303. ΓΕΩΡΓΟΣ ΚΑΙ ΟΝΑΡΙΑ [303.1] γεωργός τις γηράσας ἐπ᾽ ἀγρῷ καὶ μηδέποτε εἰς πόλιν εἰσελθὼν παρεκάλει τοὺς ἰδίους θεάσασθαι τὴν πόλιν. οἱ δὲ οἰκεῖοι αὐτοῦ ἔζευξαν ἅμαξαν καὶ ὀνάρια εἰπόντες· «ἔλαυνε μόνον καὶ αὐτά σε ἐνελθόντα καταστήσουσιν εἰς τὴν πόλιν». χειμῶνος δὲ γενομένου σκοτοειδοῦς κατὰ τὴν ὁδὸν τὰ ὀνάρια πλανηθέντα εἰσῆλθον εἴς τινα τόπον ἀπόκρημνον. ὁ δὲ τὸν ἴδιον θεασάμενος κίνδυνον ἔφη· «ὦ Ζεῦ, τί σε ἠδίκησα, ὅτι οὕτως ἀπόλλυμαι καὶ ταῦτα οὐχ ὑπὸ ἵππων ἐντίμων οὐδὲ ὑπὸ ἡμιόνων γενναίων ἀλλ᾽ ὑπὸ ὀναρίων ἐλαχίστων;»
[ὅτι κρεῖττον ἀποθανεῖν εὐχρήστως ἢ ζῆν ἀτίμως.]
304. ΠΑΤΗΡ ΚΑΙ ΘΥΓΑΤΗΡ
[304.1] ἀνήρ τις ἐρασθεὶς τῆς ἰδίας θυγατρὸς καὶ εἰς ἔρωτα τρωθεὶς ἀπέστειλεν εἰς ἀγρὸν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, τὴν δὲ θυγατέρα κρατηθεὶς ἐβιάσατο· ἡ δὲ ἔλεγε· «πάτερ, ἀνόσια πράττεις. ἤθελον μᾶλλον ἑκατὸν ἀνδράσι με παρασχεῖν ἢ σοί».
[ὅτι κρεῖττον συγκοινωνεῖν θηρίοις, εἰ ἦν δυνατόν, ἢ γονεῦσι τοῖς θέλουσι ἀποκτεῖναι.]
305. ΘΥΓΑΤΗΡ ΜΩΡΑ ΚΑΙ ΜΗΤΗΡ
[305.1] γυνή τις εἶχε θυγατέρα παρθένον μωράν· πάντοτε οὖν ηὔχετο τῇ θεᾷ νοῦν αὐτῇ χαρίσασθαι. εὐχομένης δὲ αὐτῆς παρρησίᾳ ἡ παρθένος ἤκουσε καὶ τὸν λόγον κατεῖχε. μεθ᾽ ἡμέρας δέ τινας σὺν τῇ μητρὶ εἰς ἀγρὸν ἐξελθοῦσα καὶ τῆς προαυλίου προκύψασα θύρας εἶδεν ὄνον θήλειαν ὑπ᾽ ἀνθρώπου βιαζομένην καὶ προσελθοῦσα τῷ ἀνθρώπῳ εἶπε· «τί ποιεῖς, ἄνθρωπε;» ὁ δέ φησι· «νοῦν αὐτῇ ἐντίθημι». ἀναμνησθεῖσα δὲ ἡ μωρά, ὅτι καθ᾽ ἑκάστην ἡ μήτηρ νοῦν αὐτῇ ηὔχετο, παρεκάλει αὐτὸν λέγουσα· «ἔνθες, ἄνθρωπε, κἀμοὶ νοῦν. καὶ γὰρ ἡ μήτηρ μου πρὸς τοῦτο πολλά σοι εὐχαριστήσει». ὁ δὲ ὑπακούσας κατέλιπεν τὴν ὄνον καὶ διεπαρθένευσε τὴν κόρην φθείρας αὐτήν. ἡ δὲ διεφθαρμένη μετὰ περιχαρείας ἔρχεται πρὸς τὴν μητέρα αὐτῆς λέγουσα· «ἰδού, μῆτερ, κατὰ τὴν εὐχήν σου νοῦν ἔλαβον». ἡ δὲ μήτηρ αὐτῆς φησιν· «εἰσήκουσάν μοι οἱ θεοὶ τῆς εὐχῆς». ἡ δὲ μωρὰ ἔφη· «ναί, μῆτερ». ἡ δέ φησιν· «καὶ ποίῳ τρόπῳ τοῦτο ἔγνως;» ἡ δὲ μωρὰ ἔφη· «ἄνθρωπός τις μακρὸν ποῖρον καὶ δύο στρογγύλα νευρώδη ἔθηκεν ἐν τῇ κοιλίᾳ μου ἔσω βαλὼν καὶ ἔξω ἐντρέχων [ἐνέβαλέ μοι] κἀγὼ ἡδέως εἶχον». ἡ δὲ μήτηρ ἀκούσασα καὶ ἰδοῦσα ἔφη· «ὦ τέκνον, ἀπώλεσας καὶ ὃν πρῶτον εἶχες νοῦν».
306. ΝΑΥΤΗΣ ΚΑΙ ΥΙΟΣ
[306.1] λέγεται γὰρ ὡς ναύτης τις εἶχεν υἱόν, ἠβουλήθη δὲ τὴν γραμματικὴν αὐτῷ ἐκπαιδεῦσαι· ὅθεν καὶ ἐν διδασκαλίῳ τοῦτον βαλὼν καὶ χρόνον ἱκανὸν ποιήσας ἐκεῖ τὴν γραμματικὴν εἰς ἄκρον διῆλθεν· εἶτα λέγει τῷ πατρὶ αὐτοῦ ὁ νέος· «πάτερ, ἰδοὺ τὴν γραμματικὴν πᾶσαν ἐν ἀκριβείᾳ διῆλθον· ἀλλ᾽ οὖν ἐθέλω καὶ τὴν ῥητορικὴν διελθεῖν». ἤρεσεν οὖν τῷ πατρὶ καὶ ἐν διδασκαλίῳ πάλιν βαλὼν αὐτὸν ῥήτωρ τέλειος ἐγένετο· παριουσῶν δὲ τῶν ἡμερῶν ἐν τῇ οἰκίᾳ μετὰ τῆς μητρὸς αὐτοῦ καὶ τοῦ πατρὸς συνήσθιον ἀλλήλοις καὶ διηγεῖται ὁ νέος τῷ πατρὶ καὶ τῇ μητρί, ὡς τῆς γραμματικῆς καὶ τῆς ῥητορικῆς ἐστιν ἔμπειρος· ὁ δὲ πατὴρ λέγει πρὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ· «περὶ τῆς ῥητορικῆς ἀκήκοα, ὅτι κειμήλιόν ἐστι πασῶν τῶν τεχνῶν καθάπερ καὶ ὁ μακάριος †ἀπτῄστος γράφει· δὸς οὖν καὶ σὺ πεῖράν τινα τῆς τέχνης». ἀποκριθεὶς δὲ ὁ νέος ἔφη· «ταύτην διανέμων τὴν ὄρνιν καθ᾽ ἃ ἡ γραμματικὴ κελεύει, δείξω ὑμῖν, ὅτι ὄντως ἡ γραμματικὴ κρείττων ἐστὶ τῶν ἄλλων τεχνῶν». τέμνων δὲ τὴν ὄρνιν ἔφη· «σοί, πάτερ, τὴν κεφαλὴν δώσω, ὅτι κεφαλὴ εἶ τοῦ οἴκου καὶ πᾶσιν ἡμῖν ἐπιτάττεις. σοὶ δέ, μῆτερ, τοὺς πόδας τούτους προσνέμω, διότι πᾶσαν τὴν ἡμέραν διατρέχουσα διὰ τοῦ οἴκου πράγματα πολλὰ ἔχεις· ἄνευ δὲ τῶν ποδῶν περιγενέσθαι τούτου οὐ δύνασαι. τοῦτο δὲ τὸ σῶμα νεκρὸν ἐμοὶ λείπεται, ᾧ οὐδὲν εὔκολόν ἐστιν ἐν τῷ βίῳ, ἵνα καὶ ἀπολαύω τι τῆς πολλῆς διδαχῆς». καὶ τοῦτο εἰπὼν καταφαγεῖν ἤρξατο τὴν ὄρνιν. ὁ δὲ πατὴρ ὀργισθεὶς ἀφήρπασε τὴν ὄρνιν καὶ ἔφη δύο μέρη ποιήσας· «τὸ μὲν πρῶτον αὐτὸς διανεῖμαι τὴν ὄρνιν ταύτην οὐκ ἤθελον· ἀλλ᾽ οὖν θέλω, ἵνα φάγω τὸ ἓν ἐγώ, τὸ δὲ ἕτερον ἡ σὴ μήτηρ. σὺ δὲ φάγε, ὅπερ πεποίηκας μετὰ τῆς ῥητορικῆς σου».
οὕτω πανθάνουσιν οἱ μετὰ πανουργίας καὶ δολοπλόκων λόγων ἐν τῷ βίῳ πορευόμενοι.
307. ΣΚΥΛΑΞ ΚΑΙ ΒΑΤΡΑΧΟΙ
[307.1] σκύλαξ ὁδοιπόρου τινὸς ἀκολουθίας ἐκ τοῦ διηνεκῶς ὁδεῦσαι καὶ θερικοῦ καύματος ἀπαυδήσας δειελινὸς παρά τινι λίμνῃ ἐν τῇ δροσερᾷ βοτάνῃ κοιμησόμενος ἀνεκλίνθη. καὶ δὴ καὶ ὑπνώσαντος αὐτοῦ οἱ ἔγγιστα βάτραχοι κατ᾽ αὐτῶν εἰωθὸς ὁμοῦ πάντες ἐκόαξαν. ὁ δὲ διυπνισθεὶς δεινὸν μὲν τοῦτο ἐποίει, οἰόμενος δὲ ὡς, εἰ τῷ πελάγει ἔναγχος προσελθὼν τοῖς βατράχοις ἐφυλακτήσειε, τούτους τε ἀποπαύσει τῆς κραυγῆς καὶ τοὐντεῦθεν ἀνετῶς κοιμήσεσθαι δυνηθείη, ὡς πολλάκις τοῦτο ποιήσας ὠφελήθη μηδέν, μετ᾽ ὀργῆς εἰπὼν ἀνεχώρησε· «ἀλλ᾽ ἔγωγε μωρότερος ἂν ὑμῶν εἴην, εἰ λάλους οὕτω καὶ ἀηδεῖς ὄντας τὴν φύσιν αὐτὸς εἰς τὸ ἀστικὸν καὶ φιλάνθρωπον διορθοῦν ἐπιχειροίην».
ἐπιμύθιον. ὁ μῦθος ὅτι καὶ οὕτως οἱ ὑβριστικοὶ τῶν ἀνθρώπων, κἂν μυριάκις ἐπιθυμηθῶσιν, οὐ μέντοι τῶν πέλας λόγον ποιοῦνται.
***
303. Ο ξωμάχος και τα γαϊδούρια.
[303.1] Ήταν μια φορά ένας γέρος ξωμάχος που είχε περάσει όλη του τη ζωή στα χωράφια, δίχως να έχει επισκεφθεί ποτέ του την πόλη. Συχνά-πυκνά, λοιπόν, παρακαλούσε τους δικούς του να τον πάνε να δει και αυτός την πολιτεία. Στο τέλος, με τα πολλά, οι υπόλοιποι της οικογένειας ζέψανε κάτι γαϊδουράκια σε μιαν άμαξα και του έδωσαν οδηγίες: «Βλέπεις, παππουλάκο; Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να κρατάς τα γκέμια, και αυτά εδώ τα ζωντανά θα ακολουθήσουνε τη διαδρομή τους και θα σε βγάλουν κατευθείαν στην πόλη». Έλα όμως που καθώς προχωρούσαν στον δρόμο ξέσπασε ξαφνικά καταιγίδα και σκοτείνιασε ο ουρανός. Αποτέλεσμα: τα γαϊδουράκια ξεστράτισαν και περιφέρονταν σε ένα μέρος γεμάτο απότομους γκρεμούς. Τότε αντιλήφθηκε και ο γερο-χωρικός τί κίνδυνο διέτρεχε και βλαστήμησε: «Θεέ μου, τί κακό έκανα και πάω χαμένος έτσι τζάμπα και βερεσέ; Και να πω ότι την έπαθα από περήφανα άλογα ή έστω από τα μουλάρια μου τα γερά; Πού τέτοια τύχη. Από τιποτένια βρομογαϊδούρια με βρήκε το κακό, που να πάρει!».
[Δίδαγμα: Κάλλιο να πεθάνεις όμορφα και καλά παρά να ζεις μέσα στην ατιμία.]
304. Ο πατέρας και η θυγατέρα του.
[304.1] Μια φορά ένας άντρας άρχισε να καλοβλέπει ερωτικά την ίδια του την κόρη, και λίγο-λίγο ο πόθος τον χτύπησε κατακέφαλα. Βρήκε λοιπόν μια πρόφαση και ξαπέστειλε τη σύζυγό του για θελήματα στα χωράφια. Ύστερα έβαλε κάτω τη θυγατέρα του και την βίαζε. Εκείνη η καημένη, βέβαια, ξεφώνιζε: «Αμάν, μπαμπά, τί παλιανθρωπιά πας να μου κάνεις! Κάλλιο να έδινα το κορμί μου σε εκατό άντρες μαζί, παρά σε σένα».
[Δίδαγμα: Αν είναι να σε σκοτώσουν οι ίδιοι οι γονείς σου, πιο καλά να πας να ζήσεις με τα άγρια θηρία — μακάρι να το μπορούσες, δηλαδή.]
305. Η βλαμμένη και η μάνα της.
[305.1] Ήταν κάποτε μια γυναίκα που είχε μια κόρη ανύπαντρη, καθυστερημένη πνευματικά. Καημό το είχε αυτό η μάνα, βέβαια, και κάθε μέρα προσευχόταν στον θεό να χαρίσει στη θυγατέρα της λιγουλάκι μυαλό. Μάλιστα έλεγε τις προσευχές της δυνατά, έτσι που η κοπέλα την άκουσε κάποια φορά και της έμεινε η φράση. Λοιπόν, που λέτε, ύστερα από μερικές μέρες μάνα και κόρη είχαν πάει μαζί εκδρομή στην εξοχή. Κάπου εκεί στο αγρόκτημα η κοπελιά έχωσε το κεφάλι της μέσα από τη θύρα του στάβλου και τί νομίζετε πως είδε; Έναν άνθρωπο να απαυτώνει μια γελάδα. Τον πλησίασε η ανήξερη και τον ρώτησε: «Καλέ κύριε, τί κάνεις αυτού;». Ο κτηνοβάτης βρήκε απάντηση: «Τί, εγώ; Νά, της βάζω λίγο μυαλό». Τότε η βλαμμένη θυμήθηκε στο λεπτό τί προσευχές έκανε καθημερινά για αυτήν η μάνα της: λίγο μυαλό δεν ζητούσε και εκείνη; Μια και δυο, λοιπόν, βάλθηκε η χαζή να παρακαλάει τον σταβλίτη: «Αχ, καλέ κύριε, βάλε και σε μένα μυαλό, να χαρείς. Έλα, έλα. Να δεις, η μάνα μου χίλιες χάρες θα σου χρωστάει γι᾽ αυτό». Άλλο που δεν ήθελε ο λεγάμενος: μεμιάς παράτησε τη γελάδα και έπιασε να ξεπαρθενέψει την κοπελιά, ώσπου τη χάλασε για τα καλά. Τρελή από χαρά η ξεπατωμένη έτρεξε μετά κατευθείαν στη μάνα της, φωνάζοντας: «Μαμά, μαμά, αλήθεψαν οι προσευχές σου. Έβαλα μυαλό, έβαλα μυαλό!». Η μάνα της όντως αναθάρρησε για μια στιγμή: «Λες να εισάκουσε ο θεός τις προσευχές μου;». «Μα σίγουρα βρε μαμά, τί σου λέω», τσίριζε η κόρη. Ύστερα όμως η μάνα ξαναρώτησε: «Καλά, εσύ πώς το κατάλαβες ότι έγινε αυτό;». Αποκρίθηκε λοιπόν η χαζή: «Να σου πω. Ένας άντρας μου έχωσε ένα μακρινάρι μέσα στην τρύπα της κοιλιάς μου, μαζί με δυο σαρκώδη μπαλάκια. Μέσα-έξω, μέσα-έξω μου το έχωνε και το ξανάβγαζε. Και ξέρεις κάτι; Μου άρεσε, καλέ!». Μόλις το άκουσε τούτο η μάνα, έκανε αμέσως αυτοψία και αναστέναξε: «Αχ, κορίτσι μου, εσύ έχασες και το λίγο μυαλό που είχες!».
306. Ο ναυτικός και ο γιος του.
[306.1] Ήταν μια φορά κάποιος ναυτικός που είχε έναν γιο και ήθελε να τον μάθει γράμματα. Γι᾽ αυτό τον έβαλε στο σχολείο και τον άφησε να εκπαιδευτεί εκεί για αρκετό διάστημα, μέχρι που ξεσκόλισε στα γράμματα και έγινε ξεφτέρι. Τότε το αγόρι παρακάλεσε τον πατέρα του: «Μπαμπά, τα γράμματα τα σπούδασα όλα, με το νι και με το σίγμα. Τώρα έχω όρεξη να μελετήσω και τη ρητορική». «Με την ευχή μου», είπε ο άνθρωπος, και τον έστειλε πάλι στο σχολείο, μέχρι που ο μικρός έγινε άφταστος ρήτορας. Ύστερα από λίγο καιρό, που λέτε, ο νεαρός έτρωγε μια μέρα στο σπίτι μαζί με τον πατέρα και τη μάνα του. Και βέβαια τους περηφανευόταν πόσο καλά σπουδαγμένος είναι στα γράμματα και στη ρητορική. Πάνω εκεί βρήκε ευκαιρία ο πατέρας και τον ρώτησε: «Ξέρεις, έχω ακούσει για τη ρητορική πως είναι, λέει, το τιμαλφές όλων των επιστημών — έτσι την αποκαλεί κάπου, μου φαίνεται, και η ευλογημένη η Γραφή. Λοιπόν, τί λες; Δεν μας κάνεις και εσύ μια επίδειξη της κατάρτισής σου;». Ο νεαρός δέχτηκε και άρχισε το λέγειν: «Πρόσεξε: τούτην εδώ την κότα που τρώμε θα μας τη μοιράσω σύμφωνα με τα διδάγματα της εγκύκλιας παιδείας. Τοιουτοτρόπως θα σας αποδείξω ότι η παιδεία αυτή είναι ανώτερη από οποιοδήποτε άλλο επιτήδευμα». Βάλθηκε λοιπόν να τεμαχίζει την κότα, και συγχρόνως δασκάλευε: «Εσένα, πατέρα, σου δίνω το κεφάλι, διότι και εσύ είσαι η κεφαλή του σπιτιού και έχεις το πρόσταγμα πάνω σε όλους μας. Εσένα τώρα, μαμά, σου αφιερώνω δικαιωματικά αυτά εδώ τα ποδαράκια. Βλέπεις, εσύ είσαι που τρέχεις πάνω-κάτω στο σπίτι όλη μέρα για να προφτάσεις όλες τις δουλειές σου. Πώς θα το κατάφερνες αυτό δίχως πόδια; Δεν γίνεται. Τί απομένει ύστερα από όλα αυτά; Νά, τούτο εδώ το ψόφιο κορμί — σε αυτό θα περιοριστώ εγώ, είμαι άλλωστε συνηθισμένος να μη μου έρχεται τίποτε εύκολα στη ζωή μου. Ε, τί να γίνει, κάποιο κέρδος θα πρέπει να βγάλω και εγώ από τις μακροχρόνιες σπουδές μου». Και μόλις ολοκλήρωσε το λογύδριό του, ευθύς ρίχτηκε στο φαΐ ξεκοκαλίζοντας την κότα. Φυσικά, του πατέρα τού ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Άρπαξε αμέσως την κότα από μπροστά από τον γιο του, την έκοψε στα δύο και δήλωσε: «Κοίτα να δεις, στην αρχή δεν ήθελα να μοιράσω την κότα από μόνος μου. Τώρα όμως άλλαξα γνώμη και ορίζω ως εξής: το ένα από αυτά τα δύο κομμάτια θα το φάω εγώ και το άλλο η μάνα σου. Όσο για σένα, τράβα να χορτάσεις με τις αερολογίες που φτιάχνει η ρητορική σου!».
Έτσι παθαίνουν όσοι θέλουν να ανοίξουν δρόμο στη ζωή τους με πονηριές και κάλπικους λόγους.
307. Το κουτάβι και τα βατράχια.
[307.1] Μια φορά ένα κουτάβι είχε πάρει από πίσω κάποιον διαβάτη. Καθώς όμως έκανε πολύ δρόμο μονοκοπανιά μέσα στην καλοκαιριάτικη ζέστη, απόκαμε. Το σούρουπο, λοιπόν, πήγε και πλάγιασε στην όχθη μιας λίμνης, μέσα στα δροσερά χορτάρια, για να το ρίξει στον ύπνο. Είχε μάλιστα αποκοιμηθεί κιόλας, όταν ξαφνικά κάτι βατράχια από εκεί τριγύρω βάλθηκαν να κοάζουν όλα μαζί, καθώς είναι το συνήθειό τους. Πετάχτηκε τότε από τον ύπνο του το κουτάβι, έξω φρενών για την ενόχληση. Του ήρθε ωστόσο μια ιδέα: αν πλησίαζε κοντά στα νερά και έβγαζε μερικά άγρια γαβγίσματα ενάντια στα βατράχια, το δίχως άλλο αυτά θα σταματούσαν τη φασαρία και θα μπορούσε κατόπιν να χορτάσει και ο ίδιος τον ύπνο με την άνεσή του. Έτσι και έκανε, που λέτε, και μάλιστα επανειλημμένα. Έλα όμως που δεν έφερνε το παραμικρό αποτέλεσμα. Στο τέλος πια το κουτάβι, βράζοντας από θυμό, σηκώθηκε να φύγει, λέγοντας: «Μωρέ τί βλάκας που είμαι, χειρότερος και από εσάς! Τέτοιους φωνακλάδες, σιχαμένους από φυσικού τους, τί μου ήρθε και βάλθηκα να τους δασκαλέψω; Τάχα μπορούσα να τους μεταμορφώσω σε ευγενικούς και πολιτισμένους;».
Το δίδαγμα του μύθου: Έτσι είναι ο ξεδιάντροπος άνθρωπος. Χιλιάδες φορές να τον παρακαλέσεις, δεν πρόκειται να δώσει πεντάρα για τους γύρω του.
[ὅτι κρεῖττον ἀποθανεῖν εὐχρήστως ἢ ζῆν ἀτίμως.]
304. ΠΑΤΗΡ ΚΑΙ ΘΥΓΑΤΗΡ
[304.1] ἀνήρ τις ἐρασθεὶς τῆς ἰδίας θυγατρὸς καὶ εἰς ἔρωτα τρωθεὶς ἀπέστειλεν εἰς ἀγρὸν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, τὴν δὲ θυγατέρα κρατηθεὶς ἐβιάσατο· ἡ δὲ ἔλεγε· «πάτερ, ἀνόσια πράττεις. ἤθελον μᾶλλον ἑκατὸν ἀνδράσι με παρασχεῖν ἢ σοί».
[ὅτι κρεῖττον συγκοινωνεῖν θηρίοις, εἰ ἦν δυνατόν, ἢ γονεῦσι τοῖς θέλουσι ἀποκτεῖναι.]
305. ΘΥΓΑΤΗΡ ΜΩΡΑ ΚΑΙ ΜΗΤΗΡ
[305.1] γυνή τις εἶχε θυγατέρα παρθένον μωράν· πάντοτε οὖν ηὔχετο τῇ θεᾷ νοῦν αὐτῇ χαρίσασθαι. εὐχομένης δὲ αὐτῆς παρρησίᾳ ἡ παρθένος ἤκουσε καὶ τὸν λόγον κατεῖχε. μεθ᾽ ἡμέρας δέ τινας σὺν τῇ μητρὶ εἰς ἀγρὸν ἐξελθοῦσα καὶ τῆς προαυλίου προκύψασα θύρας εἶδεν ὄνον θήλειαν ὑπ᾽ ἀνθρώπου βιαζομένην καὶ προσελθοῦσα τῷ ἀνθρώπῳ εἶπε· «τί ποιεῖς, ἄνθρωπε;» ὁ δέ φησι· «νοῦν αὐτῇ ἐντίθημι». ἀναμνησθεῖσα δὲ ἡ μωρά, ὅτι καθ᾽ ἑκάστην ἡ μήτηρ νοῦν αὐτῇ ηὔχετο, παρεκάλει αὐτὸν λέγουσα· «ἔνθες, ἄνθρωπε, κἀμοὶ νοῦν. καὶ γὰρ ἡ μήτηρ μου πρὸς τοῦτο πολλά σοι εὐχαριστήσει». ὁ δὲ ὑπακούσας κατέλιπεν τὴν ὄνον καὶ διεπαρθένευσε τὴν κόρην φθείρας αὐτήν. ἡ δὲ διεφθαρμένη μετὰ περιχαρείας ἔρχεται πρὸς τὴν μητέρα αὐτῆς λέγουσα· «ἰδού, μῆτερ, κατὰ τὴν εὐχήν σου νοῦν ἔλαβον». ἡ δὲ μήτηρ αὐτῆς φησιν· «εἰσήκουσάν μοι οἱ θεοὶ τῆς εὐχῆς». ἡ δὲ μωρὰ ἔφη· «ναί, μῆτερ». ἡ δέ φησιν· «καὶ ποίῳ τρόπῳ τοῦτο ἔγνως;» ἡ δὲ μωρὰ ἔφη· «ἄνθρωπός τις μακρὸν ποῖρον καὶ δύο στρογγύλα νευρώδη ἔθηκεν ἐν τῇ κοιλίᾳ μου ἔσω βαλὼν καὶ ἔξω ἐντρέχων [ἐνέβαλέ μοι] κἀγὼ ἡδέως εἶχον». ἡ δὲ μήτηρ ἀκούσασα καὶ ἰδοῦσα ἔφη· «ὦ τέκνον, ἀπώλεσας καὶ ὃν πρῶτον εἶχες νοῦν».
306. ΝΑΥΤΗΣ ΚΑΙ ΥΙΟΣ
[306.1] λέγεται γὰρ ὡς ναύτης τις εἶχεν υἱόν, ἠβουλήθη δὲ τὴν γραμματικὴν αὐτῷ ἐκπαιδεῦσαι· ὅθεν καὶ ἐν διδασκαλίῳ τοῦτον βαλὼν καὶ χρόνον ἱκανὸν ποιήσας ἐκεῖ τὴν γραμματικὴν εἰς ἄκρον διῆλθεν· εἶτα λέγει τῷ πατρὶ αὐτοῦ ὁ νέος· «πάτερ, ἰδοὺ τὴν γραμματικὴν πᾶσαν ἐν ἀκριβείᾳ διῆλθον· ἀλλ᾽ οὖν ἐθέλω καὶ τὴν ῥητορικὴν διελθεῖν». ἤρεσεν οὖν τῷ πατρὶ καὶ ἐν διδασκαλίῳ πάλιν βαλὼν αὐτὸν ῥήτωρ τέλειος ἐγένετο· παριουσῶν δὲ τῶν ἡμερῶν ἐν τῇ οἰκίᾳ μετὰ τῆς μητρὸς αὐτοῦ καὶ τοῦ πατρὸς συνήσθιον ἀλλήλοις καὶ διηγεῖται ὁ νέος τῷ πατρὶ καὶ τῇ μητρί, ὡς τῆς γραμματικῆς καὶ τῆς ῥητορικῆς ἐστιν ἔμπειρος· ὁ δὲ πατὴρ λέγει πρὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ· «περὶ τῆς ῥητορικῆς ἀκήκοα, ὅτι κειμήλιόν ἐστι πασῶν τῶν τεχνῶν καθάπερ καὶ ὁ μακάριος †ἀπτῄστος γράφει· δὸς οὖν καὶ σὺ πεῖράν τινα τῆς τέχνης». ἀποκριθεὶς δὲ ὁ νέος ἔφη· «ταύτην διανέμων τὴν ὄρνιν καθ᾽ ἃ ἡ γραμματικὴ κελεύει, δείξω ὑμῖν, ὅτι ὄντως ἡ γραμματικὴ κρείττων ἐστὶ τῶν ἄλλων τεχνῶν». τέμνων δὲ τὴν ὄρνιν ἔφη· «σοί, πάτερ, τὴν κεφαλὴν δώσω, ὅτι κεφαλὴ εἶ τοῦ οἴκου καὶ πᾶσιν ἡμῖν ἐπιτάττεις. σοὶ δέ, μῆτερ, τοὺς πόδας τούτους προσνέμω, διότι πᾶσαν τὴν ἡμέραν διατρέχουσα διὰ τοῦ οἴκου πράγματα πολλὰ ἔχεις· ἄνευ δὲ τῶν ποδῶν περιγενέσθαι τούτου οὐ δύνασαι. τοῦτο δὲ τὸ σῶμα νεκρὸν ἐμοὶ λείπεται, ᾧ οὐδὲν εὔκολόν ἐστιν ἐν τῷ βίῳ, ἵνα καὶ ἀπολαύω τι τῆς πολλῆς διδαχῆς». καὶ τοῦτο εἰπὼν καταφαγεῖν ἤρξατο τὴν ὄρνιν. ὁ δὲ πατὴρ ὀργισθεὶς ἀφήρπασε τὴν ὄρνιν καὶ ἔφη δύο μέρη ποιήσας· «τὸ μὲν πρῶτον αὐτὸς διανεῖμαι τὴν ὄρνιν ταύτην οὐκ ἤθελον· ἀλλ᾽ οὖν θέλω, ἵνα φάγω τὸ ἓν ἐγώ, τὸ δὲ ἕτερον ἡ σὴ μήτηρ. σὺ δὲ φάγε, ὅπερ πεποίηκας μετὰ τῆς ῥητορικῆς σου».
οὕτω πανθάνουσιν οἱ μετὰ πανουργίας καὶ δολοπλόκων λόγων ἐν τῷ βίῳ πορευόμενοι.
307. ΣΚΥΛΑΞ ΚΑΙ ΒΑΤΡΑΧΟΙ
[307.1] σκύλαξ ὁδοιπόρου τινὸς ἀκολουθίας ἐκ τοῦ διηνεκῶς ὁδεῦσαι καὶ θερικοῦ καύματος ἀπαυδήσας δειελινὸς παρά τινι λίμνῃ ἐν τῇ δροσερᾷ βοτάνῃ κοιμησόμενος ἀνεκλίνθη. καὶ δὴ καὶ ὑπνώσαντος αὐτοῦ οἱ ἔγγιστα βάτραχοι κατ᾽ αὐτῶν εἰωθὸς ὁμοῦ πάντες ἐκόαξαν. ὁ δὲ διυπνισθεὶς δεινὸν μὲν τοῦτο ἐποίει, οἰόμενος δὲ ὡς, εἰ τῷ πελάγει ἔναγχος προσελθὼν τοῖς βατράχοις ἐφυλακτήσειε, τούτους τε ἀποπαύσει τῆς κραυγῆς καὶ τοὐντεῦθεν ἀνετῶς κοιμήσεσθαι δυνηθείη, ὡς πολλάκις τοῦτο ποιήσας ὠφελήθη μηδέν, μετ᾽ ὀργῆς εἰπὼν ἀνεχώρησε· «ἀλλ᾽ ἔγωγε μωρότερος ἂν ὑμῶν εἴην, εἰ λάλους οὕτω καὶ ἀηδεῖς ὄντας τὴν φύσιν αὐτὸς εἰς τὸ ἀστικὸν καὶ φιλάνθρωπον διορθοῦν ἐπιχειροίην».
ἐπιμύθιον. ὁ μῦθος ὅτι καὶ οὕτως οἱ ὑβριστικοὶ τῶν ἀνθρώπων, κἂν μυριάκις ἐπιθυμηθῶσιν, οὐ μέντοι τῶν πέλας λόγον ποιοῦνται.
***
303. Ο ξωμάχος και τα γαϊδούρια.
[303.1] Ήταν μια φορά ένας γέρος ξωμάχος που είχε περάσει όλη του τη ζωή στα χωράφια, δίχως να έχει επισκεφθεί ποτέ του την πόλη. Συχνά-πυκνά, λοιπόν, παρακαλούσε τους δικούς του να τον πάνε να δει και αυτός την πολιτεία. Στο τέλος, με τα πολλά, οι υπόλοιποι της οικογένειας ζέψανε κάτι γαϊδουράκια σε μιαν άμαξα και του έδωσαν οδηγίες: «Βλέπεις, παππουλάκο; Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να κρατάς τα γκέμια, και αυτά εδώ τα ζωντανά θα ακολουθήσουνε τη διαδρομή τους και θα σε βγάλουν κατευθείαν στην πόλη». Έλα όμως που καθώς προχωρούσαν στον δρόμο ξέσπασε ξαφνικά καταιγίδα και σκοτείνιασε ο ουρανός. Αποτέλεσμα: τα γαϊδουράκια ξεστράτισαν και περιφέρονταν σε ένα μέρος γεμάτο απότομους γκρεμούς. Τότε αντιλήφθηκε και ο γερο-χωρικός τί κίνδυνο διέτρεχε και βλαστήμησε: «Θεέ μου, τί κακό έκανα και πάω χαμένος έτσι τζάμπα και βερεσέ; Και να πω ότι την έπαθα από περήφανα άλογα ή έστω από τα μουλάρια μου τα γερά; Πού τέτοια τύχη. Από τιποτένια βρομογαϊδούρια με βρήκε το κακό, που να πάρει!».
[Δίδαγμα: Κάλλιο να πεθάνεις όμορφα και καλά παρά να ζεις μέσα στην ατιμία.]
304. Ο πατέρας και η θυγατέρα του.
[304.1] Μια φορά ένας άντρας άρχισε να καλοβλέπει ερωτικά την ίδια του την κόρη, και λίγο-λίγο ο πόθος τον χτύπησε κατακέφαλα. Βρήκε λοιπόν μια πρόφαση και ξαπέστειλε τη σύζυγό του για θελήματα στα χωράφια. Ύστερα έβαλε κάτω τη θυγατέρα του και την βίαζε. Εκείνη η καημένη, βέβαια, ξεφώνιζε: «Αμάν, μπαμπά, τί παλιανθρωπιά πας να μου κάνεις! Κάλλιο να έδινα το κορμί μου σε εκατό άντρες μαζί, παρά σε σένα».
[Δίδαγμα: Αν είναι να σε σκοτώσουν οι ίδιοι οι γονείς σου, πιο καλά να πας να ζήσεις με τα άγρια θηρία — μακάρι να το μπορούσες, δηλαδή.]
305. Η βλαμμένη και η μάνα της.
[305.1] Ήταν κάποτε μια γυναίκα που είχε μια κόρη ανύπαντρη, καθυστερημένη πνευματικά. Καημό το είχε αυτό η μάνα, βέβαια, και κάθε μέρα προσευχόταν στον θεό να χαρίσει στη θυγατέρα της λιγουλάκι μυαλό. Μάλιστα έλεγε τις προσευχές της δυνατά, έτσι που η κοπέλα την άκουσε κάποια φορά και της έμεινε η φράση. Λοιπόν, που λέτε, ύστερα από μερικές μέρες μάνα και κόρη είχαν πάει μαζί εκδρομή στην εξοχή. Κάπου εκεί στο αγρόκτημα η κοπελιά έχωσε το κεφάλι της μέσα από τη θύρα του στάβλου και τί νομίζετε πως είδε; Έναν άνθρωπο να απαυτώνει μια γελάδα. Τον πλησίασε η ανήξερη και τον ρώτησε: «Καλέ κύριε, τί κάνεις αυτού;». Ο κτηνοβάτης βρήκε απάντηση: «Τί, εγώ; Νά, της βάζω λίγο μυαλό». Τότε η βλαμμένη θυμήθηκε στο λεπτό τί προσευχές έκανε καθημερινά για αυτήν η μάνα της: λίγο μυαλό δεν ζητούσε και εκείνη; Μια και δυο, λοιπόν, βάλθηκε η χαζή να παρακαλάει τον σταβλίτη: «Αχ, καλέ κύριε, βάλε και σε μένα μυαλό, να χαρείς. Έλα, έλα. Να δεις, η μάνα μου χίλιες χάρες θα σου χρωστάει γι᾽ αυτό». Άλλο που δεν ήθελε ο λεγάμενος: μεμιάς παράτησε τη γελάδα και έπιασε να ξεπαρθενέψει την κοπελιά, ώσπου τη χάλασε για τα καλά. Τρελή από χαρά η ξεπατωμένη έτρεξε μετά κατευθείαν στη μάνα της, φωνάζοντας: «Μαμά, μαμά, αλήθεψαν οι προσευχές σου. Έβαλα μυαλό, έβαλα μυαλό!». Η μάνα της όντως αναθάρρησε για μια στιγμή: «Λες να εισάκουσε ο θεός τις προσευχές μου;». «Μα σίγουρα βρε μαμά, τί σου λέω», τσίριζε η κόρη. Ύστερα όμως η μάνα ξαναρώτησε: «Καλά, εσύ πώς το κατάλαβες ότι έγινε αυτό;». Αποκρίθηκε λοιπόν η χαζή: «Να σου πω. Ένας άντρας μου έχωσε ένα μακρινάρι μέσα στην τρύπα της κοιλιάς μου, μαζί με δυο σαρκώδη μπαλάκια. Μέσα-έξω, μέσα-έξω μου το έχωνε και το ξανάβγαζε. Και ξέρεις κάτι; Μου άρεσε, καλέ!». Μόλις το άκουσε τούτο η μάνα, έκανε αμέσως αυτοψία και αναστέναξε: «Αχ, κορίτσι μου, εσύ έχασες και το λίγο μυαλό που είχες!».
306. Ο ναυτικός και ο γιος του.
[306.1] Ήταν μια φορά κάποιος ναυτικός που είχε έναν γιο και ήθελε να τον μάθει γράμματα. Γι᾽ αυτό τον έβαλε στο σχολείο και τον άφησε να εκπαιδευτεί εκεί για αρκετό διάστημα, μέχρι που ξεσκόλισε στα γράμματα και έγινε ξεφτέρι. Τότε το αγόρι παρακάλεσε τον πατέρα του: «Μπαμπά, τα γράμματα τα σπούδασα όλα, με το νι και με το σίγμα. Τώρα έχω όρεξη να μελετήσω και τη ρητορική». «Με την ευχή μου», είπε ο άνθρωπος, και τον έστειλε πάλι στο σχολείο, μέχρι που ο μικρός έγινε άφταστος ρήτορας. Ύστερα από λίγο καιρό, που λέτε, ο νεαρός έτρωγε μια μέρα στο σπίτι μαζί με τον πατέρα και τη μάνα του. Και βέβαια τους περηφανευόταν πόσο καλά σπουδαγμένος είναι στα γράμματα και στη ρητορική. Πάνω εκεί βρήκε ευκαιρία ο πατέρας και τον ρώτησε: «Ξέρεις, έχω ακούσει για τη ρητορική πως είναι, λέει, το τιμαλφές όλων των επιστημών — έτσι την αποκαλεί κάπου, μου φαίνεται, και η ευλογημένη η Γραφή. Λοιπόν, τί λες; Δεν μας κάνεις και εσύ μια επίδειξη της κατάρτισής σου;». Ο νεαρός δέχτηκε και άρχισε το λέγειν: «Πρόσεξε: τούτην εδώ την κότα που τρώμε θα μας τη μοιράσω σύμφωνα με τα διδάγματα της εγκύκλιας παιδείας. Τοιουτοτρόπως θα σας αποδείξω ότι η παιδεία αυτή είναι ανώτερη από οποιοδήποτε άλλο επιτήδευμα». Βάλθηκε λοιπόν να τεμαχίζει την κότα, και συγχρόνως δασκάλευε: «Εσένα, πατέρα, σου δίνω το κεφάλι, διότι και εσύ είσαι η κεφαλή του σπιτιού και έχεις το πρόσταγμα πάνω σε όλους μας. Εσένα τώρα, μαμά, σου αφιερώνω δικαιωματικά αυτά εδώ τα ποδαράκια. Βλέπεις, εσύ είσαι που τρέχεις πάνω-κάτω στο σπίτι όλη μέρα για να προφτάσεις όλες τις δουλειές σου. Πώς θα το κατάφερνες αυτό δίχως πόδια; Δεν γίνεται. Τί απομένει ύστερα από όλα αυτά; Νά, τούτο εδώ το ψόφιο κορμί — σε αυτό θα περιοριστώ εγώ, είμαι άλλωστε συνηθισμένος να μη μου έρχεται τίποτε εύκολα στη ζωή μου. Ε, τί να γίνει, κάποιο κέρδος θα πρέπει να βγάλω και εγώ από τις μακροχρόνιες σπουδές μου». Και μόλις ολοκλήρωσε το λογύδριό του, ευθύς ρίχτηκε στο φαΐ ξεκοκαλίζοντας την κότα. Φυσικά, του πατέρα τού ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Άρπαξε αμέσως την κότα από μπροστά από τον γιο του, την έκοψε στα δύο και δήλωσε: «Κοίτα να δεις, στην αρχή δεν ήθελα να μοιράσω την κότα από μόνος μου. Τώρα όμως άλλαξα γνώμη και ορίζω ως εξής: το ένα από αυτά τα δύο κομμάτια θα το φάω εγώ και το άλλο η μάνα σου. Όσο για σένα, τράβα να χορτάσεις με τις αερολογίες που φτιάχνει η ρητορική σου!».
Έτσι παθαίνουν όσοι θέλουν να ανοίξουν δρόμο στη ζωή τους με πονηριές και κάλπικους λόγους.
307. Το κουτάβι και τα βατράχια.
[307.1] Μια φορά ένα κουτάβι είχε πάρει από πίσω κάποιον διαβάτη. Καθώς όμως έκανε πολύ δρόμο μονοκοπανιά μέσα στην καλοκαιριάτικη ζέστη, απόκαμε. Το σούρουπο, λοιπόν, πήγε και πλάγιασε στην όχθη μιας λίμνης, μέσα στα δροσερά χορτάρια, για να το ρίξει στον ύπνο. Είχε μάλιστα αποκοιμηθεί κιόλας, όταν ξαφνικά κάτι βατράχια από εκεί τριγύρω βάλθηκαν να κοάζουν όλα μαζί, καθώς είναι το συνήθειό τους. Πετάχτηκε τότε από τον ύπνο του το κουτάβι, έξω φρενών για την ενόχληση. Του ήρθε ωστόσο μια ιδέα: αν πλησίαζε κοντά στα νερά και έβγαζε μερικά άγρια γαβγίσματα ενάντια στα βατράχια, το δίχως άλλο αυτά θα σταματούσαν τη φασαρία και θα μπορούσε κατόπιν να χορτάσει και ο ίδιος τον ύπνο με την άνεσή του. Έτσι και έκανε, που λέτε, και μάλιστα επανειλημμένα. Έλα όμως που δεν έφερνε το παραμικρό αποτέλεσμα. Στο τέλος πια το κουτάβι, βράζοντας από θυμό, σηκώθηκε να φύγει, λέγοντας: «Μωρέ τί βλάκας που είμαι, χειρότερος και από εσάς! Τέτοιους φωνακλάδες, σιχαμένους από φυσικού τους, τί μου ήρθε και βάλθηκα να τους δασκαλέψω; Τάχα μπορούσα να τους μεταμορφώσω σε ευγενικούς και πολιτισμένους;».
Το δίδαγμα του μύθου: Έτσι είναι ο ξεδιάντροπος άνθρωπος. Χιλιάδες φορές να τον παρακαλέσεις, δεν πρόκειται να δώσει πεντάρα για τους γύρω του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου