Στους κυρίους αυτούς, όσο είναι νέοι, την λύση δίνουν η μυϊκή δύναμη και η γενετήσια ορμή. Αργότερα, όμως, δεν απομένουν παρά οι πνευματικές δυνάμεις· εάν τούτες δεν υπάρχουν η δεν έχουν καλλιεργηθεί η δεν έχει συσσωρευτεί το απαιτούμενο για την δραστηριότητά τους υλικό, τότε ό θρήνος είναι μέγας.
Όντας η μοναδική ανεξάντλητη δύναμη, η βούληση υποβάλλεται τώρα σ’ ερεθισμό μέσω της διέγερσης των παθών, μέσω λ.χ. ριψοκίνδυνων τυχερών παιχνιδιών, του αναξιοπρεπούς αυτού αμαρτήματος. Γενικά δε, το κάθε άεργο άτομο θα επιλέξει ένα παιχνίδι για ν’ απασχολείται ανάλογα με τις δυνάμεις που δεσπόζουν μέσα του: λ.χ. μπόουλινγκ ή σκάκι, κυνηγεσία ή ζωγραφική, ιπποδρομίες ή μουσική, χαρτοπαιξία ή ποίηση, εραλδική ή φιλοσοφία κ.ο.κ.
Μπορούμε, μάλιστα, να διερευνήσουμε το θέμα κατά τρόπο μεθοδικό, ανατρέχοντας στις ρίζες όλων των εκδηλώσεων της ανθρώπινης δυνάμεως, δηλ. στις τρεις βασικές δυνάμεις της ανθρώπινης φυσιολογίας τούτες, επομένως, πρέπει να τις εξετάσουμε ως προς το χωρίς σκοπό παιχνίδι τους, κατά το όποιο εμφανίζονται ως οι πηγές τριών ειδών ενδεχομένων απολαύσεων, από τα όποια αυτά ειδή ό κάθε άνθρωπος, ανάλογα με το ποιά δύναμη κυριαρχεί μέσα του, θα επιλέξει εκείνο πού του ταιριάζει.
Κατ’ αρχάς, λοιπόν, έχουμε τις απολαύσεις της αναπαραγωγικής δυνάμεως, εκείνες δηλ. της βρώσεως, πόσεως, πέψεως, αναπαύσεως και του ύπνου. Τούτες, μάλιστα, ολόκληρα έθνη φέρονται να τις έχουν κάνει εθνικές απολαύσεις και να δοξάζονται γι’ αυτές.
Κατόπιν, έχουμε τις απολαύσεις της διεγερσιμότητας, εκείνες δηλ. της πεζοπορίας, του άλματος, της πάλης, του χορού, της ξιφασκίας, της ιππασίας και των αθλητικών παιχνιδιών κάθε είδους, καθώς επίσης και της κυνηγεσίας, της μάχης και του πολέμου.
Τέλος, έχουμε και τις απολαύσεις της αισθαντικότητας, εκείνες δηλ. της θέασης, της νόησης, του συναισθήματος, της ποίησης, της γλυπτικής, της μουσικής, της μάθησης, της μελέτης, του διαλογισμού, της εφεύρεσης, τού φιλοσοφείν κ.ο.κ.
Σχετικά με την αξία, την ένταση, την διάρκεια καθενός απ’ αυτά τα είδη των απολαύσεων, μπορούν να γίνουν ποικίλες επισημάνσεις, τις όποιες αφήνω στην κρίση του αναγνώστη. Σ’ όλους, όμως, είναι ευνόητο πώς ή απόλαυσή μας (ή όποια εξαρτάται πάντοτε από την χρήση των δικών μας δυνάμεων) και, συνεπώς, και ή ευτυχία μας (ή όποια συνίσταται στην συχνή ύπαρξη της απόλαυσης) θα είναι τόσο μεγαλύτερες όσο ευγενέστερου είδους είναι ή δύναμη πού τις παράγει. ’Επίσης, κανείς δεν θ’ αμφισβητήσει τα πρωτεία πού κατέχει απ’ αυτήν την άποψη η αισθαντικότητα – η ουσιαστική υπεροχή της οποίας συνιστά το διακριτικό γνώρισμα του ανθρώπου έναντι των άλλων ειδών του ζωικού βασιλείου- σε σχέση με τις δύο άλλες βασικές φυσιολογικές δυνάμεις, οι όποιες απαντούν στον ίδιο ή σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό και στα άλλα ζώα. Στην σφαίρα της αισθαντικότητας ανήκουν οι γνωστικές μας δυνάμεις, ώστε ή υπεροχή αυτής να μας καθιστά δεκτικούς για τις απολαύσεως της γνώσης, τις καλούμενες δηλ. πνευματικές απολαύσεις, οι όποιες, μάλιστα, είναι τόσο πιο έντονες όσο μεγαλύτερη είναι ή υπεροχή της αισθαντικότητας.>
Ό κοινός, ό συνηθισμένος άνθρωπος αναπτύσσει ζωηρό ενδιαφέρον για κάτι μόνον όταν τούτο διεγείρει την βούλησή του, όταν δηλ. παρουσιάζει προσωπικό ενδιαφέρον γι’ αυτόν. Τώρα βέβαια, κάθε διαρκής διέγερση της βούλησης έχει έναν μικτό τουλάχιστον χαρακτήρα, είναι δηλ. συνδεδεμένη με πόνο. Ένα μέσο για την εκούσια διέγερσή της, και συγκεκριμένα μέσα) ενδιαφερόντων τόσο μικρών ώστε να προκαλούν στιγμιαίους μόνο κι ελαφρούς, όχι επίμονους και βαρείς πόνους, ενδιαφερόντων, άρα, που μπορούν να θεωρηθούν απλό γαργάλημα της βούλησης, είναι ή χαρτοπαιξία, η διαρκής αυτή απασχόληση της «καλής κοινωνίας» όλων των χωρών.
Ό άνθρωπος, αντίθετα, στον όποιον υπερτερούν οι πνευματικές δυνάμεις έχει την ικανότητα, μάλιστα την ανάγκη ν’ αναπτύσσει το πλέον ζωηρό ενδιαφέρον διά της οδού της αμιγούς γνώσης, εκείνης δηλ. χωρίς την παραμικρή πρόσμειξη της βούλησης. Χάρη δε σ’ αυτό το ενδιαφέρον, μεταβαίνει κατόπιν σε μία επικράτεια στην όποια ό πόνος δεν έχει πρόσβαση, στους αιθέρες, ούτως ειπείν, των ευκόλως διαβιούντων θεών, θεωρία ζωόντων [Ίλ., Ζ, 138].
Συνεπώς, ενώ ή ζωή των υπολοίπων ρέει και παρέρχεται μέσα σε πνευματική ατονία -καθώς ή διάνοια και ή καρδιά τους είναι ολοκληρωτικά εστραμμένες στα ευτελή ενδιαφέροντα της προσωπικής ευμάρειας κι έτσι σε δυστυχίες κάθε είδους, ώστε οι άνθρωποι αυτοί, μόλις ή ενασχόληση με τούτα μειωθεί και οι ’ίδιοι παραπεμφθούν πίσω στον εαυτό τους, να πλήττονται από αφόρητη ανία, αφού μόνο τα φλογερά πάθη καταφέρνουν να επιφέρουν μία κάποια κίνηση στην αδρανή μάζα-, ό άνθρωπος, αντίθετα, ό προικισμένος με δεσπόζουσες πνευματικές δυνάμεις χαίρει υπάρξεως πλούσιας σε σκέψεις, διαρκώς ζωογονούμενης και σπουδαίας, ασχολείται με αντικείμενα αξιόλογα κι ενδιαφέροντα, μόλις του επιτραπεί ν’ αφιερωθεί σ’ αυτά, και φέρει εντός του τις πηγές των ευγενέστερων απολαύσεων. Παρακίνηση έξωθεν του προσφέρουν τα δημιουργήματα της φύσης και ή όψη των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, κατόπιν οι τόσο διαφορετικές επιδόσεις των υπερπροικισμένων ανθρώπων όλων των εποχών και όλων των λαών, τις όποιες αυτές επιδόσεις, στην πραγματικότητα, μόνον αυτός μπορεί ν’ απολαύσει ουσιαστικά, καθώς μόνον αυτός μπορεί να τις κατανοήσει και να τις νιώσει. Για χάρη δική του, άρα, έζησαν οι υπερπροικισμένοι εκείνοι, σ’ αυτόν ουσιαστικά απευθύνθηκαν, ενώ οι λοιποί, ως εκ συμπτώσεως και μόνον ακροατές, ημικατανοούν τα όσα σκόρπια τύχει να γνωρίσουν.
’Εντούτοις, ό άνθρωπος αυτός έχει μία ανάγκη επιπλέον σε σχέση με τους άλλους, την ανάγκη να μαθαίνει, να βλέπει, να μελετά, να διαλογίζεται, να εξασκείται, άρα και την ανάγκη για ελεύθερη σχόλη· όμως, ακριβώς επειδή -όπως ορθά επισημαίνει ό Βολταίρος- «δεν υπάρχουν πραγματικές απολαύσεις παρά μόνο με πραγματικές ανάγκες» , η ανάγκη αυτή είναι ή προϋπόθεση για να έχει πρόσβαση στις απολαύσεως εκείνες -όπως το κάλλος στην φύση και στην τέχνη, καθώς και τα πνευματικά έργα κάθε είδους- που δεν είναι ποτέ προσβάσιμες στους λοιπούς, για τους οποίους τέτοιου είδους πράγματα, ακόμη και όταν υπάρχουν γύρω τους σε αφθονία, δεν είναι παρά ότι είναι και οι εταίρες για τον γέρο άνδρα.
Ως συνέπεια τούτου, ένας τόσο ευνοημένος άνθρωπος ζει, παράλληλα με τον προσωπικό του βίο, κι έναν δεύτερο, συγκεκριμένα έναν πνευματικό βίο, τον όποιον αντιμετωπίζει βαθμιαία ως τον ουσιαστικό σκοπό της ύπαρξης, εκλαμβάνοντας τον πρώτο ως απλό μέσο γι’ αυτόν οι λοιποί, αντίθετα, είναι αναγκασμένοι να θεωρούν την άνοστη, κενή και θλιβερή επιβίωση ως σκοπό. Ό πνευματικός βίος είναι εκείνος που πρωτίστως τον απασχολεί και ό όποιος, με την διαρκή αύξηση της κατανόησης και της γνώσης, προσλαμβάνει μία εσωτερική αλληλουχία κι έναν χαρακτήρα όλο και πιο εντατικό, μία όλο και περισσότερο πληρούμενη ολότητα και τελειότητα, όπως ένα έργο τέχνης κατά την δημιουργία του. Σε σχέση με τον βίο αυτόν, ή πρακτική ζωή των λοιπών -ή όποια είναι προσανατολισμένη στην προσωπική ευμάρεια κι επιδέχεται αύξηση μόνον ως προς την διάρκεια, όχι όμως και ως προς το βάθος- δημιουργεί ζωηρή και θλιβερή αντίθεση, ισχύει, όμως, κατ’ ανάγκη ως αυτοσκοπός για τούς ανθρώπους αυτούς, ενώ, για εκείνον, ως απλό μέσο.
Ή πρακτική, πραγματική ζωή μας, όταν δεν την κινούν τα πάθη, είναι άνοστη και πληκτική· όταν δε την κινούν, τότε γίνεται σύντομα οδυνηρή. Να γιατί είναι ευτυχείς όσοι έλαβαν ένα οποιοδήποτε πλεόνασμα νοός, πέραν δηλ. τού απαιτούμενου για την εξυπηρέτηση της βούλησης: διότι μ’ αυτό διάγουν, παράλληλα με τον πραγματικό, κι έναν πνευματικό επιπλέον βίο, ό όποιος τούς απασχολεί και τούς ψυχαγωγεί διαρκώς κατά τρόπο μη οδυνηρό, και όμως έντονο. Σκέτη σχόλη, νοός δηλ. μη απασχολούμενος προς εξυπηρέτηση της βούλησης, δεν επαρκεί γι’ αυτό· απαιτείται κι ένα πλεόνασμα δυνάμεως, καθώς μόνο τούτο καθιστά κάποιον ικανό για μία απασχόληση πού δεν εξυπηρετεί την βούληση, αμιγώς πνευματική· αντίθετα, «σχόλη χωρίς πνευματική ενασχόληση είναι θάνατος και ταφή ζωντανού ανθρώπου» (Σενέκας)
Ανάλογα δε τώρα με το μικρότερο η μεγαλύτερο μέγεθος του πλεονάσματος αυτού, υπάρχουν και αναρίθμητες διαβαθμίσεις του πνευματικού εκείνου βίου πού μπορεί κανείς να διάγει παράλληλα με τον πραγματικό: από την συλλογή και περιγραφή μετάλλων, εντόμων, πτηνών ή νομισμάτων μέχρι τις ύψιστες επιδόσεις στην ποίηση και την φιλοσοφία. Ως παρεπόμενο, ένας τέτοιος πνευματικός βίος αποτελεί προμαχώνα κατά των πολλών εκείνων κινδύνων, συμφορών, απωλειών και σπαταλών έναντι των οποίων είναι κανείς εκτεθειμένος όσο αναζητεί την ευτυχία του στον πραγματικό κόσμο…; Σ’ εμένα λ.χ. ή φιλοσοφία μου δεν έχει ποτέ αποδώσει το παραμικρό, μ’ έχει όμως γλυτώσει από πάρα πολλά.
Ό κοινός άνθρωπος, αντίθετα, εξαρτάται για τις απολαύσεις της ζωής του από πράγματα πού βρίσκονται έκτος του. από την ιδιοκτησία, τούς βαθμούς, από γυναίκα και παιδιά, φίλους, συντροφιά κ.λπ.· σ’ αυτά στηρίζεται ή ευτυχία της ζωής του, ή όποια, για τον λόγο αυτόν, καταρρέει μόλις διαπιστώσει ότι τα έχασε ή ότι εξαπατήθηκε ως προς αυτά. Για να εκφράσουμε την σχέση αυτή, μπορούμε να πούμε πώς το κέντρο βάρους του βρίσκεται εκτός του. Για τον λόγο ακριβώς αυτόν, έχει διαρκώς μεταβαλλόμενες επιθυμίες και ιδιοτροπίες: εάν ή οικονομική του κατάσταση το επιτρέπει, την μία θ’ αγοράζει εξοχικά και άλογα, την άλλη θα διοργανώνει δεξιώσεις, την άλλη θα πραγματοποιεί ταξίδια, συνολικά δε θα ζει σε μεγάλη πολυτέλεια, επειδή ακριβώς αναζητεί ικανοποίηση έξωθεν με κάθε είδους πράγματα, ενεργώντας, έτσι, όπως ό εξασθενημένος πού ελπίζει με δυναμωτικά και φάρμακα ν’ ανακτήσει την υγεία και την ρώμη του, ή πραγματική πηγή των οποίων δεν είναι παρά ή ζωτική ενέργεια εντός του.
Arthur Schopenhauer, Αφορισμοί – για την πρακτική σοφία της ζωής
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου