[XI] Ὑποκείσθω δὴ ἡμῖν εἶναι τὴν ἡδονὴν κίνησίν τινα τῆς ψυχῆς καὶ κατάστασιν ἀθρόαν καὶ αἰσθητὴν εἰς τὴν ὑπάρχουσαν φύσιν, λύπην δὲ τοὐναντίον. εἰ δ᾽ ἐστὶν ἡδονὴ τὸ
[1370a] τοιοῦτον, δῆλον ὅτι καὶ ἡδύ ἐστι τὸ ποιητικὸν τῆς εἰρημένης διαθέσεως, τὸ δὲ φθαρτικὸν ἢ τῆς ἐναντίας καταστάσεως ποιητικὸν λυπηρόν. ἀνάγκη οὖν ἡδὺ εἶναι τό τε εἰς τὸ κατὰ φύσιν ἰέναι ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, καὶ μάλιστα ὅταν ἀπειληφότα ᾖ τὴν ἑαυτῶν φύσιν τὰ κατ᾽ αὐτὴν γιγνόμενα, καὶ τὰ ἔθη· καὶ γὰρ τὸ εἰθισμένον ὥσπερ πεφυκὸς ἤδη γίγνεται· ὅμοιον γάρ τι τὸ ἔθος τῇ φύσει· ἐγγὺς γὰρ καὶ τὸ πολλάκις τῷ ἀεί, ἔστιν δ᾽ ἡ μὲν φύσις τοῦ ἀεί, τὸ δὲ ἔθος τοῦ πολλάκις. καὶ τὸ μὴ βίαιον· παρὰ φύσιν γὰρ ἡ βία, διὸ τὸ ἀναγκαῖον λυπηρόν, καὶ ὀρθῶς εἴρηται
πᾶν γὰρ ἀναγκαῖον πρᾶγμ᾽ ἀνιαρὸν ἔφυ·
τὰς δ᾽ ἐπιμελείας καὶ τὰς σπουδὰς καὶ τὰς συντονίας λυπηράς· ἀναγκαῖα γὰρ καὶ βίαια ταῦτα, ἐὰν μὴ ἐθισθῶσιν· οὕτω δὲ τὸ ἔθος ποιεῖ ἡδύ. τὰ δ᾽ ἐναντία ἡδέα· διὸ αἱ ῥαθυμίαι καὶ αἱ ἀπονίαι καὶ αἱ ἀμέλειαι καὶ αἱ παιδιαὶ καὶ αἱ ἀναπαύσεις καὶ ὁ ὕπνος τῶν ἡδέων· οὐδὲν γὰρ πρὸς ἀνάγκην τούτων. καὶ οὗ ἂν ἡ ἐπιθυμία ἐνῇ, ἅπαν ἡδύ· ἡ γὰρ ἐπιθυμία τοῦ ἡδέος ἐστὶν ὄρεξις. τῶν δὲ ἐπιθυμιῶν αἱ μὲν ἄλογοί εἰσιν αἱ δὲ μετὰ λόγου. λέγω δὲ ἀλόγους ὅσας μὴ ἐκ τοῦ ὑπολαμβάνειν ἐπιθυμοῦσιν (εἰσὶν δὲ τοιαῦται ὅσαι εἶναι λέγονται φύσει, ὥσπερ αἱ διὰ τοῦ σώματος ὑπάρχουσαι, οἷον ἡ τροφῆς δίψα καὶ πεῖνα, καὶ καθ᾽ ἕκαστον εἶδος τροφῆς εἶδος ἐπιθυμίας, καὶ αἱ περὶ τὰ γευστὰ καὶ ἀφροδίσια καὶ ὅλως τὰ ἁπτά, καὶ περὶ ὀσμὴν [εὐωδίας] καὶ ἀκοὴν καὶ ὄψιν), μετὰ λόγου δὲ ὅσας ἐκ τοῦ πεισθῆναι ἐπιθυμοῦσιν· πολλὰ γὰρ καὶ θεάσασθαι καὶ κτήσασθαι ἐπιθυμοῦσιν ἀκούσαντες καὶ πεισθέντες. ἐπεὶ δ᾽ ἐστὶν τὸ ἥδεσθαι ἐν τῷ αἰσθάνεσθαί τινος πάθους, ἡ δὲ φαντασία ἐστὶν αἴσθησίς τις ἀσθενής, ἀεὶ ἐν τῷ μεμνημένῳ καὶ τῷ ἐλπίζοντι ἀκολουθοῖ ἂν φαντασία τις οὗ μέμνηται ἢ ἐλπίζει· εἰ δὲ τοῦτο, δῆλον ὅτι καὶ ἡδοναὶ ἅμα μεμνημένοις καὶ ἐλπίζουσιν, ἐπείπερ καὶ αἴσθησις· ὥστ᾽ ἀνάγκη πάντα τὰ ἡδέα ἢ ἐν τῷ αἰσθάνεσθαι εἶναι παρόντα ἢ ἐν τῷ μεμνῆσθαι γεγενημένα ἢ ἐν τῷ ἐλπίζειν μέλλοντα· αἰσθάνονται μὲν γὰρ τὰ παρόντα, μέμνηνται δὲ τὰ γεγενημένα, ἐλπίζουσι δὲ τὰ μέλλοντα. τὰ
[1370b] μὲν οὖν μνημονευτὰ ἡδέα ἐστὶν οὐ μόνον ὅσα ἐν τῷ παρόντι, ὅτε παρῆν, ἡδέα ἦν, ἀλλ᾽ ἔνια καὶ οὐχ ἡδέα, ἂν ᾖ ὕστερον καλὸν καὶ ἀγαθὸν τὸ μετὰ τοῦτο· ὅθεν καὶ τοῦτ᾽ εἴρηται,
ἀλλ᾽ ἡδύ τοι σωθέντα μεμνῆσθαι πόνων,
καὶ
μετὰ γάρ τε καὶ ἄλγεσι τέρπεται ἀνὴρ
μνημένος ὅστις πολλὰ πάθῃ καὶ πολλὰ ἐόργῃ·
τούτου δ᾽ αἴτιον ὅτι ἡδὺ καὶ τὸ μὴ ἔχειν κακόν· τὰ δ᾽ ἐν ἐλπίδι ὅσα παρόντα ἢ εὐφραίνειν ἢ ὠφελεῖν φαίνεται μεγάλα, καὶ ἄνευ λύπης ὠφελεῖν. ὅλως δὲ ὅσα παρόντα εὐφραίνει, καὶ ἐλπίζοντας καὶ μεμνημένους ὡς ἐπὶ τὸ πολύ· διὸ καὶ τὸ ὀργίζεσθαι ἡδύ, ὥσπερ καὶ Ὅμηρος ἐποίησε περὶ τοῦ θυμοῦ
ὅς τε πολὺ γλυκίων μέλιτος καταλειβομένοιο·
οὐθεὶς γὰρ ὀργίζεται τῷ ἀδυνάτῳ φαινομένῳ τιμωρίας τυχεῖν, τοῖς δὲ πολὺ ὑπὲρ αὑτοὺς τῇ δυνάμει ἢ οὐκ ὀργίζονται ἢ ἧττον. καὶ ἐν ταῖς πλείσταις ἐπιθυμίαις ἀκολουθεῖ τις ἡδονή· ἢ γὰρ μεμνημένοι ὡς ἔτυχον ἢ ἐλπίζοντες ὡς τεύξονται χαίρουσίν τινα ἡδονήν, οἷον οἵ τ᾽ ἐν τοῖς πυρετοῖς ἐχόμενοι ταῖς δίψαις καὶ μεμνημένοι ὡς ἔπιον καὶ ἐλπίζοντες πιεῖσθαι χαίρουσιν, καὶ οἱ ἐρῶντες καὶ διαλεγόμενοι καὶ γράφοντες καὶ ποιοῦντές τι ἀεὶ περὶ τοῦ ἐρωμένου χαίρουσιν· ἐν ἅπασι γὰρ τοῖς τοιούτοις μεμνημένοι οἷον αἰσθάνεσθαι οἴονται τοῦ ἐρωμένου. καὶ ἀρχὴ δὲ τοῦ ἔρωτος αὕτη γίγνεται πᾶσιν, ὅταν μὴ μόνον παρόντος χαίρωσιν ἀλλὰ καὶ ἀπόντος μεμνημένοις [ἐρῶσιν] λύπη προσγένηται τῷ μὴ παρεῖναι, καὶ ἐν πένθεσι καὶ θρήνοις ὡσαύτως ἐπιγίγνεταί τις ἡδονή· ἡ μὲν γὰρ λύπη ἐπὶ τῷ μὴ ὑπάρχειν, ἡδονὴ δ᾽ ἐν τῷ μεμνῆσθαι καὶ ὁρᾶν πως ἐκεῖνον καὶ ἃ ἔπραττεν καὶ οἷος ἦν· διὸ καὶ τοῦτ᾽ εἰκότως εἴρηται
ὧς φάτο, τοῖσι δὲ πᾶσιν ὑφ᾽ ἵμερον ὦρσε γόοιο.
***
[11] Ας πάρουμε λοιπόν ως δεδομένο ότι η ηδονή είναι μια ορισμένη κίνηση της ψυχής και μια επάνοδός της, συνολική και αισθητή, στη φυσική της κατάσταση — το αντίθετό της είναι η λύπη. Αν είναι κάτι
[1370a] τέτοιο η ηδονή, τότε είναι φανερό ότι ευχάριστο (ηδύ) είναι ό,τι παράγει τη διάθεση που είπαμε· ό,τι την καταστρέφει ή παράγει την αντίθετη διάθεση είναι λυπηρό. Υποχρεωτικά λοιπόν κάθε κίνηση προς τη φυσική κατάσταση είναι γενικά ευχάριστο πράγμα, ιδίως όταν αυτά που γίνονται σε συμφωνία προς τη φύση φτάνουν να αποκτήσουν την πραγματική δική τους φύση. Ευχάριστα είναι επίσης όσα γίνονται από συνήθεια· ο λόγος είναι ότι καθετί στο οποίο έχουμε συνηθίσει μοιάζει πια σαν κάτι το φυσικό· γιατί η συνήθεια είναι κάτι σαν τη φύση, για τον λόγο ότι το «συχνά» βρίσκεται πολύ κοντά στο «πάντοτε»: το «πάντοτε» έχει να κάνει με τη φύση, το «συχνά» με τη συνήθεια. Ευχάριστο είναι επίσης αυτό που δεν είναι αποτέλεσμα βίας· γιατί η βία είναι αντίθετη προς τη φύση· γι᾽ αυτό και ό,τι γίνεται αναγκαστικά, είναι δυσάρεστο: είχε δίκαιο αυτός που είπε
ό,τι μας επιβάλλεται αναγκαστικά, είναι δυσάρεστο·
οι έγνοιες, οι σοβαρές ασχολίες, οι εντάσεις είναι δυσάρεστα πράγματα, γιατί μας επιβάλλονται αναγκαστικά και με τη βία — εκτός κι αν τα έχουμε συνηθίσει, οπότε η συνήθεια τα κάνει ευχάριστα. Τα αντίθετά τους είναι ευχάριστα· έτσι η τεμπελιά, η αποφυγή του κόπου, η αδιαφορία, η διασκέδαση, η ξεκούραση και η χαλάρωση, ο ύπνος ανήκουν στα ευχάριστα πράγματα· γιατί τίποτε από όλα αυτά δεν έχει σχέση με εξαναγκασμό.
Καθετί για το οποίο έχουμε μέσα μας επιθυμία είναι ευχάριστο· η επιθυμία είναι, πράγματι, πόθος για το ευχάριστο. Από τις επιθυμίες, τώρα, άλλες σχετίζονται με το άλογο μέρος της ψυχής μας και άλλες με το λογικό της μέρος. Όταν λέω «επιθυμίες που σχετίζονται με το άλογο μέρος της ψυχής», εννοώ αυτές που δεν τις προκαλεί κάποια διεργασία του νου· τέτοιες είναι αυτές που τις λέμε φυσικές, όπως αυτές που τις έχουμε μέσω του σώματος, η επιθυμία της τροφής, π.χ., η πείνα και η δίψα, και το ξεχωριστό είδος επιθυμίας που αντιστοιχεί σε κάθε ξεχωριστό είδος τροφής· επίσης οι επιθυμίες που σχετίζονται με τη γεύση, με τις αφροδισιακές ηδονές και γενικά με την αφή, αλλά και με την όσφρηση, την ακοή και την όραση. «Επιθυμίες που σχετίζονται με το λογικό μέρος της ψυχής» ονομάζω αυτές που οφείλονται στο ότι έχουμε πεισθεί· πολλά, πράγματι, οι άνθρωποι επιθυμούν να τα δουν και να τα αποκτήσουν, αφού άκουσαν γι᾽ αυτά και πείσθηκαν. Δεδομένου ότι η ηδονή συνίσταται στη βίωση ενός αισθήματος· δεδομένου επίσης ότι η φαντασία είναι μια αδύναμη αίσθηση· δεδομένου, τέλος, ότι σ᾽ αυτόν που θυμάται ή ελπίζει παραμένει πάντοτε, πιστεύω, ένα είδος φαντασίας αυτού που θυμάται ή ελπίζει· τότε, αν έτσι έχει το πράγμα, είναι φανερό ότι ηδονή αισθάνονται και αυτοί που θυμούνται και αυτοί που ελπίζουν, αφού υπάρχει εκεί και αίσθηση. Κατά συνέπεια όλα τα ευχάριστα πράγματα δεν μπορεί παρά να είναι ή παρόντα (στην περίπτωση της αίσθησης) ή παρελθόντα (στην περίπτωση της ανάμνησης) ή μελλοντικά (στην περίπτωση της ελπίδας)· γιατί οι άνθρωποι αισθάνονται το παρόν, θυμούνται το παρελθόν, ελπίζουν για το μέλλον. Από αυτά
[1370b] λοιπόν που θυμούμαστε, ευχάριστα είναι όχι μόνο αυτά που ήταν ευχάριστα τη στιγμή που ήταν παρόντα, αλλά και κάποια που δεν ήταν τότε ευχάριστα, που είχαν όμως αργότερα μια όμορφη και καλή συνέχεια· εξού και ο λόγος
είναι, στ᾽ αλήθεια, ευχάριστο, όταν σωθείς,
να θυμάσαι τα όσα τράβηξες
και
χαίρεται κανείς και με τα βάσανα που τράβηξε,
όταν θυμάται πόσα έπαθε και πόσα έκανε ο ίδιος.
Η αιτία γι᾽ αυτό είναι ότι είναι ευχάριστο και το να έχει πια κανείς γλιτώσει από κάποιο κακό. Επίσης όσα ελπίζουμε, αν η παρουσία τους φαίνεται ότι θα μας φέρει μεγάλη χαρά ή ωφέλεια — ωφέλεια που δεν θα συνοδεύεται από λύπη. Γενικά όσα μας δίνουν χαρά όταν είναι παρόντα, είναι συνήθως ευχάριστα και όταν τρέφουμε ελπίδες γι᾽ αυτά ή τα θυμούμαστε. Γι᾽ αυτό είναι ευχάριστο ακόμη και το να θυμώνουμε, όπως το λέει και ο στίχος του Ομήρου για τον θυμό
που είναι πιο γλυκός κι από το σταλαχτό το μέλι·
γιατί κανένας δεν θυμώνει με άνθρωπο που ολοφάνερα δεν μπορεί να τον εκδικηθεί· με αυτούς, επίσης, που είναι πολύ ανώτεροί μας στη δύναμη ή δεν θυμώνουμε ή θυμώνουμε λιγότερο. Μια ευχαρίστηση συνοδεύει επίσης και τις πιο πολλές επιθυμίες: οι άνθρωποι αισθάνονται μια κάποια ευχαρίστηση είτε με την ανάμνηση της ευχαρίστησης που δοκίμασαν είτε με την ελπίδα της ευχαρίστησης που θα δοκιμάσουν· παράδειγμα: οι άνθρωποι που στον πυρετό βασανίζονται από τη δίψα αισθάνονται ευχαρίστηση και όταν θυμούνται πως ήπιαν και όταν ελπίζουν ότι θα πιουν· το ίδιο και οι ερωτευμένοι αισθάνονται ευχαρίστηση είτε μιλώντας για το αγαπημένο τους πρόσωπο είτε ζωγραφίζοντάς το είτε γράφοντας ποιήματα γι᾽ αυτό· ο λόγος είναι ότι με όλα αυτά να διεγείρουν τη μνήμη τους θαρρούν πως έχουν, κατά κάποιο τρόπο, άμεση αίσθηση του αγαπημένου προσώπου· σε όλες, άλλωστε, τις περιπτώσεις ο έρωτας ξεκινάει με τον ίδιο τρόπο, καθώς οι άνθρωποι όχι μόνο αισθάνονται ευχαρίστηση με την παρουσία του αγαπημένου προσώπου, αλλά και τους κυριεύει η λύπη όταν το θυμούνται απόν και δεν το έχουν κοντά τους· κάποια ευχαρίστηση υπάρχει ακόμη και στα πένθη και στους θρήνους: η λύπη είναι για τη στέρηση του αγαπημένου, ενώ την ευχαρίστηση την προκαλεί η ανάμνησή του και το ότι τον βλέπουμε κατά κάποιο τρόπο και ανακαλούμε τις πράξεις του και τις ιδιότητές του — δικαιολογημένος λοιπόν και αυτός ο λόγος:
είπε, και σ᾽ όλους τους ξεσήκωσε του θρήνου τη λαχτάρα.
[1370a] τοιοῦτον, δῆλον ὅτι καὶ ἡδύ ἐστι τὸ ποιητικὸν τῆς εἰρημένης διαθέσεως, τὸ δὲ φθαρτικὸν ἢ τῆς ἐναντίας καταστάσεως ποιητικὸν λυπηρόν. ἀνάγκη οὖν ἡδὺ εἶναι τό τε εἰς τὸ κατὰ φύσιν ἰέναι ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, καὶ μάλιστα ὅταν ἀπειληφότα ᾖ τὴν ἑαυτῶν φύσιν τὰ κατ᾽ αὐτὴν γιγνόμενα, καὶ τὰ ἔθη· καὶ γὰρ τὸ εἰθισμένον ὥσπερ πεφυκὸς ἤδη γίγνεται· ὅμοιον γάρ τι τὸ ἔθος τῇ φύσει· ἐγγὺς γὰρ καὶ τὸ πολλάκις τῷ ἀεί, ἔστιν δ᾽ ἡ μὲν φύσις τοῦ ἀεί, τὸ δὲ ἔθος τοῦ πολλάκις. καὶ τὸ μὴ βίαιον· παρὰ φύσιν γὰρ ἡ βία, διὸ τὸ ἀναγκαῖον λυπηρόν, καὶ ὀρθῶς εἴρηται
πᾶν γὰρ ἀναγκαῖον πρᾶγμ᾽ ἀνιαρὸν ἔφυ·
τὰς δ᾽ ἐπιμελείας καὶ τὰς σπουδὰς καὶ τὰς συντονίας λυπηράς· ἀναγκαῖα γὰρ καὶ βίαια ταῦτα, ἐὰν μὴ ἐθισθῶσιν· οὕτω δὲ τὸ ἔθος ποιεῖ ἡδύ. τὰ δ᾽ ἐναντία ἡδέα· διὸ αἱ ῥαθυμίαι καὶ αἱ ἀπονίαι καὶ αἱ ἀμέλειαι καὶ αἱ παιδιαὶ καὶ αἱ ἀναπαύσεις καὶ ὁ ὕπνος τῶν ἡδέων· οὐδὲν γὰρ πρὸς ἀνάγκην τούτων. καὶ οὗ ἂν ἡ ἐπιθυμία ἐνῇ, ἅπαν ἡδύ· ἡ γὰρ ἐπιθυμία τοῦ ἡδέος ἐστὶν ὄρεξις. τῶν δὲ ἐπιθυμιῶν αἱ μὲν ἄλογοί εἰσιν αἱ δὲ μετὰ λόγου. λέγω δὲ ἀλόγους ὅσας μὴ ἐκ τοῦ ὑπολαμβάνειν ἐπιθυμοῦσιν (εἰσὶν δὲ τοιαῦται ὅσαι εἶναι λέγονται φύσει, ὥσπερ αἱ διὰ τοῦ σώματος ὑπάρχουσαι, οἷον ἡ τροφῆς δίψα καὶ πεῖνα, καὶ καθ᾽ ἕκαστον εἶδος τροφῆς εἶδος ἐπιθυμίας, καὶ αἱ περὶ τὰ γευστὰ καὶ ἀφροδίσια καὶ ὅλως τὰ ἁπτά, καὶ περὶ ὀσμὴν [εὐωδίας] καὶ ἀκοὴν καὶ ὄψιν), μετὰ λόγου δὲ ὅσας ἐκ τοῦ πεισθῆναι ἐπιθυμοῦσιν· πολλὰ γὰρ καὶ θεάσασθαι καὶ κτήσασθαι ἐπιθυμοῦσιν ἀκούσαντες καὶ πεισθέντες. ἐπεὶ δ᾽ ἐστὶν τὸ ἥδεσθαι ἐν τῷ αἰσθάνεσθαί τινος πάθους, ἡ δὲ φαντασία ἐστὶν αἴσθησίς τις ἀσθενής, ἀεὶ ἐν τῷ μεμνημένῳ καὶ τῷ ἐλπίζοντι ἀκολουθοῖ ἂν φαντασία τις οὗ μέμνηται ἢ ἐλπίζει· εἰ δὲ τοῦτο, δῆλον ὅτι καὶ ἡδοναὶ ἅμα μεμνημένοις καὶ ἐλπίζουσιν, ἐπείπερ καὶ αἴσθησις· ὥστ᾽ ἀνάγκη πάντα τὰ ἡδέα ἢ ἐν τῷ αἰσθάνεσθαι εἶναι παρόντα ἢ ἐν τῷ μεμνῆσθαι γεγενημένα ἢ ἐν τῷ ἐλπίζειν μέλλοντα· αἰσθάνονται μὲν γὰρ τὰ παρόντα, μέμνηνται δὲ τὰ γεγενημένα, ἐλπίζουσι δὲ τὰ μέλλοντα. τὰ
[1370b] μὲν οὖν μνημονευτὰ ἡδέα ἐστὶν οὐ μόνον ὅσα ἐν τῷ παρόντι, ὅτε παρῆν, ἡδέα ἦν, ἀλλ᾽ ἔνια καὶ οὐχ ἡδέα, ἂν ᾖ ὕστερον καλὸν καὶ ἀγαθὸν τὸ μετὰ τοῦτο· ὅθεν καὶ τοῦτ᾽ εἴρηται,
ἀλλ᾽ ἡδύ τοι σωθέντα μεμνῆσθαι πόνων,
καὶ
μετὰ γάρ τε καὶ ἄλγεσι τέρπεται ἀνὴρ
μνημένος ὅστις πολλὰ πάθῃ καὶ πολλὰ ἐόργῃ·
τούτου δ᾽ αἴτιον ὅτι ἡδὺ καὶ τὸ μὴ ἔχειν κακόν· τὰ δ᾽ ἐν ἐλπίδι ὅσα παρόντα ἢ εὐφραίνειν ἢ ὠφελεῖν φαίνεται μεγάλα, καὶ ἄνευ λύπης ὠφελεῖν. ὅλως δὲ ὅσα παρόντα εὐφραίνει, καὶ ἐλπίζοντας καὶ μεμνημένους ὡς ἐπὶ τὸ πολύ· διὸ καὶ τὸ ὀργίζεσθαι ἡδύ, ὥσπερ καὶ Ὅμηρος ἐποίησε περὶ τοῦ θυμοῦ
ὅς τε πολὺ γλυκίων μέλιτος καταλειβομένοιο·
οὐθεὶς γὰρ ὀργίζεται τῷ ἀδυνάτῳ φαινομένῳ τιμωρίας τυχεῖν, τοῖς δὲ πολὺ ὑπὲρ αὑτοὺς τῇ δυνάμει ἢ οὐκ ὀργίζονται ἢ ἧττον. καὶ ἐν ταῖς πλείσταις ἐπιθυμίαις ἀκολουθεῖ τις ἡδονή· ἢ γὰρ μεμνημένοι ὡς ἔτυχον ἢ ἐλπίζοντες ὡς τεύξονται χαίρουσίν τινα ἡδονήν, οἷον οἵ τ᾽ ἐν τοῖς πυρετοῖς ἐχόμενοι ταῖς δίψαις καὶ μεμνημένοι ὡς ἔπιον καὶ ἐλπίζοντες πιεῖσθαι χαίρουσιν, καὶ οἱ ἐρῶντες καὶ διαλεγόμενοι καὶ γράφοντες καὶ ποιοῦντές τι ἀεὶ περὶ τοῦ ἐρωμένου χαίρουσιν· ἐν ἅπασι γὰρ τοῖς τοιούτοις μεμνημένοι οἷον αἰσθάνεσθαι οἴονται τοῦ ἐρωμένου. καὶ ἀρχὴ δὲ τοῦ ἔρωτος αὕτη γίγνεται πᾶσιν, ὅταν μὴ μόνον παρόντος χαίρωσιν ἀλλὰ καὶ ἀπόντος μεμνημένοις [ἐρῶσιν] λύπη προσγένηται τῷ μὴ παρεῖναι, καὶ ἐν πένθεσι καὶ θρήνοις ὡσαύτως ἐπιγίγνεταί τις ἡδονή· ἡ μὲν γὰρ λύπη ἐπὶ τῷ μὴ ὑπάρχειν, ἡδονὴ δ᾽ ἐν τῷ μεμνῆσθαι καὶ ὁρᾶν πως ἐκεῖνον καὶ ἃ ἔπραττεν καὶ οἷος ἦν· διὸ καὶ τοῦτ᾽ εἰκότως εἴρηται
ὧς φάτο, τοῖσι δὲ πᾶσιν ὑφ᾽ ἵμερον ὦρσε γόοιο.
***
[11] Ας πάρουμε λοιπόν ως δεδομένο ότι η ηδονή είναι μια ορισμένη κίνηση της ψυχής και μια επάνοδός της, συνολική και αισθητή, στη φυσική της κατάσταση — το αντίθετό της είναι η λύπη. Αν είναι κάτι
[1370a] τέτοιο η ηδονή, τότε είναι φανερό ότι ευχάριστο (ηδύ) είναι ό,τι παράγει τη διάθεση που είπαμε· ό,τι την καταστρέφει ή παράγει την αντίθετη διάθεση είναι λυπηρό. Υποχρεωτικά λοιπόν κάθε κίνηση προς τη φυσική κατάσταση είναι γενικά ευχάριστο πράγμα, ιδίως όταν αυτά που γίνονται σε συμφωνία προς τη φύση φτάνουν να αποκτήσουν την πραγματική δική τους φύση. Ευχάριστα είναι επίσης όσα γίνονται από συνήθεια· ο λόγος είναι ότι καθετί στο οποίο έχουμε συνηθίσει μοιάζει πια σαν κάτι το φυσικό· γιατί η συνήθεια είναι κάτι σαν τη φύση, για τον λόγο ότι το «συχνά» βρίσκεται πολύ κοντά στο «πάντοτε»: το «πάντοτε» έχει να κάνει με τη φύση, το «συχνά» με τη συνήθεια. Ευχάριστο είναι επίσης αυτό που δεν είναι αποτέλεσμα βίας· γιατί η βία είναι αντίθετη προς τη φύση· γι᾽ αυτό και ό,τι γίνεται αναγκαστικά, είναι δυσάρεστο: είχε δίκαιο αυτός που είπε
ό,τι μας επιβάλλεται αναγκαστικά, είναι δυσάρεστο·
οι έγνοιες, οι σοβαρές ασχολίες, οι εντάσεις είναι δυσάρεστα πράγματα, γιατί μας επιβάλλονται αναγκαστικά και με τη βία — εκτός κι αν τα έχουμε συνηθίσει, οπότε η συνήθεια τα κάνει ευχάριστα. Τα αντίθετά τους είναι ευχάριστα· έτσι η τεμπελιά, η αποφυγή του κόπου, η αδιαφορία, η διασκέδαση, η ξεκούραση και η χαλάρωση, ο ύπνος ανήκουν στα ευχάριστα πράγματα· γιατί τίποτε από όλα αυτά δεν έχει σχέση με εξαναγκασμό.
Καθετί για το οποίο έχουμε μέσα μας επιθυμία είναι ευχάριστο· η επιθυμία είναι, πράγματι, πόθος για το ευχάριστο. Από τις επιθυμίες, τώρα, άλλες σχετίζονται με το άλογο μέρος της ψυχής μας και άλλες με το λογικό της μέρος. Όταν λέω «επιθυμίες που σχετίζονται με το άλογο μέρος της ψυχής», εννοώ αυτές που δεν τις προκαλεί κάποια διεργασία του νου· τέτοιες είναι αυτές που τις λέμε φυσικές, όπως αυτές που τις έχουμε μέσω του σώματος, η επιθυμία της τροφής, π.χ., η πείνα και η δίψα, και το ξεχωριστό είδος επιθυμίας που αντιστοιχεί σε κάθε ξεχωριστό είδος τροφής· επίσης οι επιθυμίες που σχετίζονται με τη γεύση, με τις αφροδισιακές ηδονές και γενικά με την αφή, αλλά και με την όσφρηση, την ακοή και την όραση. «Επιθυμίες που σχετίζονται με το λογικό μέρος της ψυχής» ονομάζω αυτές που οφείλονται στο ότι έχουμε πεισθεί· πολλά, πράγματι, οι άνθρωποι επιθυμούν να τα δουν και να τα αποκτήσουν, αφού άκουσαν γι᾽ αυτά και πείσθηκαν. Δεδομένου ότι η ηδονή συνίσταται στη βίωση ενός αισθήματος· δεδομένου επίσης ότι η φαντασία είναι μια αδύναμη αίσθηση· δεδομένου, τέλος, ότι σ᾽ αυτόν που θυμάται ή ελπίζει παραμένει πάντοτε, πιστεύω, ένα είδος φαντασίας αυτού που θυμάται ή ελπίζει· τότε, αν έτσι έχει το πράγμα, είναι φανερό ότι ηδονή αισθάνονται και αυτοί που θυμούνται και αυτοί που ελπίζουν, αφού υπάρχει εκεί και αίσθηση. Κατά συνέπεια όλα τα ευχάριστα πράγματα δεν μπορεί παρά να είναι ή παρόντα (στην περίπτωση της αίσθησης) ή παρελθόντα (στην περίπτωση της ανάμνησης) ή μελλοντικά (στην περίπτωση της ελπίδας)· γιατί οι άνθρωποι αισθάνονται το παρόν, θυμούνται το παρελθόν, ελπίζουν για το μέλλον. Από αυτά
[1370b] λοιπόν που θυμούμαστε, ευχάριστα είναι όχι μόνο αυτά που ήταν ευχάριστα τη στιγμή που ήταν παρόντα, αλλά και κάποια που δεν ήταν τότε ευχάριστα, που είχαν όμως αργότερα μια όμορφη και καλή συνέχεια· εξού και ο λόγος
είναι, στ᾽ αλήθεια, ευχάριστο, όταν σωθείς,
να θυμάσαι τα όσα τράβηξες
και
χαίρεται κανείς και με τα βάσανα που τράβηξε,
όταν θυμάται πόσα έπαθε και πόσα έκανε ο ίδιος.
Η αιτία γι᾽ αυτό είναι ότι είναι ευχάριστο και το να έχει πια κανείς γλιτώσει από κάποιο κακό. Επίσης όσα ελπίζουμε, αν η παρουσία τους φαίνεται ότι θα μας φέρει μεγάλη χαρά ή ωφέλεια — ωφέλεια που δεν θα συνοδεύεται από λύπη. Γενικά όσα μας δίνουν χαρά όταν είναι παρόντα, είναι συνήθως ευχάριστα και όταν τρέφουμε ελπίδες γι᾽ αυτά ή τα θυμούμαστε. Γι᾽ αυτό είναι ευχάριστο ακόμη και το να θυμώνουμε, όπως το λέει και ο στίχος του Ομήρου για τον θυμό
που είναι πιο γλυκός κι από το σταλαχτό το μέλι·
γιατί κανένας δεν θυμώνει με άνθρωπο που ολοφάνερα δεν μπορεί να τον εκδικηθεί· με αυτούς, επίσης, που είναι πολύ ανώτεροί μας στη δύναμη ή δεν θυμώνουμε ή θυμώνουμε λιγότερο. Μια ευχαρίστηση συνοδεύει επίσης και τις πιο πολλές επιθυμίες: οι άνθρωποι αισθάνονται μια κάποια ευχαρίστηση είτε με την ανάμνηση της ευχαρίστησης που δοκίμασαν είτε με την ελπίδα της ευχαρίστησης που θα δοκιμάσουν· παράδειγμα: οι άνθρωποι που στον πυρετό βασανίζονται από τη δίψα αισθάνονται ευχαρίστηση και όταν θυμούνται πως ήπιαν και όταν ελπίζουν ότι θα πιουν· το ίδιο και οι ερωτευμένοι αισθάνονται ευχαρίστηση είτε μιλώντας για το αγαπημένο τους πρόσωπο είτε ζωγραφίζοντάς το είτε γράφοντας ποιήματα γι᾽ αυτό· ο λόγος είναι ότι με όλα αυτά να διεγείρουν τη μνήμη τους θαρρούν πως έχουν, κατά κάποιο τρόπο, άμεση αίσθηση του αγαπημένου προσώπου· σε όλες, άλλωστε, τις περιπτώσεις ο έρωτας ξεκινάει με τον ίδιο τρόπο, καθώς οι άνθρωποι όχι μόνο αισθάνονται ευχαρίστηση με την παρουσία του αγαπημένου προσώπου, αλλά και τους κυριεύει η λύπη όταν το θυμούνται απόν και δεν το έχουν κοντά τους· κάποια ευχαρίστηση υπάρχει ακόμη και στα πένθη και στους θρήνους: η λύπη είναι για τη στέρηση του αγαπημένου, ενώ την ευχαρίστηση την προκαλεί η ανάμνησή του και το ότι τον βλέπουμε κατά κάποιο τρόπο και ανακαλούμε τις πράξεις του και τις ιδιότητές του — δικαιολογημένος λοιπόν και αυτός ο λόγος:
είπε, και σ᾽ όλους τους ξεσήκωσε του θρήνου τη λαχτάρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου