Η συνεχής ιστορία (perpetua historia κατά τον Κικέρωνα, Fam. 5.12.2 που το διακρίνει από την πολεμική μονογραφία) ή Ελληνικά εμφανίζεται στα τέλη του 5ου/πρώτο μισό του 4ου αι. π.Χ. και αποτελεί, μαζί με την παγκόσμια ιστορία ένα από τα κύρια ιστοριογραφικά είδη στους εκπροσώπους του οποίου οφείλουμε μεγάλο μέρος των γνώσεών μας για την αρχαία ιστορία. Παρόλο που ο τίτλος Ελληνικά παραδίδεται ήδη για ένα έργο του Χάρωνα του Λαμψακηνού (τέλος του 5ου αι.), από το οποίο όμως δεν σώζεται ούτε ένα απόσπασμα, το είδος είναι προφανές ότι ανάγεται στους λεγόμενους «συνεχιστές» του έργου του Θουκυδίδη: o Ξενοφώντας, ο Θεόπομπος και ο ανώνυμος ιστορικός της Οξυρύγχου γράφουν, την ίδια σχεδόν εποχή, και οι τρεις Ελληνικά με τα οποία συνεχίζουν την Ιστορία του Θουκυδίδη που διακόπτεται, ως γνωστόν, απότομα στο μέσο της αφήγησης των γεγονότων του 411 π.Χ. Τα Ελληνικά συνεπώς ορίζονται ως είδος σύγχρονης (ή σχεδόν σύγχρονης) με τον συγγραφέα τους ιστορίας που πραγματεύεται σε συνεχή αφήγηση (και φυσικά κατά χρονολογική σειρά) γεγονότα τα οποία έχουν συμβεί στον ελλαδικό ή τον αιγαιακό χώρο -δεν περιορίζονται με άλλα λόγια σε μία συγκεκριμένη πόλη, ένα συγκεκριμένο άτομο ή έναν συγκεκριμένο πόλεμο και δεν λαμβάνουν υπόψη τους (παρά μόνον παρεμπιπτόντως) στοιχεία που υπερβαίνουν τα χρονολογικά ή γεωγραφικά όριά τους. O τίτλος πάντως Ελληνικά παύει να παραδίδεται μετά τους συνεχιστές του Θουκυδίδη, ίσως γιατί με την είσοδο της Μακεδονίας στην κεντρική πολιτική σκηνή της Ελλάδας η εξιστόρηση των γεγονότων δεν μπορούσε πλέον να χαρακτηρισθεί με το επίθετο αυτό -ο Δούρις από τη Σάμο είναι χαρακτηριστικό ότι τιτλοφορεί το κύριο ιστορικό έργο του, το οποίο πραγματεύεται τα γεγονότα από τον θάνατο του πατέρα του Φιλίππου Β' Αμύντα (370/69) έως τον θάνατο του Λυσίμαχου (283) Μακεδονικά.
Ξενοφώντας, Ελληνικά
Το έργο (σε 7 βιβλία) συνεχίζει την Ιστορία του Θουκυδίδη ακριβώς από το σημείο στο οποίο αυτή διακόπτεται (είναι περίφημες οι πρώτες λέξεις των Ελληνικών με την ευθεία αναφορά τους στη θουκυδίδεια αφήγηση: Μετὰ δὲ ταῦτα …), καλύπτει τη χρονική περίοδο από το 411 έως το 362 π.Χ. και μπορεί να διαιρεθεί σε τρία μέρη, που διαφέρουν μεταξύ τους σημαντικά σε ιστορική μέθοδο, ύφος και αφηγηματικό τρόπο. Τα πρώτα δύο βιβλία πραγματεύονται με θουκυδίδειο τρόπο τη συνέχεια και το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, την κυριαρχία των Τριάκοντα και την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 403/2. Ο Ξενοφώντας υιοθετεί τη θουκυδίδεια διαίρεση του έτους σε θέρη και χειμώνες, προσφέρει ακριβείς χρονολογήσεις και αριθμητικές ενδείξεις, γράφει σε λιτό, απρόσωπο ύφος, η προσπάθεια για αντικειμενική εξιστόρηση είναι εμφανής -με άλλα λόγια προσπαθεί να μιμηθεί το μεγάλο πρότυπό του. Τα υπόλοιπα δύο τμήματα του έργου απομακρύνονται αισθητά από τον τρόπο του Θουκυδίδη. Στο τμήμα ΙΙΙ 1 - V 1 περιγράφεται ο πόλεμος Περσών και Σπαρτιατών στη Μ. Ασία από το 401 έως το 386 (με παράλληλη αναφορά στα ελλαδικά γεγονότα): πηγή των πληροφοριών είναι σχεδόν αποκλειστικά οι προσωπικές αναμνήσεις και παρατηρήσεις του ιστορικού, η φιλολακωνική τάση εμφανέστατη, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος τίθεται η προσωπικότητα του Σπαρτιάτη βασιλιά Αγησίλαου. Τέλος, το τρίτο μέρος (V 2 - VII) πραγματεύεται την ηγεμονία της Σπάρτης έως τη μάχη των Λεύκτρων και την άνοδο και πτώση της θηβαϊκής ηγεμονίας έως τη μάχη της Μαντινείας το 362. Τόσο στο δεύτερο όσο και στο τρίτο μέρος των Ελληνικών και σε αντίθεση με τον Θουκυδίδη ο Ξενοφώντας δεν επιχειρεί συστηματική έρευνα (οι πληροφοριοδότες του είναι συχνά τυχαία πρόσωπα), η αφήγηση έχει εν πολλοίς χαρακτήρα απομνημονευμάτων και εστιάζει στην ψυχολογική σκιαγράφηση των μεγάλων ιστορικών προσωπικοτήτων και επικρατεί η συμπάθεια για τους Σπαρτιάτες, η οποία συχνά οδηγεί στην αποσιώπηση σημαντικών στοιχείων (η σπαρτιατική ήττα στη ναυμαχία στην Κνίδο το 394 μνημονεύεται μόνο παρεμπιπτόντως, όπως και ο Επαμεινώνδας, ενώ αποσιωπώνται η ίδρυση της δεύτερης αθηναϊκής συμμαχίας το 377 ή της Μεγαλόπολης το 371 κλπ.).
Θεόπομπος ο Χίος, Ελληνικαί Ιστορίαι (FGrHist 115)
O Θεόπομπος γεννήθηκε το 378/7 στη Χίο, έζησε αρχικά μεγάλο διάστημα στην αυλή του Φιλίππου Β', επέστρεψε στην πατρίδα του, από την οποία είχε εξορισθεί λόγω λακωνισμού, το 333 ύστερα από παρέμβαση του Αλεξάνδρου του Μεγάλου, μετά τον θάνατο του οποίου εκδιώχθηκε από παντού, κατέφυγε στην Aλεξάνδρεια, στην αυλή του Πτολεμαίου του Α'. Κατηγορήθηκε και εκεί ως πολυπράγμων, σώθηκε όμως με παρέμβαση φίλων του· ο θάνατός του τοποθετείται μετά το 324.
Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως ρήτορας -η αρχαία παράδοση τον αποκαλεί μαθητή του Ισοκράτη. Ο ίδιος ισχυρίζεται (απ. 25) ότι μαζί με τον δάσκαλό του και τον Θεοδέκτη ανήκε στους επιφανέστερους ρήτορες της Ελλάδας και ότι είχε συντάξει περισσότερους από 20.000 στίχους επιδεικτικών λόγων (περίπου 600 σελίδες) και περισσότερους από 150.000 στίχους (ή 5000 σελίδες) ιστορικών έργων. Το πρώτο του ιστορικό έργο ήταν μια Επιτομή των Ηροδότου Ιστοριών σε 2 βιβλία· σημαντικότερα είναι οι Ελληνικαί Ιστορίαι σε 12 και οι Φιλιππικαί Ιστορίαι σε 58 βιβλία.
Από τις Ελληνικές Ιστορίες, που αποτελούσαν, όπως και τα Eλληνικά του Ξενοφώντα ή τα λεγόμενα Ελληνικά της Οξυρύγχου, συνέχεια του έργου του Θουκυδίδη, σώζονται μόνο 19 αποσπάσματα (απ. 5-23 στη συλλογή του Jacoby), τα οποία δεν μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε σαφή εικόνα για τη δομή, την ιστορική ή τη λογοτεχνική αξία του έργου αυτού, που πραγματευόταν τα γεγονότα από το 411 έως τη ναυμαχία της Κνίδου το 394 π.Χ., το γεγονός δηλαδή που σηματοδότησε το τέλος της βραχύβιας ηγεμονίας της Σπάρτης. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η αφήγηση του Θεόπομπου πρέπει να ήταν πολύ πιο λεπτομερής από εκείνη του Ξενοφώντα και ότι, εφόσον συντέθηκε με απόσταση μισού περίπου αιώνα από τα ίδια τα γεγονότα, πρέπει να βασιζόταν κυρίως σε λογοτεχνικές πηγές.
Πολύ περισσότερα είναι τα αποσπάσματα που παραδίδονται από τις Φιλιππικές Ιστορίες. Θέμα του έργου δεν ήταν απλώς η ιστορία του Φιλίππου Β' (359-336), αλλά, όπως γράφει ο ίδιος (απ. 25) οι τῶν Ἑλλήνων καὶ βαρβάρων πράξεις, δηλαδή η παγκόσμια ιστορία, με κεντρικό βέβαια άξονα τη δεσπόζουσα την εποχή εκείνη προσωπικότητα του Φιλίππου.
Ελληνικά της Οξυρύγχου (FGrHist 66)
Ο άγνωστος συγγραφέας των λεγόμενων Ἑλληνικῶν της Οξυρύγχου, που παραδίδονται σε δύο παπύρουςτου 2ου αι. μ.Χ., παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με τον Θουκυδίδη: χρονικογραφική διάταξη της ύλης (θέρη και χειμώνες), ακριβής αναζήτηση των διαφόρων αιτιών, ενίοτε θουκυδίδειο ύφος· το έργο εξετάζει τα γεγονότα της περιόδου από το 411 έως ίσως το 394. Τα σωζόμενα αποσπάσματα αφορούν αφενός τον Δεκελεικό πόλεμο (ναυμαχία του Νοτίου 407/6), αφετέρου διάφορα γεγονότα των ετών 397-395, προσφέρουν δηλαδή μια ανεξάρτητη παράλληλη αφήγηση προς το 1ο και 2ο βιβλίο του Ξενοφώντα και έχουν αποτελέσει τη βάση των αντίστοιχων τμημάτων των βιβλίων 13 και 14 του Διόδωρου.
Ο συγγραφέας των Ἑλληνικῶν της Οξυρύγχου είναι ο μοναδικός μεταξύ των «συνεχιστών» του Θουκυδίδη που τον κατονομάζει (απ. 5 Chambers, και μάλιστα σε σχέση με τον Λακεδαιμόνιο Πεδάριτο, τον οποίο ο Θουκ. 8.28.5 τον μνημονεύει ως τον διοικητή των Σπαρτιατών στη Χίο το 412· στο χωρίο των Ἑλληνικῶν γίνεται πιθανότατα μια αναδρομή στην προηγούμενη επέμβαση της Σπάρτης στο νησί αυτό). Προσπάθειες ταύτισής του έχουν γίνει από τους ερευνητές πολλές (έχουν προταθεί μεταξύ άλλων τα ονόματα του Έφορου, του Θεόπομπου, του Ανδροτίωνα, του Κράτιππου, του Βοιωτού Δαΐμαχου), καμία όμως δεν ικανοποιεί.
Κράτιππος, Ελληνικά (;) (FGrHist 64)
Ο Κράτιππος παραμένει μυστηριώδης μορφή, αν και σήμερα θεωρείται πλέον συγγραφέας της κλασικής και όχι μεταγενέστερης εποχής. Από τον Διονύσιο Αλικαρνασσέα (Περὶ Θουκ. 16) μαθαίνουμε τα εξής: ο Κράτιππος ήταν σύγχρονος του Θουκυδίδη και είχε συνεχίσει το έργο του (τὰ παραλειφθέντα ὑπ' αὐτοῦ συναγαγών)· εκτός αυτού ο Κράτιππος υποστήριζε την άποψη ότι ο Θουκυδίδης δεν περιέλαβε στο τελευταίο βιβλίο του δημηγορίες, διότι είχε διαβλέψει ότι «αφενός θα εμπόδιζαν την έκθεση των γεγονότων, αφετέρου θα ήταν κουραστικές για τους ακροατές». Η κριτική αυτή για τις δημηγορίες του Θουκυδίδη φαίνεται, όπως προκύπτει από τον Έφορο (70 FGrH 111) και από κάποια χωρία του Ισοκράτη, ότι ήταν τρέχουσα τον 4ο αι. Τα σωζόμενα ελάχιστα αποσπάσματα δεν μας επιτρέπουν να διαμορφώσουμε εικόνα για το έργο του Κράτιππου και είναι επίσης δύσκολο να προσδιορίσουμε την έκτασή του (κάλυπτε άραγε τα έτη 411-394;), αφού είμαστε αναγκασμένοι να βασιστούμε στην περιληπτική απόδοσή του από τον Πλούταρχο (Πότερον Ἀθηναῖοι κατὰ πόλεμον ἢ κατὰ σοφίαν ἐνδοξότεροι 345 C-E).
Καλλισθένης, Ελληνικά (FGrHist 124)
Ο Καλλισθένης από την Όλυνθο (370-327 π.Χ.), σύγχρονος του Θεόπομπου και του Έφορου, ήταν συγγενής και μαθητής του Αριστοτέλη. Συμμετείχε ως ιστορικός της αυλής στην εκστρατεία, έπεσε όμως σε δυσμένεια, επειδή αρνήθηκε να προσκυνήσει τον Μεγάλο Αλέξανδρο και πέθανε στη φυλακή. Έγραψε Ελληνικά σε 10 βιβλία, που κάλυπταν την περίοδο από τη λεγόμενη ειρήνη του Ανταλκίδα (387/86) έως την αρχή του Γ' Iερού Πολέμου (357/56· τον πόλεμο αυτόν τον πραγματεύτηκε ο Καλλισθένης και σε ένα ξεχωριστό έργο, το Περὶ τοῦ Ἱεροῦ πολέμου). Το έργο αυτό, που δεν άρχιζε, όπως τα έργα των συνεχιστών του Θουκυδίδη, από το τέλος της αφήγησης ενός προκατόχου, διαπνεόταν από φιλοθηβαϊκό (και ταυτόχρονα αντισπαρτιατικό) πνεύμα και από την πεποίθηση ότι μόνον υπό τον Φίλιππο μπορούσε να ενωθεί η κατακερματισμένη σε πόλεις-κράτη Ελλάδα. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των Ελληνικών ήταν οι συχνές και μακροσκελείς παρεκβάσεις· αυτή η ηροδότεια συνήθεια γίνεται λ.χ. φανερή στο 4ο βιβλίο, όταν ο Καλλισθένης, με την ευκαιρία της εξιστόρησης της αιγυπτιακής εκσταρτείας του Φαρνάβαζου το 373, πραγματεύεται το από την εποχή του πατέρα της ιστορίας διαβόητο ζήτημα της περιοδικής ανόδου των υδάτων του Νείλου (απ. 12), ή στο απ. 19, όπου ασχολείται με τις αιτίες των σεισμών, λαμβάνοντας αφορμή από την καταστροφή δύο αχαϊκών πόλεων, της Ελίκης και της Βούρας, τον χειμώνα του 373/372.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου