ΦΙ. φίλοι, τήκομαι μὲν
πάλαι διὰ τῆς ὀπῆς
ὑμῶν ὄπ᾽ ἀκούων.
ἀλλ᾽ —οὐ γὰρ οἷός τ᾽ εἴμ᾽
ἀίειν— τί ποήσω;
τηροῦμαι δ᾽ ὑπὸ τῶνδ᾽, ἐπεὶ
320 βούλομαί γε πάλαι μεθ᾽ ὑ-
μῶν ἐλθὼν ἐπὶ τοὺς καδί-
σκους κακόν τι ποῆσαι.
ἀλλ᾽, ὦ Ζεῦ μεγαβρόντα,
ἤ με πόησον καπνὸν ἐξαίφνης
325 ἢ Προξενίδην ἢ τὸν Σέλλου
τοῦτον τὸν ψευδαμάμαξυν.
τόλμησον, ἄναξ, χαρίσασθαί μοι,
πάθος οἰκτίρας. ἤ με κεραυνῷ
διατινθαλέῳ σπόδισον ταχέως,
330 κἄπειτ᾽ ἀνελών μ᾽ ἀποφυσήσας
εἰς ὀξάλμην ἔμβαλε θερμήν·
ἢ δῆτα λίθον με πόησον ἐφ᾽ οὗ
τὰς χοιρίνας ἀριθμοῦσιν.
***
Σ᾽ ένα φεγγίτη, πίσω από το δίχτυ, παρουσιάζεται ο Φιλοκλέωνας.
ΦΙΛ. Αγαπητοί, απ᾽ την τρύπ᾽ αυτή
περνά η φωνή σας καθαρά
και την ακούω και λαχταρώ.
Μα τί να κάμω; Δεν μπορεί
να γίνει αυτό που θέλετε.
320 Ποθώ να πάω μαζί μ᾽ εσάς
στη ψηφοδόχες κάλπες μας
και να βαρώ, να τιμωρώ,
μα με φρουρούν εκείνοι εκεί.
Θεέ της βροντής τρομερέ,
σε μια στιγμή
κάμε με, Δία μου, καπνό
ή Προξενίδη ή του Σέλλου το γιο,
περιπλοκάδα ψευτιάς ξακουστή.
Ρίξ᾽ ένα βλέμμα σ᾽ αυτά που τραβώ,
κάμε μου, θεέ μου, τη χάρη·
ή με φωτιά καυτερού κεραυνού
ψήσε με κάτω απ᾽ τη στάχτη γοργά
330 κι ύστερα πάρε με, φύσα με, βάλε με
σε σαλαμούρα ξιδάτη ζεστή·
ή, αν προτιμάς,
κάμε με πέτρα, από κείνες που πάνω τους
στα δικαστήρια μετρούνε τους ψήφους.
πάλαι διὰ τῆς ὀπῆς
ὑμῶν ὄπ᾽ ἀκούων.
ἀλλ᾽ —οὐ γὰρ οἷός τ᾽ εἴμ᾽
ἀίειν— τί ποήσω;
τηροῦμαι δ᾽ ὑπὸ τῶνδ᾽, ἐπεὶ
320 βούλομαί γε πάλαι μεθ᾽ ὑ-
μῶν ἐλθὼν ἐπὶ τοὺς καδί-
σκους κακόν τι ποῆσαι.
ἀλλ᾽, ὦ Ζεῦ μεγαβρόντα,
ἤ με πόησον καπνὸν ἐξαίφνης
325 ἢ Προξενίδην ἢ τὸν Σέλλου
τοῦτον τὸν ψευδαμάμαξυν.
τόλμησον, ἄναξ, χαρίσασθαί μοι,
πάθος οἰκτίρας. ἤ με κεραυνῷ
διατινθαλέῳ σπόδισον ταχέως,
330 κἄπειτ᾽ ἀνελών μ᾽ ἀποφυσήσας
εἰς ὀξάλμην ἔμβαλε θερμήν·
ἢ δῆτα λίθον με πόησον ἐφ᾽ οὗ
τὰς χοιρίνας ἀριθμοῦσιν.
***
Σ᾽ ένα φεγγίτη, πίσω από το δίχτυ, παρουσιάζεται ο Φιλοκλέωνας.
ΦΙΛ. Αγαπητοί, απ᾽ την τρύπ᾽ αυτή
περνά η φωνή σας καθαρά
και την ακούω και λαχταρώ.
Μα τί να κάμω; Δεν μπορεί
να γίνει αυτό που θέλετε.
320 Ποθώ να πάω μαζί μ᾽ εσάς
στη ψηφοδόχες κάλπες μας
και να βαρώ, να τιμωρώ,
μα με φρουρούν εκείνοι εκεί.
Θεέ της βροντής τρομερέ,
σε μια στιγμή
κάμε με, Δία μου, καπνό
ή Προξενίδη ή του Σέλλου το γιο,
περιπλοκάδα ψευτιάς ξακουστή.
Ρίξ᾽ ένα βλέμμα σ᾽ αυτά που τραβώ,
κάμε μου, θεέ μου, τη χάρη·
ή με φωτιά καυτερού κεραυνού
ψήσε με κάτω απ᾽ τη στάχτη γοργά
330 κι ύστερα πάρε με, φύσα με, βάλε με
σε σαλαμούρα ξιδάτη ζεστή·
ή, αν προτιμάς,
κάμε με πέτρα, από κείνες που πάνω τους
στα δικαστήρια μετρούνε τους ψήφους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου