Υπάρχουν δύο είδη αρνητών της ηθικότητας.
“Το να αρνείσαι την ηθικότητα” -αυτό μπορεί να σημαίνει πρώτα: να αρνείσαι ότι τα ηθικά κίνητρα, για τα οποία οι άνθρωποι ισχυρίζονται ότι πραγματικά τους ώθησαν στις ενέργειές τους, έκαναν κάτι τέτοιο -αυτό ισοδυναμεί με τον ισχυρισμό ότι η ηθικότητα συνίσταται σε λόγια και ότι ανήκει στη χονδροειδή και λεπτή απάτη (πιο συχνά αυταπάτη) των ανθρώπων, και ίσως τις περισσότερες φορές ακριβώς των πιο φημισμένων για την αρετή τους.
Μετά μπορεί να σημαίνει: να αρνείσαι ότι οι ηθικές κρίσεις ερείδονται σε αλήθειες. Εδώ γίνεται παραδεκτό ότι αυτές είναι πράγματι κίνητρα της πράξης, αλλά ότι, μ’ αυτό τον τρόπο, πλάνες, ως θεμέλια κάθε ηθικής κρίσης, ωθούν τους ανθρώπους στις ηθικές ενέργειές τους. Αυτή είναι και η δική μου άποψη, ωστόσο, δεν θα ήθελα καθόλου να παραγνωρίσω το γεγονός ότι σε πάρα πολλές περιπτώσεις μια λεπτή δυσπιστία σαν αυτή της πρώτης άποψης, δηλαδή στο πνεύμα του Λαροσφουκώ, είναι δικαιολογημένη και εν πάση περιπτώσει έχει πολύ μεγάλη γενική χρησιμότητα.
–Αρνούμαι επίσης την ηθικότητα όπως αρνούμαι την αλχημεία, δηλαδή αρνούμαι τις προϋποθέσεις τους: όχι όμως ότι υπήρχαν αλχημιστές, οι οποίοι πίστευαν στις προϋποθέσεις αυτές και ενεργούσαν σύμφωνα μ’ αυτές.
–Αρνούμαι επίσης και την ανηθικότητα: όχι το ότι αναρίθμητοι άνθρωποι αισθάνονται ανήθικοι, αλλά το ότι υπάρχει ένας αληθής λόγος για να αισθάνονται έτσι.
Δεν αρνούμαι, όπως είναι αυτονόητο -αν υποτεθεί ότι δεν είμαι τρελός-, ότι πολλές ενέργειες που ονομάζονται ανήθικες, πρέπει να αποφεύγονται και να καταπολεμούνται- επίσης, ότι πολλές ενέργειες που ονομάζονται ηθικές, πρέπει να γίνονται και να προωθούνται. Νομίζω όμως ότι οι προίκες πρέπει να αποφεύγονται και οι δεύτερες να ενθαρρύνονται για άλλους λόγους απ’ ό,τι μέχρι τώρα. Πρέπει να μάθουμε να σκεφτόμαστε διαφορετικά -ώστε τελικά, ίσως πολύ καθυστερημένα, να πετύχουμε ακόμη περισσότερα: να αισθανόμαστε διαφορετικά.
Οι δικές μας αξιολογήσεις.
-Όλες οι ενέργειες ανάγονται σε αξιολογήσεις, όλες οι αξιολογήσεις είναι είτε δικές μας είτε επίκτητες -οι δεύτερες είναι πολύ περισσότερες. Γιατί τις υιοθετούμε; Από φόβο -που πάει να πεί: θεωρούμε πιο πρόσφορο να προσποιηθούμε ότι είναι δικές μας -και συνηθίζουμε σ’ αυτή την προσποίηση ώσπου στο τέλος αυτή γίνεται φύση μας.
Δική μας αξιολόγηση: αυτό θέλει να πει, να μετράς ένα πράγμα ανάλογα με την ευχαρίστηση ή τη δυσαρέσκεια που προκαλεί ακριβώς σε μας και σε κανέναν άλλο -κάτι εξαιρετικά σπάνιο!
-Πρέπει όμως τουλάχιστον η δική μας αξιολόγηση του άλλου, στην οποία βρίσκεται το κίνητρο για να χρησιμοποιούμε στις περισσότερες περιπτώσεις τη δική του αξιολόγηση, να προέρχεται από μας, να είναι δικός μας καθορισμός; Ναι, αλλά να τις κάνουμε σαν παιδιά και να μάθουμε να τις αλλάζουμε σπάνια- παραμένουμε, κατά το πλείστον για όλη μας τη ζωή, οι μωροί με τις παιδικές κρίσεις στις οποίες έχουμε συνηθίσει, και τούτο στον τρόπο με τον οποίο κρίνουμε τους πλησίον μας (το πνεύμα, τη βαθμίδα, την ηθικότητά τους, ό,τι αξιέπαινο ή αξιόμεμπτο έχουν) βρίσκοντας αναγκαίο να ασπαζόμαστε τις αξιολογήσεις τους.
Ο φαινομενικός εγωισμός.
–Οι περισσότεροι άνθρωποι, ό,τι κι αν μπορεί να σκέπτονται και να λένε πάντα για τον “εγωισμό” τους, δεν κάνουν μολαταύτα σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους τίποτε για το εγώ τους, αλλά μόνο για το φάντασμα του εγώ τους, το οποίο φτιάχτηκε στα κεφάλια των ανθρώπων του περίγυρού τους για να μεταβιβαστεί στη συνέχεια σ’ αυτούς- συνεπώς, ζουν όλοι μαζί μέσα σε ένα νέφος απρόσωπων, μισοπροσωπικών γνωμών και αυθαίρετων, ποιητικών, θα λέγαμε, αξιολογήσεων, ο ένας πάντα μέσα στο κεφάλι κάποιου άλλου και το κεφάλι αυτό πάλι μέσα σε άλλα κεφάλια: ένας θαυμαστός κόσμος φαντασμάτων, που ξέρει συνάμα να δίνει νηφάλια εμφάνιση στον εαυτό του!
Αυτό το νέφος γνωμών και συνηθειών μεγαλώνει και ζει σχεδόν ανεξάρτητα από τους ανθρώπους, τους οποίους περιβάλλει- μέσα του βρίσκεται η τεράστια επενέργεια γενικών κρίσεων για τον “άνθρωπο” -όλοι αυτοί οι άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι πιστεύουν στην αναιμική αφαίρεση “άνθρωπος”, δηλαδή σε ένα φανταστικό πλάσμα- και κάθε αλλαγή που γίνεται πάνω σ’ αυτή την αφαίρεση από τις κρίσεις μεμονωμένων ισχυρών ανθρώπων (όπως και φιλοσόφων), επιδρά σε εξαιρετικό και παράλογο βαθμό στη μεγάλη πλειονότητα- όλα αυτά επειδή κάθε άτομο μέσα σε αυτή την πλειονότητα δεν μπορεί να αντιπαρατάξει ένα εγώ πραγματικό, προσιτό σ αυτόν και εμβαθυμένο απ' αυτόν, στο γενικό ωχρό φανταστικό πλάσμα κι έτσι να το εκμηδενίσει.
Εναντίον των ορισμών για τους ηθικούς σκοπούς.
-Παντού ακούει κανείς σήμερα να καθορίζεται ο σκοπός περίπου έτσι: είναι η διατήρηση και η προώθηση της ανθρωπότητας· αυτό σημαίνει όμως ότι θέλουμε να έχουμε μια φόρμουλα και τίποτε παραπάνω.
Διατήρηση, ποιου πράγματος; πρέπει να ρωτήσει κανείς αμέσως. Προώθηση, προς τα πού; Δεν έχει παραλειφθεί στη φόρμουλα ακριβώς το ουσιαστικό, δηλαδή η απάντηση σ’ αυτό το ποιου πράγματος; και προς τα πού;
Τι λοιπόν μπορεί να προσθέσει αυτή η φόρμουλα στη διδασκαλία περί καθηκόντων, που να μην ισχύει ήδη ως καθορισμένο σιωπηλά και αστόχαστα; Μπορούμε να συνάγουμε απ’ αυτήν αρκετά, αν είναι να προσβλέπουμε στη μακρύτερη δυνατή ύπαρξη της ανθρωπότητας; Ή στη μεγαλύτερη δυνατή απομάκρυνσή της από τη ζωώδη κατάσταση;
Πόσο διαφορετικά θα έπρεπε να είναι στις δύο περιπτώσεις τα μέσα, δηλαδή η πρακτική ηθική! Αν υποτεθεί ότι θέλουμε να δώσουμε στην ανθρωπότητα την ύψιστη δυνατή ορθολογικότητα: αυτό ασφαλώς δεν εγγυάται την ύψιστη δυνατή διάρκεια της ανθρωπότητας! Ή, αν υποτεθεί ότι σκεφτόμαστε την “ύψιστη ευτυχία” της ανθρωπότητας ως το “ποιου πράγματος” και το “προς τα πού”: εννοούμε τότε τον ύψιστο βαθμό ευτυχίας στον οποίο μπορούν να φτάσουν σιγά σιγά ορισμένοι μεμονωμένοι άνθρωποι; Ή μια μέση ευδαιμονία, μη μετρήσιμη οπωσδήποτε, αλλά επιτεύξιμη από όλους; Και γιατί να είναι η ηθικότητα ακριβώς ο δρόμος που οδηγεί σ’ αυτήν;
Αν δούμε το πράγμα σφαιρικά, δεν δημιουργήθηκε μήπως, μέσω της ηθικότητας αυτής, ένα τέτοιο πλήθος πηγών δυσαρέσκειας που μας δίνει το δικαίωμα μάλλον να ισχυριστούμε ότι κάθε εκλέπτυνση της ηθικότητας έκανε μέχρι τώρα τον άνθρωπο περισσότερο δυσαρεστημένο με τον εαυτό του, με τον πλησίον του και με τη μοίρα της ύπαρξής του;
Δεν έχει πιστέψει μέχρι τώρα ο ηθικός άνθρωπος ότι η μόνη δικαιολογημένη κατάσταση της ανθρωπότητας ενώπιον της ηθικής είναι η πιο βαθιά δυστυχία;
Φρίντριχ Νίτσε, Χαραυγή
“Το να αρνείσαι την ηθικότητα” -αυτό μπορεί να σημαίνει πρώτα: να αρνείσαι ότι τα ηθικά κίνητρα, για τα οποία οι άνθρωποι ισχυρίζονται ότι πραγματικά τους ώθησαν στις ενέργειές τους, έκαναν κάτι τέτοιο -αυτό ισοδυναμεί με τον ισχυρισμό ότι η ηθικότητα συνίσταται σε λόγια και ότι ανήκει στη χονδροειδή και λεπτή απάτη (πιο συχνά αυταπάτη) των ανθρώπων, και ίσως τις περισσότερες φορές ακριβώς των πιο φημισμένων για την αρετή τους.
Μετά μπορεί να σημαίνει: να αρνείσαι ότι οι ηθικές κρίσεις ερείδονται σε αλήθειες. Εδώ γίνεται παραδεκτό ότι αυτές είναι πράγματι κίνητρα της πράξης, αλλά ότι, μ’ αυτό τον τρόπο, πλάνες, ως θεμέλια κάθε ηθικής κρίσης, ωθούν τους ανθρώπους στις ηθικές ενέργειές τους. Αυτή είναι και η δική μου άποψη, ωστόσο, δεν θα ήθελα καθόλου να παραγνωρίσω το γεγονός ότι σε πάρα πολλές περιπτώσεις μια λεπτή δυσπιστία σαν αυτή της πρώτης άποψης, δηλαδή στο πνεύμα του Λαροσφουκώ, είναι δικαιολογημένη και εν πάση περιπτώσει έχει πολύ μεγάλη γενική χρησιμότητα.
–Αρνούμαι επίσης την ηθικότητα όπως αρνούμαι την αλχημεία, δηλαδή αρνούμαι τις προϋποθέσεις τους: όχι όμως ότι υπήρχαν αλχημιστές, οι οποίοι πίστευαν στις προϋποθέσεις αυτές και ενεργούσαν σύμφωνα μ’ αυτές.
–Αρνούμαι επίσης και την ανηθικότητα: όχι το ότι αναρίθμητοι άνθρωποι αισθάνονται ανήθικοι, αλλά το ότι υπάρχει ένας αληθής λόγος για να αισθάνονται έτσι.
Δεν αρνούμαι, όπως είναι αυτονόητο -αν υποτεθεί ότι δεν είμαι τρελός-, ότι πολλές ενέργειες που ονομάζονται ανήθικες, πρέπει να αποφεύγονται και να καταπολεμούνται- επίσης, ότι πολλές ενέργειες που ονομάζονται ηθικές, πρέπει να γίνονται και να προωθούνται. Νομίζω όμως ότι οι προίκες πρέπει να αποφεύγονται και οι δεύτερες να ενθαρρύνονται για άλλους λόγους απ’ ό,τι μέχρι τώρα. Πρέπει να μάθουμε να σκεφτόμαστε διαφορετικά -ώστε τελικά, ίσως πολύ καθυστερημένα, να πετύχουμε ακόμη περισσότερα: να αισθανόμαστε διαφορετικά.
Οι δικές μας αξιολογήσεις.
-Όλες οι ενέργειες ανάγονται σε αξιολογήσεις, όλες οι αξιολογήσεις είναι είτε δικές μας είτε επίκτητες -οι δεύτερες είναι πολύ περισσότερες. Γιατί τις υιοθετούμε; Από φόβο -που πάει να πεί: θεωρούμε πιο πρόσφορο να προσποιηθούμε ότι είναι δικές μας -και συνηθίζουμε σ’ αυτή την προσποίηση ώσπου στο τέλος αυτή γίνεται φύση μας.
Δική μας αξιολόγηση: αυτό θέλει να πει, να μετράς ένα πράγμα ανάλογα με την ευχαρίστηση ή τη δυσαρέσκεια που προκαλεί ακριβώς σε μας και σε κανέναν άλλο -κάτι εξαιρετικά σπάνιο!
-Πρέπει όμως τουλάχιστον η δική μας αξιολόγηση του άλλου, στην οποία βρίσκεται το κίνητρο για να χρησιμοποιούμε στις περισσότερες περιπτώσεις τη δική του αξιολόγηση, να προέρχεται από μας, να είναι δικός μας καθορισμός; Ναι, αλλά να τις κάνουμε σαν παιδιά και να μάθουμε να τις αλλάζουμε σπάνια- παραμένουμε, κατά το πλείστον για όλη μας τη ζωή, οι μωροί με τις παιδικές κρίσεις στις οποίες έχουμε συνηθίσει, και τούτο στον τρόπο με τον οποίο κρίνουμε τους πλησίον μας (το πνεύμα, τη βαθμίδα, την ηθικότητά τους, ό,τι αξιέπαινο ή αξιόμεμπτο έχουν) βρίσκοντας αναγκαίο να ασπαζόμαστε τις αξιολογήσεις τους.
Ο φαινομενικός εγωισμός.
–Οι περισσότεροι άνθρωποι, ό,τι κι αν μπορεί να σκέπτονται και να λένε πάντα για τον “εγωισμό” τους, δεν κάνουν μολαταύτα σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους τίποτε για το εγώ τους, αλλά μόνο για το φάντασμα του εγώ τους, το οποίο φτιάχτηκε στα κεφάλια των ανθρώπων του περίγυρού τους για να μεταβιβαστεί στη συνέχεια σ’ αυτούς- συνεπώς, ζουν όλοι μαζί μέσα σε ένα νέφος απρόσωπων, μισοπροσωπικών γνωμών και αυθαίρετων, ποιητικών, θα λέγαμε, αξιολογήσεων, ο ένας πάντα μέσα στο κεφάλι κάποιου άλλου και το κεφάλι αυτό πάλι μέσα σε άλλα κεφάλια: ένας θαυμαστός κόσμος φαντασμάτων, που ξέρει συνάμα να δίνει νηφάλια εμφάνιση στον εαυτό του!
Αυτό το νέφος γνωμών και συνηθειών μεγαλώνει και ζει σχεδόν ανεξάρτητα από τους ανθρώπους, τους οποίους περιβάλλει- μέσα του βρίσκεται η τεράστια επενέργεια γενικών κρίσεων για τον “άνθρωπο” -όλοι αυτοί οι άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι πιστεύουν στην αναιμική αφαίρεση “άνθρωπος”, δηλαδή σε ένα φανταστικό πλάσμα- και κάθε αλλαγή που γίνεται πάνω σ’ αυτή την αφαίρεση από τις κρίσεις μεμονωμένων ισχυρών ανθρώπων (όπως και φιλοσόφων), επιδρά σε εξαιρετικό και παράλογο βαθμό στη μεγάλη πλειονότητα- όλα αυτά επειδή κάθε άτομο μέσα σε αυτή την πλειονότητα δεν μπορεί να αντιπαρατάξει ένα εγώ πραγματικό, προσιτό σ αυτόν και εμβαθυμένο απ' αυτόν, στο γενικό ωχρό φανταστικό πλάσμα κι έτσι να το εκμηδενίσει.
Εναντίον των ορισμών για τους ηθικούς σκοπούς.
-Παντού ακούει κανείς σήμερα να καθορίζεται ο σκοπός περίπου έτσι: είναι η διατήρηση και η προώθηση της ανθρωπότητας· αυτό σημαίνει όμως ότι θέλουμε να έχουμε μια φόρμουλα και τίποτε παραπάνω.
Διατήρηση, ποιου πράγματος; πρέπει να ρωτήσει κανείς αμέσως. Προώθηση, προς τα πού; Δεν έχει παραλειφθεί στη φόρμουλα ακριβώς το ουσιαστικό, δηλαδή η απάντηση σ’ αυτό το ποιου πράγματος; και προς τα πού;
Τι λοιπόν μπορεί να προσθέσει αυτή η φόρμουλα στη διδασκαλία περί καθηκόντων, που να μην ισχύει ήδη ως καθορισμένο σιωπηλά και αστόχαστα; Μπορούμε να συνάγουμε απ’ αυτήν αρκετά, αν είναι να προσβλέπουμε στη μακρύτερη δυνατή ύπαρξη της ανθρωπότητας; Ή στη μεγαλύτερη δυνατή απομάκρυνσή της από τη ζωώδη κατάσταση;
Πόσο διαφορετικά θα έπρεπε να είναι στις δύο περιπτώσεις τα μέσα, δηλαδή η πρακτική ηθική! Αν υποτεθεί ότι θέλουμε να δώσουμε στην ανθρωπότητα την ύψιστη δυνατή ορθολογικότητα: αυτό ασφαλώς δεν εγγυάται την ύψιστη δυνατή διάρκεια της ανθρωπότητας! Ή, αν υποτεθεί ότι σκεφτόμαστε την “ύψιστη ευτυχία” της ανθρωπότητας ως το “ποιου πράγματος” και το “προς τα πού”: εννοούμε τότε τον ύψιστο βαθμό ευτυχίας στον οποίο μπορούν να φτάσουν σιγά σιγά ορισμένοι μεμονωμένοι άνθρωποι; Ή μια μέση ευδαιμονία, μη μετρήσιμη οπωσδήποτε, αλλά επιτεύξιμη από όλους; Και γιατί να είναι η ηθικότητα ακριβώς ο δρόμος που οδηγεί σ’ αυτήν;
Αν δούμε το πράγμα σφαιρικά, δεν δημιουργήθηκε μήπως, μέσω της ηθικότητας αυτής, ένα τέτοιο πλήθος πηγών δυσαρέσκειας που μας δίνει το δικαίωμα μάλλον να ισχυριστούμε ότι κάθε εκλέπτυνση της ηθικότητας έκανε μέχρι τώρα τον άνθρωπο περισσότερο δυσαρεστημένο με τον εαυτό του, με τον πλησίον του και με τη μοίρα της ύπαρξής του;
Δεν έχει πιστέψει μέχρι τώρα ο ηθικός άνθρωπος ότι η μόνη δικαιολογημένη κατάσταση της ανθρωπότητας ενώπιον της ηθικής είναι η πιο βαθιά δυστυχία;
Φρίντριχ Νίτσε, Χαραυγή
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου