Στο έργο του Φιλοσοφικές Έρευνες, ο Βίτγκενσταϊν είχε κατά νου τη διαφορά μεταξύ πραγματικής και κίβδηλης ερώτησης. Μια γλωσσική διατύπωση μπορεί να έχει μορφή ερώτησης, αλλά να μην είναι ερώτηση. ‘Η μπορεί η γραμματική μας να μας μπερδέψει και να θεωρήσουμε μια πρόταση ως κάτι άλλο. Το “Λοιπόν, συμπατριώτες μου, υπάρχει κάτι που να μη μπορούμε να επιτύχουμε άπαξ και νικήσουμε τον εχθρό;”, ακούγεται σαν ερώτηση που περιμένει απάντηση, αλλά στην πραγματικότητα είναι ρητορική, στην οποία μπορεί κάποιος να κάνει το λάθος να απαντήσει:
“Τίποτε”. Απλώς η δήλωση παίρνει ερωτηματική μορφή για να ενισχύσει τη δραματική της ισχύ. Το “Και τι έγινε;”, το “Δεν πας στο διάολο;” και το “Τι κοιτάς;” ακούγονται σαν ερωτήσεις, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι. Το “Σε ποιο σημείο του σώματος βρίσκεται η ψυχή;” ακούγεται σαν λογική ερώτηση, αλλά μονάχα γιατί σκεφτόμαστε στη γραμμή του “Σε ποιο σημείο του σώματος βρίσκονται τα νεφρά;” Το “Πού εδρεύει η ζήλεια μου;” έχει μορφή έγκυρης ερώτησης, μοναχά γιατί ασυναίσθητα την συσχετίζουμε με ερωτήσεις όπως, “Πού είναι η μασχάλη μου;”.
Ο Βίτγκενσταϊν κατέληξε ότι πάμπολλοι φιλοσοφικοί γρίφοι προκύπτουν από τη λανθασμένη αυτή χρήση της γλώσσας. Πάρτε για παράδειγμα τη δήλωση “έχω έναν πόνο”, που μοιάζει γραμματικώς με το “έχω ένα καπέλο”. Αυτή η ομοιότητα μπορεί να μας οδηγήσει στη λανθασμένη ιδέα ότι οι πόνοι, ή οι “εμπειρίες” εν γένει, είναι πράγματα που τα έχουμε, με τον ίδιο τρόπο που έχουμε καπέλα. Θα ήταν όμως παράξενο να πούμε “Ορίστε, πάρε τον πόνο μου”. Και ενώ θα ήταν λογικό να πεις “Δικό σου είναι αυτό το καπέλο, ή δικό μου;”, θα ακουγόταν περίεργο αν ρωτούσες “Δικός σου είναι αυτός ο πόνος, ή δικός μου;” Ίσως υπάρχουν κάμποσοι άνθρωποι μέσα σε ένα δωμάτιο και μαζί ένας περιφερόμενος πόνος και καθώς ένα-ένα τα άτομα διπλώνονται στα δύο από τον πόνο, εμείς αναφωνούμε: Α, τώρα τον έχει αυτός!”
Ακούγεται απλώς ανόητο’ προκύπτουν όμως από αυτό κάποιες βαρυσήμαντες συνέπειες. Ο Βίτγκενσταϊν είναι σε θέση να διαχωρίσει τη γραμματική των προτάσεων “Έχω ένα καπέλο” και “Έχω έναν πόνο” με τρόπο που όχι απλώς ρίχνει φως στη χρήση των προσωπικών αντωνυμιών όπως “εγώ” και “αυτός”, αλλά και υποσκάπτει την παραδοσιακή υπόθεση ότι οι εμπειρίες μου είναι προσωπική μου ιδιοκτησία. Στην πραγματικότητα μοιάζουν να είναι πιο προσωπική μου ιδιοκτησία από ό,τι το καπέλο μου, αφού μπορώ να δώσω σε κάποιον το καπέλο μου αλλά όχι τον πόνο μου. Ο Βίτγκενσταϊν μάς δείχνει πώς το συντακτικό μάς εξαπατά και μας κάνει να σκεφτόμαστε έτσι και το επιχείρημά του οδηγεί σε συμπεράσματα.
Σκοπός του φιλοσόφου, θεωρούσε ο Βίτγκενσταϊν, δεν ήταν τόσο να λύσει αυτά τα ζητήματα, όσο να τα διαλύσει -να καταδείξει ότι προκύπτουν από το ότι συγχέουμε το ένα είδος “γλωσσικού παιχνιδιού”, όπως το αποκαλούσε, με άλλο. Μας μαγεύει η δομή της γλώσσας μας, και δουλειά του φιλοσόφου είναι να διαλύσει αυτή τη μαγεία, απεμπλέκοντας τις διαφορετικές χρήσεις των λέξεων. Η γλώσσα, επειδή αναπόφευκτα έχει ένα βαθμό ομοιομορφίας, τείνει να κάνει διαφορετικές εκφράσεις να μοιάζουν πολύ μεταξύ τους. Έτσι ο Βίτγκενσταϊν φλέρταρε με την ιδέα να προσθέσει ως επίγραμμα στις Φιλοσοφικές Έρευνες μια φράση από τον Βασιλιά Ληρ: “Θα σου διδάξω διαφορές”.
“Τίποτε”. Απλώς η δήλωση παίρνει ερωτηματική μορφή για να ενισχύσει τη δραματική της ισχύ. Το “Και τι έγινε;”, το “Δεν πας στο διάολο;” και το “Τι κοιτάς;” ακούγονται σαν ερωτήσεις, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι. Το “Σε ποιο σημείο του σώματος βρίσκεται η ψυχή;” ακούγεται σαν λογική ερώτηση, αλλά μονάχα γιατί σκεφτόμαστε στη γραμμή του “Σε ποιο σημείο του σώματος βρίσκονται τα νεφρά;” Το “Πού εδρεύει η ζήλεια μου;” έχει μορφή έγκυρης ερώτησης, μοναχά γιατί ασυναίσθητα την συσχετίζουμε με ερωτήσεις όπως, “Πού είναι η μασχάλη μου;”.
Ο Βίτγκενσταϊν κατέληξε ότι πάμπολλοι φιλοσοφικοί γρίφοι προκύπτουν από τη λανθασμένη αυτή χρήση της γλώσσας. Πάρτε για παράδειγμα τη δήλωση “έχω έναν πόνο”, που μοιάζει γραμματικώς με το “έχω ένα καπέλο”. Αυτή η ομοιότητα μπορεί να μας οδηγήσει στη λανθασμένη ιδέα ότι οι πόνοι, ή οι “εμπειρίες” εν γένει, είναι πράγματα που τα έχουμε, με τον ίδιο τρόπο που έχουμε καπέλα. Θα ήταν όμως παράξενο να πούμε “Ορίστε, πάρε τον πόνο μου”. Και ενώ θα ήταν λογικό να πεις “Δικό σου είναι αυτό το καπέλο, ή δικό μου;”, θα ακουγόταν περίεργο αν ρωτούσες “Δικός σου είναι αυτός ο πόνος, ή δικός μου;” Ίσως υπάρχουν κάμποσοι άνθρωποι μέσα σε ένα δωμάτιο και μαζί ένας περιφερόμενος πόνος και καθώς ένα-ένα τα άτομα διπλώνονται στα δύο από τον πόνο, εμείς αναφωνούμε: Α, τώρα τον έχει αυτός!”
Ακούγεται απλώς ανόητο’ προκύπτουν όμως από αυτό κάποιες βαρυσήμαντες συνέπειες. Ο Βίτγκενσταϊν είναι σε θέση να διαχωρίσει τη γραμματική των προτάσεων “Έχω ένα καπέλο” και “Έχω έναν πόνο” με τρόπο που όχι απλώς ρίχνει φως στη χρήση των προσωπικών αντωνυμιών όπως “εγώ” και “αυτός”, αλλά και υποσκάπτει την παραδοσιακή υπόθεση ότι οι εμπειρίες μου είναι προσωπική μου ιδιοκτησία. Στην πραγματικότητα μοιάζουν να είναι πιο προσωπική μου ιδιοκτησία από ό,τι το καπέλο μου, αφού μπορώ να δώσω σε κάποιον το καπέλο μου αλλά όχι τον πόνο μου. Ο Βίτγκενσταϊν μάς δείχνει πώς το συντακτικό μάς εξαπατά και μας κάνει να σκεφτόμαστε έτσι και το επιχείρημά του οδηγεί σε συμπεράσματα.
Σκοπός του φιλοσόφου, θεωρούσε ο Βίτγκενσταϊν, δεν ήταν τόσο να λύσει αυτά τα ζητήματα, όσο να τα διαλύσει -να καταδείξει ότι προκύπτουν από το ότι συγχέουμε το ένα είδος “γλωσσικού παιχνιδιού”, όπως το αποκαλούσε, με άλλο. Μας μαγεύει η δομή της γλώσσας μας, και δουλειά του φιλοσόφου είναι να διαλύσει αυτή τη μαγεία, απεμπλέκοντας τις διαφορετικές χρήσεις των λέξεων. Η γλώσσα, επειδή αναπόφευκτα έχει ένα βαθμό ομοιομορφίας, τείνει να κάνει διαφορετικές εκφράσεις να μοιάζουν πολύ μεταξύ τους. Έτσι ο Βίτγκενσταϊν φλέρταρε με την ιδέα να προσθέσει ως επίγραμμα στις Φιλοσοφικές Έρευνες μια φράση από τον Βασιλιά Ληρ: “Θα σου διδάξω διαφορές”.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου