ΟΡ. ἔσται· πυθέσθαι δ᾽ οὐδέν ἐστ᾽ ἔξω δρόμου,
515 πόθεν χοὰς ἔπεμψεν, ἐκ τίνος λόγου
μεθύστερον τιμῶσ᾽ ἀνήκεστον πάθος;
θανόντι δ᾽ οὐ φρονοῦντι δειλαία χάρις
ἐπέμπετ᾽· οὐκ ἔχοιμ᾽ ἂν εἰκάσαι τάδε
τὰ δῶρα, μείω δ᾽ ἐστὶ τῆς ἁμαρτίας.
520 τὰ πάντα γάρ τις ἐκχέας ἀνθ᾽ αἵματος
ἑνός—μάτην ὁ μόχθος· ὧδ᾽ ἔχει λόγος.
θέλοντι δ᾽, εἴπερ οἶσθ᾽, ἐμοὶ φράσον τάδε.
ΧΟ. οἶδ᾽, ὦ τέκνον, παρῆ γάρ· ἔκ τ᾽ ὀνειράτων
καὶ νυκτιπλάγκτων δειμάτων πεπαλμένη
525 χοὰς ἔπεμψε τάσδε δύσθεος γυνή.
ΟΡ. ἦ καὶ πέπυσθε τοὔναρ, ὥστ᾽ ὀρθῶς φράσαι;
ΧΟ. τεκεῖν δράκοντ᾽ ἔδοξεν, ὡς αὐτὴ λέγει.
ΟΡ. καὶ ποῖ τελευτᾷ καὶ καρανοῦται λόγος;
ΧΟ. ἐν σπαργάνοισι παιδὸς ὁρμίσαι δίκην.
530 ΟΡ. τίνος βορᾶς χρῄζοντα, νεογενὲς δάκος;
ΧΟ. αὐτὴ προσέσχε μαστὸν ἐν τὠνείρατι.
ΟΡ. καὶ πῶς ἄτρωτον οὖθαρ ἦν ὑπὸ στύγους;
ΧΟ. ὥστ᾽ ἐν γάλακτι θρόμβον αἵματος σπάσαι.
ΟΡ. οὔτοι μάταιον· ἀνδρὸς ὄψανον πέλει.
535 ΧΟ. ἡ δ᾽ ἐξ ὕπνου κέκλαγεν ἐπτοημένη.
πολλοὶ δ᾽ ἀνῇθον, ἐκτυφλωθέντες σκότῳ,
λαμπτῆρες ἐν δόμοισι δεσποίνης χάριν·
πέμπει δ᾽ ἔπειτα τάσδε κηδείους χοάς,
ἄκος τομαῖον ἐλπίσασα πημάτων.
540 ΟΡ. ἀλλ᾽ εὔχομαι γῇ τῇδε καὶ πατρὸς τάφῳ
τοὔνειρον εἶναι τοῦτ᾽ ἐμοὶ τελεσφόρον.
κρίνω δέ τοί νιν ὥστε συγκόλλως ἔχειν.
εἰ γὰρ τὸν αὐτὸν χῶρον ἐκλιπὼν ἐμοὶ
οὕφις ἐπ᾽ ἀμὰ σπάργαν᾽ † ἠπλείζετο,
545 καὶ μαστὸν ἀμφέχασκ᾽ ἐμὸν θρεπτήριον,
θρόμβῳ τ᾽ ἔμειξεν αἵματος φίλον γάλα,
ἡ δ᾽ ἀμφὶ τάρβει τῷδ᾽ ἐπῴμωξεν πάθει,
δεῖ τοί νιν, ὡς ἔθρεψεν ἔκπαγλον τέρας,
θανεῖν βιαίως· ἐκδρακοντωθεὶς δ᾽ ἐγὼ
550 κτείνω νιν, ὡς τοὔνειρον ἐννέπει τόδε.
ΧΟ. τερασκόπον δὴ τῶνδέ σ᾽ αἱροῦμαι πέρι,
γένοιτο δ᾽ οὕτως. τἄλλα δ᾽ ἐξηγοῦ φίλοις,
τοὺς μέν τι ποιεῖν, τοὺς δὲ μή τι δρᾶν λέγων.
***
ΟΡΕΣΤΗΣ
Θα γίνει· μα δε βλάφτει να ρωτήσω ως τόσο:
πόθεν και πώς σαν στείλει τις χοές; ποιός λόγος
να θυμηθεί το αγιάτρευτο κακό από χρόνια,
και πήε την άθλια χάρη σε νεκρό να στείλει
που δεν αιστάνεται; δε ξέρω τι να εικάσω
γι᾽ αυτά τα δώρα, μα ᾽ναι πάντ᾽ απ᾽ το έγκλημά της
520 πολύ πιο λίγα· κι όλο σου το βιος να δώσεις
για το ένα το αίμα πὄχυσες, του κάκου ο κόπος·
λοιπόν, αν ξέρεις, πες μου ό,τι ζητώ να μάθω.
ΧΟΡΟΣ
Ξέρω, ακριβέ μας, κι ήμουν μπρος· αλαλιασμένη
απ᾽ όνειρα κι από τρομάρες υπνοδιώχτρες,
αυτά τα δώρα η άθεη στέλνει γυναίκα.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Και τ᾽ όνειρο το μάθατε, να μου το πείτε;
ΧΟΡΟΣ
Πως γέννησε φαντάστηκε, λέει, ένα φίδι.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Κι έπειτα τί; ποιό τέλος είχε τ᾽ όνειρό της;
ΧΟΡΟΣ
Στα σπάργανα το τύλιξε σα να ήταν βρέφος.
ΟΡΕΣΤΗΣ
530 Και ποιά νά ᾽βρε θροφή το νεογέννητο τέρας;
ΧΟΡΟΣ
Η ίδια του πρόσφερε βυζί μες στ᾽ όνειρό της.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Κι έμειν᾽ απ᾽ το θεριό απλήγωτο το στήθος;
ΧΟΡΟΣ
Με το γάλα τής τράβηξε και κόμπο γαίμα.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Δε θενα πάει λοιπόν τ᾽ όνειρο αυτό του κάκου.
ΧΟΡΟΣ
Και βγάζει εκείνη μια φωνή τρόμου απ᾽ τον ύπνο,
που αμέσως πλήθος φώτα, που ᾽χαν στο σκοτάδι
τυφλά τα μάτια, ανάψανε στην προσταγή της·
κι έπειτα στέλνει αυτά τα νεκρικά της δώρα
έτσι μ᾽ ελπίδα το κακό πως θα ξορκίσει.
ΟΡΕΣΤΗΣ
540 Μα εγώ παρακαλώ τη Γη κι αυτό το μνήμα
σε καλό τέλος τ᾽ όνειρο να βγει για μένα·
κι αλήθεια κρίνω να ταιριάζει ένα προς ένα:
αφού με μένα βγήκε από τον ίδιο κόρφο
και σαν παιδί στα σπάργανα το φίδι μπήκε
κι άνοιξε στόμα στο βυζί που μ᾽ έχει θρέψει
και κόμπο γαίμ᾽ ανάμιξε σε μάνας γάλα
και τρομαγμένη αυτή ξεφώνησε απ ᾽τον πόνο,
πρέπει, όπως μ᾽ αίμα το ᾽θρεψε τ᾽ άγριο το σκιάχτρο,
να πάει χυμένο το αίμα της· κι εγώ θα γίνω
550 ο δράκος, που είπε τ᾽ όνειρο, να τη σκοτώσω.
ΧΟΡΟΣ
Ονειροκρίτη όσο γι᾽ αυτά λοιπόν σε στρέγω
κι έτσι ας γενεί· για τ᾽ άλλα τώρα οδήγησέ μας,
τί έχει να κάμει ο ένας κι ο άλλος να μην κάμει.
515 πόθεν χοὰς ἔπεμψεν, ἐκ τίνος λόγου
μεθύστερον τιμῶσ᾽ ἀνήκεστον πάθος;
θανόντι δ᾽ οὐ φρονοῦντι δειλαία χάρις
ἐπέμπετ᾽· οὐκ ἔχοιμ᾽ ἂν εἰκάσαι τάδε
τὰ δῶρα, μείω δ᾽ ἐστὶ τῆς ἁμαρτίας.
520 τὰ πάντα γάρ τις ἐκχέας ἀνθ᾽ αἵματος
ἑνός—μάτην ὁ μόχθος· ὧδ᾽ ἔχει λόγος.
θέλοντι δ᾽, εἴπερ οἶσθ᾽, ἐμοὶ φράσον τάδε.
ΧΟ. οἶδ᾽, ὦ τέκνον, παρῆ γάρ· ἔκ τ᾽ ὀνειράτων
καὶ νυκτιπλάγκτων δειμάτων πεπαλμένη
525 χοὰς ἔπεμψε τάσδε δύσθεος γυνή.
ΟΡ. ἦ καὶ πέπυσθε τοὔναρ, ὥστ᾽ ὀρθῶς φράσαι;
ΧΟ. τεκεῖν δράκοντ᾽ ἔδοξεν, ὡς αὐτὴ λέγει.
ΟΡ. καὶ ποῖ τελευτᾷ καὶ καρανοῦται λόγος;
ΧΟ. ἐν σπαργάνοισι παιδὸς ὁρμίσαι δίκην.
530 ΟΡ. τίνος βορᾶς χρῄζοντα, νεογενὲς δάκος;
ΧΟ. αὐτὴ προσέσχε μαστὸν ἐν τὠνείρατι.
ΟΡ. καὶ πῶς ἄτρωτον οὖθαρ ἦν ὑπὸ στύγους;
ΧΟ. ὥστ᾽ ἐν γάλακτι θρόμβον αἵματος σπάσαι.
ΟΡ. οὔτοι μάταιον· ἀνδρὸς ὄψανον πέλει.
535 ΧΟ. ἡ δ᾽ ἐξ ὕπνου κέκλαγεν ἐπτοημένη.
πολλοὶ δ᾽ ἀνῇθον, ἐκτυφλωθέντες σκότῳ,
λαμπτῆρες ἐν δόμοισι δεσποίνης χάριν·
πέμπει δ᾽ ἔπειτα τάσδε κηδείους χοάς,
ἄκος τομαῖον ἐλπίσασα πημάτων.
540 ΟΡ. ἀλλ᾽ εὔχομαι γῇ τῇδε καὶ πατρὸς τάφῳ
τοὔνειρον εἶναι τοῦτ᾽ ἐμοὶ τελεσφόρον.
κρίνω δέ τοί νιν ὥστε συγκόλλως ἔχειν.
εἰ γὰρ τὸν αὐτὸν χῶρον ἐκλιπὼν ἐμοὶ
οὕφις ἐπ᾽ ἀμὰ σπάργαν᾽ † ἠπλείζετο,
545 καὶ μαστὸν ἀμφέχασκ᾽ ἐμὸν θρεπτήριον,
θρόμβῳ τ᾽ ἔμειξεν αἵματος φίλον γάλα,
ἡ δ᾽ ἀμφὶ τάρβει τῷδ᾽ ἐπῴμωξεν πάθει,
δεῖ τοί νιν, ὡς ἔθρεψεν ἔκπαγλον τέρας,
θανεῖν βιαίως· ἐκδρακοντωθεὶς δ᾽ ἐγὼ
550 κτείνω νιν, ὡς τοὔνειρον ἐννέπει τόδε.
ΧΟ. τερασκόπον δὴ τῶνδέ σ᾽ αἱροῦμαι πέρι,
γένοιτο δ᾽ οὕτως. τἄλλα δ᾽ ἐξηγοῦ φίλοις,
τοὺς μέν τι ποιεῖν, τοὺς δὲ μή τι δρᾶν λέγων.
***
ΟΡΕΣΤΗΣ
Θα γίνει· μα δε βλάφτει να ρωτήσω ως τόσο:
πόθεν και πώς σαν στείλει τις χοές; ποιός λόγος
να θυμηθεί το αγιάτρευτο κακό από χρόνια,
και πήε την άθλια χάρη σε νεκρό να στείλει
που δεν αιστάνεται; δε ξέρω τι να εικάσω
γι᾽ αυτά τα δώρα, μα ᾽ναι πάντ᾽ απ᾽ το έγκλημά της
520 πολύ πιο λίγα· κι όλο σου το βιος να δώσεις
για το ένα το αίμα πὄχυσες, του κάκου ο κόπος·
λοιπόν, αν ξέρεις, πες μου ό,τι ζητώ να μάθω.
ΧΟΡΟΣ
Ξέρω, ακριβέ μας, κι ήμουν μπρος· αλαλιασμένη
απ᾽ όνειρα κι από τρομάρες υπνοδιώχτρες,
αυτά τα δώρα η άθεη στέλνει γυναίκα.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Και τ᾽ όνειρο το μάθατε, να μου το πείτε;
ΧΟΡΟΣ
Πως γέννησε φαντάστηκε, λέει, ένα φίδι.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Κι έπειτα τί; ποιό τέλος είχε τ᾽ όνειρό της;
ΧΟΡΟΣ
Στα σπάργανα το τύλιξε σα να ήταν βρέφος.
ΟΡΕΣΤΗΣ
530 Και ποιά νά ᾽βρε θροφή το νεογέννητο τέρας;
ΧΟΡΟΣ
Η ίδια του πρόσφερε βυζί μες στ᾽ όνειρό της.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Κι έμειν᾽ απ᾽ το θεριό απλήγωτο το στήθος;
ΧΟΡΟΣ
Με το γάλα τής τράβηξε και κόμπο γαίμα.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Δε θενα πάει λοιπόν τ᾽ όνειρο αυτό του κάκου.
ΧΟΡΟΣ
Και βγάζει εκείνη μια φωνή τρόμου απ᾽ τον ύπνο,
που αμέσως πλήθος φώτα, που ᾽χαν στο σκοτάδι
τυφλά τα μάτια, ανάψανε στην προσταγή της·
κι έπειτα στέλνει αυτά τα νεκρικά της δώρα
έτσι μ᾽ ελπίδα το κακό πως θα ξορκίσει.
ΟΡΕΣΤΗΣ
540 Μα εγώ παρακαλώ τη Γη κι αυτό το μνήμα
σε καλό τέλος τ᾽ όνειρο να βγει για μένα·
κι αλήθεια κρίνω να ταιριάζει ένα προς ένα:
αφού με μένα βγήκε από τον ίδιο κόρφο
και σαν παιδί στα σπάργανα το φίδι μπήκε
κι άνοιξε στόμα στο βυζί που μ᾽ έχει θρέψει
και κόμπο γαίμ᾽ ανάμιξε σε μάνας γάλα
και τρομαγμένη αυτή ξεφώνησε απ ᾽τον πόνο,
πρέπει, όπως μ᾽ αίμα το ᾽θρεψε τ᾽ άγριο το σκιάχτρο,
να πάει χυμένο το αίμα της· κι εγώ θα γίνω
550 ο δράκος, που είπε τ᾽ όνειρο, να τη σκοτώσω.
ΧΟΡΟΣ
Ονειροκρίτη όσο γι᾽ αυτά λοιπόν σε στρέγω
κι έτσι ας γενεί· για τ᾽ άλλα τώρα οδήγησέ μας,
τί έχει να κάμει ο ένας κι ο άλλος να μην κάμει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου