Ο Άνταμ Σμιθ γεννήθηκε το 1723 στην πόλη Κερκώλντυ της Σκοτίας. Το 1751 εκλέχθηκε καθηγητής Ηθικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης. Το 1759 εξέδωσε την πραγματεία The Theory of Moral Sentiments (Η Θεωρία των Ηθικών Συναισθημάτων), η οποία του απέφερε μεγάλη φήμη. Ωστόσο, η γρήγορη ανάπτυξη των καπιταλιστικών (προβιομηχανικών) οικονομικών σχέσεων στην Αγγλία και τη Σκοτία έστρεψε το ενδιαφέρον του, από τις αρχές της δεκαετίας του 1760, στη μελέτη των οικονομικών προβλημάτων και της Πολιτικής Οικονομίας. Για να αφοσιωθεί μάλιστα στη μελέτη των ζητημάτων αυτών, παραιτήθηκε το 1764 από την έδρα του καθηγητή. Τα επόμενα χρόνια ταξίδεψε στη Γαλλία, ενώ το 1766 επέστρεψε στη γενέτειρά του και εκεί, απομονωμένος από τον έξω κόσμο, συνέγραψε το μεγάλο έργο του Έρευνα για τη Φύση και τις Αιτίεs του Πλούτου των Εθνών, το οποίο εκδόθηκε το 1776. Από εκείνη τη στιγμή η Πολιτική Οικονομία έπαψε να είναι μια σύνθεση ξεχωριστών πραγμάτων ή ένα παράρτημα της Φιλοσοφίας και του Φυσικού Δικαίου και προέβαλε ως συστηματικός και συνεκτικά ανεπτυγμένος ανεξάρτητος θεωρητικός τομέας. Τα δύο πρώτα βιβλία, μάλιστα, του πεντάτομου έργου επρόκειτο να αποτελέσουν τη βάση για την περαιτέρω ανάπτυξη της οικονομικής θεωρίας. Μετά την έκδοση του Πλούτου των Εθνών, ο Σμιθ προσανατόλισε τις έρευνές του στο Δίκαιο και την Ιστορία της Λογοτεχνίας, αλλά έκαψε, δυστυχώς, τα χειρόγραφά του λίγο πριν από το θάνατό του, το 1790. Το παρακάτω απόσπασμα είναι από το βιβλίο του Άνταμ Σμιθ Έρευνα για τη φύση και τις αιτίες του πλούτου των εθνών.
Αυτή η δυστυχισμένη ανθρώπινη φυλή, που συνήθως αποκαλείται «άνθρωποι των γραμμάτων», βρίσκεται πολύ κοντά στην κατάσταση που θα χαρακτήριζε πιθανότατα τους δικηγόρους και τους γιατρούς, σύμφωνα με την προηγούμενη υπόθεση. Σε όλα τα μέρη της Ευρώπης, στην πλειονότητά τους, οι άνθρωποι αυτοί έχουν εκπαιδευτεί για την εκκλησία, αλλά διάφορα λόγοι τούς εμπόδισαν να εισχωρήσουν στις τάξεις των ιερωμένων. Επομένως, γενικά έχουν εκπαιδευτεί με δημόσιες δαπάνες, και ο αριθμός τους είναι παντού τόσο μεγάλος ώστε μειώνει την τιμή της εργασίας τους σε μια πενιχρή αποζημίωση.
Πριν από την ανακάλυψη της τέχνης της τυπογραφίας, η μόνη απασχόληση με την οποία θα μπορούσε ένας άνθρωπος των γραμμάτων να κερδίζει κάτι με τα προσόντα του, ήταν αυτή ενός δημόσιου ή ιδιωτικού δασκάλου ή αυτή της κοινοποίησης στους άλλους ανθρώπους των παράξενων και χρήσιμων γνώσεων που είχε αποκτήσει ο ίδιος και αυτή εξακολουθεί ασφαλώς να είναι μια πιο χρήσιμη και, γενικά, ακόμα πιο επικερδής απασχόληση από αυτήν της συγγραφής ενός βιβλίου προς έκδοση, η οποία ξεπήδησε από την τέχνη της τυπογραφίας.
Ο χρόνος, η μελέτη, η ευφυΐα, οι γνώσεις και η απαιτούμενη προσπάθεια προκειμένου να χαρακτηριστεί κάποιος «διαπρεπής δάσκαλος των επιστημών» είναι τουλάχιστον ίσα με αυτά που απαιτούνται για τους μεγαλύτερους επαγγελματίες των νομικών και της Ιατρικής. Ωστόσο, η συνήθης αμοιβή του επιφανούς δασκάλου απέχει πολύ από αυτήν του νομικού και του γιατρού. Και αυτό γιατί το επάγγελμα του ενός είναι κορεσμένο με φτωχούς οι οποίοι εκπαιδεύτηκαν σε αυτό με δημόσιες δαπάνες, ενώ τα επαγγέλματα των άλλων δύο επιβαρύνονται με πολύ λίγους επαγγελματίες που δεν εκπαιδεύτηκαν με δικές τους δαπάνες. Ωστόσο, όσο μικρή και αν φαίνεται η συνήθης αποζημίωση των δημόσιων και ιδιωτικών δασκάλων, θα ήταν ασφαλώς πολύ μικρότερη αν δεν απομακρυνόταν από την αγορά ο ανταγωνισμός αυτών των ακόμα περισσότερο φτωχών ανθρώπων των γραμμάτων που γράφουν για ένα κομμάτι ψωμί. Πριν από την ανακάλυψη της τυπογραφικής τέχνης, «σπουδαστής» και «επαίτης» φαίνεται ότι ήταν όροι που έτειναν να είναι συνώνυμα. Φαίνεται μάλιστα ότι, πριν από την εποχή εκείνη, οι διάφορα διευθυντές των πανεπιστημίων συχνά παραχωρούσαν στους σπουδαστές το δικαίωμα να επαιτούν.
Κατά τους αρχαίους χρόνους, πριν ακόμα καθιερωθούν αυτού του είδους οι φιλανθρωπίες για την εκπαίδευση των άπορων ανθρώπων στα επαγγέλματα ανώτερης μόρφωσης, φαίνεται ότι οι αμοιβές των επιφανών δασκάλων ήταν πολύ σημαντικότερες. Ο Ισοκράτης, στο Λόγos κατά των Σοφιστών, μέμφεται τους δασκάλους της εποχής του για ασυνέπεια. «Υπόσχονται τα πιο θαυμάσια πράγματα στους μαθητές τους», λέει, «και αναλαμβάνουν να τους διδάξουν να γίνουν σοφοί, ευτυχείς και δίκαιοι, και για μια τόσο σημαντική υπηρεσία αποδέχονται τη μίζερη ανταμοιβή των τεσσάρων ή πέντε μνων». «Αυτοί που διδάσκουν τη σοφία», συνεχίζει ο Ισοκράτης, «θα όφειλαν να είναι σοφοί οι ίδιοι, αν όμως ένας άνθρωπος πωλούσε μια τέτοια υπηρεσία σε μια τέτοια τιμή, θα καταδικαζόταν για την πιο προφανή τρέλα». Εδώ ο Ισοκράτης δεν έχει λόγο να μεγαλοποιήσει την αμοιβή, και μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι αυτή δεν ήταν μικρότερη απ’ όσο παρουσιάζεται. Οι 4 μνες ήταν ίσες με 13 στερλίνες, 6 σελίνια και 8 πένες, και οι 5 μνες με 16 στερλίνες, 13 σελίνια και 4 πένες. Επομένως, ο διαπρεπέστερος από τους δασκάλους της Αθήνας της εποχής εκείνης θα πρέπει να αμειβόταν με ένα ποσό όχι μικρότερο από το μεγαλύτερο από τα δύο αυτά ποσά. Ο ίδιος ο Ισοκράτης ζητούσε από κάθε μαθητή του 10 μνες ή 33 στερλίνες, 6 σελίνια και 8 πένες. Λέγεται ότι όταν δίδασκε στην Αθήνα, είχε εκατό μαθητές, θεωρώ ότι αυτός ήταν ο αριθμός αυτών που δίδασκε μια δεδομένη στιγμή ή αυτών που παρακολουθούσαν αυτό που θα ονομάζαμε «μια σειρά παραδόσεων», αριθμός που δεν φαίνεται υπερβολικός για μια τόσο μεγάλη πόλη και έναν τόσο περίφημο δάσκαλο, ο οποίος επιπλέον την εποχή εκείνη δίδασκε την πιο μοντέρνα απ’ όλες τις επιστήμες, τη ρητορική, θα πρέπει επομένως να κέρδιζε, στο τέλος μιας σειράς παραδόσεων 1.000 μνες ή 3.333 στερλίνες, 6 πένες, 8 σελίνια Αντίστοιχα, αναφέρεται από τον Πλούταρχο σε ένα άλλο σημείο ότι 1.000 μνες ήταν το Δίδακτρόν του ή η συνήθης αμοιβή της διδασκαλίας του. Πολλοί άλλοι επιφανείς δάσκαλοι της εποχής εκείνης φαίνεται ότι απέκτησαν μεγάλες περιουσίες.
Ο Γοργίας δώρισε στο ιερό των Δελφών το άγαλμά του σε συμπαγή χρυσό. Υποθέτω ότι δεν θα πρέπει να θεωρήσουμε πως το άγαλμα ήταν σε φυσικό μέγεθος. Ο τρόπος ζωής του, όπως και αυτός του Ιππία και του Πρωταγόρα, δύο άλλων επιφανών δασκάλων της εποχής εκείνης, παρουσιάζεται από τον Πλάτωνα ως υπέροχος ακόμα και για επίδειξη. Λέγεται ότι ο ίδιος ο Πλάτων έζησε με μεγαλοπρέπεια. Ο Αριστοτέλης, αφού υπήρξε δάσκαλος του Αλεξάνδρου και αμείφθηκε γενναιόδωρα γι’ αυτό, όπως όλοι ξέρουν, τόσο από τον ίδιο όσο και από τον πατέρα του, τον Φίλιππο, θεώρησε ότι άξιζε τον κόπο να επιστρέφει στην Αθήνα και να αναλάβει και πάλι τη διδασκαλία στη σχολή του. Οι δάσκαλοι των επιστημών ήταν την εποχή εκείνη λιγότερο συνήθεις απ’ ό,τι κατά τους επόμενους αιώνες, όταν ο ανταγωνισμός είχε μειώσει κάπως τόσο την τιμή της εργασίας τους όσο και το θαυμασμό προς το πρόσωπό τους. Φαίνεται, ωστόσο, ότι οι επιφανέστεροι μεταξύ αυτών απολάμβαναν μια εκτίμηση κατά πολύ ανώτερη αυτής που απολαμβάνουν οι σημερινοί συνάδελφοί τους. Οι Αθηναίοι έστειλαν τον Καρνεάδη της Ακαδημίας και τον στωικό Διογένη σε μια επίσημη πρεσβεία στη Ρώμη. Και, παρότι η πόλη τους είχε παρακμάσει σε σχέση με τα μεγαλεία του παρελθόντος, εξακολουθούσε να αποτελεί ένα ανεξάρτητο και σημαντικό κράτος. Ο Καρνεάδης ήταν γεννημένος Βαβυλώνιος και, δεδομένου ότι κανένας άλλος λαός δεν υπήρξε πιο δύσπιστος στο να επιτρέπει την κατάληψη δημόσιων θέσεων από ξένους όσο οι Αθηναίοι, ο θαυμασμός τους γι’ αυτόν θα πρέπει να υπήρξε πολύ μεγάλος.
Η ανισότητα αυτή, συνολικά, ίσως είναι περισσότερο επωφελής και λιγότερο επιζήμια για το κοινωνικό σύνολο. Ενδεχομένως να υποβαθμίζει κάπως το επάγγελμα του δημόσιου δασκάλου. Ωστόσο, η χαμηλή τιμή της φιλολογικής εκπαίδευσης είναι ασφαλώς ένα πλεονέκτημα που αντισταθμίζει με το παραπάνω αυτή την ασήμαντη ενόχληση. Ακόμα, το κοινωνικό σύνολο θα ήταν δυνατόν να αντλήσει ένα ακόμα μεγαλύτερο όφελος από αυτήν, αν η συγκρότηση αυτών των σχολείων και των κολεγίων στα οποία παρέχεται η εκπαίδευση ήταν περισσότερο ορθολογική απ’ ό,τι είναι σήμερα στο μεγαλύτερο τμήμα της Ευρώπης.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου