Τρίτη 28 Μαΐου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Λυσιστράτη (541-613)

ἐγὼ γὰρ οὔποτ᾽ ἂν κάμοιμ᾽ ὀρχουμένη, [ἀντ.]
οὐδὲ γόνατ᾽ ἂν κόπος ἕλοι με καματήριος.
ἐθέλω δ᾽ ἐπὶ πᾶν ἰέναι
μετὰ τῶνδ᾽ ἀρετῆς ἕνεχ᾽, αἷς
545 ἔνι φύσις, ἔνι χάρις, ἔνι θράσος,
ἔνι τὸ σοφόν, ἔνι ‹δὲ› φιλόπολις
ἀρετὴ φρόνιμος.

ἀλλ᾽, ὦ τηθῶν ἀνδρειοτάτη καὶ μητριδίων ἀκαληφῶν,
550 χωρεῖτ᾽ ὀργῇ καὶ μὴ τέγγεσθ᾽· ἔτι γὰρ νῦν οὔρια θεῖτε.
ΛΥ. ἀλλ᾽ ἤνπερ ὅ ‹τε› γλυκύθυμος Ἔρως χἠ Κυπρογένει᾽ Ἀφροδίτη
ἵμερον ἡμῶν κατὰ τῶν κόλπων καὶ τῶν μηρῶν καταπνεύσῃ,
κᾷτ᾽ ἐντέξῃ τέτανον τερπνὸν τοῖς ἀνδράσι καὶ ῥοπαλισμούς,
οἶμαί ποτε Λυσιμάχας ἡμᾶς ἐν τοῖς Ἕλλησι καλεῖσθαι.
555 ΠΡ. τί ποησάσας; ΛΥ. ἢν παύσωμεν πρώτιστον μὲν ξὺν ὅπλοισιν
ἀγοράζοντας καὶ μαινομένους. ΚΛ. νὴ τὴν Παφίαν Ἀφροδίτην.
ΛΥ. νῦν μὲν γὰρ δὴ κἀν ταῖσι χύτραις καὶ τοῖς λαχάνοισιν ὁμοίως
περιέρχονται κατὰ τὴν ἀγορὰν ξὺν ὅπλοις ὥσπερ Κορύβαντες.
ΠΡ. νὴ Δία· χρὴ γὰρ τοὺς ἀνδρείους. ΛΥ. καὶ μὴν τό γε πρᾶγμα γέλοιον,
560 ὅταν ἀσπίδ᾽ ἔχων καὶ Γοργόνα τις κᾆτ᾽ ὠνῆται κορακίνους.
ΚΛ. νὴ Δί᾽ ἐγὼ γοῦν ἄνδρα κομήτην φυλαρχοῦντ᾽ εἶδον ἐφ᾽ ἵππου
εἰς τὸν χαλκοῦν ἐμβαλλόμενον πῖλον λέκιθον παρὰ γραός·
ἕτερος δ᾽ αὖ Θρᾷξ πέλτην σείων κἀκόντιον ὥσπερ ὁ Τηρεύς,
ἐδεδίττετο τὴν ἰσχαδόπωλιν καὶ τὰς δρυπεπεῖς κατέπινεν.
565 ΠΡ. πῶς οὖν ὑμεῖς δυναταὶ παῦσαι τεταραγμένα πράγματα πολλὰ
ἐν ταῖς χώραις καὶ διαλῦσαι; ΛΥ. φαύλως πάνυ. ΠΡ. πῶς; ἀπόδειξον.
ΛΥ. ὥσπερ κλωστῆρ᾽, ὅταν ἡμῖν ᾖ τεταραγμένος, ὧδε λαβοῦσαι,
ὑπενεγκοῦσαι τοῖσιν ἀτράκτοις τὸ μὲν ἐνταυθοῖ, τὸ δ᾽ ἐκεῖσε,
οὕτως καὶ τὸν πόλεμον τοῦτον διαλύσομεν, ἤν τις ἐάσῃ,
570 διενεγκοῦσαι διὰ πρεσβειῶν τὸ μὲν ἐνταυθοῖ, τὸ δ᾽ ἐκεῖσε.
ΠΡ. ἐξ ἐρίων δὴ καὶ κλωστήρων καὶ ἀτράκτων πράγματα δεινὰ
παύσειν οἴεσθ᾽; ὡς ἀνόητοι. ΛΥ. κἂν ὑμῖν γ᾽ εἴ τις ἐνῆν νοῦς,
ἐκ τῶν ἐρίων τῶν ἡμετέρων ἐπολιτεύεσθ᾽ ἂν ἅπαντα.
ΠΡ. πῶς δή; φέρ᾽ ἴδω. ΛΥ. πρῶτον μὲν χρῆν, ὥσπερ πόκον, ἐν βαλανείῳ
575 ἐκπλύναντας τὴν οἰσπώτην ἐκ τῆς πόλεως, ἐπὶ κλίνης
ἐκραβδίζειν τοὺς μοχθηροὺς καὶ τοὺς τριβόλους ἀπολέξαι,
καὶ τούς γε συνισταμένους τούτους καὶ τοὺς πιλοῦντας ἑαυτοὺς
ἐπὶ ταῖς ἀρχαῖσι διαξῆναι καὶ τὰς κεφαλὰς ἀποτῖλαι·
εἶτα ξαίνειν εἰς καλαθίσκον κοινὴν εὔνοιαν ἅπαντας
580 καταμειγνύντας· τούς τε μετοίκους κεἴ τις ξένος ᾖ φίλος ὑμῖν,
κεἴ τις ὀφείλῃ τῷ δημοσίῳ, καὶ τούτους ἐγκαταμεῖξαι·
καὶ νὴ Δία τάς γε πόλεις, ὁπόσαι τῆς γῆς τῆσδ᾽ εἰσὶν ἄποικοι,
διαγιγνώσκειν ὅτι ταῦθ᾽ ἡμῖν ὥσπερ τὰ κατάγματα κεῖται
χωρὶς ἕκαστον· κᾆτ᾽ ἀπὸ τούτων πάντων τὸ κάταγμα λαβόντας
585 δεῦρο ξυνάγειν καὶ ξυναθροίζειν εἰς ἕν, κἄπειτα ποῆσαι
τολύπην μεγάλην κᾆτ᾽ ἐκ ταύτης τῷ δήμῳ χλαῖναν ὑφῆναι.
ΠΡ. οὔκουν δεινὸν ταυτὶ ταύτας ῥαβδίζειν καὶ τολυπεύειν,
αἷς οὐδὲ μετῆν πάνυ τοῦ πολέμου; ΛΥ. καὶ μήν, ὦ παγκατάρατε,
πλεῖν ἢ τὸ διπλοῦν αὐτοῦ φέρομεν. πρώτιστον μέν γε τεκοῦσαι
590 κἀκπέμψασαι παῖδας ὁπλίτας— ΠΡ. σίγα, μὴ μνησικακήσῃς.
ΛΥ. εἶθ᾽ ἡνίκα χρῆν εὐφρανθῆναι καὶ τῆς ἥβης ἀπολαῦσαι,
μονοκοιτοῦμεν διὰ τὰς στρατιάς. καὶ θἠμέτερον μὲν ἐάσω,
περὶ τῶν δὲ κορῶν ἐν τοῖς θαλάμοις γηρασκουσῶν ἀνιῶμαι.
ΠΡ. οὔκουν χἄνδρες γηράσκουσιν; ΛΥ. μὰ Δί᾽ ἀλλ᾽ οὐκ εἶπας ὅμοιον.
595 ὁ μὲν ἥκων γάρ, κἂν ᾖ πολιός, ταχὺ παῖδα κόρην γεγάμηκεν·
τῆς δὲ γυναικὸς μικρὸς ὁ καιρός, κἂν τούτου μὴ ᾽πιλάβηται,
οὐδεὶς ἐθέλει γῆμαι ταύτην, ὀττευομένη δὲ κάθηται.
ΠΡ. ἀλλ᾽ ὅστις ἔτι στῦσαι δυνατὸς—
ΛΥ. σὺ δὲ δὴ τί μαθὼν οὐκ ἀποθνῄσκεις;
600 χωρίον ἐστίν· σορὸν ὠνήσει·
μελιτοῦτταν ἐγὼ καὶ δὴ μάξω.
λαβὲ ταυτὶ καὶ στεφάνωσαι.
ΚΛ. καὶ ταυτασὶ δέξαι παρ᾽ ἐμοῦ.
ΜΥ. καὶ τουτονγὶ λαβὲ τὸν στέφανον.
605 ΛΥ. τοῦ δεῖ; τί ποθεῖς; χώρει ᾽ς τὴν ναῦν·
ὁ Χάρων σε καλεῖ,
σὺ δὲ κωλύεις ἀνάγεσθαι.
ΠΡ. εἶτ᾽ οὐχὶ δεινὸν ταῦτα πάσχειν ἔστ᾽ ἐμέ;
νὴ τὸν Δί᾽ ἀλλὰ τοῖς προβούλοις ἄντικρυς
610 ἐμαυτὸν ἐπιδείξω βαδίζων ὡς ἔχω.
ΛΥ. μῶν ἐγκαλεῖς ὅτι οὐχὶ προὐθέμεσθά σε;
ἀλλ᾽ εἰς τρίτην γοῦν ἡμέραν σοι πρῲ πάνυ
ἥξει παρ᾽ ἡμῶν τὰ τρίτ᾽ ἐπεσκευασμένα.

***
ΧΟΡ. ΓΥΝ. Κι εγώ ποτέ μου δε θα πάψω να χορεύω κι ούτε [αντ.]
τα γόνατα θα μου λυγίσει κούραση μεγάλη.
Και μαζί τους θα παλεύω
για την αρετή, γιατ᾽ έχουν
χαραχτήρα και μυαλό,
της πατρίδας έρωτα
και κουράγιο αληθινά.

ΚΟΡ. ΓΥΝ. Χάιντε, γράδες, παλίκαροι, τσουκνιδομάνες
550 μανιασμένες ορμάτε, ο καιρός είναι πρίμος.
ΛΥΣ. Άλλ᾽ αν άξαφνα ο Έρως κι η μάνα του η Κύπρη
στα μπατζάκια, στον κόρφο μού ανάψουν φωτιά
και μπροστά μου τεντώσουν αντρίκια ξυλάγγουρα,
σταματούν οι πολέμοι — σωτήρες εμείς!
ΠΡΟ. Αλλά πώς; ΛΥΣ. Στο παζάρι κανένας τρελός
δε θα βγαίνει οπλισμένος. ΚΛΕ. Κανείς, μά την Κύπρη.
ΛΥΣ. Ως τα τώρα, όπου λάχανα κι όπου τσουκάλια,
οπλισμένοι γυρνάνε, λες κι είναι Κορύβαντες.
ΠΡΟ. Παλικάρια και φαίνονται. ΛΥΣ. Πόσο γελοίο
στο σκουτάρι σου να ᾽χεις Γοργόνα και συ
560 αχινούς να ψωνίζεις! ΚΛΕ. Κι εγώ μιαν ημέρα
ένα φύλαρχον είδα καβάλα, μακρυόμαλλον,
να γεμίζει τη χάλκινη μάσκα μπιζέλια.
Κι άλλος πάλι, Θρακιώτης, εσειούσε αγριεμένα
το κοντάρι και φόβιζε την πατζαρίτισσα
και τα σύκα της κλέβοντας, τα ᾽χαφτε ο βλάμης.
ΠΡΟ. Με ποιά δύναμη εσείς θα ξεμπλέξετε τόσο
ταραγμένα τα πράματα σ᾽ όλην τη χώρα;
ΛΥΣ. Ευκολότατα. ΠΡΟ. Μπα! Κάνε τό μου λιανά!
ΛΥΣ. Όπως όταν το νήμα μπλεχτεί στο κουβάρι,
μια το πιάνω από δω, μια το πιάνω από κει,
ώσπου νά βρω την άκρα, παρόμοια τον πόλεμο
θα του βρούμε την άκρ᾽, άμα σμίξουν πρεσβείες
570 κι από δω κι από κει. ΠΡΟ. Αλλά τρίχες δεν είναι
μάιδε ρόκα κι αδράχτι, κουφόμυαλη, ο πόλεμος.
ΛΥΣ. Νά! κουκούτσι δεν έχετε, αλλιώς δάσκαλοί σας
στα δημόσια τα πράματα θα ᾽ταν οι τρίχες μας.
ΠΡΟ. Αλλά πώς; ΛΥΣ. Όπως κάνουμ᾽ εμείς τα μαλλιά.
Πρώτα-πρώτα την μπάλα τους μέσα στον κάδο
την ξεπλένω. Κι ελόγου σας όμοια τη λέρα
θα ξεπλένετε της πολιτείας. Και κατόπι
στη σανίδα, ξαπλώνοντας τους παλιανθρώπους
κοπανάτε τους, όσο μπορείτε. Κατόπι
κολλιτσίδες κι αγκάθια αφαιρείτε. Και κείνους
που συσταίνουνε κλίκες να σώσουν το έθνος
με ξυστρί να τους βγάζετε τρίχα την τρίχα.
Και μετά το λανάρισμα, να τους σωριάζετε
ολουνούς μονοιασμένους στην καλαθούνα.
580 Κι όσοι φίλοι μας ξένοι και μέτοικοι κι όσοι
του δημόσιου χρεώστες και αυτούς καλαθιάζετε!
Μην ξεχνάτε τις σκόρπιες στα ξέν᾽ αποικίες μας.
Σαν κουβάρια κι αυτές, το ᾽να δω, τ᾽ άλλο κει,
της κλωστής τους την άκρ᾽ αφού πιάσετ᾽, εδώ
να τις κάνετε μια τρισμεγάλη τουλούπα
κι απ᾽ αυτήν μια ζεστή πατατούκα να φάνετε
για το δόλιο λαό. ΠΡΟ. Τρομερό, την πατρίδα
να τη λένε μαλλί για κοπάνισμα οι φούστες,
που ποτέ τους δεν είδανε πόλεμο. ΛΥΣ. Μάθε,
πως διπλά και τριπλά του πολέμου τα βάρη
τα σηκώνουμ᾽ εμείς, που γεννάμε τ᾽ αγόρια
που στρατιώτες εσύ μας τα παίρνεις, παγκάκιστε!
590 ΠΡΟ. Πάψε, μη μου θυμίζεις δυσάρεστα πράματα!
ΛΥΣ. Κι όταν πρέπει κι εμείς να χαρούμε τα νιάτα μας,
ολομόναχες πέφτουμε — λείπει το ταίρι μας.
Κι άσ᾽ εμάς! Τα κορίτσια λυπάμαι, γεράζουν
αζευγάρωτα. ΠΡΟ. Μήπως κι εμείς δε γεράζουμε;
ΛΥΣ. Μα δεν είναι το ίδιο! Όταν ο άντρας γυρίζει,
κι ασπρομάλλης αν είναι, μπορεί νά βρει νύφη
και μικρούλα. Ο καιρός της γυναίκας ολίγος
κι αν τον χάσει, κανείς δεν την παίρνει· και κάθεται
μες στο σπίτι και ρέβει μ᾽ ονείρατα μόνο.
ΠΡΟ. Σαν το λεγ᾽ η περδικούλα του…
ΛΥΣ. Ζεις ακόμα, ρε ψοφίμι;
Τίναξε τα πέταλα!
600 Στρέμματα πολλά για τάφους!
Το κιβούρι αγόρασε
και σου φκιάνω εγώ τα κόλλυβα.
Νά! και νεκρολούλουδα.
(Του πετάει στα μούτρα χώματα)
ΚΛΕ. Νά! κι αυτά από μένανε. (Το ίδιο) ΜΥΡ. Νά! στεφάνι ελόγου μου!
(Του πετάει κορδέλες)
ΛΥΣ. Τί κοκάλωσες ψοφίμι;
Άι, σε περιμένει ο Χάρος
στη φελούκα του. Πολύ
τονε καθυστέρησες.
(Οι γυναίκες φεύγουν. Ο Πρόβουλος τινάζει τις βρομιές από πάνω του)
ΠΡΟ. Βρε τί κακό ᾽παθα ο καημένος, θε μου!
Στους άλλους συναδέρφους μου θα πάω,
610 όπως είμαι, τα χάλια μου να ιδούνε!

ΚΟΡ. ΓΕΡ. Σωστό δεν είναι λεύτεροι τα χέρια να σταυρώνουν.
Εμπρός! σαν άντρες την ντροπήν ετούτη να ξεπλύνουμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου