Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2019

Ψυχοθεραπεία και μοντέλα της φυσικής πραγματικότητας

Η σημασία της εικόνας του κόσμου

Οι άνθρωποι έχουμε την ικανότητα να αντιλαμβανόμαστε τόσο τον κόσμο όσο και εμάς τους ίδιους. Δημιουργούμε μοντέλα του κόσμου, σύμφωνα με τα οποία βλέπουμε τα πράγματα και ενεργούμε. Οπότε, τα πρίσματα μέσα από τα οποία βλέπουμε τον κόσμο, μοιραία καθορίζουν και το πώς βλέπουμε εμάς τους ίδιους, τον Άλλον και τη σχέση μας μαζί του (Spinelli, 2005).

Οπότε, ποια είναι η «εικόνα» του κόσμου επάνω στην οποία στηρίζεται οποιαδήποτε υπεύθυνα δομημένη ψυχοθεραπευτική προσέγγιση, είναι κάτι εξαιρετικά σημαντικό, γιατί ορίζει και την πράξη της. Από αυτήν την εικόνα απορρέουν και οι ευρύτερες αντιλήψεις των διαφόρων ψυχοθεραπευτικών προσεγγίσεων για το «είμαι», το «υπάρχω», το «εγώ», το «εσύ», το «εμείς», το «αλλάζω», το «σχετιζόμαστε» το «μαζί», το «συναντιόμαστε». Οπότε, ψυχοθεραπείες που θεωρούν διαφορετικά την έννοια της «αλλαγής» ή τους τρόπους με τους αυτή επιτυγχάνεται, θα έχουν και διαφορετικούς στόχους, δομή και μεθοδολογία.

Για παράδειγμα, ψυχοθεραπείες που στηρίζονται σε αυστηρές σχέσεις αίτιου - αιτιατού (στον «μηχανιστικό ντετερμινισμό», για τον οποίο θα μιλήσουμε αμέσως παρακάτω), βλέπουν εντελώς διαφορετικά τον άνθρωπο και τον κόσμο από τις λεγόμενες «ανθρωπιστικές» ψυχοθεραπείες. Κάποια από τα κύρια και κοινά φιλοσοφικά γνωρίσματα των τελευταίων, είναι η «σχετικότητα» (ο σεβασμός στην υποκειμενική αντίληψη και την προσωπική πραγματικότητα του καθενός μας) καθώς και η «σχεσιακότητα» (η αναγνώριση της διαρκώς μεταβαλλόμενης σχέσης όλων με όλα).

Τα δύο αυτά γνωρίσματα αναφέρονται σε μία εντελώς νέα εικόνα του κόσμου, φιλοσοφικά, η οποία βασίστηκε στα συγκλονιστικά άλματα της Φυσικής από τις αρχές ακόμα του περασμένου αιώνα. Η εικόνα αυτή (ο λεγόμενος «δυναμικός ρεαλισμός), οδηγεί σε εντελώς άλλη ψυχοθεραπευτική πράξη από τις ψυχοθεραπείες που στηρίζονται στον »μηχανιστικό ρεαλισμό».

Αν λοιπόν η ψυχοθεραπεία ασχολείται με τον άνθρωπο «μέσα» στον κόσμο, γεννιέται για κάθε ψυχοθεραπευτική προσέγγιση το ερώτημα «ναι, ο άνθρωπος μέσα στον κόσμο, αλλά σε ποιον ακριβώς κόσμο;»

Προσωπικά, θεωρώ απολύτως αναγκαίο τόσο για τον ψυχοθεραπευτή όσο και για τον πελάτη (με διαφορετικό τρόπο και σε διαφορετικό βάθος) να είναι σαφώς ονομασμένη αυτή η νέα εικόνα της φυσικής πραγματικότητας, στην οποία στηρίζεται η κοινή τους δουλειά.

Για τον ψυχοθεραπευτή είναι σημαντικό, διότι οφείλει να γνωρίζει σε βάθος και στις ρίζες τους τις φιλοσοφικές παραδοχές επάνω στις οποίες κάνει ό,τι κάνει με τον πελάτη του, ώστε να γνωρίζει πάρα πολύ καλά και τα εργαλεία του: ποια είναι, γιατί και πώς και πότε τα χρησιμοποιεί και να μην κάνει εμπειρικές και τυχάρπαστες παρεμβάσεις. Είναι όμως σημαντικό και για τον πελάτη, ο οποίος, γνωρίζοντας ως κάποιον βαθμό ένα συνολικό πλαίσιο στο οποίο λειτουργεί η ψυχοθεραπευτική διαδικασία, αποκτά μια ιδέα για τη φύση και τα όριά της. Έτσι, όχι μόνο γίνεται πιθανώς πιο συνεργάσιμος ο ίδιος αλλά και συνειδητοποιεί ότι μπορεί να ασκεί το δικαίωμά του να ρωτά τον ψυχοθεραπευτή του για την προσέγγιση με την οποία δουλεύει, την εκπαίδευσή του, τη φιλοσοφία του κλπ.

Υπενθυμίζω πως ό,τι έπεται είναι μόνο το 1ο Μέρος της πολύ γενικής εισαγωγής που συνιστούν δύο άρθρα μου για την τεράστια σημασία των μοντέλων της φυσικής πραγματικότητας, επάνω στα οποία στηρίζουν την ψυχοθεραπευτική τους πράξη οι διάφορες ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις.

Η φυσική πραγματικότητα με το πρίσμα του ρεαλισμού και του μηχανιστικού ντετερμινισμού

Το είδος μας, λόγω του εξελικτικού δώρου της σκέψης και τη συνείδησης, το oποίο μας προσδίδει την ικανότητα να παρατηρούμε εμάς και τα πράγματα, βασανίζεται καθοριστικά από το ερώτημα αν αυτό που αντιλαμβανόμαστε να υπάρχει "εκεί έξω", όντως υπάρχει εκεί - δηλαδή, αν είναι «αντικειμενικά» πραγματικό (Spinelli, 2005).

Μέχρι τις αρχές (και για πολλούς, μέχρι σχεδόν τα μισά του 20ου αιώνα), οι προβληματισμοί μας για το σύμπαν και τη φυσική πραγματικότητα στηριζόταν στον πυρήνα μιας κοσμοαντίληψης, η οποία κατέστη για αιώνες ακλόνητη και αυτονόητη βεβαιότητα.

Τελικά, φάνηκε ότι δεν ήταν παρά ένα αμάλγαμα υποθέσεων τις οποίες αυθαίρετα μετατρέπαμε σε αξιώματα λόγω άγνοιας, έλλειψης τεχνολογικής υποδομής, αλλά και της ανάγκης να ξορκίζουμε τους βαθύτερους τρόμους μας μπροστά στο άγνωστο θεωρώντας ότι η γη μας και το είδος μας είναι το κέντρο του σύμπαντος. Ο πυρήνας αυτός, ως φιλοσοφικό σύστημα, ονομάστηκε γενικά «ρεαλισμός» και συνδέθηκε με το όλο πνεύμα των αναζητήσεων της τότε φυσικής (η οποία αποκαλείται συχνά «νευτώνεια φυσική» ή, για κάποιους και «κλασική φυσική»).

Οι βασικές πεποιθήσεις του ρεαλισμού θα μπορούσαν να συνοψιστούν, πολύ γενικά, στα ακόλουθα σημεία.

Πεποίθηση 1η: Ο κόσμος αποτελείται από πραγματικά στοιχεία που υπάρχουν ανεξάρτητα από τη γνώση μας γι’ αυτά. Στη δυαδική αυτή αντίληψη, εμείς και τα πράγματα υπάρχουμε ξεχωριστά, δηλαδή τα πράγματα υφίστανται αντικειμενικά και ανεξάρτητα από εμάς. Εμείς, στεκόμαστε απέναντί τους και μπορούμε να παρατηρούμε εξ αποστάσεως τις φυσικές τους ιδιότητες χωρίς να σχε¬τιζόμαστε με ό,τι παρατηρούμε. Επίσης, οι διαδικασίες με τις οποίες τα γνωρίζουμε δεν επιδρούν στο πώς τα μορφοποιούμε στο νου μας. Τα πράγματα είναι «υποστάσεις» (“substances” - Smerlak, 2006) που μας περι¬μένουν να τις ανακαλύψουμε. Κατά συνέπεια, ο Άλλος είναι επίσης κάτι που μπορούμε να βάλουμε στον πάγκο του εργαστηρίου μας, να τον εξερευνήσουμε από απόσταση και να τον γνωρίσουμε πλήρως, ως ουδέτεροι μελετητές του. «Εγώ ξέρω τι θέλεις να κάνεις... Μην επιμένεις, είναι φανερό... ναι, σ’ ακούω, αλλά εγώ σε ξέρω, πάντα έτσι κάνεις...»

Πεποίθηση 2η: Είμαστε σε θέση, με το νου, τις αισθήσεις και τα διαρκώς εξελισσόμενα εργαλεία μας, να έχουμε άμεση πρόσβαση σε αυτόν τον ανεξάρτητο από εμάς κόσμο. Οι υποθέσεις μας για τη φυσική πραγματικότητα δεν είναι απλά θεωρίες για τη φύση, αλλά προϋπάρχοντες «νόμοι» που εμείς καταφέραμε να ανακαλύψουμε, αποκαλύπτοντας την «αληθινή» ουσία των πραγμάτων (Πέτρος Καϊναδάς, 2016, προσωπική επικοινωνία). Μπορούμε συνεπώς να εισδύσουμε στα άδυτα της ψυχής του Άλλου και να γνωρίσουμε «αντικειμενικά» τι ακριβώς συμβαίνει εκεί μέσα.

Μία συνέπεια αυτής της θέσης, είναι να προσπαθήσουμε να του επιβάλλουμε αυτό που εμείς νομίζουμε ότι χρειάζεται, «για το καλό του» - εφόσον εμείς μπορούμε να γνωρίζουμε τον Άλλον καλύτερα από ό,τι ο ίδιος τον Εαυτό του. Ας θυμηθούμε τη ματιά πολλών ενηλίκων για τα παιδιά «μα σκέψου λίγο, δες τι γίνεται γύρω σου, αν πας σ’ αυτή σχολή θα πεινάσεις», «αυτός σε καταστρέφει, δεν κάνει για σένα» ή και τις προφάσεις της εισβολής πολλών μεγάλων δυνάμεων σε «υποανάπτυκτες» χώρες για «το καλό τους».

Πεποίθηση 3η: Ο ρεαλισμός έχει μία χαρακτηριστική θέση όσον αφορά τις σχέσεις αιτιότητας. Η «αρχή της αιτιότητας», γενικότερα, αναφέρεται στη σύνδεση δύο καταστάσεων όταν η δεύτερη προκύπτει λόγω της πρώτης, σχετίζοντας έτσι ένα φαινόμενο με τους παράγοντες που το προκαλούν. Ο όρος «αιτιοκρατία» («ντετερμινισμός») αναφέρεται στους τρόπους και τους νόμους σύμφωνα με τους οποίους εκφράζεται η αιτιακή σχέση.

Στο ρεαλισμό, από τη στιγμή που η φυσική πραγματικότητα είναι προδομημένη και αυτόνομη, για να προϋπάρχει αντικειμενικά, ανεξάρτητα από την παρατήρησή της από εμάς, τα πράγματα πρέπει να συνδέονται με απόλυτες σχέσεις αιτίου και αποτελέσματος («μηχανιστικός ντετερμινισμός»). Δηλαδή, ένα αίτιο μπορεί να φέρει πάντα ένα, ίδιο, συγκεκριμένο και μοναδικό αποτέλεσμα (αίτιο και αποτέλεσμα είναι ευθέως ανάλογα μεταξύ τους, συνεπώς, αν αλλάξει κατά ένα ποσοστό το αίτιο, αλλάζει κατά το ίδιο ποσοστό και το αποτέλεσμα). Λόγω αυτής της τόσο χαρακτηριστικής αρχής που χαρακτηρίζει τον ρεαλισμό, μπορούμε να πούμε ότι ο ρεαλισμός είναι μία καθαρά μηχανιστική επιστημολογία.

Όταν ένα φυσικό σύστημα προχωρά στη βάση του «μηχανιστικού ντετερμινισμού», λέγεται «γραμμικό» και, σε ένα σύστημα αυτού του είδους, το πέρασμα από κατάσταση σε κατάσταση είναι προβλέψιμο. Η αλυσιδωτή σχέση ισχύει ανεξάρτητα από τη φορά που ακολουθούμε: από το αίτιο προς το αποτέλεσμα ή από το αποτέλεσμα προς το αίτιο. Οπότε, αφού ο Άλλος ενεργεί «έτσι» (αποτέλεσμα) όταν συμβαίνει «αυτό» (αίτιο), εάν εμείς κάνουμε να συμβεί «αυτό», ο Άλλος θα ενεργήσει «έτσι». «Εφόσον φοβάσαι μη με χάσεις, όσο και αν σε ταπεινώσω και σε προσβάλλω, εσύ δεν θα αντιδράσεις, γιατί φοβάσαι μη με χάσεις». Ή, όποτε βλέπουμε μία κατάσταση, μπορούμε να τη θεωρήσουμε απολύτως ερμηνεύσιμη, ως αποτέλεσμα συγκεκριμένων πάντα αιτίων. «Ο λόγος που αυτός φέρεται έτσι είναι ότι του συμβαίνει "αυτό", ας αλλάξουμε λοιπόν "αυτό" προς την κατεύθυνση που εμείς θέλουμε αυτός να φερθεί» - η πολύ γενική αρχή των ψυχοθεραπειών που βασίζονται στον συμπεριφορισμό.

Πεποίθηση 4η: Αν μία ολότητα, χωριστεί σε μέρη, αυτά υπάρχουν ανεξάρτητα μεταξύ τους. Αν μελετηθούν ξεχωριστά, τότε το άθροισμα των συμπερασμάτων για τα μέρη, μας δίνει τη γνώση για την ολότητα που τμήσαμε. Σύμφωνα λοιπόν με την πεποίθηση αυτή, θα γνωρίσω τι είσαι ως όλον, αν αθροίσω τις ενδείξεις που μου δίνεις καθημερινά. «Σε βλέπω να κάνεις αυτό κι αυτό κι αυτό, άρα ολόκληρη θα είσαι ‘αυτό+αυτό+αυτό’ και αποκλείεται να είσαι κάτι επιπλέον». Ή, ο ψυχοθεραπευτής μπορεί «αντικειμενικά» να έχει μία συνολική εικόνα του πελάτη του, αν κατατμήσει, αναλύσει, ερμηνεύσει την προσωπικότητά του και αν συρράψει τις παρατηρήσεις του.

Πεποίθηση 5η: Τα πράγματα μπορούν να ταξινομούνται σε κατηγορίες, οπότε αν κάτι συγκεκριμένο συγκεντρώνει γνωρίσματα μιας ευρύτερης κατηγορίας, αυτομάτως θα χαρακτηρίζεται και από τα άλλα γνωρίσματά της. «Επειδή η πόρνη συναναστρέφεται με πολλούς άντρες, αυτή εκεί που είχε δύο σχέσεις το τελευταίο εξάμηνο ή αυτή λίγο παραπέρα που είναι όλο χαμογελάκια και νάζια με τόσους αρσενικούς γύρω της, είναι πόρνες. Ενώ αυτός εκεί, που δεν αφήνει θηλυκό για θηλυκό, είναι άντρακλας, γιατί οι άντρες επιτρέπεται και επιβάλλεται να έχουν όσες ερωμένες θέλουν - αρκεί, αν είναι παντρεμένοι, να μην τις ερωτεύονται».

Η κακοποίηση του ρεαλισμού και της νευτώνειας φυσικής, και το τέλος της παλαιάς τάξης

Τέτοιες πεποιθήσεις, που συνθέτουν το πλαίσιο ενός «μηχανιστικού ρεαλισμού», υποβόσκουν και σήμερα σε παρά πολλές καθημερινές μας εκφράσεις και, άμεσα ή έμμεσα, εξακολουθούν να καθορίζουν σημαντικά τη συλλογική μας πραγματικότητα. Όχι πάντα και, σίγουρα όχι, όπως πριν από κάποιες δεκαετίες. Όμως σίγουρα υποβόσκουν ακόμα παντού γύρω μας.

Για παράδειγμα, συνηθίζουμε να λέμε «εγώ ΚΑΙ ο κόσμος», αντί να λέμε «εγώ ΜΕΣΑ στον κόσμο». Ή, ξεχνούμε ότι άλλο το πώς βιώνουμε εμείς τα πράγματα και άλλο το να θεωρούμε ότι τα πράγματα «είναι» όπως εμείς τα βιώνουμε, θεωρώντας ότι ο δικός μας τρόπος να βιώνουμε τα πράγματα αντιστοιχεί και στην αλήθεια της ζωής. Ή, τοποθετούμενοι απέναντι στον κόσμο και τον Άλλον, θεωρούμε συχνά τον Άλλον δεδομένο, αντικειμενικά υφιστάμενο, είτε εμείς το βλέπουμε ή αλληλεπιδρούμε μαζί του, είτε όχι - κι ακόμη, θεωρούμε ότι εμείς μπορούμε να τον γνωρίσουμε πλήρως και «αντικειμενικά» εάν, ως ουδέτεροι παρατηρητές του, διαθέτουμε τα κατάλληλα εργαλεία. «Όπως ακριβώς σε άφησα το πρωί βγαίνοντας από το σπίτι, έτσι ακριβώς θα σε βρω το βράδυ όταν γυρίσω, λες και τη στιγμή που σε άφησα από τα μάτια μου, έχει μυστηριωδώς πατηθεί κάποιο κουμπί ‘pause’ στη ζωή σου».

Κι ακόμη, ένα άλλο παράδειγμα πεποιθήσεων ρεαλιστικής προελεύσεως, οι οποίες διαποτίζουν την καθημερινότητά μας, είναι να θεωρούμε πως ό,τι αντιλαμβανόμαστε από εμάς τους ίδιους, «εδώ μέσα» (στον υποκειμενικό μας μικρόκοσμο), είναι όντως ολόκληρη η ύπαρξή μας - «πώς θα ήταν δυνατόν να μη γνωρίζω το ίδιο μου το σπίτι! - ελέγχω νου, συναισθήματα και ανάγκες μου, αφού δεν υπάρχουν όψεις μου που να είναι κρυμμένες από τα δικά μου μάτια».

Ωστόσο, τα πράγματα άλλαξαν. Η γνώση μας προχώρησε. Στη νευτώνεια φυσική χρωστούμε αναμφίβολα την τεχνολογική μας πρόοδο. Αλλά, ενώ ήταν (και είναι) πολύτιμη μόνο για τη δική μας κλίμακα, εμείς, μέχρι τις αρχές του περασμένου αιώνα, την αναγκάζαμε να ανακατεύεται «εκεί που δεν την σπέρνουν». Εννοώ ότι επιχειρήσαμε, με παταγώδη αποτυχία, να τη χρησιμοποιήσουμε για να γνωρίσουμε τις κλίμακες του μικρόκοσμου και του μεγάκοσμου - τις οποίες ούτως ή άλλως δεν μπορούν να συλλάβουν τα αισθητήριά μας, ο εγκέφαλος και οι αναπαραστατικές ικανότητές του.

Αυτό ήταν φυσικό επακόλουθο:

(α) της περιορισμένης γνώσης μας για τη φύση του είδους μας και το σύμπαν,
(β) των περιορισμένων τεχνολογικών μας μέσων και
(γ) της αλαζονείας που χαρακτήριζε το είδος μας για αιώνες (μετά τη θεμελίωση της επιστημονικής σκέψης) ως άμυνα.... ως άμυνα στην απόγνωση μπροστά στη μικρότητά μας σε σχέση με το μέγεθος και το ακατανόητο τόσο του σύμπαντος όσο και της κατασκευής μας.

Ασφαλώς, η ίδια η νευτώνεια φυσική δεν «φταίει» σε τίποτα - εμφανίστηκε ως ομαλή συνέχεια των κλασικών αντιλήψεων στη φυσική επιστήμη και δεν ισχύει καθόλου πως είναι εξ ολοκλήρου μηχανιστική (Axon, 1988). Είμαστε εμείς, οι άνθρωποι, που χρησιμοποιούμε τις επιστήμες και τις ιδέες κατά πώς μας ταιριάζει.

Οπότε, όταν ιδέες της κλασικής φυσικής (που κάποτε είχαν κάθε λόγο να υπάρχουν στο επιστημονικό πεδίο υπηρετώντας θετικότατα τις ανθρώπινες ανάγκες) αποσπάστηκαν από το πεδίο τους, συνδυάστηκαν με το φιλοσοφικό ρεύμα του ρεαλισμού δημιουργώντας καταλύτες κάποιων ιδεολογιών. Ιδεολογιών που στήριξαν αποπνικτικές στάσεις ζωής, ολοκληρωτικά κοινωνικά συστήματα, τα προπύργια του μικροαστικού συντηρητισμού, την απομόνωση πίσω από υποκριτικά κοινωνικά σχήματα, την εκμετάλλευση του συνανθρώπου, την άσκηση βίας και εξουσίας.

Φυσικά, ήταν επόμενο να μην εξαιρεθούν από αυτές τις επιδράσεις η ιατρική και η ψυχιατρική. Έτσι, έχουμε το παλαιότερο ρεαλιστικό ιατρικό μοντέλο, το οποίο, ανεξάρτητα από όσα προσέφερε στην εποχή του, τείνει να διαχωρίζει τον θεράποντα από τον πάσχοντα, απομονώνει την «ασθένεια» από την ολότητα του τελευταίου, ταξινομεί αυθαίρετα «υγιείς» και «αρρώστους», ορίζει αυθαίρετα κριτήρια λειτουργικότητας κοκ. Αντίστοιχα, η ψυχιατρική δεν αποτελούσε εξαίρεση και λειτουργούσε με ανάλογες αρχές - όπως το ίδιο συνέβαινε και με πολλά πεδία της ψυχολογίας. Κι ακόμη, τα πρώτα ψυχοθεραπευτικά συστήματα, σε άμεση συγγένεια με την ψυχιατρική, ήταν φυσικό να είναι επηρεασμένα, περισσότερο ή λιγότερο, από ανάλογες ιδέες - όπως συνέβαινε με τις παλαιότερες μορφές της ψυχανάλυσης και του συμπεριφορισμού.

Επίλογος: η αυλαία σε νέους ορίζοντες ήδη άνοιξε

Όμως, όπως ήδη σημείωσα, τα πράγματα στην ανθρώπινη σκέψη και γνώση άλλαξαν και αλλάζουν με τρομερούς πλέον ρυθμούς. Νέες ιδέες στη φυσική και νέα ρεύματα στη φιλοσοφία παράγουν νέα πεδία έρευνας και γνώσης και νέους συνδυασμούς ήδη υφισταμένων (ολισμός, θεωρία συστημάτων, φαινομενολογία, θεωρία πεδίου, νευροεπιστήμες, νευροβιολογία, νευροφαινομενολογία κ. ά) - άφθονος πλούτος νέας γνώσης και τρόπων θεώρησης του ανθρώπου, της ζωής, του σύμπαντος. Και καθώς εμφανίζονται οι σύγχρονες ψυχοθεραπείες, κυρίως οι λεγόμενες ανθρωπιστικές, δεν μπορεί παρά να λειτουργούν με τελείως άλλα μοντέλα της φυσικής πραγματικότητας στη βάση των φιλοσοφικών τους υποθέσεων.

Στη θεμέλιά τους, βρίσκεται η ήδη προ δεκαετιών ανατέλλουσα εποχή του «δυναμικού ντετερμινισμού» και του «δυναμικού ρεαλισμού» (σύμφωνα με τον Μπιτσάκη - όπως παραπέμπει ο Φαρμάκης, 2013), όπου:

(α) ναι μεν δεχόμαστε ότι όντως υπάρχει μία φυσική πραγματικότητα ως μία αδιάσπαστη ολότητα (με εμάς μέρος της), πέρα από τις αντιληπτικές δυνατότητες της ανθρώπινης συνείδησης (δηλαδή, τα πράγματα υπάρχουν ανεξάρτητα από το αν και πώς εμείς αλληλεπιδρούμε μαζί τους) αλλά, επίσης

(β) δεχόμαστε ότι δεν μπορούμε ποτέ να συλλάβουμε «αντικειμενικά» το πώς «είναι» η φύση, απλούστατα γιατί δεν μπορούμε να βγούμε «εκτός» - σε κάθε παρατήρηση ο παρατηρητής και το παρατηρούμενο αλληλεπιδρούν.

Τα νεότερα μοντέλα ενός κόσμου, κόσμου σχέσεων - άρα και σχετικότητας

Από τα σημαντικότερα γνωρίσματα των νέων εικόνων του κόσμου τα οποία σκιτσάρισε η σύγχρονη φυσική και τα οποία επέδρασαν καθοριστικά στα θεμέλια της θεωρίας και της πράξης των σύγχρονων ψυχοθεραπευτικών προσεγγίσεων, είναι η «σχεσιακότητα» και, ως άμεσο επακόλουθο, η «σχετικότητα».

Η «σχεσιακότητα» είναι η θεώρηση οποιουδήποτε πράγματος μέσω αλληλοεπηρεαζόμενων πλεγμάτων σχέσεων με οτιδήποτε άλλο (“relatedness”). Πρόκειται για μία αντίληψη του κόσμου που δεν αφήνει τίποτα «έξω» από τον κόσμο και ασύνδετο με ό,τι το περιβάλλει . Συνεπώς, αφού διαφορετικά και αλληλεπιδρώντα δίκτυα σχέσεων είναι το πρίσμα μέσω του οποίου βλέπουμε τα πράγματα, τίποτα δεν ορίζεται απόλυτα και αντικειμενικά και έτσι, αυτομάτως, προκύπτει το δεύτερο κύριο γνώρισμα του κόσμου: η «σχετικότητα» (“relativity” - η έλλειψη απόλυτης βεβαιότητας για την υπόσταση οποιουδήποτε πράγματος, αφού το κάθε τι καθορίζεται σχετιζόμενο όχι μόνο μ’ εμάς αλλά και με άπειρα άλλα πράγματα).

Η μετα-νευτώνεια φυσική μας δείχνει ότι ζούμε σε ένα σύμπαν αέναων μεταβολών, κίνησης, ροής, ενός αδιάκοπου «γίγνεσθαι», το οποίο χαρακτηρίζουν αδιανόητα πολύπλοκα για τον εγκέφαλό μας δυναμικά πλέγματα σχέσεων και αλληλεπιδράσεων. Έτσι, όλα όσα συγκροτούν τον κόσμο είναι μεν αυτόνομες οντότητες, αλλά χωρίς κάποια προκαθορισμένη παγιωμένη υπόσταση, αφού το κάθε πράγμα ορίζεται διαφορετικά από διαφορετικές οπτικές γωνίες - δηλαδή, ορίζεται ανάλογα με τις εκάστοτε σχέσεις του, οι οποίες το φανερώνουν από αυτήν ή την άλλη οπτική γωνία.

Όταν κοιτάζω κάτι που είναι διαθέσιμο και στα δικά σου και οποιαδήποτε άλλα μάτια, σχετίζομαι (αλληλεπιδρώ) μαζί του και αυτό μορφοποιείται (για μένα) με έναν συγκεκριμένο τρόπο - ανάλογα με το πώς το κοιτάζω. Όταν το κοιτάζεις εσύ, μορφοποιείται στον κόσμο σου, σύμφωνα με το πώς εσύ αλληλεπιδράς μαζί του. Όταν κάτι παύει να υπάρχει για μένα επειδή παύω να αλληλεπιδρώ μαζί του, συνεχίζει να υπάρχει στη φυσική πραγματικότητα ανεξάρτητα από τη δική μου αντίληψη, μόνο που πλέον ορίζεται από τις σχέσεις του με τα δικά σου μάτια και με τα άλλα πράγματα.

Είμαστε μετα-παρατηρητές μιας μετα-πραγματικότητας: «τι χρώμα είναι η κόκκινη μπλούζα μου»;

Στις μέρες μας έγινε φανερό πως φιλοσοφικές πεποιθήσεις (όπως ο ρεαλισμός) τις οποίες, για διάφορους λόγους, βασίσαμε με μεγάλη σιγουριά στη νευτώνεια φυσική, δεν ήταν παρά μόνο μύθοι που εμείς χρειαζόμασταν να πιστέψουμε ως βεβαιότητες - παρά την αδιαμφισβήτητη πολυτιμότητα και χρησιμότητα της νευτώνειας φυσικής στη δική μας, την ανθρώπινη κλίμακα.

Μια από αυτές τις βεβαιότητες - μύθους του ρεαλισμού, είναι η εξής: η φυσική πραγματικότητα υπάρχει ανεξάρτητα από εμάς και τη γνώση μας γι’ αυτήν. Ωστόσο, επειδή εμείς μπορούμε να σταθούμε απέναντί της ως ουδέτεροι παρατηρητές, μπορούμε να τη γνωρίσουμε πλήρως και «αντικειμενικά», χωρίς οι διαδικασίες της παρατήρησής μας να επιδρούν στο πώς τη μορφοποιούμε στον νου μας. Με άλλα λόγια, η διαδικασία της παρατήρησης δεν επιδρά στο παρατηρούμενο και τα πράγματα είναι «υποστάσεις» (“substances” - Smerlak, 2006)) που μας περι¬μένουν να τις ανακαλύψουμε.

Σήμερα, η σχεσιακότητα και η σχετικότητα των πραγμάτων που έδειξε η φυσική, εκτοπίζει βεβαιότητες σαν την παραπάνω. Η ρεαλιστική σκέψη της νευτώνειας περιόδου ήθελε έναν κόσμο ξέχωρο από εμάς, σταθερό και ακίνητο, έτοιμο να παραδοθεί ολόκληρος στην αδυσώπητη διεισδυτικότητα της ανελέητης επιστημονικής μας ματιάς. Όμως, η ίδια η φυσική μας, φανέρωσε ότι μάλλον τίποτα δεν είναι αυτόνομο, ακίνητο και δεδο¬μένο, αλλά ορίζεται και νοείται μόνον σχετικά και όχι απόλυτα, μέσω της σχέσης του με κάτι άλλο (ή ορθότερα με άπειρα άλλα).

Από αυτήν την άποψη, θα λέγαμε ότι, ναι, από τη μία μεριά υπάρχει μία φυσική πραγματικότητα ανεξάρτητα από τη δική μας αντίληψη - κάτι που έλεγε και ο ρεαλισμός. Όμως, από την άλλη μεριά, ενώ τα πράγματα υπάρχουν ανεξάρτητα από τη δική μας αντίληψη γι’ αυτά, οι ιδιότητές τους δεν είναι ακριβώς δικές τους.

Αν το καλοσκεφτούμε, ανήκουν τόσο στα ίδια όσο και σε αυτόν που τα παρατηρεί και ως προς τον οποίο εμφανίζουν αυτές τις ιδιότητες, ως παράγωγα αλληλεπίδρασης μαζί του - το κόκκινο χρώμα της μπλούζας μου είναι «έτσι» κόκκινο μόνο για τα δικά μου μάτια. Οπότε, οι ιδιότητες των πραγμάτων δεν είναι πλέον κάτι αντικειμενικό. Αντίστοιχα, οι διάφορες όψεις και εκδηλώσεις ενός προσώπου δεν είναι πάγια και αναλλοίωτα χαρακτηριστικά του, αλλά γεννιούνται από την αλληλεπίδρασή του με τα πράγματα και τους Άλλους (οι ιδιότητές του ανήκουν τόσο στον ίδιο όσο και σε όποιον τον παρατηρεί - σχετίζεται μαζί του).

Γι’ αυτό, όσα βρίσκει ο φυσικός δεν θεωρούνται πλέον εκφράσεις κάποιας κοσμικής αλήθειας (δηλαδή «φυσικοί νόμοι») αλλά θεωρούνται απλώς «υποθέσεις» («θεωρίες») περί μιας φυσικής πραγματικότητας (Strassler, 2014, 2012, & Αντώνης Αρκάς - προσωπική επικοινωνία, 2016).

Με άλλα λόγια, άλλαξε τελείως ο ρόλος του φυσικού. Παλαιότερα, ο φυσικός ήταν κάποιος ουδέτερος παρατηρητής που φιλοδοξούσε να αποκαλύψει ποιες είναι οι «υποστάσεις» (“substances”) των δομικών υλικών ενός αντικειμενικά υφιστάμενου κόσμου, που βρισκόταν απέναντί του. Σήμερα, είναι κάποιος που εστιάζεται στο «πώς» λειτουργεί αυτός ο κόσμος, νιώθοντας αδιάσπαστο στοιχείο του. Όταν πλέον ο φυσικός περιγράφει μαθηματικά ένα πεδίο, μας λέει τι κάνει, πώς συμπεριφέρεται, πώς αλληλεπιδρά με άλλα πεδία, αλλά ΔΕΝ μας λέει κάτι για τη φύση, για την υφή του, για το πώς είναι «φτιαγμένο» (γιατί δεν μπορεί να μας πει τίποτα για όλα αυτά).

Ο Philippson (2001), σημειώνει ότι, στη γλώσσα μας, ακόμα τείνουμε να βλέπουμε τις ιδιότητες των αντικειμένων ως πάγιά τους χαρακτηριστικά, που ανήκουν αποκλειστικά σε αυτά. Θεωρούμε ότι τα επίθετα με τα οποία αποδίδονται στη γλώσσα μας οι ιδιότητες των πραγμά¬των, περιγράφουν αντικειμενικά τα προσδιοριζόμενα ουσιαστικά.

Όταν λέω ότι «η μπλούζα μου στο συρτάρι είναι κόκκινη», στην καθημερινή μας συνεννόηση, θεωρώ ότι το κόκκινο της μπλούζας μου είναι αυτονόητα ένα και μοναδικό. Όταν όμως ανοίξω το συρτάρι, το κόκκινο που θα δω είναι άλλο από την ακαθόριστη νοητική αφαίρεση που είχα στη μνήμη μου - και σίγουρα διαφορετικό από αυτό που αντιλαμβάνεσαι εσύ, δίπλα μου. Και αν έχω αναμμένο το κεντρικό φως ή το μικρό πορτατίφ, πάλι το κόκκινο θα είναι διαφορετικό στην εμπειρία μου. Και αν έχω χάσει τα γυαλιά μου, επίσης αλλιώτικο. Το κόκκινο χρώμα της μπλούζας μου δεν αντιστοιχεί σε μία πάγια ιδιότητά της, αλλά σε ένα γνώρισμά της που αποκτά κάποιο νόημα μόνον όταν αλληλεπιδρώ μαζί της, βλέποντάς την.

Το ίδιο ισχύει και για κάθε τι άλλο, για εσένα και τις ιδιότητες (και τους χαρακτηρισμούς) που σου αποδίδω, καθώς και για εμένα τον ίδιο και τις ιδιότητες που αποδίδω στον εαυτό μου. Οπότε η ερώτηση «τι χρώμα είναι η μπλούζα μου;» ενώ γραμματικά και συντακτικά στέκει, φαίνεται να μην έχει πλέον το ίδιο νόημα που είχε παλαιότερα, όταν το χρώμα της θεωρούνταν κάτι δεδομένο.

Φυσικά, το ίδιο ακριβώς ισχύει αν ρωτήσω «ποιος είσαι εσύ;», «ποιος είμαι εγώ;», «τι κάνουμε μαζί;» - όλα αυτά, όπως και το κόκκινο χρώμα της μπλούζας μου, εξαρτώνται από τη ματιά του καθενός μας και δεν είναι δεδομένες «υποστάσεις» και παγιωμένες καταστάσεις.

Στους καιρούς μας λοιπόν, μάλλον οφείλουμε να δεχτούμε ότι εκ των πραγμάτων, ενώ ζούμε σε έναν κόσμο που υπάρχει ούτως ή άλλως πέρα από τη δική μας αντίληψη γι’ αυτόν, η αντικειμενικότητά του σταματά εδώ, στο γεγονός της ύπαρξής του ανεξάρτητα από εμάς. Σταματά εδώ, γιατί από εδώ και πέρα δεν μπορεί να υπάρξει τίποτα «αντικειμενικά», αφού όλα σχετίζονται δυναμικά μεταξύ τους και εμείς:

(α) θα γνωρίζουμε μόνο θραύσματα του κόσμου και ποτέ «ολόκληρη» την εικόνα του, ενώ

(β) θα γνωρίζουμε αυτά τα θραύσματα μόνον όπως αυτά μορφοποιούνται στη δική μας προσωπική αντίληψη.

Οπότε, θα ήταν βάσιμο να πούμε πως, εμείς οι άνθρωποι, μπορούμε να είμαστε μόνο μετα-παρατηρητές μιας μετα-πραγματικότητας (Smerlak, 2006).

Άλλωστε, αυτοί οι μετα-νευτώνειοι ορίζοντες της σύγχρονης φυσικής, που τάραξαν αμε¬τάκλητα τα νερά του απόλυτου ρεαλισμού, δικαιώνονται από την ίδια μας τη γνώση για τις λειτουργίες μας. Σήμερα, γνωρίζουμε πως οι δυνατότητές του εγκεφάλου μας δεν επαρκούν για να γνωρίσουμε τη φύση (και εμάς, εννοείται, ως μέρος της) όπως κάτι που κρατούμε στη χούφτα μας και το μελετούμε γυρνώντας το από δω κι από κει.

Οι θεωρίες της φυσικής είναι σίγουρα μία αδιανόητου μεγαλείου σύλληψη του ανθρώπινου νου μέσω των μαθηματικών. Αλλά είναι μαθηματικά μοντέλα του «πώς» λειτουργεί η φύση και κανένας φυσικός, στις μέρες μας, δεν ισχυρίζεται πως ανακάλυψε την «αληθινή» υπόσταση της φύσης. Όσο και να μην μας αρέσει, οι αναπαραστατικές δυνατότητες του εγκεφάλου μας ΔΕΝ επαρκούν για να μεταφράσουμε μαθηματικά στημένες φυσικές θεωρίες σε μη μαθηματική γλώσσα και σε εικόνες κατανοητές από το νου μας στον αισθητό μας κόσμο - ώστε να πούμε ότι «έτσι» είναι ο κόσμος, «αυτή» είναι η «πραγματική» του εικόνα.

Αν από τα μαθηματικά επιχειρήσουμε να φέρουμε κάτι με τη φαντασία μας στον δικό μας κόσμο αισθήσεων και εικόνων, μοιραία το παραμορφώνουμε, μοιραία κατασκευάζουμε ένα κουβάρι από παραδοξότητες, που απλώς βραχυκυκλώνουν το νου μας καθώς εμφανίζεται μία παράλογη καρικατούρα. Για παράδειγμα, είναι αδύνατον να συλλάβουμε με τον νου μας μία «εικόνα» του υποατομικού κόσμο ή των κβαντικών πεδίων. Είναι αστείο να πούμε ότι τα σωματίδια είναι μικρές μπαλίτσες ή το να φανταστούμε ένα πεδίο σαν ένα δίχτυ από πολύχρωμες κλωστίτσες, που στέκεται μετέωρο στο πουθενά και εκτείνεται στο άπειρο - κάτι τέτοιο μάλλον δεν σημαίνει καθόλου ότι συλλάβαμε την έννοια του πεδίου...

Φαίνεται πλέον ότι εμείς οι άνθρωποι, δεν είμαστε καθόλου το κέντρο ενός σύμπαντος που έγινε με μέτρο και σημαντικότερο σημείο αναφοράς εμάς και την κλίμακα στην οποία ζούμε... Στην πραγματικότητα, τα μάτια μας δεν μπορούν να χωρέσουν και να συλλάβουν το αχανές σύμπαν και η δική μας, η ανθρώπινη κλίμακα, αντιστοιχεί σε κάτι απειροελάχιστο σε σχέση με όλο το συνεχές, το οποίο απλώνεται από τον υποατομικό μικρόκοσμο μέχρι την απεραντοσύνη των γαλαξιών και τον μεγάκοσμο.

Τέλος, η αδυναμία μας να γνωρίσουμε κάποια υποτιθέμενη «πραγματική» ουσία - υπόσταση των πραγμάτων, δεν οφείλεται μόνον στον τρόπο που λειτουργεί αναπαραστατικά ο εγκέφαλός μας. Διάφορα πεδία γνώσης κατέδειξαν ότι, τη στιγμή που συλλαμβάνουμε κάτι με τις αισθήσεις μας για να το «σύρουμε» στη συνειδητή μας αντίληψη, έχουμε ήδη ξεκινήσει να το επεξεργαζόμαστε με βάση στοιχεία του δικού μας προσωπικού κόσμου. Το πώς τελικά εμφανίζονται τα πράγματα στη γνώση μας, έχει ήδη επηρεαστεί από την ίδια τη διαδικασία με την οποία επιχειρούμε να τα γνωρίσουμε (κάτι που συνιστά μία βασική ιδέα τόσο της κβαντομηχανικής όσο και του φιλοσοφικού ρεύματος της φαινομενολογίας - Spinelli, 2005 & Stern, 2004).

Η πιθανότητα στη θέση της βεβαιότητας: ο «δυναμικός ντετερμινισμός»

Η σχεσιακότητα και η σχετικότητα των πραγμάτων που μας φανέρωσε η μετα-νευτώνεια φυσική, τάραξε και άλλη μία πεποίθηση του ρεαλισμού, ο οποίος έχει μία πολύ χαρακτηριστική θέση όσον αφορά τις σχέσεις αιτιότητας. Καταρχάς, με την «αιτιότητα» αναφερόμαστε στον τρόπο και τους νόμους με τους οποίους συνδέονται δύο καταστάσεις, όταν η δεύτερη προκύπτει λόγω της πρώτης. Στον ρεαλισμό, οι σχέσεις ενός φαινομένου με τους παράγοντες που το προκαλούν, είναι απόλυτες σχέσεις αιτίου και αποτελέσματος («μηχανιστικός ντετερμινισμός»). Δηλαδή, ένα αίτιο ή ένα σύνολο αιτιακών παραγόντων επιφέρουν πάντα ένα, ίδιο, συγκεκριμένο και μοναδικό αποτέλεσμα και, όταν ένα φυσικό σύστημα προχωρά στη βάση του «μηχανιστικού ντετερμινισμού», λέγεται «γραμμικό».

Με άλλα λόγια, αν το Α προκαλεί το Β, τότε το Α πάντα ακολουθείται από το Β. Επιπλέον, η απόλυτη αιτιακή σχέση τους ισχύει το ίδιο, ανεξάρτητα αν τη διαβάζουμε από το Α προς το Β ή από το Β προς το Α, αντιστρέφοντας τους ρόλους αιτίου - αποτελέσματος. Γι’ αυτό, σύμφωνα με αυτήν την πεποίθηση του ρεαλισμού, εφόσον οι εγκέφαλοί μας είναι από ύλη (φτιαγμένοι από άτομα και μόρια), η μελλοντική και παρελθοντική μας συμπεριφορά είναι απολύτως αναγνώσιμη, εάν σε μία οποιαδήποτε στιγμή μπορούμε να έχουμε επαρκή στοιχεία για τις κινήσεις μας.

Ο ρεαλισμός, έχοντας στον πυρήνα του τον μηχανιστικό ντετερμινισμό, είναι μία μηχανιστική επιστημολογία σύμφωνα με την οποία η ανθρώπινη συμπεριφορά μπορεί να ερμηνευθεί από μία υποτιθέμενη ουδέτερη θέση παρατήρησης και να προγραμματιστεί απόλυτα αιτιοκρατικά. Στον ρεαλισμό ο άνθρωπος είναι προβλέψιμος, άρα και ελέγξιμος (είτε ως υποχείριο, είτε για να εξαγνίσουμε την κοινωνία από τα θεωρούμενα παράσιτα, είτε για το συλλογικό «καλό» των απλών πολιτών το οποίο αποφασίζεται από μία ελίτ με την κατάλληλη γνώση).

Λόγω όμως της σχεσιακότητας και της σχετικότητας των πραγμάτων, οι αιτιακές τους σχέσεις δεν μπορεί να είναι απόλυτες, γιατί η σχέση τους είναι μεταβαλλόμενη και αποτέλεσμα άπειρων παραγόντων. Αυτό που πλέον λέμε λοιπόν είναι ότι το Α μπορεί πιθανά να προκαλέσει το Β, όταν λόγω του πώς εμφανίζεται το Α αυξάνουν οι πιθανότητες να προκύψει το Β.

Για παράδειγμα, ας πούμε ότι σε μία δεδομένη στιγμή πάμε να μετρήσουμε την τιμή μιας ιδιότητας κάποιου πράγματος. Από τα στοιχεία που συγκεντρώνουμε, λέμε ότι υπάρχουν πιθανότητες να εμφανιστούν οι τιμές Α, Β ή Γ. Το ποια τιμή τελικά θα προκύψει, δεν μπορεί να είναι απολύτως σίγουρο. Σχηματικά και μόνον, αν η τιμή Α τη στιγμή της μέτρησης είχε 70% πιθανότητες να εμφανιστεί, η Β 20% και η Γ 10%, τότε, είναι πιθανότερο κατά τη μέτρησή μας να εμφανιστεί η Α. Όμως, με δεδομένο ότι η πιθανότητα δεν είναι βεβαιότητα, τελικά, ποια από τις τιμές Α, Β, Γ θα εμφανιστεί, είναι τυχαίο (με την έννοια της πιθανότητας).

Οπότε, το τι θα συμβεί ή τι θα κάνει κάποιος την επόμενη στιγμή δεν μπορεί ποτέ να είναι απολύτως προβλέψιμο, αλλά μόνο πιθανό. Στην πράξη λοιπόν, από τη μία μεριά, ισχύουν οι αιτιακές σχέσεις καθώς και η προβλεψιμότητα στη γενική της διάσταση. Από την άλλη όμως μεριά, επειδή οι σχέσεις αυτές είναι δυναμικές (εξαρτώνται από πολλούς μεταβαλλόμενους παράγοντες), το αποτέλεσμα ενός αιτίου δεν είναι βέβαιο, αλλά απλώς πιθανό.

Γι’ αυτό και ο μηχανιστικός ντετερμινισμός δίνει πλέον τη θέση του στην ευρύτερη έννοια του «δυναμικού ντετερμινισμού». Αλυσιδωτά, ένας ρεαλισμός που δεν έχει στον πυρήνα του τον μηχανιστικό ντετερμινισμό, παύει να είναι πια μια μηχανιστική επιστημολογία. Μάλλον, παίρνει τις αποχρώσεις ενός «δυναμικού ρεαλισμού» (Μπιτσάκης - όπως παραπέμπει ο Φαρμάκης, 2013).

Σ’ αυτό το νέο μοντέλο του κόσμου, καθώς η πιθανότητα γίνεται πυρηνικό γνώρισμα μιας φυσικής πραγματικότητας σχέσεων και σχετικότητας, φαίνεται ότι το σύμπαν παρέχει μεν στον άνθρωπο γενναίες δόσεις τυχαίου και αβεβαιότητας (για να θυμόμαστε τα όριά μας), αλλά και μπόλικες δόσεις αιτιότητας και σιγουριάς (για την ασφάλειά μας).

Η διασυνδεσιμότητα των πραγμάτων

Στα πλαίσια του δυναμικού ντετερμινισμού για έναν κόσμο πολλαπλών, μεταβαλλόμενων σχέσεων με πιθανά και όχι βέβαια αποτελέσματα (μέρος του οποίου είναι και ο οποιοσδήποτε παρατηρητής του), καταπίπτουν και άλλες πεποιθήσεις του ρεαλισμού.

Μία από αυτές είναι ότι αν χωρίσουμε κάτι σε μέρη, τα μελετήσουμε και συγκεντρώσουμε τα αποτελέσματα, θα έχουμε την πλήρη γνώση αυτού του «κάτι». Μία άλλη, σε άμεση σχέση με την προηγούμενη, είναι ότι τα πράγματα μπορούν να διαχωρίζονται και να ταξινομούνται σε κατηγορίες. Οπότε αν κάτι συγκεκριμένο συγκεντρώνει γνωρίσματα μιας ευρύτερης κατηγορίας, αυτομάτως θα χαρακτηρίζεται και από τα άλλα γνωρίσματά της («επειδή η πόρνη συναναστρέφεται με πολλούς άντρες, αυτή εκεί που είχε δύο σχέσεις το τελευταίο εξάμηνο είναι πόρνη»).

Όταν μιλούμε για δυναμικές σχέσεις των πραγμάτων μεταξύ τους, μιλούμε για τη διασυνδεσιμότητά τους. Άρα, μπορούμε κατά βούληση να βλέπουμε τα πράγματα, ακριβώς λόγω της διασυνδεσιμότητάς τους, να σχηματίζουν διαρκώς ολότητες, σύνολα, τα οποία να είναι μέρη άλλων ολοτήτων, οι οποίες να είναι επίσης μέρη άλλων ολοτήτων κοκ. Για παράδειγμα, δυο αδέλφια σε μία οικογένεια είναι ένα όλον και δυο γονείς ένα άλλο. Και τα τέσσερα μέλη (ή και τα δύο διμελή σύνολα) μαζί, σχηματίζουν το όλον της οικογένειας.

Επίσης, λόγω της διασυνδεσιμότητας όλων με όλα, σε κάθε όλον, τα συστατικά του αλληλεπιδρούν τόσο μεταξύ τους όσο και με το όλον το οποίο αποτελούν. Το κάθε μέρος της οικογένειας αλληλεπιδρά με όλα τα άλλα και με την οικογένεια ολόκληρη - τη διαμορφώνει και διαμορφώνεται από αυτήν. Τα επί μέρους διμελή σύνολα (τα δυο αδέλφια ή οι δυο γονείς) αλληλεπιδρούν τόσο μεταξύ τους όσο και με το σύνολο της οικογένειας.

Αυτή η πολλαπλότητα των σχεσιακών συνδέσεων μεταξύ των πραγμάτων, σημαίνει ότι κάθε επί μέρους όλον έχει και τη δική του αυτονομία σε σχέση με τα στοιχεία που το απαρτίζουν - άρα και το δικό του νόημα. Το όλον που λέγεται «το χέρι μου» είναι κάτι αυτόνομο και δεν ισούται μόνο με το αριθμητικό άθροισμα των πέντε δακτύλων και της παλάμης μου. Ως μία αυτόνομη οντότητα, έχει τις δικές του ιδιότητες - που δεν έχει μόνη της ούτε η παλάμη ούτε τα δάχτυλά μου. Η «οικογένεια», ως οντότητα, έχει τη δική της υπόσταση, η οποία δεν ισούται με το αριθμητικό άθροισμα των μελών της. Το ίδιο ισχύει για κάθε σύνολο, μία εταιρία, ένα κόμμα κλπ.

Αντίστοιχα εσύ, είσαι κάτι διαφορετικό από το αριθμητικό άθροισμα των συστατικών που σε αποτελούν. Αν δηλαδή κόψω σε κομμάτια το σώμα και το άυλο μέρος σου, τα μελετήσω και βάλω μαζί τα αποτελέσματα της μελέτης μου, αυτό που θα πάρω ΔΕΝ θα είναι το «εσύ» που εσύ είσαι ως ολότητα. Ή, το χέρι μου δεν σχετίζεται μόνο με τον κορμό μου, αλλά επίσης με το τι και πώς το κάνω μ’ αυτό: εξαρτάται από όλο μου το σώμα, γι’ αυτό και δεν μπορώ να μελετήσω το χέρι μου αν δεν μελετήσω και τη σχέση του με το σώμα μου.

Αυτός είναι και ο λόγος που στον δυναμικό ρεαλισμό δεν έχει νόημα να μένουμε στον διαχωρισμό των στοιχείων ενός πράγματος προκειμένου να το μελετήσουμε ως όλον. Αντιθέτως, οφείλουμε να το δούμε μελετώντας τόσο τις αλληλεπιδράσεις των στοιχείων του, όσο και το ίδιο ως μία αυτόνομη ολότητα με τις δικές της ιδιότητες. Επίσης, είναι άσκοπο να κατηγοριοποιούμε κάτι και να του προσδίδουμε αυτομάτως όλα τα γνωρίσματα της κατηγορίας στην οποία το βλέπουμε να ανήκει, γιατί αυτό το κάτι έχει τη δική του αυτόνομη και μοναδική οντότητα, καθώς καθορίζεται από διαφορετικά πλέγματα σχέσεων από ό,τι κάθε τι άλλο (όλοι οι μετανάστες δεν είναι κλέφτες).

Σ’ αυτό το ευρύτερο πλαίσιο, αναπτύχθηκαν διάφορα πεδία γνώσης και συστήματα σκέψης, που σήμερα βρίσκονται στον πυρήνα της θεωρίας και της πράξης των σύγχρονων ψυχοθεραπευτικών προσεγγίσεων. Για παράδειγμα, έχουμε τον ολισμό, τη θεωρία πεδίου, τη θεωρία συστημάτων, τη μετεξέλιξη της φαινομενολογίας και τον υπαρξισμό κ.ά.

Η συνύπαρξη δομής και ροής

Είδαμε ότι, στις μέρες μας, η κυριαρχία του στενού πλαισίου του απόλυτου ρεαλισμού και του μηχανιστικού ντετερμινισμού της νευτώνειας περιόδου έχει πλέον ξεπεραστεί, ενώ ανοίχτηκαν μπροστά μας άπειρες δυνατότητες νέων κατευθύνσεων σκέψης με βάση τη σχεσιακότητα και κατά συνέπεια τη σχετικότητα των πραγμάτων.

Όμως, αν «δυναμική σχέση» σημαίνει διαρκή μεταβολή, ροή, κίνηση, τότε, σε έναν μετα-νευτώνειο κόσμο, μήπως μας περισσεύει η έννοια της «δομής» - του σταθερού σχήματος, των σταθερών περιγραμμάτων και σαφών ορίων μεταξύ των πραγμάτων; Ο Yontef (1993), βλέπει τρεις κύριες κατευθύνσεις σκέψης, που εμφανίζονται στη μετα-νευτώνεια περίοδο των Δυτικών κοινωνιών, με βάση τις έννοιες της «δομής» και της «ροής».

(α) Όταν εστιάζουμε στον διαχωρισμό και στην ανεξάρτητη υπόσταση των πραγμάτων, στη διαφορά και στη δομή τους, έχουμε έναν τρόπο σκέψης τον οποίον ο Yontef ονομάζει «νεο-νευτώνεια γραμμική σκέψη» (“neo-Newtonian linear theorizing”). «Εγώ είμαι εγώ και εσύ είσαι εσύ και στεκόμαστε ο ένας αντίκρυ στον Άλλον, ξεχωριστοί και αυτόνομοι, με τα όριά μας, γνωρίζοντας πού τελειώνει ο ένας και πού αρχίζει ο Άλλος». Ο κόσμος εμφανίζεται με μία «σωματιδιακή» εικόνα: σύνολα στοιχείων με όρια μεταξύ τους.

(β) Όταν εστιάζουμε στις δυναμικές σχέσεις των πραγμάτων, δεν τα βλέπουμε οριοθετημένα. Βλέπουμε μόνο πλέγματα μεταβαλλόμενων σχέσεων μεταξύ τους (θα έλεγα ότι η προσέγγιση αυτή θυμίζει ιδέες Ανατολικών παραδόσεων, όπως είναι ο Ταοϊσμός και το Ζεν). Ο Yontef ονομάζει αυτόν τον τρόπο σκέψης «μη γραμμική σκέψη» (ή «καθολική διαδραστικότητα») - “non-linear theorizing” (“universal interactionism”). Εδώ, ο κόσμος εμφανίζεται με μία «κυματική» εικόνα.

Είναι φανερό πως καμία από τις δύο αυτές εικόνες δεν φαίνεται να καλύπτει τον πλούτο των τρόπων με τους οποίους εμφανίζεται σήμερα ο κόσμος στα μάτια μας. Αν μείνουμε μόνο στην πρώτη, κινδυνεύουμε να πλησιάσουμε υπερβολικά μία μηχανιστικά ρεαλιστική, νευτώνεια κοσμοαντίληψη, που θεωρούσε τα πράγματα εντελώς ανεξάρτητα και ασύνδετα. Όμως, από την άλλη μεριά, σε έναν κόσμο αδιάκοπης ροής, όπου μας ενδιαφέρουν αποκλειστικά και μόνον οι συνδέσεις και όχι αυτό το ίδιο το πράγμα το οποίο συνδέεται με ένα άλλο πράγμα, θα απουσίαζε παντελώς η δομή, η διαφορά, η εξατομικευμένη ύπαρξη, η δυνατότητα διάκρισης και η ατομική διαφορά θα εξαφανιζόταν σε μία ομοιογενή σούπα.

Έτσι, ο Yontef επισημαίνει ότι αναπτύχθηκε μία ενδιάμεση τάση, μία «ενοποιημένη προ¬σέγγιση» (“integrated theorising”), η οποία συνδυάζει τις δύο προηγούμενες. Αυτή η «ενοποιημένη προσέγγιση», είναι πληρέστερη καθώς δέχεται μεν τη σχεσιακότητα ως κύριο γνώρισμα των πραγμάτων (όλα συνδέονται με όλα - κύμα), αλλά επίσης δέχεται τη δομή και την αυτονομία τους (σωματίδιο) - στην ουσία πρόκειται για έναν τρόπο σκέψης που εμπνέει η έννοια του κβαντικού πεδίου.

Το σημαντικό στην ενοποιημένη προσέγγιση είναι πως:

(α) Τα πράγματα υπάρχουν ούτως ή άλλως σε μία φυσική πραγματικότητα πέρα από την αντίληψή μας και αλληλεπιδρούν μέσω διαρκώς μεταβαλλόμενων πλεγμάτων σχέσεων.

(β) Κάθε παρούσα ισχύουσα σχέση ορίζει και μία συγκεκριμένη στο «τώρα» υπόσταση και δομή για το κάθε πράγμα, ως προς τη σχέση αυτή. Άρα, η σχέση, αν και δηλώνει πάντα ρέουσες διαδικασίες, ορίζει επίσης πάντα και ένα παροντικό «σχήμα» κάθε πράγματος.

Άρα, οι σύγχρονες εικόνες της φυσικής πραγματικότητας αναφέρονται μεν σε ένα νέφος διάχυτων σχέσεων, αλλά εξίσου και στο γεγονός πως, στην κάθε παρούσα στιγμή, το κάθε τι αναδύεται μεγαλόπρεπα σε ένα πρόσκαιρο παρόν, ως κάτι συγκεκριμένο, δομημένο, απτό και διαφοροποιημένο από ό,τι το περιβάλλει, ανάλογα με το δίκτυο των σχέσεων από το οποίο παίρνει και το σχήμα του.

Τελικά, τόσο στο σύμπαν όσο και στα ανθρώπινα πράγματα, η διαδραστικότητα των σχέσεων και η συνεχής ροή διαδικασιών, φαίνεται να μην αποκλείουν καθόλου τη δομή και τη σταθερότητα. Ο King (όπως παρατίθεται από τον Yontef, 1993, σ. 362), τονίζει πως, για τη σύγχρονη φυσική, είναι η ύπαρξη δομής αυτή που στην πραγματικότητα δημιουργεί κίνηση. Συγκεκριμένα: η ύπαρξη δομής σημαίνει ανομοιομορφία, η οποία, με τη σειρά της, σημαίνει περιοχές συμπύκνωσης, άρα περιορισμούς και αντίσταση στην ελεύθερη ροή της ενέργειας. Οπότε, η διαφορά πυκνότητας των περιοχών συμπύκνωσης παράγει κίνηση και πολυρυθμία, γιατί η ενέργεια «αναγκάζεται» να κινείται αναζητώντας διαρκώς νέους τρόπους ροής, νέα σχεσιακά κανάλια, μέσω των οποίων θα μεταδοθεί. Και καθώς μεταδίδεται παράγει νέες δομές κοκ - δεν μπορεί να υπάρξει ζωή αν δεν υπάρχει ανομοιογένεια, δηλαδή αντίσταση λόγω διαφοράς, η οποία προκαλεί και την κίνηση της ενέργειας.

Από τα παραπάνω, φαίνεται πως το σύμπαν είναι η σκηνή ενός ασταμάτητου γίγνεσθαι μέσω διαδικασιών αλλαγής που εξελίσσονται, συναντιούνται, δημιουργούν πρόσκαιρες δομημένες μορφές οι οποίες στη συνέχεια διαλύονται κοκ. Και, για την ώρα, ένα καθόλου εύκολο στοίχημα για το είδος μας είναι να περάσει σε ένα πιθανό επόμενο αναπτυξιακό στάδιο, αποδεχόμενοι ότι είναι οι ίδιες μας οι ανακαλύψεις που μας φωνάζουν διαρκώς πως, αυτό που βλέπουμε, ΔΕΝ «είναι» έτσι όπως το βλέπουμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου