Τὸ δὲ δι᾽ ἄγνοιαν οὐχ ἑκούσιον μὲν ἅπαν ἐστίν, ἀκούσιον δὲ τὸ ἐπίλυπον καὶ ἐν μεταμελείᾳ· ὁ γὰρ δι᾽ ἄγνοιαν πράξας ὁτιοῦν, μηδέν τι δυσχεραίνων ἐπὶ τῇ πράξει, ἑκὼν μὲν οὐ πέπραχεν, ὅ γε μὴ ᾔδει, οὐδ᾽ αὖ ἄκων, μὴ λυπούμενός γε. τοῦ δὴ δι᾽ ἄγνοιαν ὁ μὲν ἐν μεταμελείᾳ ἄκων δοκεῖ, ὁ δὲ μὴ μεταμελόμενος, ἐπεὶ ἕτερος, ἔστω οὐχ ἑκών· ἐπεὶ γὰρ διαφέρει, βέλτιον ὄνομα ἔχειν ἴδιον. ἕτερον δ᾽ ἔοικε καὶ τὸ δι᾽ ἄγνοιαν πράττειν τοῦ ἀγνοοῦντα· ὁ γὰρ μεθύων ἢ ὀργιζόμενος οὐ δοκεῖ δι᾽ ἄγνοιαν πράττειν ἀλλὰ διά τι τῶν εἰρημένων, οὐκ εἰδὼς δὲ ἀλλ᾽ ἀγνοῶν. ἀγνοεῖ μὲν οὖν πᾶς ὁ μοχθηρὸς ἃ δεῖ πράττειν καὶ ὧν ἀφεκτέον, καὶ διὰ τὴν τοιαύτην ἁμαρτίαν ἄδικοι καὶ ὅλως κακοὶ γίνονται· τὸ δ᾽ ἀκούσιον βούλεται λέγεσθαι οὐκ εἴ τις ἀγνοεῖ τὰ συμφέροντα· οὐ γὰρ ἡ ἐν τῇ προαιρέσει ἄγνοια αἰτία τοῦ ἀκουσίου ἀλλὰ τῆς μοχθηρίας, οὐδ᾽ ἡ καθόλου (ψέγονται γὰρ διά γε ταύτην) ἀλλ᾽ ἡ καθ᾽ ἕκαστα, ἐν
[1111a] οἷς καὶ περὶ ἃ ἡ πρᾶξις· ἐν τούτοις γὰρ καὶ ἔλεος καὶ συγγνώμη· ὁ γὰρ τούτων τι ἀγνοῶν ἀκουσίως πράττει. ἴσως οὖν οὐ χεῖρον διορίσαι αὐτά, τίνα καὶ πόσα ἐστί, τίς τε δὴ καὶ τί καὶ περὶ τί ἢ ἐν τίνι πράττει, ἐνίοτε δὲ καὶ τίνι, οἷον ὀργάνῳ, καὶ ἕνεκα τίνος, οἷον σωτηρίας, καὶ πῶς, οἷον ἠρέμα ἢ σφόδρα. ἅπαντα μὲν οὖν ταῦτα οὐδεὶς ἂν ἀγνοήσειε μὴ μαινόμενος, δῆλον δ᾽ ὡς οὐδὲ τὸν πράττοντα· πῶς γὰρ ἑαυτόν γε; ὃ δὲ πράττει ἀγνοήσειεν ἄν τις, οἷον λέγοντές φασιν ἐκπεσεῖν αὐτούς, ἢ οὐκ εἰδέναι ὅτι ἀπόρρητα ἦν, ὥσπερ Αἰσχύλος τὰ μυστικά, ἢ δεῖξαι βουλόμενος ἀφεῖναι, ὡς ὁ τὸν καταπέλτην. οἰηθείη δ᾽ ἄν τις καὶ τὸν υἱὸν πολέμιον εἶναι ὥσπερ ἡ Μερόπη, καὶ ἐσφαιρῶσθαι τὸ λελογχωμένον δόρυ, ἢ τὸν λίθον κίσηριν εἶναι· καὶ ἐπὶ σωτηρίᾳ πίσας ἀποκτείναι ἄν· καὶ θῖξαι βουλόμενος, ὥσπερ οἱ ἀκροχειριζόμενοι, πατάξειεν ἄν. περὶ πάντα δὴ ταῦτα τῆς ἀγνοίας οὔσης, ἐν οἷς ἡ πρᾶξις, ὁ τούτων τι ἀγνοήσας ἄκων δοκεῖ πεπραχέναι, καὶ μάλιστα ἐν τοῖς κυριωτάτοις· κυριώτατα δ᾽ εἶναι δοκεῖ ἐν οἷς ἡ πρᾶξις καὶ οὗ ἕνεκα. τοῦ δὴ κατὰ τὴν τοιαύτην ἄγνοιαν ἀκουσίου λεγομένου ἔτι δεῖ τὴν πρᾶξιν λυπηρὰν εἶναι καὶ ἐν μεταμελείᾳ.
Ὄντος δ᾽ ἀκουσίου τοῦ βίᾳ καὶ δι᾽ ἄγνοιαν, τὸ ἑκούσιον δόξειεν ἂν εἶναι οὗ ἡ ἀρχὴ ἐν αὐτῷ εἰδότι τὰ καθ᾽ ἕκαστα ἐν οἷς ἡ πρᾶξις. ἴσως γὰρ οὐ καλῶς λέγεται ἀκούσια εἶναι τὰ διὰ θυμὸν ἢ ἐπιθυμίαν. πρῶτον μὲν γὰρ οὐδὲν ἔτι τῶν ἄλλων ζῴων ἑκουσίως πράξει, οὐδ᾽ οἱ παῖδες· εἶτα πότερον οὐδὲν ἑκουσίως πράττομεν τῶν δι᾽ ἐπιθυμίαν καὶ θυμόν, ἢ τὰ καλὰ μὲν ἑκουσίως τὰ δ᾽ αἰσχρὰ ἀκουσίως; ἢ γελοῖον ἑνός γε αἰτίου ὄντος; ἄτοπον δὲ ἴσως ἀκούσια φάναι ὧν δεῖ ὀρέγεσθαι· δεῖ δὲ καὶ ὀργίζεσθαι ἐπί τισι καὶ ἐπιθυμεῖν τινῶν, οἷον ὑγιείας καὶ μαθήσεως. δοκεῖ δὲ καὶ τὰ μὲν ἀκούσια λυπηρὰ εἶναι, τὰ δὲ κατ᾽ ἐπιθυμίαν ἡδέα. ἔτι δὲ τί διαφέρει τῷ ἀκούσια εἶναι τὰ κατὰ λογισμὸν ἢ θυμὸν ἁμαρτηθέντα; φευκτὰ μὲν γὰρ ἄμφω,
[1111b] δοκεῖ δὲ οὐχ ἧττον ἀνθρωπικὰ εἶναι τὰ ἄλογα [πάθη], ὥστε καὶ αἱ πράξεις τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ θυμοῦ καὶ ἐπιθυμίας. ἄτοπον δὴ τὸ τιθέναι ἀκούσια ταῦτα.
***
Ό,τι κάνουμε από άγνοια, ανήκει —σε όλες τις περιπτώσεις— στο μη εκούσιο· ακούσιο είναι μόνο ό,τι προκαλεί στενοχώρια και μεταμέλεια. Γιατί όποιος έκανε κάτι από άγνοια και δεν έχει ύστερα κανένα δυσάρεστο αίσθημα εξαιτίας της πράξης του αυτής, δεν το έκανε, φυσικά, με τη θέλησή του, αφού δεν ήξερε τί έκαμνε· ούτε όμως πάλι το έκανε ακούσια, αφού δεν αισθάνεται καμιά στενοχώρια. Υπάρχουν λοιπόν δύο είδη ανθρώπων που κάνουν κάτι από άγνοια: αυτοί που αισθάνονται μεταμέλεια θεωρούνται ότι ενήργησαν ακούσια, ενώ γι᾽ αυτούς που δεν αισθάνονται μεταμέλεια ας χρησιμοποιήσουμε —αφού είναι διαφορετικοί από τους πρώτους— τον χαρακτηρισμό «όχι εκούσιοι»· γιατί, μια και διαφέρουν από τους άλλους, είναι καλύτερο να έχουν το δικό τους όνομα.
Το να κάνει κανείς μια πράξη από άγνοια φαίνεται, επίσης, ότι είναι διαφορετικό από το να την κάνει μη έχοντας συνείδηση του ότι την κάνει. Γιατί ο μεθυσμένος ή ο οργισμένος ό,τι κάνει δεν το κάνει από άγνοια, αλλά —έτσι το δεχόμαστε όλοι— για έναν από τους λόγους που είπαμε, μη έχοντας συνείδηση του τί κάνει, αλλά αγνοώντας το.
Γενικά ο κάθε κακός άνθρωπος αγνοεί τί πρέπει να κάνει και τί να αποφεύγει, και σ᾽ αυτό ακριβώς το σφάλμα οφείλεται το ότι οι άνθρωποι γίνονται άδικοι και γενικά κακοί· ο όρος όμως «ακούσιο» δεν έχει την τάση να χρησιμοποιείται για την περίπτωση που κάποιος αγνοεί το πραγματικό του συμφέρον· γιατί η άγνοια κατά τη στιγμή της απόφασης δεν είναι αιτία τού να ενεργεί κανείς ακούσια (αντίθετα, είναι αιτία της κακίας), ούτε επίσης είναι αιτία η άγνοια του γενικού (γι᾽ αυτήν, βέβαια, ψέγονται οι άνθρωποι), αλλά η άγνοια των συγκεκριμένων-επιμέρους πραγμάτων, των συνθηκών δηλαδή
[1111a] κάτω από τις οποίες έγινε η συγκεκριμένη πράξη και των πραγμάτων με τα οποία αυτή σχετιζόταν· γιατί από αυτά τα συγκεκριμένα-επιμέρους πράγματα εξαρτάται το αν θα βρει κανείς συμπόνια και κατανόηση, αφού αυτών των πραγμάτων η άγνοια είναι που τον κάνει να ενεργεί ακούσια.
Ίσως, επομένως, δεν θα ήταν άσχημο να τα προσδιορίσουμε ακριβέστερα, να δούμε ποιά είναι και πόσα: ποιός είναι που πράττει, τί πράττει, με τί ή με ποιόν σχετίζεται αυτό που πράττει, μερικές, επίσης, φορές με τί πράττει αυτό που πράττει (π.χ. με ποιό όργανο), σε τί αποβλέποντας και με ποιό αποτέλεσμα (π.χ. για να σωθεί η ζωή κάποιου) και πώς (π.χ. προσεχτικά και με το μαλακό ή βίαια). Κανένας δεν θα μπορούσε να βρίσκεται σε άγνοια ως προς όλα αυτά — εκτός και αν έχει χάσει το μυαλό του· και προφανώς δεν θα μπορούσε να αγνοεί ποιός είναι αυτός που πράττει κάτι: πώς θα μπορούσε, αλήθεια, να μη γνωρίζει τον ίδιο τον εαυτό του; Θα μπορούσε όμως κανείς να αγνοεί αυτό που κάνει· λέει π.χ. ο κόσμος ότι «τους ξέφυγε καθώς μιλούσαν», ή ότι «δεν ήξεραν πως είναι μυστικό» (όπως έκανε ο Αισχύλος ενσχέσει με τα Μυστήρια), ή ότι «απλώς ήθελε να δείξει πώς λειτουργεί κάτι και αυτό ξέφυγε από τον έλεγχό του» (όπως εκείνος με τον καταπέλτη)· μπορεί, επίσης, κανείς να φαντασθεί ότι ο γιος του είναι ένας εχθρός (όπως το έκανε η Μερόπη), ή ότι το μυτερό ακόντιο είχε αμβλυμένη την άκρη του με ένα κουμπί ή ότι η πέτρα που χρησιμοποίησε ήταν ελαφρόπετρα· θα μπορούσε, επίσης, να δώσει σε κάποιον κάτι να πιει για να τον σώσει, και με αυτό να τον σκοτώσει· ή θέλοντας να αγγίξει κάποιον, με τον τρόπο που γίνεται στην πάλη τύπου ακροχειρισμού, στην πραγματικότητα να τον χτυπήσει άσχημα.
Η άγνοια σε όλα αυτά που είπαμε αναφέρεται στις συνθήκες κάτω από τις οποίες γίνεται η πράξη, και ο άνθρωπος που είχε άγνοια κάποιας από αυτές, θεωρείται ότι ενήργησε ακούσια, ιδίως αν η άγνοιά του αναφερόταν στα κυριότερα από αυτά τα σημεία· τέτοια είναι οι συνθήκες της πράξης και ο σκοπός της. Μια πράξη λοιπόν που λέγεται ακούσια επειδή γίνεται από τέτοιου είδους άγνοια, πρέπει, επιπλέον, να συνοδεύεται από στενοχώρια και από μεταμέλεια.
Αφού λοιπόν ακούσια είναι η πράξη που γίνεται με την επιβολή βίας και από άγνοια, εκούσια φαίνεται ότι θα είναι η πράξη που η αρχή της βρίσκεται μέσα στο ίδιο το άτομο, το οποίο γνωρίζει πλήρως τις συνθήκες κάτω από τις οποίες γίνεται η συγκεκριμένη πράξη του. Γιατί δεν είναι ίσως σωστό αυτό που λέγεται, ότι ακούσιες είναι οι πράξεις που γίνονται από οργή ή από επιθυμία: πρώτον γιατί, τότε, κανένα πια άλλο ζώο δεν θα ενεργούσε εκούσια — ούτε και τα παιδιά· δεύτερον: τίποτε λοιπόν από αυτά που κάνουμε από επιθυμία ή οργή δεν το κάνουμε εκούσια, ή μήπως θα πούμε ότι τις ωραίες πράξεις τις κάνουμε εκούσια τις άσχημες ακούσια; Δεν θα ήταν τελικά η διάκριση αυτή γελοία, τη στιγμή που η αιτία είναι μία και η αυτή; Θα ήταν, ασφαλώς, παράξενο να αποδώσουμε τον χαρακτηρισμό «ακούσια» σε πράγματα που οφείλουμε να επιθυμούμε· και πραγματικά οφείλουμε και να οργιζόμαστε για κάποια πράγματα και να επιθυμούμε κάποια, την υγεία π.χ. και τη μάθηση. Έπειτα, ό,τι κάνουμε ακούσια, προκαλεί, όπως όλοι το δέχονται, στενοχώρια· αντίθετα, ό,τι κάνουμε επειδή το επιθυμούμε, μας δίνει, όπως όλοι το δέχονται, ευχαρίστηση. Τέλος, σε τί διαφέρουν από την άποψη του ακούσιου τα σφάλματα που έγιναν με υπολογισμό και σκέψη και αυτά που έγιναν από θυμό; Στην πραγματικότητα, και τα δύο πρέπει να τα αποφεύγουμε το ίδιο·
[1111b] και, πάντως, το άλογο προσιδιάζει στην ανθρώπινη φύση εξίσου με το λογικό, άρα και οι πράξεις που προέρχονται από την οργή και την επιθυμία. Είναι επομένως παράξενο να χαρακτηρίζουμε τις πράξεις αυτές ακούσιες.
[1111a] οἷς καὶ περὶ ἃ ἡ πρᾶξις· ἐν τούτοις γὰρ καὶ ἔλεος καὶ συγγνώμη· ὁ γὰρ τούτων τι ἀγνοῶν ἀκουσίως πράττει. ἴσως οὖν οὐ χεῖρον διορίσαι αὐτά, τίνα καὶ πόσα ἐστί, τίς τε δὴ καὶ τί καὶ περὶ τί ἢ ἐν τίνι πράττει, ἐνίοτε δὲ καὶ τίνι, οἷον ὀργάνῳ, καὶ ἕνεκα τίνος, οἷον σωτηρίας, καὶ πῶς, οἷον ἠρέμα ἢ σφόδρα. ἅπαντα μὲν οὖν ταῦτα οὐδεὶς ἂν ἀγνοήσειε μὴ μαινόμενος, δῆλον δ᾽ ὡς οὐδὲ τὸν πράττοντα· πῶς γὰρ ἑαυτόν γε; ὃ δὲ πράττει ἀγνοήσειεν ἄν τις, οἷον λέγοντές φασιν ἐκπεσεῖν αὐτούς, ἢ οὐκ εἰδέναι ὅτι ἀπόρρητα ἦν, ὥσπερ Αἰσχύλος τὰ μυστικά, ἢ δεῖξαι βουλόμενος ἀφεῖναι, ὡς ὁ τὸν καταπέλτην. οἰηθείη δ᾽ ἄν τις καὶ τὸν υἱὸν πολέμιον εἶναι ὥσπερ ἡ Μερόπη, καὶ ἐσφαιρῶσθαι τὸ λελογχωμένον δόρυ, ἢ τὸν λίθον κίσηριν εἶναι· καὶ ἐπὶ σωτηρίᾳ πίσας ἀποκτείναι ἄν· καὶ θῖξαι βουλόμενος, ὥσπερ οἱ ἀκροχειριζόμενοι, πατάξειεν ἄν. περὶ πάντα δὴ ταῦτα τῆς ἀγνοίας οὔσης, ἐν οἷς ἡ πρᾶξις, ὁ τούτων τι ἀγνοήσας ἄκων δοκεῖ πεπραχέναι, καὶ μάλιστα ἐν τοῖς κυριωτάτοις· κυριώτατα δ᾽ εἶναι δοκεῖ ἐν οἷς ἡ πρᾶξις καὶ οὗ ἕνεκα. τοῦ δὴ κατὰ τὴν τοιαύτην ἄγνοιαν ἀκουσίου λεγομένου ἔτι δεῖ τὴν πρᾶξιν λυπηρὰν εἶναι καὶ ἐν μεταμελείᾳ.
Ὄντος δ᾽ ἀκουσίου τοῦ βίᾳ καὶ δι᾽ ἄγνοιαν, τὸ ἑκούσιον δόξειεν ἂν εἶναι οὗ ἡ ἀρχὴ ἐν αὐτῷ εἰδότι τὰ καθ᾽ ἕκαστα ἐν οἷς ἡ πρᾶξις. ἴσως γὰρ οὐ καλῶς λέγεται ἀκούσια εἶναι τὰ διὰ θυμὸν ἢ ἐπιθυμίαν. πρῶτον μὲν γὰρ οὐδὲν ἔτι τῶν ἄλλων ζῴων ἑκουσίως πράξει, οὐδ᾽ οἱ παῖδες· εἶτα πότερον οὐδὲν ἑκουσίως πράττομεν τῶν δι᾽ ἐπιθυμίαν καὶ θυμόν, ἢ τὰ καλὰ μὲν ἑκουσίως τὰ δ᾽ αἰσχρὰ ἀκουσίως; ἢ γελοῖον ἑνός γε αἰτίου ὄντος; ἄτοπον δὲ ἴσως ἀκούσια φάναι ὧν δεῖ ὀρέγεσθαι· δεῖ δὲ καὶ ὀργίζεσθαι ἐπί τισι καὶ ἐπιθυμεῖν τινῶν, οἷον ὑγιείας καὶ μαθήσεως. δοκεῖ δὲ καὶ τὰ μὲν ἀκούσια λυπηρὰ εἶναι, τὰ δὲ κατ᾽ ἐπιθυμίαν ἡδέα. ἔτι δὲ τί διαφέρει τῷ ἀκούσια εἶναι τὰ κατὰ λογισμὸν ἢ θυμὸν ἁμαρτηθέντα; φευκτὰ μὲν γὰρ ἄμφω,
[1111b] δοκεῖ δὲ οὐχ ἧττον ἀνθρωπικὰ εἶναι τὰ ἄλογα [πάθη], ὥστε καὶ αἱ πράξεις τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ θυμοῦ καὶ ἐπιθυμίας. ἄτοπον δὴ τὸ τιθέναι ἀκούσια ταῦτα.
***
Ό,τι κάνουμε από άγνοια, ανήκει —σε όλες τις περιπτώσεις— στο μη εκούσιο· ακούσιο είναι μόνο ό,τι προκαλεί στενοχώρια και μεταμέλεια. Γιατί όποιος έκανε κάτι από άγνοια και δεν έχει ύστερα κανένα δυσάρεστο αίσθημα εξαιτίας της πράξης του αυτής, δεν το έκανε, φυσικά, με τη θέλησή του, αφού δεν ήξερε τί έκαμνε· ούτε όμως πάλι το έκανε ακούσια, αφού δεν αισθάνεται καμιά στενοχώρια. Υπάρχουν λοιπόν δύο είδη ανθρώπων που κάνουν κάτι από άγνοια: αυτοί που αισθάνονται μεταμέλεια θεωρούνται ότι ενήργησαν ακούσια, ενώ γι᾽ αυτούς που δεν αισθάνονται μεταμέλεια ας χρησιμοποιήσουμε —αφού είναι διαφορετικοί από τους πρώτους— τον χαρακτηρισμό «όχι εκούσιοι»· γιατί, μια και διαφέρουν από τους άλλους, είναι καλύτερο να έχουν το δικό τους όνομα.
Το να κάνει κανείς μια πράξη από άγνοια φαίνεται, επίσης, ότι είναι διαφορετικό από το να την κάνει μη έχοντας συνείδηση του ότι την κάνει. Γιατί ο μεθυσμένος ή ο οργισμένος ό,τι κάνει δεν το κάνει από άγνοια, αλλά —έτσι το δεχόμαστε όλοι— για έναν από τους λόγους που είπαμε, μη έχοντας συνείδηση του τί κάνει, αλλά αγνοώντας το.
Γενικά ο κάθε κακός άνθρωπος αγνοεί τί πρέπει να κάνει και τί να αποφεύγει, και σ᾽ αυτό ακριβώς το σφάλμα οφείλεται το ότι οι άνθρωποι γίνονται άδικοι και γενικά κακοί· ο όρος όμως «ακούσιο» δεν έχει την τάση να χρησιμοποιείται για την περίπτωση που κάποιος αγνοεί το πραγματικό του συμφέρον· γιατί η άγνοια κατά τη στιγμή της απόφασης δεν είναι αιτία τού να ενεργεί κανείς ακούσια (αντίθετα, είναι αιτία της κακίας), ούτε επίσης είναι αιτία η άγνοια του γενικού (γι᾽ αυτήν, βέβαια, ψέγονται οι άνθρωποι), αλλά η άγνοια των συγκεκριμένων-επιμέρους πραγμάτων, των συνθηκών δηλαδή
[1111a] κάτω από τις οποίες έγινε η συγκεκριμένη πράξη και των πραγμάτων με τα οποία αυτή σχετιζόταν· γιατί από αυτά τα συγκεκριμένα-επιμέρους πράγματα εξαρτάται το αν θα βρει κανείς συμπόνια και κατανόηση, αφού αυτών των πραγμάτων η άγνοια είναι που τον κάνει να ενεργεί ακούσια.
Ίσως, επομένως, δεν θα ήταν άσχημο να τα προσδιορίσουμε ακριβέστερα, να δούμε ποιά είναι και πόσα: ποιός είναι που πράττει, τί πράττει, με τί ή με ποιόν σχετίζεται αυτό που πράττει, μερικές, επίσης, φορές με τί πράττει αυτό που πράττει (π.χ. με ποιό όργανο), σε τί αποβλέποντας και με ποιό αποτέλεσμα (π.χ. για να σωθεί η ζωή κάποιου) και πώς (π.χ. προσεχτικά και με το μαλακό ή βίαια). Κανένας δεν θα μπορούσε να βρίσκεται σε άγνοια ως προς όλα αυτά — εκτός και αν έχει χάσει το μυαλό του· και προφανώς δεν θα μπορούσε να αγνοεί ποιός είναι αυτός που πράττει κάτι: πώς θα μπορούσε, αλήθεια, να μη γνωρίζει τον ίδιο τον εαυτό του; Θα μπορούσε όμως κανείς να αγνοεί αυτό που κάνει· λέει π.χ. ο κόσμος ότι «τους ξέφυγε καθώς μιλούσαν», ή ότι «δεν ήξεραν πως είναι μυστικό» (όπως έκανε ο Αισχύλος ενσχέσει με τα Μυστήρια), ή ότι «απλώς ήθελε να δείξει πώς λειτουργεί κάτι και αυτό ξέφυγε από τον έλεγχό του» (όπως εκείνος με τον καταπέλτη)· μπορεί, επίσης, κανείς να φαντασθεί ότι ο γιος του είναι ένας εχθρός (όπως το έκανε η Μερόπη), ή ότι το μυτερό ακόντιο είχε αμβλυμένη την άκρη του με ένα κουμπί ή ότι η πέτρα που χρησιμοποίησε ήταν ελαφρόπετρα· θα μπορούσε, επίσης, να δώσει σε κάποιον κάτι να πιει για να τον σώσει, και με αυτό να τον σκοτώσει· ή θέλοντας να αγγίξει κάποιον, με τον τρόπο που γίνεται στην πάλη τύπου ακροχειρισμού, στην πραγματικότητα να τον χτυπήσει άσχημα.
Η άγνοια σε όλα αυτά που είπαμε αναφέρεται στις συνθήκες κάτω από τις οποίες γίνεται η πράξη, και ο άνθρωπος που είχε άγνοια κάποιας από αυτές, θεωρείται ότι ενήργησε ακούσια, ιδίως αν η άγνοιά του αναφερόταν στα κυριότερα από αυτά τα σημεία· τέτοια είναι οι συνθήκες της πράξης και ο σκοπός της. Μια πράξη λοιπόν που λέγεται ακούσια επειδή γίνεται από τέτοιου είδους άγνοια, πρέπει, επιπλέον, να συνοδεύεται από στενοχώρια και από μεταμέλεια.
Αφού λοιπόν ακούσια είναι η πράξη που γίνεται με την επιβολή βίας και από άγνοια, εκούσια φαίνεται ότι θα είναι η πράξη που η αρχή της βρίσκεται μέσα στο ίδιο το άτομο, το οποίο γνωρίζει πλήρως τις συνθήκες κάτω από τις οποίες γίνεται η συγκεκριμένη πράξη του. Γιατί δεν είναι ίσως σωστό αυτό που λέγεται, ότι ακούσιες είναι οι πράξεις που γίνονται από οργή ή από επιθυμία: πρώτον γιατί, τότε, κανένα πια άλλο ζώο δεν θα ενεργούσε εκούσια — ούτε και τα παιδιά· δεύτερον: τίποτε λοιπόν από αυτά που κάνουμε από επιθυμία ή οργή δεν το κάνουμε εκούσια, ή μήπως θα πούμε ότι τις ωραίες πράξεις τις κάνουμε εκούσια τις άσχημες ακούσια; Δεν θα ήταν τελικά η διάκριση αυτή γελοία, τη στιγμή που η αιτία είναι μία και η αυτή; Θα ήταν, ασφαλώς, παράξενο να αποδώσουμε τον χαρακτηρισμό «ακούσια» σε πράγματα που οφείλουμε να επιθυμούμε· και πραγματικά οφείλουμε και να οργιζόμαστε για κάποια πράγματα και να επιθυμούμε κάποια, την υγεία π.χ. και τη μάθηση. Έπειτα, ό,τι κάνουμε ακούσια, προκαλεί, όπως όλοι το δέχονται, στενοχώρια· αντίθετα, ό,τι κάνουμε επειδή το επιθυμούμε, μας δίνει, όπως όλοι το δέχονται, ευχαρίστηση. Τέλος, σε τί διαφέρουν από την άποψη του ακούσιου τα σφάλματα που έγιναν με υπολογισμό και σκέψη και αυτά που έγιναν από θυμό; Στην πραγματικότητα, και τα δύο πρέπει να τα αποφεύγουμε το ίδιο·
[1111b] και, πάντως, το άλογο προσιδιάζει στην ανθρώπινη φύση εξίσου με το λογικό, άρα και οι πράξεις που προέρχονται από την οργή και την επιθυμία. Είναι επομένως παράξενο να χαρακτηρίζουμε τις πράξεις αυτές ακούσιες.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου