Το υποκείμενο της ελευθερίας είναι δημιούργημα της ιδιαίτερης κοινωνίας του με την έννοια ότι η κοινωνία διεισδύει στον ιστό της υποκειμενικότητας, τη γνώση και τα κίνητρά́ της, τις αισθήσεις και τις κινήσεις της, όπως για παράδειγμα τη γλώσσα (Κιουπκιολής 2015). Τους τελευταίους αιώνες, στις δυτικές γλώσσες άρχισε να γίνεται φανερή μια αλλαγή στην έμφαση που δίνεται στο έχειν και στο είναι, καθώς η χρήση των ουσιαστικών άρχισε να αυξάνεται και να ελαττώνεται η χρήση των ρημάτων. Ενώ το ουσιαστικό είναι η ακριβής έκφραση για ένα αντικείμενο, το ρήμα είναι η ακριβής έκφραση για μια ενέργεια (Fromm, 1978). Για παράδειγμα, λέει κανείς έχω ένα αυτοκίνητο, έχω ένα σπίτι στην Αθήνα, έχω ένα πρόβλημα, έχω αγάπη, έχω θυμό και αυτό είναι πολύ διαφορετικό αντίστοιχα από το μετακινούμαι με τ’ αμάξι, μένω στην Αθήνα, προβληματίζομαι, αγαπώ, θυμώνω. Το σύγχρονο γλωσσικό ύφος δείχνει τον υψηλό βαθμό αλλοτρίωσης που επικρατεί. Η υποκειμενική εμπειρία και η εστίαση στο βίωμα διαμεσολαβείτε από την κτήση και όταν το έχειν καθορίζει τον τρόπο ύπαρξης, η σχέση του ατόμου με τον κόσμο αλλά και με τον εαυτό του γίνεται κτητική (Fromm, 1978).
Η ελευθερία χαρακτηρίζει το είναι, την ανθρώπινη ύπαρξη. Η κοινωνική ιστορία του ανθρώπου ξεκίνησε με την ανάδυση του από μια κατάσταση ενότητας με τον φυσικό κόσμο, σε μια συνειδητοποίηση του εαυτού του ως μια οντότητα ξεχωριστή από τη φύση και τους ανθρώπους που την περιβάλλουν. Η ανθρωπιστική ψυχανάλυση του Fromm υποθέτει ότι ο διαχωρισμός της ανθρωπότητας από τον φυσικό κόσμο έχει δημιουργήσει συναισθήματα μοναξιάς και απομόνωσης, μια κατάσταση που ονομάζεται βασικό άγχος.
Στην ιστορία ενός ατόμου συναντάμε την ίδια διαδικασία. Ένα παιδί γεννιέται όταν δεν είναι πλέον ένα με τη μητέρα του και γίνεται βιολογική οντότητα ξεχωριστή από αυτήν. Στην πορεία προς την ανεξαρτητοποίηση από τη μητέρα, το παιδί αποκτά μεγαλύτερη ελευθερία να εκφράσει την ατομικότητά του. Ωστόσο, ταυτόχρονα βιώνει το βάρος της ελευθερίας, δηλαδή την απώλεια της ασφάλειας από τη μητέρα. Αυτό προκαλεί βασικό άγχος.
Κατά τον παιδίατρο και ψυχαναλυτή Winnicott, στα πρώτα χρόνια της ζωής τους, τα παιδιά δημιουργούν προσκολλήσεις σε ορισμένα αντικείμενα, όπως αρκουδάκια, άλλα μαλακά αντικείμενα ή κουρέλια. Αυτά τα αντικείμενα, τα οποία ονόμασε μεταβατικά αντικείμενα, βρίσκονται στα μισά της διαδρομής μεταξύ της εσωτερικής και της εξωτερικής πραγματικότητας του βρέφους, παρέχοντας γέφυρες μεταξύ του εσωτερικού και του εξωτερικού του κόσμου. Ο Winnicott (1971) εξηγεί πως το αντικείμενο αντιπροσωπεύει τη μετάβαση του βρέφους από μια κατάσταση συγχώνευσης με τη μητέρα σε μια κατάσταση ύπαρξης ως κάτι ξεχωριστό, έξω από αυτή. Το μεταβατικό αντικείμενο αποτελεί αντικείμενο που αφορά το είναι του βρέφους και τον τρόπο ύπαρξής του και λειτουργεί κατευναστικά για το άγχος του στην πορεία προς την ελευθερία.
Όσον αφορά τον ενήλικα καταναλωτή, με ένα διαμεσολαβημένο τρόπο, τα αντικείμενα αφορούν το είναι του, την ταυτότητά του. Υπάρχει η άποψη ότι τα υλικά αντικείμενα γίνονται μέρη ενός προεκτεινόμενου εαυτού (James, 1961). Η ελευθερία των καταναλωτών εκπληρώνει μια ναρκισσιστική λειτουργία, προσφέροντας ευκαιρίες για ενίσχυση της εικόνας εαυτού (Lasch, 1980).
Μια άλλη άποψη υποστηρίζει ότι η κατανάλωση είναι μια νέα μορφή θρησκείας με αντικείμενα λατρείας τα καταναλωτικά αγαθά και τόπους λατρείας τα εμπορικά κέντρα. Όμως η κατανάλωση ως μορφή θρησκείας προϋποθέτει την πίστη. Η ιδέα της πίστης, από θρησκευτική, πολιτική ή προσωπική άποψη, μπορεί να έχει δύο εντελώς διαφορετικές σημασίες, αναλόγως αν χρησιμοποιείται με βάση το έχειν ή με βάση το είναι (Fromm, 1978). Με βάση το έχειν, πίστη είναι να παίρνει κανείς μια απάντηση σε κάτι που δεν έχει λογική απόδειξη. Αποτελείται από τυπολογίες που έχουν φτιάξει άλλοι, είναι το εισιτήριο εισόδου σε μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων και δίνει την αίσθηση της σιγουριάς, της πραγματικής ή της φανταστικής δύναμης, με αντάλλαγμα την απώλεια της ανεξαρτησίας (Fromm, 1978). Αναμφίβολα αν θέλει κανείς να προσδιορίσει την πίστη στη θρησκεία της κατανάλωσης, αυτή είναι η πίστη του έχειν.
Η πίστη με βάση το είναι, είναι ένα εντελώς διαφορετικό φαινόμενο. Το βρέφος χρειάζεται να έχει πίστη στο στήθος της μητέρας του. Η πίστη στους άλλους ανθρώπους και στον εαυτό είναι σημαντική αφού ο άνθρωπος χωρίς πίστη γίνεται στείρος, απελπισμένος, φοβισμένος ως το βαθύτερο σημείο του είναι του. Με βάση το είναι, η πίστη είναι ένας εσωτερικός προσανατολισμός, μια θέση (Fromm, 1978). Η πίστη του είναι μοιάζει να διέπει αρκετά το μεταβατικό αντικείμενο του Winnicott, αφού περιγράφει την πίστη του βρέφους στο στήθος της μητέρας και την αρχή της πίστης του στον εαυτό.
Στη βάση της άποψης που λέει ότι η κατανάλωση αποτελεί μια νέα μορφή θρησκείας, η υπερβατική λειτουργία της κατανάλωσης χρειάζεται να ληφθεί υπόψη. Στα πλαίσια της κατανάλωσης, μια τέτοια υπερβατικότητα εκδηλώνεται με πολλούς τρόπους και αποτελεί μια ματιά στο απόλυτο νόημα της ζωής ή την ανησυχία στη ζωή. Το μεταβατικό αντικείμενο του Winnicott έχει κάποια κοινά με την υπερβατική λειτουργία. Και τα δύο λειτουργούν ως διαμεσολαβητές ανάμεσα σε οντολογικά αντίθετα (πραγματικότητα/ψευδαίσθηση, μέσα/έξω) για να επιτρέψουν μια μετάβαση σε κάτι τρίτο. Όπως η υπερβατική λειτουργία, έτσι και το μεταβατικό αντικείμενο δημιουργεί έναν ενδιάμεσο χώρο εμπειρίας.
Πάντως το βρέφος με τον ενδιάμεσο χώρο του μεταβατικού αντικειμένου προσεγγίζει την ελευθερία του διαφοροποιώντας τον εαυτό του από τη μητέρα. Με παρόμοιο τρόπο ο καταναλωτής, ως νέο βρέφος, μοιάζει να επιχειρεί να προσεγγίσει τη διαφοροποίησή του από τους άλλους καταναλωτές, με τον ενδιάμεσο χώρο των καταναλωτικών αντικειμένων για το χτίσιμο της ατομικής του ταυτότητας. Αυτό που διαφοροποιεί το μεταβατικό αντικείμενο από τα καταναλωτικά αντικείμενα είναι η σχέση, η συναισθηματική επένδυση, η πίστη. Αλλά και η στάση του βρέφους προέρχεται από το βαθύ του είναι. Από την άλλη, η στάση του καταναλωτή προέρχεται από μια κτητική αφετηρία. Υποτασσόμενος στους νόμους της κατανάλωσης, αυτή είναι η αρχή της πορείας του προς τη φαινομενική ελευθερία του.
Η ελευθερία χαρακτηρίζει το είναι, την ανθρώπινη ύπαρξη. Η κοινωνική ιστορία του ανθρώπου ξεκίνησε με την ανάδυση του από μια κατάσταση ενότητας με τον φυσικό κόσμο, σε μια συνειδητοποίηση του εαυτού του ως μια οντότητα ξεχωριστή από τη φύση και τους ανθρώπους που την περιβάλλουν. Η ανθρωπιστική ψυχανάλυση του Fromm υποθέτει ότι ο διαχωρισμός της ανθρωπότητας από τον φυσικό κόσμο έχει δημιουργήσει συναισθήματα μοναξιάς και απομόνωσης, μια κατάσταση που ονομάζεται βασικό άγχος.
Στην ιστορία ενός ατόμου συναντάμε την ίδια διαδικασία. Ένα παιδί γεννιέται όταν δεν είναι πλέον ένα με τη μητέρα του και γίνεται βιολογική οντότητα ξεχωριστή από αυτήν. Στην πορεία προς την ανεξαρτητοποίηση από τη μητέρα, το παιδί αποκτά μεγαλύτερη ελευθερία να εκφράσει την ατομικότητά του. Ωστόσο, ταυτόχρονα βιώνει το βάρος της ελευθερίας, δηλαδή την απώλεια της ασφάλειας από τη μητέρα. Αυτό προκαλεί βασικό άγχος.
Κατά τον παιδίατρο και ψυχαναλυτή Winnicott, στα πρώτα χρόνια της ζωής τους, τα παιδιά δημιουργούν προσκολλήσεις σε ορισμένα αντικείμενα, όπως αρκουδάκια, άλλα μαλακά αντικείμενα ή κουρέλια. Αυτά τα αντικείμενα, τα οποία ονόμασε μεταβατικά αντικείμενα, βρίσκονται στα μισά της διαδρομής μεταξύ της εσωτερικής και της εξωτερικής πραγματικότητας του βρέφους, παρέχοντας γέφυρες μεταξύ του εσωτερικού και του εξωτερικού του κόσμου. Ο Winnicott (1971) εξηγεί πως το αντικείμενο αντιπροσωπεύει τη μετάβαση του βρέφους από μια κατάσταση συγχώνευσης με τη μητέρα σε μια κατάσταση ύπαρξης ως κάτι ξεχωριστό, έξω από αυτή. Το μεταβατικό αντικείμενο αποτελεί αντικείμενο που αφορά το είναι του βρέφους και τον τρόπο ύπαρξής του και λειτουργεί κατευναστικά για το άγχος του στην πορεία προς την ελευθερία.
Όσον αφορά τον ενήλικα καταναλωτή, με ένα διαμεσολαβημένο τρόπο, τα αντικείμενα αφορούν το είναι του, την ταυτότητά του. Υπάρχει η άποψη ότι τα υλικά αντικείμενα γίνονται μέρη ενός προεκτεινόμενου εαυτού (James, 1961). Η ελευθερία των καταναλωτών εκπληρώνει μια ναρκισσιστική λειτουργία, προσφέροντας ευκαιρίες για ενίσχυση της εικόνας εαυτού (Lasch, 1980).
Ένα ευρύ φάσμα αντικειμένων όχι τόσο σημαντικά όσο τα μεταβατικά αντικείμενα των παιδιών, όμως φορείς ισχυρών εικόνων, επιτρέπουν στους καταναλωτές να τα επιλέγουν συνειδητά η ασυνείδητα μεταξύ πολλών επιλογών, υποσχόμενα να στυλιζάρουν τις ατομικές τους ταυτότητες.Σε αντίθεση με τα παιδιά που δημιουργούν προσκολλήσεις με τα αντικείμενά τους, οι δυτικοί καταναλωτές δε δημιουργούν βαθιές σχέσεις με την πλειοψηφία των προϊόντων που καταναλώνουν αλλά μια χρηστική σχέση έχοντας συνείδηση των συμπερασμάτων που θα αντλήσουν οι άλλοι από αυτούς και από τους τρόπους με τους οποίους θα επηρεαστεί η εικόνα τους (Gabriel, 2015). Το αυτοκίνητο, για παράδειγμα, δεν είναι αντικείμενο αγάπης για τον ιδιοκτήτη αλλά ένα κοινωνικό σύμβολο, μια προέκταση της δύναμής του, ένα υποστήριγμα του εγώ (Fromm, 1978). Φαίνεται λοιπόν για τους ενήλικες καταναλωτές τα αντικείμενα να αφορούν σε ένα πρώτο επίπεδο το έχειν αλλά να προσδιορίζουν σε ένα δεύτερο και το είναι τους με ποικίλους τρόπους, ως προεκτάσεις του εαυτού, απουσία βαθιάς συναισθηματικής επένδυσης.
Μια άλλη άποψη υποστηρίζει ότι η κατανάλωση είναι μια νέα μορφή θρησκείας με αντικείμενα λατρείας τα καταναλωτικά αγαθά και τόπους λατρείας τα εμπορικά κέντρα. Όμως η κατανάλωση ως μορφή θρησκείας προϋποθέτει την πίστη. Η ιδέα της πίστης, από θρησκευτική, πολιτική ή προσωπική άποψη, μπορεί να έχει δύο εντελώς διαφορετικές σημασίες, αναλόγως αν χρησιμοποιείται με βάση το έχειν ή με βάση το είναι (Fromm, 1978). Με βάση το έχειν, πίστη είναι να παίρνει κανείς μια απάντηση σε κάτι που δεν έχει λογική απόδειξη. Αποτελείται από τυπολογίες που έχουν φτιάξει άλλοι, είναι το εισιτήριο εισόδου σε μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων και δίνει την αίσθηση της σιγουριάς, της πραγματικής ή της φανταστικής δύναμης, με αντάλλαγμα την απώλεια της ανεξαρτησίας (Fromm, 1978). Αναμφίβολα αν θέλει κανείς να προσδιορίσει την πίστη στη θρησκεία της κατανάλωσης, αυτή είναι η πίστη του έχειν.
Η πίστη με βάση το είναι, είναι ένα εντελώς διαφορετικό φαινόμενο. Το βρέφος χρειάζεται να έχει πίστη στο στήθος της μητέρας του. Η πίστη στους άλλους ανθρώπους και στον εαυτό είναι σημαντική αφού ο άνθρωπος χωρίς πίστη γίνεται στείρος, απελπισμένος, φοβισμένος ως το βαθύτερο σημείο του είναι του. Με βάση το είναι, η πίστη είναι ένας εσωτερικός προσανατολισμός, μια θέση (Fromm, 1978). Η πίστη του είναι μοιάζει να διέπει αρκετά το μεταβατικό αντικείμενο του Winnicott, αφού περιγράφει την πίστη του βρέφους στο στήθος της μητέρας και την αρχή της πίστης του στον εαυτό.
Στη βάση της άποψης που λέει ότι η κατανάλωση αποτελεί μια νέα μορφή θρησκείας, η υπερβατική λειτουργία της κατανάλωσης χρειάζεται να ληφθεί υπόψη. Στα πλαίσια της κατανάλωσης, μια τέτοια υπερβατικότητα εκδηλώνεται με πολλούς τρόπους και αποτελεί μια ματιά στο απόλυτο νόημα της ζωής ή την ανησυχία στη ζωή. Το μεταβατικό αντικείμενο του Winnicott έχει κάποια κοινά με την υπερβατική λειτουργία. Και τα δύο λειτουργούν ως διαμεσολαβητές ανάμεσα σε οντολογικά αντίθετα (πραγματικότητα/ψευδαίσθηση, μέσα/έξω) για να επιτρέψουν μια μετάβαση σε κάτι τρίτο. Όπως η υπερβατική λειτουργία, έτσι και το μεταβατικό αντικείμενο δημιουργεί έναν ενδιάμεσο χώρο εμπειρίας.
Πάντως το βρέφος με τον ενδιάμεσο χώρο του μεταβατικού αντικειμένου προσεγγίζει την ελευθερία του διαφοροποιώντας τον εαυτό του από τη μητέρα. Με παρόμοιο τρόπο ο καταναλωτής, ως νέο βρέφος, μοιάζει να επιχειρεί να προσεγγίσει τη διαφοροποίησή του από τους άλλους καταναλωτές, με τον ενδιάμεσο χώρο των καταναλωτικών αντικειμένων για το χτίσιμο της ατομικής του ταυτότητας. Αυτό που διαφοροποιεί το μεταβατικό αντικείμενο από τα καταναλωτικά αντικείμενα είναι η σχέση, η συναισθηματική επένδυση, η πίστη. Αλλά και η στάση του βρέφους προέρχεται από το βαθύ του είναι. Από την άλλη, η στάση του καταναλωτή προέρχεται από μια κτητική αφετηρία. Υποτασσόμενος στους νόμους της κατανάλωσης, αυτή είναι η αρχή της πορείας του προς τη φαινομενική ελευθερία του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου