Fr. Nietzsche: 1844-1900
Ο Πρόλογος του Ζαρατούστρα
Παρακάτω αναλύεται η παράγραφος 1 του Προλόγου, με την οποία αρχίζει ο Ζαρατούστρα του Νίτσε. Σε τούτη την παράγραφο, σ’ αυτό δηλ. το πρώτο τμήμα, συνοψίζονται πολλές από τις βασικές εικόνες του εν λόγω βιβλίου, οι οποίες δείχνουν να παρουσιάζονται ως ζεύγη εννοιών: ήλιος και γη, επιφάνεια και βάθος, φως και σκοτάδι, αετός και φίδι, κοιλάδες και βουνά.
Ποιο είναι το πρώτο στοιχείο που μαθαίνουμε για τον Ζαρατούστρα; Πως σε ηλικία τριάντα χρόνων εγκαταλείπει τον τόπο του, την πατρίδα του και ανεβαίνει ψηλά στα βουνά:
«Όταν ο Ζαρατούστρα έγινε τριάντα χρόνων, εγκατέλειψε την πατρίδα του και τη λίμνη της πατρίδας του και πήγε στο βουνό»[1].
Εκεί διάγει μια ζωή σε απόλυτη μοναξιά και απομόνωση. Την οντολογική του συνθήκη, στο παρόν σημείο, τη χαρακτηρίζει η απόσταση, η αποκοπή, αφενός από τη μάζα των κοινών θνητών και αφετέρου από τον ρεαλιστικά υπαρκτό κόσμο:
«Εδώ απόλαυσε το πνεύμα του και τη μοναξιά του για δέκα ολόκληρα χρόνια, χωρίς την παραμικρή κούραση»[2].
Ο Ζαρατούστρα δεν υποφέρει από τη μοναξιά του, αλλά απεναντίας την απολαμβάνει. Χαίρεται την πνευματική αυτάρκεια και ανεξαρτησία του εαυτού του, ζώντας μέσα στη σπηλιά του για δέκα ολόκληρα χρόνια χωρίς να έχει κουραστεί από οτιδήποτε ή οποιονδήποτε.
Εξακολουθεί να παραμένει εκεί ψηλά στο βουνό, έως ότου κάποια στιγμή διακόπτει αυτό τον ρυθμό και ετοιμάζεται να προχωρήσει πέρα από την ως τώρα ζωή του στο βουνό και στο σπήλαιο, καθώς βιώνει σύγκορμος έναν μετασχηματισμό. Στην ενδοσυνάφεια τούτη αισθάνεται άρρηκτα συνδεδεμένος με τον ήλιο, ίδιος και όμοιος με αυτόν, γι’ αυτό και ένα πρωί προσέρχεται ενώπιόν του και απευθύνεται προς αυτόν ως ακολούθως:
«Στο τέλος όμως άλλαξε η καρδιά του – κι ένα πρωί σηκώθηκε με τη ροδαυγή προσήλθε μπρος στον ήλιο και του μίλησε ως εξής:
“Εσύ μεγάλο άστρο! Ποια θα ήταν η ευτυχία σου, αν δεν είχες αυτούς που φωτίζεις;
Δέκα ολόκληρα χρόνια ερχόσουν εδώ πάνω στη σπηλιά μου: θα είχες βαρεθεί το φως σου και αυτόν τον δρόμο, εάν δεν ήμουν εγώ, ο αετός μου και το φίδι μου.
Αλλά εμείς σε προσμέναμε κάθε πρωί, σε ξαλαφρώναμε απ’ το περίσσευμά σου και σε ευλογούσαμε γι’ αυτό”»[3].
Έχει κοντά του μόνο δυο ζώα, το φίδι και τον αετό. Όπως θα δειχθεί στην πορεία της ιστορίας του Ζαρατούστρα, αυτά είναι οι σύμβουλοί του και οι βοηθοί του. Πώς θα μπορούσε να μη συμβαίνει τούτο, όταν αυτά τα δυο ζώα λογίζονται, στο συμβολικό τους ρόλο, ως μοναδικοί αξιόπιστοι φίλοι του; Τι συμβολίζουν; Σε [και για] μια ζωή που είναι προσδεμένη στη γη συμβολίζουν ό,τι το ύψιστο και το πιο βαθύ χαρακτηρίζει τούτη τη ζωή: ο αετός είναι το ζώο που ανεβαίνει στα ύψη και είναι πολύ κοντά στον ήλιο· αντιπροσωπεύει έτσι το πνευματικό φως, τον άνθρωπο που κινείται σε πνευματικούς κόσμους. Το φίδι, απεναντίας, είναι το ζώο, που έρπει στη γη με το σώμα του και χάνεται στις σχισμές και τις ρωγμές της: αντιπροσωπεύει την ενδημία του ανθρώπου στα απειράριθμα διαμερίσματα του εμπειρικού κόσμου. Όπως ο ήλιος, αυτό το μεγάλο άστρο που εκπέμπει τις φωτεινές του ακτίνες, θα ήταν ενδεής, πάμφτωχος, χωρίς εκείνους που φωτίζει, έτσι και ο Ζαρατούστρα χρειάζεται εκείνους, στους οποίους μπορεί να απευθυνθεί και να χαρίσει, να «μοιράσει» τη σοφία του:
«“Κοίτα! Είμαι μπουχτισμένος από τη σοφία μου, μοιάζω με τη μέλισσα που έχει μαζέψει πάρα πολύ μέλι· έχω ανάγκη τα χέρια που απλώνονται ως εδώ.
Μετά χαράς θα ήθελα να χαρίζω και να μοιράζω, μέχρις ότου οι σοφοί, ανάμεσα στους ανθρώπους, γίνουν ξανά και πάλι χαρούμενοι μέσα στην τρέλα τους και οι φτωχοί μέσα στον πλούτο τους”»[4].
Θα ήθελε διακαώς να μεταδώσει απλόχερα τον πλούτο της σοφίας, που ο ίδιος πιστεύει πως έχει αποκτήσει υπό το φως της ανυψωμένης πάνω από τους ανθρώπους ύπαρξής του. Ωστόσο δεν έχει ανάγκη τους άλλους, τους ανθρώπους, για λόγους κάποιας έλλειψης και αναπλήρωσής της, αλλά για λόγους πλησμονής και αφθονίας. Τότε είναι που αποφασίζει, σαν τον ήλιο που δύει, να κατέβει στους ανθρώπους:
«Όπως εσύ, πρέπει κι εγώ να δύσω, καταπώς λένε οι άνθρωποι, στους οποίους θέλω να κατεβώ»[5].
Έτσι αρχίζει η πρώτη δύση του.
Χαρακτηριστική είναι εδώ η μεταφορά του ήλιου σε αντίθεση με το σκοτάδι του εδώ κάτω κόσμου, που χρειάζεται και περιμένει φωτισμό. Ο ήλιος είναι υπερφορτωμένος με φως· παρόμοια υπερφορτωμένος με σοφία αισθάνεται να είναι και ο Ζαρατούστρα. Και επειδή η σοφία σχετίζεται με τους ανθρώπους και τον υπεράνθρωπο ως τον τύπο του κραταιού ανθρώπου, που στέκεται πάνω από τον τελευταίο άνθρωπο, η ευτυχία του Ζαρατούστρα τώρα έγκειται στο να χορηγεί αυτή τη σοφία στον άνθρωπο, σαν τον ήλιο που η ευτυχία του έγκειται στο να δίνει το φως του. Εδώ το δίνει στον Ζαρατούστρα και στα ζώα του, τον αετό και το φίδι.
-------------------
[1] KSA4, σ. 11.
[2] Ό.π.,
[3] Ό.π.
[4] Ό.π.
[5] Ό.π., σ. 12.
Ο Πρόλογος του Ζαρατούστρα
Παρακάτω αναλύεται η παράγραφος 1 του Προλόγου, με την οποία αρχίζει ο Ζαρατούστρα του Νίτσε. Σε τούτη την παράγραφο, σ’ αυτό δηλ. το πρώτο τμήμα, συνοψίζονται πολλές από τις βασικές εικόνες του εν λόγω βιβλίου, οι οποίες δείχνουν να παρουσιάζονται ως ζεύγη εννοιών: ήλιος και γη, επιφάνεια και βάθος, φως και σκοτάδι, αετός και φίδι, κοιλάδες και βουνά.
Ποιο είναι το πρώτο στοιχείο που μαθαίνουμε για τον Ζαρατούστρα; Πως σε ηλικία τριάντα χρόνων εγκαταλείπει τον τόπο του, την πατρίδα του και ανεβαίνει ψηλά στα βουνά:
«Όταν ο Ζαρατούστρα έγινε τριάντα χρόνων, εγκατέλειψε την πατρίδα του και τη λίμνη της πατρίδας του και πήγε στο βουνό»[1].
Εκεί διάγει μια ζωή σε απόλυτη μοναξιά και απομόνωση. Την οντολογική του συνθήκη, στο παρόν σημείο, τη χαρακτηρίζει η απόσταση, η αποκοπή, αφενός από τη μάζα των κοινών θνητών και αφετέρου από τον ρεαλιστικά υπαρκτό κόσμο:
«Εδώ απόλαυσε το πνεύμα του και τη μοναξιά του για δέκα ολόκληρα χρόνια, χωρίς την παραμικρή κούραση»[2].
Ο Ζαρατούστρα δεν υποφέρει από τη μοναξιά του, αλλά απεναντίας την απολαμβάνει. Χαίρεται την πνευματική αυτάρκεια και ανεξαρτησία του εαυτού του, ζώντας μέσα στη σπηλιά του για δέκα ολόκληρα χρόνια χωρίς να έχει κουραστεί από οτιδήποτε ή οποιονδήποτε.
Εξακολουθεί να παραμένει εκεί ψηλά στο βουνό, έως ότου κάποια στιγμή διακόπτει αυτό τον ρυθμό και ετοιμάζεται να προχωρήσει πέρα από την ως τώρα ζωή του στο βουνό και στο σπήλαιο, καθώς βιώνει σύγκορμος έναν μετασχηματισμό. Στην ενδοσυνάφεια τούτη αισθάνεται άρρηκτα συνδεδεμένος με τον ήλιο, ίδιος και όμοιος με αυτόν, γι’ αυτό και ένα πρωί προσέρχεται ενώπιόν του και απευθύνεται προς αυτόν ως ακολούθως:
«Στο τέλος όμως άλλαξε η καρδιά του – κι ένα πρωί σηκώθηκε με τη ροδαυγή προσήλθε μπρος στον ήλιο και του μίλησε ως εξής:
“Εσύ μεγάλο άστρο! Ποια θα ήταν η ευτυχία σου, αν δεν είχες αυτούς που φωτίζεις;
Δέκα ολόκληρα χρόνια ερχόσουν εδώ πάνω στη σπηλιά μου: θα είχες βαρεθεί το φως σου και αυτόν τον δρόμο, εάν δεν ήμουν εγώ, ο αετός μου και το φίδι μου.
Αλλά εμείς σε προσμέναμε κάθε πρωί, σε ξαλαφρώναμε απ’ το περίσσευμά σου και σε ευλογούσαμε γι’ αυτό”»[3].
Έχει κοντά του μόνο δυο ζώα, το φίδι και τον αετό. Όπως θα δειχθεί στην πορεία της ιστορίας του Ζαρατούστρα, αυτά είναι οι σύμβουλοί του και οι βοηθοί του. Πώς θα μπορούσε να μη συμβαίνει τούτο, όταν αυτά τα δυο ζώα λογίζονται, στο συμβολικό τους ρόλο, ως μοναδικοί αξιόπιστοι φίλοι του; Τι συμβολίζουν; Σε [και για] μια ζωή που είναι προσδεμένη στη γη συμβολίζουν ό,τι το ύψιστο και το πιο βαθύ χαρακτηρίζει τούτη τη ζωή: ο αετός είναι το ζώο που ανεβαίνει στα ύψη και είναι πολύ κοντά στον ήλιο· αντιπροσωπεύει έτσι το πνευματικό φως, τον άνθρωπο που κινείται σε πνευματικούς κόσμους. Το φίδι, απεναντίας, είναι το ζώο, που έρπει στη γη με το σώμα του και χάνεται στις σχισμές και τις ρωγμές της: αντιπροσωπεύει την ενδημία του ανθρώπου στα απειράριθμα διαμερίσματα του εμπειρικού κόσμου. Όπως ο ήλιος, αυτό το μεγάλο άστρο που εκπέμπει τις φωτεινές του ακτίνες, θα ήταν ενδεής, πάμφτωχος, χωρίς εκείνους που φωτίζει, έτσι και ο Ζαρατούστρα χρειάζεται εκείνους, στους οποίους μπορεί να απευθυνθεί και να χαρίσει, να «μοιράσει» τη σοφία του:
«“Κοίτα! Είμαι μπουχτισμένος από τη σοφία μου, μοιάζω με τη μέλισσα που έχει μαζέψει πάρα πολύ μέλι· έχω ανάγκη τα χέρια που απλώνονται ως εδώ.
Μετά χαράς θα ήθελα να χαρίζω και να μοιράζω, μέχρις ότου οι σοφοί, ανάμεσα στους ανθρώπους, γίνουν ξανά και πάλι χαρούμενοι μέσα στην τρέλα τους και οι φτωχοί μέσα στον πλούτο τους”»[4].
Θα ήθελε διακαώς να μεταδώσει απλόχερα τον πλούτο της σοφίας, που ο ίδιος πιστεύει πως έχει αποκτήσει υπό το φως της ανυψωμένης πάνω από τους ανθρώπους ύπαρξής του. Ωστόσο δεν έχει ανάγκη τους άλλους, τους ανθρώπους, για λόγους κάποιας έλλειψης και αναπλήρωσής της, αλλά για λόγους πλησμονής και αφθονίας. Τότε είναι που αποφασίζει, σαν τον ήλιο που δύει, να κατέβει στους ανθρώπους:
«Όπως εσύ, πρέπει κι εγώ να δύσω, καταπώς λένε οι άνθρωποι, στους οποίους θέλω να κατεβώ»[5].
Έτσι αρχίζει η πρώτη δύση του.
Χαρακτηριστική είναι εδώ η μεταφορά του ήλιου σε αντίθεση με το σκοτάδι του εδώ κάτω κόσμου, που χρειάζεται και περιμένει φωτισμό. Ο ήλιος είναι υπερφορτωμένος με φως· παρόμοια υπερφορτωμένος με σοφία αισθάνεται να είναι και ο Ζαρατούστρα. Και επειδή η σοφία σχετίζεται με τους ανθρώπους και τον υπεράνθρωπο ως τον τύπο του κραταιού ανθρώπου, που στέκεται πάνω από τον τελευταίο άνθρωπο, η ευτυχία του Ζαρατούστρα τώρα έγκειται στο να χορηγεί αυτή τη σοφία στον άνθρωπο, σαν τον ήλιο που η ευτυχία του έγκειται στο να δίνει το φως του. Εδώ το δίνει στον Ζαρατούστρα και στα ζώα του, τον αετό και το φίδι.
-------------------
[1] KSA4, σ. 11.
[2] Ό.π.,
[3] Ό.π.
[4] Ό.π.
[5] Ό.π., σ. 12.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου