920 ΜΥ. ἰδού, κατάκεισ᾽ ἁνύσας τι, κἀγὼ ᾽κδύομαι.
καίτοι, τὸ δεῖνα, ψίαθός ἐστ᾽ ἐξοιστέα.
ΚΙ. ποία ψίαθος; μή μοί γε. ΜΥ. νὴ τὴν Ἄρτεμιν,
αἰσχρὸν γὰρ ἐπὶ τόνου γε. ΚΙ. δός μοί νυν κύσαι.
ΜΥ. ἰδού. ΚΙ. παπαιάξ. ἧκέ νυν ταχέως πάνυ.
925 ΜΥ. ἰδοὺ ψίαθος. κατάκεισο, καὶ δὴ ᾽κδύομαι.
καίτοι, τὸ δεῖνα, προσκεφάλαιον οὐκ ἔχεις.
ΚΙ. ἀλλ᾽ οὐ δέομ᾽ οὐδὲν ἔγωγε. ΜΥ. νὴ Δί᾽ ἀλλ᾽ ἐγώ.
ΚΙ. ἀλλ᾽ ἦ τὸ πέος τόδ᾽ Ἡρακλῆς ξενίζεται;
ΜΥ. ἀνίστασ᾽, ἀναπήδησον. ἤδη πάντ᾽ ἔχω.
930 ΚΙ. ἅπαντα δῆτα. δεῦρό νυν, ὦ χρυσίον.
ΜΥ. τὸ στρόφιον ἤδη λύομαι. μέμνησό νυν·
μή μ᾽ ἐξαπατήσῃς τὰ περὶ τῶν διαλλαγῶν.
ΚΙ. νὴ Δί᾽ ἀπολοίμην. ΜΥ. ἀλλὰ σισύραν οὐκ ἔχεις.
ΚΙ. μὰ Δί᾽ οὐδὲ δέομαί γ᾽, ἀλλὰ βινεῖν βούλομαι.
935 ΜΥ. ἀμέλει, ποήσεις τοῦτο· ταχὺ γὰρ ἔρχομαι.
ΚΙ. ἅνθρωπος ἐπιτρίψει με διὰ τὰ στρώματα.
ΜΥ. ἔπαιρε σαυτόν. ΚΙ. ἀλλ᾽ ἐπῆρται τουτογί.
ΜΥ. βούλει μυρίσω σε; ΚΙ. μὰ τὸν Ἀπόλλω μή μέ γε.
ΜΥ. νὴ τὴν Ἀφροδίτην, ἤν τε βούλῃ γ᾽ ἤν τε μή.
940 ΚΙ. εἴθ᾽ ἐκχυθείη τὸ μύρον, ὦ Ζεῦ δέσποτα.
ΜΥ. πρότεινε δὴ τὴν χεῖρα κἀλείφου λαβών.
ΚΙ. οὐχ ἡδὺ τὸ μύρον μὰ τὸν Ἀπόλλω τουτογί,
εἰ μὴ διατριπτικόν γε κοὐκ ὄζον γάμων.
ΜΥ. τάλαιν᾽ ἐγώ, τὸ Ῥόδιον ἤνεγκον μύρον.
945 ΚΙ. ἀγαθόν· ἔα αὔτ᾽, ὦ δαιμονία. ΜΥ. ληρεῖς ἔχων.
ΚΙ. κάκιστ᾽ ἀπόλοιθ᾽ ὁ πρῶτος ἑψήσας μύρον.
ΜΥ. λαβὲ τόνδε τὸν ἀλάβαστον. ΚΙ. ἀλλ᾽ ἕτερον ἔχω.
ἀλλ᾽ ᾦζυρά, κατάκεισο καὶ μή μοι φέρε
μηδέν. ΜΥ. ποήσω ταῦτα νὴ τὴν Ἄρτεμιν.
950 ὑπολύομαι γοῦν. ἀλλ᾽ ὅπως, ὦ φίλτατε,
σπονδὰς ποεῖσθαι ψηφιεῖ. ΚΙ. βουλεύσομαι. —
ἀπολώλεκέν με κἀπιτέτριφεν ἡ γυνὴ
τά τ᾽ ἄλλα πάντα κἀποδείρασ᾽ οἴχεται.
οἴμοι τί πάθω; τίνα βινήσω,
955 τῆς καλλίστης πασῶν ψευσθεία;
πῶς ταυτηνὶ παιδοτροφήσω;
ποῦ Κυναλώπηξ;
μίσθωσόν μοι τὴν τίτθην.
Χ. ΓΕ. ἐν δεινῷ γ᾽, ὦ δύστηνε, κακῷ
960 τείρει ψυχὴν ἐξαπατηθείς.
κἄγωγ᾽ οἰκτίρω σ᾽. αἰαῖ.
ποῖος γὰρ ‹ἔτ᾽› ἂν νέφρος ἀντίσχοι,
ποία ψυχή, ποῖοι δ᾽ ὄρχεις,
ποία δ᾽ ὀσφύς, ποῖος δ᾽ ὄρρος
965 κατατεινόμενος
καὶ μὴ βινῶν τοὺς ὄρθρους;
ΚΙ. ὦ Ζεῦ, δεινῶν ἀντισπασμῶν.
Χ. ΓΕ. ταυτὶ μέντοι νυνί σ᾽ ἐπόησ᾽
ἡ παμβδελύρα καὶ παμμυσάρα.
970 ΚΙ. μὰ Δί᾽ ἀλλὰ φίλη καὶ παγγλυκέρα.
Χ. ΓΕ. ποία γλυκερά; μιαρὰ μιαρὰ δῆτ᾽, ὦ Ζεῦ.
εἴθ᾽ αὐτὴν ὥσπερ τοὺς θωμοὺς
μεγάλῳ τυφῷ καὶ πρηστῆρι
975 ξυστρέψας καὶ ξυγγογγύλας
οἴχοιο φέρων, εἶτα μεθείης,
ἡ δὲ φέροιτ᾽ αὖ πάλιν εἰς τὴν γῆν,
κᾆτ᾽ ἐξαίφνης
περὶ τὴν ψωλὴν περιβαίη.
***
ΜΥΡ. (Φέρνει ένα ράντσο)
920 Ξαπλώσου τώρα, ως να γδυθώ κι εγώ.
(Κάνει πως γδύνεται)
Ώχου λάθος. Δεν έφερα μια ψάθα.
ΚΙΝ. Τί ψάθα και ξεψάθα. Δε χρειάζεται.
ΜΥΡ. Μά την Άρτεμη, απάνου στα σκοινιά;
ΚΙΝ. Στάσου λίγο να σε φιλήσω.
ΜΥΡ. (Του δίνει το στόμα)
Νά σου!
(Ξαναφεύγει)
ΚΙΝ. Πωπωπώ. Ξαναφεύγεις; Γύρνα γρήγορα.
ΜΥΡ. (Ξαναγυρίζει με μία ψάθα)
Νά την η ψάθα. Πέσε, ως να γδυθώ.
Συφορά μας. Το μαξιλάρι ξέχασα.
ΚΙΝ. Δεν το θέλω. ΜΥΡ. Το θέλω εγώ.
(Ξαναφεύγει)
ΚΙΝ. (Κοιτάζεται) Μα τέτοιαν
όρεξη μάιδε ο Ηρακλής την έχει!
ΜΥΡ. (Φέρνει ένα μαξιλάρι)
Σήκω. Αναπήδα. Τώρα τα ᾽χουμε όλα.
930 ΚΙΝ. Όλα, χρυσούλι μου. Έλα τώρα. ΜΥΡ. Στάσου
να λύσω των βυζιών μου τη φασκιά.
Και μην ξεχνάς πως μου ᾽δωσες το λόγο σου
τον πόλεμο να πάψετε. ΚΙΝ. Να πέσει
η αστραπή να με κάψει. ΜΥΡ. Πάλι ξέχασα
να φέρω μια κουβέρτα. ΚΙΝ. Δεν τη θέλω.
Θέλω μονάχα κόλλημα κι αμέσως.
ΜΥΡ. Θα το ᾽χεις. Σ᾽ ένα δυο λεφτά γυρίζω.
(Φεύγει)
ΚΙΝ. Αχ. Με πρήξανε αυτά τα σήκω κι έλα σου.
ΜΥΡ. (Ξαναγυρίζει)
Γιά σήκω. ΚΙΝ. (Δείχνει) Δεν κοιτάς; Παρασηκώθηκα.
ΜΥΡ. Θες να σου βάλω λίγη μυρωδιά;
ΚΙΝ. Μά τον Απόλλωνα, όχι! ΜΥΡ. Θα σου βάλω,
θέλεις δε θέλεις, μά την Αφροδίτη!
940 ΚΙΝ. Αχ! Κάνε, Δία, να της χυθεί το μύρο.
ΜΥΡ. (Ξαναγυρίζει μ᾽ ένα βαζάκι)
Νά! Πάρε ν᾽ αλειφτείς! ΚΙΝ. Πωπώ! Τί βρόμα!
Αυτό δεν κάνει για έρωτα, μονάχα
για τριψίματ᾽ αρρώστων. ΜΥΡ. Ώχου! Πάλι
την έπαθα. Το μύρο είναι ροδίτικο.
ΚΙΝ. Καλό ᾽ναι. Φτάνει πια! Μην ξαναφύγεις!
ΜΥΡ. Χωρατεύεις; ΚΙΝ. Καταραμένος να ᾽ναι
που πρωτόβρε τα μύρα! ΜΥΡ. Πιάσε τούτο
το βαζάκι. ΚΙΝ. Άλλο κρατώ στα χέρια μου.
Πλάγιασε πια! Δε χρειάζεται άλλο τίποτα.
950 ΜΥΡ. Τώρ᾽ αμέσως! Να βγάλω τα παπούτσια μου.
Μα θα ψηφίσεις, φίλε, την ανακωχή.
ΚΙΝ. Θα την προτείνω στη Βουλή.
(Η Μυρρίνη έφυγε)
Μ᾽ αλάλιασε
τούτ᾽ η γυναίκα και με ξεχαρβάλωσε.
Μου ᾽βαλε τη φωτιά και γίνηκε άφαντη.
(Σε τόνο τραγικού θρήνου)
Τί να κάνω; Σε ποιάν
να ξεσπάσω; Με γέλασεν
η δικιά μου. Και πώς
να χορτάσω το βρέφος!
(Δείχνει)
Αχ! Ρουφιάνε, Αλεπόσκυλε,
βρες του μιαν παραμάνα!
ΧΟΡ. ΓΕΡ. Πώς βαστάς, κακομοίρη,
960 την απάτη, που σου ᾽καναν.
Σε λυπάμαι ο καημένος.
Ποιά νεφρά, ποιά ψυχούλα,
ποιά σακούλια, ποιά μέση
και ποιός κώλος θ᾽ αντέχανε!
Σε φούντωσαν και τώρα
τον αγέρα καβάλα.
ΚΙΝ. Ω θεοί μου, τί κάψα!
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Ε! ρε πώς σε κατάντησε
τούτ᾽ η βρόμα κι η στρίγγλα!
ΚΙΝ. Όχι βρόμα, όχι στρίγγλα!
970 Γλυκύτατη, αγαπούλα!
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Γλυκύτατη; Αγαπούλα;
Μωρέ βρόμα και στρίγγλα!
ΧΟΡ. ΓΕΡ. Να την σήκωνε ο Δίας
αψηλά, νέφος άχερα,
να την έφερνε βόλτες
να την έπαιζε σβούρα
με βοριά και σιφούνι
και κατόπι αφημένη
στο παλούκι να πέσει
να βρεθεί καρφωμένη.
καίτοι, τὸ δεῖνα, ψίαθός ἐστ᾽ ἐξοιστέα.
ΚΙ. ποία ψίαθος; μή μοί γε. ΜΥ. νὴ τὴν Ἄρτεμιν,
αἰσχρὸν γὰρ ἐπὶ τόνου γε. ΚΙ. δός μοί νυν κύσαι.
ΜΥ. ἰδού. ΚΙ. παπαιάξ. ἧκέ νυν ταχέως πάνυ.
925 ΜΥ. ἰδοὺ ψίαθος. κατάκεισο, καὶ δὴ ᾽κδύομαι.
καίτοι, τὸ δεῖνα, προσκεφάλαιον οὐκ ἔχεις.
ΚΙ. ἀλλ᾽ οὐ δέομ᾽ οὐδὲν ἔγωγε. ΜΥ. νὴ Δί᾽ ἀλλ᾽ ἐγώ.
ΚΙ. ἀλλ᾽ ἦ τὸ πέος τόδ᾽ Ἡρακλῆς ξενίζεται;
ΜΥ. ἀνίστασ᾽, ἀναπήδησον. ἤδη πάντ᾽ ἔχω.
930 ΚΙ. ἅπαντα δῆτα. δεῦρό νυν, ὦ χρυσίον.
ΜΥ. τὸ στρόφιον ἤδη λύομαι. μέμνησό νυν·
μή μ᾽ ἐξαπατήσῃς τὰ περὶ τῶν διαλλαγῶν.
ΚΙ. νὴ Δί᾽ ἀπολοίμην. ΜΥ. ἀλλὰ σισύραν οὐκ ἔχεις.
ΚΙ. μὰ Δί᾽ οὐδὲ δέομαί γ᾽, ἀλλὰ βινεῖν βούλομαι.
935 ΜΥ. ἀμέλει, ποήσεις τοῦτο· ταχὺ γὰρ ἔρχομαι.
ΚΙ. ἅνθρωπος ἐπιτρίψει με διὰ τὰ στρώματα.
ΜΥ. ἔπαιρε σαυτόν. ΚΙ. ἀλλ᾽ ἐπῆρται τουτογί.
ΜΥ. βούλει μυρίσω σε; ΚΙ. μὰ τὸν Ἀπόλλω μή μέ γε.
ΜΥ. νὴ τὴν Ἀφροδίτην, ἤν τε βούλῃ γ᾽ ἤν τε μή.
940 ΚΙ. εἴθ᾽ ἐκχυθείη τὸ μύρον, ὦ Ζεῦ δέσποτα.
ΜΥ. πρότεινε δὴ τὴν χεῖρα κἀλείφου λαβών.
ΚΙ. οὐχ ἡδὺ τὸ μύρον μὰ τὸν Ἀπόλλω τουτογί,
εἰ μὴ διατριπτικόν γε κοὐκ ὄζον γάμων.
ΜΥ. τάλαιν᾽ ἐγώ, τὸ Ῥόδιον ἤνεγκον μύρον.
945 ΚΙ. ἀγαθόν· ἔα αὔτ᾽, ὦ δαιμονία. ΜΥ. ληρεῖς ἔχων.
ΚΙ. κάκιστ᾽ ἀπόλοιθ᾽ ὁ πρῶτος ἑψήσας μύρον.
ΜΥ. λαβὲ τόνδε τὸν ἀλάβαστον. ΚΙ. ἀλλ᾽ ἕτερον ἔχω.
ἀλλ᾽ ᾦζυρά, κατάκεισο καὶ μή μοι φέρε
μηδέν. ΜΥ. ποήσω ταῦτα νὴ τὴν Ἄρτεμιν.
950 ὑπολύομαι γοῦν. ἀλλ᾽ ὅπως, ὦ φίλτατε,
σπονδὰς ποεῖσθαι ψηφιεῖ. ΚΙ. βουλεύσομαι. —
ἀπολώλεκέν με κἀπιτέτριφεν ἡ γυνὴ
τά τ᾽ ἄλλα πάντα κἀποδείρασ᾽ οἴχεται.
οἴμοι τί πάθω; τίνα βινήσω,
955 τῆς καλλίστης πασῶν ψευσθεία;
πῶς ταυτηνὶ παιδοτροφήσω;
ποῦ Κυναλώπηξ;
μίσθωσόν μοι τὴν τίτθην.
Χ. ΓΕ. ἐν δεινῷ γ᾽, ὦ δύστηνε, κακῷ
960 τείρει ψυχὴν ἐξαπατηθείς.
κἄγωγ᾽ οἰκτίρω σ᾽. αἰαῖ.
ποῖος γὰρ ‹ἔτ᾽› ἂν νέφρος ἀντίσχοι,
ποία ψυχή, ποῖοι δ᾽ ὄρχεις,
ποία δ᾽ ὀσφύς, ποῖος δ᾽ ὄρρος
965 κατατεινόμενος
καὶ μὴ βινῶν τοὺς ὄρθρους;
ΚΙ. ὦ Ζεῦ, δεινῶν ἀντισπασμῶν.
Χ. ΓΕ. ταυτὶ μέντοι νυνί σ᾽ ἐπόησ᾽
ἡ παμβδελύρα καὶ παμμυσάρα.
970 ΚΙ. μὰ Δί᾽ ἀλλὰ φίλη καὶ παγγλυκέρα.
Χ. ΓΕ. ποία γλυκερά; μιαρὰ μιαρὰ δῆτ᾽, ὦ Ζεῦ.
εἴθ᾽ αὐτὴν ὥσπερ τοὺς θωμοὺς
μεγάλῳ τυφῷ καὶ πρηστῆρι
975 ξυστρέψας καὶ ξυγγογγύλας
οἴχοιο φέρων, εἶτα μεθείης,
ἡ δὲ φέροιτ᾽ αὖ πάλιν εἰς τὴν γῆν,
κᾆτ᾽ ἐξαίφνης
περὶ τὴν ψωλὴν περιβαίη.
***
ΜΥΡ. (Φέρνει ένα ράντσο)
920 Ξαπλώσου τώρα, ως να γδυθώ κι εγώ.
(Κάνει πως γδύνεται)
Ώχου λάθος. Δεν έφερα μια ψάθα.
ΚΙΝ. Τί ψάθα και ξεψάθα. Δε χρειάζεται.
ΜΥΡ. Μά την Άρτεμη, απάνου στα σκοινιά;
ΚΙΝ. Στάσου λίγο να σε φιλήσω.
ΜΥΡ. (Του δίνει το στόμα)
Νά σου!
(Ξαναφεύγει)
ΚΙΝ. Πωπωπώ. Ξαναφεύγεις; Γύρνα γρήγορα.
ΜΥΡ. (Ξαναγυρίζει με μία ψάθα)
Νά την η ψάθα. Πέσε, ως να γδυθώ.
Συφορά μας. Το μαξιλάρι ξέχασα.
ΚΙΝ. Δεν το θέλω. ΜΥΡ. Το θέλω εγώ.
(Ξαναφεύγει)
ΚΙΝ. (Κοιτάζεται) Μα τέτοιαν
όρεξη μάιδε ο Ηρακλής την έχει!
ΜΥΡ. (Φέρνει ένα μαξιλάρι)
Σήκω. Αναπήδα. Τώρα τα ᾽χουμε όλα.
930 ΚΙΝ. Όλα, χρυσούλι μου. Έλα τώρα. ΜΥΡ. Στάσου
να λύσω των βυζιών μου τη φασκιά.
Και μην ξεχνάς πως μου ᾽δωσες το λόγο σου
τον πόλεμο να πάψετε. ΚΙΝ. Να πέσει
η αστραπή να με κάψει. ΜΥΡ. Πάλι ξέχασα
να φέρω μια κουβέρτα. ΚΙΝ. Δεν τη θέλω.
Θέλω μονάχα κόλλημα κι αμέσως.
ΜΥΡ. Θα το ᾽χεις. Σ᾽ ένα δυο λεφτά γυρίζω.
(Φεύγει)
ΚΙΝ. Αχ. Με πρήξανε αυτά τα σήκω κι έλα σου.
ΜΥΡ. (Ξαναγυρίζει)
Γιά σήκω. ΚΙΝ. (Δείχνει) Δεν κοιτάς; Παρασηκώθηκα.
ΜΥΡ. Θες να σου βάλω λίγη μυρωδιά;
ΚΙΝ. Μά τον Απόλλωνα, όχι! ΜΥΡ. Θα σου βάλω,
θέλεις δε θέλεις, μά την Αφροδίτη!
940 ΚΙΝ. Αχ! Κάνε, Δία, να της χυθεί το μύρο.
ΜΥΡ. (Ξαναγυρίζει μ᾽ ένα βαζάκι)
Νά! Πάρε ν᾽ αλειφτείς! ΚΙΝ. Πωπώ! Τί βρόμα!
Αυτό δεν κάνει για έρωτα, μονάχα
για τριψίματ᾽ αρρώστων. ΜΥΡ. Ώχου! Πάλι
την έπαθα. Το μύρο είναι ροδίτικο.
ΚΙΝ. Καλό ᾽ναι. Φτάνει πια! Μην ξαναφύγεις!
ΜΥΡ. Χωρατεύεις; ΚΙΝ. Καταραμένος να ᾽ναι
που πρωτόβρε τα μύρα! ΜΥΡ. Πιάσε τούτο
το βαζάκι. ΚΙΝ. Άλλο κρατώ στα χέρια μου.
Πλάγιασε πια! Δε χρειάζεται άλλο τίποτα.
950 ΜΥΡ. Τώρ᾽ αμέσως! Να βγάλω τα παπούτσια μου.
Μα θα ψηφίσεις, φίλε, την ανακωχή.
ΚΙΝ. Θα την προτείνω στη Βουλή.
(Η Μυρρίνη έφυγε)
Μ᾽ αλάλιασε
τούτ᾽ η γυναίκα και με ξεχαρβάλωσε.
Μου ᾽βαλε τη φωτιά και γίνηκε άφαντη.
(Σε τόνο τραγικού θρήνου)
Τί να κάνω; Σε ποιάν
να ξεσπάσω; Με γέλασεν
η δικιά μου. Και πώς
να χορτάσω το βρέφος!
(Δείχνει)
Αχ! Ρουφιάνε, Αλεπόσκυλε,
βρες του μιαν παραμάνα!
ΧΟΡ. ΓΕΡ. Πώς βαστάς, κακομοίρη,
960 την απάτη, που σου ᾽καναν.
Σε λυπάμαι ο καημένος.
Ποιά νεφρά, ποιά ψυχούλα,
ποιά σακούλια, ποιά μέση
και ποιός κώλος θ᾽ αντέχανε!
Σε φούντωσαν και τώρα
τον αγέρα καβάλα.
ΚΙΝ. Ω θεοί μου, τί κάψα!
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Ε! ρε πώς σε κατάντησε
τούτ᾽ η βρόμα κι η στρίγγλα!
ΚΙΝ. Όχι βρόμα, όχι στρίγγλα!
970 Γλυκύτατη, αγαπούλα!
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Γλυκύτατη; Αγαπούλα;
Μωρέ βρόμα και στρίγγλα!
ΧΟΡ. ΓΕΡ. Να την σήκωνε ο Δίας
αψηλά, νέφος άχερα,
να την έφερνε βόλτες
να την έπαιζε σβούρα
με βοριά και σιφούνι
και κατόπι αφημένη
στο παλούκι να πέσει
να βρεθεί καρφωμένη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου