Αναζητώντας τον ορισμό της έννοιας πολίτευμα ο Αριστοτέλης δε φαίνεται να έχει την παραμικρή αμφιβολία: «Βασικά, το πολίτευμα μιας πόλης ορίζεται ως σύστημα με το οποίο μια πόλη οργανώνει και τις άλλες εξουσίες και μάλιστα την ανώτατη εξουσία. Διότι παντού, σε κάθε πόλη το σύστημα εξουσίας είναι κυρίαρχο στοιχείο της και η πολιτεία είναι σύστημα εξουσίας (πολίτευμα)». Από τη στιγμή που η πολιτεία ορίζεται ως σύστημα εξουσίας δε μένει παρά να διαπιστώσουμε ότι «πολιτεία και πολίτευμα είναι ταυτόσημοι όροι». Και βέβαια δε χρειάζονται ιδιαίτερες επεξηγήσεις «ότι στα δημοκρατικά πολιτεύματα φορέας κυρίαρχης εξουσίας είναι ο δήμος, αντίθετα στα ολιγαρχικά οι λίγοι». Συμπληρώνοντας τα μοναρχικά πολιτεύματα, όπου την εξουσία την ασκεί ένας, καθίσταται σαφές το αριθμητικό κριτήριο διαχωρισμού των πολιτευμάτων, το οποίο βέβαια σχετίζεται με τον αριθμό των ανθρώπων που ασκούν την εξουσία. Στα δημοκρατικά πολιτεύματα είναι οι πολλοί, στα ολιγαρχικά οι λίγοι και στα μοναρχικά ο ένας.
Όμως η ποιότητα των πολιτευμάτων δεν μπορεί παρά να καθοριστεί απ’ αυτό που ονομάζουμε ποιοτικό κριτήριο δηλαδή από τον στόχο που θέτουν αυτοί που ασκούν την εξουσία: «Γίνεται, λοιπόν, σαφές ότι όσα πολιτεύματα αποβλέπουν στο κοινό συμφέρον, είναι “ορθά” σύμφωνα με την ακριβή έννοια του δικαίου. Αντίθετα όσα πολιτεύματα υπηρετούν το ατομικό μόνο συμφέρον των αρχόντων, είναι όλα ανεπαρκή και παρεκβάσεις των ορθών πολιτευμάτων, γιατί είναι δεσποτικά πολιτεύματα». Ο αυστηρός καθορισμός της ποιότητας ενός πολιτεύματος ως υπηρεσία του κοινού συμφέροντος δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφισβήτησης σχετικά με το ρόλο της εξουσίας, που οφείλει να προστατεύει τα συμφέροντα της πόλης (εμείς θα λέγαμε του κράτους) στο σύνολό της, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες όλων των κοινωνικών ομάδων. Ο Αριστοτέλης, εξετάζοντας το ζήτημα καθαρά θεωρητικά, αποδέχεται όλους τους τύπους των πολιτευμάτων, αρκεί να διασφαλιστεί ότι πράγματι πληρούν του ποιοτικό κριτήριο: «Έτσι συνηθίζουμε να ονομάζουμε βασιλεία εκείνη τη μοναρχία που αποβλέπει στο κοινό συμφέρον. Ονομάζουμε αριστοκρατία την άσκηση της εξουσίας από λίγους, περισσότερους όμως από έναν (ή γιατί κυβερνούν άριστοι ή γιατί κυβερνούν αποβλέποντας στο άριστο για την πόλη και για όσους την συναποτελούν). Τέλος, όταν το πλήθος ασκεί την εξουσία με σκοπό το κοινό συμφέρον, το πολίτευμα αποκαλείται πολιτεία» (πρόκειται για σχήμα κατ’ εξοχήν), «με τον κοινό δηλαδή όρο όλων των πολιτειών / πολιτευμάτων». Για την καλύτερη κατανόηση του όρου “πολιτεία”: «Πρόκειται για το “ιδανικό” πολίτευμα προφανώς, όπως το σκέφτεται ο Αριστοτέλης στο διάστημα που γράφει το βιβλίο αυτό των Πολιτικών. Τα κύρια γνωρίσματά του είναι ότι το “κύριον της πόλεως” είναι οι πολλοί, αποβλέπει στο καλό όλων και οικονομικοκοινωνικά βρίσκεται στο μέσον».
Το κατά πόσο είναι δυνατό να παραμείνει αδιάφθορος ο ένας (ή οι λίγοι) που ασκεί (ή ασκούν) την εξουσία και να υπηρετεί σταθερά το κοινό συμφέρον (χωρίς να παρασύρεται από το δικό του), είναι μια πρακτική σκέψη που αντίκειται στην καθαρά θεωρητική προσέγγιση (σ’ αυτό το σημείο) του Αριστοτέλη. Εξάλλου, αμέσως μετά, καταδεικνύει ότι όχι μόνο ο ένας ή οι λίγοι, αλλά ακόμη και οι πολλοί είναι σε θέση να παρεκτραπούν διαμορφώνοντας τα πολιτεύματα που ονομάζει παρεκβάσεις: «Παρεκβάσεις των προαναφερθέντων πολιτευμάτων είναι: η τυραννίδα παρέκβαση της βασιλείας, η ολιγαρχία της αριστοκρατίας και η δημοκρατία της πολιτείας. Ειδικότερα, η τυραννίδα είναι μοναρχία προς το συμφέρον του μονάρχη, η ολιγαρχία προς το συμφέρον των εύπορων και η δημοκρατία προς το συμφέρον των άπορων. Κανένα πολίτευμα από αυτά δεν αποβλέπει στην κοινή ωφέλεια». Κι αν η κατάταξη της δημοκρατίας στα στρεβλά πολιτεύματα δεν προξενεί μεγάλη εντύπωση, δεδομένης της απογοήτευσης από την αθηναϊκή πραγματικότητα και της αντιπρότασης του πολιτεύματος της “πολιτείας” που θέλει τη συμμετοχή των πολλών σε μια ιδανική πολιτειακή συνδιαμόρφωση, είναι αδύνατο να περάσει απαρατήρητη η δυσφορία προς την εξυπηρέτηση του συμφέροντος των απόρων, δηλαδή των φτωχών, σα να μην πρέπει μια κοινωνία να μεριμνήσει για τους φτωχούς ή σα να είναι παράλογο οι φτωχοί να διεκδικήσουν πολιτικό ανάστημα προκειμένου να υπερασπίσουν τους εαυτούς τους.
Κι εδώ ακριβώς είναι η προβληματική που θίγει ο Αριστοτέλης και που αφορά το τρίτο κριτήριο του διαχωρισμού των πολιτευμάτων, το ταξικό, που βεβαίως είναι και το καθοριστικότερο: «Η τυραννία, όπως ήδη είπαμε, είναι μοναρχία η οποία κυβερνά την πολιτική κοινωνία με δεσποτικό τρόπο. Η ολιγαρχία είναι το πολίτευμα στο οποίο κυβερνούν οι πλούσιοι. Η δημοκρατία αντίθετα είναι το πολίτευμα στο οποίο κυβερνούν όχι οι πλούσιοι αλλά οι άποροι». Με δυο λόγια τα πολιτεύματα δεν είναι τίποτε άλλο από την πιο ξεκάθαρη μορφή της ταξικής πάλης, που δεν έχει άλλη επιλογή απ’ το να σχηματοποιηθεί μέσα από τη διεκδίκηση της εξουσίας. Για να το πούμε αλλιώς, το αριθμητικό κριτήριο, που προτάθηκε αρχικά για το διαχωρισμό των πολιτευμάτων (αν δηλαδή κυβερνά ένας ή λίγοι ή πολλοί) κρίνεται απολύτως ανεπαρκές, αφού στο βάθος το μέγεθος δεν είναι αριθμητικό αλλά καθαρά οικονομικό: «Δηλαδή: αν οι περισσότεροι πολίτες, όντας εύποροι, ασκούν την εξουσία στην πόλη, το πολίτευμα είναι δημοκρατία, με την υπόθεση πάντοτε ότι το κυρίαρχο σώμα εξουσίας στη δημοκρατία είναι το πλήθος. Με την ίδια σκέψη πάλι, αν συνέβαινε κάπου οι άποροι να είναι λιγότεροι από τους εύπορους, κυρίαρχοι όμως πολιτικά, επειδή είναι ισχυρότεροι, λένε ότι το πολίτευμα είναι ολιγαρχία, με δεδομένο ότι πρόκειται για ολιγαρχία εκεί όπου οι λίγοι αποτελούν το κυρίαρχο σώμα εξουσίας. Αυτές οι περιπτώσεις είναι αρκετές για να δείξουν ότι δε δόθηκαν σωστά οι ορισμοί για τα πολιτεύματα».
Τελικά, δεν υπάρχει άλλος διαχωρισμός από την κοινωνική – ταξική διαστρωμάτωση των πολιτών. Οι πλούσιοι θέλουν την ολιγαρχία για να ελέγχουν την εξουσία και να διαιωνίζουν τον πλούτο τους. Οι φτωχοί θέλουν τη δημοκρατία για να περιορίσουν τη δύναμη των πλουσίων. Η επιλογή του πολιτεύματος δεν είναι παρά η έκφραση της ταξικής συνείδησης του καθενός. Ο φτωχός που θέλει την ολιγαρχία είναι αυτός που αγνοεί την ταξική του θέση: «Όμως το στοιχείο που ουσιαστικά διαφοροποιεί τη δημοκρατία από την ολιγαρχία είναι η φτώχεια και ο πλούτος. Έτσι υποχρεωτικά, όπου η εξουσία ασκείται με βάση τον πλούτο, είτε λίγοι είτε πολλοί βρίσκονται στην εξουσία, το πολίτευμα αυτό είναι ολιγαρχία. Αντίθετα, όπου οι άποροι έχουν την εξουσία, το πολίτευμα αυτό είναι δημοκρατία. Συμβαίνει όμως, ως γνωστόν, οι εύποροι να είναι λίγοι και οι άποροι πολλοί. Έτσι λίγοι ευπορούν, όλοι όμως μετέχουν στην ελευθερία. Για τις αιτίες αυτές, τον πλούτο δηλαδή και την ελευθερία, διεξάγουν αγώνα για την εξουσία και οι δύο τάξεις». Το ζήτημα της πάλης των τάξεων θα το καταστήσει απολύτως σαφές ο Μαρξ πολλούς αιώνες αργότερα.
Ο Αριστοτέλης όμως θα διεισδύσει τόσο βαθειά που θα καταδείξει ότι ακόμη και βασικές πολιτικές έννοιες όπως η ισότητα, η δικαιοσύνη ή η πολιτική αρετή θα διαμορφωθούν, ως αντίληψη, με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα πάντα με τον ταξικό διαχωρισμό. Γιατί άλλο η ισότητα για το φτωχό κι άλλο για τον πλούσιο: «Για παράδειγμα υπάρχει η άποψη ότι το δίκαιο είναι ισότητα, και πράγματι είναι, όχι όμως για όλους αλλά για τους ίσους. Και η ανισότητα εκλαμβάνεται ως δίκαιο, και όντως είναι, όχι όμως για όλους αλλά για τους ανώτερους. Οι άνθρωποι γενικά αφαιρούν αυτό, το “για ποιους”, με αποτέλεσμα να συνάγουν λανθασμένα συμπεράσματα. Αυτό συμβαίνει, γιατί διατυπώνουν κρίσεις για τον εαυτό τους. Αλλά σχεδόν οι πιο πολλοί άνθρωποι δεν κρίνουν σωστά, όταν είναι να αποφασίσουν για τις δικές τους υποθέσεις οι άνθρωποι γενικά συμφωνούν στο ζήτημα της ισότητας για τα πράγματα, αμφισβητούν όμως την ισότητα σε σχέση με τα πρόσωπα, κυρίως για τον προαναφερθέντα λόγο. Για το λόγο δηλαδή ότι κρίνουν κακώς όσα τους αφορούν και νομίζουν ότι επικαλούνται το δίκαιο με την αυστηρή έννοια του όρου, όταν επικαλούνται απλώς για κάποιο δίκαιο. Με άλλα λόγια, αν οι μεν είναι ανώτεροι σε κάτι, στην περιουσία για παράδειγμα, έχουν την ιδέα ότι είναι απολύτως ανώτεροι. Αντίθετα, αν οι άλλοι είναι ίσοι σε κάτι, στην ελευθερία ας πούμε, πιστεύουν ότι είναι εντελώς ίσοι σε όλα». Όμως, ο τρόπος αντίληψης των εννοιών αυτών δεν είναι παρά η ηθική διαμόρφωση του καθενός. Από αυτή την άποψη βρισκόμαστε μπροστά στο πιο αγεφύρωτο χάσμα. Γιατί η απόσταση δεν είναι μόνο οικονομική, αλλά και ηθική, σηματοδοτώντας και τον ιδεολογικό διαχωρισμό των στρατοπέδων. Ή, αν πρόκειται να το θέσουμε αλλιώς, η οικονομική διαστρωμάτωση θα ήταν αδύνατο να μην πάρει περαιτέρω διαστάσεις. Υπό αυτή την έννοια οι όροι ηθική, δικαιοσύνη, ισότητα κλπ, δεν θα μπορούσαν να μην καθρεφτίζουν το οικονομικό μέγεθος που κρύβεται πίσω τους.
Όμως ο Αριστοτέλης δεν τάχθηκε ανοιχτά με το μέρος των φτωχών. Φανατικός υποστηρικτής της μεσότητας και της αξιοκρατίας δε θα μπορούσε παρά να αποδεχτεί ότι κάποιος δικαιούται να έχει περισσότερα, εφόσον βέβαια τα αξίζει. Γιατί η αξιοκρατία δεν αφορά μόνο τις τιμές ή τα αξιώματα αλλά και την περιουσία. Όπως τον καλύτερο αυλό θα τον δώσουμε στον πιο χαρισματικό αυλητή, έτσι και τα καλύτερα χωράφια στον αντίστοιχο καλλιεργητή. Υπό αυτή την έννοια οι περιουσιακές διαφοροποιήσεις δεν βρίσκουν αντίθετο τον Αριστοτέλη (με την προϋπόθεση φυσικά ότι δεν διαμορφώνονται με ανήθικα μέσα). Και βέβαια, τίθεται ξεκάθαρα υπέρ της ιδιοκτησίας θεωρώντας ότι μόνο αν κάτι αποτελεί προσωπικό περιουσιακό στοιχείο θα τύχει και της πρέπουσας φροντίδας, ενώ αυτά που ανήκουν σε όλους (κατά τον Αριστοτέλη πάντα) μοιραία παραμελούνται. Ωστόσο, ο πιο καθοριστικός παράγοντας όλων είναι πάντα η μεσότητα, όπως καθορίζεται από τη λογική. Με δυο λόγια η περιουσία πρέπει να υπάρχει, και είναι σωστό να διαφοροποιείται, όμως μέσα σε κάποια όρια. Ο Αριστοτέλης έχει ήδη καταδικάσει τον άμετρο πλουτισμό της καπηλικής που μετατρέπει το χρήμα σε αυτοσκοπό. (Η κοινωνική διαστρωμάτωση που προτάσσει ο Αριστοτέλης δεν έχει καμία σχέση με τις σύγχρονες οικονομικές ανισότητες του υπέρμετρου πλούτου από τη μια και των ανθρώπων που ψάχνουν στα σκουπίδια από την άλλη). Εξάλλου, και τα έντονα οικονομικά άκρα που δημιουργήθηκαν στην Αθήνα, όταν Αθηναίοι πολίτες γίνονταν δούλοι σε άλλους Αθηναίους (ιδιοκτήτες γης) λόγω αδυναμίας αποπληρωμής χρεών (μιλάμε για την έκρυθμη κατάσταση που προσπάθησε να διαχειριστεί ο Σόλωνας), ο Αριστοτέλης τα καταδίκασε ονομάζοντας το πολίτευμα ακραία ολιγαρχία. Με άλλα λόγια οι πλούσιοι πρέπει να είναι μέσα σε ένα όριο πλούσιοι και οι φτωχοί μέσα σε ένα όριο φτωχοί. (Ο Αριστοτέλης τάσσεται ανοιχτά υπέρ της ύπαρξης της μεσαίας τάξης, όπως άλλωστε αρμόζει και στις γενικότερες περί μεσότητας αντιλήψεις του). Η απόλυτη ανέχεια το μόνο που μπορεί να φέρει είναι επαναστάσεις, δηλαδή αιματοχυσίες, που για τον Αριστοτέλη είναι η πιο ξεκάθαρη απόδειξη της αποτυχίας του πολιτεύματος. Με δεδομένα λοιπόν αυτά τα όρια δεν παίρνει το μέρος των φτωχών. Γι’ αυτό και η εκ πρώτης όψεως ακατανόητη τοποθέτηση: «η δημοκρατία» (αποβλέπει) «προς το συμφέρον των απόρων δεν αποβλέπει στην κοινή ωφέλεια». Γι’ αυτό και υποστηρίζει ότι οι φτωχοί και οι πλούσιοι πρέπει να συνυπάρξουν χωρίς να καταπιέζει ο ένας τον άλλο. Γιατί από τη μια αποκλείει τα οικονομικά άκρα που οδηγούν στην εξαθλίωση και από την άλλη τοποθετεί και το μέγεθος της περιουσίας ως στοιχείο αξιοκρατίας.
Και βέβαια το ότι δεν υποστηρίζει τους φτωχούς δε σημαίνει ότι υποστηρίζει τους πλούσιους. Γιατί η κοινωνία δε συγκροτήθηκε για χάρη των περιουσιών, αλλά για χάρη της συνύπαρξης που επιβάλλεται από την ίδια τη φύση του ανθρώπου: «Γιατί, αν συνέστησαν κοινωνία και αποφάσισαν τη συμβίωση χάρη των περιουσιών, τότε μετέχουν στην πόλη ανάλογα με την περιουσία τους και επομένως θα φαινόταν ισχυρή η ολιγαρχική άποψη για το δίκαιο (γιατί δεν είναι δίκαιο να μετέχει εξίσου σε ένα κεφάλαιο εκατό μνων αυτός που κατέβαλε μία μνα και ο άλλος που κατέβαλε το υπόλοιπο ποσό, ούτε στο αρχικό κεφάλαιο ούτε σε αυτό που διαμορφώνεται στη συνέχεια)». Αυτή ακριβώς είναι η αντίληψη της κοινωνίας που λειτουργεί ως εταιρεία μετατρέποντας τον προσωπικό πλουτισμό σε ιδανικό, πράγμα που κατά τον Αριστοτέλη δεν πρέπει να συμβαίνει αποδεικνύοντας ότι η ολιγαρχική άποψη δεν είναι ισχυρή. Η πόλη δε συγκροτήθηκε ούτε για λόγους επιβίωσης ούτε για λόγους συμμαχιών ούτε ως καρπός της συγκατοίκησης σ’ έναν τόπο: «Αντίθετα πόλη είναι οι σχέσεις συνύπαρξης των οικογενειών και των γενών με σκοπό το ευ ζην, προκειμένου να επιτευχθεί τέλεια και αυτάρκης ζωή. Αυτό όμως δεν είναι εφικτό, αν οι πολίτες δεν κατοικούν στον ίδιο τόπο και δε συνάπτουν γάμους μεταξύ τους. Κάτι τέτοιο όμως είναι έργο φιλίας, γιατί φιλία είναι η συμβίωση ως ελεύθερη επιλογή. Αυτό, κατά τη γνώμη μας, σημαίνει να ζει κανείς με ευδαιμονία και αξιοπρέπεια. Άρα οφείλουμε να δεχτούμε ότι η πολιτική κοινωνία αποβλέπει στις ηθικά ενάρετες ενέργειες των πολιτών και όχι απλώς στη συμβίωσή τους. Για το λόγο αυτό όσοι έχουν τη μεγαλύτερη συμβολή σε μια τέτοια κοινωνία, αυτοί έχουν και περισσότερα δικαιώματα στην πόλη παρά οι ίσοι ως προς την ελευθερία και την καταγωγή ή οι ανώτεροί τους, ως προς την πολιτική αρετή όμως άνισοι, ή οι ανώτεροί τους στον πλούτο, κατώτεροι όμως στην πολιτική αρετή». Κι εδώ βλέπουμε για άλλη μια φορά την αριστοτελική εκδοχή του άριστου πολίτη, που δεν έχει καμία σχέση ούτε με τον πλούτο ούτε με την καταγωγή. Κι αυτός είναι και ο λόγος που ο Αριστοτέλης δε θα υποστηρίξει ούτε τους πλούσιους ούτε τους φτωχούς, αφού η ουσία δε βρίσκεται εκεί, αλλά στην πολιτική αρετή που διέπει τους άριστους (με την αριστοτελική έννοια): «Φαίνεται καθαρά, λοιπόν, από την έκθεση αυτή ότι όσοι διαφωνούν» (δηλαδή οι οπαδοί της ολιγαρχίας και της δημοκρατίας) «για τα πολιτεύματα εξετάζουν αποσπασματικά την έννοια του δικαίου».
Η ολιγαρχική αντίληψη, όπως διατυπώνεται από τον Αριστοτέλη, που θέλει την κοινωνία ως εταιρεία πολυμετοχικού κεφαλαίου, όπου ο καθένας αξίζει αποκλειστικά το ποσό που καταθέτει (αυτό ακριβώς σημαίνει η συρρίκνωση της κοινωνικής πολιτικής, των παροχών, της δωρεάν παιδείας, υγείας κλπ), είναι η πιο ακραία έκφανση του σύγχρονου νεοφιλελευθερισμού, που δεν μπορεί παρά να ταυτιστεί με τα συμφέροντα των πλουσίων. Υπό αυτές τις συνθήκες το ερώτημα γεννιέται αναπόφευκτα: Τα σύγχρονα πολιτεύματα πρέπει να τα κατατάξουμε στις δημοκρατίες ή στις ολιγαρχίες; Το σίγουρο είναι ότι η σωστή ολιγαρχία είναι αυτή που και τα οικονομικά συμφέροντα θα υπηρετήσει και ο λαός δε θα ξεσηκωθεί. Κι αυτό το τελευταίο προϋποθέτει τη συμμετοχή του στη διαμόρφωση του πολιτικού σκηνικού. Αρκεί να είναι ελεγχόμενη. Η κατευθυνόμενη πληροφόρηση, η τρομοκρατία, η πολιτική διαφθορά και οι σχέσεις εξάρτησης που επιφέρει, η ατροφία των θεσμών και η χρηματοδότηση των προεκλογικών εκστρατειών από επιχειρηματικούς κύκλους που ταυτόχρονα μπορεί να ελέγχουν κανάλια, κατασκευαστικές εταιρείες κλπ δεν αφήνουν και πολλά περιθώρια λάθους. Η σύγχρονη ολιγαρχία έχει και την πίτα και το σκύλο. Όμως αυτό κάθε άλλο παρά εξυπηρετεί το κοινό συμφέρον. Ο Αριστοτέλης γράφει: «ή αυτοί που δεν μετέχουν στη ζωή της πόλεως δεν είναι πολίτες, ή είναι πολίτες και έχουν δικαίωμα στο κοινό συμφέρον». Η σύγχρονη ολιγαρχία βρίσκει πιο βολικό να είναι πολίτες (κάθονται ήσυχα) αλλά να μην έχουν δικαίωμα στο κοινό συμφέρον. Δηλαδή να είναι κατ’ επίφαση πολίτες. Γιατί αυτός που δεν έχει δικαίωμα στο κοινό συμφέρον δεν είναι πολίτης.
Όσο για τους ανθρώπους που διαχειρίζονται την εξουσία ο Αριστοτέλης είναι απολύτως σαφής: «Στα παλαιότερα χρόνια» (προφανώς αναφέρεται στις πρώτες κοινωνίες) «ζητούσαν, σύμφωνα με τις υπαγορεύσεις της φύσης, να αναλαμβάνουν εκ περιτροπής τα δημόσια λειτουργήματα, με την απαίτηση κάθε πολίτης να αποτελεί αντικείμενο φροντίδας για τον άρχοντα, όπως ακριβώς και ο ίδιος, όταν ήταν άρχοντας, φρόντιζε για εκείνον. Σήμερα όμως, επειδή η διαχείριση των κοινών και η άσκηση δημόσιου αξιώματος παρέχουν ωφέλειες, οι πολίτες θέλουν να κυβερνούν συνεχώς, σα να συνέβαινε οι άρχοντες να υγιαίνουν διαρκώς, αν και ρέπουν σε ασθένειες. Διότι σε τέτοια περίπτωση εξ’ ίσου θα επιδίωκαν και οι ασθενείς τα αξιώματα». Κι αυτές ακριβώς είναι οι συνθήκες που διαμορφώνουν την ωφελιμιστική εκδοχή της εξουσίας. Το πλέγμα διαμορφώνεται αμέσως. Τα συμφέροντα διαπλέκονται μέχρι να επικρατήσει ο ισχυρός. Από αυτή την άποψη η αριστοτελική εκδοχή της πολιτικής αρετής και της κοινής ωφέλειας και του άριστου που υπερέχει σε ηθικό επίπεδο είναι σκέτος ρομαντισμός. Κι ως γνωστό, η πολιτική κατευθύνεται από τα χέρια των «ρεαλιστών».
Αριστοτέλης: Πολιτικά
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου