16. ΑΙΛΟΥΡΟΣ ΚΑΙ ΑΛΕΚΤΡΥΩΝ [16.1] αἴλουρος συλλαβὼν ἀλεκτρυόνα τοῦτον ἐβούλετο μετ᾽ εὐλόγου αἰτίας καταθοινήσασθαι. καὶ δὴ ἀρξάμενος κατηγόρει αὐτοῦ λέγων ὀχληρὸν αὐτὸν εἶναι τοῖς ἀνθρώποις νύκτωρ κεκραγότα καὶ οὐδὲ ὕπνου τυχεῖν αὐτοὺς ἐῶντα. τοῦ δὲ εἰπόντος ὡς ἐπ᾽ ὠφελείᾳ αὐτῶν τοῦτο ποιεῖ, ἐπὶ γὰρ τὰ συνήθη τῶν ἔργων διεγείρει, ἐκ δευτέρου ἔλεγεν· «ἀλλὰ καὶ ἀσεβὴς εἰς τὴν φύσιν καθέστηκας καὶ ἀδελφαῖς καὶ μητρὶ ἐπεμβαίνων». τοῦ δὲ καὶ τοῦτο εἰς ὠφέλειαν τῶν δεσποτῶν πράττειν φήσαντος, πολλὰ γὰρ αὐτοῖς ὠὰ τίκτεσθαι παρασκευάζει, διαπορηθεὶς ἐκεῖνος ἔφη· «ἐὰν οὖν σὺ ἀφορμῶν ἀεὶ εὐπορῇς, ἐγώ σε οὐ κατέδομαι;»
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι καὶ πονηρὰ φύσις πλημμελεῖν προαιρουμένη, κἂν μὴ μετ᾽ εὐλόγου προσχήματος δυνηθῇ, ἀπαρακαλύπτως πονηρεύεται.
17. ΑΛΩΠΗΞ ΚΟΛΟΥΡΟΣ
[17.1] ἀλώπηξ ὑπό τινος πάγης τὴν οὐρὰν ἀποκοπεῖσα ἐπειδὴ δι᾽ αἰσχύνην ἀβίωτον ἡγεῖτο τὸν βίον ἔχειν, ἔγνω δεῖν καὶ τὰς ἄλλας ἀλώπεκας εἰς τὸ αὐτὸ προσαγαγεῖν, ἵνα τῷ κοινῷ πάθει τὸ ἴδιον ἐλάττωμα συγκρύψῃ. καὶ δὴ ἁπάσας ἀθροίσασα παρῄνει αὐταῖς τὰς οὐρὰς ἀποκόπτειν, λέγουσα, ὡς οὐκ ἀπρεπὲς μόνον τοῦτο, ἀλλὰ καὶ περισσόν τι αὐταῖς βάρος προσήρτηται. τούτων δέ τις ὑποτυχοῦσα ἔφη· «ὦ αὕτη, ἀλλ᾽ εἰ ‹μή› σοι τοῦτο συνέφερεν, οὐκ ἂν ἡμῖν τοῦτο συνεβούλευσας».
οὗτος ὁ λόγος ἁρμόττει πρὸς ἐκείνους, οἳ τὰς συμβουλίας ποιοῦνται τοῖς πέλας οὐ δι᾽ εὔνοιαν ἀλλὰ διὰ τὸ ἑαυτοῖς συμφέρον.
18. ΑΛΙΕΥΣ ΚΑΙ ΜΑΙΝΙΣ
[18.1] ἁλιεὺς καθεὶς τὸ δίκτυον ἀνήνεγκε μαινίδα. τῆς δὲ ἱκετευούσης αὐτὸν πρὸς τὸ παρὸν μεθεῖναι αὐτήν, ἐπειδὴ μικρὰ τυγχάνει, ὕστερον δὲ αὐξηθεῖσαν συλλαβεῖν εἰς μείζονα ὠφέλειαν, ὁ ἁλιεὺς εἶπεν· «ἀλλ᾽ ἔγωγε εὐηθέστατος ἂν εἴην, εἰ τὸ ἐν χερσὶ παρεὶς κέρδος ἄδηλον ἐλπίδα διώκοιμι».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι αἱρετώτερόν ἐστι τὸ παρὸν κέρδος, κἂν μικρὸν ᾖ, τοῦ προσδοκωμένου, κἂν μέγα ὑπάρχῃ.
19. ΑΛΩΠΗΞ ΚΑΙ ΒΑΤΟΣ
[19.1] ἀλώπηξ φραγμὸν ἀναβαίνουσα ἐπειδὴ ὀλισθαίνειν ἔμελλε, βάτου ἐπελάβετο. ξυσθεῖσα δὲ τὸ πέλμα καὶ δεινῶς διατεθεῖσα ᾐτιᾶτο αὐτήν, εἴ γε καταφυγοῦσαν ἐπ᾽ αὐτὴν ὡς ἐπὶ βοηθὸν χεῖρον αὐτῇ ἐχρήσατο καὶ αὐτοῦ τοῦ προκειμένου. καὶ ἡ βάτος ὑποτυχοῦσα εἶπεν· «ἀλλ᾽ ἐσφάλης τῶν φρενῶν, ὦ αὕτη, ἐμοῦ ἐπιλαβέσθαι βουληθεῖσα, ἥτις αὐτὴ πάντων ἐπιλαμβάνεσθαι εἴωθα».
οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων μάταιοί εἰσιν, ὅσοι τούτοις ὡς βοηθοῖς προσφεύγουσιν, οἷς τὸ ἀδικεῖν μᾶλλόν ἐστιν ἔμφυτον.
20. ΑΛΩΠΗΞ ΚΑΙ ΚΡΟΚΟΔΕΙΛΟΣ
[20.1] ἀλώπηξ καὶ κροκόδειλος περὶ εὐγενείας ἤριζον. πολλὰ δὲ τοῦ κροκοδείλου διεξιόντος περὶ τῆς τῶν προγόνων λαμπρότητος καὶ τὸ τελευταῖον λέγοντος, ὡς γεγυμνασιαρχηκότων ἐστὶ πατέρων, ἡ ἀλώπηξ ὑποτυχοῦσα ἔφη· «ἀλλὰ κἂν σὺ μὴ εἴπῃς, ἀπὸ τοῦ δέρματος φαίνῃ, ὅτι ἀπὸ πολλῶν εἶ γυμνασμάτων».
οὕτω καὶ τῶν ψευδολόγων ἀνθρώπων ἔλεγχός ἐστι τὰ πράγματα.
***
16. Ο γάτος και ο πετεινός.
[16.1] Μια φορά ο γάτος έπιασε στα χέρια του τον πετεινό και γύρευε εύλογη πρόφαση για να τον καταβροχθίσει. Στην αρχή, λοιπόν, βάλθηκε να τον ψέγει ότι ενοχλεί τον κόσμο τη νύχτα με τα κραξίματά του και δεν αφήνει κανέναν να χαρεί μια στάλα ύπνο. Ο πετεινός όμως δικαιολογήθηκε ότι με αυτό που κάνει ωφελεί τους ανθρώπους, διότι τους ξυπνάει για να ασχοληθούν με τις συνηθισμένες τους δουλειές. Έπειτα ο γάτος ακολούθησε άλλη γραμμή κατηγορίας: «Ναι, αλλά εσύ διαπράττεις συστηματικά ασέβεια ενάντια στη φύση, αφού βατεύεις τις αδελφές σου και τη μάνα σου». Ο πετεινός τότε ισχυρίστηκε ότι και αυτό για ωφέλεια το κάνει — ωφέλεια των αφεντικών του, δηλαδή, αφού έτσι συντελεί στο να γεννιούνται πολλά αυγά για χάρη τους. Στο τέλος πια ο γάτος απαύδησε και φώναξε: «Δεν μου λες, επειδή εσύ έχεις πάντα έτοιμες δικαιολογίες, εγώ πρέπει να στερηθώ το φαΐ μου;».
Το δίδαγμα του μύθου: Ο φαύλος άνθρωπος, που έχει πρόθεση να αμαρτήσει, ακόμη και αν δεν μπορέσει να βρει εύσχημη πρόφαση, θα κάνει το κακό απροκάλυπτα.
17. Η κολοβή αλεπού.
[17.1] Ήταν μια αλεπού που πιάστηκε σε παγίδα και της κόπηκε η ουρά. Στην αρχή, που λέτε, ήταν τέτοια η ντροπή της που η ζωή τής φαινόταν ανυπόφορη. Ώσπου σε κάποια στιγμή συνέλαβε το σχέδιο: έπρεπε να παρασύρει και τις άλλες αλεπούδες στην ίδια συμφορά, ώστε να συγκαλύψει το δικό της κουσούρι με το κοινό πάθημα. Τις μάζεψε λοιπόν όλες και τις παρακινούσε να κόψουν την ουρά τους, λέγοντας πως αυτό το εξάρτημα δεν είναι μόνο άσχημο αλλά και περιττό βάρος κρεμασμένο πάνω τους. Πάνω εκεί, όμως, μία από τις άλλες αλεπούδες τη διέκοψε και αντιμίλησε: «Μωρή, προφανώς σε βολεύει εσένα αυτό, αλλιώς δεν θα μας το συμβούλευες».
Αυτός ο μύθος ταιριάζει σε όποιον δίνει συμβουλές στους συνανθρώπους του όχι για το δικό τους το καλό αλλά για να εξυπηρετήσει προσωπικό του συμφέρον.
18. Ο ψαράς και η μαρίδα.
[18.1] Ήταν μια φορά ένας ψαράς που έριξε τα δίχτυα του και έβγαλε στην επιφάνεια μια μαριδίτσα. Εκείνη, που λέτε, έπιασε να τον εκλιπαρεί: «Άφησέ με για την ώρα, να χαρείς, έτσι μικρούλα που είμαι. Αργότερα, άμα μεγαλώσω, με πιάνεις ξανά, και τότε θα αποκομίσεις πιο πολύ κέρδος». Όμως ο ψαράς αποκρίθηκε: «Καλά, τόσο μπουνταλάς θαρρείς πως είμαι; Σιγά μην αφήσω το κέρδος που έχω στο χέρι για να τρέχω πίσω από άδηλες προσδοκίες».
Το δίδαγμα του μύθου: Το τωρινό κέρδος, έστω και μικρό, είναι προτιμότερο από οποιεσδήποτε ελπίδες για μεγάλα οφέλη στο μέλλον.
19. Η αλεπού και ο βάτος.
[19.1] Κάποια φορά η αλεπού σκαρφάλωνε σε μια συστάδα θάμνους. Εκεί λοιπόν που κόντευε να γλιστρήσει, γαντζώθηκε από έναν αγκαθωτό βάτο. Φυσικά, έγδαρε τα πέλματά της και έπαθε μεγάλο κακό. Ξέσπασε λοιπόν σε παράπονα ενάντια στον βάτο: «Εγώ βρε κατέφυγα σε σένα για βοήθεια, και εσύ μου φέρθηκες ακόμη χειρότερα και από τούτο εδώ το σύθαμνο μπροστά μου». Εντούτοις ο βάτος τής έκοψε τη φόρα και αποκρίθηκε: «Τα έχεις τελείως χαμένα, μωρή, που λογάριαζες να πιαστείς από μένα. Δεν το ήξερες; Εγώ είμαι εκείνος που έχει συνήθειο να τα γραπώνει όλα».
Έτσι γίνεται και με τους ανθρώπους: Είναι ανόητοι όσοι καταφεύγουν για βοήθεια σε άτομα που έχουν έμφυτη μέσα τους την τάση για αδικία.
20. Η αλεπού και ο κροκόδειλος.
[20.1] Μια φορά μάλωναν η αλεπού και ο κροκόδειλος ποιός έχει πιο αριστοκρατική καταγωγή. Ο κροκόδειλος, λοιπόν, αράδιαζε πολλά και διάφορα σχετικά με τους λαμπρούς προγόνους του, και στο τέλος ισχυρίστηκε κιόλας ότι οι πατεράδες του διοργάνωναν γυμναστικούς αγώνες. Τότε η αλεπού άδραξε την ευκαιρία και απάντησε: «Αυτό θα το καταλάβαινα και χωρίς να μου το πεις. Το πετσί σου το φανερώνει αμέσως ότι έχεις τραβήξει κάμποσα γυμνάσματα».
Παρόμοια γίνεται και με τους ανθρώπους: Οι ψεύτες αποκαλύπτονται από τα ίδια τα πράγματα.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι καὶ πονηρὰ φύσις πλημμελεῖν προαιρουμένη, κἂν μὴ μετ᾽ εὐλόγου προσχήματος δυνηθῇ, ἀπαρακαλύπτως πονηρεύεται.
17. ΑΛΩΠΗΞ ΚΟΛΟΥΡΟΣ
[17.1] ἀλώπηξ ὑπό τινος πάγης τὴν οὐρὰν ἀποκοπεῖσα ἐπειδὴ δι᾽ αἰσχύνην ἀβίωτον ἡγεῖτο τὸν βίον ἔχειν, ἔγνω δεῖν καὶ τὰς ἄλλας ἀλώπεκας εἰς τὸ αὐτὸ προσαγαγεῖν, ἵνα τῷ κοινῷ πάθει τὸ ἴδιον ἐλάττωμα συγκρύψῃ. καὶ δὴ ἁπάσας ἀθροίσασα παρῄνει αὐταῖς τὰς οὐρὰς ἀποκόπτειν, λέγουσα, ὡς οὐκ ἀπρεπὲς μόνον τοῦτο, ἀλλὰ καὶ περισσόν τι αὐταῖς βάρος προσήρτηται. τούτων δέ τις ὑποτυχοῦσα ἔφη· «ὦ αὕτη, ἀλλ᾽ εἰ ‹μή› σοι τοῦτο συνέφερεν, οὐκ ἂν ἡμῖν τοῦτο συνεβούλευσας».
οὗτος ὁ λόγος ἁρμόττει πρὸς ἐκείνους, οἳ τὰς συμβουλίας ποιοῦνται τοῖς πέλας οὐ δι᾽ εὔνοιαν ἀλλὰ διὰ τὸ ἑαυτοῖς συμφέρον.
18. ΑΛΙΕΥΣ ΚΑΙ ΜΑΙΝΙΣ
[18.1] ἁλιεὺς καθεὶς τὸ δίκτυον ἀνήνεγκε μαινίδα. τῆς δὲ ἱκετευούσης αὐτὸν πρὸς τὸ παρὸν μεθεῖναι αὐτήν, ἐπειδὴ μικρὰ τυγχάνει, ὕστερον δὲ αὐξηθεῖσαν συλλαβεῖν εἰς μείζονα ὠφέλειαν, ὁ ἁλιεὺς εἶπεν· «ἀλλ᾽ ἔγωγε εὐηθέστατος ἂν εἴην, εἰ τὸ ἐν χερσὶ παρεὶς κέρδος ἄδηλον ἐλπίδα διώκοιμι».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι αἱρετώτερόν ἐστι τὸ παρὸν κέρδος, κἂν μικρὸν ᾖ, τοῦ προσδοκωμένου, κἂν μέγα ὑπάρχῃ.
19. ΑΛΩΠΗΞ ΚΑΙ ΒΑΤΟΣ
[19.1] ἀλώπηξ φραγμὸν ἀναβαίνουσα ἐπειδὴ ὀλισθαίνειν ἔμελλε, βάτου ἐπελάβετο. ξυσθεῖσα δὲ τὸ πέλμα καὶ δεινῶς διατεθεῖσα ᾐτιᾶτο αὐτήν, εἴ γε καταφυγοῦσαν ἐπ᾽ αὐτὴν ὡς ἐπὶ βοηθὸν χεῖρον αὐτῇ ἐχρήσατο καὶ αὐτοῦ τοῦ προκειμένου. καὶ ἡ βάτος ὑποτυχοῦσα εἶπεν· «ἀλλ᾽ ἐσφάλης τῶν φρενῶν, ὦ αὕτη, ἐμοῦ ἐπιλαβέσθαι βουληθεῖσα, ἥτις αὐτὴ πάντων ἐπιλαμβάνεσθαι εἴωθα».
οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων μάταιοί εἰσιν, ὅσοι τούτοις ὡς βοηθοῖς προσφεύγουσιν, οἷς τὸ ἀδικεῖν μᾶλλόν ἐστιν ἔμφυτον.
20. ΑΛΩΠΗΞ ΚΑΙ ΚΡΟΚΟΔΕΙΛΟΣ
[20.1] ἀλώπηξ καὶ κροκόδειλος περὶ εὐγενείας ἤριζον. πολλὰ δὲ τοῦ κροκοδείλου διεξιόντος περὶ τῆς τῶν προγόνων λαμπρότητος καὶ τὸ τελευταῖον λέγοντος, ὡς γεγυμνασιαρχηκότων ἐστὶ πατέρων, ἡ ἀλώπηξ ὑποτυχοῦσα ἔφη· «ἀλλὰ κἂν σὺ μὴ εἴπῃς, ἀπὸ τοῦ δέρματος φαίνῃ, ὅτι ἀπὸ πολλῶν εἶ γυμνασμάτων».
οὕτω καὶ τῶν ψευδολόγων ἀνθρώπων ἔλεγχός ἐστι τὰ πράγματα.
***
16. Ο γάτος και ο πετεινός.
[16.1] Μια φορά ο γάτος έπιασε στα χέρια του τον πετεινό και γύρευε εύλογη πρόφαση για να τον καταβροχθίσει. Στην αρχή, λοιπόν, βάλθηκε να τον ψέγει ότι ενοχλεί τον κόσμο τη νύχτα με τα κραξίματά του και δεν αφήνει κανέναν να χαρεί μια στάλα ύπνο. Ο πετεινός όμως δικαιολογήθηκε ότι με αυτό που κάνει ωφελεί τους ανθρώπους, διότι τους ξυπνάει για να ασχοληθούν με τις συνηθισμένες τους δουλειές. Έπειτα ο γάτος ακολούθησε άλλη γραμμή κατηγορίας: «Ναι, αλλά εσύ διαπράττεις συστηματικά ασέβεια ενάντια στη φύση, αφού βατεύεις τις αδελφές σου και τη μάνα σου». Ο πετεινός τότε ισχυρίστηκε ότι και αυτό για ωφέλεια το κάνει — ωφέλεια των αφεντικών του, δηλαδή, αφού έτσι συντελεί στο να γεννιούνται πολλά αυγά για χάρη τους. Στο τέλος πια ο γάτος απαύδησε και φώναξε: «Δεν μου λες, επειδή εσύ έχεις πάντα έτοιμες δικαιολογίες, εγώ πρέπει να στερηθώ το φαΐ μου;».
Το δίδαγμα του μύθου: Ο φαύλος άνθρωπος, που έχει πρόθεση να αμαρτήσει, ακόμη και αν δεν μπορέσει να βρει εύσχημη πρόφαση, θα κάνει το κακό απροκάλυπτα.
17. Η κολοβή αλεπού.
[17.1] Ήταν μια αλεπού που πιάστηκε σε παγίδα και της κόπηκε η ουρά. Στην αρχή, που λέτε, ήταν τέτοια η ντροπή της που η ζωή τής φαινόταν ανυπόφορη. Ώσπου σε κάποια στιγμή συνέλαβε το σχέδιο: έπρεπε να παρασύρει και τις άλλες αλεπούδες στην ίδια συμφορά, ώστε να συγκαλύψει το δικό της κουσούρι με το κοινό πάθημα. Τις μάζεψε λοιπόν όλες και τις παρακινούσε να κόψουν την ουρά τους, λέγοντας πως αυτό το εξάρτημα δεν είναι μόνο άσχημο αλλά και περιττό βάρος κρεμασμένο πάνω τους. Πάνω εκεί, όμως, μία από τις άλλες αλεπούδες τη διέκοψε και αντιμίλησε: «Μωρή, προφανώς σε βολεύει εσένα αυτό, αλλιώς δεν θα μας το συμβούλευες».
Αυτός ο μύθος ταιριάζει σε όποιον δίνει συμβουλές στους συνανθρώπους του όχι για το δικό τους το καλό αλλά για να εξυπηρετήσει προσωπικό του συμφέρον.
18. Ο ψαράς και η μαρίδα.
[18.1] Ήταν μια φορά ένας ψαράς που έριξε τα δίχτυα του και έβγαλε στην επιφάνεια μια μαριδίτσα. Εκείνη, που λέτε, έπιασε να τον εκλιπαρεί: «Άφησέ με για την ώρα, να χαρείς, έτσι μικρούλα που είμαι. Αργότερα, άμα μεγαλώσω, με πιάνεις ξανά, και τότε θα αποκομίσεις πιο πολύ κέρδος». Όμως ο ψαράς αποκρίθηκε: «Καλά, τόσο μπουνταλάς θαρρείς πως είμαι; Σιγά μην αφήσω το κέρδος που έχω στο χέρι για να τρέχω πίσω από άδηλες προσδοκίες».
Το δίδαγμα του μύθου: Το τωρινό κέρδος, έστω και μικρό, είναι προτιμότερο από οποιεσδήποτε ελπίδες για μεγάλα οφέλη στο μέλλον.
19. Η αλεπού και ο βάτος.
[19.1] Κάποια φορά η αλεπού σκαρφάλωνε σε μια συστάδα θάμνους. Εκεί λοιπόν που κόντευε να γλιστρήσει, γαντζώθηκε από έναν αγκαθωτό βάτο. Φυσικά, έγδαρε τα πέλματά της και έπαθε μεγάλο κακό. Ξέσπασε λοιπόν σε παράπονα ενάντια στον βάτο: «Εγώ βρε κατέφυγα σε σένα για βοήθεια, και εσύ μου φέρθηκες ακόμη χειρότερα και από τούτο εδώ το σύθαμνο μπροστά μου». Εντούτοις ο βάτος τής έκοψε τη φόρα και αποκρίθηκε: «Τα έχεις τελείως χαμένα, μωρή, που λογάριαζες να πιαστείς από μένα. Δεν το ήξερες; Εγώ είμαι εκείνος που έχει συνήθειο να τα γραπώνει όλα».
Έτσι γίνεται και με τους ανθρώπους: Είναι ανόητοι όσοι καταφεύγουν για βοήθεια σε άτομα που έχουν έμφυτη μέσα τους την τάση για αδικία.
20. Η αλεπού και ο κροκόδειλος.
[20.1] Μια φορά μάλωναν η αλεπού και ο κροκόδειλος ποιός έχει πιο αριστοκρατική καταγωγή. Ο κροκόδειλος, λοιπόν, αράδιαζε πολλά και διάφορα σχετικά με τους λαμπρούς προγόνους του, και στο τέλος ισχυρίστηκε κιόλας ότι οι πατεράδες του διοργάνωναν γυμναστικούς αγώνες. Τότε η αλεπού άδραξε την ευκαιρία και απάντησε: «Αυτό θα το καταλάβαινα και χωρίς να μου το πεις. Το πετσί σου το φανερώνει αμέσως ότι έχεις τραβήξει κάμποσα γυμνάσματα».
Παρόμοια γίνεται και με τους ανθρώπους: Οι ψεύτες αποκαλύπτονται από τα ίδια τα πράγματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου