ΒΙΒΛΙΟ Ζ': Διανοητικές αρετές
[1138b] [I] Ἐπεὶ δὲ τυγχάνομεν πρότερον εἰρηκότες ὅτι δεῖ τὸ μέσον αἱρεῖσθαι, μὴ τὴν ὑπερβολὴν μηδὲ τὴν ἔλλειψιν, τὸ δὲ μέσον ἐστὶν ὡς ὁ λόγος ὁ ὀρθὸς λέγει, τοῦτο διέλωμεν. ἐν πάσαις γὰρ ταῖς εἰρημέναις ἕξεσι, καθάπερ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων, ἔστι τις σκοπὸς πρὸς ὃν ἀποβλέπων ὁ τὸν λόγον ἔχων ἐπιτείνει καὶ ἀνίησιν, καί τις ἔστιν ὅρος τῶν μεσοτήτων, ἃς μεταξύ φαμεν εἶναι τῆς ὑπερβολῆς καὶ τῆς ἐλλείψεως, οὔσας κατὰ τὸν ὀρθὸν λόγον. ἔστι δὲ τὸ μὲν εἰπεῖν οὕτως ἀληθὲς μέν, οὐθὲν δὲ σαφές· καὶ γὰρ ἐν ταῖς ἄλλαις ἐπιμελείαις, περὶ ὅσας ἐστὶν ἐπιστήμη, τοῦτ᾽ ἀληθὲς μὲν εἰπεῖν, ὅτι οὔτε πλείω οὔτε ἐλάττω δεῖ πονεῖν οὐδὲ ῥᾳθυμεῖν, ἀλλὰ τὰ μέσα καὶ ὡς ὁ ὀρθὸς λόγος· τοῦτο δὲ μόνον ἔχων ἄν τις οὐδὲν ἂν εἰδείη πλέον, οἷον ποῖα δεῖ προσφέρεσθαι πρὸς τὸ σῶμα, εἴ τις εἴπειεν ὅτι ὅσα ἡ ἰατρικὴ κελεύει καὶ ὡς ὁ ταύτην ἔχων. διὸ δεῖ καὶ περὶ τὰς τῆς ψυχῆς ἕξεις μὴ μόνον ἀληθῶς εἶναι τοῦτ᾽ εἰρημένον, ἀλλὰ καὶ διωρισμένον τίς ἐστιν ὁ ὀρθὸς λόγος καὶ τούτου τίς ὅρος.
Τὰς δὴ τῆς ψυχῆς ἀρετὰς διελόμενοι τὰς μὲν εἶναι
[1139a] τοῦ ἤθους ἔφαμεν τὰς δὲ τῆς διανοίας. περὶ μὲν οὖν τῶν ἠθικῶν διεληλύθαμεν, περὶ δὲ τῶν λοιπῶν, περὶ ψυχῆς πρῶτον εἰπόντες, λέγωμεν οὕτως. πρότερον μὲν οὖν ἐλέχθη δύ᾽ εἶναι μέρη τῆς ψυχῆς, τό τε λόγον ἔχον καὶ τὸ ἄλογον· νῦν δὲ περὶ τοῦ λόγον ἔχοντος τὸν αὐτὸν τρόπον διαιρετέον. καὶ ὑποκείσθω δύο τὰ λόγον ἔχοντα, ἓν μὲν ᾧ θεωροῦμεν τὰ τοιαῦτα τῶν ὄντων ὅσων αἱ ἀρχαὶ μὴ ἐνδέχονται ἄλλως ἔχειν, ἓν δὲ ᾧ τὰ ἐνδεχόμενα· πρὸς γὰρ τὰ τῷ γένει ἕτερα καὶ τῶν τῆς ψυχῆς μορίων ἕτερον τῷ γένει τὸ πρὸς ἑκάτερον πεφυκός, εἴπερ καθ᾽ ὁμοιότητά τινα καὶ οἰκειότητα ἡ γνῶσις ὑπάρχει αὐτοῖς. λεγέσθω δὲ τούτων τὸ μὲν ἐπιστημονικὸν τὸ δὲ λογιστικόν· τὸ γὰρ βουλεύεσθαι καὶ λογίζεσθαι ταὐτόν, οὐδεὶς δὲ βουλεύεται περὶ τῶν μὴ ἐνδεχομένων ἄλλως ἔχειν. ὥστε τὸ λογιστικόν ἐστιν ἕν τι μέρος τοῦ λόγον ἔχοντος. ληπτέον ἄρ᾽ ἑκατέρου τούτων τίς ἡ βελτίστη ἕξις· αὕτη γὰρ ἀρετὴ ἑκατέρου, ἡ δ᾽ ἀρετὴ πρὸς τὸ ἔργον τὸ οἰκεῖον.
***
[1138b] [1] Επειδή συμβαίνει να έχουμε πει πιο πάνω ότι πρέπει να επιλέγουμε και να προτιμούμε το μέσον, και όχι την υπερβολή ή την έλλειψη, και ακόμη ότι το μέσον είναι όπως το ορίζει ο ορθός λόγος, ας αναλύσουμε τώρα αυτό το θέμα. Σε όλες δηλαδή τις έξεις για τις οποίες κάναμε λόγο, καθώς και σε όλες τις άλλες υπάρχει ένας στόχος, προς τον οποίο έχει στραμμένο το βλέμμα του ο κάτοχος του λόγου και, ανάλογα, τεντώνει ή χαλαρώνει τη δραστηριότητά του· υπάρχει επίσης και ένας κανόνας που ορίζει τις μεσότητες, που λέμε ότι βρίσκονται ανάμεσα στην υπερβολή και την έλλειψη, σε συμφωνία προς τον ορθό λόγο. Η διατύπωση όμως αυτή είναι, βέβαια, σωστή, δεν είναι όμως καθόλου σαφής. Σε όλες, πράγματι, τις ανθρώπινες ασχολίες και δραστηριότητες που είναι αντικείμενο επιστήμης είναι, βέβαια, σωστό να λέμε ότι δεν πρέπει να κοπιάζουμε ή να χαλαρώνουμε και να ξεκουραζόμαστε περισσότερο ή λιγότερο από αυτό που πρέπει, αλλά να κρατούμε το μέσον και όπως ορίζει ο ορθός λόγος· αν όμως ένας άνθρωπος έχει μόνο αυτή τη γνώση, δεν ξέρει, θα έλεγα, τίποτε· δεν ξέρει, π.χ., τί λογής φάρμακα πρέπει να χρησιμοποιήσει για το σώμα του, αν κάποιος του πει ότι πρέπει να χρησιμοποιήσει αυτά που του συστήνει η ιατρική τέχνη και όπως του τα συστήνει ο κάτοχος αυτής της τέχνης. Έτσι, λοιπόν, και όταν πρόκειται για τις έξεις της ψυχής, δεν πρέπει απλώς να λέγονται τα σωστά αυτά λόγια, αλλά και να δηλώνεται καθαρά τί είναι ο ορθός λόγος και ποιός είναι ο κανόνας από τον οποίο αυτός προσδιορίζεται.
Τις αρετές λοιπόν της ψυχής τις χωρίσαμε σε δύο κατηγορίες, και είπαμε ότι άλλες έχουν σχέση
[1139a] με τον χαρακτήρα του ανθρώπου (ηθικές αρετές) και άλλες με τον νου του (διανοητικές αρετές). Για τις ηθικές αρετές κάναμε ήδη διεξοδικό λόγο. Για τις υπόλοιπες θα μιλήσουμε τώρα, αφού πρώτα κάνουμε λόγο για την ψυχή. Παλαιότερα είπαμε ότι υπάρχουν δύο μέρη της ψυχής, το λογικό και το ά-λογο. Ας κάνουμε τώρα μια παρόμοια διαίρεση του λογικού μέρους, και ας ξεκινήσουμε από τη βασική αρχή ότι δύο είναι τα λογικά μέρη της ψυχής: ένα αυτό με το οποίο σκεφτόμαστε και μελετούμε τα όντα που οι αρχικές τους αιτίες είναι αμετάβλητες, και ένα άλλο αυτό με το οποίο σκεφτόμαστε και μελετούμε τα όντα που μεταβάλλονται· γιατί για πράγματα που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το είδος είναι εκ φύσεως διαφορετικό ως προς το είδος και το μέρος της ψυχής που αντιστοιχεί στο καθένα από τα δυο τους, — αφού η γνωστική λειτουργία τους γίνεται στη βάση κάποιας ομοιότητας και συγγένειας προς τα γνωστικά τους αντικείμενα. Ας ονομάσουμε το ένα από τα δύο αυτά μέρη επιστημονικό και το άλλο λογιστικό (γιατί «σκέφτομαι» και «λογίζομαι» είναι το ίδιο πράγμα, και κανένας δεν σκέφτεται για πράγματα που δεν μεταβάλλονται). Το λογιστικό, επομένως, είναι ένα από τα δύο μέρη του λογικού μέρους της ψυχής. Ας κοιτάξουμε λοιπόν τώρα να δούμε ποιά είναι η καλύτερη έξη του καθενός από τα δύο αυτά μέρη: αυτή θα είναι η αρετή του, η αρετή όμως ενός πράγματος σχετίζεται με το έργο που του προσιδιάζει.
[1138b] [I] Ἐπεὶ δὲ τυγχάνομεν πρότερον εἰρηκότες ὅτι δεῖ τὸ μέσον αἱρεῖσθαι, μὴ τὴν ὑπερβολὴν μηδὲ τὴν ἔλλειψιν, τὸ δὲ μέσον ἐστὶν ὡς ὁ λόγος ὁ ὀρθὸς λέγει, τοῦτο διέλωμεν. ἐν πάσαις γὰρ ταῖς εἰρημέναις ἕξεσι, καθάπερ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων, ἔστι τις σκοπὸς πρὸς ὃν ἀποβλέπων ὁ τὸν λόγον ἔχων ἐπιτείνει καὶ ἀνίησιν, καί τις ἔστιν ὅρος τῶν μεσοτήτων, ἃς μεταξύ φαμεν εἶναι τῆς ὑπερβολῆς καὶ τῆς ἐλλείψεως, οὔσας κατὰ τὸν ὀρθὸν λόγον. ἔστι δὲ τὸ μὲν εἰπεῖν οὕτως ἀληθὲς μέν, οὐθὲν δὲ σαφές· καὶ γὰρ ἐν ταῖς ἄλλαις ἐπιμελείαις, περὶ ὅσας ἐστὶν ἐπιστήμη, τοῦτ᾽ ἀληθὲς μὲν εἰπεῖν, ὅτι οὔτε πλείω οὔτε ἐλάττω δεῖ πονεῖν οὐδὲ ῥᾳθυμεῖν, ἀλλὰ τὰ μέσα καὶ ὡς ὁ ὀρθὸς λόγος· τοῦτο δὲ μόνον ἔχων ἄν τις οὐδὲν ἂν εἰδείη πλέον, οἷον ποῖα δεῖ προσφέρεσθαι πρὸς τὸ σῶμα, εἴ τις εἴπειεν ὅτι ὅσα ἡ ἰατρικὴ κελεύει καὶ ὡς ὁ ταύτην ἔχων. διὸ δεῖ καὶ περὶ τὰς τῆς ψυχῆς ἕξεις μὴ μόνον ἀληθῶς εἶναι τοῦτ᾽ εἰρημένον, ἀλλὰ καὶ διωρισμένον τίς ἐστιν ὁ ὀρθὸς λόγος καὶ τούτου τίς ὅρος.
Τὰς δὴ τῆς ψυχῆς ἀρετὰς διελόμενοι τὰς μὲν εἶναι
[1139a] τοῦ ἤθους ἔφαμεν τὰς δὲ τῆς διανοίας. περὶ μὲν οὖν τῶν ἠθικῶν διεληλύθαμεν, περὶ δὲ τῶν λοιπῶν, περὶ ψυχῆς πρῶτον εἰπόντες, λέγωμεν οὕτως. πρότερον μὲν οὖν ἐλέχθη δύ᾽ εἶναι μέρη τῆς ψυχῆς, τό τε λόγον ἔχον καὶ τὸ ἄλογον· νῦν δὲ περὶ τοῦ λόγον ἔχοντος τὸν αὐτὸν τρόπον διαιρετέον. καὶ ὑποκείσθω δύο τὰ λόγον ἔχοντα, ἓν μὲν ᾧ θεωροῦμεν τὰ τοιαῦτα τῶν ὄντων ὅσων αἱ ἀρχαὶ μὴ ἐνδέχονται ἄλλως ἔχειν, ἓν δὲ ᾧ τὰ ἐνδεχόμενα· πρὸς γὰρ τὰ τῷ γένει ἕτερα καὶ τῶν τῆς ψυχῆς μορίων ἕτερον τῷ γένει τὸ πρὸς ἑκάτερον πεφυκός, εἴπερ καθ᾽ ὁμοιότητά τινα καὶ οἰκειότητα ἡ γνῶσις ὑπάρχει αὐτοῖς. λεγέσθω δὲ τούτων τὸ μὲν ἐπιστημονικὸν τὸ δὲ λογιστικόν· τὸ γὰρ βουλεύεσθαι καὶ λογίζεσθαι ταὐτόν, οὐδεὶς δὲ βουλεύεται περὶ τῶν μὴ ἐνδεχομένων ἄλλως ἔχειν. ὥστε τὸ λογιστικόν ἐστιν ἕν τι μέρος τοῦ λόγον ἔχοντος. ληπτέον ἄρ᾽ ἑκατέρου τούτων τίς ἡ βελτίστη ἕξις· αὕτη γὰρ ἀρετὴ ἑκατέρου, ἡ δ᾽ ἀρετὴ πρὸς τὸ ἔργον τὸ οἰκεῖον.
***
[1138b] [1] Επειδή συμβαίνει να έχουμε πει πιο πάνω ότι πρέπει να επιλέγουμε και να προτιμούμε το μέσον, και όχι την υπερβολή ή την έλλειψη, και ακόμη ότι το μέσον είναι όπως το ορίζει ο ορθός λόγος, ας αναλύσουμε τώρα αυτό το θέμα. Σε όλες δηλαδή τις έξεις για τις οποίες κάναμε λόγο, καθώς και σε όλες τις άλλες υπάρχει ένας στόχος, προς τον οποίο έχει στραμμένο το βλέμμα του ο κάτοχος του λόγου και, ανάλογα, τεντώνει ή χαλαρώνει τη δραστηριότητά του· υπάρχει επίσης και ένας κανόνας που ορίζει τις μεσότητες, που λέμε ότι βρίσκονται ανάμεσα στην υπερβολή και την έλλειψη, σε συμφωνία προς τον ορθό λόγο. Η διατύπωση όμως αυτή είναι, βέβαια, σωστή, δεν είναι όμως καθόλου σαφής. Σε όλες, πράγματι, τις ανθρώπινες ασχολίες και δραστηριότητες που είναι αντικείμενο επιστήμης είναι, βέβαια, σωστό να λέμε ότι δεν πρέπει να κοπιάζουμε ή να χαλαρώνουμε και να ξεκουραζόμαστε περισσότερο ή λιγότερο από αυτό που πρέπει, αλλά να κρατούμε το μέσον και όπως ορίζει ο ορθός λόγος· αν όμως ένας άνθρωπος έχει μόνο αυτή τη γνώση, δεν ξέρει, θα έλεγα, τίποτε· δεν ξέρει, π.χ., τί λογής φάρμακα πρέπει να χρησιμοποιήσει για το σώμα του, αν κάποιος του πει ότι πρέπει να χρησιμοποιήσει αυτά που του συστήνει η ιατρική τέχνη και όπως του τα συστήνει ο κάτοχος αυτής της τέχνης. Έτσι, λοιπόν, και όταν πρόκειται για τις έξεις της ψυχής, δεν πρέπει απλώς να λέγονται τα σωστά αυτά λόγια, αλλά και να δηλώνεται καθαρά τί είναι ο ορθός λόγος και ποιός είναι ο κανόνας από τον οποίο αυτός προσδιορίζεται.
Τις αρετές λοιπόν της ψυχής τις χωρίσαμε σε δύο κατηγορίες, και είπαμε ότι άλλες έχουν σχέση
[1139a] με τον χαρακτήρα του ανθρώπου (ηθικές αρετές) και άλλες με τον νου του (διανοητικές αρετές). Για τις ηθικές αρετές κάναμε ήδη διεξοδικό λόγο. Για τις υπόλοιπες θα μιλήσουμε τώρα, αφού πρώτα κάνουμε λόγο για την ψυχή. Παλαιότερα είπαμε ότι υπάρχουν δύο μέρη της ψυχής, το λογικό και το ά-λογο. Ας κάνουμε τώρα μια παρόμοια διαίρεση του λογικού μέρους, και ας ξεκινήσουμε από τη βασική αρχή ότι δύο είναι τα λογικά μέρη της ψυχής: ένα αυτό με το οποίο σκεφτόμαστε και μελετούμε τα όντα που οι αρχικές τους αιτίες είναι αμετάβλητες, και ένα άλλο αυτό με το οποίο σκεφτόμαστε και μελετούμε τα όντα που μεταβάλλονται· γιατί για πράγματα που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το είδος είναι εκ φύσεως διαφορετικό ως προς το είδος και το μέρος της ψυχής που αντιστοιχεί στο καθένα από τα δυο τους, — αφού η γνωστική λειτουργία τους γίνεται στη βάση κάποιας ομοιότητας και συγγένειας προς τα γνωστικά τους αντικείμενα. Ας ονομάσουμε το ένα από τα δύο αυτά μέρη επιστημονικό και το άλλο λογιστικό (γιατί «σκέφτομαι» και «λογίζομαι» είναι το ίδιο πράγμα, και κανένας δεν σκέφτεται για πράγματα που δεν μεταβάλλονται). Το λογιστικό, επομένως, είναι ένα από τα δύο μέρη του λογικού μέρους της ψυχής. Ας κοιτάξουμε λοιπόν τώρα να δούμε ποιά είναι η καλύτερη έξη του καθενός από τα δύο αυτά μέρη: αυτή θα είναι η αρετή του, η αρετή όμως ενός πράγματος σχετίζεται με το έργο που του προσιδιάζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου