Νέκυια
Ο Οδυσσέας, ο οποίος έχει φτάσει στα νησιά των Φαιάκων, συνεχίζει, στο παλάτι του Αλκίνοου, την εξιστόρηση των περιπλανήσεών του στα δέκα χρόνια που έχουν περάσει από την άλωση της Τροίας. Η προηγούμενη ραψωδία έκλεισε με την περιπέτειά του στο νησί της Κίρκης. Εκεί, την ώρα που ο Οδυσσέας άκουγε την ίδια την Κίρκη να του λέει ότι αυτός και οι σύντροφοί του μπορούν να εγκαταλείψουν το νησί της, την ίδια ώρα μάθαινε -πάλι από την Κίρκη- ότι ο δρόμος της επιστροφής στην Ιθάκη περνάει υποχρεωτικά από τον κόσμο των νεκρών, όπου ο ήρωας θα συναντήσει τον μάντη Τειρεσία και θα του ζητήσει να τον συμβουλέψει. Η κάθοδος στον Άδη συνιστά ένα από τα σημαντικότερα επεισόδια της Οδύσσειας, στην εξιστόρηση του οποίου αφιερώνεται μια ολόκληρη ραψωδία, που οι Αλεξανδρινοί της έδωσαν εύστοχα τον τίτλο Νέκυια. Ο ήρωας, αφήνοντας να τον οδηγήσει ο άνεμος, όπως του είχε υποδείξει η Κίρκη, και ακολουθώντας με τελετουργική αυστηρότητα και τις άλλες υποδείξεις της (σπονδές, τάματα, θυσίες), πέρασε το όριο της ζωής και του θανάτου και βρέθηκε στον χώρο των νεκρών. Εκεί συναντάει αρχικά τις ψυχές του Ελπήνορα, του Τειρεσία και της μητέρας του της Αντίκλειας, έπειτα 14 γυναικείες ηρωικές μορφές, έπειτα τρεις ήρωες του Τρωικού πολέμου (τον Αγαμέμνονα, τον Αχιλλέα και τον Αίαντα) και, τέλος, έξι ήρωες του απώτερου παρελθόντος με έσχατο τον Ηρακλή.
Οι στίχοι που ακολουθούν αναφέρονται στη συνάντηση με τον Αχιλλέα και τον Αίαντα.
Ὀδύσσεια λ 465-491, 541-567
νῶϊ μὲν ὣς ἐπέεσσιν ἀμειβομένω στυγεροῖσιν
ἕσταμεν ἀχνύμενοι, θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέοντες·
ἦλθε δ᾽ ἐπὶ ψυχὴ Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος
καὶ Πατροκλῆος καὶ ἀμύμονος Ἀντιλόχοιο
Αἴαντός θ᾽, ὃς ἄριστος ἔην εἶδός τε δέμας τε
470 τῶν ἄλλων Δαναῶν μετ᾽ ἀμύμονα Πηλείωνα.
ἔγνω δὲ ψυχή με ποδώκεος Αἰακίδαο,
καί ῥ᾽ ὀλοφυρομένη ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«Διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ,
σχέτλιε, τίπτ᾽ ἔτι μεῖζον ἐνὶ φρεσὶ μήσεαι ἔργον;
475 πῶς ἔτλης Ἄϊδόσδε κατελθέμεν, ἔνθα τε νεκροὶ
ἀφραδέες ναίουσι, βροτῶν εἴδωλα καμόντων;»
ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον·
«ὦ Ἀχιλεῦ, Πηλῆος υἱέ, μέγα φέρτατ᾽ Ἀχαιῶν,
ἦλθον Τειρεσίαο κατὰ χρέος, εἴ τινα βουλὴν
480 εἴποι, ὅπως Ἰθάκην ἐς παιπαλόεσσαν ἱκοίμην·
οὐ γάρ πω σχεδὸν ἦλθον Ἀχαιΐδος, οὐδέ πω ἁμῆς
γῆς ἐπέβην, ἀλλ᾽ αἰὲν ἔχω κακά. σεῖο δ᾽, Ἀχιλλεῦ,
οὔ τις ἀνὴρ προπάροιθε μακάρτερος οὔτ᾽ ἄρ᾽ ὀπίσσω.
πρὶν μὲν γάρ σε ζωὸν ἐτίομεν ἶσα θεοῖσιν
485 Ἀργεῖοι, νῦν αὖτε μέγα κρατέεις νεκύεσσιν
ἐνθάδ᾽ ἐών· τῶ μή τι θανὼν ἀκαχίζευ, Ἀχιλλεῦ.»
ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾽ αὐτίκ᾽ ἀμειβόμενος προσέειπε·
«μὴ δή μοι θάνατόν γε παραύδα, φαίδιμ᾽ Ὀδυσσεῦ.
βουλοίμην κ᾽ ἐπάρουρος ἐὼν θητευέμεν ἄλλῳ,
490 ἀνδρὶ παρ᾽ ἀκλήρῳ, ᾧ μὴ βίοτος πολὺς εἴη,
ἢ πᾶσιν νεκύεσσι καταφθιμένοισιν ἀνάσσειν.»
ἕστασαν ἀχνύμεναι, εἴροντο δὲ κήδε᾽ ἑκάστη.
οἴη δ᾽ Αἴαντος ψυχὴ Τελαμωνιάδαο
νόσφιν ἀφεστήκει, κεχολωμένη εἵνεκα νίκης,
545 τήν μιν ἐγὼ νίκησα δικαζόμενος παρὰ νηυσὶ
τεύχεσιν ἀμφ᾽ Ἀχιλῆος· ἔθηκε δὲ πότνια μήτηρ.
παῖδες δὲ Τρώων δίκασαν καὶ Παλλὰς Ἀθήνη.
ὡς δὴ μὴ ὄφελον νικᾶν τοιῷδ᾽ ἐπ᾽ ἀέθλῳ·
τοίην γὰρ κεφαλὴν ἕνεκ᾽ αὐτῶν γαῖα κατέσχεν,
550 Αἴανθ᾽ ὃς περὶ μὲν εἶδος, περὶ δ᾽ ἔργα τέτυκτο
τῶν ἄλλων Δαναῶν μετ᾽ ἀμύμονα Πηλείωνα.
τὸν μὲν ἐγὼν ἐπέεσσι προσηύδων μειλιχίοισιν·
«Αἶαν, παῖ Τελαμῶνος ἀμύμονος, οὐκ ἄρ᾽ ἔμελλες
οὐδὲ θανὼν λήσεσθαι ἐμοὶ χόλου εἵνεκα τευχέων
555 οὐλομένων; τὰ δὲ πῆμα θεοὶ θέσαν Ἀργείοισι,
τοῖος γάρ σφιν πύργος ἀπώλεο· σεῖο δ᾽ Ἀχαιοὶ
ἶσον Ἀχιλλῆος κεφαλῇ Πηληϊάδαο
ἀχνύμεθα φθιμένοιο διαμπερές· οὐδέ τις ἄλλος
αἴτιος, ἀλλὰ Ζεὺς Δαναῶν στρατὸν αἰχμητάων
560 ἐκπάγλως ἔχθαιρε, τεῒν δ᾽ ἐπὶ μοῖραν ἔθηκεν.
ἀλλ᾽ ἄγε δεῦρο, ἄναξ, ἵν᾽ ἔπος καὶ μῦθον ἀκούσῃς
ἡμέτερον· δάμασον δὲ μένος καὶ ἀγήνορα θυμόν.»
ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾽ οὐδὲν ἀμείβετο, βῆ δὲ μετ᾽ ἄλλας
ψυχὰς εἰς Ἔρεβος νεκύων κατατεθνηώτων.
565 ἔνθα χ᾽ ὁμῶς προσέφη κεχολωμένος, ἤ κεν ἐγὼ τόν·
ἀλλά μοι ἤθελε θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι φίλοισι
τῶν ἄλλων ψυχὰς ἰδέειν κατατεθνηώτων.
***
Οι δυό μας,1 συναλλάσσοντας τα πικραμένα λόγια μας,465
εκεί στεκόμαστε, στη λύπη μας δοσμένοι, στο δάκρυ μας πνιγμένοι.
Και τότε ήλθε η ψυχή του Αχιλλέα, γιου του Πηλέα,
και του Πατρόκλου η ψυχή, και του άψογου Αντιλόχου,2
κι ακόμη του Αίαντα, που υπήρξε ο άριστος στην όψη, στο παράστημα,
ανάμεσα στους άλλους Δαναούς, με μόνη εξαίρεση τον Αχιλλέα.470
Αμέσως μ᾽ αναγνώρισε του Αιακίδη3 η ψυχή, ασυναγώνιστου τότε στο τρέξιμο,
ολοφυρόμενη φώναξε το όνομά μου κι, όπως μου μίλησε,
τα λόγια του πετούσαν σαν πουλιά:
«Γέννημα του Διός, γιε του Λαέρτη, πολυμήχανε Οδυσσέα·
άφοβε, ποιο άλλο έργο φοβερότερο θα βάλει ακόμη ο νους σου;
που τόλμησες να κατεβείς στον Άδη, όπου νεκροί μονάχα475
κατοικούν, δίχως τον νου τους πια, είδωλα και σκιές
βροτών που έχουν πεθάνει».
Έτσι μου μίλησε, κι εγώ αποκρίθηκα, με το όνομά του:
«Ω Αχιλλέα, του Πηλέα γιε, ο πρώτος κι ο καλύτερος των Αχαιών,
ήλθα γυρεύοντας τον Τειρεσία, μήπως μου δώσει
κάποια συμβουλή, το πώς θα φτάσω στην τραχιάν Ιθάκη.480
Γιατί δεν ζύγωσα ακόμη στη δική μας γη, δεν πάτησα
το χώμα της πατρίδας μου· με δέρνει πάντα το κακό. Εσένα όμως,
Αχιλλέα, κρίνω πως δεν υπάρχει άλλος σου ευτυχέστερος, ούτε από όσους
έζησαν στο παρελθόν, μήτε από εκείνους που θα ρθούν στο μέλλον.
Αφού, και ενόσω ζούσες, όλοι μας σε τιμούσαμε σαν να ᾽σουνα θεός,
οι Αργείοι, αλλά κι εδώ που βρίσκεσαι με τους νεκρούς,485
μένει μεγάλη η δύναμή σου· γι᾽ αυτό, Αχιλλέα, μη θλίβεσαι
και μην πικραίνεσαι πολύ στον θάνατό σου».
Σ᾽ αυτά τα λόγια μου εκείνος αμέσως ανταπάντησε μιλώντας:
«Μη θες να με παρηγορήσεις για τον θάνατό μου, Οδυσσέα γενναίε·
θα προτιμούσα πάνω στη γη να ζούσα, κι ας ξενοδούλευα σε κάποιον,
άκληρο4 πια που να μην έχει και μεγάλο βιος,490
παρά να είμαι ο άρχοντας στον κάτω κόσμο των νεκρών.»
είχαν στηθεί εκεί και καθεμιά ρωτώντας έλεγε τον πόνο της.
Μόνο η ψυχή του Τελαμώνιου Αίαντα κρατούσε
απόσταση, βαριά οργισμένη ακόμη με τη νίκη μου,
τη νίκη που την νίκησα εγώ, όταν η δίκη εκείνη έγινε στα πλοία,545
το ποιος θα πάρει τα όπλα του Αχιλλέα -την όρισε η σεμνή του μάνα,
των Τρώων θυγατέρες κι η Αθηνά Παλλάδα.
Μακάρι να μην ήμουν νικητής σε τέτοιο αγώνα,
που έγινε η αφορμή να φάει το χώμα τέτοια κεφαλή,
τον Αίαντα, 5 που ξεπερνούσε στην ομορφιά, στα έργα του πολέμου,550
όλους τους άλλους Δαναούς, εξόν τον άψογο γιο του Πηλέα.
Και μ᾽ όλα ταύτα τον προσφώνησα, του μίλησα γλυκά:
«Αίαντα, του τίμιου Τελαμώνα γιε, δεν έμελλες αλήθεια
μήτε νεκρός να λησμονήσεις την οργή μαζί μου, για εκείνα
τα καταραμένα όπλα, που οι θεοί τα ρίξανε στη μέση,555
να φέρουν στους Αργείους συμφορά· αφού αφανίστηκες εσύ,
ο πύργος μας, κι εμείς οι Αχαιοί θρηνήσαμε για τον χαμό σου,
όσο και για τον ακριβό Αχιλλέα, γιο του Πηλέα,
κι ακόμη σε θρηνούμε. Ένοχος όμως άλλος κανείς δεν βρίσκεται
εξόν ο Δίας, που μίσησε θανάσιμα στρατό και μαχητές των Δαναών·560
αυτός σε σφράγισε κι εσένα με τη μοίρα του θανάτου.
Αλλά, γενναίε, τώρα σύγκλινε, άκουσε τη φωνή του λόγου μου·
δάμασε πια το μένος σου και τον περήφανο θυμό σου».
Έτσι του μίλησα, εκείνος όμως δεν απάντησε, δεν είπε λέξη·
αμίλητος προχώρησε μαζί με τις ψυχές άλλων νεκρών που χάθηκαν,
στο μαύρο Έρεβος.
Μπορεί ωστόσο, έστω και χολωμένος, να μου μιλούσε ή565
και να του μιλούσα πάλι εγώ· αλλά δεν μ᾽ άφησε η καρδιά στα στήθη,
που γύρευε να δει κι άλλες ψυχές νεκρών.
---------------------------
Οι στίχοι που ακολουθούν αναφέρονται στη συνάντηση με τον Αχιλλέα και τον Αίαντα.
Ὀδύσσεια λ 465-491, 541-567
νῶϊ μὲν ὣς ἐπέεσσιν ἀμειβομένω στυγεροῖσιν
ἕσταμεν ἀχνύμενοι, θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέοντες·
ἦλθε δ᾽ ἐπὶ ψυχὴ Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος
καὶ Πατροκλῆος καὶ ἀμύμονος Ἀντιλόχοιο
Αἴαντός θ᾽, ὃς ἄριστος ἔην εἶδός τε δέμας τε
470 τῶν ἄλλων Δαναῶν μετ᾽ ἀμύμονα Πηλείωνα.
ἔγνω δὲ ψυχή με ποδώκεος Αἰακίδαο,
καί ῥ᾽ ὀλοφυρομένη ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«Διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ,
σχέτλιε, τίπτ᾽ ἔτι μεῖζον ἐνὶ φρεσὶ μήσεαι ἔργον;
475 πῶς ἔτλης Ἄϊδόσδε κατελθέμεν, ἔνθα τε νεκροὶ
ἀφραδέες ναίουσι, βροτῶν εἴδωλα καμόντων;»
ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον·
«ὦ Ἀχιλεῦ, Πηλῆος υἱέ, μέγα φέρτατ᾽ Ἀχαιῶν,
ἦλθον Τειρεσίαο κατὰ χρέος, εἴ τινα βουλὴν
480 εἴποι, ὅπως Ἰθάκην ἐς παιπαλόεσσαν ἱκοίμην·
οὐ γάρ πω σχεδὸν ἦλθον Ἀχαιΐδος, οὐδέ πω ἁμῆς
γῆς ἐπέβην, ἀλλ᾽ αἰὲν ἔχω κακά. σεῖο δ᾽, Ἀχιλλεῦ,
οὔ τις ἀνὴρ προπάροιθε μακάρτερος οὔτ᾽ ἄρ᾽ ὀπίσσω.
πρὶν μὲν γάρ σε ζωὸν ἐτίομεν ἶσα θεοῖσιν
485 Ἀργεῖοι, νῦν αὖτε μέγα κρατέεις νεκύεσσιν
ἐνθάδ᾽ ἐών· τῶ μή τι θανὼν ἀκαχίζευ, Ἀχιλλεῦ.»
ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾽ αὐτίκ᾽ ἀμειβόμενος προσέειπε·
«μὴ δή μοι θάνατόν γε παραύδα, φαίδιμ᾽ Ὀδυσσεῦ.
βουλοίμην κ᾽ ἐπάρουρος ἐὼν θητευέμεν ἄλλῳ,
490 ἀνδρὶ παρ᾽ ἀκλήρῳ, ᾧ μὴ βίοτος πολὺς εἴη,
ἢ πᾶσιν νεκύεσσι καταφθιμένοισιν ἀνάσσειν.»
…
αἱ δ᾽ ἄλλαι ψυχαὶ νεκύων κατατεθνηώτωνἕστασαν ἀχνύμεναι, εἴροντο δὲ κήδε᾽ ἑκάστη.
οἴη δ᾽ Αἴαντος ψυχὴ Τελαμωνιάδαο
νόσφιν ἀφεστήκει, κεχολωμένη εἵνεκα νίκης,
545 τήν μιν ἐγὼ νίκησα δικαζόμενος παρὰ νηυσὶ
τεύχεσιν ἀμφ᾽ Ἀχιλῆος· ἔθηκε δὲ πότνια μήτηρ.
παῖδες δὲ Τρώων δίκασαν καὶ Παλλὰς Ἀθήνη.
ὡς δὴ μὴ ὄφελον νικᾶν τοιῷδ᾽ ἐπ᾽ ἀέθλῳ·
τοίην γὰρ κεφαλὴν ἕνεκ᾽ αὐτῶν γαῖα κατέσχεν,
550 Αἴανθ᾽ ὃς περὶ μὲν εἶδος, περὶ δ᾽ ἔργα τέτυκτο
τῶν ἄλλων Δαναῶν μετ᾽ ἀμύμονα Πηλείωνα.
τὸν μὲν ἐγὼν ἐπέεσσι προσηύδων μειλιχίοισιν·
«Αἶαν, παῖ Τελαμῶνος ἀμύμονος, οὐκ ἄρ᾽ ἔμελλες
οὐδὲ θανὼν λήσεσθαι ἐμοὶ χόλου εἵνεκα τευχέων
555 οὐλομένων; τὰ δὲ πῆμα θεοὶ θέσαν Ἀργείοισι,
τοῖος γάρ σφιν πύργος ἀπώλεο· σεῖο δ᾽ Ἀχαιοὶ
ἶσον Ἀχιλλῆος κεφαλῇ Πηληϊάδαο
ἀχνύμεθα φθιμένοιο διαμπερές· οὐδέ τις ἄλλος
αἴτιος, ἀλλὰ Ζεὺς Δαναῶν στρατὸν αἰχμητάων
560 ἐκπάγλως ἔχθαιρε, τεῒν δ᾽ ἐπὶ μοῖραν ἔθηκεν.
ἀλλ᾽ ἄγε δεῦρο, ἄναξ, ἵν᾽ ἔπος καὶ μῦθον ἀκούσῃς
ἡμέτερον· δάμασον δὲ μένος καὶ ἀγήνορα θυμόν.»
ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾽ οὐδὲν ἀμείβετο, βῆ δὲ μετ᾽ ἄλλας
ψυχὰς εἰς Ἔρεβος νεκύων κατατεθνηώτων.
565 ἔνθα χ᾽ ὁμῶς προσέφη κεχολωμένος, ἤ κεν ἐγὼ τόν·
ἀλλά μοι ἤθελε θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι φίλοισι
τῶν ἄλλων ψυχὰς ἰδέειν κατατεθνηώτων.
***
Οι δυό μας,1 συναλλάσσοντας τα πικραμένα λόγια μας,465
εκεί στεκόμαστε, στη λύπη μας δοσμένοι, στο δάκρυ μας πνιγμένοι.
Και τότε ήλθε η ψυχή του Αχιλλέα, γιου του Πηλέα,
και του Πατρόκλου η ψυχή, και του άψογου Αντιλόχου,2
κι ακόμη του Αίαντα, που υπήρξε ο άριστος στην όψη, στο παράστημα,
ανάμεσα στους άλλους Δαναούς, με μόνη εξαίρεση τον Αχιλλέα.470
Αμέσως μ᾽ αναγνώρισε του Αιακίδη3 η ψυχή, ασυναγώνιστου τότε στο τρέξιμο,
ολοφυρόμενη φώναξε το όνομά μου κι, όπως μου μίλησε,
τα λόγια του πετούσαν σαν πουλιά:
«Γέννημα του Διός, γιε του Λαέρτη, πολυμήχανε Οδυσσέα·
άφοβε, ποιο άλλο έργο φοβερότερο θα βάλει ακόμη ο νους σου;
που τόλμησες να κατεβείς στον Άδη, όπου νεκροί μονάχα475
κατοικούν, δίχως τον νου τους πια, είδωλα και σκιές
βροτών που έχουν πεθάνει».
Έτσι μου μίλησε, κι εγώ αποκρίθηκα, με το όνομά του:
«Ω Αχιλλέα, του Πηλέα γιε, ο πρώτος κι ο καλύτερος των Αχαιών,
ήλθα γυρεύοντας τον Τειρεσία, μήπως μου δώσει
κάποια συμβουλή, το πώς θα φτάσω στην τραχιάν Ιθάκη.480
Γιατί δεν ζύγωσα ακόμη στη δική μας γη, δεν πάτησα
το χώμα της πατρίδας μου· με δέρνει πάντα το κακό. Εσένα όμως,
Αχιλλέα, κρίνω πως δεν υπάρχει άλλος σου ευτυχέστερος, ούτε από όσους
έζησαν στο παρελθόν, μήτε από εκείνους που θα ρθούν στο μέλλον.
Αφού, και ενόσω ζούσες, όλοι μας σε τιμούσαμε σαν να ᾽σουνα θεός,
οι Αργείοι, αλλά κι εδώ που βρίσκεσαι με τους νεκρούς,485
μένει μεγάλη η δύναμή σου· γι᾽ αυτό, Αχιλλέα, μη θλίβεσαι
και μην πικραίνεσαι πολύ στον θάνατό σου».
Σ᾽ αυτά τα λόγια μου εκείνος αμέσως ανταπάντησε μιλώντας:
«Μη θες να με παρηγορήσεις για τον θάνατό μου, Οδυσσέα γενναίε·
θα προτιμούσα πάνω στη γη να ζούσα, κι ας ξενοδούλευα σε κάποιον,
άκληρο4 πια που να μην έχει και μεγάλο βιος,490
παρά να είμαι ο άρχοντας στον κάτω κόσμο των νεκρών.»
…
Τότε κι άλλες ψυχές νεκρών αφανισμένωνείχαν στηθεί εκεί και καθεμιά ρωτώντας έλεγε τον πόνο της.
Μόνο η ψυχή του Τελαμώνιου Αίαντα κρατούσε
απόσταση, βαριά οργισμένη ακόμη με τη νίκη μου,
τη νίκη που την νίκησα εγώ, όταν η δίκη εκείνη έγινε στα πλοία,545
το ποιος θα πάρει τα όπλα του Αχιλλέα -την όρισε η σεμνή του μάνα,
των Τρώων θυγατέρες κι η Αθηνά Παλλάδα.
Μακάρι να μην ήμουν νικητής σε τέτοιο αγώνα,
που έγινε η αφορμή να φάει το χώμα τέτοια κεφαλή,
τον Αίαντα, 5 που ξεπερνούσε στην ομορφιά, στα έργα του πολέμου,550
όλους τους άλλους Δαναούς, εξόν τον άψογο γιο του Πηλέα.
Και μ᾽ όλα ταύτα τον προσφώνησα, του μίλησα γλυκά:
«Αίαντα, του τίμιου Τελαμώνα γιε, δεν έμελλες αλήθεια
μήτε νεκρός να λησμονήσεις την οργή μαζί μου, για εκείνα
τα καταραμένα όπλα, που οι θεοί τα ρίξανε στη μέση,555
να φέρουν στους Αργείους συμφορά· αφού αφανίστηκες εσύ,
ο πύργος μας, κι εμείς οι Αχαιοί θρηνήσαμε για τον χαμό σου,
όσο και για τον ακριβό Αχιλλέα, γιο του Πηλέα,
κι ακόμη σε θρηνούμε. Ένοχος όμως άλλος κανείς δεν βρίσκεται
εξόν ο Δίας, που μίσησε θανάσιμα στρατό και μαχητές των Δαναών·560
αυτός σε σφράγισε κι εσένα με τη μοίρα του θανάτου.
Αλλά, γενναίε, τώρα σύγκλινε, άκουσε τη φωνή του λόγου μου·
δάμασε πια το μένος σου και τον περήφανο θυμό σου».
Έτσι του μίλησα, εκείνος όμως δεν απάντησε, δεν είπε λέξη·
αμίλητος προχώρησε μαζί με τις ψυχές άλλων νεκρών που χάθηκαν,
στο μαύρο Έρεβος.
Μπορεί ωστόσο, έστω και χολωμένος, να μου μιλούσε ή565
και να του μιλούσα πάλι εγώ· αλλά δεν μ᾽ άφησε η καρδιά στα στήθη,
που γύρευε να δει κι άλλες ψυχές νεκρών.
---------------------------
1 Ο Οδυσσέας και η ψυχή του Αγαμέμνονα.
2 Ο Αντίλοχος ήταν γιος του Νέστορα· σκοτώθηκε στην Τροία από τον Μέμνονα.
3 Αιακίδης ονομάζεται ο Αχιλλέας επειδή ήταν εγγονός του Αιακού.
4 Χωρίς κλήρο γης.
5 Ο Αίας αυτοκτόνησε μετά την απόφαση για τα όπλα του Αχιλλέα
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου