ΤΡΟΦΟΣ
ὦ φίλταται γυναῖκες, ὡς κακὸν κακῷ
διάδοχον ἐν τῇδ᾽ ἡμέρᾳ πορσύνεται.
δέσποινα γὰρ κατ᾽ οἶκον, Ἑρμιόνην λέγω,
805 πατρός τ᾽ ἐρημωθεῖσα συννοίᾳ θ᾽ ἅμα
οἷον δέδρακεν ἔργον Ἀνδρομάχην κτανεῖν
καὶ παῖδα βουλεύσασα, κατθανεῖν θέλει,
πόσιν τρέμουσα, μὴ ἀντὶ τῶν δεδραμένων
ἐκ τῶνδ᾽ ἀτίμως δωμάτων ἀποσταλῇ,
810 ἢ κατθάνῃ κτείνουσα τοὺς οὐ χρὴ κτανεῖν.
μόλις δέ νιν θέλουσαν ἀρτῆσαι δέρην
εἴργουσι φύλακες δμῶες ἔκ τε δεξιᾶς
ξίφη καθαρπάζουσιν ἐξαιρούμενοι.
οὕτω μεταλγεῖ καὶ τὰ πρὶν δεδραμένα
815 ἔγνωκε πράξασ᾽ οὐ καλῶς. ἐγὼ μὲν οὖν
δέσποιναν εἴργουσ᾽ ἀγχόνης κάμνω, φίλαι·
ὑμεῖς δὲ βᾶσαι τῶνδε δωμάτων ἔσω
θανάτου νιν ἐκλύσασθε· τῶν γὰρ ἠθάδων
φίλων νέοι μολόντες εὐπιθέστεροι.
820 ΧΟ. καὶ μὴν ἐν οἴκοις προσπόλων ἀκούομεν
βοὴν ἐφ᾽ οἷσιν ἦλθες ἀγγέλλουσα σύ.
δείξειν δ᾽ ἔοικεν ἡ τάλαιν᾽ ὅσον στένει
πράξασα δεινά· δωμάτων γὰρ ἐκπερᾷ
φεύγουσα χεῖρας προσπόλων πόθῳ θανεῖν.
825 ΕΡ. ἰώ μοί μοι· [στρ. α]
σπάραγμα κόμας ὀνύχων τε δάϊ᾽ ἀ-
μύγματα θήσομαι.
ΤΡ. ὦ παῖ, τί δράσεις; σῶμα σὸν καταικιῇ;
ΕΡ. αἰαῖ αἰαῖ· [ἀντ. α]
839 ἔρρ᾽ αἰθέριον πλοκαμῶν ἐμῶν ἄπο
λεπτόμιτον φάρος.
ΤΡ. τέκνον, κάλυπτε στέρνα, σύνδησον πέπλους.
ΕΡ. τί δέ με δεῖ καλύ- [στρ. β]
πτειν πέπλοις στέρνα; δῆλα καὶ
ἀμφιφανῆ καὶ ἄκρυπτα δε-
835 δράκαμεν πόσιν.
ΤΡ. ἀλγεῖς φόνον ῥάψασα συγγάμῳ σέθεν;
ΕΡ. κατὰ μὲν οὖν στένω [ἀντ. β]
δαΐαν τόλμαν, ἃν ἔρέξ᾽·
ὢ κατάρατος ἐγὼ κατά-
ρατος ἀνθρώποις.
840 ΤΡ. συγγνώσεταί σοι τήνδ᾽ ἁμαρτίαν πόσις
***
(Βγαίνει από το παλάτι μια γερόντισσα. Κρατάει σπαθί.)ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Καλές μου γυναίκες, πώς μας έρχονται σήμερα
οι συμφορές η μια πάνω στην άλλη.
Μέσα στο σπίτι, η κυρά μου η Ερμιόνη,
αφού ο πατέρας της την παράτησε κι έφυγε,
αναλογίζεται το έργο που έχει πράξει
όταν εσκέφτηκε την Ανδρομάχη να σκοτώσει
και το παιδί της· και θέλει να πεθάνει.
Τρέμει τον άντρα της, μήπως, για κείνα που έκαμε,
τηνε προσβάλει και τη διώξει από το σπίτι,
ή μήπως τη σκοτώσει αφού κι εκείνη θέλησε
810 να σφάξει ανθρώπους που έπρεπε να σεβαστεί.
Μόλις που την κρατάνε οι σκλάβοι φύλακες, που θέλει
να κρεμαστεί, κι απ᾽ το δεξί της χέρι
της παίρνουν με το ζόρι τα σπαθιά.
Τόσο πικρά έχει μετανιώσει, αφού κατάλαβε
ότι δεν ήτανε σωστά τα όσα γενήκαν.
Εγώ, λοιπόν, απόκαμα, καλές μου,
παλεύοντας για να την εμποδίσω
να κρεμαστεί. Μπείτε τώρα κι εσείς
στο παλάτι, μήπως και τη γλιτώσετε
από τον θάνατο· οι καινούργιοι φίλοι
τα καταφέρνουν πιο καλά από τους παλιούς.
ΧΟΡΟΣ
820 Ακούμε, ακούμε απ᾽ το παλάτι τις κραυγές των δούλων
για όσα μας λες. Η δύστυχη δείχνει, όπως φαίνεται, πόσο έχει μετανιώσει για το έργο που σοφίστηκε το φοβερό. Και νά την που από τα δώματα έρχεται αφού ξέφυγε απ᾽ τα χέρια των δούλων με μόνη επιθυμιά να δώσει τέλος στη ζωή της.
(Μπαίνει η Ερμιόνη τραβώντας τα μαλλιά της. Θρηνεί.)
ΕΡΜΙΟΝΗ
Ω, αλίμονό μου,
αφήστε τα μαλλιά μου να μαδήσω·
σκληρά τα μάγουλά μου να ξεσκίσω
με τα νύχια μου.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Τί κάνεις, κόρη μου; Λαβώνεις το κορμί σου;
ΕΡΜΙΟΝΗ
Τί έπαθα η δόλια!
830 Πήγαινε να χαθείς στον άνεμο,
πέπλο λεπτό των μαλλιών μου.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Σκέπασε τα στήθια, μάζεψε τα πέπλα σου, παιδί μου.
ΕΡΜΙΟΝΗ
Γιατί να σκεπάσω
το στήθος με πέπλα;
Αφού όλα έχουνε γίνει φανερά
όσα έκαμα στον άντρα μου;
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Πονείς, που σκέφτηκες να σκοτώσεις την άλλη;
ΕΡΜΙΟΝΗ
Μαύρη να ᾽ταν η ώρα που τόλμησα
μια τέτοια πράξη, πώς να μη στενάζω
εγώ η καταραμένη ανάμεσα
στων ανθρώπων το γένος;
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
840 Θα σου το συχωρέσει ο άντρας σου το φταίξιμό σου.
ὦ φίλταται γυναῖκες, ὡς κακὸν κακῷ
διάδοχον ἐν τῇδ᾽ ἡμέρᾳ πορσύνεται.
δέσποινα γὰρ κατ᾽ οἶκον, Ἑρμιόνην λέγω,
805 πατρός τ᾽ ἐρημωθεῖσα συννοίᾳ θ᾽ ἅμα
οἷον δέδρακεν ἔργον Ἀνδρομάχην κτανεῖν
καὶ παῖδα βουλεύσασα, κατθανεῖν θέλει,
πόσιν τρέμουσα, μὴ ἀντὶ τῶν δεδραμένων
ἐκ τῶνδ᾽ ἀτίμως δωμάτων ἀποσταλῇ,
810 ἢ κατθάνῃ κτείνουσα τοὺς οὐ χρὴ κτανεῖν.
μόλις δέ νιν θέλουσαν ἀρτῆσαι δέρην
εἴργουσι φύλακες δμῶες ἔκ τε δεξιᾶς
ξίφη καθαρπάζουσιν ἐξαιρούμενοι.
οὕτω μεταλγεῖ καὶ τὰ πρὶν δεδραμένα
815 ἔγνωκε πράξασ᾽ οὐ καλῶς. ἐγὼ μὲν οὖν
δέσποιναν εἴργουσ᾽ ἀγχόνης κάμνω, φίλαι·
ὑμεῖς δὲ βᾶσαι τῶνδε δωμάτων ἔσω
θανάτου νιν ἐκλύσασθε· τῶν γὰρ ἠθάδων
φίλων νέοι μολόντες εὐπιθέστεροι.
820 ΧΟ. καὶ μὴν ἐν οἴκοις προσπόλων ἀκούομεν
βοὴν ἐφ᾽ οἷσιν ἦλθες ἀγγέλλουσα σύ.
δείξειν δ᾽ ἔοικεν ἡ τάλαιν᾽ ὅσον στένει
πράξασα δεινά· δωμάτων γὰρ ἐκπερᾷ
φεύγουσα χεῖρας προσπόλων πόθῳ θανεῖν.
825 ΕΡ. ἰώ μοί μοι· [στρ. α]
σπάραγμα κόμας ὀνύχων τε δάϊ᾽ ἀ-
μύγματα θήσομαι.
ΤΡ. ὦ παῖ, τί δράσεις; σῶμα σὸν καταικιῇ;
ΕΡ. αἰαῖ αἰαῖ· [ἀντ. α]
839 ἔρρ᾽ αἰθέριον πλοκαμῶν ἐμῶν ἄπο
λεπτόμιτον φάρος.
ΤΡ. τέκνον, κάλυπτε στέρνα, σύνδησον πέπλους.
ΕΡ. τί δέ με δεῖ καλύ- [στρ. β]
πτειν πέπλοις στέρνα; δῆλα καὶ
ἀμφιφανῆ καὶ ἄκρυπτα δε-
835 δράκαμεν πόσιν.
ΤΡ. ἀλγεῖς φόνον ῥάψασα συγγάμῳ σέθεν;
ΕΡ. κατὰ μὲν οὖν στένω [ἀντ. β]
δαΐαν τόλμαν, ἃν ἔρέξ᾽·
ὢ κατάρατος ἐγὼ κατά-
ρατος ἀνθρώποις.
840 ΤΡ. συγγνώσεταί σοι τήνδ᾽ ἁμαρτίαν πόσις
***
(Βγαίνει από το παλάτι μια γερόντισσα. Κρατάει σπαθί.)ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Καλές μου γυναίκες, πώς μας έρχονται σήμερα
οι συμφορές η μια πάνω στην άλλη.
Μέσα στο σπίτι, η κυρά μου η Ερμιόνη,
αφού ο πατέρας της την παράτησε κι έφυγε,
αναλογίζεται το έργο που έχει πράξει
όταν εσκέφτηκε την Ανδρομάχη να σκοτώσει
και το παιδί της· και θέλει να πεθάνει.
Τρέμει τον άντρα της, μήπως, για κείνα που έκαμε,
τηνε προσβάλει και τη διώξει από το σπίτι,
ή μήπως τη σκοτώσει αφού κι εκείνη θέλησε
810 να σφάξει ανθρώπους που έπρεπε να σεβαστεί.
Μόλις που την κρατάνε οι σκλάβοι φύλακες, που θέλει
να κρεμαστεί, κι απ᾽ το δεξί της χέρι
της παίρνουν με το ζόρι τα σπαθιά.
Τόσο πικρά έχει μετανιώσει, αφού κατάλαβε
ότι δεν ήτανε σωστά τα όσα γενήκαν.
Εγώ, λοιπόν, απόκαμα, καλές μου,
παλεύοντας για να την εμποδίσω
να κρεμαστεί. Μπείτε τώρα κι εσείς
στο παλάτι, μήπως και τη γλιτώσετε
από τον θάνατο· οι καινούργιοι φίλοι
τα καταφέρνουν πιο καλά από τους παλιούς.
ΧΟΡΟΣ
820 Ακούμε, ακούμε απ᾽ το παλάτι τις κραυγές των δούλων
για όσα μας λες. Η δύστυχη δείχνει, όπως φαίνεται, πόσο έχει μετανιώσει για το έργο που σοφίστηκε το φοβερό. Και νά την που από τα δώματα έρχεται αφού ξέφυγε απ᾽ τα χέρια των δούλων με μόνη επιθυμιά να δώσει τέλος στη ζωή της.
(Μπαίνει η Ερμιόνη τραβώντας τα μαλλιά της. Θρηνεί.)
ΕΡΜΙΟΝΗ
Ω, αλίμονό μου,
αφήστε τα μαλλιά μου να μαδήσω·
σκληρά τα μάγουλά μου να ξεσκίσω
με τα νύχια μου.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Τί κάνεις, κόρη μου; Λαβώνεις το κορμί σου;
ΕΡΜΙΟΝΗ
Τί έπαθα η δόλια!
830 Πήγαινε να χαθείς στον άνεμο,
πέπλο λεπτό των μαλλιών μου.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Σκέπασε τα στήθια, μάζεψε τα πέπλα σου, παιδί μου.
ΕΡΜΙΟΝΗ
Γιατί να σκεπάσω
το στήθος με πέπλα;
Αφού όλα έχουνε γίνει φανερά
όσα έκαμα στον άντρα μου;
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Πονείς, που σκέφτηκες να σκοτώσεις την άλλη;
ΕΡΜΙΟΝΗ
Μαύρη να ᾽ταν η ώρα που τόλμησα
μια τέτοια πράξη, πώς να μη στενάζω
εγώ η καταραμένη ανάμεσα
στων ανθρώπων το γένος;
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
840 Θα σου το συχωρέσει ο άντρας σου το φταίξιμό σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου