Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2020

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Ρητορική (1358a-1359a)

Τα τρία εἰδη του ρητορικού λόγου: κεφ 3

[III] Ἔστιν δὲ τῆς ῥητορικῆς εἴδη τρία τὸν ἀριθμόν· τοσοῦτοι γὰρ καὶ οἱ ἀκροαταὶ τῶν λόγων ὑπάρχουσιν ὄντες. σύγκειται μὲν γὰρ ἐκ τριῶν ὁ λόγος, ἔκ τε τοῦ λέγοντος καὶ

[1358b] περὶ οὗ λέγει καὶ πρὸς ὅν, καὶ τὸ τέλος πρὸς τοῦτόν ἐστιν, λέγω δὲ τὸν ἀκροατήν. ἀνάγκη δὲ τὸν ἀκροατὴν ἢ θεωρὸν εἶναι ἢ κριτήν, κριτὴν δὲ ἢ τῶν γεγενημένων ἢ τῶν μελλόντων. ἔστιν δ᾽ ὁ μὲν περὶ τῶν μελλόντων κρίνων ὁ ἐκκλησιαστής, ὁ δὲ περὶ τῶν γεγενημένων οἷον ὁ δικαστής, ὁ δὲ περὶ τῆς δυνάμεως ὁ θεωρός, ὥστ᾽ ἐξ ἀνάγκης ἂν εἴη τρία γένη τῶν λόγων τῶν ῥητορικῶν, συμβουλευτικόν, δικανικόν, ἐπιδεικτικόν.

Συμβουλῆς δὲ τὸ μὲν προτροπή, τὸ δὲ ἀποτροπή· ἀεὶ γὰρ καὶ οἱ ἰδίᾳ συμβουλεύοντες καὶ οἱ κοινῇ δημηγοροῦντες τούτων θάτερον ποιοῦσιν. δίκης δὲ τὸ μὲν κατηγορία, τὸ δ᾽ ἀπολογία· τούτων γὰρ ὁποτερονοῦν ποιεῖν ἀνάγκη τοὺς ἀμφισβητοῦντας. ἐπιδεικτικοῦ δὲ τὸ μὲν ἔπαινος τὸ δὲ ψόγος. Χρόνοι δὲ ἑκάστου τούτων εἰσὶ τῷ μὲν συμβουλεύοντι ὁ μέλλων (περὶ γὰρ τῶν ἐσομένων συμβουλεύει ἢ προτρέπων ἢ ἀποτρέπων), τῷ δὲ δικαζομένῳ ὁ γενόμενος (περὶ γὰρ τῶν πεπραγμένων ἀεὶ ὁ μὲν κατηγορεῖ, ὁ δὲ ἀπολογεῖται), τῷ δ᾽ ἐπιδεικτικῷ κυριώτατος μὲν ὁ παρών (κατὰ γὰρ τὰ ὑπάρχοντα ἐπαινοῦσιν ἢ ψέγουσιν πάντες), προσχρῶνται δὲ πολλάκις καὶ τὰ γενόμενα ἀναμιμνήσκοντες καὶ τὰ μέλλοντα προεικάζοντες.

Τέλος δὲ ἑκάστοις τούτων ἕτερόν ἐστι, καὶ τρισὶν οὖσι τρία, τῷ μὲν συμβουλεύοντι τὸ συμφέρον καὶ βλαβερόν· ὁ μὲν γὰρ προτρέπων ὡς βέλτιον συμβουλεύει, ὁ δὲ ἀποτρέπων ὡς χείρονος ἀποτρέπει, τὰ δ᾽ ἄλλα πρὸς τοῦτο συμπαραλαμβάνει, ἢ δίκαιον ἢ ἄδικον, ἢ καλὸν ἢ αἰσχρόν· τοῖς δὲ δικαζομένοις τὸ δίκαιον καὶ τὸ ἄδικον, τὰ δ᾽ ἄλλα καὶ οὗτοι συμπαραλαμβάνουσι πρὸς ταῦτα· τοῖς δ᾽ ἐπαινοῦσιν καὶ ψέγουσιν τὸ καλὸν καὶ τὸ αἰσχρόν, τὰ δ᾽ ἄλλα καὶ οὗτοι πρὸς ταῦτα ἐπαναφέρουσιν. σημεῖον δ᾽ ὅτι τὸ εἰρημένον ἑκάστοις τέλος· περὶ μὲν γὰρ τῶν ἄλλων ἐνίοτε οὐκ ἂν ἀμφισβητήσαιεν, οἷον ὁ δικαζόμενος ὡς οὐ γέγονεν ἢ οὐκ ἔβλαψεν· ὅτι δ᾽ ἀδικεῖ οὐδέποτ᾽ ἂν ὁμολογήσειεν· οὐδὲν γὰρ ἂν ἔδει δίκης. ὁμοίως δὲ καὶ οἱ συμβουλεύοντες τὰ μὲν ἄλλα πολλάκις προΐενται, ὡς δὲ ἀσύμφορα συμβουλεύουσιν ἢ ἀπ᾽ ὠφελίμων ἀποτρέπουσιν οὐκ ἂν ὁμολογήσαιεν· ὡς δ᾽ [οὐκ] ἄδικον τοὺς ἀστυγείτονας καταδουλοῦσθαι καὶ τοὺς μηδὲν ἀδικοῦντας, πολλάκις οὐδὲν φροντίζουσιν. ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἐπαινοῦντες καὶ οἱ ψέγοντες οὐ σκοποῦσιν

[1359a] εἰ συμφέροντα ἔπραξεν ἢ βλαβερά, ἀλλὰ καὶ ἐν ἐπαίνῳ πολλάκις τιθέασιν ὅτι ὀλιγωρήσας τοῦ αὑτῷ λυσιτελοῦντος ἔπραξεν ὅ τι καλόν, οἷον Ἀχιλλέα ἐπαινοῦσιν ὅτι ἐβοήθησε τῷ ἑταίρῳ Πατρόκλῳ εἰδὼς ὅτι δεῖ αὐτὸν ἀποθανεῖν ἐξὸν ζῆν. τούτῳ δὲ ὁ μὲν τοιοῦτος θάνατος κάλλιον, τὸ δὲ ζῆν συμφέρον.

Φανερὸν δὲ ἐκ τῶν εἰρημένων ὅτι ἀνάγκη περὶ τούτων ἔχειν πρῶτον τὰς προτάσεις· τὰ γὰρ τεκμήρια καὶ τὰ εἰκότα καὶ τὰ σημεῖα προτάσεις εἰσὶν ῥητορικαί· ὅλως μὲν γὰρ συλλογισμὸς ἐκ προτάσεών ἐστιν, τὸ δ᾽ ἐνθύμημα συλλογισμός ἐστι συνεστηκὼς ἐκ τῶν εἰρημένων προτάσεων.

Ἐπεὶ δὲ οὔτε πραχθῆναι οἷόν τε οὔτε πεπρᾶχθαι τὰ ἀδύνατα ἀλλὰ τὰ δυνατά, οὐδὲ τὰ μὴ γενόμενα ἢ μὴ ἐσόμενα [οὐχ] οἷόν τε τὰ μὲν πεπρᾶχθαι, τὰ δὲ πραχθήσεσθαι, ἀναγκαῖον καὶ τῷ συμβουλεύοντι καὶ τῷ δικαζομένῳ καὶ τῷ ἐπιδεικτικῷ ἔχειν προτάσεις περὶ δυνατοῦ καὶ ἀδυνάτου, καὶ εἰ γέγονεν ἢ μή, καὶ εἰ ἔσται ἢ μή. ἔτι δὲ ἐπεὶ ἅπαντες, καὶ ἐπαινοῦντες καὶ ψέγοντες, καὶ προτρέποντες καὶ ἀποτρέποντες, καὶ κατηγοροῦντες καὶ ἀπολογούμενοι, οὐ μόνον τὰ εἰρημένα δεικνύναι πειρῶνται, ἀλλὰ καὶ ὅτι μέγα ἢ μικρὸν τὸ ἀγαθὸν ἢ τὸ κακόν, ἢ τὸ καλὸν ἢ τὸ αἰσχρόν, ἢ τὸ δίκαιον ἢ τὸ ἄδικον, ἢ καθ᾽ αὑτὰ λέγοντες ἢ πρὸς ἄλληλα ἀντιπαραβάλλοντες, δῆλον ὅτι δέοι ἂν καὶ περὶ μεγέθους καὶ μικρότητος καὶ τοῦ μείζονος καὶ τοῦ ἐλάττονος προτάσεις ἔχειν, καὶ καθόλου καὶ περὶ ἑκάστου, οἷον τί μεῖζον ἀγαθὸν ἢ ἔλαττον ἢ ἀδίκημα ἢ δικαίωμα· ὁμοίως δὲ καὶ περὶ τῶν ἄλλων.

Περὶ ὧν μὲν οὖν ἐξ ἀνάγκης δεῖ λαβεῖν τὰς προτάσεις, εἴρηται· μετὰ δὲ ταῦτα διαιρετέον ἰδίᾳ περὶ ἑκάστου τούτων, οἷον περὶ ὧν συμβουλὴ καὶ περὶ ὧν οἱ ἐπιδεικτικοὶ λόγοι, τρίτον δὲ περὶ ὧν αἱ δίκαι.

***
[3] Τρία είδη ρητορικής υπάρχουν· γιατί τόσων ειδών είναι και οι ακροατές των λόγων. Τρία είναι τα συστατικά στοιχεία ενός λόγου: ο ομιλητής,

[1358b] το θέμα για το οποίο μιλάει και, τέλος, αυτός στον οποίο απευθύνεται· αυτός, δηλαδή ο ακροατής, είναι και ο τελικός στόχος του λόγου. Ο ακροατής δεν μπορεί παρά να είναι ή ένας απλός θεατής ή κριτής, κριτής μάλιστα είτε πραγμάτων που έχουν γίνει είτε πραγμάτων που πρόκειται να γίνουν. Για πράγματα που πρόκειται να γίνουν κρίνει π.χ. το μέλος της εκκλησίας του δήμου· γι᾽ αυτά που έχουν ήδη γίνει κρίνει π.χ. ο δικαστής· ο απλός θεατής κρίνει τη δεινότητα του ρήτορα. Υποχρεωτικά, επομένως, τα είδη των ρητορικών λόγων είναι τρία: ο συμβουλευτικός, ο δικανικός και ο επιδεικτικός.

Η συμβουλή είναι ή προτροπή ή αποτροπή· το ένα από αυτά τα δύο δεν κάνουν, πράγματι, πάντοτε και αυτοί που συμβουλεύουν σε ιδιωτικό επίπεδο και αυτοί που μιλούν δημόσια στον λαό; Στη δίκη έχουμε ή κατηγορία ή απολογία· πραγματικά, οι διάδικοι παίζουν υποχρεωτικά ή τον έναν ή τον άλλον από τους δύο αυτούς ρόλους. Στον επιδεικτικό, τέλος, λόγο έχουμε ή έπαινο ή ψόγο.

Ο καθένας τους έχει και τον δικό του χρόνο: ο συμβουλευτικός ρήτορας τον μέλλοντα (γιατί, είτε προτρέπει είτε αποτρέπει, δίνει συμβουλές για πράγματα που πρόκειται να συμβούν), ο δικανικός ρήτορας τον παρελθοντικό χρόνο (γιατί, είτε κατηγορεί είτε απολογείται, ο λόγος του είναι για πράγματα που έχουν ήδη γίνει), ο επιδεικτικός ρήτορας κατά κύριο λόγο τον ενεστώτα (γιατί ο έπαινος ή ο ψόγος όλων τους αναφέρεται σε σύγχρονα γεγονότα), δεν είναι όμως λίγοι και αυτοί που χρησιμοποιούν επίσης τον παρελθοντικό χρόνο —όταν υπενθυμίζουν πράγματα που έγιναν— ή τον μέλλοντα — όταν προδιαγράφουν πράγματα που πρόκειται να γίνουν.

Το καθένα από τα είδη αυτά έχει και έναν ιδιαίτερο τελικό στόχο, και καθώς τα είδη είναι τρία, τρεις είναι και οι τελικοί στόχοι. Στόχος του συμβουλευτικού ρήτορα είναι το ωφέλιμο και το βλαβερό (γιατί όποιος προτρέπει, συστήνει αυτό που συστήνει με την ιδέα ότι είναι καλύτερο, και όταν αποτρέπει, αποτρέπει από κάτι που κατά τη γνώμη του είναι χειρότερο)· τους άλλους στόχους τους χρησιμοποιεί συμπληρωματικά: το δίκαιο ή το άδικο, το όμορφο ή το άσχημο. Των δικανικών ρητόρων ο στόχος είναι το δίκαιο και το άδικο, και αυτοί όμως δίπλα σ᾽ αυτόν χρησιμοποιούν συμπληρωματικά και τους άλλους στόχους. Αυτοί, τέλος, που επαινούν ή ψέγουν έχουν για στόχο τους το όμορφο και το άσχημο, και αυτοί όμως συσχετίζουν αυτόν τον στόχο και με τους άλλους στόχους.

Η απόδειξη ότι ο στόχος του καθενός είναι αυτός που είπαμε είναι ότι μερικές φορές ούτε που νοιάζεται ο ρήτορας να συζητήσει τα άλλα αυτά σημεία. Επί παραδείγματι ο δικανικός ρήτορας μπορεί να μην αμφισβητήσει καθόλου ότι η πράξη έγινε ή ότι προκάλεσε ζημία, δεν πρόκειται όμως ποτέ να παραδεχτεί ενοχή για άδικη πράξη· αν το έκανε, δεν θα χρειαζόταν καν να γίνει δίκη. Το ίδιο και οι συμβουλευτικοί ρήτορες: για όλα τα άλλα μπορεί συχνά και να αδιαφορούν, ότι όμως δεν συμβουλεύουν χρήσιμα πράγματα ή ότι αποτρέπουν από χρήσιμα πράγματα, αυτό δεν θα το δέχονταν ποτέ· συχνά δεν νοιάζονται καθόλου να αποδείξουν ότι είναι άδικο να υποδουλώνεις γειτονικούς λαούς και αυτούς που δεν σου έχουν κάνει κανένα κακό. Παρόμοια και αυτοί που επαινούν ή ψέγουν δεν εξετάζουν καθόλου

[1359a] αν η πράξη τού τάδε ήταν ωφέλιμη γι᾽ αυτόν ή βλαβερή· ίσα ίσα πολλές φορές θεωρούν άξιο επαίνου το ότι, αδιαφορώντας για το προσωπικό του συμφέρον, έκανε κάτι που ήταν όμορφο· επαινούν π.χ. τον Αχιλλέα που πρόστρεξε στον φίλο του τον Πάτροκλο, μολονότι ήξερε ότι ήταν μοιραίο τότε γι᾽ αυτόν να πεθάνει, ενώ μπορούσε να μείνει ζωντανός: για τον Αχιλλέα ο θάνατος αυτού του είδους ήταν πιο ωραίος· το συμφέρον του, βέβαια, ήταν να μείνει στη ζωή.

Από αυτά που είπαμε έγινε φανερό ότι ο ρήτορας είναι ανάγκη να έχει, πρώτα πρώτα, έτοιμες τις προκείμενες προτάσεις του πάνω στα τρία αυτά σημεία. Τα τεκμήρια, τα πιθανά και οι ενδείξεις είναι οι προκείμενες προτάσεις του ρήτορα. Γενικά ο συλλογισμός βασίζεται σε προκείμενες προτάσεις, και το ενθύμημα είναι ένας συλλογισμός που τον αποτελούν προκείμενες σαν αυτές που είπαμε.

Με δεδομένο τώρα ότι δεν μπορεί ούτε να έχουν γίνει στο παρελθόν ούτε να γίνουν στο μέλλον τα αδύνατα πράγματα αλλά μόνο τα δυνατά· με δεδομένο επίσης ότι αυτά που δεν έγιναν ή δεν πρόκειται να γίνουν δεν είναι δυνατό τα πρώτα να έχουν γίνει στο παρελθόν και τα δεύτερα να γίνουν στο μέλλον, υποχρεωτικά και ο συμβουλευτικός και ο δικανικός και ο επιδεικτικός ρήτορας πρέπει να έχουν έτοιμες προκείμενες προτάσεις σχετικές με το δυνατό και το αδύνατο: το πράγμα μπορεί να έγινε ή δεν μπορεί να έγινε; μπορεί να γίνει ή δεν μπορεί να γίνει; Επίσης: Δεδομένου ότι όλοι οι ρήτορες, είτε επαινούν είτε ψέγουν, είτε προτρέπουν είτε αποτρέπουν, είτε κατηγορούν είτε απολογούνται, όχι μόνο προσπαθούν να αποδείξουν αυτά που είπαμε, αλλά και ότι το καλό ή το κακό, το όμορφο ή το άσχημο, το δίκαιο ή το άδικο είναι μεγάλο ή μικρό —είτε αντιμετωπίζοντας τα πράγματα καθεαυτά είτε συγκρίνοντάς τα μεταξύ τους—, είναι φανερό ότι θα πρέπει να έχουν προκείμενες προτάσεις και για το μέγεθος ή τη μικρότητα, για το μεγαλύτερο ή το μικρότερο — φυσικά, και από τη γενική άποψη αλλά και για την κάθε επιμέρους περίπτωση· π.χ. ποιό καλό, ποιά άδικη ή ποιά δίκαιη πράξη είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη — το ίδιο και για τις υπόλοιπες περιπτώσεις.

Είπαμε λοιπόν ό,τι είχαμε να πούμε για τα θέματα για τα οποία ο ρήτορας είναι ανάγκη να έχει έτοιμες προκείμενες προτάσεις. Στη συνέχεια πρέπει να μιλήσουμε ξεχωριστά για το καθένα είδος ρητορικού λόγου· με τί δηλαδή ασχολούνται οι συμβουλευτικοί λόγοι, με τί οι επιδεικτικοί και, τρίτον, με τί οι λόγοι των δικαστηρίων.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου