ΒΔ. ὦ οὗτος οὗτος, τυφεδανὲ καὶ χοιρόθλιψ,
1365 ποθεῖν ἐρᾶν τ᾽ ἔοικας ὡραίας σοροῦ.
οὔτοι καταπροίξει μὰ τὸν Ἀπόλλω τοῦτο δρῶν.
ΦΙ. ὡς ἡδέως φάγοις ἂν ἐξ ὄξους δίκην.
ΒΔ. οὐ δεινὰ τωθάζειν σε τὴν αὐλητρίδα
τῶν ξυμποτῶν κλέψαντα; ΦΙ. ποίαν αὐλητρίδα;
1370 τί ταῦτα ληρεῖς ὥσπερ ἀπὸ τύμβου πεσών;
ΒΔ. νὴ τὸν Δί᾽, αὕτη πού ᾽στί σοί γ᾽ ἡ Δαρδανίς.
ΦΙ. οὔκ, ἀλλ᾽ ἐν ἀγορᾷ τοῖς θεοῖς δᾲς κάεται.
ΒΔ. δᾲς ἥδε; ΦΙ. δᾲς δῆτ᾽. οὐχ ὁρᾷς ἐσχισμένην;
ΒΔ. τί δὲ τὸ μέλαν τοῦτ᾽ ἐστὶν αὐτῆς τοὐν μέσῳ;
1375 ΦΙ. ἡ πίττα δήπου καομένης ἐξέρχεται.
ΒΔ. ὁ δ᾽ ὄπισθεν οὐχὶ πρωκτός ἐστιν οὑτοσί;
ΦΙ. ὄζος μὲν οὖν τῆς δᾳδὸς οὗτος ἐξέχει.
ΒΔ. τί λέγεις σύ; ποῖος ὄζος; οὐκ εἶ δεῦρο σύ;
ΦΙ. ἆ ἆ, τί μέλλεις δρᾶν; ΒΔ. ἄγειν ταύτην λαβὼν
1380 ἀφελόμενός σε καὶ νομίσας εἶναι σαπρὸν
κοὐδὲν δύνασθαι δρᾶν. ΦΙ. ἄκουσόν νυν ἐμοῦ.
Ὀλυμπίασιν, ἡνίκ᾽ ἐθεώρουν ἐγώ,
Ἐφουδίων ἐμαχέσατ᾽ Ἀσκώνδᾳ καλῶς
ἤδη γέρων ὤν· εἶτα τῇ πυγμῇ θενὼν
1385 ὁ πρεσβύτερος κατέβαλε τὸν νεώτερον.
πρὸς ταῦτα τηροῦ μὴ λάβῃς ὑπώπια.
ΒΔ. νὴ τὸν Δί᾽, ἐξέμαθές γε τὴν Ὀλυμπίαν.
ΓΥΝΗ
ἴθι μοι, παράστηθ᾽, ἀντιβολῶ, πρὸς τῶν θεῶν.
ὁδὶ γὰρ ἁνήρ ἐστιν ὅς μ᾽ ἀπώλεσεν
1390 τῇ δᾳδὶ παίων, κἀξέβαλεν ἐντευθενὶ
ἄρτους δέκ᾽ ὀβολῶν κἀπιθήκην τεττάρων.
ΒΔ. ὁρᾷς ἃ δέδρακας; πράγματ᾽ αὖ δεῖ καὶ δίκας
ἔχειν διὰ τὸν σὸν οἶνον. ΦΙ. οὐδαμῶς γ᾽, ἐπεὶ
λόγοι διαλλάξουσιν αὐτὰ δεξιοί·
1395 ὥστ᾽ οἶδ᾽ ὁτιὴ ταύτῃ διαλλαχθήσομαι.
ΓΥ. οὔτοι μὰ τὼ θεὼ καταπροίξει Μυρτίας
τῆς Ἀγκυλίωνος θυγατέρος καὶ Σωστράτης,
οὕτω διαφθείρας ἐμοῦ τὰ φορτία.
ΦΙ. ἄκουσον, ὦ γύναι· λόγον σοι βούλομαι
1400 λέξαι χαρίεντα. ΓΥ. μὰ Δία μή μοί γ᾽, ὦ μέλε.
ΦΙ. Αἴσωπον ἀπὸ δείπνου βαδίζονθ᾽ ἑσπέρας
θρασεῖα καὶ μεθύση τις ὑλάκτει κύων.
κἄπειτ᾽ ἐκεῖνος εἶπεν· «ὦ κύον, κύον,
εἰ νὴ Δί᾽ ἀντὶ τῆς κακῆς γλώττης ποθὲν
1405 πυροὺς πρίαιο, σωφρονεῖν ἄν μοι δοκεῖς.»
ΓΥ. καὶ καταγελᾷς μου; προσκαλοῦμαί σ᾽ ὅστις εἶ
πρὸς τοὺς ἀγορανόμους βλάβης τῶν φορτίων,
κλητῆρ᾽ ἔχουσα Χαιρεφῶντα τουτονί.
ΦΙ. μὰ Δί᾽, ἀλλ᾽ ἄκουσον, ἤν τί σοι δόξω λέγειν.
1410 Λᾶσός ποτ᾽ ἀντεδίδασκε καὶ Σιμωνίδης·
ἔπειθ᾽ ὁ Λᾶσος εἶπεν· «ὀλίγον μοι μέλει.»
ΓΥ. ἄληθες, οὗτος; ΦΙ. καὶ σὺ δή μοι, Χαιρεφῶν,
γυναικὶ κλητεύεις ἐοικὼς θαψίνῃ,
Ἰνοῖ κρεμαμένῃ πρὸς ποδῶν Εὐριπίδου.
***
Έρχεται ο Βδελυκλέωνας τρεχάτος.
ΒΔΕ. Παραλυμένε, χάχα! Σ᾽ έχει πιάσει
έρωτας, βλέπω, νεκρικού σαβάνου.
Μα θα σου βγουν ξινά όλ᾽ αυτά που κάνεις.
ΦΙΛ. Θα σου άρεσε μια δίκη μες στο ξίδι;
ΒΔΕ. Έκλεψες της παρέας την αυλητρίδα
και κοροϊδεύεις κιόλας. ΦΙΛ. Τί αυλητρίδα;
1370 Τί σάχλες! Σα να πέφτεις από λάκκο.
ΒΔΕ. Νά τη κοντά σου, αυτή η Δαρδανοπούλα.
ΦΙΛ. Τί λες! Αυτή είναι δάδα· την ανάβουν
στην αγορά, τους θεούς για να τιμήσουν.
ΒΔΕ. Δάδα; ΦΙΛ. Ναι, δάδα· δεν τη βλέπεις που είναι
σκισμένη; ΒΔΕ. Και το μαύρο αυτό στη μέση;
ΦΙΛ. Το μαύρο; Έτσι όπως καίεται, βγάζει πίσσα.
ΒΔΕ. Κι εδώ από πίσω; Τούτη δω η καμπύλη;
ΦΙΛ. Της δάδας ρόζος, που, έτσι, καμπυλώνει.
ΒΔΕ. Τί ρόζους ψάλλεις;
Στην κοπέλα.
Έλα εσύ κοντά μου.
Την παίρνει από το χέρι και την πηγαίνει προς το σπίτι.
ΦΙΛ. Εε, τί κάνεις; ΒΔΕ. Τί άλλο; Σου την παίρνω
1380 κι αλλού την πάω, γιατί είσαι γέρος, κούφιος
κι ανάξιος για όλα τώρα.
Σπρώχνει την κοπέλα μέσα στο σπίτι.
ΦΙΛ. Άκου κι εμένα.
Στην Ολυμπία, που κάποτε είχα πάει
στην τελετή σταλμένος απ᾽ την πόλη,
γέρος πια ο Εφουδίωνας, παραβγήκε
με τον Ασκώνδα, και τα πήγε ωραία·
ο γέρος δίνει μια γροθιά του νέου
και τον ξαπλώνει κάτω. Έχει το νου σου,
τα μάτια σου κι εσέ μη μελανιάσουν.
ΒΔΕ. Την Ολυμπία την έμαθες νεράκι.
Έρχεται μια πουλήτρα ψωμιών με το πανέρι της άδειο·
τη συνοδεύει ο Χαιρεφώντας για μάρτυρας.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ, στο Χαιρεφώντα.
Έλα, να ζήσεις κι έμπα μάρτυράς μου.
Νά τος αυτός που με δαυλό χτυπώντας
1390 με τσάκισε στο ξύλο και μου σκόρπισε
δέκα οβολών ψωμιά και τέσσερα άλλα.
ΒΔΕ. Τα βλέπεις; Για να πας και να μεθύσεις,
θα ᾽χουμε πάλι δίκες και μπελάδες.
ΦΙΛ. Καθόλου· ανέκδοτα έξυπνα, όλα τούτα
θα τα βολέψουν· και με τούτη τώρα
θα γίνουμε σε λίγο μέλι γάλα.
ΓΥΝ. Εύκολα δεν ξεμπλέκεις από μένα,
που μου χάλασες έτσι την πραμάτεια·
είμαι η Μυρτιά που λένε, της Σωστράτης
και τ᾽ Αγκυλίωνα κόρη, για να ξέρεις.
ΦΙΛ. Άκου κυρά μου· θα σου πω ένα μύθο
1400 χαριτωμένο. ΓΥΝ. Κόφ᾽ το· να μου λείπει.
ΦΙΛ. Νύχτα, από δείπνο ο Αίσωπος γυρνούσε·
μια ξετσίπωτη σκύλα, μεθυσμένη,
τον γάβγιζε· και τότε αυτός της λέει:
«Βρε σκύλα, αν την παλιόγλωσσά σου δώσεις
και πάρεις στάρι, αυτό θα ᾽ναι ξυπνάδα.»
ΓΥΝ. Με κοροϊδεύεις κιόλα; Όποιος και να ᾽σαι,
στην αγορανομία θα σε μηνύσω
για βλάβη της πραμάτειας· μάρτυράς μου
ο Χαιρεφώντας. ΦΙΛ. Βρε, άσε τις μηνύσεις·
άκουσε αυτό και πες μου αν θα σ᾽ αρέσει:
Σε μουσικόν αγώνα πραβγήκαν
1410 ο Σιμωνίδης κάποτε κι ο Λάσος·
κι ο Λάσος είπε: «Δυάρα εγώ δε δίνω.»
ΓΥΝ. Αλήθεια;
ΦΙΛ., κοιτάζοντας μια τον κιτρινιάρη Χαιρεφώντα και μια τη γυναίκα,
κίτρινη από την ταραχή της.
Χαιρεφώντα, είσαι ό,τι πρέπει·
μάρτυρας κιτρινιάρας· ίδια Ινώ
που κρέμεται απ᾽ τα πόδια του Ευριπίδη.
Η γυναίκα και ο Χαιρεφώντας φεύγουν· έρχονται δυο άντρες,
ο δεύτερος για μάρτυρας του πρώτου.
1365 ποθεῖν ἐρᾶν τ᾽ ἔοικας ὡραίας σοροῦ.
οὔτοι καταπροίξει μὰ τὸν Ἀπόλλω τοῦτο δρῶν.
ΦΙ. ὡς ἡδέως φάγοις ἂν ἐξ ὄξους δίκην.
ΒΔ. οὐ δεινὰ τωθάζειν σε τὴν αὐλητρίδα
τῶν ξυμποτῶν κλέψαντα; ΦΙ. ποίαν αὐλητρίδα;
1370 τί ταῦτα ληρεῖς ὥσπερ ἀπὸ τύμβου πεσών;
ΒΔ. νὴ τὸν Δί᾽, αὕτη πού ᾽στί σοί γ᾽ ἡ Δαρδανίς.
ΦΙ. οὔκ, ἀλλ᾽ ἐν ἀγορᾷ τοῖς θεοῖς δᾲς κάεται.
ΒΔ. δᾲς ἥδε; ΦΙ. δᾲς δῆτ᾽. οὐχ ὁρᾷς ἐσχισμένην;
ΒΔ. τί δὲ τὸ μέλαν τοῦτ᾽ ἐστὶν αὐτῆς τοὐν μέσῳ;
1375 ΦΙ. ἡ πίττα δήπου καομένης ἐξέρχεται.
ΒΔ. ὁ δ᾽ ὄπισθεν οὐχὶ πρωκτός ἐστιν οὑτοσί;
ΦΙ. ὄζος μὲν οὖν τῆς δᾳδὸς οὗτος ἐξέχει.
ΒΔ. τί λέγεις σύ; ποῖος ὄζος; οὐκ εἶ δεῦρο σύ;
ΦΙ. ἆ ἆ, τί μέλλεις δρᾶν; ΒΔ. ἄγειν ταύτην λαβὼν
1380 ἀφελόμενός σε καὶ νομίσας εἶναι σαπρὸν
κοὐδὲν δύνασθαι δρᾶν. ΦΙ. ἄκουσόν νυν ἐμοῦ.
Ὀλυμπίασιν, ἡνίκ᾽ ἐθεώρουν ἐγώ,
Ἐφουδίων ἐμαχέσατ᾽ Ἀσκώνδᾳ καλῶς
ἤδη γέρων ὤν· εἶτα τῇ πυγμῇ θενὼν
1385 ὁ πρεσβύτερος κατέβαλε τὸν νεώτερον.
πρὸς ταῦτα τηροῦ μὴ λάβῃς ὑπώπια.
ΒΔ. νὴ τὸν Δί᾽, ἐξέμαθές γε τὴν Ὀλυμπίαν.
ΓΥΝΗ
ἴθι μοι, παράστηθ᾽, ἀντιβολῶ, πρὸς τῶν θεῶν.
ὁδὶ γὰρ ἁνήρ ἐστιν ὅς μ᾽ ἀπώλεσεν
1390 τῇ δᾳδὶ παίων, κἀξέβαλεν ἐντευθενὶ
ἄρτους δέκ᾽ ὀβολῶν κἀπιθήκην τεττάρων.
ΒΔ. ὁρᾷς ἃ δέδρακας; πράγματ᾽ αὖ δεῖ καὶ δίκας
ἔχειν διὰ τὸν σὸν οἶνον. ΦΙ. οὐδαμῶς γ᾽, ἐπεὶ
λόγοι διαλλάξουσιν αὐτὰ δεξιοί·
1395 ὥστ᾽ οἶδ᾽ ὁτιὴ ταύτῃ διαλλαχθήσομαι.
ΓΥ. οὔτοι μὰ τὼ θεὼ καταπροίξει Μυρτίας
τῆς Ἀγκυλίωνος θυγατέρος καὶ Σωστράτης,
οὕτω διαφθείρας ἐμοῦ τὰ φορτία.
ΦΙ. ἄκουσον, ὦ γύναι· λόγον σοι βούλομαι
1400 λέξαι χαρίεντα. ΓΥ. μὰ Δία μή μοί γ᾽, ὦ μέλε.
ΦΙ. Αἴσωπον ἀπὸ δείπνου βαδίζονθ᾽ ἑσπέρας
θρασεῖα καὶ μεθύση τις ὑλάκτει κύων.
κἄπειτ᾽ ἐκεῖνος εἶπεν· «ὦ κύον, κύον,
εἰ νὴ Δί᾽ ἀντὶ τῆς κακῆς γλώττης ποθὲν
1405 πυροὺς πρίαιο, σωφρονεῖν ἄν μοι δοκεῖς.»
ΓΥ. καὶ καταγελᾷς μου; προσκαλοῦμαί σ᾽ ὅστις εἶ
πρὸς τοὺς ἀγορανόμους βλάβης τῶν φορτίων,
κλητῆρ᾽ ἔχουσα Χαιρεφῶντα τουτονί.
ΦΙ. μὰ Δί᾽, ἀλλ᾽ ἄκουσον, ἤν τί σοι δόξω λέγειν.
1410 Λᾶσός ποτ᾽ ἀντεδίδασκε καὶ Σιμωνίδης·
ἔπειθ᾽ ὁ Λᾶσος εἶπεν· «ὀλίγον μοι μέλει.»
ΓΥ. ἄληθες, οὗτος; ΦΙ. καὶ σὺ δή μοι, Χαιρεφῶν,
γυναικὶ κλητεύεις ἐοικὼς θαψίνῃ,
Ἰνοῖ κρεμαμένῃ πρὸς ποδῶν Εὐριπίδου.
***
Έρχεται ο Βδελυκλέωνας τρεχάτος.
ΒΔΕ. Παραλυμένε, χάχα! Σ᾽ έχει πιάσει
έρωτας, βλέπω, νεκρικού σαβάνου.
Μα θα σου βγουν ξινά όλ᾽ αυτά που κάνεις.
ΦΙΛ. Θα σου άρεσε μια δίκη μες στο ξίδι;
ΒΔΕ. Έκλεψες της παρέας την αυλητρίδα
και κοροϊδεύεις κιόλας. ΦΙΛ. Τί αυλητρίδα;
1370 Τί σάχλες! Σα να πέφτεις από λάκκο.
ΒΔΕ. Νά τη κοντά σου, αυτή η Δαρδανοπούλα.
ΦΙΛ. Τί λες! Αυτή είναι δάδα· την ανάβουν
στην αγορά, τους θεούς για να τιμήσουν.
ΒΔΕ. Δάδα; ΦΙΛ. Ναι, δάδα· δεν τη βλέπεις που είναι
σκισμένη; ΒΔΕ. Και το μαύρο αυτό στη μέση;
ΦΙΛ. Το μαύρο; Έτσι όπως καίεται, βγάζει πίσσα.
ΒΔΕ. Κι εδώ από πίσω; Τούτη δω η καμπύλη;
ΦΙΛ. Της δάδας ρόζος, που, έτσι, καμπυλώνει.
ΒΔΕ. Τί ρόζους ψάλλεις;
Στην κοπέλα.
Έλα εσύ κοντά μου.
Την παίρνει από το χέρι και την πηγαίνει προς το σπίτι.
ΦΙΛ. Εε, τί κάνεις; ΒΔΕ. Τί άλλο; Σου την παίρνω
1380 κι αλλού την πάω, γιατί είσαι γέρος, κούφιος
κι ανάξιος για όλα τώρα.
Σπρώχνει την κοπέλα μέσα στο σπίτι.
ΦΙΛ. Άκου κι εμένα.
Στην Ολυμπία, που κάποτε είχα πάει
στην τελετή σταλμένος απ᾽ την πόλη,
γέρος πια ο Εφουδίωνας, παραβγήκε
με τον Ασκώνδα, και τα πήγε ωραία·
ο γέρος δίνει μια γροθιά του νέου
και τον ξαπλώνει κάτω. Έχει το νου σου,
τα μάτια σου κι εσέ μη μελανιάσουν.
ΒΔΕ. Την Ολυμπία την έμαθες νεράκι.
Έρχεται μια πουλήτρα ψωμιών με το πανέρι της άδειο·
τη συνοδεύει ο Χαιρεφώντας για μάρτυρας.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ, στο Χαιρεφώντα.
Έλα, να ζήσεις κι έμπα μάρτυράς μου.
Νά τος αυτός που με δαυλό χτυπώντας
1390 με τσάκισε στο ξύλο και μου σκόρπισε
δέκα οβολών ψωμιά και τέσσερα άλλα.
ΒΔΕ. Τα βλέπεις; Για να πας και να μεθύσεις,
θα ᾽χουμε πάλι δίκες και μπελάδες.
ΦΙΛ. Καθόλου· ανέκδοτα έξυπνα, όλα τούτα
θα τα βολέψουν· και με τούτη τώρα
θα γίνουμε σε λίγο μέλι γάλα.
ΓΥΝ. Εύκολα δεν ξεμπλέκεις από μένα,
που μου χάλασες έτσι την πραμάτεια·
είμαι η Μυρτιά που λένε, της Σωστράτης
και τ᾽ Αγκυλίωνα κόρη, για να ξέρεις.
ΦΙΛ. Άκου κυρά μου· θα σου πω ένα μύθο
1400 χαριτωμένο. ΓΥΝ. Κόφ᾽ το· να μου λείπει.
ΦΙΛ. Νύχτα, από δείπνο ο Αίσωπος γυρνούσε·
μια ξετσίπωτη σκύλα, μεθυσμένη,
τον γάβγιζε· και τότε αυτός της λέει:
«Βρε σκύλα, αν την παλιόγλωσσά σου δώσεις
και πάρεις στάρι, αυτό θα ᾽ναι ξυπνάδα.»
ΓΥΝ. Με κοροϊδεύεις κιόλα; Όποιος και να ᾽σαι,
στην αγορανομία θα σε μηνύσω
για βλάβη της πραμάτειας· μάρτυράς μου
ο Χαιρεφώντας. ΦΙΛ. Βρε, άσε τις μηνύσεις·
άκουσε αυτό και πες μου αν θα σ᾽ αρέσει:
Σε μουσικόν αγώνα πραβγήκαν
1410 ο Σιμωνίδης κάποτε κι ο Λάσος·
κι ο Λάσος είπε: «Δυάρα εγώ δε δίνω.»
ΓΥΝ. Αλήθεια;
ΦΙΛ., κοιτάζοντας μια τον κιτρινιάρη Χαιρεφώντα και μια τη γυναίκα,
κίτρινη από την ταραχή της.
Χαιρεφώντα, είσαι ό,τι πρέπει·
μάρτυρας κιτρινιάρας· ίδια Ινώ
που κρέμεται απ᾽ τα πόδια του Ευριπίδη.
Η γυναίκα και ο Χαιρεφώντας φεύγουν· έρχονται δυο άντρες,
ο δεύτερος για μάρτυρας του πρώτου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου