ΓΥΝΗ Γ’
ὦ πότνι᾽ Ἱλείθυ᾽, ἐπίσχες τοῦ τόκου
ἕως ἂν εἰς ὅσιον μόλω ᾽γὼ χωρίον.
ΛΥ. τί ταῦτα ληρεῖς; ΓΥ. Γ’ αὐτίκα μάλα τέξομαι.
745 ΛΥ. ἀλλ᾽ οὐκ ἐκύεις σύ γ᾽ ἐχθές. ΓΥ. Γ’ ἀλλὰ τήμερον.
ἀλλ᾽ οἴκαδέ μ᾽ ὡς τὴν μαῖαν, ὦ Λυσιστράτη,
ἀπόπεμψον ὡς τάχιστα. ΛΥ. τίνα λόγον λέγεις;
τί τοῦτ᾽ ἔχεις τὸ σκληρόν; ΓΥ. Γ’ ἄρρεν παιδίον.
ΛΥ. μὰ τὴν Ἀφροδίτην οὐ σύ γ᾽ ἀλλ᾽ ἢ χαλκίον
750 ἔχειν τι φαίνει κοῖλον· εἴσομαι δ᾽ ἐγώ.
ὦ καταγέλαστ᾽, ἔχουσα τήνδ᾽ ἱερὰν κυνῆν
κυεῖν ἔφασκες; ΓΥ. Γ’ καὶ κυῶ γε νὴ Δία.
ΛΥ. τί δῆτα ταύτην εἶχες; ΓΥ. Γ’ ἵνα μ᾽ εἰ καταλάβοι
ὁ τόκος ἔτ᾽ ἐν πόλει, τέκοιμ᾽ εἰς τὴν κυνῆν
755 εἰσβᾶσα ταύτην, ὥσπερ αἱ περιστεραί.
ΛΥ. τί λέγεις; προφασίζει· περιφανῆ τὰ πράγματα.
οὐ τἀμφιδρόμια τῆς κυνῆς αὐτοῦ μενεῖς;
ΓΥ. Γ’ ἀλλ᾽ οὐ δύναμαι ᾽γωγ᾽ οὐδὲ κοιμᾶσθ᾽ ἐν πόλει,
ἐξ οὗ τὸν ὄφιν εἶδον τὸν οἰκουρόν ποτε.
ΓΥΝΗ Δ’
760 ἐγὼ δ᾽ ὑπὸ τῶν γλαυκῶν γε τάλαιν᾽ ἀπόλλυμαι
ταῖς ἀγρυπνίαισι κικκαβαζουσῶν ἀεί.
ΛΥ. ὦ δαιμόνιαι, παύσασθε τῶν τερατευμάτων.
ποθεῖτ᾽ ἴσως τοὺς ἄνδρας· ἡμᾶς δ᾽ οὐκ οἴει
ποθεῖν ἐκείνους; ἀργαλέας γ᾽ εὖ οἶδ᾽ ὅτι
765 ἄγουσι νύκτας. ἀλλ᾽ ἀνάσχεσθ᾽, ὦγαθαί,
καὶ προσταλαιπωρήσατ᾽ ἔτ᾽ ὀλίγον χρόνον·
ὡς χρησμὸς ἡμῖν ἐστιν ἐπικρατεῖν, ἐὰν
μὴ στασιάσωμεν. ἔστι δ᾽ ὁ χρησμὸς οὑτοσί.
ΓΥ. Γ’ λέγ᾽ αὐτὸν ἡμῖν ὅ τι λέγει. ΛΥ. σιγᾶτε δή.
770 ἀλλ᾽ ὁπόταν πτήξωσι χελιδόνες εἰς ἕνα χῶρον,
τοὺς ἔποπας φεύγουσαι, ἀπόσχωνταί τε φαλήτων,
παῦλα κακῶν ἔσται, τὰ δ᾽ ὑπέρτερα νέρτερα θήσει
Ζεὺς ὑψιβρεμέτης— ΓΥ. Γ’ ἐπάνω κατακεισόμεθ᾽ ἡμεῖς;
ΛΥ. ἢν δὲ διαστῶσιν καὶ ἀνάπτωνται πτερύγεσσιν
775 ἐξ ἱεροῦ ναοῖο χελιδόνες, οὐκέτι δόξει
ὄρνεον οὐδ᾽ ὁτιοῦν καταπυγωνέστερον εἶναι.
ΓΥ. Γ’ σαφής γ᾽ ὁ χρησμὸς νὴ Δί᾽. ὦ πάντες θεοί.
ΛΥ. μή νυν ἀπείπωμεν ταλαιπωρούμεναι,
ἀλλ᾽ εἰσίωμεν. καὶ γὰρ αἰσχρὸν τουτογί,
780 ὦ φίλταται, τὸν χρησμὸν εἰ προδώσομεν.
***
Γ’ ΓΥΝΑΙΚΑ
Ώχου μου, θεά Γεννήτρα, βοήθησέ με
να το κάνω μακριά από το Ναό,
να μην τονε μολύνω! ΛΥΣ. Μωρή ψεύτρα,
τί σκούζεις; Γ’ ΓΥΝ. Η ώρα μου ήρθε να γεννήσω.
ΛΥΣ. Μα χτες δεν ήσουν έγκυα. Γ’ ΓΥΝ. Σήμερα είμαι.
Αχ! δώσε μου την άδεια, Λυσιστράτη,
σπίτι να πάω, η μαμή να με κοιτάξει.
ΛΥΣ. Ρε τί μαμή και ξεμαμή! (Της πιάνει την κοιλιά) Δω κάτου
σκληρό το πράμα! Γ’ ΓΥΝ. Σερνικό παιδί!
ΛΥΣ. Ρε, μά την Αφροδίτη, χάλκωμα είναι,
750 κούφιο από μέσα! (Της ανοίγει το μαντύα) Ρε την κατεργάρα!
Της Αθηνάς το κράνος έχει βάλει
για να κάνει την έγκυα. Γ’ ΓΥΝ. Κι είμαι, λέω.
ΛΥΣ. Κι ευτούνο τί γυρεύει;
(Δείχνει το κράνος)
Γ’ ΓΥΝ. Αν με πιάσουν
στο δρόμο οι πόνοι, μέσα του θα κάτσω
να γεννήσω τ᾽ αβγό, σαν περιστέρα!
ΛΥΣ. Ποιανού τα λες; Η απάτη φανερή ᾽ναι.
(Της βγάζει το κράνος)
Μείνε εδώ, τ᾽ αμφιδρόμια να χορέψουμε
γύρω απ᾽ το κράνος. Γ’ ΓΥΝ. Όχι. Δεν μπορώ
να κλείσω μάτι απάνου στην Ακρόπολη,
αφότου είδα τον φίδαρο-στοιχειό!
Δ’ ΓΥΝΑΙΚΑ
760 Κι εμένα οι κουκουβάγιες δε μ᾽ αφήνουν
να κοιμηθώ, όλη τη νύχτα: κουκουμιάου!
ΛΥΣ. (Θυμωμένη)
Δαιμονισμένες, πάψτε τα καμώματα!
Τους άντρες σας ποθείτε! Μα θαρρείτε
κι αυτοί δε μας ποθούνε; Μαύρες νύχτες
περνάνε! Βάλτε φρένο, κακομοίρες,
και κάντε λίγο ακόμα υπομονή.
Γιατί ο χρησμός το λέει: αν δε μαλώνουμε,
δικιά μας θα ᾽ναι η νίκη. Νά! ο χρησμός.
Γ’ ΓΥΝ. Γιά λέγε τον ν᾽ ακούσουμε. ΛΥΣ. Σιωπή!
(Διαβάζει)
«Όντας οι χελιδόνες μαζευτούνε
770 μαζί σε μια μεριά, για να ξεφύγουν
τον τσαλαπετεινό, τελεία και παύλα
στα δεινά τους, αν δεν καβαληθούνε!
Τότες ο αψηλοβρόντης Δίας θα φέρει
τον από πάνου κάτου.» Γ’ ΓΥΝ. Πάνου εμάς;
ΛΥΣ. «Κι αν καυγαδίζουν και φτερούγι᾽ απλώσουν
και φύγουνε μακριά από το ναό,
θα ᾽ναι τα πιο καταραμένα πλάσματα.»
Γ’ ΓΥΝ. Μά τον Δία καταφάνερος ο λόγος.
ΛΥΣ. Λοιπόν, αγαπημένες, τον αγώνα
τον συνεχίζουμε. Άιντε! ας ξαναμπούμε
στο κάστρο μέσα, θα ᾽τανε ντροπή
780 να παραβούμε το θεϊκό χρησμό.
(Μπαίνουν όλες στην Ακρόπολη)
ὦ πότνι᾽ Ἱλείθυ᾽, ἐπίσχες τοῦ τόκου
ἕως ἂν εἰς ὅσιον μόλω ᾽γὼ χωρίον.
ΛΥ. τί ταῦτα ληρεῖς; ΓΥ. Γ’ αὐτίκα μάλα τέξομαι.
745 ΛΥ. ἀλλ᾽ οὐκ ἐκύεις σύ γ᾽ ἐχθές. ΓΥ. Γ’ ἀλλὰ τήμερον.
ἀλλ᾽ οἴκαδέ μ᾽ ὡς τὴν μαῖαν, ὦ Λυσιστράτη,
ἀπόπεμψον ὡς τάχιστα. ΛΥ. τίνα λόγον λέγεις;
τί τοῦτ᾽ ἔχεις τὸ σκληρόν; ΓΥ. Γ’ ἄρρεν παιδίον.
ΛΥ. μὰ τὴν Ἀφροδίτην οὐ σύ γ᾽ ἀλλ᾽ ἢ χαλκίον
750 ἔχειν τι φαίνει κοῖλον· εἴσομαι δ᾽ ἐγώ.
ὦ καταγέλαστ᾽, ἔχουσα τήνδ᾽ ἱερὰν κυνῆν
κυεῖν ἔφασκες; ΓΥ. Γ’ καὶ κυῶ γε νὴ Δία.
ΛΥ. τί δῆτα ταύτην εἶχες; ΓΥ. Γ’ ἵνα μ᾽ εἰ καταλάβοι
ὁ τόκος ἔτ᾽ ἐν πόλει, τέκοιμ᾽ εἰς τὴν κυνῆν
755 εἰσβᾶσα ταύτην, ὥσπερ αἱ περιστεραί.
ΛΥ. τί λέγεις; προφασίζει· περιφανῆ τὰ πράγματα.
οὐ τἀμφιδρόμια τῆς κυνῆς αὐτοῦ μενεῖς;
ΓΥ. Γ’ ἀλλ᾽ οὐ δύναμαι ᾽γωγ᾽ οὐδὲ κοιμᾶσθ᾽ ἐν πόλει,
ἐξ οὗ τὸν ὄφιν εἶδον τὸν οἰκουρόν ποτε.
ΓΥΝΗ Δ’
760 ἐγὼ δ᾽ ὑπὸ τῶν γλαυκῶν γε τάλαιν᾽ ἀπόλλυμαι
ταῖς ἀγρυπνίαισι κικκαβαζουσῶν ἀεί.
ΛΥ. ὦ δαιμόνιαι, παύσασθε τῶν τερατευμάτων.
ποθεῖτ᾽ ἴσως τοὺς ἄνδρας· ἡμᾶς δ᾽ οὐκ οἴει
ποθεῖν ἐκείνους; ἀργαλέας γ᾽ εὖ οἶδ᾽ ὅτι
765 ἄγουσι νύκτας. ἀλλ᾽ ἀνάσχεσθ᾽, ὦγαθαί,
καὶ προσταλαιπωρήσατ᾽ ἔτ᾽ ὀλίγον χρόνον·
ὡς χρησμὸς ἡμῖν ἐστιν ἐπικρατεῖν, ἐὰν
μὴ στασιάσωμεν. ἔστι δ᾽ ὁ χρησμὸς οὑτοσί.
ΓΥ. Γ’ λέγ᾽ αὐτὸν ἡμῖν ὅ τι λέγει. ΛΥ. σιγᾶτε δή.
770 ἀλλ᾽ ὁπόταν πτήξωσι χελιδόνες εἰς ἕνα χῶρον,
τοὺς ἔποπας φεύγουσαι, ἀπόσχωνταί τε φαλήτων,
παῦλα κακῶν ἔσται, τὰ δ᾽ ὑπέρτερα νέρτερα θήσει
Ζεὺς ὑψιβρεμέτης— ΓΥ. Γ’ ἐπάνω κατακεισόμεθ᾽ ἡμεῖς;
ΛΥ. ἢν δὲ διαστῶσιν καὶ ἀνάπτωνται πτερύγεσσιν
775 ἐξ ἱεροῦ ναοῖο χελιδόνες, οὐκέτι δόξει
ὄρνεον οὐδ᾽ ὁτιοῦν καταπυγωνέστερον εἶναι.
ΓΥ. Γ’ σαφής γ᾽ ὁ χρησμὸς νὴ Δί᾽. ὦ πάντες θεοί.
ΛΥ. μή νυν ἀπείπωμεν ταλαιπωρούμεναι,
ἀλλ᾽ εἰσίωμεν. καὶ γὰρ αἰσχρὸν τουτογί,
780 ὦ φίλταται, τὸν χρησμὸν εἰ προδώσομεν.
***
Γ’ ΓΥΝΑΙΚΑ
Ώχου μου, θεά Γεννήτρα, βοήθησέ με
να το κάνω μακριά από το Ναό,
να μην τονε μολύνω! ΛΥΣ. Μωρή ψεύτρα,
τί σκούζεις; Γ’ ΓΥΝ. Η ώρα μου ήρθε να γεννήσω.
ΛΥΣ. Μα χτες δεν ήσουν έγκυα. Γ’ ΓΥΝ. Σήμερα είμαι.
Αχ! δώσε μου την άδεια, Λυσιστράτη,
σπίτι να πάω, η μαμή να με κοιτάξει.
ΛΥΣ. Ρε τί μαμή και ξεμαμή! (Της πιάνει την κοιλιά) Δω κάτου
σκληρό το πράμα! Γ’ ΓΥΝ. Σερνικό παιδί!
ΛΥΣ. Ρε, μά την Αφροδίτη, χάλκωμα είναι,
750 κούφιο από μέσα! (Της ανοίγει το μαντύα) Ρε την κατεργάρα!
Της Αθηνάς το κράνος έχει βάλει
για να κάνει την έγκυα. Γ’ ΓΥΝ. Κι είμαι, λέω.
ΛΥΣ. Κι ευτούνο τί γυρεύει;
(Δείχνει το κράνος)
Γ’ ΓΥΝ. Αν με πιάσουν
στο δρόμο οι πόνοι, μέσα του θα κάτσω
να γεννήσω τ᾽ αβγό, σαν περιστέρα!
ΛΥΣ. Ποιανού τα λες; Η απάτη φανερή ᾽ναι.
(Της βγάζει το κράνος)
Μείνε εδώ, τ᾽ αμφιδρόμια να χορέψουμε
γύρω απ᾽ το κράνος. Γ’ ΓΥΝ. Όχι. Δεν μπορώ
να κλείσω μάτι απάνου στην Ακρόπολη,
αφότου είδα τον φίδαρο-στοιχειό!
Δ’ ΓΥΝΑΙΚΑ
760 Κι εμένα οι κουκουβάγιες δε μ᾽ αφήνουν
να κοιμηθώ, όλη τη νύχτα: κουκουμιάου!
ΛΥΣ. (Θυμωμένη)
Δαιμονισμένες, πάψτε τα καμώματα!
Τους άντρες σας ποθείτε! Μα θαρρείτε
κι αυτοί δε μας ποθούνε; Μαύρες νύχτες
περνάνε! Βάλτε φρένο, κακομοίρες,
και κάντε λίγο ακόμα υπομονή.
Γιατί ο χρησμός το λέει: αν δε μαλώνουμε,
δικιά μας θα ᾽ναι η νίκη. Νά! ο χρησμός.
Γ’ ΓΥΝ. Γιά λέγε τον ν᾽ ακούσουμε. ΛΥΣ. Σιωπή!
(Διαβάζει)
«Όντας οι χελιδόνες μαζευτούνε
770 μαζί σε μια μεριά, για να ξεφύγουν
τον τσαλαπετεινό, τελεία και παύλα
στα δεινά τους, αν δεν καβαληθούνε!
Τότες ο αψηλοβρόντης Δίας θα φέρει
τον από πάνου κάτου.» Γ’ ΓΥΝ. Πάνου εμάς;
ΛΥΣ. «Κι αν καυγαδίζουν και φτερούγι᾽ απλώσουν
και φύγουνε μακριά από το ναό,
θα ᾽ναι τα πιο καταραμένα πλάσματα.»
Γ’ ΓΥΝ. Μά τον Δία καταφάνερος ο λόγος.
ΛΥΣ. Λοιπόν, αγαπημένες, τον αγώνα
τον συνεχίζουμε. Άιντε! ας ξαναμπούμε
στο κάστρο μέσα, θα ᾽τανε ντροπή
780 να παραβούμε το θεϊκό χρησμό.
(Μπαίνουν όλες στην Ακρόπολη)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου