Όπως τα γενεαλογικά/μυθογραφικά έργα έχουν τις απαρχές τους στη Θεογονία του Ησιόδου, έτσι και το εθνογραφικό/γεωγραφικό ενδιαφέρον είναι ήδη έντονο στα ομηρικά έπη, και ιδιαίτερα στην Οδύσσεια (αρκεί να θυμίσουμε τις «εθνολογικές» παρατηρήσεις για τους Κύκλωπες στην 9η ραψωδία). Εθνολογικού/γεωγραφικού περιεχομένου ήταν και το μη σωζόμενο έπος Ἀριμάσπεια του Αριστέα από την Προκόννησο (μέσα του 6ου αι. π.Χ.) που περιέγραφε τους λαούς της Βόρειας Σκυθίας, όπως επίσης και ο Περίπλους του Σκύλακα του Καρυανδέα που περιείχε την αφήγηση ενός ταξιδιού από τον Ινδό ποταμό μέχρι την Ερυθρά Θάλασσα ή ο Περίπλους του Ευθυμένη από τη Μασσαλία (δεύτερο μισό 6ου αι.· ταξίδι κατά μήκος των δυτικών ακτών της Αφρικής).
Aφετηρία του είδους αποτελεί το έργο του Εκαταίου του Μιλήσιου (FGrHist 1) Περιήγησις Γῆς (ενίοτε τιτλοφορείται και Περίοδος Γῆς), που συνόδευε και επεξηγούσε τον παγκόσμιο χάρτη τον οποίο είχε καταρτίσει με βάση τον χάρτη του Αναξιμάνδρου. Χωριζόταν σε δύο βιβλία που έφεραν τους τίτλους Ευρώπη και Ασία. Το έργο, αν κρίνουμε από τα εξαιρετικά σύντομα αποσπάσματα που σώζονται, περιείχε πληροφορίες για την φύσιν κάθε περιγραφόμενης περιοχής, τους νόμους των κατοίκων της και τα θωμάσιά της. Μια πιο συγκεκριμένη εικόνα σχετικά με τη διάρθρωση και το περιεχόμενο της Περιηγήσεως προκύπτει από την ανάλυση του λιβυκού λόγου του Ηροδότου (4.168-199), ο οποίος βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στο έργο του Εκαταίου. Ο Μιλήσιος φαίνεται ότι κατέβαλε προσπάθεια να εντοπίσει τη θέση των διαφόρων τόπων τόσο πάνω στην επιφάνεια της γης όσο και σε σχέση μεταξύ τους, μνημονεύοντας σημεία του ορίζοντα, προσέχοντας τα φυσικά σύνορα και διαιρώντας τη γη σε οιονεί γεωμετρικά σχήματα -κάτι που επισύρει την αυστηρή κριτική του Ηροδότου.
Μετά τον Εκαταίο κάνουν την εμφάνισή τους έργα τα οποία πραγματεύονται εθνολογικές, γεωγραφικές αλλά και ταυτόχρονα ιστορικές πτυχές ενός λαού ή μιας χώρας. Ο συνδυασμός εθνογραφικών και ιστορικών πληροφοριών στο ίδιο έργο καθιερώνεται με τις εκτεταμένες εθνογραφικές παρεκβάσεις που απαντούν κυρίως στα πρώτα 4 βιβλία των Ιστοριών του Ηροδότου.
Τα πρώτα Περσικά συντάσσονται από τον σύγχρονο του Εκαταίου Διονύσιο τον Μιλήσιο (ο οποίος έγραψε και ένα καθαρά «ιστορικό» έργο, Τὰ μετὰ Δαρεῖον, σε 5 βιβλία), και ακολουθούν ο Ελλάνικος από τη Λέσβο (FGrHist 4· σύγχρονος του Ηρόδοτου) με πλούσιο εθνογραφικό-γεωγραφικό έργο (Αἰγυπτιακά, Κυπριακά, Λυδιακά, Περσικά, Σκυθικά, Αἰολικά (= Λεσβι[α]κά;), Ἀργολικά, Περί Ἀρκαδίας, Βοιωτιακά, Θετταλικά κλπ.) και ο επίσης πολυγράφος Χάρων ο Λαμψακηνός (FGrHist 687b· τέλη του 5ου αι.) (η Σούδα μνημονεύει μεταξύ άλλων Αἰθιοπικά, Περσικά, Ἑλληνικά, Περὶ Λαμψάκου, Λιβυκά, Κρητικά, Περίπλους ἐκτὸς τῶν Ἡρακλέουςστηλῶν), ενώ ο εξελληνισμένος Λυδός Ξάνθος (FGrHist 765· μάλλον σύγχρονος του Ηρόδοτου) συνέγραψε Λυδιακὰ σε 4 βιβλία.
Κύριος εκπρόσωπος του είδους των Περσικών μετά τον Ηρόδοτο υπήρξε ο Κτησίας από την Κνίδο (FGrHist 688· δεύτερο μισό 5ου αι. -πρώτες δεκαετίες 4ου αι.). Τα εκτενέστατα Περσικά που έγραψε σε 23 βιβλία κάλυπταν το χρονικό διάστημα από την εποχή της αυτοκρατορίας των Ασσυρίων και της Μηδικής και Περσικής αυτοκρατορίας έως το 6ο έτος της βασιλείας του Αρταξέρξη Β' (398 π.Χ.), όταν ο Κτησίας έφυγε από την περσική βασιλική αυλή όπου υπηρετούσε ως ο ιατρός του Αρταξέρξη και της μητέρας του, της Παρυσάτιδος. Η αξιοπιστία του Κτησία αμφισβητήθηκε έντονα ήδη από τον 4ο αι. π.Χ. (επικρίθηκε -όπως άλλωστε και ο Ηρόδοτος- ιδίως για τις πολυάριθμες φανταστικές ιστορίες που περιέλαβε στο έργο του)· η σύγχρονη έρευνα τείνει να τον θεωρήσει έγκυρη πηγή για τα πλέον πρόσφατα γεγονότα που αφηγείται στα Περσικά. Ο Κτησίας έγραψε επίσης Ινδικά (σε 1 βιβλίο) με πολύ πιο έντονο το εθνογραφικό/γεωγραφικό (αλλά και το φανταστικό) παρά το ιστορικό στοιχείο, καθώς και (ακολουθώντας προφανώς τον Εκαταίο) μια Περιήγησιν (ή Περίοδον) Γῆς (σε 3 βιβλία), από την οποία σώζονται ελάχιστα αποσπάσματα. Περσικά κατά τη διάρκεια του 4ου αι. και λίγο πριν διαλυθεί η Περσική αυτοκρατορία έγραψαν επίσης ο Δ(ε)ίνων (FGrHist 690· κατά το πρότυπο του Κτησία και με ιδιαίτερη έμφαση στο τυπικό της Περσικής αυλής και τη θρησκεία των Περσών) και ο Ηρακλείδης από την Κύμη (μέσα του 4ου αι.· FGrHist 689)· τα Περσικά του σε 5 βιβλία (σώζονται 8 αποσπάσματα) είναι μια αξιόπιστη πηγή για λεπτομέρειες των Περσικών αυλικών πρακτικών.
Η ακμή της εθνογραφικής/γεωγραφικής γραμματείας τοποθετείται χωρίς αμφιβολία στην ελληνιστική εποχή, όταν οι κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου προσφέρουν πλούσιο υλικό για τις περιοχές και τους λαούς με τους οποίους έρχονται σε άμεση επαφή οι Έλληνες. Από τη μια πλευρά, κατά την περίοδο αυτή τόσο οι λεγόμενοι ιστορικοί του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των Διαδόχων όσο και οι συντάκτες παγκόσμιων ιστοριών (π.χ. ο Πολύβιος και ο Ποσειδώνιος) συνεχίζουν την πρακτική του Ηροδότου, παρεμβάλλοντας στα έργα τους εκτεταμένες εθνογραφικές/γεωγραφικές παρεκβάσεις. Από την άλλη συντάσσονται και εξειδικευμένα εθνογραφικά (με εκτενέστερο ή λιγότερο εκτενές και το ιστορικό στοιχείο) έργα.
Ο Εκαταίος από τα Άβδηρα (FGrHist 264· περ. 350-290 π.Χ.) γράφει Αιγυπτιακά, τα οποία, εκτός των εκτενέστατων περιγραφών της θρησκείας, των ηθών και εθίμων των Αιγυπτίων και της γεωγραφίας της χώρας τους, προέβαλαν και το πρότυπο μιας ιδανικής πολιτείας στο παράδειγμα της Αιγύπτου υπό τον Πτολεμαίο Α' τον Λάγου. Τα Αιγυπτιακά του Εκαταίου αποτελούν την κύρια πηγή της αιγυπτιακής αφήγησης του Διόδωρου (1.10-98). Ο Εκαταίος έγραψε και το έργο Περί Υπερβορέων, μια αφήγηση ενός φανταστικού ταξιδιού σε ένα νησί του απώτατου Βορρά, στο οποίο υποτίθεται πως κατοικούσαν οι θρυλικοί Υπερβόρειοι. Ο Αιγύπτιος Μανέθων (ή Μάνεθως/Μανεθῶ· FgrHist 609) (πρώτο μισό του 3ου αι. π.Χ.) γράφει και αυτός Αιγυπτιακά σε 3 βιβλία· η αφήγηση της αιγυπτιακής ιστορίας εκτείνεται από την προδυναστική εποχή έως το τέλος της 30ης δυναστείας (343 π.Χ., όταν ο Φαραώ Νεκτανεβός παραδίδει τη βασιλεία στον Αρταξέρξη Γ' τον Ώχο). Το έργο του Μανέθωνα βασίζεται εν μέρει σε αξιόπιστες αιγυπτιακές πηγές και είχε ως κύριο στόχο να εξοικειώσει, με υπεύθυνο τρόπο, τους Έλληνες με τον πολιτισμό και τη θρησκεία των Αιγυπτίων.
Αντίστοιχο προς τα Αιγυπτιακά του Μανέθωνα έργο αποτελούν τα τρίτομα Βαβυλωνιακά Βηρωσ(σ)ού (FGrHist 680), που υπήρξε ιερέας του ύψιστου θεού των Βαβυλωνίων Βήλου και αφιέρωσε το έργο του στον Αντίοχο Α' Σωτήρα (281-261 π.X.). Τα Βαβυλωνιακά περιείχαν περιγραφή της Βαβυλωνίας και αφήγηση της ιστορίας της από τη δημιουργία του κόσμου από τον Βήλο έως τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Όπως ο Μανέθων, έτσι και ο Βηρωσός βασίστηκε σε αυθεντικές βαβυλωνιακές πηγές· το έργο του αποτέλεσε πολύτιμη πηγή για μεταγενέστερους Ιουδαίους και Χριστιανούς συγγραφείς λόγω των πολυάριθμων σημείων επαφής του με την Παλαιά Διαθήκη.
Την ίδια περίπου εποχή ο Μεγασθένης (FGrHist 715), o oποίος έζησε επί μακρό χρονικό διάστημα ως απεσταλμένος του Σέλευκου Α' (312-280) στην αυλή του Ινδού βασιλιά Σανδράκοττου και ταξίδεψε στις άγνωστες στους Έλληνες ανατολικές περιοχές της Ινδίας, έγραψε Ινδικά σε 4 βιβλία που βασίζονταν σε μεγάλο βαθμό σε προσωπική αυτοψία και έρευνα. Το εθνογραφικό/γεωγραφικό ενδιαφέρον υπερισχύει -ο Μεγασθένης βαδίζει φανερά στα χνάρια της αρχαίας ιωνικής ἱστορίης: γεωγραφία, πανίδα, χλωρίδα, εθνολογικές παρατηρήσεις, ήθη και έθιμα, κοινωνικές συνθήκες (οι ινδικές «κάστες»), η ινδική φιλοσοφία, η αρχαιολογία και οι μύθοι της Ινδίας αποτελούν τα θέματα των Ινδικών, τα οποία στο τελευταίο βιβλίο πραγματεύονταν και την ινδική ιστορία έως την εποχή του Σανδράκοττου. Παρόλο που ο Ερατοσθένης και ο Στράβωνας τον αποκαλούν ψευδολόγον, ο Μεγασθένης συνέταξε την πιο αξιόπιστη περιγραφή της Ινδίας κατά την αρχαιότητα και είναι ευτύχημα το γεγονός ότι ο Διόδωος, ο Στράβωνας και ο Αρριανός παραδίδουν εκτενή αποσπάσματα από το έργο του που μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε για αυτό το συναρπαστικό έργο μια ικανοποιητική εικόνα. Ινδικά συνέγραψε στα χνάρια του Μεγασθένη την εποχή του Αντίοχου Σωτήρα (293-261) και ο Δηίμαχος από τις Πλαταιές (FGrHist 716).
Εθνογραφικό περιεχόμενο είχε και το έργο του Αγαθαρχίδη από την Κνίδο (FGrHist 86· περ. 200-120) Περὶ τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης σε 5 βιβλία, από το οποίο παραδίδονται εκτενή αποσπάσματα στον Φώτιο και τον Διόδωρο. Οι ιδιαίτερα αξιόπιστες πληροφορίες για το νότιο τμήμα της οικουμένης που περιείχε το έργο αντλούνται από προσωπική έρευνα, επίσημα έγγραφα της πτολεμαϊκής αυλής και προγενέστερους συγγραφείς (Εκαταίος, Ηρόδοτος, Κτησίας, Έφορος, Ερατοσθένης) και προσφέρουν μια εντυπωσιακή εικόνα π.χ. διαφόρων πρωτόγονων λαών της περιοχής, ακριβείς περιγραφές της Αραβίας ή της Ανατολικής Αφρικής. Σημαντικές είναι και οι διάσπαρτες στο έργο θεωρητικές περί ιστοριογραφίας σκέψεις, καθώς και οι παρατηρήσεις για τις άθλιες συνθήκες των δούλων που εργάζονταν στα χρυσωρυχεία των Πτολεμαίων στη νότια Αίγυπτο. Ο Αγαθαρχίδης έγραψε και Ασιατικά σε 10 και Ευρωπιακά σε 49 βιβλία, προσέφερε δηλαδή μια συνολική περιγραφή της οικουμένης, η οποία περιελάμβανε και την αφήγηση της ιστορίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου