106. ΖΕΥΣ ΚΑΙ ΑΠΟΛΛΩΝ [106.1] Ζεὺς καὶ Ἀπόλλων περὶ τοξικῆς ἤριζον. τοῦ δὲ Ἀπόλλωνος ἐντείναντος τὸ τόξον καὶ τὸ βέλος ἀφέντος Ζεὺς τοσοῦτον διέβη, ὅσον Ἀπόλλων ἐτόξευσεν.
οὕτως οἱ τοῖς κρείττοσιν ἀνθαμιλλώμενοι πρὸς τῷ ἐκείνων μὴ ἐφικέσθαι καὶ γέλωτα ὀφλισκάνουσιν.
107. ΙΠΠΟΣ, ΒΟΥΣ, ΚΥΩΝ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
[107.1] Ζεὺς ἄνθρωπον ποιήσας ὀλιγοχρόνιον αὐτὸν ἐποίησεν. ὁ δὲ τῇ ἑαυτοῦ συνέσει χρώμενος ὅτε ἐνίστατο ὁ χειμών, οἶκον ἑαυτῷ κατεσκεύασε καὶ ἐνταῦθα διέτριβε. καὶ δή ποτε σφοδροῦ κρύους γενομένου καὶ τοῦ Διὸς ὕοντος ἵππος ἀντέχειν μὴ δυνάμενος ἧκε δρομαῖος πρὸς τὸν ἄνθρωπον καὶ τούτου ἐδεήθη, ὅπως σκέπῃ αὐτόν. ὁ δ᾽ οὐκ ἄλλως ἔφη τοῦτο ποιήσειν, ἐὰν μὴ τῶν ἰδίων ἐτῶν μέρος αὐτῷ δῷ. τοῦ δὲ ἀσμένως παραχωρήσαντος παρεγένετο μετ᾽ οὐ πολὺ καὶ βοῦς οὐδ᾽ αὐτὸς δυνάμενος ὑπομένειν τὸν χειμῶνα. ὁμοίως δὲ τοῦ ἀνθρώπου μὴ πρότερον ὑποδέξασθαι φάσκοντος, ἐὰν μὴ τῶν ἰδίων ἐτῶν ἀριθμόν τινα αὐτῷ παράσχῃ, καὶ αὐτὸς μέρος δοὺς ὑπεδέχθη. τὸ δὲ τελευταῖον κύων ψύχει διαφθειρόμενος ἧκε καὶ τοῦ ἰδίου χρόνου μέρος ἀπονείμας σκέπης ἔτυχε. οὕτω τε συνέβη τοὺς ἀνθρώπους, ὅταν μὲν ἐν τῷ Διὸς χρόνῳ γένωνται, ἀκεραίους τε καὶ ἀγαθοὺς εἶναι, ὅταν δὲ εἰς τὰ τοῦ ἵππου ἔτη γένωνται, ἀλαζόνας τε καὶ ὑψαύχενας εἶναι, ἀφικνουμένους δὲ εἰς τὰ τοῦ βοὸς ἔτη ἀρχικοὺς ὑπάρχειν, τοὺς δὲ τὸν τοῦ κυνὸς χρόνον ἀνύοντας ὀργίλους καὶ ὑλακτικοὺς τυγχάνειν.
τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις πρὸς πρεσβύτην θυμώδη καὶ δύστροπον.
108. ΖΕΥΣ ΚΑΙ ΧΕΛΩΝΗ
[108.1] Ζεὺς γαμῶν τὰ ζῷα πάντα εἱστία. μόνης δὲ χελώνης ὑστερησάσης διαπορῶν τὴν αἰτίαν τῇ ὑστεραίᾳ ἐπυνθάνετο αὐτῆς, διὰ τί μόνη ἐπὶ τὸ δεῖπνον οὐκ ἦλθε. τῆς δὲ εἰπούσης· «οἶκος φίλος, οἶκος ἄριστος» ἀγανακτήσας κατ᾽ αὐτῆς παρεσκεύασεν αὐτὴν τὸν οἶκον αὐτὸν βαστάζουσαν περιφέρειν.
οὕτω πολλοὶ τῶν ἀνθρώπων αἱροῦνται μᾶλλον λιτῶς οἰκεῖν ἢ παρ᾽ ἄλλοις πολυτελῶς διαιτᾶσθαι.
109. ΖΕΥΣ ΚΑΙ ΑΛΩΠΗΞ
[109.1] Ζεὺς ἀγασάμενος ἀλώπεκος τὸ συνετὸν τῶν φρενῶν καὶ τὸ ποικίλον τὸ βασίλειον αὐτῇ τῶν ἀλόγων ζῴων ἐνεχείρισε. βουλόμενος δὲ γνῶναι, εἰ τὴν τύχην μεταλλάξασα μετεβάλετο καὶ τὴν γλισχρότητα, φερομένης αὐτῆς ἐν φορείῳ κάνθαρον παρὰ τὴν ὄψιν ἀφῆκεν. ἡ δὲ ἀντισχεῖν μὴ δυναμένη, ἐπειδὴ περιίπτατο τῷ φορείῳ, ἀναπηδήσασα ἀκόσμως συλλαβεῖν αὐτὸν ἐπειρᾶτο. καὶ ὁ Ζεὺς ἀγανακτήσας κατ᾽ αὐτῆς πάλιν αὐτὴν εἰς τὴν ἀρχαίαν τάξιν ἀπεκατέστησεν.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι οἱ φαῦλοι τῶν ἀνθρώπων, κἂν τὰ προσχήματα λαμπρότερα ἀναλάβωσι, τὴν γοῦν φύσιν οὐ μετατίθενται.
110. ΖΕΥΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
[110.1] Ζεὺς πλάσας ἀνθρώπους ἐκέλευσεν Ἑρμῇ νοῦν αὐτοῖς ἐγχέαι· κἀκεῖνος μέτρον ποιήσας ἴσον ἑκάστῳ ἐνέχεε. συνέβη δὲ τοὺς μὲν μικροφυεῖς πληρωθέντας τοῦ μέτρου φρονίμους γενέσθαι, τοὺς δὲ μακροὺς ἅτε [μὴ] ἐφικομένου τοῦ ποτοῦ μέχρι γονάτων ‹μέν›, μὴ δὲ εἰς πᾶν τὸ σῶμα ἀφρονεστέρους γενέσθαι.
πρὸς ἄνδρα εὐμεγέθη μὲν σώματι, κατὰ ψυχὴν δὲ ἀλόγιστον.
***
106. Ο Δίας και ο Απόλλωνας.
[106.1] Μια φορά ο Δίας και ο Απόλλωνας μάλωναν ποιός τοξεύει καλύτερα. Ο Απόλλωνας, που λέτε, τέντωσε το τόξο του και έριξε ένα βέλος. Ο Δίας όμως ξέρετε τί έκανε; Με μία μόνο δρασκελιά κάλυψε όλη την απόσταση που είχε διανύσει το βλήμα του Απόλλωνα.
Έτσι συμβαίνει και με εμάς: Όποιοι πάνε να συναγωνιστούν τους ανώτερούς τους, όχι μόνο δεν κατορθώνουν να τους φτάσουν αλλά γίνονται επιπλέον και καταγέλαστοι.
107. Το άλογο, το βόδι, το σκυλί και ο άνθρωπος.
[107.1] Τον καιρό εκείνο τον παλιό, όταν ο Δίας πρωτοέπλασε τον άνθρωπο, τον έφτιαξε έτσι που να ζει λίγα μόνο χρόνια. Ο άνθρωπος όμως ήξερε να χρησιμοποιήσει την εξυπνάδα του: έτσι, πάνω που έμπαινε ο χειμώνας, έπιασε και κατασκεύασε ένα σπίτι για λογαριασμό του, και εκεί μέσα μπήκε να κατοικήσει. Μια φορά, που λέτε, έπεσε φοβερή παγωνιά και ο ουρανός έβρεχε δυνατά. Το άλογο, λοιπόν, δεν μπορούσε πια να αντέξει τον καιρό· γι᾽ αυτό έτρεξε καλπάζοντας στον άνθρωπο και τον εκλιπαρούσε να του προσφέρει στέγη. Ο άνθρωπος τότε δήλωσε πως θα το δεχτεί μέσα μόνο υπό την προϋπόθεση ότι το άλογο θα του προσφέρει ένα μέρος από τα χρόνια της ίδιας της ζωής του. Το ζώο του τα παραχώρησε μετά χαράς. Μετά από λίγο κατέφτασε και το βόδι, που δεν κατάφερνε ούτε και αυτό να υποφέρει τον βρομόκαιρο. Πάλι τον ίδιο όρο του έθεσε ο άνθρωπος: δεν θα το άφηνε να περάσει μέσα παρά μόνο εφόσον το ζώο τού παραχωρούσε ορισμένο αριθμό από τα χρόνια του βίου του. Τί να κάνει το καματερό, έδωσε και αυτό το μερίδιό του και δέχτηκε το καλωσόρισμα. Στο τέλος, νά σου που εμφανίστηκε και ο σκύλος, ξεπαγιασμένος από το κρύο. Για να μην τα πολυλογούμε, παρέδωσε και αυτός με τη σειρά του μέρος από τον χρόνο της ζωής του και βρήκε στέγη. Έτσι λοιπόν κατέληξε ο ανθρώπινος βίος να γίνει όπως τον ξέρουμε: Όσο οι άνθρωποι ζουν τα χρόνια που τους όρισε ο Δίας, είναι καλοί και αψεγάδιαστοι. Μετά, όταν περάσουν στα χρόνια του αλόγου, γίνονται αλαζονικοί και ακατάδεχτοι. Στη συνέχεια, φτάνοντας στα χρόνια του βοδιού, αποκτούν επιθυμία για εξουσία. Τέλος, όσοι διατρέχουν και τα χρόνια του σκύλου, γίνονται εριστικοί και όλο γαβγίζουν από τη γρίνια.
Αυτός ο μύθος αρμόζει να χρησιμοποιείται για κανένα γερόντιο οξύθυμο και δύστροπο.
108. Ο Δίας και η χελώνα.
[108.1] Τον καιρό εκείνο τον παλιό, όταν ο Δίας γιόρταζε τους γάμους του, κάλεσε στο γλέντι όλα τα ζώα. Η μόνη που ξέμεινε και δεν πήγε ήταν η χελώνα. Απόρησε βέβαια με αυτό ο θεός και την επόμενη μέρα έπιασε και την ανέκρινε γιατί δεν παρουσιάστηκε στην ευωχία, μόνη αυτή από όλα τα πλάσματα. Και τί αποκρίθηκε η χελώνα τότε; «Σπίτι μου σπιτάκι μου κι αγάπη μου μεγάλη». Το αίμα στο κεφάλι τού ανέβηκε του Δία με τούτο που άκουσε· και γι᾽ αυτό έκανε τη χελώνα στο εξής να κουβαλάει πάνω της το αγαπημένο της το σπίτι και να το σέρνει μαζί της παντού.
Έτσι συμβαίνει και με πολλούς ανθρώπους: Προτιμούν να περνούν μόνοι τους με απλότητα παρά να διαβιώνουν με πολυτέλειες στα σπίτια των άλλων.
109. Ο Δίας και η αλεπού.
[109.1] Μια φορά και έναν καιρό ο Δίας θαύμαζε πολύ το κοφτερό μυαλό της αλεπούς και την πονηριά της. Γι᾽ αυτό της εμπιστεύθηκε τη βασιλεία όλων των ζώων. Έβαλε όμως στον νου του να εξακριβώσει αν η πονήρω αυτή, έτσι καθώς άλλαξε η τύχη της, άφησε πίσω και τη μικροπρέπειά της. Μια φορά, λοιπόν, καθώς η αλεπού περνούσε με το φορείο της, ο θεός αμόλησε ένα σκαθάρι εκεί μπροστά στα μάτια της. Η έρμη η αλεπού δεν μπόρεσε να αντισταθεί: έτσι όπως την κουβαλούσαν τριγύρω σηκωτή με το φορείο, αυτή πήδηξε από εκεί πάνω σαν τρελή και ρίχτηκε να τσακώσει το μαμούνι. Απαύδησε φυσικά ο Δίας με αυτό, και για τιμωρία της την επανέφερε πίσω στην παλιά της κατάσταση.
Το δίδαγμα του μύθου: Οι ευτελείς άνθρωποι μπορεί να φορτωθούν με φανταχτερά στολίδια, αλλά ο πραγματικός τους χαρακτήρας δεν αλλάζει.
110. Ο Δίας και οι άνθρωποι.
[110.1] Τον παλιό καιρό, όταν ο Δίας πρωτοέπλασε τους ανθρώπους, έδωσε εντολή στον Ερμή να χύσει το μυαλό μέσα στα κορμιά τους. Ο Ερμής τότε έφτιαξε έναν μετρητή και με αυτόν έριχνε ίση ποσότητα μυαλού μέσα στον καθένα μας. Κοιτάξτε λοιπόν τί συνέβη: Όσοι ήσαν μικρόσωμοι, γέμισαν με τη μετρημένη αυτή ποσότητα και έτσι βγήκαν μυαλωμένοι. Αντίθετα, σε όσους ήσαν πολύ ψηλοί, το υγρό δεν επαρκούσε για όλο το σώμα τους — τί λέω, ούτε καν μέχρι τα γόνατα δεν τους έφτασε. Και έτσι αυτοί μας προέκυψαν οι πιο άμυαλοι.
Ο μύθος αυτός ταιριάζει για άνθρωπο μεγαλόσωμο που είναι όμως ανόητος στο πνεύμα.
οὕτως οἱ τοῖς κρείττοσιν ἀνθαμιλλώμενοι πρὸς τῷ ἐκείνων μὴ ἐφικέσθαι καὶ γέλωτα ὀφλισκάνουσιν.
107. ΙΠΠΟΣ, ΒΟΥΣ, ΚΥΩΝ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
[107.1] Ζεὺς ἄνθρωπον ποιήσας ὀλιγοχρόνιον αὐτὸν ἐποίησεν. ὁ δὲ τῇ ἑαυτοῦ συνέσει χρώμενος ὅτε ἐνίστατο ὁ χειμών, οἶκον ἑαυτῷ κατεσκεύασε καὶ ἐνταῦθα διέτριβε. καὶ δή ποτε σφοδροῦ κρύους γενομένου καὶ τοῦ Διὸς ὕοντος ἵππος ἀντέχειν μὴ δυνάμενος ἧκε δρομαῖος πρὸς τὸν ἄνθρωπον καὶ τούτου ἐδεήθη, ὅπως σκέπῃ αὐτόν. ὁ δ᾽ οὐκ ἄλλως ἔφη τοῦτο ποιήσειν, ἐὰν μὴ τῶν ἰδίων ἐτῶν μέρος αὐτῷ δῷ. τοῦ δὲ ἀσμένως παραχωρήσαντος παρεγένετο μετ᾽ οὐ πολὺ καὶ βοῦς οὐδ᾽ αὐτὸς δυνάμενος ὑπομένειν τὸν χειμῶνα. ὁμοίως δὲ τοῦ ἀνθρώπου μὴ πρότερον ὑποδέξασθαι φάσκοντος, ἐὰν μὴ τῶν ἰδίων ἐτῶν ἀριθμόν τινα αὐτῷ παράσχῃ, καὶ αὐτὸς μέρος δοὺς ὑπεδέχθη. τὸ δὲ τελευταῖον κύων ψύχει διαφθειρόμενος ἧκε καὶ τοῦ ἰδίου χρόνου μέρος ἀπονείμας σκέπης ἔτυχε. οὕτω τε συνέβη τοὺς ἀνθρώπους, ὅταν μὲν ἐν τῷ Διὸς χρόνῳ γένωνται, ἀκεραίους τε καὶ ἀγαθοὺς εἶναι, ὅταν δὲ εἰς τὰ τοῦ ἵππου ἔτη γένωνται, ἀλαζόνας τε καὶ ὑψαύχενας εἶναι, ἀφικνουμένους δὲ εἰς τὰ τοῦ βοὸς ἔτη ἀρχικοὺς ὑπάρχειν, τοὺς δὲ τὸν τοῦ κυνὸς χρόνον ἀνύοντας ὀργίλους καὶ ὑλακτικοὺς τυγχάνειν.
τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις πρὸς πρεσβύτην θυμώδη καὶ δύστροπον.
108. ΖΕΥΣ ΚΑΙ ΧΕΛΩΝΗ
[108.1] Ζεὺς γαμῶν τὰ ζῷα πάντα εἱστία. μόνης δὲ χελώνης ὑστερησάσης διαπορῶν τὴν αἰτίαν τῇ ὑστεραίᾳ ἐπυνθάνετο αὐτῆς, διὰ τί μόνη ἐπὶ τὸ δεῖπνον οὐκ ἦλθε. τῆς δὲ εἰπούσης· «οἶκος φίλος, οἶκος ἄριστος» ἀγανακτήσας κατ᾽ αὐτῆς παρεσκεύασεν αὐτὴν τὸν οἶκον αὐτὸν βαστάζουσαν περιφέρειν.
οὕτω πολλοὶ τῶν ἀνθρώπων αἱροῦνται μᾶλλον λιτῶς οἰκεῖν ἢ παρ᾽ ἄλλοις πολυτελῶς διαιτᾶσθαι.
109. ΖΕΥΣ ΚΑΙ ΑΛΩΠΗΞ
[109.1] Ζεὺς ἀγασάμενος ἀλώπεκος τὸ συνετὸν τῶν φρενῶν καὶ τὸ ποικίλον τὸ βασίλειον αὐτῇ τῶν ἀλόγων ζῴων ἐνεχείρισε. βουλόμενος δὲ γνῶναι, εἰ τὴν τύχην μεταλλάξασα μετεβάλετο καὶ τὴν γλισχρότητα, φερομένης αὐτῆς ἐν φορείῳ κάνθαρον παρὰ τὴν ὄψιν ἀφῆκεν. ἡ δὲ ἀντισχεῖν μὴ δυναμένη, ἐπειδὴ περιίπτατο τῷ φορείῳ, ἀναπηδήσασα ἀκόσμως συλλαβεῖν αὐτὸν ἐπειρᾶτο. καὶ ὁ Ζεὺς ἀγανακτήσας κατ᾽ αὐτῆς πάλιν αὐτὴν εἰς τὴν ἀρχαίαν τάξιν ἀπεκατέστησεν.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι οἱ φαῦλοι τῶν ἀνθρώπων, κἂν τὰ προσχήματα λαμπρότερα ἀναλάβωσι, τὴν γοῦν φύσιν οὐ μετατίθενται.
110. ΖΕΥΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
[110.1] Ζεὺς πλάσας ἀνθρώπους ἐκέλευσεν Ἑρμῇ νοῦν αὐτοῖς ἐγχέαι· κἀκεῖνος μέτρον ποιήσας ἴσον ἑκάστῳ ἐνέχεε. συνέβη δὲ τοὺς μὲν μικροφυεῖς πληρωθέντας τοῦ μέτρου φρονίμους γενέσθαι, τοὺς δὲ μακροὺς ἅτε [μὴ] ἐφικομένου τοῦ ποτοῦ μέχρι γονάτων ‹μέν›, μὴ δὲ εἰς πᾶν τὸ σῶμα ἀφρονεστέρους γενέσθαι.
πρὸς ἄνδρα εὐμεγέθη μὲν σώματι, κατὰ ψυχὴν δὲ ἀλόγιστον.
***
106. Ο Δίας και ο Απόλλωνας.
[106.1] Μια φορά ο Δίας και ο Απόλλωνας μάλωναν ποιός τοξεύει καλύτερα. Ο Απόλλωνας, που λέτε, τέντωσε το τόξο του και έριξε ένα βέλος. Ο Δίας όμως ξέρετε τί έκανε; Με μία μόνο δρασκελιά κάλυψε όλη την απόσταση που είχε διανύσει το βλήμα του Απόλλωνα.
Έτσι συμβαίνει και με εμάς: Όποιοι πάνε να συναγωνιστούν τους ανώτερούς τους, όχι μόνο δεν κατορθώνουν να τους φτάσουν αλλά γίνονται επιπλέον και καταγέλαστοι.
107. Το άλογο, το βόδι, το σκυλί και ο άνθρωπος.
[107.1] Τον καιρό εκείνο τον παλιό, όταν ο Δίας πρωτοέπλασε τον άνθρωπο, τον έφτιαξε έτσι που να ζει λίγα μόνο χρόνια. Ο άνθρωπος όμως ήξερε να χρησιμοποιήσει την εξυπνάδα του: έτσι, πάνω που έμπαινε ο χειμώνας, έπιασε και κατασκεύασε ένα σπίτι για λογαριασμό του, και εκεί μέσα μπήκε να κατοικήσει. Μια φορά, που λέτε, έπεσε φοβερή παγωνιά και ο ουρανός έβρεχε δυνατά. Το άλογο, λοιπόν, δεν μπορούσε πια να αντέξει τον καιρό· γι᾽ αυτό έτρεξε καλπάζοντας στον άνθρωπο και τον εκλιπαρούσε να του προσφέρει στέγη. Ο άνθρωπος τότε δήλωσε πως θα το δεχτεί μέσα μόνο υπό την προϋπόθεση ότι το άλογο θα του προσφέρει ένα μέρος από τα χρόνια της ίδιας της ζωής του. Το ζώο του τα παραχώρησε μετά χαράς. Μετά από λίγο κατέφτασε και το βόδι, που δεν κατάφερνε ούτε και αυτό να υποφέρει τον βρομόκαιρο. Πάλι τον ίδιο όρο του έθεσε ο άνθρωπος: δεν θα το άφηνε να περάσει μέσα παρά μόνο εφόσον το ζώο τού παραχωρούσε ορισμένο αριθμό από τα χρόνια του βίου του. Τί να κάνει το καματερό, έδωσε και αυτό το μερίδιό του και δέχτηκε το καλωσόρισμα. Στο τέλος, νά σου που εμφανίστηκε και ο σκύλος, ξεπαγιασμένος από το κρύο. Για να μην τα πολυλογούμε, παρέδωσε και αυτός με τη σειρά του μέρος από τον χρόνο της ζωής του και βρήκε στέγη. Έτσι λοιπόν κατέληξε ο ανθρώπινος βίος να γίνει όπως τον ξέρουμε: Όσο οι άνθρωποι ζουν τα χρόνια που τους όρισε ο Δίας, είναι καλοί και αψεγάδιαστοι. Μετά, όταν περάσουν στα χρόνια του αλόγου, γίνονται αλαζονικοί και ακατάδεχτοι. Στη συνέχεια, φτάνοντας στα χρόνια του βοδιού, αποκτούν επιθυμία για εξουσία. Τέλος, όσοι διατρέχουν και τα χρόνια του σκύλου, γίνονται εριστικοί και όλο γαβγίζουν από τη γρίνια.
Αυτός ο μύθος αρμόζει να χρησιμοποιείται για κανένα γερόντιο οξύθυμο και δύστροπο.
108. Ο Δίας και η χελώνα.
[108.1] Τον καιρό εκείνο τον παλιό, όταν ο Δίας γιόρταζε τους γάμους του, κάλεσε στο γλέντι όλα τα ζώα. Η μόνη που ξέμεινε και δεν πήγε ήταν η χελώνα. Απόρησε βέβαια με αυτό ο θεός και την επόμενη μέρα έπιασε και την ανέκρινε γιατί δεν παρουσιάστηκε στην ευωχία, μόνη αυτή από όλα τα πλάσματα. Και τί αποκρίθηκε η χελώνα τότε; «Σπίτι μου σπιτάκι μου κι αγάπη μου μεγάλη». Το αίμα στο κεφάλι τού ανέβηκε του Δία με τούτο που άκουσε· και γι᾽ αυτό έκανε τη χελώνα στο εξής να κουβαλάει πάνω της το αγαπημένο της το σπίτι και να το σέρνει μαζί της παντού.
Έτσι συμβαίνει και με πολλούς ανθρώπους: Προτιμούν να περνούν μόνοι τους με απλότητα παρά να διαβιώνουν με πολυτέλειες στα σπίτια των άλλων.
109. Ο Δίας και η αλεπού.
[109.1] Μια φορά και έναν καιρό ο Δίας θαύμαζε πολύ το κοφτερό μυαλό της αλεπούς και την πονηριά της. Γι᾽ αυτό της εμπιστεύθηκε τη βασιλεία όλων των ζώων. Έβαλε όμως στον νου του να εξακριβώσει αν η πονήρω αυτή, έτσι καθώς άλλαξε η τύχη της, άφησε πίσω και τη μικροπρέπειά της. Μια φορά, λοιπόν, καθώς η αλεπού περνούσε με το φορείο της, ο θεός αμόλησε ένα σκαθάρι εκεί μπροστά στα μάτια της. Η έρμη η αλεπού δεν μπόρεσε να αντισταθεί: έτσι όπως την κουβαλούσαν τριγύρω σηκωτή με το φορείο, αυτή πήδηξε από εκεί πάνω σαν τρελή και ρίχτηκε να τσακώσει το μαμούνι. Απαύδησε φυσικά ο Δίας με αυτό, και για τιμωρία της την επανέφερε πίσω στην παλιά της κατάσταση.
Το δίδαγμα του μύθου: Οι ευτελείς άνθρωποι μπορεί να φορτωθούν με φανταχτερά στολίδια, αλλά ο πραγματικός τους χαρακτήρας δεν αλλάζει.
110. Ο Δίας και οι άνθρωποι.
[110.1] Τον παλιό καιρό, όταν ο Δίας πρωτοέπλασε τους ανθρώπους, έδωσε εντολή στον Ερμή να χύσει το μυαλό μέσα στα κορμιά τους. Ο Ερμής τότε έφτιαξε έναν μετρητή και με αυτόν έριχνε ίση ποσότητα μυαλού μέσα στον καθένα μας. Κοιτάξτε λοιπόν τί συνέβη: Όσοι ήσαν μικρόσωμοι, γέμισαν με τη μετρημένη αυτή ποσότητα και έτσι βγήκαν μυαλωμένοι. Αντίθετα, σε όσους ήσαν πολύ ψηλοί, το υγρό δεν επαρκούσε για όλο το σώμα τους — τί λέω, ούτε καν μέχρι τα γόνατα δεν τους έφτασε. Και έτσι αυτοί μας προέκυψαν οι πιο άμυαλοι.
Ο μύθος αυτός ταιριάζει για άνθρωπο μεγαλόσωμο που είναι όμως ανόητος στο πνεύμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου