ΛΑ. ὅρμαὁν τῷ κυρσανίῳ, Μναμόνα,
τὰν τεὰν Μῶἁν, ἅτις
1250 οἶδεν ἁμὲ τώς τ᾽ Ἀσαναί-
ως, ὅκα τοὶ μὲν ἐπ᾽ Ἀρταμιτίῳ
πρώκροον συείκελοι
ποττὰ κᾶλα τὼς Μήδως τ᾽ ἐνίκων·
ἁμὲ δ᾽ αὖ Λεωνίδας
1255 ἆγεν ἇπερ τὼς κάπρως σά-
γοντας, οἰῶ, τὸν ὀδόντα· πολὺς δ᾽
ἀμφὶ τὰς γένυας ἀφρὸς ἤνσεεν, πο-
λὺς δ᾽ ἁμᾶ καττῶν σκελῶν ἵετο.
1260 ἦν γὰρ τὤνδρες οὐκ ἐλάσσως
τᾶς ψάμμας τοὶ Πέρσαι.
ἀγροτέρα σηροκτόνε, μόλε δεῦρο, παρσένε σιά,
ποττὰς σπονδάς,
1265 ὡς συνέχῃς πολὺν ἁμὲ χρόνον. νῦν δ᾽
αὖ φιλία τ᾽ ἀὲς εὔπορος εἴη
ταῖσι συνθήκαισι, καὶ τᾶν αἱμυλᾶν ἀ-
1270 λωπέκων παυαἵμεθα.
ὤ, δεῦρ᾽ ἴθι, δεῦρο,
ὦ κυναγὲ παρσένε.
ΠΡΥ. ἄγε νυν ἐπειδὴ τἄλλα πεπόηται καλῶς,
ἀπάγεσθε ταύτας, ὦ Λάκωνες, τασδεδὶ
1275 ὑμεῖς· ἀνὴρ δὲ παρὰ γυναῖκα καὶ γυνὴ
στήτω παρ᾽ ἄνδρα, κᾆτ᾽ ἐπ᾽ ἀγαθαῖς ξυμφοραῖς
ὀρχησάμενοι θεοῖσιν εὐλαβώμεθα
τὸ λοιπὸν αὖθις μὴ ᾽ξαμαρτάνειν ἔτι.
ΧΟ. πρόσαγε χορόν, ἔπαγε χάριτας,
1280 ἐπὶ δὲ κάλεσον Ἄρτεμιν,
ἐπὶ δὲ δίδυμον ἀγέχορον Ἰήιον
εὔφρον᾽, ἐπὶ δὲ Νύσιον,
ὃς μετὰ μαινάσιν ὄμμασι δαίεται,
1285 Δία τε πυρὶ φλεγόμενον, ἐπὶ δὲ
πότνιαν ἄλοχον ὀλβίαν·
εἶτα δὲ δαίμονας, οἷς ἐπιμάρτυσι
χρησόμεθ᾽ οὐκ ἐπιλήσμοσιν
ἡσυχίας πέρι τῆς ἀγανόφρονος,
1290 ἣν ἐπόησε θεὰ Κύπρις.
ἀλαλαί, ἰὴ παιών.
αἴρεσθ᾽ ἄνω, ἰαί,
ὡς ἐπὶ νίκῃ, ἰαί.
εὐοῖ, εὐοῖ, εὐαῖ, εὐαῖ.
***
ΛΑΚ. Μνημοσύνη θεά, τη Μούσα
στείλε στον τραγουδιστή σου.
Ξέρει την παλικαριά μας
1250 Μοραϊτώνε κι Αθηναίων,
όντας πέσαν στ᾽ Αρτεμίσιο
οι Αθηναίοι πάνω στους Μήδους
σα λιοντάρια και τους πνίξαν·
κι ο δικός μας ο Λεωνίδας
μας οδήγαε όμοια κάπρους
με τα δόντια ακονισμένα
κι αφροκόπαγε το στόμα
κι αφροκόπαγαν τα σκέλια.
1260 Κι ήσαντε οι οχτροί μας Πέρσες
σαν τον άμμο της θαλάσσης!
Έλ᾽ αγρότισσα Παρθένα,
Άρτεμή μας κυνηγήτρα
να παρασταθείς σε τούτες
τις σπονδές και να μας έχεις
χρόνια αμέτρητα ενωμένους!
Κι ύστερα απ᾽ το φίλιωμά μας
πάντ᾽ αγάπη, πάντα ειρήνη
καρπερή αναμεταξύ μας
και να πάψει ο Μοραΐτης
1270 τ᾽ αλεπούδικα συνήθεια.
ΠΡΥ. Μια κι όλα τα βολέψαμε στην τρίχα,
τις γυναίκες σας πάρτε, Μοραΐτες.
(Δείχνει)
Και σεις οι Γκαγκαρέοι ζευγαρωθείτε
γυναίκα μ᾽ άντρα κι άντρας με γυναίκα.
Και στρωθείτ᾽ ενωμένοι στο χορό.
Να χαρούμε τη σημερνή φιλιά μας.
και να ορκιστούμε στους θεούς, για πάντα
να μην ξαναμαλώσουμε. Όσο ζούμε!
ΧΟΡΟΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ
Άιντε, Χάριτες, ελάτε,
1280 νά ᾽ρθ᾽ η Αρτέμιδα μαζί σας
με το δίδυμο αδερφό της
το χορευταρά το Φοίβο,
τον γιατρό τον παινεμένο.
Κάλεσέ μας και της Νύσας
τον αφέντη Βάκχο νά ᾽ρθει
με τ᾽ αστραφτερά του μάτια
με τις ξώφρενες Μαινάδες,
τον κεραυνοφόρο Δία
με τη σεβαστή κυρά του
κι ύστερα όλο το σινάφι
των δαιμόνων για μαρτύρους,
πως κανείς δε θα προδώσει
την καλοσυνάτ᾽ ειρήνη
1290 της πανώριας Αφροδίτης.
Τραλαλά και τραλαλά!
Όλοι μας ψηλά πηδάτε!
Νίκη, Νίκη!
Αέρ᾽ αέρα!
τὰν τεὰν Μῶἁν, ἅτις
1250 οἶδεν ἁμὲ τώς τ᾽ Ἀσαναί-
ως, ὅκα τοὶ μὲν ἐπ᾽ Ἀρταμιτίῳ
πρώκροον συείκελοι
ποττὰ κᾶλα τὼς Μήδως τ᾽ ἐνίκων·
ἁμὲ δ᾽ αὖ Λεωνίδας
1255 ἆγεν ἇπερ τὼς κάπρως σά-
γοντας, οἰῶ, τὸν ὀδόντα· πολὺς δ᾽
ἀμφὶ τὰς γένυας ἀφρὸς ἤνσεεν, πο-
λὺς δ᾽ ἁμᾶ καττῶν σκελῶν ἵετο.
1260 ἦν γὰρ τὤνδρες οὐκ ἐλάσσως
τᾶς ψάμμας τοὶ Πέρσαι.
ἀγροτέρα σηροκτόνε, μόλε δεῦρο, παρσένε σιά,
ποττὰς σπονδάς,
1265 ὡς συνέχῃς πολὺν ἁμὲ χρόνον. νῦν δ᾽
αὖ φιλία τ᾽ ἀὲς εὔπορος εἴη
ταῖσι συνθήκαισι, καὶ τᾶν αἱμυλᾶν ἀ-
1270 λωπέκων παυαἵμεθα.
ὤ, δεῦρ᾽ ἴθι, δεῦρο,
ὦ κυναγὲ παρσένε.
ΠΡΥ. ἄγε νυν ἐπειδὴ τἄλλα πεπόηται καλῶς,
ἀπάγεσθε ταύτας, ὦ Λάκωνες, τασδεδὶ
1275 ὑμεῖς· ἀνὴρ δὲ παρὰ γυναῖκα καὶ γυνὴ
στήτω παρ᾽ ἄνδρα, κᾆτ᾽ ἐπ᾽ ἀγαθαῖς ξυμφοραῖς
ὀρχησάμενοι θεοῖσιν εὐλαβώμεθα
τὸ λοιπὸν αὖθις μὴ ᾽ξαμαρτάνειν ἔτι.
ΧΟ. πρόσαγε χορόν, ἔπαγε χάριτας,
1280 ἐπὶ δὲ κάλεσον Ἄρτεμιν,
ἐπὶ δὲ δίδυμον ἀγέχορον Ἰήιον
εὔφρον᾽, ἐπὶ δὲ Νύσιον,
ὃς μετὰ μαινάσιν ὄμμασι δαίεται,
1285 Δία τε πυρὶ φλεγόμενον, ἐπὶ δὲ
πότνιαν ἄλοχον ὀλβίαν·
εἶτα δὲ δαίμονας, οἷς ἐπιμάρτυσι
χρησόμεθ᾽ οὐκ ἐπιλήσμοσιν
ἡσυχίας πέρι τῆς ἀγανόφρονος,
1290 ἣν ἐπόησε θεὰ Κύπρις.
ἀλαλαί, ἰὴ παιών.
αἴρεσθ᾽ ἄνω, ἰαί,
ὡς ἐπὶ νίκῃ, ἰαί.
εὐοῖ, εὐοῖ, εὐαῖ, εὐαῖ.
***
ΛΑΚ. Μνημοσύνη θεά, τη Μούσα
στείλε στον τραγουδιστή σου.
Ξέρει την παλικαριά μας
1250 Μοραϊτώνε κι Αθηναίων,
όντας πέσαν στ᾽ Αρτεμίσιο
οι Αθηναίοι πάνω στους Μήδους
σα λιοντάρια και τους πνίξαν·
κι ο δικός μας ο Λεωνίδας
μας οδήγαε όμοια κάπρους
με τα δόντια ακονισμένα
κι αφροκόπαγε το στόμα
κι αφροκόπαγαν τα σκέλια.
1260 Κι ήσαντε οι οχτροί μας Πέρσες
σαν τον άμμο της θαλάσσης!
Έλ᾽ αγρότισσα Παρθένα,
Άρτεμή μας κυνηγήτρα
να παρασταθείς σε τούτες
τις σπονδές και να μας έχεις
χρόνια αμέτρητα ενωμένους!
Κι ύστερα απ᾽ το φίλιωμά μας
πάντ᾽ αγάπη, πάντα ειρήνη
καρπερή αναμεταξύ μας
και να πάψει ο Μοραΐτης
1270 τ᾽ αλεπούδικα συνήθεια.
ΠΡΥ. Μια κι όλα τα βολέψαμε στην τρίχα,
τις γυναίκες σας πάρτε, Μοραΐτες.
(Δείχνει)
Και σεις οι Γκαγκαρέοι ζευγαρωθείτε
γυναίκα μ᾽ άντρα κι άντρας με γυναίκα.
Και στρωθείτ᾽ ενωμένοι στο χορό.
Να χαρούμε τη σημερνή φιλιά μας.
και να ορκιστούμε στους θεούς, για πάντα
να μην ξαναμαλώσουμε. Όσο ζούμε!
ΧΟΡΟΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ
Άιντε, Χάριτες, ελάτε,
1280 νά ᾽ρθ᾽ η Αρτέμιδα μαζί σας
με το δίδυμο αδερφό της
το χορευταρά το Φοίβο,
τον γιατρό τον παινεμένο.
Κάλεσέ μας και της Νύσας
τον αφέντη Βάκχο νά ᾽ρθει
με τ᾽ αστραφτερά του μάτια
με τις ξώφρενες Μαινάδες,
τον κεραυνοφόρο Δία
με τη σεβαστή κυρά του
κι ύστερα όλο το σινάφι
των δαιμόνων για μαρτύρους,
πως κανείς δε θα προδώσει
την καλοσυνάτ᾽ ειρήνη
1290 της πανώριας Αφροδίτης.
Τραλαλά και τραλαλά!
Όλοι μας ψηλά πηδάτε!
Νίκη, Νίκη!
Αέρ᾽ αέρα!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου