Το ζήτημα του καλού και του κακού έχει προβληματίσει γενιές στοχαστών. Ωστόσο, δεν έχουμε ακόμα μια συγκεκριμένη απάντηση σε σχέση με αυτό. Είναι οι άνθρωποι θεμελιωδώς καλοί ή κακοί; Το κακό υπάρχει μέσα μας; Τι κάνει κάποιους ανθρώπους να συμπεριφέρονται με κακό τρόπο; Όλα αυτά τα ερωτήματα είναι σημαντικά γιατί μπορούν να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε τις κακοποιητικές συμπεριφορές που ενδεχομένως υπομένουμε από τους άλλους και να βρούμε μια διέξοδο σε αυτές τις καταστάσεις.
Κατά τη διάρκεια του διαφωτισμού αλλά και αργότερα, πολλοί στοχαστές προσπάθησαν να δώσουν μια εξήγηση, αφού οι δυσχερείς συνθήκες της εποχής (πόλεμοι, κοινωνικές ανισότητες κλπ.) ευνοούσαν τέτοιου είδους στοχασμούς. Ο Ελβετός φιλόσοφος Ζαν Ζακ Ρουσσώ (1712-1778), υποστήριξε πως ο άνθρωπος είναι έμφυτα καλός και ότι ο πολιτισμός είναι αυτός που τον διαφθείρει.
Από την άλλη, ο βιολόγος Τόμας Χάξλευ (1825-1895) ─ υποστηρικτής της θεωρίας της εξέλιξης, του Δαρβίνου ─ υποστήριξε το εντελώς αντίθετο, ότι δηλαδή οι άνθρωποι δεν είναι καλοί εκ φύσεως, αλλά πλήρως ανήθικοι ─ όμως ικανοί και για ηθική συμπεριφορά ─ και ότι ο πολιτισμός βοηθά στο να περιοριστούν οι κακές συμπεριφορές.
Σε θεωρητικό επίπεδο υπήρξαν αρκετές θεωρίες, όμως το μόνο ξεκάθαρο είναι ότι η ανθρωπότητα είναι ικανή για πράξεις απίστευτα καλές αλλά και απίστευτα κακές. Δολοφόνοι, κακοποιοί ή τύραννοι, είναι μερικά παραδείγματα αυτών. Από την άλλη πλευρά, καθημερινοί ήρωες, μας δείχνουν το καλό στον εαυτό μας. Άνθρωποι όπως η Ιρένα Σέντλερ ή ο Μαρτιν Λουθερ Κινγκ, αποτελούν παραδείγματα ανθρώπων που έβαλαν την προσωπική τους ευημερία στη άκρη για το κοινό καλό.
Όμως, αν κοιτάξουμε προσεκτικά, θα δούμε ότι όλοι ανεξαιρέτως και ανάλογα με τις περιστάσεις, είμαστε ικανοί για το καλό και για το κακό. Σίγουρα, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θα γίνουμε δολοφόνοι ή άγιοι, αλλά στην καθημερινή μας ζωή, πιθανότατα θα έχουμε κάνει και καλά και κακά πράγματα.
Πιθανότατα όλοι έχουμε αδικήσει κάποιον, έχουμε κάνει φιλανθρωπίες, έχουμε κρατήσει την πόρτα ανοιχτή για τον άνθρωπο πίσω μας, έχουμε εξαπατήσει λίγο (ή πολύ), έχουμε πει ψέματα. Κοιτάζοντας πίσω, μπορούμε να δούμε ένα μείγμα σκοταδιού και φωτός που βάζει τους περισσότερους από μας κάπου στο φάσμα ανάμεσα στον άγιο και τον αμαρτωλό και μερικούς άλλους πιο κοντά στα άκρα.
Αλλά τι καθορίζει την ικανότητά μας να κάνουμε καλό ή κακό; Ας ρίξουμε μια ματιά στο καλό πρώτα. Ένα βασικό χαρακτηριστικό που μας δίνει τη δυνατότητα να ενεργούμε θετικά προς τους άλλους είναι η ενσυναίσθηση. Μέσα από την ενσυναίσθηση, μπορούμε να κατανοήσουμε τους άλλους ανθρώπους, να βιώσουμε τα συναισθήματά τους και τελικά να ταυτιστούμε.
Γνωρίζουμε ότι η ενσυναίσθηση έχει βιολογική βάση, αλλά επίσης γνωρίζουμε ότι κάποιοι άνθρωποι έχουν λιγότερη ενσυναίσθηση από κάποιους άλλους. Τα άτομα με αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας (ψυχοπαθητική) που συχνά είναι επιρρεπή σε πράξεις που θα μπορούσαμε να κατατάξουμε ως ‘κακές’, συνήθως δείχνουν χαμηλά επίπεδα ενσυναίσθησης.
Άτομα με ανεπτυγμένη ενσυναίσθηση είναι πιο πιθανό να λειτουργήσουν με καλοσύνη. Εάν έχουμε ενσυναίσθηση, πιθανότατα θα κλίνουμε προς το καλό, αν και δεν είμαστε πάντα σε θέση να δείξουμε αυτό το χαρακτηριστικό. Για παράδειγμα, όταν είμαστε κουρασμένοι ή θυμωμένοι, είναι λιγότερο πιθανό να δείξουμε ενσυναίσθηση και είναι πιο πιθανό να δράσουμε χωρίς να σκεφτόμαστε τους άλλους.
Μια ενδιαφέρουσα θεώρηση στη συζήτηση για το αν οι άνθρωποι είναι εγγενώς καλοί ή κακοί προέρχεται από τη θετική ψυχολογία. Το πεδίο αυτό καταδεικνύει, μέσω πολλών διαφορετικών μελετών, ότι η ευγένεια, η ευγνωμοσύνη και η δράση που σχετίζεται με μια «θετική κοινωνική συμπεριφορά» συνδέονται με την καλύτερη υγεία και μακροζωία.
Αν αυτό ισχύει, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι το να είναι κάποιος καλός είναι πιο «φυσικό» από το να είναι κακός, γιατί επηρεάζεται θετικά σε ένα βιολογικό, ψυχολογικό και συναισθηματικό επίπεδο. Αυτό θα έδειχνε ότι θα ευδοκιμούσαμε αν αναλαμβάναμε μια θετική κοινωνική συμπεριφορά, αλλά παρόλα αυτά, ενδεχομένως να συνεχίζαμε να κάνουμε κακά πράγματα περιστασιακά, για προσωπικό μας όφελος.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτό, μπορεί κανείς να σκεφτεί το κακό, ειδικά εκείνες τις πράξεις στην άκρη του φάσματος, ως ανωμαλία και όχι ως κάτι φυσιολογικό. Θα μπορούσε μάλιστα να εξομοιωθεί με μια ασθένεια ή μια παθολογία. Η έλλειψη ενσυναίσθησης δεν είναι φυσιολογική ─ η αντικοινωνική συμπεριφορά δεν είναι ευεργετική.
Αυτό θα έδειχνε ότι το να είσαι καλός ευθυγραμμίζεται περισσότερο με τη φύση μας, αλλά φυσικά, μας περιμένει πολλή δουλειά προτού το μάθουμε αυτό με βεβαιότητα. Ωστόσο, ακόμα κι αν είναι στη φύση μας να είμαστε καλοί, είναι πιθανό να κάνουμε κακά πράγματα από καιρό σε καιρό ανάλογα με τις περιστάσεις.
Το ζήτημα του καλού και του κακού απασχολεί την ανθρωπότητα από αρχαιοτάτων χρόνων. Πέρα από τις πολύ ακραίες περιπτώσεις, οι περισσότεροι άνθρωποι είναι ικανοί τόσο για το καλό, όσο και για το κακό. Ίσως όμως το καλό μέσα μας να υπερτερεί του κακού, αφού η ανθρωπότητα συνεχίζει να υπάρχει.
Κατά τη διάρκεια του διαφωτισμού αλλά και αργότερα, πολλοί στοχαστές προσπάθησαν να δώσουν μια εξήγηση, αφού οι δυσχερείς συνθήκες της εποχής (πόλεμοι, κοινωνικές ανισότητες κλπ.) ευνοούσαν τέτοιου είδους στοχασμούς. Ο Ελβετός φιλόσοφος Ζαν Ζακ Ρουσσώ (1712-1778), υποστήριξε πως ο άνθρωπος είναι έμφυτα καλός και ότι ο πολιτισμός είναι αυτός που τον διαφθείρει.
Από την άλλη, ο βιολόγος Τόμας Χάξλευ (1825-1895) ─ υποστηρικτής της θεωρίας της εξέλιξης, του Δαρβίνου ─ υποστήριξε το εντελώς αντίθετο, ότι δηλαδή οι άνθρωποι δεν είναι καλοί εκ φύσεως, αλλά πλήρως ανήθικοι ─ όμως ικανοί και για ηθική συμπεριφορά ─ και ότι ο πολιτισμός βοηθά στο να περιοριστούν οι κακές συμπεριφορές.
Σε θεωρητικό επίπεδο υπήρξαν αρκετές θεωρίες, όμως το μόνο ξεκάθαρο είναι ότι η ανθρωπότητα είναι ικανή για πράξεις απίστευτα καλές αλλά και απίστευτα κακές. Δολοφόνοι, κακοποιοί ή τύραννοι, είναι μερικά παραδείγματα αυτών. Από την άλλη πλευρά, καθημερινοί ήρωες, μας δείχνουν το καλό στον εαυτό μας. Άνθρωποι όπως η Ιρένα Σέντλερ ή ο Μαρτιν Λουθερ Κινγκ, αποτελούν παραδείγματα ανθρώπων που έβαλαν την προσωπική τους ευημερία στη άκρη για το κοινό καλό.
Όμως, αν κοιτάξουμε προσεκτικά, θα δούμε ότι όλοι ανεξαιρέτως και ανάλογα με τις περιστάσεις, είμαστε ικανοί για το καλό και για το κακό. Σίγουρα, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θα γίνουμε δολοφόνοι ή άγιοι, αλλά στην καθημερινή μας ζωή, πιθανότατα θα έχουμε κάνει και καλά και κακά πράγματα.
Πιθανότατα όλοι έχουμε αδικήσει κάποιον, έχουμε κάνει φιλανθρωπίες, έχουμε κρατήσει την πόρτα ανοιχτή για τον άνθρωπο πίσω μας, έχουμε εξαπατήσει λίγο (ή πολύ), έχουμε πει ψέματα. Κοιτάζοντας πίσω, μπορούμε να δούμε ένα μείγμα σκοταδιού και φωτός που βάζει τους περισσότερους από μας κάπου στο φάσμα ανάμεσα στον άγιο και τον αμαρτωλό και μερικούς άλλους πιο κοντά στα άκρα.
Αλλά τι καθορίζει την ικανότητά μας να κάνουμε καλό ή κακό; Ας ρίξουμε μια ματιά στο καλό πρώτα. Ένα βασικό χαρακτηριστικό που μας δίνει τη δυνατότητα να ενεργούμε θετικά προς τους άλλους είναι η ενσυναίσθηση. Μέσα από την ενσυναίσθηση, μπορούμε να κατανοήσουμε τους άλλους ανθρώπους, να βιώσουμε τα συναισθήματά τους και τελικά να ταυτιστούμε.
Γνωρίζουμε ότι η ενσυναίσθηση έχει βιολογική βάση, αλλά επίσης γνωρίζουμε ότι κάποιοι άνθρωποι έχουν λιγότερη ενσυναίσθηση από κάποιους άλλους. Τα άτομα με αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας (ψυχοπαθητική) που συχνά είναι επιρρεπή σε πράξεις που θα μπορούσαμε να κατατάξουμε ως ‘κακές’, συνήθως δείχνουν χαμηλά επίπεδα ενσυναίσθησης.
Άτομα με ανεπτυγμένη ενσυναίσθηση είναι πιο πιθανό να λειτουργήσουν με καλοσύνη. Εάν έχουμε ενσυναίσθηση, πιθανότατα θα κλίνουμε προς το καλό, αν και δεν είμαστε πάντα σε θέση να δείξουμε αυτό το χαρακτηριστικό. Για παράδειγμα, όταν είμαστε κουρασμένοι ή θυμωμένοι, είναι λιγότερο πιθανό να δείξουμε ενσυναίσθηση και είναι πιο πιθανό να δράσουμε χωρίς να σκεφτόμαστε τους άλλους.
Μια ενδιαφέρουσα θεώρηση στη συζήτηση για το αν οι άνθρωποι είναι εγγενώς καλοί ή κακοί προέρχεται από τη θετική ψυχολογία. Το πεδίο αυτό καταδεικνύει, μέσω πολλών διαφορετικών μελετών, ότι η ευγένεια, η ευγνωμοσύνη και η δράση που σχετίζεται με μια «θετική κοινωνική συμπεριφορά» συνδέονται με την καλύτερη υγεία και μακροζωία.
Αν αυτό ισχύει, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι το να είναι κάποιος καλός είναι πιο «φυσικό» από το να είναι κακός, γιατί επηρεάζεται θετικά σε ένα βιολογικό, ψυχολογικό και συναισθηματικό επίπεδο. Αυτό θα έδειχνε ότι θα ευδοκιμούσαμε αν αναλαμβάναμε μια θετική κοινωνική συμπεριφορά, αλλά παρόλα αυτά, ενδεχομένως να συνεχίζαμε να κάνουμε κακά πράγματα περιστασιακά, για προσωπικό μας όφελος.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτό, μπορεί κανείς να σκεφτεί το κακό, ειδικά εκείνες τις πράξεις στην άκρη του φάσματος, ως ανωμαλία και όχι ως κάτι φυσιολογικό. Θα μπορούσε μάλιστα να εξομοιωθεί με μια ασθένεια ή μια παθολογία. Η έλλειψη ενσυναίσθησης δεν είναι φυσιολογική ─ η αντικοινωνική συμπεριφορά δεν είναι ευεργετική.
Αυτό θα έδειχνε ότι το να είσαι καλός ευθυγραμμίζεται περισσότερο με τη φύση μας, αλλά φυσικά, μας περιμένει πολλή δουλειά προτού το μάθουμε αυτό με βεβαιότητα. Ωστόσο, ακόμα κι αν είναι στη φύση μας να είμαστε καλοί, είναι πιθανό να κάνουμε κακά πράγματα από καιρό σε καιρό ανάλογα με τις περιστάσεις.
Το ζήτημα του καλού και του κακού απασχολεί την ανθρωπότητα από αρχαιοτάτων χρόνων. Πέρα από τις πολύ ακραίες περιπτώσεις, οι περισσότεροι άνθρωποι είναι ικανοί τόσο για το καλό, όσο και για το κακό. Ίσως όμως το καλό μέσα μας να υπερτερεί του κακού, αφού η ανθρωπότητα συνεχίζει να υπάρχει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου