνια...
κι εγώ ποτέ δεν θα μπορούσα να τρομάξω
θέλημ᾽ ανθρώπου κανενός....

Επίσης ότι το δίκαιο είναι κάτι το γνήσιο και συμφέρον, όχι όμως και αυτό που απλώς φαίνεται δίκαιο· άρα ούτε και ο γραπτός νόμος, που μερικές φορές δεν επιτελεί το έργο του νόμου. Επίσης ότι ο δικαστής είναι κάτι σαν τον δοκιμαστή του αργύρου, με το νόημα ότι διακρίνει την κίβδηλη και την αληθινή δικαιοσύνη. Επίσης ότι δείχνει καλύτερο άνθρωπο το να ακολουθεί κανείς τους άγραφους παρά τους γραπτούς νόμους και να μένει σταθερά προσκολλημένος σ᾽ αυτούς. Επίσης αν ένας νόμος είναι τυχόν αντίθετος με άλλον ισχύοντα νόμο ή αν αντιφάσκει με τον ίδιο τον εαυτό του· είναι φορές, π.χ., που ένας νόμος ορίζει ότι όλες οι συμφωνίες που έχουν συνάψει μεταξύ τους οι πολίτες είναι έγκυρες και ισχυρές και ένας άλλος απαγορεύει να συνάπτονται συμφωνίες κατά παράβαση του νόμου. Στην περίπτωση επίσης που ο νόμος έχει διφορούμενο νόημα πρέπει κανείς να τον εξετάζει από όλες τις πλευρές, προκειμένου να δει προς ποιά από τις δύο κατευθύνσεις, την κατεύθυνση του δικαίου ή την κατεύθυνση του συμφέροντος, θα έχει καλύτερη εφαρμογή, και τότε πια να ακολουθεί αυτήν. Επίσης, αν οι συνθήκες που οδήγησαν στη θέσπιση του νόμου δεν υπάρχουν πια, ο νόμος όμως εξακολουθεί να υπάρχει, πρέπει να προσπαθούμε να κάνουμε φανερό αυτό το πράγμα και να πολεμούμε με αυτό πια το επιχείρημα τον νόμο. Αν όμως ο γραπτός νόμος ευνοεί την περίπτωσή μας, θα πρέπει να λέμε ότι η φράση «θα αποφασίζω σύμφωνα με τη σωστότερη κρίση μου» δεν σημαίνει ότι ο δικαστής δικαιούται να παίρνει αποφάσεις αντίθετες με τον νόμο, αλλ᾽ ότι αποβλέπει στο να τον προστατεύσει από την κατηγορία της επιορκίας, στην περίπτωση που αγνοεί τί ακριβώς λέει ο νόμος. Επίσης ότι κανείς δεν επιλέγει αυτό που είναι γενικά καλό, αλλά αυτό που είναι καλό για τον ίδιο. Επίσης ότι δεν υπάρχει καμιά διαφορά ανάμεσα στο να μην υπάρχει ένας νόμος και στο να μην εφαρμόζεται. Επίσης ότι σε όλες τις άλλες τέχνες δεν ωφελεί να επιζητεί κανείς να φαίνεται «πιο έξυπνος από τον γιατρό»· γιατί το λάθος του γιατρού δεν είναι τόσο επιζήμιο όσο το να συνηθίσει κανείς να μην υπακούει στον ειδικό. Και ότι το να θέλει κανείς να είναι σοφότερος από τους νόμους είναι αυτό ακριβώς που απαγορεύεται στους νόμους που έχουν τον σεβασμό και την εκτίμηση όλων. Αυτά που είπαμε ας θεωρηθούν αρκετά για το θέμα των νόμων.

Όσο για τους μάρτυρες, αυτοί είναι δύο ειδών: οι παλαιοί και οι συγκαιρινοί. Από τους συγκαιρινούς κάποιοι συμμετέχουν στους κινδύνους του κατηγορουμένου και κάποιοι άλλοι βρίσκονται έξω από αυτούς. Λέγοντας «παλαιούς» εννοώ τους ποιητές, αλλά και άλλα πασίγνωστα πρόσωπα που οι κρίσεις τους είναι γνωστές σε όλους. Παράδειγμα: οι Αθηναίοι χρησιμοποίησαν τον Όμηρο ως μάρτυρα στην υπόθεση της Σαλαμίνας. Πρόσφατα, επίσης, οι Τενέδιοι χρησιμοποίησαν τον Κορίνθιο Περίανδρο στη διαφορά τους με τους Σιγειείς. Και ο Κλειτοφών χρησιμοποίησε ελεγειακούς στίχους του Σόλωνα εναντίον του Κριτία θέλοντας να πει ότι η οικογένειά του διακρινόταν από παλιά για την ακολασία και τη θρασύτητα της — αλλιώς ο Σόλων ποτέ δεν θα έγραφε τον στίχο,

 Πες, σε παρακαλώ, στον ξανθό Κριτία ν᾽ ακούει τον πατέρα του.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου