ΙΡ. ἐγώ; πρὸς ἀνθρώπους πέτομαι παρὰ τοῦ πατρὸς
φράσουσα θύειν τοῖς Ὀλυμπίοις θεοῖς
μηλοσφαγεῖν τε βουθύτοις ἐπ᾽ ἐσχάραις
κνισᾶν τ᾽ ἀγυιάς. ΠΙ. τί σὺ λέγεις; ποίοις θεοῖς;
ΙΡ. ποίοισιν; ἡμῖν, τοῖς ἐν οὐρανῷ θεοῖς.
1235 ΠΙ. θεοὶ γὰρ ὑμεῖς; ΙΡ. τίς γάρ ἐστ᾽ ἄλλος θεός;
ΠΙ. ὄρνιθες ἀνθρώποισι νῦν εἰσιν θεοί,
οἷς θυτέον αὐτοῖς, ἀλλὰ μὰ Δί᾽ οὐ τῷ Διί.
ΙΡ. ὦ μῶρε, μῶρε, μὴ θεῶν κίνει φρένας
δεινάς, ὅπως μή σου γένος πανώλεθρον
1240 Διὸς μακέλλῃ πᾶν ἀναστρέψῃ Δίκη,
λιγνὺς δὲ σῶμα καὶ δόμων περιπτυχὰς
καταιθαλώσῃ σου Λικυμνίαις βολαῖς.
ΠΙ. ἄκουσον, αὕτη· παῦε τῶν παφλασμάτων·
ἔχ᾽ ἀτρέμα. φέρ᾽ ἴδω, πότερα Λυδὸν ἢ Φρύγα
1245 ταυτὶ λέγουσα μορμολύττεσθαι δοκεῖς;
ἆρ᾽ οἶσθ᾽ ὅτι Ζεὺς εἴ με λυπήσει πέρα,
μέλαθρα μὲν αὐτοῦ καὶ δόμους Ἀμφίονος
καταιθαλώσω πυρφόροισιν αἰετοῖς,
πέμψω δὲ πορφυρίωνας εἰς τὸν οὐρανὸν
1250 ὄρνις ἐπ᾽ αὐτὸν παρδαλᾶς ἐνημμένους
πλεῖν ἑξακοσίους τὸν ἀριθμόν; καὶ δή ποτε
εἷς Πορφυρίων αὐτῷ παρέσχε πράγματα.
σὺ δ᾽ εἴ με λυπήσεις τι, τῆς διακόνου
πρώτης ἀνατείνας τὼ σκέλει διαμηριῶ
1255 τὴν Ἶριν αὐτήν, ὥστε θαυμάζειν ὅπως
οὕτω γέρων ὢν στύομαι τριέμβολον.
ΙΡ. διαρραγείης, ὦ μέλ᾽, αὐτοῖς ῥήμασιν.
ΠΙ. οὐκ ἀποσοβήσεις; οὐ ταχέως; εὐράξ, πατάξ.
ΙΡ. ἦ μήν σε παύσει τῆς ὕβρεως οὑμὸς πατήρ.
1260 ΠΙ. οἴμοι τάλας. οὔκουν ἑτέρωσε πετομένη
καταιθαλώσεις τῶν νεωτέρων τινά;
ΧΟ. ἀποκεκλῄκαμεν διογενεῖς θεοὺς [ἀντ.]
μηκέτι τὴν ἐμὴν διαπερᾶν πόλιν,
1265 μηδέ τιν᾽ ἱερόθυτον ἀνὰ δάπεδον ‹ἕν᾽› ἔτι
τῇδε βροτῶν θεοῖσι πέμπειν καπνόν.
***
ΙΡΙ. Εγώ; Σταλμένη απ᾽ τον πατέρα Δία,
1230 στους ανθρώπους πετώ, να πω ότι πρέπει
προβάτων και βοδιών θυσίες να κάνουν
στου Ολύμπου τους θεούς, και να γεμίσουν
κνίσα τους δρόμους. ΠΙΣ. Τί μας λες; Σε τί είδους
θεούς; ΙΡΙ. Σ᾽ εμάς που ζούμε εκεί στα ουράνια.
ΠΙΣ. Θεοί ᾽στε εσείς; ΙΡΙ. Και βέβαια· ποιός είν᾽ άλλος;
ΠΙΣ. Πουλιά οι θεοί ᾽ναι τώρα των ανθρώπων·
σ᾽ αυτά χρωστούνε να θυσιάζουν, κι όχι
στο Δία· ναι, μά το Δία. ΙΡΙ. Τρελέ κι ανόητε,
τρόμος η θεία οργή, μην την ταράζεις,
συθέμελο μην πάει και σου γκρεμίσει
1240 το σόι η Δίκη με τσαπί του Δία
κι η ασβολερή του κεραυνού του φλόγα
σε κάμει στάχτη με το σπίτι σου όλο.
ΠΙΣ. Άκου, μωρή· τις μπουρμπουλήθρες άσ᾽ τες
και ησύχασε. Λυδός ή Φρύγας είμαι,
των λόγων σου ο μπαμπούλας να με σκιάξει;
Ο Δίας, να ξέρεις, αν με παρασφίξει,
φλογοφόρους αϊτούς θα στείλω αμέσως
και στάχτη θα του κάμω το παλάτι,
το βασιλόσπιτό του· και θα ρίξω
απάνω του, στα ουράνια εκεί, κάτι όρνια,
πορφυροπούλια, πάνω από εξακόσια,
1250 σε λεόπαρδων τομάρια τυλιγμένα.
Κάποτε κι ένας Πορφυρίωνας μόνο
τον τάραξε. Και πρώτα πρώτα, εσένα
της Ίριδας, κυρά-μαντατοφόρα,
τα σκέλια θα σου ανοίξω, αν με θυμώσεις,
που θ᾽ απορήσεις πώς, ενώ είμαι γέρος,
για τρεις ριξιές τα κότσια μου βαστάνε.
ΙΡΙ. Άκου τί λόγια ο πρόστυχος! Να σκάσεις.
ΠΙΣ. Στρίβε από δω, τσακίσου, μη σε πιάσω...
ΙΡΙ. Ο πατέρας γι᾽ αυτή σου την αυθάδεια
θα δεις τί θα σε κάμει. ΠΙΣ. Τρέμω ο δόλιος.
1260 Βρε δεν τραβάς αλλού με τα φτερά σου,
κάποιο νεαρό να πας να κάμεις στάχτη;
Η Ίριδα ανοίγει τα φτερά της και φεύγει.
ΧΟΡ. Τους θεούς μπλοκάραμε του Ολύμπου,
δεν περνούνε πια απ᾽ τη χώρα τούτη,
κι απ᾽ τη γη θνητός κανένας τώρα
δε θα στέλνει απάνω
στους ολύμπιους τον καπνό της ιερής θυσίας.
φράσουσα θύειν τοῖς Ὀλυμπίοις θεοῖς
μηλοσφαγεῖν τε βουθύτοις ἐπ᾽ ἐσχάραις
κνισᾶν τ᾽ ἀγυιάς. ΠΙ. τί σὺ λέγεις; ποίοις θεοῖς;
ΙΡ. ποίοισιν; ἡμῖν, τοῖς ἐν οὐρανῷ θεοῖς.
1235 ΠΙ. θεοὶ γὰρ ὑμεῖς; ΙΡ. τίς γάρ ἐστ᾽ ἄλλος θεός;
ΠΙ. ὄρνιθες ἀνθρώποισι νῦν εἰσιν θεοί,
οἷς θυτέον αὐτοῖς, ἀλλὰ μὰ Δί᾽ οὐ τῷ Διί.
ΙΡ. ὦ μῶρε, μῶρε, μὴ θεῶν κίνει φρένας
δεινάς, ὅπως μή σου γένος πανώλεθρον
1240 Διὸς μακέλλῃ πᾶν ἀναστρέψῃ Δίκη,
λιγνὺς δὲ σῶμα καὶ δόμων περιπτυχὰς
καταιθαλώσῃ σου Λικυμνίαις βολαῖς.
ΠΙ. ἄκουσον, αὕτη· παῦε τῶν παφλασμάτων·
ἔχ᾽ ἀτρέμα. φέρ᾽ ἴδω, πότερα Λυδὸν ἢ Φρύγα
1245 ταυτὶ λέγουσα μορμολύττεσθαι δοκεῖς;
ἆρ᾽ οἶσθ᾽ ὅτι Ζεὺς εἴ με λυπήσει πέρα,
μέλαθρα μὲν αὐτοῦ καὶ δόμους Ἀμφίονος
καταιθαλώσω πυρφόροισιν αἰετοῖς,
πέμψω δὲ πορφυρίωνας εἰς τὸν οὐρανὸν
1250 ὄρνις ἐπ᾽ αὐτὸν παρδαλᾶς ἐνημμένους
πλεῖν ἑξακοσίους τὸν ἀριθμόν; καὶ δή ποτε
εἷς Πορφυρίων αὐτῷ παρέσχε πράγματα.
σὺ δ᾽ εἴ με λυπήσεις τι, τῆς διακόνου
πρώτης ἀνατείνας τὼ σκέλει διαμηριῶ
1255 τὴν Ἶριν αὐτήν, ὥστε θαυμάζειν ὅπως
οὕτω γέρων ὢν στύομαι τριέμβολον.
ΙΡ. διαρραγείης, ὦ μέλ᾽, αὐτοῖς ῥήμασιν.
ΠΙ. οὐκ ἀποσοβήσεις; οὐ ταχέως; εὐράξ, πατάξ.
ΙΡ. ἦ μήν σε παύσει τῆς ὕβρεως οὑμὸς πατήρ.
1260 ΠΙ. οἴμοι τάλας. οὔκουν ἑτέρωσε πετομένη
καταιθαλώσεις τῶν νεωτέρων τινά;
ΧΟ. ἀποκεκλῄκαμεν διογενεῖς θεοὺς [ἀντ.]
μηκέτι τὴν ἐμὴν διαπερᾶν πόλιν,
1265 μηδέ τιν᾽ ἱερόθυτον ἀνὰ δάπεδον ‹ἕν᾽› ἔτι
τῇδε βροτῶν θεοῖσι πέμπειν καπνόν.
***
ΙΡΙ. Εγώ; Σταλμένη απ᾽ τον πατέρα Δία,
1230 στους ανθρώπους πετώ, να πω ότι πρέπει
προβάτων και βοδιών θυσίες να κάνουν
στου Ολύμπου τους θεούς, και να γεμίσουν
κνίσα τους δρόμους. ΠΙΣ. Τί μας λες; Σε τί είδους
θεούς; ΙΡΙ. Σ᾽ εμάς που ζούμε εκεί στα ουράνια.
ΠΙΣ. Θεοί ᾽στε εσείς; ΙΡΙ. Και βέβαια· ποιός είν᾽ άλλος;
ΠΙΣ. Πουλιά οι θεοί ᾽ναι τώρα των ανθρώπων·
σ᾽ αυτά χρωστούνε να θυσιάζουν, κι όχι
στο Δία· ναι, μά το Δία. ΙΡΙ. Τρελέ κι ανόητε,
τρόμος η θεία οργή, μην την ταράζεις,
συθέμελο μην πάει και σου γκρεμίσει
1240 το σόι η Δίκη με τσαπί του Δία
κι η ασβολερή του κεραυνού του φλόγα
σε κάμει στάχτη με το σπίτι σου όλο.
ΠΙΣ. Άκου, μωρή· τις μπουρμπουλήθρες άσ᾽ τες
και ησύχασε. Λυδός ή Φρύγας είμαι,
των λόγων σου ο μπαμπούλας να με σκιάξει;
Ο Δίας, να ξέρεις, αν με παρασφίξει,
φλογοφόρους αϊτούς θα στείλω αμέσως
και στάχτη θα του κάμω το παλάτι,
το βασιλόσπιτό του· και θα ρίξω
απάνω του, στα ουράνια εκεί, κάτι όρνια,
πορφυροπούλια, πάνω από εξακόσια,
1250 σε λεόπαρδων τομάρια τυλιγμένα.
Κάποτε κι ένας Πορφυρίωνας μόνο
τον τάραξε. Και πρώτα πρώτα, εσένα
της Ίριδας, κυρά-μαντατοφόρα,
τα σκέλια θα σου ανοίξω, αν με θυμώσεις,
που θ᾽ απορήσεις πώς, ενώ είμαι γέρος,
για τρεις ριξιές τα κότσια μου βαστάνε.
ΙΡΙ. Άκου τί λόγια ο πρόστυχος! Να σκάσεις.
ΠΙΣ. Στρίβε από δω, τσακίσου, μη σε πιάσω...
ΙΡΙ. Ο πατέρας γι᾽ αυτή σου την αυθάδεια
θα δεις τί θα σε κάμει. ΠΙΣ. Τρέμω ο δόλιος.
1260 Βρε δεν τραβάς αλλού με τα φτερά σου,
κάποιο νεαρό να πας να κάμεις στάχτη;
Η Ίριδα ανοίγει τα φτερά της και φεύγει.
ΧΟΡ. Τους θεούς μπλοκάραμε του Ολύμπου,
δεν περνούνε πια απ᾽ τη χώρα τούτη,
κι απ᾽ τη γη θνητός κανένας τώρα
δε θα στέλνει απάνω
στους ολύμπιους τον καπνό της ιερής θυσίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου