ΛΕΗΛΑΣΙΕΣ
Η πολιορκία κράτησε περίπου 3 μήνες και, τελικά, ο σημαντικά ισχυρότερος Μωάμεθ κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη την Τρίτη 29 Μαΐου 1453 (αποφράς ημέρα). Μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου οι Τούρκοι όρμησαν μέσα στην πόλη, αρχίζοντας μαζικές λεηλασίες. Ένα μεγάλο πλήθος πολιτών κατέφυγε στην Αγία Σοφία, ελπίζοντας να βρει εκεί ασφάλεια. Αλλά οι Τούρκοι διέρρηξαν την κεντρική πύλη και όρμησαν μέσα στην εκκλησία όπου έσφαξαν το πλήθος.
Την ημέρα της πτώσης της Κωνσταντινούπολης, ή πιθανόν την επόμενη, ο Σουλτάνος εισήλθε επίσημα στην πόλη και πήγε στην Αγία Σοφία, όπου και προσευχήθηκε. Κατόπιν ο Πορθητής εγκαταστάθηκε στα Αυτοκρατορικά ανάκτορα των Βλαχερνών. Όπως παραδίδει ο Σφραντζής, δόθηκε διαταγή για τριήμερη λεηλασία της πόλης. Άλλες πηγές αναφέρουν πως ουσιαστικά η λεηλασία έπαυσε μετά την πρώτη ημέρα.
O ιστορικός Δούκας αναφέρει πως ο Σουλτάνος επιφύλαξε για τον εαυτό του τα οικοδομήματα και τα τείχη της πόλης, αφήνοντας τα υπόλοιπα αγαθά, τους αιχμαλώτους και τα λάφυρα στη διάθεση των στρατευμάτων. Ο άμαχος πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης θανατωνόταν χωρίς διάκριση. Οι εκκλησίες με επικεφαλής την Αγία Σοφία, καθώς και τα μοναστήρια με όλο τους τον πλούτο λεηλατήθηκαν και βεβηλώθηκαν, ενώ οι ιδιωτικές περιουσίες έγιναν αντικείμενο αρπαγής και λαφυραγωγίας.
Κατά τη διάρκεια αυτών των ημερών χάθηκαν αναρίθμητοι πολιτιστικοί θησαυροί. Πολύτιμα βιβλία κάηκαν, κομματιάστηκαν ή πουλήθηκαν σε εξευτελιστικές τιμές. Ο ιστορικός Κριτόβουλος, που ανήκε στο Οθωμανικό στρατόπεδο, αναφέρει ότι δεν υπήρξε στοιχειώδης οίκτος κατά τις λεηλασίες και η πόλη ερημώθηκε ολοσχερώς.
Η ΤΥΧΗ ΤΟΥ ΛΑΟΥ (ΣΦΑΓΕΣ – ΕΞΑΝΔΡΑΠΟΔΙΣΜΟΙ)
Οι γενίτσαροι σκότωναν όποιον έβρισκαν μπροστά τους ανεξαιρέτως φύλου και ηλικίας και σε κάποιες περιπτώσεις έμπαιναν και κατέσφαζαν τους ανθρώπους και μέσα στα σπίτια τους ή στις εκκλησίες, όπου είχαν καταφύγει για να σωθούν. Εξαγριωμένοι καθώς ήταν από τη δίμηνη πολιορκία και τη σθεναρή αντίσταση των πολιορκημένων, όρμησαν σαν άγρια θηρία μέσα στην πόλη ενάντια στους κατοίκους της και τους αμύθητους θησαυρούς, που τους υποσχέθηκε ο Σουλτάνος.
Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό, ότι σύμφωνα με το Ισλαμικό πολεμικό δίκαιο, όταν μία πόλη παραδιδόταν στους πολιορκητές της, δεν διέτρεχε τον κίνδυνο της σφαγής, της λεηλασίας ή του εξανδραποδισμού των κατοίκων της. Η Κωνσταντινούπολη όμως, δεν ανήκε σε αυτή την κατηγορία, καθώς οι κάτοικοι της προτίμησαν να αγωνιστούν μέχρι τέλους, οπότε οι στρατιώτες του Σουλτάνου είχαν το δικαίωμα να κάνουν ό, τι επιθυμούν το τριήμερο της λεηλασίας, που είχε ορίσει από πριν ο Μωάμεθ.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Δούκα, με την είσοδο τους στην πόλη, οι γενίτσαροι έσφαζαν όποιον συναντούσαν ή όποιον προσπαθούσε να ξεφύγει φοβούμενοι, ότι μέσα στην πόλη υπήρχαν ένοπλοι στρατιώτες, οι οποίοι θα μπορούσαν να αντεπιτεθούν και να τους εκδιώξουν. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν, ότι η αντίσταση επί πενήντα δύο συνεχόμενες ημέρες ήταν προϊόν των λιγοστών ανδρών που κάλυπταν τα τείχη.
Άλλωστε επισημαίνει ο ίδιος συγγραφέας, αν γνώριζαν, ότι δεν υπήρχαν κρυμένοι πολεμιστές, δεν θα προέβαιναν στη θανάτωση τους, καθώς τους συνέφερε περισσότερο να τους αιχμαλωτίσουν και είτε να τους πουλήσουν ως δούλους, είτε να τους απελευθερώσουν, αν εξαγόραζαν με χρήματα την ελευθερία τους. Οι αιχμάλωτοι επομένως θα απέφεραν στους κατακτητές περισσότερα οφέλη, για αυτό και αφού συνήλθαν από την εκδικητική μανία, οι Οθωμανοί αποφάσισαν να αποκτήσουν όσο το δυνατόν περισσότερους.
Τα σπίτια των πλούσιων οικογενειών και οι εκκλησίες έγιναν στόχος λεηλασίας, διαρπαγής, αιχμαλωσίας και καταστροφής. Πολλές νέες κοπέλες, γόνοι καλών οικογενειών, μικρότερης η μεγαλύτερης ηλικίας, ανύπαντρες ή παντρεμένες, αλλά και μοναχές και νεαρά αγόρια και κορίτσια ατιμάστηκαν και έπειτα έγιναν αντικείμενο αγοραπωλησίας στα σκλαβοπάζαρα. Απέναντι στον κοινό εχθρό όλοι είχαν είχαν εξισωθεί μεταξύ τους. Ο απλός λαός και οι ανώτεροι αξιωματούχοι έτρεχαν από κοινού να σωθούν.
Αναζητούσαν άσυλο και καταφύγιο στις εκκλησίες και ιδιαίτερα στο ναό της Αγίας Σοφίας, που βρίσκεται πίσω από το κίονα του Αγίου Κωνσταντίνου, καθώς υπήρχε μία παλιά παράδοση, που έλεγε, ότι ο εχθρός δεν θα μπορούσε να προχωρήσει πέρα από εκείνο το σημείο. Οι Οθωμανοί βέβαια δεν πτοήθηκαν από την ιερότητα του χώρου, καθώς η συγκέντρωση των κατοίκων σε τόσο περιορισμένο περιβάλλον διευκόλυνε τον εχθρό στην αιχμαλώτιση τους.
Έτσι ο πληθυσμός που κατέφυγε εκεί, όχι μόνο δεν σώθηκε, αλλά άθελα του προκάλεσε τον εξανδραποδισμό του. Αξίζει στο σημείο αυτό να αναφερθεί και μία συνήθεια των Τούρκων σε περιπτώσεις λεηλασίας, όπως αυτή που περιγράφεται. Οι Τούρκοι λοιπόν, όταν έμπαιναν σε ένα σπίτι για να το λεηλατήσουν, ύψωναν μία σημαία με το έμβλημα τους, ώστε να δείξουν στους δικούς τους, ότι αυτό είναι ήδη κατειλημμένο και να τους εμποδίσει να μπουν σε αυτό.
Για αυτό το λόγο οι πολιορκητές έτρεχαν από σπίτι σε σπίτι και στα μοναστήρια και τις εκκλησίες, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει οίκημα μέσα στην Κωνσταντινούπολη χωρίς Τουρκικό έμβλημα κατά τη διάρκεια της τριήμερης εκείνης λεηλασίας. Ένα μέρος του πληθυσμού βέβαια κατάφερε να σωθεί, καθώς έτρεξε στα πλοία των Γενουατών τα οποία απέπλευσαν εκμεταλλευόμενα την αποδιοργάνωση του Τουρκικού στόλου.
Εξαιτίας του πανικού που δημιουργήθηκε όμως, στην προσπάθεια τους να ξεφύγουν, κάποιοι έχασαν τη ζωή τους από πνιγμό, ενώ από την άλλη μεριά τα πλοία δεν ήταν αρκετά, ώστε να επιβιβασθούν όλοι. Οι περισσότεροι από αυτούς που έμειναν μέσα στην Πόλη έτρεχαν σε διάφορα σημεία, για να σωθούν, αλλά δεν τα κατάφεραν. Η λεηλασία διήρκεσε από το πρωί της 29ης Μαΐου ως το απόγευμα της ίδιας ημέρας και παρ' όλη την υπόσχεση του Μωάμεθ για τριήμερη λεηλασία διέταξε τελικά την παύση της.
Άλλωστε όπως έχει αναφερθεί και προηγουμένως ο πληθυσμός της Πόλης δεν ήταν τόσο μεγάλος, όσο στο παρελθόν, ούτε και τα πλούτη της αμύθητα όπως πίστευαν οι περισσότεροι από τους πολιορκητές. Ο Μωάμεθ εισήλθε στην Πόλη με τους γενίτσαρους και τους Πασάδες του και κατευθύνθηκε στο ναό της Αγίας Σοφίας. Προσευχήθηκε στον Αλλάχ για να τον ευχαριστήσει, που τον αξίωσε να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη, μετατρέποντας το σύμβολο της Ορθοδοξίας σε μέρος προσκύνησης των αλλοθρήσκων και διέταξε να γίνει έρευνα για την ανεύρεση του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου.
Αγωνιούσε να μάθει αν είχε σκοτωθεί ο μεγάλος του αντίπαλος και με ανακούφιση πληροφορήθηκε το θάνατό του. Όταν μπήκε μέσα στο ναό, όπως σημειώνει ο ιστορικός Δούκας συνέβη το εξής περιστατικό: ο Σουλτάνος παρατήρησε έναν Τούρκο, ο οποίος προσπαθούσε να σπάσει ένα κομμάτι μάρμαρο από το δάπεδο του ναού. Οργισμένος του είπε να σταματήσει καθώς η λαφυραγωγία δεν περιελάμβανε τα δημόσια κτίρια. Έπειτα τον χτύπησε με το ξίφος του και διέταξε τη φρουρά του να τον βγάλει έξω.
Το στρατόπεδο του Σουλτάνου και τα πλοία του Τουρκικού στόλου είχαν γεμίσει αιχμαλώτους και λάφυρα. Χρυσάφι, ασήμι και πολύτιμοι λίθοι ήταν μερικά μόνο από τα αποκτήματα των γενιτσάρων. Φωνές τρόμου και πανικού ακούγονταν παντού, καθώς οικογένειες χωρίστηκαν για πάντα και τα μέλη τους δεν συναντήθηκαν ποτέ ξανά. Σχετικά με τους ευγενείς της Κωνσταντινούπολης γνωρίζουμε από τις πηγές, ότι άλλοι σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια της μάχης, την ώρα της εισόδου των Οθωμανών στην Κωνσταντινούπολη, ενώ άλλοι αιχμαλωτίστηκαν.
Την ώρα της μάχης σκοτώθηκαν ο Θεόφιλος Παλαιολόγος και ο Δημήτριος Παλαιολόγος Μετοχίτης με τους γιους του. Ο πιθανός ανταπαιτητής του Σουλτανικού θρόνου Ορχάν προσπάθησε να διαφύγει μεταμφιεζόμενος σε καλόγερο, αλλά έγινε αντιληπτός, συνελήφθη και αποκεφαλίστηκε. Ο μέγας δούκας Λουκάς Νοταράς και η οικογένεια του αιχμαλωτίστηκαν επίσης. Ο Σουλτάνος αρχικά επέδειξε καλή διάθεση απέναντι στο μέγα δούκα και την οικογένεια του, αλλά η καλοσύνη του δεν διήρκεσε πολύ.
Για να εξακριβώσει τη αφοσίωση του Νοταρά στο πρόσωπο του τον υπέβαλε σε φριχτή δοκιμασία. Σε ένα συμπόσιο που έκανε μετά την άλωση της Πόλης και ενώ είχε πιει αρκετό κρασί, διέταξε να του φέρουν τον δεκατετράχρονο γιο του Νοταρά. Ο μέγας δούκας αρνήθηκε να παραδώσει το παιδί του στο Μωάμεθ και ο Σουλτάνος εξοργισμένος τον διέταξε να εμφανιστεί μπροστά του μαζί με όλα του τα παιδιά. Ο Νοταράς υπάκουσε στην εντολή του Μωάμεθ και εμφανίστηκε μπροστά του μαζί με το γιο του και το γαμπρό του, τον Καντακουζηνό.
Ο Σουλτάνος διέταξε να τους θανατώσουν, κόβοντας τους το κεφάλι. Ο Νοταράς, φοβούμενος μήπως κάποιο από τα παιδιά του δειλιάσει μπροστά στο δήμιο ζήτησε να θανατωθούν μπροστά του πρώτα αυτά και έπειτα ο ίδιος. Αφού είδε τα παιδιά του να πέφτουν νεκρά μπροστά του, δοξολόγησε το Θεό και παρέδωσε τον εαυτό του στο δήμιο. Την επόμενη μέρα ο Σουλτάνος διέταξε τη θανάτωση των Ελλήνων αξιωματούχων και προκρίτων, οι οποίοι είχαν συλληφθεί, προφανώς, γιατί δεν είχε εμπιστοσύνη στις προθέσεις τους και στην αφοσίωση τους στο πρόσωπο του.
Ο Καρδινάλιος Ισίδωρος αιχμαλωτίστηκε επίσης, αλλά κατάφερε να ξεφύγει και κατέφυγε με πλοίο στην Πελοπόννησο. Συνελήφθησαν επίσης πολλοί επίσημοι Βενετοί, από τους οποίους κάποιοι θανατώθηκαν, όπως ο Βάιλος Μινόττο, αλλά και ο πρόξενος των Καταλανών, ενώ άλλοι αφέθηκαν ελεύθεροι, καθώς ο Μωάμεθ θεώρησε επικίνδυνη την παρουσία τους, καθώς δεν ήταν σε θέση να προβλέψει την αντίδραση της Δύσης.
Σύμφωνα με το χρονογράφο Barbaro, 29 Βενετοί ευγενείς, από αυτούς που είχαν συλληφθεί, κατάφεραν να εξαγοράσουν την ελευθερία τους και να επιστρέψουν στην πατρίδα τους σε διάστημα ενός χρόνου. Ένα ακόμη θύμα της εχθρότητας και της καχυποψίας του σουλτάνου υπήρξε ο Βεζύρης Χαλήλ, ο οποίος, όπως έχει αναφερθεί προηγουμένως ήταν αντίθετος στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης και έτρεφε συμπάθεια στο πρόσωπο του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου και των Βυζαντινών.
Σε αντίθεση με τους Ενετούς, οι Γενουάτες φαίνεται ότι είχαν καλύτερη τύχη, καθώς, όπως αναφέρει ο ιστορικός Κριτόβουλος, παραδόθηκαν στο σουλτάνο οικειοθελώς και εκείνος δεν δεν προέβη σε καμία εχθρική κίνηση απέναντί τους. Τέλος ο Ιουστινιάνης, που είχε αποχωρήσει πληγωμένος από τη μάχη, κατέφυγε στη Χίο, όπου και υπέκυψε λίγο αργότερα στα τραύματά του.
Κατά την πολιορκία και την άλωση φονεύθηκαν, σύμφωνα με τον Κριτόβουλο, περίπου 4.000 κάτοικοι, ενώ συνελλήφθησαν 50.000. Ο Barbaro, από την άλλη μεριά κάνει λόγο για 60.000 αιχμαλώτους. Οι αριθμοί αυτοί βεβαίως φαίνονται υπερβολικοί. Στόχος όμως των συγγραφέων ήταν να τονίσουν το μέγεθος της καταστροφής, το οποίο σίγουρα ήταν τεράστιο, καθώς η πόλη ερημώθηκε, γεγονός που ανάγκασε το Μωάμεθ να λάβει έκτακτα μέτρα για τον εποικισμό της.
Η καταστροφή της άλλοτε κραταιάς Κωνσταντινούπολης όμως ήταν ολοκληρωτική. Η ένδοξη πρωτεύουσα του Βυζαντίου δεν θα μπορούσε ποτέ πια να αποκτήσει το κύρος και την αίγλη, τη δύναμη και τα πλούτη που είχε στο παρελθόν. Το σπουδαίο πνευματικό κέντρο που υπήρξε στα χίλια και πλέον χρόνια της ιστορίας της και κέρδισε τον θαυμασμό Ανατολής και Δύσης, είχε χαθεί οριστικά και αμετάκλητα. Ο ρους της ιστορίας είχε αλλάξει τροχιά.
ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΤΗΣ ΑΛΩΣΕΩΣ
ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 1448 / ΑΝΟΙΞΗ 1449
Πεθαίνει ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Ιωάννης Η’ Παλαιολόγος (Οκτώβριος) και διάδοχός του ορίζεται ο αδελφός του Κωνσταντίνος δεσπότης του Μορέως, που στέφεται στον Μυστρά (6 Ιανουαρίου) και γίνεται δεκτός παρά πάντων ασπασίως στην Κωνσταντινούπολη.
ΧΕΙΜΩΝΑΣ / ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 1451
Πεθαίνει ο Τούρκος Σουλτάνος Μουράτ Β’ και διάδοχός του ανακηρύσσεται στην Αδριανούπολη ο γιος του Μωάμεθ, ο Μεχεμέτ, Μεχέμετις, Μεχμέτης, Μεεμέτης των Βυζαντινών πηγών. Διατηρούνται οι σχέσεις λυκοφιλίας μεταξύ Βυζαντινών και Τούρκων: έστειλαν πρέσβεις χάριν παραμυθίας και της αρχής την καθεδρίαν προσαγορεύσοντες, τίνες τίνα;
Οι άρνες τον λύκον, οι στρουθοί τον όφιν, οι ψυχορραγούντες τον θάνατον υπό διαπραγμάτευση μεταξύ άλλων ως θέμα αιχμής η Τουρκική χορηγία για τη διαβίωση στην Κωνσταντινούπολη του Οθωμανού πρίγκιπα Ορχάν δυνάμει ανταπαιτητού του Μωάμεθ Β’ στο θρόνο. Δεν έχουν κανένα αποτέλεσμα οι επαφές Βυζαντίου και Δύσης, ενώ αντίθετα ανανεώνεται η συνθήκη ειρήνης του Τούρκου ηγεμόνα με τη Βενετία και με τον Ιωάννη Ουνυάδη βοεβόδα της Τρανσυλβανίας και βασιλεύοντα της Ουγγαρίας.
ΧΕΙΜΩΝΑΣ 1451 / ΑΝΟΙΞΗ 1452
Ο σχεδιασμός νέου φρουρίου στην Ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου αποκαλύπτει τις άμεσες κατακτητικές βλέψεις του Μωάμεθ για την Κωνσταντινούπολη σχετικό διάβημα διαμαρτυρίας από τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα στο Σουλτάνο αποβαίνει άκαρπο.
ΜΑΡΤΙΟΣ / ΤΕΛΗ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1452
Οικοδομείται στο στενότερο και πιο δύσπλευστο σημείο του Βοσπόρου –κοντά στο ακρωτήριο Φονεύς– στην Ευρωπαϊκή ακτή το Βoghaz-kesen (αργότερα Rûmeli Hisary) απέναντι στο Gûzel Hisâr (γνωστό και ως Αnadolu Hisâry), που είχε κτίσει στην ασιατική πλευρά ήδη ο Βαγιαζήτ Α’ (1389-1402) με την επιλογή της θέσης, την άρτια κατασκευή, τον εξοπλισμό και την επάνδρωσή του ασχολείται ο ίδιος ο Μωάμεθ που έρχεται επί τόπου με ισχυρές δυνάμεις και την κλήσιν του κάστρου πασχεσέν εκέλευσε καλείσθαι.
Εξελληνιζόμενον δε ερμηνεύεται κεφαλοκόπτης ή λαιμοκοπίη σε άλλο κείμενο τα ονόματα αποδίδουν την άμεση και την έμμεση επίδραση του φρουρίου στην ευρύτερη περιοχή, αφού το λαιμός δηλώνει και το στενό η δίοδος του Βοσπόρου θα ελέγχεται πλέον απόλυτα από τους Τούρκους: αποκλείων (ενν. ο Μωάμεθ)... ου μόνον τας ηπείρους Ασίαν τε και Ευρώπην, αλλά δη και τας θαλάσσας αμφοτέρας, άνω μεν τον Εύξεινον Πόντον διά του Bοσπόρου, κάτω δε τον τε Αιγαίον και πάσαν την Ελληνικήν θάλασσαν διά του Ελλησπόντου.
ΙΟΥΝΙΟΣ / ΙΟΥΛΙΟΣ 1452
Λεηλασίες των Τούρκων στον ευρύτερο χώρο του νέου φρουρίου δημιουργούν σοβαρά προβλήματα στους Βυζαντινούς και ο Κωνσταντίνος έκλεισε τας θύρας της πόλεως.
ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 1452
Ο Μωάμεθ στην Αδριανούπολη οίκοι διάγων ουκ εδίδου ανάπαυσιν τοις βλεφάροις, αλλά και εν νυκτί και ημέρα την πάσαν φροντίδα της πόλεως είχε, πως αυτήν λάβοι, πως κύριος αυτής γένοιτο. Ο Τhurakaη Βeg–Τουραχάνης έρχεται εναντίον του Δεσποτάτου του Μορέωs και ο Qaragia Βeg–Kαρατζία πεγ κατεδαφίζει φρούρια στην Προποντίδα και στον Εύξεινο. Τεχνίτης δοκιμώτατος –Ούγγρος πιθανότατα–, μεταπηδά από τους Βυζαντινούς στους Τούρκους χάριν αδράς αμοιβής.
Αναλαμβάνει να κατασκευάσει κανόνι σε μέγεθος αποτελεσματικό για τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, χωνείαν μεγάλην πέτραν φέρουσαν υπερμεγέθη, όσον προς την αλκήν και το πάχος του τείχους της πόλεως. Βυζαντινές πρεσβείες για βοήθεια φθάνουν στην Ιταλία και στην Ουγγαρία ο Ιωάννης Ουνυάδης για την παροχή στρατιωτιkής ενίσχυσης ζητεί ως αντάλλαγμα τουλάχιστον την πόλη Μεσημβρία στον Εύξεινο Πόντο.
ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ / ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1452
Ενεργοποιούνται στοιχειωδώς και βαθμιαία η Βενετία και η Γένοβα ύστερα από σειρά σοβαρών Τουρκικών εχθρικών κινήσεων εναντίον δικών τους πολιτών: υποβάλλουν αιτήσεις για παρέμβαση στον Πάπα Νικόλαο Ε’ και σε Δυτικούς ηγεμόνες, και αποφασίζουν στρατιωτική ενίσχυση των εγκαταστάσεών τους στον Εύξεινο Πόντο και στο Πέραν. Στην Κωνσταντινούπολη γίνονται θερμά δεκτοί από τον Αυτοκράτορα ο Ελληνικής καταγωγής Ισίδωρος του Κιέβου, ως απεσταλμένος του Πάπα, και ο Λεονάρδος ο Χίος, Λατίνος επίσκοπος Μυτιλήνης.
Στους Βυζαντινούς υφίστανται δύο παρατάξειs: οι ανθενωτικοί και οι ενωτικοί στις 12 Δεκεμβρίου με συναίνεση και παρουσία του Κωνσταντίνου κηρύσσεται σε λειτουργίαν κοινήν… παρ’ Ιταλών και Γραικών στην Αγία Σοφία η ένωση των εκκλησιών προκαλώντας έντονη δημόσια αντίδραση των ανθενωτικών οι δε εν τη μεγάλη εκκλησία αθροισθέντες Xριστιανοί… έστερξαν τον της ενώσεως όρον, και αυτοί μετά συμφωνίας, ως ότι παρελθούσης της περιστάσεως των Τούρκων και γαλήνης γενομένης καθίσαντές τινες των ελλογίμων ίδωσι τους όρους, και ει έστι τι το μη ορθοτομούν, διορθώσωσιν.
Παράλληλα οι Κωνσταντινουπολίτες εκδεχόμενοι την άφιξιν του τυράννου εν έαρι προσπαθούν να καλύψουν συγκεκριμένες πρακτικές ανάγκες: εκ των ενόντων παρεσκευάζοντο, τάφρους τε καθαίροντες και τα πεπονηκότα του τείχους ανορθούντες, τας τε επάλξεις οπλίζοντες πύργων τε και μεταπυργίων, και το τείχος άπαν επισκευάζοντες κατά γην τε και θάλασσαν έτι δε όπλων τε και βελών συλλογήν εποιούντο και μηχανημάτων παντοίων, τα τε έξω των φρουρίων επεσκεύαζον, όπλα και φυλακάς επιπέμποντες, τας τε νήσους ησφαλίζοντο, μετά δε τον μέγαν λιμένα και το Kέρας άπαν, από γε των του Γαλατά νεωρίων μέχρι των Ευγενίου πυλών.
Ήπερ το στενότατον ην, αλύσεσι μακραίς διελάμβανον χρήματά τε από τε των κοινών και των ιδίων και των ιερών ξυνέλεγον, σίτόν τε και τα ες διατροφήν εσεκόμιζον, τοις τε άλλοις πάσιν ως δυνατόν εξηρτύοντο και τοις όλοις επεσκεύαζον την πόλιν τε και τα τείχη, ως κατά γην και θάλασσαν πολιορκηθησόμενοι. Απευθύνονται διεθνώς νέες εκκλήσεις για βοήθεια: παρά τον μέγαν αρχιερέα της Pώμης, ω και μάλλον είχον θαρρείν, έτι δε και παρά τους άλλους ηγεμόνας της Ιταλίας και των άλλων εσπερίων γενών, δεόμενοι ξυμμαχίας τε και επικουρίας την ταχίστην τυχείν.
ΜΕΣΑ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1452 / ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1453
Αποφασίζεται να παραμείνουν στην Κωνσταντινούπολη και να συμμετάσχουν στην άμυνά της όσα πλοία έχουν ελλιμενισθεί κατ’ εμπορίαν, όμως ένα μέρος τους (Βενετικά) δεν πειθαρχεί και αποχωρεί φυγαδεύοντας και εκατοντάδες άτομα (700).
ΑΡΧΕΣ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1453
Αρχίζει η κινητοποίηση των δυνάμεων του Μωάμεθ στην Αδριανούπολη, όπου και δοκιμάζεται το νέο μεγάλο κανόνι.
26 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1453
Φθάνουν στην Κωνσταντινούπολη δύο Γενουατικά πλοία με 700 ή 400 μισθοφόρους από τη Χίο υπό τις διαταγές του Giovanni Giustiniani Longo ο Ιωάννης Λόγγος εκ των Ιουστινιανών ή Ιωάννης Ιουστινιανός ή Ιουστίνος των Βυζαντινών κειμένων δυνατός τε και των ευ γεγονότων, αλλά δη και τα εις πόλεμον έμπειρος και μάλα γενναίος ονομάζεται πρωτοστράτωρ των χερσαίων δυνάμεων της Βασιλεύουσας.
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ / ΜΑΡΤΙΟΣ 1453
Μεταφέρεται με ιδιαίτερη φροντίδα το μεγάλο κανόνι από την Αδριανούπολη στην Κωνσταντινούπολη: σέρνεται από 30 βοϊδάμαξες και συνοδεύεται από εκατοντάδες (500) άνδρες, που ανάμεσά τους περιλαμβάνονται και μηχανικοί για να αντιμετωπίζουν με ειδικές κατασκευές τις ανωμαλίες του εδάφους. Γίνονται νέες επιχειρήσεις του Qaragia Βeg με στόχο φρούρια στην Προποντίδα και στον Εύξεινο.
ΑΡΧΕΣ ΜΑΡΤΙΟΥ / 6 ΑΠΡΙΛΙΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΥ
Συγκεντρώνονται σταδιακά τα στρατιωτικά σώματα του Μωάμεθ και παίρνουν θέση στα χερσαία τείχη της Κωνσταντινούπολης η Βασιλεύουσα σταδιακά αποκλείεται από ξηράς.
ΜΕΣΑ / ΤΕΛΗ ΜΑΡΤΙΟΥ
Οι Βυζαντινοί ενισχύουν τα τείχη, χερσαία και θαλάσσια. H αντίθεση ενωτικών και ανθενωτικών είναι πάντοτε αισθητή ο μέγας δούκας Λουκάς Νοταράς λέγεται ότι ότε είδον οι Pωμαίοι τον αναρίθμητον στρατόν των Τούρκων, είπε «κρειττότερόν εστιν ειδέναι εν μέση τη πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν Λατινικήν».
Καθορίζονται τα σημεία άμυνας και οι υπερασπιστές τους Βυζαντινοί, Βενετοί και Γενουάτες ο ίδιος ο Αυτοκράτορας προασπίζει μάχιμες καίριες θέσεις και κυρίως την κεντρική χερσαία πύλη, την Πύλη του Αγίου Ρωμανού, ενώ σώμα ενόπλων θα κινείται σε διάφορα σημεία στο εσωτερικό της πόλης το σύνολο των κατοίκων της Κωνσταντινούπολης υπολογίζεται στις 50.000, ενώ οι ένοπλοι οι Βυζαντινοί στις 5.000 και 2.000 οι ξένοι, που είναι κυρίως Γενουάτες και Βενετοί και γαρ εύκολον αν ειπείν είναι ένα Pωμαίων προς είκοσι Τούρκους.
ΤΕΛΗ ΜΑΡΤΙΟΥ
Εξακολουθούν να γίνονται κάποιες κινήσεις των Δυτικών «συμμάχων», πυκνότερες τώρα αλλά χλιαρές και ανιχνευτικές για το δικό τους συμφέρον και οι των του Γαλατά Γενουίται, και προ του ελθείν τον τύραννον έτι όντα εν Αδριανουπόλει, έστειλαν πρέσβεις αγγέλλοντες την εις αυτόν ακραιφνή φιλίαν.
2 ΑΠΡΙΛΙΟΥ
Κλείνει με αλυσίδα η είσοδος του Κεράτιου κόλπου.
5 / 7 ΑΠΡΙΛΙΟΥ
Έναρξη τηs πολιορκίας ο στρατός ξηράς του Μωάμεθ τοποθετείται σε σχέση με τα τείχη και με κατεύθυνση από ΒΑ προς ΝΔ με την ακόλουθη διάταξη: ο Saghaηos Pasa –Ζάγανος στο τμήμα από τον Γαλατά έως την Ξυλίνη Πύλη ο Qaragia Βeg–Kαρατζίας, επικεφαλής των Ευρωπαϊκών σωμάτων στο τμήμα από την Ξυλίνη Πύλη έως την Πύλη του Χαρισίου ο Chalil Pasa–Χαλίλης και ο Sarugia Pasa–Σαρατζίας με τον Μωάμεθ στην περιοχή του Μεσοτειχίου ο Ιshaq Pasa–Ισαάκιος, Ισαάκ επικεφαλής των Ασιατικών σωμάτων στο τμήμα από την Πύλη του Μυριανδρίου έως την Χρυσή Πύλη.
Ο όγκος των στρατευμάτων του σουλτάνου παραδίδεται σε ποικίλα μεγέθη από τις πηγές (160.000 – 700.000 άνδρες) πιθανότερος φαίνεται ο αριθμόs των 260.000 – 400.000 ανδρών.
9 ΑΠΡΙΛΙΟΥ
Οι Κωνσταντινουπολίτες ενισχύουν τη φύλαξη της εισόδου του Κεράτιου με πλοία (10 – 40 κατά τις πηγές) ορμαθηδόν πίσω από την αλυσίδα.
11 ΑΠΡΙΛΙΟΥ
Τοποθετούνται στις οριστικές θέσεις τους τα κανόνια του Μωάμεθ κύριοι στόχοι είναι το αυτοκρατορικό παλάτι στις Βλαχέρνες και οι σημαντικότερες πύλες των τειχών: τα τρία ισχυρότερα κανόνια παρατάσσονται στο Μεσοτείχιον το μεγάλο κανόνι σκοπεύει την Πύλη του Αγίου Ρωμανού το μέγεθός του και οι δυνατότητές του παραδίδονται εξαιρετικές, μεταξύ θρύλου και πραγματικότητας, τέρας τι φοβερόν και εξαίσιον με ήχο βολής ουρανόβροντον: είναι πράγμα φοβερώτατον ιδείν και ες ακοήν όλως άπιστόν τε και δυσπαράδεκτον.
12 ΑΠΡΙΛΙΟΥ
Αρχίζουν συνεχείς κανονιοβολισμοί των χερσαίων τειχών ημέρα και νύχτα, γίνεται σταδιακή επιχωμάτωση της τάφρου με διάφορα στερεά υλικά και ανοίγονται υπόγειες διαβάσεις κάτω από τα τείχη. Οι Βυζαντινοί με επινοητικότητα προσπαθούν με ειδικές κατασκευές να εξουδετερώσουν τις βολές, να κλείσουν με κάθε μέσον τα ρήγματα στα τείχη και να δημιουργήσουν νέα προκαλύμματα και προμαχώνες.
Χρησιμοποιούν σάκους με μαλλί, δέρματα, μεγάλα ξύλινα δοχεία γεμάτα χώμα και ένα είδος τειχίσματος από πηλό ενισχυμένο με ποικίλα υλικά, π.χ. λίθους, ξύλα, χόρτα, δεμάτια από κληματόβεργες ή καλάμια ευρώστως ηγωνίζοντο μαχόμενοί τε γενναίως και αντιμηχανώμενοι προς τα παρ’ αυτών και άπρακτα δεικνύντες. Οι ναυτικές δυνάμεις του Σουλτάνου υπό τις διαταγέs του Βουλγαρικής καταγωγής Βalta–Οglu, του Πάλδα ή Παλτόγλη των Βυζαντινών, συγκεντρώνονται στο Διπλοκιόνιον στον Βόσπορο (70 – 400 πλοία κατά τιs πηγές) επιδράμουν στα φρούρια Θεραπείου και Στουδίου καθώς και στην Πρίγκιπο.
13 ΑΠΡΙΛΙΟΥ
H κυβέρνηση της Γένοβας καλεί εγγράφως όσους πολίτες της βρίσκονται στην Ανατολή να συνδράμουν τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και τον αδελφό του Δημήτριο, δεσπότη του Μορέως.
18 ΑΠΡΙΛΙΟΥ
2 – 6 τα ξημερώματα γίνεται η πρώτη επίθεση και απώθηση των Τούρκων στα τείχη.
19 ΑΠΡΙΛΙΟΥ
Ξεκινάει από τη Βενετία γαλέρα με σκοπό να συνδράμει τους πολιορκούμενους στην Κωνσταντινούπολη, έχει όμως εντολή να προσεγγίσει προσεκτικά και όχι πριν από τις 20 Μαΐου.
20 ΑΠΡΙΛΙΟΥ
Τρία εμπορικά Γενοβέζικα πλοία με όπλα, στρατιώτες και τρόφιμα από τη Χίο υπό τις διαταγές Γενουατών και ένα Βυζαντινό με στάρι από τη Σικελία υπό τις διαταγές του Francesco Lecanella, τούνομα Φλαντανελάς, περνούν στην Προποντίδα και μετά τρίωρη μάχη με τα Τουρκικά πλοία μπαίνουν στον Κεράτιο ο Μωάμεθ εξοργισμένος «υπό της άγαν αλαζονείας ορμήσας εν τη θαλάσση εποχούμενος ίππω, εφαντάζετο σχίζειν την θάλασσαν και έως αυτών των νηών διά του ίππου πλεύσαι», ραβδίζει με τα ίδια του τα χέρια τον Παλτόγλη και την επομένη διορίζει νέο αρχηγό του στόλου τον Hamza Βeg–Χαμουζά.
21 ΑΠΡΙΛΙΟΥ
Καταστρέφεται από τους κανονιοβολισμούς ένας πύργος και μέρος του τείχους.
22 ΑΠΡΙΛΙΟΥ
Ο Μωάμεθ τεχνάζεται γενναίον τι και ανδρείον σόφισμα: μεταφέρονται διά ξηράς Τουρκικά πλοία μέσα στον Κεράτιο η μεταφορά γίνεται πανηγυρικά και με τυμπανοκρουσίες από ειδικά διαμορφωμένο δίοδο, δίολκο, στην περιοχή του Γαλατά, από το Διπλοκιόνιον έως απέναντι στο Κοσμίδιον περίπου και ην ιδείν θέαμα ξένον και ακοαίς άπιστον πλην των τεθεαμένων ο Σουλτάνος την γην εθαλάσσωσεν και την ξηράν ως υγράν διαβάς τους Ρωμαίους ηφάνισε.
23 / 28 ΑΠΡΙΛΙΟΥ
Οι Κωνσταντινουπολίτες προσπαθούν να ενισχύσουν τη φύλαξη των θαλάσσιων τειχών γίνονται ποικίλα σχέδια επίθεσης στα Τουρκικά πλοία, που εν μέρει καταδίδονται από κάποιον Γενοβέζο στον Μωάμεθ, και καταλήγουν σε αποτυχία και απώλειες.
1 / 2 ΜΑΙΟΥ
Συνεχίζονται οι κανονιοβολισμοί με ειδικέs φροντίδες για να μην εκραγεί η μεγάλη χωνεία και με συνδυασμούς και επιλογή των σημείων βολής για μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα. Οι Γενουάτες του Γαλατά με ιδιαίτερη προσοχή λειτουργούν ως σύμμαχοι και με τους Τούρκους και με τους Βυζαντινούς, αποκαλύπτοντας μερικές φορές στους πρώτους τούς αμυντικούς σχεδιασμούς του συμπατριώτη τους Ιωάννη Ιουστινιάνη. Στους πολιορκούμενους είναι πια ιδιαίτερα αισθητή η έλλειψη τροφίμων.
3 ΜΑΙΟΥ
Φήμες για βοήθεια από Βενετία και Ιωάννη Ουνυάδη κυκλοφορούν και στα δύο αντίπαλα στρατόπεδα.
3 / 6 ΜΑΙΟΥ
Ισχυροί κανονιοβολισμοί στον Κεράτιο (και στα τείχη και στα πλοία) από κανόνια του Σουλτάνου που μεταφέρθηκαν στον Γαλατά οδηγούν σε προσωρινή απόσυρση των πλοίων από την άλυσο.
7 ΜΑΙΟΥ
Γίνεται αποτυχημένη επίθεση κατά των χερσαίων τειχών με 30.000 άνδρες και ισχυρές απώλειες για τους Τούρκους. H σύγκλητος της Βενετίας αποφασίζει να στείλει δώρα στον Μωάμεθ (αξίας 500 χρυσών δουκάτων) και στόλο υπό τον Jacopo Loredan για βοήθεια στους Κωνσταντινουπολίτες με πολύ αυστηρές και συγκεριμένες οδηγίες για προσεκτική συμπεριφορά απέναντι στους Τούρκους.
8 ΜΑΙΟΥ
Ορίζεται και αποστέλλεται με τον στόλο Βενετός πρεσβευτής προs τον Μωάμεθ. Βολές από το μεγάλο κανόνι στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού.
11 ΜΑΙΟΥ
Σοβαρές καταστροφές από κανονιοβολισμούς στα χερσαία τείχη.
12 ΜΑΙΟΥ
Μεγάλη επίθεση του Μωάμεθ πραγματοποιείται με δύναμη 50.000 ανδρών τα μεσάνυχτα σε μάχη κοντά στα ανάκτορα σημειώνονται μεγάλες απώλειες και για τα δύο μέρη. Ο Αυτοκράτορας δεν ακολουθεί προτροπή από ανθρώπους του περιβάλλοντός του να εγκαταλείψει την Πόλη.
14 ΜΑΙΟΥ
Προσβολές στα βορειότερα σημεία των θαλάσσιων τειχών από τα κανόνια που είχαν μεταφερθεί στον Γαλατά αποφασίζεται νέα μεταφορά τους απέναντι από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού, όπου οι κανονιοβολισμοί είναι σχεδόν αδιάκοποι μέρα νύχτα και οι καταστροφές σημαντικές.
15 ΜΑΙΟΥ
Στη Βενετία η σύγκλητος σε συνέχεια Παπικής πρότασης (η πρόταση έγινε την 1η Μαΐου και κάλυπτε και τη δαπάνη) δέχεται να επανδρώσει πέντε πλοία που θα σταλούν να ενισχύσουν τους Κωνσταντινουπολίτες.
16 / 17 ΜΑΙΟΥ
Τούρκικα πειρατικά καράβια επιτίθενται στα πλοία που φυλάσσουν την αλυσίδα του Κεράτιου.
18 ΜΑΙΟΥ
Οι Τούρκοι στήνουν μεγάλο ξύλινο κινητό πύργο επάνω σε τροχούς κοντά στην πύλη του Αγ. Ρωμανού μπροστά στο χείλος της Τάφρου την οποία αρχίζουν να γεμίζουν. Οι Βυζαντινοί όμως τους απωθούν, αδειάζουν την τάφρο και επισκευάζουν τις ζημιές. Αδημονία και ανησυχία κυριαρχεί στο στρατόπεδο των Τούρκων
19 ΜΑΙΟΥ
Κατασκευάζεται γέφυρα στο μυχό του Κεράτιου στο ύψος της Πόρτας των Κυνηγών από οινοδόχα αγγεία υπέρ τα χίλια που συνέδεσαν και επέστρωσαν με σανίδες ώστε απόνως πέντε κατά πλάτος διέρχεσθαι στρατιώτας πεζούς.
21 ΜΑΙΟΥ
Ο Κωνσταντίνος δεν δέχεται πρόταση του Μωάμεθ, να παραδώσει την πόλη με αντάλλαγμα την ελευθερία και την περιουσία του ίδιου και των αρχόντων του: το δε την πόλιν σοι δούναι ούτ’ εμόν εστι ούτ’ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών.
20 / 25 ΜΑΙΟΥ
Οι κανονιοβολισμοί και οι υπόγειες στοές (τουλάχιστον επτά) που διαρκώς δημιουργούνται αποδυναμώνουν συνεχώς τα χερσαία τείχη.
25 / 26 ΜΑΙΟΥ
Συμβαίνουν διάφορα εντυπωσιακά δυσοίωνα: πέφτει κάτω η εικόνα της Παναγίας κατά τη λιτάνευσή της και τούτο παρά δόξαν γεγονός φρίκην τε πολλήν και αγωνίαν μεγίστην και φόβος πάσιν ενέβαλεν επί πλέον ξεσπά μεγάλη νεροποντή με βροντές, αστραπές και χαλάζι, ενώ την επομένη νέφος βαθύ την πόλιν πάσαν περιεκάλυψε από πρωις βαθείας έως εσπέρας. Σχεδιάζεται η τελική Τουρκική επίθεση: στα χερσαία τείχη θα είναι οι Qaragia Βeg, Ιshaq Pasa, Sarugia Pasa και ο ίδιος ο Μωάμεθ, στα θαλάσσια τείχη στον Κεράτιο ο Saghanos Pasa και στα θαλάσσια τείχη στην Προποντίδα ο επικεφαλής του στόλου Hamza Βeg.
26 / 27 ΜΑΙΟΥ
Ο Τουρκικός στρατός προετοιμάζεται με νηστεία. Φωτοχυσία και θορυβώδεις νυχτερινοί εορτασμοί στο Τουρκικό στρατόπεδο πανικοβάλλουν τους πολιορκούμενους ο Μωάμεθ επρόσταττε εν πάση σκηνή φώτα μεγάλα και πυρκαιάς ανάψαι, και των φώτων αναφθέντων πάντας συν ήχω και βοή αλαλάξαι την μιαράν αυτών φωνήν την δηλούσαν την αυτών ασέβειαν τα φώτα υπέρ τον ήλιον έλαμπον την πάσαν πόλιν, τον Γαλατάν. Oι Bυζαντινοί ορώντες αυτών τας ορχήσεις, και τας ευφροσύνους ακούοντες αλαλαγάς τας γενομένας προεώρων το μέλλον.
27 ΜΑΙΟΥ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ
O τύρρανος ήρξατο συνάπτειν πόλεμον καθολικόν. Ο βομβαρδισμός άρχισε με ιδιαίτερη ένταση και εναντίον των χερσαίων τειχών και εναντίον του τείχους του Κεράτιου.
28 ΜΑΙΟΥ
Ο Μωάμεθ ανακοινώνει στο στρατό του ότι την επομένη θα γίνει η μεγάλη επίθεση, επακολουθεί γενική κινητοποίηση: υποσχέσεις ανταμοιβών στους στρατιώτες, προσευχές και ηθική ενίσχυση, ενεργοποίηση ποικίλων πολιορκητικών κατασκευών, αλλεπάλληλοι κανονιοβολισμοί. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και ο Giovanni Giustiniani Longo υπερασπίζουν την Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Η Κων/πολη προετοιμαζόταν πυρετωδώς για τη μεγάλη επίθεση. Ταυτόχρονα ο κόσμος προσευχόταν και έγιναν λιτανείες με περιφορές εικόνων μπροστά στα κατεστραμμένα τείχη.
Το βράδυ έγινε κατανυκτική λειτουργία στην Αγία Σοφία που έμελλε να είναι και η τελευταία. Ό Καίσαρ κι οι άρχοντες εγύριζαν όλη την πόλη. με δάκρυα και θρήνους ικέτευαν τους αρχηγούς και τους στρατηγούς, όλους τους στρατιώτες κι όλο το λαό να μην χάνουν τις ελπίδες τους, να μην κάνουν βήμα πίσω - αλλά με θάρρος κι ακλόνητη πίστη χτυπάτε τους εχθρούς κι ο Κύριος και θεός μας θα μας βοηθήσει.
Κι επρόσταξε να σημαίνουν όλες οι καμπάνες συναγερμό των πάντων, σύσσωμος ο λαός έτρεχε στα τείχη κι επολέμαγε τους Τούρκους. έγινε φονικός πόλεμος, φριχτό κι αβάσταχτο ήταν να βλέπεις τόση ανδρεία και παρατολμία. Ό Πατριάρχης κι όλη η σύνοδος έκαναν δεήσεις στον μεγάλο ιερό ναό, παρακαλώντας αδιάκοπα από το θεό και την υπεραγία Θεοτόκο βοήθεια και θάρρος κατά των εχθρών. Όταν άκουσε τις καμπάνες, έλαβε τις σεπτές εικόνες, εβγήκε μπροστά στην εκκλησία και γονατιστός ευλόγησε την Πόλη με το σταυρό κι έλεγε κλαίγοντας:
"Ανάστα, Κύριος ο θεός και βοήθησε μας την έσχατη τούτην ώρα της καταστροφής μας, μην αποστραφείς διαπαντός τα πλάσματα σου και μη δώσεις την κληρονομία σου βορά στους ανθρωποφάγους για να μην ειπούν: "Που είναι ο Θεός τους;", αλλά να ιδούν ότι εσύ είσαι ο θεός μας, ο Κύριος μας Ιησούς Χρίστος προς δόξα του θεού πατρός". Κι αυτά τα ίδια αναφώνησε και στην υπεραγία Θεοτόκο:
"Ω, υπεραγία Δέσποινα, άπλωσε το χέρι ενώπιον του υιού σου και Θεού μας, προστάτεψέ μας Δέσποινα, από την οργή του Θεού κι από τον όλεθρο μας, γιατί αύτη τη στιγμή, Πάναγνη και Υπεράμωμη, είμαστε μπροστά στου άδη το στόμα: έλα, φιλέσπλαχνη και φιλάνθρωπη, και σώσε μας, πάρε μας στη δεξιά σου προτού μας καταβροχθίσει ο άδης κι όλοι θα δοξάζουν, και θα ευχαριστούν το υπεράγιο κι υπέρλαμπρο όνομα σου". Αυτά έλεγαν και προσεύχονταν δίχως να σταματούν.
29 ΜΑΙΟΥ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΘΕΟΔΟΣΙΑΣ
H επίθεση αρχίζει στις τρεις τη νύχτα, κύριος στόχος είναι η Πύλη του Αγίου Ρωμανού, γίνονται αλλεπάλληλεs προσπάθειες εισόδου στα τείχη, ενώ εξακολουθούν οι κανονιοβολισμοί, παρά τη σθεναρά αντίσταση των πολιορκουμένων, σχεδόν ταυτόχρονα επιτυγχάνεται η διείσδυση των Τούρκων από την Κερκόπορτα και από την Πύλη του Χαρισίου, η Κερκόπορτα είναι υπόγεια κρυφή παλιά είσοδος, παραπόρτιον, κοντά στο παλάτι που είχαν πρόσφατα ανοίξει για τις δικές τους ανάγκες οι Βυζαντινοί.
Ο Giovanni Giustiniani Longo, πιθανόν τραυματισμένος, απομακρύνεται από το πεδίο της μάχης και καταφεύγει στο πλοίο του. Kοντά στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού γίνεται σφοδρή μάχη σώμα με σώμα, ην ουν παρ’ αμφοτέρων κραυγή πολλή και βία ξυμμιγής, βλασφημούντων, υβριζόντων, απειλούντων, ωθούντων, ωθουμένων, βαλλόντων, βαλλομένων, κτεινόντων, κτεινομένων, πάντα δεινά ποιούντων μετά θυμού και οργής, εκεί μάλλον σκοτώνεται και ο Αυτοκράτορας, είλε το ξυναποθανείν τη πατρίδι τε και τοις αρχομένοις, μάλλον δε και προαποθανείν αυτός, όπως μη ταύτην τε αλούσαν επίδοι.
Επικρατεί πανικός και όλοι κατακτητές και μη κατευθύνονται προς το κέντρο της πόλη. Θρίαμβος, λεηλασία, αγριότητα και βιαιοπραγίες για τους κατακτητές, σφαγή, αιχμαλωσία, κάθε είδους ατίμωση για τους κατακτημένους, μεταξύ των νεκρών περιλαμβάνεται και ο Τούρκος πρίγκιπας Ορχάν. Oύτως δε πάσαν ταύτην εκκένωσε (ενν. ο Mωάμεθ) και ηρήμωσε και πυρός δίκην ηφάνισε και ημαύρωσεν ώσθ’ όλως απιστηθήναι ει και ην εν αυτή ποτε ή ανθρώπων οίκησις ή πλούτος ή περιουσία πόλεως ή άλλη τις κατ’ οίκον κατασκευή τε και περιφάνεια, και ταύτα ούτω λαμπράς και μεγάλης υπαρχούσης πόλεως.
Αιχμαλωτίζεται και θανατώνεται την επομένη ο μέγας δούκας Λουκάς Νοταράς. Οι Γενουάτες του Πέραν συνθηκολογούν με τον Μωάμεθ: οι εν τω Γαλατά, ως είδος την πόλιν εχομένην ήδη και διαρπαζομένην, ευθύς προσεχώρησαν ομολογία τω βασιλεί (δηλ. τον Μωάμεθ) επί τω μηδέν τι κακόν παθείν, και ανοίξαντες τας πύλας εσεδέχοντο τον Zάγανον μετά της στρατιάς, και αυτοί ουδέν όλως ηδίκοντο.
Διαφεύγουν δεκαέξι πλοία και ελάχιστοι από τουs έγκλειστους, ανάμεσά τους μερικοί από αυτούς που κατέγραψαν την Άλωση: ο Γεώργιος Σφραντζής, ο Jacopo Τedaldi, ο Νicolo Βarbaro, θριαμβευτική είσοδοs του Μωάμεθ έφιππου στην Πόλη, στο κέντρο της και την Αγία Σοφία. Οι Τούρκοι αρχίζουν την επίθεση από την πύλη του Αγ. Ρωμανού όπου το τείχος ήταν σχεδόν κατεστραμμένο. Οι πρώτες επιθέσεις αποκρούσθηκαν μετά από μάχη σώμα με σώμα στις οποίες ήταν παρόντες ο Ιουστινιάνης και ο Κων/νος. Σ' αυτή τη μάχη τραυματίστηκε ο Ιουστινιάνης και κατέφυγε στο Γαλατά.
Η κακή τύχη ηθέλησε και ελαβώθη ο καπετάνιος Γιουστουνιάς ( Ιουστινιάνης) με μια σαϊττέα εις τα σαγόνια και έτρεχε το αίμα εισέ όλο του το κορμί, και εσκιάχθη να μην αποθάνη, και δεν εμίλησε λόγον να βάλη άλλον εις τον τόπον του, μόνε άφησε τον πόλεμον καί έφυγε κρυφά, δια να μην τζακιστούνε οι σύντροφοι του. Και εμπήκανε οι εχθροί μέσα. Οπού αν ήθελε αφήσει άλλον εις τον τόπον τον, δεν ηθέλανε εμπή, οι εχθροί και ήθελε κρατεί τον πόλεμον και δεν ήθελε χάσει την χωράν, τόσο ότι ακόμα αντιστέκανε οι Ρωμαίοι και πολεμούσανε ανδρείως- και εσκλήρυνε πολλά ο πόλεμος.
Και ο βασιλεύς, ωσάν· έμαθε ότι ελαβώθη ο καπετάνιος και έφυγε, τότε επήγαινε με αναστεναγμόν να τον ευρή, και ερωτά πού 'να τον ευρή. Και οι πολεμιστάόες, οι σύντροφοι του, επολεμούσανε χωρίς καπετάνιο. αμή αρχίσανε και αυτοί και άφηναν τον πόλεμον και εφεύγανε. Τότε επηρανε οι Τούρκοι θάρρος πολύ και οι Ρωμαίοι εόειλιάσανε πολλά. Και ετούτα εγίνισαν διατί έφυγε ο καπετάνιος, οπού έκαμνε χρεία να στέκη και να πολεμά έως να αποθάνη εις την τιμήν του, και ήθελε διδει θάρρος και των συντρόφων του, διατί όλη η δύναμη του Τούρκου ήτανε εις εκείνην την μερέα.
Και οι ελεεινοί Ρωμαίοι αμή ελιγοστεύανε και δεν ημπορουσανε να αντισταθούνε εισέ τόσο πλήθος Τούρκων. (Βαρβερινός κώδικας). Η αποχώρηση του Ιουστινιάνη προκάλεσε σύγχυση και οι Τούρκοι άρχισαν να εισβάλλουν στην Πόλη κατά μάζες. Ακολούθησε η τελική αντίσταση κατά την οποία ο Κων/νος έπεσε πολεμώντας ως απλός στρατιώτης. Κι o Καίσαρ, όταν άκουσε πώς έγινε πια το θέλημα του Θεού, επήγε στη μεγάλη εκκλησία, έπεσε και προσκύνησε ζητώντας έλεος από το Θεό κι άφεση αμαρτιών.
Αποχαιρέτισε τον Πατριάρχη, όλο τον υπόλοιπο κλήρο, τη ρήγισσα, προσκύνησε σ' όλα τα σημεία κι εβγήκε από το ναό, πίσω εβόησε όλος ο κλήρος κι όλοι όσοι βρέθηκαν τότε εκεί, γυναίκες και παιδιά αμέτρητα τον ξεπροβόδισαν με θρήνους κι αναστεναγμούς, τόσο που έλεγες ότι η μεγάλη εκκλησία εσάλεψε από τον τόπο της, κι εμένα μου φαίνεται ότι ή βουή τους θα έφτασε κείνη τη στιγμή ίσαμε τον ουρανό. Καθώς έβγήκε από την εκκλησία είπε ένα μονό:
"Όποιος θέλει να θυσιαστεί για τους ιερούς ναούς και την ορθόδοξη πίστη μας, ας με ακολουθήσει" και καβαλίκεψε το φαρί του κι ετράβηξε για τη Χρυσή Πύλη - εκεί ενόμισε ότι θα βρει τον άπιστο. Τον ακολούθησαν ως τρεις χιλιάδες πολεμιστές. Μπροστά στην πύλη είδαν πάρα πολλούς Τούρκους πού καρτερούσαν να πιάσουν τον καίσαρα. Τους εσκότωσαν όλους αυτούς. 'Έτσι ο Καίσαρ έφτασε ίσαμε την πύλη, μα από τους πολλούς σκοτωμένους δεν ημπορούσε να προχωρήσει άλλο και πάλι βρέθηκαν μπροστά του άλλοι Τούρκοι κι έπολέμησαν και μ' αυτούς ως το θάνατο.
Εκεί έπεσε ο ευσεβής Καίσαρ Κωνσταντίνος υπέρ των ιερών ναών και της ορθοδοξίας, μήνας Μάιος, την 29η μέρα, αφού εσκότωσε με το χέρι του, όπως έλεγαν όσοι έμειναν ζωντανοί, πάνω από 600 Τούρκους, κι έτσι αλήθεψε ο χρησμός: "Με Κωνσταντίνο έγινε και πάλι με Κωνσταντίνο θ' αποθάνει". Γιατί οι αμαρτίες έρχεται ή ώρα και κρίνονται από το θεό και, καθώς λέγεται, οι κακουργίες κι οι ανομίες καταλύουν τους θρόνους των ισχυρών.
29η ΜΑΙΟΥ / 2:30 ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ
Η χιλιόχρονη Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε καταλυθεί. Καμιάς πολιτείας η πτώση δεν θρηνήθηκε τόσο πολύ όσο της Πόλης του Ελληνισμού, επειδή ως το 1453 είχε παραμείνει το αδούλωτο προπύργιο του Βυζαντινού κράτους. Η αντίσταση των πολιορκουμένων μπροστά στους πολυάριθμους άπιστους για την πατρίδα και τη θρησκεία, έμεινε χαραγμένη στον υπόδουλο Ελληνισμό και δημιούργησε την εθνική συνείδηση στους 4 αιώνες σκλαβιάς. ....
Οι Έλληνες μόλις διέτρεξε η φήμη πως έπεσε η Πόλη, άλλοι άρχισαν να τρέχουν προς το λιμάνι στα πλοία των Βενετσιάνων και των Γενοβέζων και καθώς ορμούσαν πολλοί πάνω στα πλοία βιαστικά και με ακαταστασία χάνονταν, γιατί βούλιαζαν τα πλοία. Και έγινε εκείνο που συνήθως γίνεται σε τέτοιες καταστάσεις. Με θόρυβο, φωνές και χωρίς καμιά τάξη έτρεχαν να σωθεί ο καθένας μέσα σε σύγχυση... Ένα μεγάλο πλήθος άνδρες και γυναίκες, που όλο και μεγάλωνε από τους κυνηγημένους, στράφηκε προς τον πιο μεγάλο ναό της Πόλης, που ονομάζεται Αγια Σοφιά.
Μαζεύτηκαν εδώ άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Σε λίγο όμως πιάστηκαν από τους Τούρκους χωρίς αντίσταση. Πολλοί άνδρες σκοτώθηκαν μέσα στο ναό από τους Τούρκους. Άλλοι πάλι σ' άλλα μέρη της Πόλης πήραν τους δρόμους χωρίς να ξέρουν για που. Σε λίγο άλλοι σκοτώθηκαν, άλλοι πιάστηκαν και πολλοί όμως από τους Έλληνες φάνηκαν γενναίοι αντιστάθηκαν και σκοτώθηκαν, για να μη δουν τις γυναίκες και τα παιδιά τους σκλάβους.
"Σε όλη την Πόλη τίποτε άλλο δεν έβλεπες παρά αυτούς που σκότωναν και αυτούς που σκοτώνονταν αυτούς που κυνηγούσαν και κείνους που έφευγαν". Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, "Απόδειξις ιστοριών" (μετάφραση). Ο λαός διέδιδε με το τραγούδι του το σκληρό μήνυμα ως θέλημα Θεού. Πήραν την πόλιν, πήραν την, πήραν τη Σαλονίκη, πήραν και την Αγία Σοφιά, το μέγα Μοναστήρι, που είχε τριακόσια σήμαντρα κι εξήντα δυό καμπάνες κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος. Σιμά να βγουν τά άξια κι ο βασιλιάς του κόσμου φωνή τους ηρθ' εξ ουρανου κι απ' Αρχαγγέλου στόμα.
Στις 2:30 το μεσημέρι η χιλιόχρονη Βυζαντινή Αυτοκρατορία το σύμβολο του Ελληνισμού και Χριστιανισμού, είχε καταλυθεί.
31 ΜΑΙΟΥ
Ο Μωάμεθ διατάσσει επίσημα τη διακοπή των βιαιοπραγιών και απομακρύνει τους στρατιώτες και τα πληρώματα των πλοίων και ην ιδείν την άπασαν πόλιν εν ταις σκηναίς του φοσσάτου, την δε πόλιν έρημον νεκράν κειμένην, γυμνήν άφωνον, μη έχουσαν είδος ουδέ κάλλος. Περί μεν τους του Bυζαντίου Ελληνας τοσαύτα εγένετο, δοκεί δε η ξυμφορά αύτη μεγίστη των κατά τήν οικουμένην γενομένων υπερβαλέσθαι τω πάθει.
Εάλω τοίνυν επί Kωνσταντίνου βασιλέως, εβδόμου Παλαιολόγου, ενάτη και εικοστή φθίνοντος Mαιου παρά Pωμαίοις, εξήκοντος έτους των απ’ αρχής ενός τε και εξηκοστού παρά τοις εννακοσίοις τε κα εξακισχιλίοις, από δε κτίσεώς τε και ξυνοικήσεως ταύτης έτεσι τέτταρσι και είκοσι και εκατόν προς τοις χιλίοις.
Η ΕΙΔΗΣΗ ΤΗΣ ΑΛΩΣΗΣ ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ
Η είδηση για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους προκάλεσε μεγάλη αίσθηση στις Ελληνικές περιοχές. Όσοι διέφυγαν από την Πόλη, μετέφεραν τη δυσάρεστη εξέλιξη αρχικά στις πλησιέστερες περιοχές και τα νησιά, στα οποία κατέφυγαν. Το κύμα των Ελλήνων και Λατίνων προσφύγων άρχισε να διαχέεται τις εβδομάδες που ακολούθησαν παντού. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά που κατόρθωσαν να επιζήσουν της αιματηρής εισβολής, ύστερα από μεγάλες περιπέτειες βρέθηκαν στη Λέσβο, τη Ρόδο και την Κύπρο, όπου αντιμετωπίστηκαν με συμπάθεια από τους ντόπιους κατοίκους.
Στη Χίο, η οποία βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο των Γενουατών, μεταξύ των προσφύγων που κατέφυγαν στο νησί ήταν ο Γενουάτης Λεονάρδος ο Χίος, Λατίνος αρχιεπίσκοπος της Λέσβου. Σε μακροσκελή επιστολή-έκθεσή του προς τον Πάπα Νικόλαο Ε’ στις 16 Αυγούστου 1453, περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια τις εφιαλτικές στιγμές που έζησε στην Κωνσταντινούπολη. Οι Βενετικές κτήσεις τηs Εύβοιας, της Κρήτης, της Μεθώνης, της Κορώνης και της Κέρκυρας υπήρξαν επίσης χώροι υποδοχής δεκάδων προσφύγων. Μέσω των πλοίων που κινούνταν διαρκώς στο Αιγαίο το άσχημο νέο έγινε γνωστό σύντομα στη Δύση. Kαι εκεί, σύμφωνα με τις πηγές, προξένησε μεγάλη θλίψη.
Στην Πελοπόννησο, που αποτελούσε τη μοναδική πλέον ελεύθερη Βυζαντινή περιοχή, η είδηση της Άλωσης γνωστοποιήθηκε με τον πιο επίσημο τρόπο. Την ανακοίνωσε ο ιστορικός Γεώργιος Σφραντζής ο οποίος, από τον Μάιο ώς τον Σεπτέμβριο του 1453, γνώρισε μια προσωπική περιπέτεια. Kατά την κατάληψη της Πόλης αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους και πωλήθηκε σαν σκλάβος. Τελικά εξαγοράστηκε και κατέφυγε στο Μυστρά, στην αυλή των δεσποτών Θωμά και Δημητρίου Παλαιολόγων, αδελφών του Κωνσταντίνου.
Για τις αντιδράσεις που υπήρξαν στις Ελληνικές περιοχές έχουν διασωθεί αρκετές μαρτυρίες στους χρονογράφους της εποχής. Αποκαλυπτική είναι η σχετική αναφορά του Λαόνικου Χαλκοκονδύλη. Τη Βυζαντίου συμφοράν μετέφεραν στην Εύβοια Γενουατικά πλοία τα οποία κατόρθωσαν να ξεφύγουν μέσα στη σύγχυση που δημιουργήθηκε. Αμέσως διαδόθηκε το νέο στις γειτονικές περιοχές όπου, όπως ήταν αναμενόμενο, επικράτησε πανικός. Όλοι οι κάτοικοι αναζήτησαν τρόπους διαφυγής, καθώς θεωρούσαν ότι σύντομα θα γνώριζαν την ίδια τύχη.
Όπως συμπληρώνει παραστατικά ο ιστορικός της Άλωσης και αι νήσοι αι εν τω Αιγαίω σχεδόν τι ξύμπασαι ώρμηντο ες φυγήν, και οι ηγεμόνες των Ελλήνων και οι περί Πελοπόννησον συμφορά πεπληγμένοι ώρμηντο επί την θάλασσαν. Σε αρκετά χειρόγραφα προερχόμενα από διάφορεs Ελληνικές περιοχές σώζονται ενθυμήσεις που αποτυπώνουν με τον πιο εύγλωττο τρόπο τον πόνο του απλού κόσμου μόλις πληροφορήθηκε την Άλωση.
Ανάμεσα στα κείμενα αυτού του είδους, ξεχωρίζει εκείνο που διασώζεται στο Χρονικόν του Λεόντιου Μαχαιρά, στο οποίο περιγράφεται η αντίδραση της βασίλισσας της Κύπρου Ελένης Παλαιολογίνας, κόρης του δεσπότη του Μοριά Θεοδώρου Β’ Παλαιολόγου και ανιψιάς του τελευταίου Βυζαντινού Αυτοκράτορα. Με την αναγγελία ότι επήρεν ο άνομος Τούρκος την Πόλιν τη 29η Μαίου, εποίκεν μεγάλην λύπην η άνωθεν ρήγαινα εις την Κύπρον, σημειώνεται χαρακτηριστικά.
Στις Μονωδίες γνωστών λογίων ιερωμένων -όπως του Ιωάννη Ευγενικού, του Ματθαίου Καμαριώτη, του Μανουήλ Χριστώνυμου και του Ανδρόνικου Κάλλιστου- διακρίνεται όλη η πικρία για την απώλεια της Κωνσταντινούπολης. Η αποκατάσταση της προγενέστερης κατάστασης, όπως αφήνεται να εννοηθεί, ήταν θέμα χρόνου. Στους έμμετρους θρήνους που γράφονται, από ανώνυμους κατά κανόνα συντάκτες, εγκωμιάζονται οι ηρωικές πράξεις των τελευταίων υπερασπιστών της Πόλης. Προέκτασή τους αποτέλεσαν οι λαϊκοί θρύλοι που αναπτύχθηκαν τα επόμενα χρόνια σχετικά με την Άλωση, μεταδομένοι από τους Κωνσταντινουπολίτες πρόσφυγες.
Οι μακραίωνοι δεσμοί που συνέδεαν την Κρήτη με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, παρά το γεγονός ότι το νησί από τις αρχές του 13ου αιώνα είχε περιέλθει στο Βενετικό κράτος, παρέμεναν άρρηκτοι. Φυσικό λοιπόν ήταν να κινητοποιηθεί ο πληθυσμός του νησιού μπροστά στον κίνδυνο που αντιμετώπιζε η Κωνσταντινούπολη. Στην πρώτη φάση της πολιορκίας, τέσσερα Κρητικά εμπορικά πλοία διέσπασαν τον ασφυκτικό κλοιό και μπήκαν στον Κεράτιο Κόλπο μεταφέροντας τρόφιμα.
Αλλά και κατά το κρίσιμο διάστημα τηs τουρκικής επίθεσης η βοήθεια που προσφέρθηκε από τους Κρητικούς ήταν αξιόλογη. Στην πολεμική αναμέτρηση έλαβαν μέρος από την Κρήτη δύο ή τρεις πολεμικές γαλέρες. Επίσης τρία εμπορικά σκάφη, με κυβερνήτες τον Γεώργιο Σγουρό, τον Αντώνιο Γυαλινά και τον Αντώνιο Φιλομάτη. Kατά τη διάρκεια των συμπλοκών που εκτυλίχτηκαν στα τείχη οι ναύτες των πλοίων από την Κρήτη επέδειξαν απαράμιλλο θάρρος.
Ακόμη και όταν φαινόταν ότι έχει κριθεί η μάχη, όπως διηγείται ο Γεώργιος Σφραντζής, συνέχισαν να ανθίστανται με ηρωισμό. Το γεγονός προκάλεσε το θαυμασμό του Μωάμεθ και μέσω του απεσταλμένου του ήλθε σε διαπραγματεύσεις μαζί τους. Τελικά, εγκατέλειψαν οι Κρητικοί τον αγώνα, μόνο αφού τους επιτράπηκε να μπουν χωρίς να ενοχληθούν στα καράβια τους και μαζί με τα όπλα και τις αποσκευές τους να αναχωρήσουν για το νησί τους.
Η τελευταία πράξη του δράματος που ζούσαν οι Κρητικοί γράφτηκε ύστερα από λίγες μέρες στη γενέτειρά τους. Τα πλοία στα οποία επέβαιναν έφτασαν στο Χάνδακα, μεταφέροντας τη θλιβερή είδηση. Να πώς παρουσιάζονται τα συναισθήματα των κατοίκων της Κρήτης σε μια ενθύμηση κώδικα του Βρετανικού Μουσείου (Loηd. Βrit. Μus. Αddit. 34060, φ. 1ν), ο οποίος προέρχεται από τη γνωστή μονή της Αγκαράθου:
... Και εγένοτο ουν θλίψις και πολύ κλαυθμός εις την Κρήτην διά το θλιβερόν μήνυμα όπερ ήλθε, ότι χείρον τούτου ου γέγονεν, ούτε γενήσεται. Και Κύριος ο Θεός ελεήσαι ημάς και λυτρώσεται ημάς της φοβεράς αυτού απειλής. Πίσω από συγκινησιακά φορτισμένες λέξεις της ενθύμησης αποκαλύπτεται η ατμόσφαιρα που κυριάρχησε εκείνες τις μέρες στη Μεγαλόνησο. Διαφαίνεται ωστόσο και ο μεγάλος φόβος που άρχισε να κυριεύει τους κατοίκους της για το μέλλον. Ο κίνδυνος να δεχθεί επίθεση το νησί από τους Τούρκους ήταν πλέον ορατός.
Τη θλιβερή είδηση έσπευσαν να μεταφέρουν στη Δύση με επιστολές τους αρκετά πρόσωπα που συνέπεσε να βρίσκονται εκείνη την περίοδο στο νησί. Προηγήθηκε η επιστολή του εξόριστου νομικού Ρaolo Dotti προς τον αδελφό του στην Πάντοβα, στις 11 Ιουνίου. Το χρονικό διάστημα μεταξύ 5-26 Ιουλίου πολλοί άλλοι –Καρδινάλιος Ισίδωρος, φιλικό πρόσωπο του Ισίδωρου (πιθανότατα ο ανθρωπιστής Fraηcesco Griffolini d’ Αrezzo), fra Girolamo da Firenze, Lauro Quirini– ενημέρωσαν τους Δυτικούς θρησκευτικούς και πολιτικούς κύκλους τόσο για την Άλωση όσο και για το νέο σκηνικό που είχε διαμορφωθεί.
Στο σύνολό τους σχεδόν οι επιστολογράφοι δεν απέκλειαν το ενδεχόμενο να συνεχίσουν την προέλασή τους οι Τούρκοι και να στραφούν τελικά εναντίον της Δύσης. Οι απόψεις του Καρδινάλιου Ισίδωρου, ο οποίος διέφυγε από την Τουρκική αιχμαλωσία και, μέσω Χίου, διασώθηκε στην Κρήτη, κινούνται σε αυτό ακριβώς το μήκος κύματος. Σε επιστολή του προς τον πάπα Νικόλαο Ε’, στις 15 Ιουλίου 1453, περιέγραφε τα γεγονότα που είχαν διαδραματιστεί στην Κωνσταντινούπολη στα οποία ήταν αυτόπτης μάρτυρας.
Σχολιάζοντας τη μεγάλη δύναμη που είχε αποκτήσει πλέον ο Μωάμεθ επισήμαινε τον κίνδυνο να εξαπολύσει επίθεση εναντίον τηs Ιταλίας. Στην ίδια διαπίστωση είχε καταλήξει η Βενετία η οποία, θορυβημένη, αναζήτησε τρόπους για την αποτροπή του ενδεχόμενου τουρκικής επίθεσης. Το κλίμα έντασης που κυριαρχούσε στην Κρήτη συντηρούσαν οι δεκάδες πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη που είχαν αρχίσει να συρρέουν. Όλοι τους, κουβαλώντας εφιαλτικές μνήμες, βρήκαν ασφαλές καταφύγιο στο νησί. Πεποίθησή τους ήταν ότι ο χώροs του αποτελούσε τη συνέχεια του Βυζαντινού κράτους.
Αλλά και οι υπόλοιποι κάτοικοι Ελληνικών περιοχών είχαν την αντίληψη ότι η Κρήτη προοριζόταν να υποδεχτεί και να διαφυλάξει τη Βυζαντινή κληρονομιά. Ενδεικτικοί των αντιλήψεων που επικρατούσαν είναι οι στίχοι του θρηνητικού ποιήματος Ανακάλημα της Κωνσταντινούπολης το οποίο, σύμφωνα με την έρευνα, γράφτηκε στην Κύπρο στα μέσα του 15ου αιώνα. Στις τελευταίες στιγμές της ζωής του ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, για να μην πέσει στα χέρια των εχθρών το σώμα του, ζητεί από τουs Ρωμιούς να τον αποκεφαλίσουν.
Οι συμπολεμιστές του από την Κρήτη να στέρξουν να μεταφέρουν το κεφάλι του στο νησί τους και να το μοιρολογήσουν. Ο συμβολισμός είναι ξεκάθαρος. Κόψετε το κεφάλιν μου, Χριστιανοί Ρωμαίοι,επάρετέ το, Κρητικοί, βαστάτε το στην Κρήτην να το ιδούν οι Κρητικοί να καρδιοπονέσουν, να δείρουσι τα στήθη τους, να χύσουν μαύρα δάκρυα και να με μακαρίσουσιν ότι ούλους τούς αγάπουν. Κάτω από αυτές τις πρόσφορες συνθήκες εκδηλώθηκε στην Κρήτη, ύστερα από λίγους μήνες, συνωμοσία εναντίον τηs Βενετικής διοίκησης.
Πρόκειται για τη γνωστή από το όνομα του πρωτεργάτη της ως «επανάσταση του Σήφη Βλαστού». Σε αυτήν πήραν μέρος οι αντίπαλοι της Ένωσης της Φλωρεντίας και οι πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη. Η εξέγερση ωστόσο κατεστάλη γρήγορα από τις Βενετικές αρχές του νησιού και τιμωρήθηκαν παραδειγματικά οι υποκινητές της. Μεταξύ των κατηγοριών που απήγγειλε το Συμβούλιο των Δέκα στις 14 Νοεμβρίου 1454 εναντίον των ορθοδόξων ιερωμένων που πρωτοστάτησαν στη συνωμοσία, ήταν ότι για να πετύχουν το στόχο τους κατασκεύασαν επιστολή του Αυτοκράτορα.
Η πληροφορία φανερώνει τη σταθερή προσήλωση που είχε ο Ελληνικός πληθυσμός της Κρήτης προς τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα.
Η ΕΙΔΗΣΗ ΤΗΣ ΑΛΩΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ
Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης στις 29 Μαΐου 1453 επηρέασε ολόκληρη την Ευρώπη, και κυρίως τη Βαλκανική χερσόνησο, ένα πολιτικό γεγονός κορυφαίας σημασίας, από αυτά που γρήγορα (όσο ήταν δυνατόν τα χρόνια εκείνα) έγιναν γνωστά σε ολόκληρο κόσμο. Οι θαλάσσιοι δρόμοι ήταν εκείνοι που βοηθούσαν ουσιαστικά στην ταχύτερη μετάδοση των ειδήσεων. Δεκάδες τέτοιοι δρόμοι ήταν «χαραγμένοι» στη λεκάνη της Μεσογείου.
Η Κωνσταντινούπολη αποτελούσε σημείο αφετηρίας και κατάληξης ενός από τους βασικότερους δρόμους που συνέδεε τη βορειοανατολική Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα με τη δυτική Μεσόγειο, την κεντρική και τη βόρεια Ευρώπη. Ο ίδιος δρόμος περιελάμβανε σημαντικά κομβικά σημεία–λιμάνια στον Ελληνικό χώρο, όπου συναντούσε άλλους σπουδαίους δρόμους εμπορίου και επικοινωνίας της εποχής. Βενετοί και Γενοβέζοι ήταν οι κυριότεροι οργανωτές και χρήστες των δρόμων αυτών.
Τα τεράστια συμφέροντά τους ήταν άμεσα συνδεδεμένα με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, γι’ αυτό και ήταν αναπόφευκτο να παραμείνουν στην Κωνσταντινούπολη μέχρι το τέλος για να τα προασπίσουν. Βενετοί και Γενουάτες λοιπόν, Έλληνες πρόσφυγες και Βαλκάνιοι γείτονες ως αυτόπτες μάρτυρες αποτέλεσαν τουs κυριότερους φορείς της είδησης στον υπόλοιπο κόσμο αμέσως μετά την Άλωση της Βασιλεύουσας. Η διαδικασία μετάδοσης της είδησης για την Άλωση της Κωνσταντινούπολης προχώρησε κατά τρόπο που θυμίζει τα κύματα, με ενδιάμεσα σημεία–σταθμούς.
Που διασταυρώνονταν πληροφορίες από πολλές πηγές, για να μεταδοθούν ξανά προς άλλες κατευθύνσεις. Από την Κωνσταντινούπολη η είδηση έφτασε πρώτα στις Λατινοκρατούμενες περιοχές του Ελληνικού χώρου, για να μεταδοθεί από εκεί στις Ιταλικές πόλεις και από εκεί πάλι στην κεντρική Ευρώπη. Χίος, Εύβοια, Ρόδος, Κρήτη, Κέρκυρα αποτέλεσαν τους κυριότερους σταθμούς αναμετάδοσης της είδησης κυρίως προς τη Βενετία και τη Γένοβα, αλλά και προς τη Ρώμη, τη Φλωρεντία, την Πάντοβα ή την Μπολόνια.
Από τα σημαντικά αυτά Ιταλικά κέντρα η είδηση αναμεταδόθηκε προς τις υπόλοιπες Ιταλικές πόλεις, όπως τη Νάπολη, το Μιλάνο, τη Σιένα, την Παβία κ.α., προς τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Αγγλία, την Ουγγαρία, το Γκρατς (έδρα τότε της Γερμανικής Αυτοκρατορίας). Ένας επίσης σημαντικός δρόμος αναμετάδοσης της είδησης περνούσε από τη Σερβία και τη Ρωσία προς τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Πολωνία και άλλες περιοχές της κεντροανατολικής Ευρώπης. Η τρομερή είδηση ήταν αναμενόμενο να φτάσει πρώτα στις νησιωτικές και στις ηπειρωτικές ακτές του Ελλαδικού χώρου.
Έλληνες και Λατίνοι αυτόπτες μάρτυρες περιέγραψαν τα γεγονότα πολύ γρήγορα στη Λέσβο, τη Χίο, την Εύβοια, την Πελοπόννησο, τη Ρόδο, την Κύπρο, την Κρήτη και τα Επτάνησα. Στα παραπάνω μέρη βρήκαν προσωρινό καταφύγιο πολλά πρόσωπα τα οποία με επιστολές, χρονικά ή και απλά γραπτά μηνύματα προς εκκλησιαστικούς και πολιτικούς αρχηγούς ή προσωπικότητες της Ευρώπης περιέγραψαν τα τραγικά γεγονότα της Άλωσης, ανέπτυξαν τις δικές τους εκτιμήσεις για τα λάθη των Βυζαντινών, αλλά και των Δυτικών απέναντι στη Μουσουλμανική απειλή.
Άρχισαν αμέσως να σκέπτονται το μέλλον και τους τρόπους ανάκτησης της χαμένης Βασιλεύουσας. Η Βενετία ήταν η πρώτη πόλη που δέχτηκε το νέο, λόγω των πολλών αποικιών της στον Ελληνικό χώρο και του πυκνού δικτύου θαλάσσιων δρόμων που διέθετε στην ανατολική Μεσόγειο. Στη συνέχεια και μέχρι το τέλοs του 1453 η είδηση της Αλωσης είχε φτάσει σε όλη σχεδόν την Ευρώπη. Το τραγικό νέο έφτασε στη Βενετία μέσα στον Ιούνιο του ίδιου χρόνου από διάφορεs πηγές.
Οι τρεις βενετικές γαλέρες που είχαν λάβει μέρος στην πολιορκία και είχαν κατορθώσει να διαφύγουν από την Κωνσταντινούπολη έφτασαν στην Εύβοια στις 3 Ιουνίου. Από εκεί άλλο πλοίο, ένας ταχύς γρίπος, παρέλαβε ως προπομπός τις παραπάνω επιστολές για να τις μεταφέρει στη Βενετία, όπου έφτασε λίγο πριν από το βράδυ της 29ης Ιουνίου 1453. Τέσσερις μέρες αργότερα, το πρωί της 4ης Ιουλίου, έφθασαν και τα υπόλοιπα πλοία με τον καπιτάνο Αlvise Diedo, ο οποίος ενημέρωσε επίσημα, γραπτά και προφορικά, τις αρχές της Γαληνοτάτης.
Στα λιμάνια του Αιγαίου η είδηση μεταφερόταν από στόμα σε στόμα και από εκεί σε άλλες περιοχές. Όπως, για παράδειγμα, μαθαίνουμε από τα γραπτά του Peter Rot από τη Βασιλεία, στις 12 Ιουνίου το πλοίο με το οποίο επέστρεφε από τα Ιεροσόλυμα, όπου είχε πάει για να προσκυνήσει, στάθμευσε για λίγο στη Μεθώνη. Εκεί συνάντησαν τις τρεις παραπάνω Βενετικές γαλέρες που είχαν διαφύγει από την Κωνσταντινούπολη και οι οποίες κατευθύνονταν προς τη Βενετία. Τα πληρώματα των πλοίων διηγήθηκαν στους Ευρωπαίους προσκυνητές τα γεγονότα που είχαν ζήσει.
Εκείνοι με τη σειρά τους τα μετέφεραν στην πατρίδα τους και στα λιμάνια και τις πόλεις που στάθμευσαν μέχρι την άφιξη στον τόπο τους. Από έναν άλλο σημαντικό σταθμό αναμετάδοσης, τη Ρόδο, ο Μεγάλος Μάγιστρος έστειλε στις 23 Ιουλίου επιστολή προς τη Γερμανία, ενώ προς τα τέλη του 1453 μεταφράστηκε στα Γερμανικά μια αναφορά, γραμμένη πρώτα στα Ελληνικά, σχετικά με τα γεγονότα της Άλωσης. Στο Γκρατς έφτασαν ειδήσεις και μέσω Σερβίας και Βενετίας. Εντός του ίδιου έτους έφτασε η είδηση και στην Γαλλία, πρώτα απ’ όλα στην Αβινιόν με την αναφορά του Φλωρεντινού έμπορα Ιάκωβου Τedaldi.
Στη συνέχεια οι ειδήσεις για το γεγονός εξαπλώθηκαν σε όλη τη Γαλλία από επιστολές και αναφορές διαφόρων προσώπων προς το βασιλιά και τους δούκες της Γαλλίας. Από τη Γαλλία έφτασε πολύ γρήγορα στην Ισπανία και την Αγγλία. Την είδηση της Άλωσης στην ανατολική Ευρώπη μετέφεραν τόσο οι στρατιώτες από τις χώρες αυτές, οι οποίοι συμμετείχαν στην υπεράσπιση της Κωνσταντινούπολης ή ακόμη και στο στρατό των Οθωμανών, όσο και οι υπόλοιποι που ζούσαν εκεί και κατέφυγαν ως πρόσφυγες πίσω στις πατρίδες τους.
Σέρβοι, Ρώσοι, Βλάχοι και άλλοι επέστρεψαν στις πατρίδες τους και διηγήθηκαν όλα τα τραγικά γεγονότα που είχαν ζήσει εκεί. Παράλληλα η Ρωσική γραπτή παράδοση μεταφράστηκε πολύ γρήγορα και στις υπόλοιπες Σλαβικές γλώσσες, πληροφορώντας τους σύγχρονους, αλλά και τις επόμενες γενιές για την Άλωση. Από τις χώρες της Βαλκανικής χερσονήσου η είδηση μεταδόθηκε ακόμη βορειότερα προς Ουγγαρία, Βοημία, Μοραβία, Πολωνία μέχρι και τις Σκανδιναβικές χώρες.
Ποιοι ήταν όμως αυτοί που μετέδωσαν γραπτά τα συνταρακτικά γεγονότα και χάρη στις ενέργειές τους αυτές διαθέτουμε σήμερα τόσες περιγραφές, όχι μόνο των ίδιων των γεγονότων, αλλά και των συναισθημάτων των ανθρώπων αυτών κατά τις τραγικές εκείνες στιγμές; Οι περισσότεροι έζησαν από κοντά την πολιορκία και την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης και κατάφεραν να γλιτώσουν άλλοι εύκολα και άλλοι πολύ δύσκολα και ύστερα από πολλές κακουχίες.
Επρόκειτο για υπερασπιστές από την Ευρώπη που είχαν προσφερθεί να βοηθήσουν στην άμυνα της πόλης, για έμπορους που τυχαία βρέθηκαν εκεί και αποκλείστηκαν, για μόνιμα εγκατεστημένους έμπορους κυρίως από τη Βενετία και τη Γένοβα, για αξιωματούχους των κοινοτήτων των δύο αυτών Ιταλικών πόλεων, για εκκλησιαστικούς άρχοντες, μοναχούς και, τέλος, για Έλληνες λογίους ή και απλούς ανθρώπους, οι οποίοι συνέχισαν μέχρι το θάνατό τους, όχι μόνο να πληροφορούν τον υπόλοιπο κόσμο για το μεγάλο κακό, αλλά και να προσπαθούν για κινητοποίηση της Χριστιανικής Δύσης εναντίον των «απίστων».
Η Ευρώπη έμαθε με περισσότερες ή λιγότερες λεπτομέρειες τα γεγονότα μέσα από χρονικά, επιστολές, επίσημες αναφορές περιφερειακών αρχών και θρήνους για το χαμό της Βασιλεύουσας. Τα κείμενα αυτά, άλλα γραμμένα από αυτόπτες μάρτυρες και άλλα από ανθρώπους που τα διάβασαν ή τα άκουσαν από τους πρώτους, πολύ γρήγορα άρχισαν να κυκλοφορούν, ακόμη και μεταφρασμένα, σε πολλές γωνιές της Ευρώπης. Το ίδιο το γεγονός της Αλωσης της Kωνσταντινούπολης ήταν τόσο μεγάλο, που ο απόηχός του, όπωs έφτασε σε ολόκληρο τον κόσμο, ήταν εξίσου δυνατός.
Εκείνα τα χρόνια ολόκληρη η χριστιανική Ευρώπη αντιμετώπισε το γεγονός με δέος, το οποίο μετά την πρώτη έκπληξη γέννησε αισθήματα φόβου, ανασφάλειας, αλλά και τάση «εκδίκησης» για την αποκατάσταση της τάξης. Για την Ευρώπη η Άλωση της Κωνσταντινούπολης υπήρξε μια αφορμή για ένα σοβαρό απολογισμό της πολιτικής και των λαθών της απέναντι στο σοβαρό πρόβλημα του Οθωμανικού επεκτατισμού, αλλά και προς την ίδια την Ανατολική Χριστιανική Αυτοκρατορία, που ζητήματα στην αρχή δογματικά και στη συνέχεια πολιτικά την είχαν απομονώσει από τον κορμό της υπόλοιπης Χριστιανικής Ευρώπης.
Είναι γεγονός πάντως ότι, παρά τις διαφορές, θρησκευτικές ή πολιτικές, ολόκληρη η Ευρώπη αισθάνθηκε ότι η πτώση της Κωνσταντινούπολης στα χέρια των Μουσουλμάνων Οθωμανών την έθιγε άμεσα. Την έθιγε περισσότερο ως Χριστιανικό σύνολο παρά ως σύνολο από μεμονωμένα κρατικά σχήματα, των οποίων οι διαφορές παρέμεναν μεγάλες και σημαντικές.
Το Χριστιανικό πνεύμα, αλλά και η Ελληνική παράδοση, με την οποία είχε ταυτιστεί κατά τους τελευταίους αιώνες η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, οδήγησε, έστω και με τις κατά εποχές ανυπέρβλητες δυσκολίες, στο σχηματισμό ενός ενιαίου Ευρωπαϊκού μετώπου, το οποίο παράλληλα με μεμονωμένες προσπάθειες, δοκίμασε κατά τους επόμενους αιώνες να αντιμετωπίσει τον Οθωμανικό κίνδυνο.
ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΤΗΣ ΑΛΩΣΕΩΣ
Το γεγονός της Αλώσεως της Βασιλεύουσας προκάλεσε τεράστια εντύπωση στους ανθρώπους της εποχής και ήταν μεγάλος ο απόηχός του σε κείμενα της εποχής εκείνης και σε μεταγενέστερα. Κυριότερες πηγές για το κορυφαίο αυτό γεγονός είναι οι ιστορικοί της εποχής, μέσα στα έργα των οποίων αποτυπώνεται η στάση των συγχρόνων και οι τάσεις που αναπτύσσονταν υπό τις νέες συνθήκες.
Κάθε συγγραφέας εκθέτει τα γεγονότα από τη δική του οπτική γωνία. Όλοι, όπως ίσχυε κατά κανόνα για όλους τους εγγραμμάτους της εποχής, ανήκουν στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, κατέχουν αξιώματα, και έτσι –άλλος λίγο άλλος πολύ– συμβάλλει στα τεκταινόμενα και διαμορφώνει δική του άποψη γι’ αυτά. Οι σημαντικότεροι συγγραφείς που παρουσιάζουν τις τελευταίες ημέρες της Κωνσταντινούπολης, γνωστοί και ως «Ιστορικοί της Αλώσεως», είναι οι ακόλουθοι:
ΔΟΥΚΑΣ
Ο Δούκας συνέγραψε ιστορικό έργο, στο οποίο αρχίζει με την «κτίση του κόσμου» και φτάνει έως το 1462. Το βαπτιστικό του όνομα δεν είναι γνωστό, πιθανολογείται όμως ότι ήταν Μιχαήλ. Γεννήθηκε περίπου το έτος 1400 και πέθανε γύρω στο 1470. Συνδέθηκε με τη Φώκαια, Παλαιά και Νέα και με τη Λέσβο, την οποία κατείχαν οι Γατελούζοι. Εστάλη επανειλημμένως ως πρεσβευτής και πρέπει να γνώριζε Τουρκικά. Σταματάει την αφήγηση ξαφνικά το έτος 1462, ενώ διηγείται την πολιορκία της Μυτιλήνης από τους Τούρκους, δεν αποκλείεται να αιχμαλωτίσθηκε ή να φονεύθηκε.
Kατά την προετοιμασία των Τούρκων για την πολιορκία τηs Βασιλεύουσας ήταν παρών. Αμέσως μετά την Άλωση επισκέφθηκε την Πόλη και είδε τις καταστροφές. Δεν γνωρίζουμε αν άρχισε να γράφει επηρεασμένος από την καταστροφή ή νωρίτερα. Πάντως το έργο του συντάχθηκε μεταξύ των ετών 1450-1462. Ουσιαστικά συγγράφει την ιστορία των Παλαιολόγων, αφού μέχρι την εποχή τους είναι πολύ σύντομος. Από το έτος ανόδου στον θρόνο του Μανουήλ Β’ και μετά αναπτύσσει τα γεγονότα εκτενέστερα.
Ο Δούκας θεωρεί ότι η δυναστεία των Παλαιολόγων και των Οθωμανών εμφανίσθηκαν συγχρόνως και πρόκειται να καταστραφούν μαζί. Ως Έλληνας και ορθόδοξος νιώθει ντροπή που αφηγείται τα μεγαλουργήματα βαρβάρου και ζητεί συγγνώμη. Στη διήγησή του είναι σύντομος. Προβαίνει σε ενδιαφέροντες χαρακτηρισμούς προσώπων, π.χ. ο Μωάμεθ είναι «ο κοινός της οικουμένης όλεθρος».
Με ζωντάνια που προκαλεί συγκίνηση παρουσιάζει τα λόγια του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου στην αρχή της πολιορκίας αλλά και την ώρα που πεθαίνει, εξαιρετική είναι η περιγραφή της Αλώσεως και συγκινητική η αφήγηση του μαρτυρίου του Λουκά Νοταρά. Ο συγγραφέας μας, που βρίσκεται στην υπηρεσία των Γενουατών, είναι υπέρ τηs ενώσεως των Εκκλησιών, όχι όμως τόσο για θρησκευτικούς λόγους όσο από πολιτική σκοπιμότητα. Είναι αριστοκράτης και δείχνει περιφρόνηση προς τον όχλο. Ο Δούκας πιστεύει ότι η Οθωμανική κυριαρχία δεν θα διαρκέσει για πολύ.
ΛΑΟΝΙΚΟΣ ΧΑΛΚΟΚΟΝΔΥΛΗΣ
Ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης (περίπου 1423 – περίπου 1490) συνέγραψε τις «Αποδείξεις ιστοριών», που αναφέρονται στα γεγονότα του διαστήματος 1298–1463. Ήταν μέλος παλαιάς και ισχυρής οικογένειας της Αθήνας και είχε ενεργό συμμετοχή στις πολιτικές εξελίξει, πιθανώς ακολούθησε τον πατέρα του στην Πελοπόννησο, όπου κατέφυγε μετά την αποτυχία ενεργειών του κατά των Αcciaioli της Αθήνας. Όταν έγινε η πολιορκία και η Άλωση δεν βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Χαλκοκονδύλης δεν γράφει την ιστορία του φθίνοντος Βυζαντινού κράτους, αλλά των ανερχόμενων Οθωμανών Τούρκων. Για την Άλωση δεν είναι εκτενής. Προσφέρει υλικό για διάφορους λαούς, δίνοντας κατά κάποιον τρόπο την εντύπωση ότι πρόκειται για μια παγκόσμια ιστορία. Γράφοντας «Έλληνες» δεν εννοεί πλέον τους αρχαίους εθνικούς, αλλά τους Βυζαντινούς και ειδικότερα τους έχοντες Ελληνική καταγωγή και ομιλούντες την Ελληνική. Ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας αναφέρεται ως «Βασιλεύς Ελλήνων» ή «Βυζαντίου Βασιλεύς».
Ο «Ρωμαίων Βασιλεύς» είναι ο Αυτοκράτορας της Δύσης, ενώ ο «Βασιλεύς», χωρίς άλλο προσδιορισμό, είναι ο Σουλτάνος. «Ρωμαίοι» πλέον για τον Χαλκοκονδύλη είναι είτε οι αρχαίοι είτε οι Λατίνοι. Ενδιαφέρουσα είναι η άποψη του Ν. Τωμαδάκη, ο οποίος θεωρεί ότι ο Χαλκοκονδύλης πριν από τον Παπαρρηγόπουλο και τον Ζαμπέλιο συνέδεσε τον Νεώτερο Ελληνισμό με τον Αρχαίο, μέσω του Βυζαντινού. Επηρεάζεται από τον Ηρόδοτο και μιμείται το ύφος και τη γλώσσα του Θουκυδίδη.
Για τα θρησκευτικά και τα δογματικά ζητήματα δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα και εκφράζεται με αισιοδοξία για το μέλλον του Ελληνικού λαού.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΦΡΑΝΤΖΗΣ
Υπό το όνομα του Γεωργίου Σφραντζή ή Φραντζής σώζονται δύο κείμενα. Ένα σύντομο, γνωστό ως Chronicom minus και ένα εκτενές, το λεγόμενο Chronicom majus. Ο Σφραντζής γεννήθηκε στην Kωνσταντινούπολη το 1401 και πέθανε γύρω στο 1478.
Υπηρέτησε επί δεκαετίες κατ’ αρχήν τον Μανουήλ Β’ και αργότερα τον κωνσταντίνο Παλαιολόγο, με τον οποίο ήταν στενοί φίλοι. κατέλαβε ανώτατα αξιώματα και ανέλαβε αποστολές στο εξωτερικό. Μέσα στη δίνη των ημερών του είδε τα πέντε παιδιά του να πεθαίνουν. Kατά την Άλωση αιχμαλωτίζεται μαζί με την οικογένειά του, διαφεύγει όμως στην Πελοπόννησο με τη γυναίκα του και την κόρη που του είχε απομείνει. Εκεί συνεχίζει τις αποστολές του.
Μετά την πτώση της Πελοποννήσου κατέφυγε στην Κέρκυρα, όπου εκάρη μοναχός. Το «Μικρό Χρονικό» είναι ουσιαστικά οι προσωπικές σημειώσεις του Σφραντζή από το έτος 1413 έως το 1477 / 1478. Γεγονότα όπως η Αλωση περιγράφονται εν συντομία. Kυρίως περιλαμβάνονται εκείνα που έλαβαν χώρα στην Kωνσταντινούπολη και τον Μυστρά και έχουν σχέση με τον συγγραφέα. Δεν έδωσε στο «Μικρό Χρονικό» μία τελική μορφή, ούτε το ολοκλήρωσε.
Το «Μεγάλο Χρονικό» απλώνεται σε έκταση και περιεχόμενο πολύ περισσότερο από ό,τι το πρώτο. Περιλαμβάνει την εποχή των Παλαιολόγων και των Οθωμανών έως το 1478. Είναι μεταγενέστερο του «Μικρού», το οποίο περιλαμβάνει σχεδόν αυτούσιο. Η Άλωση περιγράφεται εκτενώς. Έχει υποστεί παρεμβάσεις και εμφανίζει αντιφάσεις προς τις πηγές και το αρχικό έργο του Σφραντζή. Ο συγγραφέας εμφανίζεται ορθόδοξος και ανθενωτικός, όχι όμως λόγω των δογματικών του απόψεων, αλλά επειδή τα κριτήριά του είναι πολιτικά.
ΜΙΧΑΗΛ ΚΡΙΤΟΒΟΥΛΟΣ
Ο Μιχαήλ Κριτόβουλος γεννήθηκε λίγο μετά το 1400 από αρχοντική οικογένεια της Ίμβρου και πέθανε μετά το 1467. Συνέγραψε το έργο «Ιστορίαι», στο οποίο αναφέρεται στην περίοδο 1451–1467. Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης ανέλαβε πολιτική δραστηριότητα. Την Ίμβρο την υπήγαγε ειρηνικά στον Σουλτάνο και την διέσωσε με τον τρόπο αυτό από τη λεηλασία. Το 1466, οι Βενετοί κατέλαβαν την Ίμβρο και ο Κριτόβουλος διέφυγε στην Πόλη.
Πιθανώς συνέγραψε εκεί το έργο του και μάλιστα ίσως με τον σκοπό να εξασφαλίσει την εύνοια του Μωάμεθ. Η ιστορία αποτελείται από μία επιστολή προς τον Μωάμεθ και πέντε βιβλία. Στην επιστολή είναι εγκωμιαστικός προς τον Σουλτάνο. Δεν υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της Αλώσεως, στην οποία αναφέρεται ήδη στο πρώτο βιβλίο. Αισθάνεται την ανάγκη να δικαιολογήσει γιατί, καίτοι Έλληνας, γράφει για γεγονότα τόσο δυσάρεστα. Το έργο αποτελεί στην ουσία εγκώμιο στον Μωάμεθ Β' και έχει γραφεί από την οπτική γωνία της Τουρκικής πλευράς.
Η χρονολόγηση ακολουθεί τα έτη βασιλείας του Μωάμεθ και την «κτίση του κόσμου». Ο Σουλτάνος αποκαλείται «Αυτοκράτωρ Μέγιστος» και «Βασιλεύς Βασιλεών», του αποδίδονται τίτλοι που μέχρι τότε ανήκαν μόνο στον Ρωμαίο Αυτοκράτορα. Αρνητικά στοιχεία για τον Μωάμεθ παραλείπονται. Ο Kριτόβουλοs πρέπει να ήταν αντίθετος προς την συνεννόηση με τη Δύση και τον Πάπα, πάντως στο έργο του δεν ενδιαφέρεται για θέματα θρησκευτικά.
Γράφει μετά το 1467, δηλαδή αφού είχαν παρέλθει τουλάχιστον 14 χρόνια από την πτώση, έτσι δεν γνωρίζουμε πότε κατέληξε σε αυτές τις αντιλήψεις. Δεν γνωρίζουμε αν αρχικά ήλπιζε στην υποστήριξη της Βενετίας και της Δύσης γενικότερα, αναγκάσθηκε όμως αργότερα να προσαρμόσει τη στάση του στις εξελίξεις.
ΠΩΣ ΕΙΔΑΝ ΟΙ ΟΘΩΜΑΝΟΙ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ
Η Άλωση της Κωνσταντινούποληs από τον Μωάμεθ (Μεχμέτ) Β’ τον Πορθητή στις 29 Μαΐου 1453, βιώθηκε από τους Βυζαντινούς και τους Δυτικούς ως η κατάληξη μιας μακράς πορείας παρακμής, συχνά δε και ως θείο θέλημα προκειμένου να τιμωρηθούν ή και να εξιλεωθούν οι αμαρτίες των Ορθοδόξων.
Πώς είδαν όμως την Άλωση οι ίδιοι οι κατακτητές, οι Οθωμανοί δηλαδή; Πώς είδε τη νίκη του ένα κράτος που μέσα σε μισό αιώνα από μια βαρύτατη ήττα (από τον Ταμερλάνο το 1402) βρέθηκε να κατέχει την κατ’ εξοχήν Αυτοκρατορική πόλη, την πόλη την οποία ο Θεός είχε υποσχεθεί στους Μουσουλμάνους ήδη από τα πρώτα χρόνια του Ισλάμ και η οποία ωστόσο είχε σθεναρά αντισταθεί σε κάθε σχετική προσπάθεια επί οκτώ σχεδόν αιώνες; Είναι σαφές ότι η Άλωση της Πόλης σηματοδοτεί για τους Οθωμανούς την έναρξη μιας νέας περιόδου.
Που η πολιτική τους ιδεολογία μπορεί άνετα πια να εγκολπωθεί το Αυτοκρατορικό και οικουμενικό ιδεώδες (δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι το προσωνύμιο του Μεχμέτ Β’ ήταν και στα Τουρκικά, όπως και στα Ελληνικά, «ο Πορθητής», Φατίχ). Η ίδια η Οθωμανική ιστοριογραφία, που θα αποτελέσει εδώ και τη βασική πηγή μας, θα εγκαταλείψει βαθμιαία το χαρακτήρα της απλής χρονικογραφίας – που ενίοτε περιοριζόταν να αναφέρει τις κατακτήσεις των Οθωμανών ως μια σειρά νικών στο ιδεολογικό πλαίσιο του ιερού πολέμου (τζιχάντ).
(Οι χρονικογράφοι αυτοί, ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους των οποίων είναι ο Ασίκ Πασά Ζαντέ (περίπου 1400 – μετά το 1484), θα δώσουν σταδιακά τη θέση τους σε μια σειρά λόγιων ιστοριογράφων όπως ο Νεσρή (θαν. πριν από το 1520) ή αργότερα ο Σααντεντίν (τέλη 16ου αιώνα) που γράφουν σε μια εκλεπτυσμένη, γλαφυρή και ποιητική γλώσσα στο φως του Αυτοκρατορικού ιδεώδους.
ΑΣΙΚ ΖΑΝΤΕ
Το έργο του Ασίκ Πασά Ζαντέ, ο οποίος καταγράφει τα γεγονότα μέχρι το 1484 ενσωματώνοντας και παλαιότερα χρονικά, περιγράφει το χτίσιμο του φρουρίου Ρούμελη – Χισαρί (Μπογάζ – Κεσέν ή Λαιμοκοπία, για τους Βυζαντινούς) και την πολιορκία και Άλωση της Πόλης μέσα σε ελάχιστες φράσεις, σαν να μην επρόκειτο παρά για μια ακόμη νίκη των Γαζήδων ενάντια στους άπιστους: η πόλη πολιορκήθηκε από στεριά και θάλασσα επί πενήντα μέρες και κατελήφθη όταν ο Σουλτάνος έδωσε εντολή, ή μάλλον άδεια, για λεηλασία (Γιαγμά), πολλοί θησαυροί λεηλατήθηκαν, οι κάτοικοι αιχμαλωτίστηκαν, ο Αυτοκράτορας (Τεκφούρ) σκοτώθηκε.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην «προδοσία» του μεγάλου Βεζίρη Χαλίλ Πασά, ο οποίος φέρεται να δωροδοκήθηκε από τον Αυτοκράτορα. Η αφήγηση του Ασίκ Πασά Ζαντέ μοιάζει να είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο προσθέτουν περιγραφές και λεπτομέρειες οι επόμενοι ιστορικοί και χρονογράφοι, όπως ο Τουρσούν Μπέης (μετά το 1425 – μετά το 1491), ο Νεσρή ή ο Ορούτς (τέλη 15ου – αρχές 16ου αιώνα). Όλοι τους περιγράφουν αναλυτικά την οικοδόμηση του κάστρου Ρούμελη–Χισαρί, το οποίο απέκλεισε την Κωνσταντινούπολη από κάθε βοήθεια από τη μεριά της Μαύρης Θάλασσας.
Σύμφωνα με το Οθωμανικό ιστοριογραφικό παράδειγμα, ο χειμώνας του έτους 1453 «πέρασε με τον πόθο και τη χαρά της κατάκτησης» (ο Μεχμέτ Β’ έστειλε παντού επιστολές, συγκεντρώνοντας στρατεύματα από τη Μικρά Ασία και τα Βαλκάνια, και με τη ρήση «ο ιερός πόλεμος είναι το μεγαλύτερο (καθήκον)» βάδισε προς την Πόλη, συνοδευόμενος από λογής λογής Δερβίσηδες, Σεΐχηδες και νομομαθείς (Ουλεμάδες).
Εκτενώς περιγράφονται τα κατασκευασμένα στην Αδριανούπολη τηλεβόλα, τα οποία παρομοιάζονται ποιητικά με δράκους και σπηλιές (είναι γνωστό, άλλωστε, ότι μεγάλο μέρος της επιτυχίας των Οθωμανών οφείλεται στο βαρύ πυροβολικό τους). Οι άπιστοι, από την άλλη μεριά, είχαν και εκείνοι συγκεντρώσει τους καλύτερους πολεμιστές, γράφει ο Τουρσούν Μπέης. Στον Ορούτς μάλιστα διαβάζουμε ότι ο Αυτοκράτορας, έμπλεος ζήλου, δεν ζήτησε έλεος «επειδή πίστεψε κάποιους μοναχούς, που είπαν ότι στο ευαγγέλιο (γράφεται ότι) δεν παίρνεται (η Πόλη).
Έβαλε λοιπόν κι αυτός ανθρώπους και κανόνια στις επάλξεις και έλεγαν κάθε είδους ανοησίες, απλώνοντας γλώσσα ακόμη και στον Προφήτη», για την αλαζονεία τους αυτή τους τιμώρησε ο Θεός. Πράγματι, οι μάχες περιγράφονται σκληρές, ενίοτε μάλιστα με ποιητικές εκφράσεις: σύμφωνα με τον Νεσρή, για παράδειγμα, κάθε πολεμιστής «μέθυσε με το κρασί του ιερού πολέμου» και τα τείχη του κάστρου μετατράπηκαν από το αίμα σε «ανθώνες τουλιπών».
Αναφέρεται η διχόνοια ανάμεσα σε Βυζαντινούς και «Φράγκους» (ο Νεσρή μάλιστα γράφει ότι, ενώ ο Αυτοκράτορας και ο Κιρ–Λουκά (Λουκάς Νοταράς) ήθελαν να παραδώσουν το κάστρο, οι Φράγκοι αρνήθηκαν. Τέλος, ο Σουλτάνος αποφασίζει να επιτρέψει τη λεηλασία. Η τελευταία επίθεση αρχίζει και, κάτω από τα βέλη που πέφτουν «σαν Απριλιάτικη βροχή», ο αρχηγός των Φράγκων (Ιουστινιάνης) πληγώνεται και οι υπερασπιστές υποχωρούν.
Οι γενίτσαροι και οι άλλοι Γαζήδες μπαίνουν στην πόλη από κάθε μεριά, άλλους αιχμαλωτίζοντας, άλλους σκοτώνοντας και άλλους τρέποντας σε φυγή. Όσο για τον Αυτοκράτορα, ο μεν Νεσρή αναφέρει απλώς ότι «του έκοψαν το κεφάλι», ενώ ο Τουρσούν Μπέης ότι πολεμώντας επιτέθηκε σε έναν τραυματισμένο στρατιώτη, ο οποίος όμως κατάφερε να τον ρίξει από το άλογο και να τον σκοτώσει (παράδοση που παραδίδεται και από μεταγενέστερους ιστορικούς). Η τριήμερη λεηλασία περιγράφεται εκτενώς από τους Οθωμανούς ιστορικούς.
Σύμφωνα με τον Τουρσούν Μπέη, «πολλοί φτωχοί έγιναν πλούσιοι», κατά τον Ορούτς, οι νικητές λεηλάτησαν όλα τα αγαθά που είχαν μαζευτεί στην Κωνσταντινούπολη «από την ίδρυσή της πριν από 2400 χρόνια», ενώ ο Νεσρή αναφέρει την έκφραση «Από τη λεηλασία της Πόλης τρέφεσαι;», η οποία λεγόταν χρόνια μετά για κάποιον που πλούτιζε ανεξήγητα. Τέλος, άνοιξαν οι πύλες και μπήκε ο Σουλτάνος στο άλογο, «σαν να τριγύριζε στον παράδεισο», σύμφωνα με τα λόγια του Τουρσούν, ο οποίος με θαυμασμό περιγράφει διά μακρών την Αγία Σοφία.
ΕΒΛΙΓΙΑ ΤΣΕΛΕΜΠΗ
Διακόσια περίπου χρόνια μετά, μπορούμε να δούμε στο οδοιπορικό του μεγάλου περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή πώς η παράδοση αυτή επέζησε στη λαϊκή μνήμη των Τούρκων της Κωνσταντινούπολης: ο Εβλιγιά, του οποίου ο προπάππους, όπως γράφει, ήταν από τους συνοδούς του Πορθητή στην πολιορκία, επιμένει ιδιαίτερα στην παρουσία «αγίων ανθρώπων, σοφών και δερβίσηδων» ανάμεσα στα Οθωμανικά στρατεύματα.
Ένας μάλιστα από αυτούς, ο περίφημος Ακ–Σεμσεντίν, είπε στον Σουλτάνο ότι στην Πόλη ζούσε ένας Μουσουλμάνος άγιος ονόματι Βαντούντ, όσο ζούσε η Πόλη θα ήταν άπαρτη, σε πενήντα μέρες όμως θα πέθαινε και το φρούριο θα έπεφτε στα χέρια των Μουσουλμάνων. Οντως, μόλις ο Σουλτάνος μπήκε στην Αγία Σοφία, την οποία σύμφωνα με τον περιηγητή υπερασπίζονταν δώδεκα χιλιάδες μοναχοί επί τρεις ημέρες, ο άγιος αυτός βρέθηκε νεκρός.
Η περιγραφή του Εβλιγιά για την Αλωση εμπλουτίζεται και με άλλες λαϊκές παραδόσεις, όπως για την κόρη του Γάλλου βασιλιά, η οποία αιχμαλωτίστηκε για να γίνει γυναίκα του Μωάμεθ και μητέρα του Βαγιαζήτ Β’, ή για έναν κεραυνό που χτύπησε την πολιορκημένη πόλη μετά από τις προσευχές των Ουλεμάδων. Οι θρύλοι αυτοί δείχνουν καθαρά πώς το γεγονός της Αλωσης επέζησε στην λαϊκή παράδοση αιώνες μετά, ακριβώς όπως συνέβη και με τη μεταβυζαντινή λαϊκή λογοτεχνία.
ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ
Οι αποδημίες Ελληνικών πληθυσμών ήταν ένα φαινόμενο που είχε αρχίσει πριν από την άλωση της Κωνσταντινούπολης και συνεχίστηκε εντονότερα με τη σταδιακή κατάληψη των περιοχών τηs Ελληνικής χερσονήσου από τους Τούρκους. Τις αθρόες μεταναστεύσεις και μετακινήσεις επέβαλαν οι Τουρκικοί εποικισμοί, οι εξισλαμισμοί και οι αιχμαλωσίες.
Η απελπισμένη αναζήτηση ασφαλέστερων περιοχών από τους Ελληνικούς πληθυσμούς μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, και η υποδοχή τους από τους κατοίκους των νέων τόπων που εγκαταστάθηκαν, περιγράφεται ανάγλυφα από τον πρώτο μετά την άλωση Οικουμενικό Πατριάρχη, Γεννάδιο. Φυγάδες από την Κωνσταντινούπολη, σύμφωνα με την παράδοση, έφτασαν στη Θάσο, στη Μυτιλήνη, στη Χίο και στην Ικαρία. Άλλοι πάλι κατέφυγαν στην Κύπρο, στη Ρόδο, στην Κρήτη, στην Εύβοια και στην Πελοπόννησο.
Αξιόλογο μεταναστευτικό ρεύμα σημειώθηκε και προς τη Δύση, σε πόλεις της Ιταλικής χερσονήσου και κυρίως στη Βενετία. Η άλωση όμως και ο φόβος της επικείμενης κατάληψης των γειτονικών περιοχών ώθησε και τους πληθυσμούς των τελευταίων να μετακινηθούν πανικόβλητοι σε ασφαλέστερα μέρη. Στην Πελοπόννησο και κυρίως στο Μυστρά εγκαταστάθηκαν πολλές αριστοκρατικές οικογένειες, καθώς και εκπρόσωποι των πνευματικών στρωμάτων της εποχής, φιλόσοφοι και ιστορικοί.
Ανάμεσα στους ιστορικούς που κατέφυγαν στην Πελοπόννησο συγκαταλεγόταν και ο Γεώργιος Σφραντζής, ο οποίος αρχικά αιχμαλωτίστηκε, κατόρθωσε όμως μετά λίγους μήνες να εξαγοράσει την ελευθερία του και στη συνέχεια κατέφυγε στην Πελοπόννησο, στην υπηρεσία του δεσπότη Θωμά Παλαιολόγου. Οι πρόσφυγες, φορείς των ιδεών της πρωτεύουσας, έδωσαν νέα πνοή στον πελοποννησιακό χώρο και συντέλεσαν στη δημιουργία ενός πνευματικού και πολιτιστικού κινήματος.
Από τις περιοχές της Πελοποννήσου στις οποίες εγκαταστάθηκαν πολλοί πρόσφυγες ήταν οι Βενετικές κτήσεις: το Ναύπλιο, το Άργος, η Μεθώνη και η Κορώνη. Οι Βενετοί μάλιστα για αμυντικούς λόγους, προσπαθούσαν να προσελκύσουν τους φυγάδες, προκειμένου να εγκατασταθούν μόνιμα στα κάστρα τους. Στην Κύπρο μετά την Άλωση κατέφυγαν κοσμικοί και μοναχοί, όπως μαρτυρεί ο σύγχρονος Κύπριος ιστορικός Λεόντιος Μαχαιράς. Στο θρόνο του Βασιλείου της Κύπρου την περίοδο αυτή βρισκόταν η Ελένη Παλαιολογίνα, κόρη του Θεόδωρου Β’ Παλαιολόγου, δεσπότη του Μοριά.
Η βασίλισσα για να ανακουφίσει τους πρόσφυγες φρόντισε να επανιδρύσει τη μονή του Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων στην περιοχή της Λευκωσίας, προικίζοντάς την με πολλά χωριά και κτήματα. Οι Έλληνες πρόσφυγες μετέφεραν στο νησί πολύτιμα βιβλία και διέδωσαν τύπους γραφής, όπως η γραφή του «τύπου Οδηγών». Σε σύντομο χρονικό διάστημα η μονή των Μαγγάνων εξελίχθηκε σε κέντρο αντιγραφής Ελληνικών βιβλίων, συνεχίζοντας την παράδοση των εργαστηρίων αντιγραφής χειρογράφων της Κωνσταντινούπολης.
Η Κρήτη αποτέλεσε ασφαλές καταφύγιο για πολλούς πρόσφυγες, ευγενείς, λόγιους και κληρικούς. Ο Βενετός ανθρωπιστής Lauro Quirini ανέκρινε πρόσφυγες που έφταναν από την Κωνσταντινούπολη, ζητώντας να μάθει περισσότερες λεπτομέρειες για τα γεγονότα που είχαν διαδραματιστεί. Σε αναφορά του προς τον πάπα Νικόλαο Ε’ στις 15 Ιουλίου 1453 μετέφερε την πληροφορία ότι, μόλις εισήλθε ο Μωάμεθ θριαμβευτικά στην Κωνσταντινούπολη, εκδήλωσε μπροστά στους συμπολεμιστές του την πρόθεσή του μετά τη Νέα να υποτάξει και την Παλαιά Ρώμη.
Αντίγραφο της αναφοράς του Quirini έφτασε στη Βενετία στα χέρια του Καρδινάλιου Βησσαρίωνα, ο οποίος μετέφερε την πληροφορία στις αρχές της πόλης. Αυτές όπως ήταν φυσικό ανησύχησαν και αναζήτησαν τρόπους για την αποτροπή πιθανής Τουρκικής επίθεσης. Τους πρόσφυγες όμως οι Βενετικές αρχές του νησιού αντιμετώπισαν με καχυποψία. Επαναστατικές ενέργειες που σημειώθηκαν την περίοδο αυτή στο νησί συνδέονται με την έλευση των προσφύγων, όπως η συνωμοσία του Σήφη Βλαστού στο Ρέθυμνο το 1453.
Οι επαναστάτες προκειμένου να εκτελέσουν τα σχέδιά τους επικαλέστηκαν πλαστή επιστολή του Βυζαντινού Αυτοκράτορα. Συνωμοτική κίνηση ξεκίνησε και την περίοδο 1460-1462, αναγκάζοντας το Συμβούλιο των Δέκα της Βενετίας να διατάξει τον Δούκα της Κρήτης να διεξάγει μυστική έρευνα για όλους τους πρόσφυγες, ευγενείς, αστούς, ιερείς και μοναχούς που είχαν έλθει από την Κωνσταντινούπολη και την Πελοπόννησο. Όσα πρόσωπα κρίνονταν επικίνδυνα έπρεπε να απελαθούν από το νησί.
Οι Βενετοί γενικότερα μετά την Άλωση αντιμετώπιζαν με επιφυλακτικότητα τους Ορθόδοξους πληθυσμούς των κτήσεών τους. Αρκετά χρόνια μετά, το 1840, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μάξιμος ο Γ’, σε επιστολή του προς το δόγη της Βενετίας, ανέφερε για τις καταπιέσεις που υφίσταντο οι Ορθόδοξοι κάτοικοι των Βενετοκρατούμενων περιοχών. Πολλοί Έλληνες μετά την Άλωση, κυρίως πρόσφυγες από τις απέναντι ηπειρωτικές ακτές, ζήτησαν άσυλο στα νησιά του Ιονίου, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Ζάκυνθο και Λευκάδα.
Εγκαταστάσεις Ελλήνων κατά την περίοδο αυτή σημειώθηκαν και σε πόλεις της νότιας Ιταλίας και της Σικελίας. Μεγαλύτερο όμως μεταναστευτικό ρεύμα κινήθηκε προς τη Βενετία. Ήδη από τον 11ο και 12ο αι. στην πόλη των δόγηδων είχαν εργασθεί Έλληνες τεχνίτες και καλλιτέχνες, ενώ κατά τον 13ο και 14ο αι. εγκαταστάθηκαν έμποροι, ναυτικοί και λόγιοι. Μετά την Άλωση ο αριθμός των Ελλήνων που έφταναν στη Βενετία αυξήθηκε ραγδαία. Το ρεύμα εντάθηκε με τη σταδιακή κατάληψη από τους Οθωμανούς των κτήσεων της Βενετίας στην Πελοπόννησο και της Κύπρου.
Ανάμεσα στους πρόσφυγες που μετά την Άλωση κατέφυγαν στη Βενετία ξεχώρισε η Άννα Παλαιολογίνα Νοταρά, θυγατέρα του Μεγάλου Δουκός Νοταρά, η οποία μετέφερε στη νέα πατρίδα της πολλά κειμήλια, όπως η εικόνα του Χριστού «εν δόξη» με τους Δώδεκα Αποστόλους, έργο του 14ου αιώνα, την οποία δώρισε στην Ελληνική Αδελφότητα Βενετίας. Οι Παρδουνάβιες χώρες επίσης είχαν δεχθεί πολλούς Έλληνες πρόσφυγες ήδη από τις αρχές του 15ου αιώνα.
Εξάλλου οι ηγεμόνες τους προσκαλούσαν συχνά Έλληνες κληρικούς, οι οποίοι συνοδεύονταν από εμπόρους, τεχνίτες και αρχιτέκτονες. Η Άλωση συντέλεσε στην αύξηση των μετακινήσεων προς αυτές τις περιοχές, ενώ οι ηγεμόνες τηs Βλαχίας και της Μολδαβίας φρόντισαν να τονώσουν τις σχέσεις των Εκκλησιών τους με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και με τα μοναστήρια του Αγίου Όρους και του Σινά.
Συνοψίζοντας, θα πρέπει να αναφερθεί ότι συνέπειες αυτών των μεταναστεύσεων ήταν η δημογραφική μείωση του Ελληνικού πληθυσμού, κυρίως των πόλεων, ενώ νέοι οικισμοί δημιουργήθηκαν σε ορεινές και απρόσιτες περιοχές. Γενικότερα τα φαινόμενα που παρατηρήθηκαν την περίοδο αυτή ήταν:
α) Πύκνωση των πληθυσμών των ορεινών περιοχών της Ελληνικής χερσονήσου (Ήπειρος, Μακεδονία, Δυτική Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησος).
β) Μετακίνηση πληθυσμών προς τις Λατινοκρατούμενες περιοχές (Βενετικές κτήσεις της Πελοποννήσου, Κρήτη, Κύπρο, νησιά Ιονίου, νησιά Αιγαίου).
γ) Μετανάστευση σε πόλεις της Βόρειας Βαλκανικής και του Εύξεινου Πόντου, την Ιβηρία, τη Γεωργία, τον Καύκασο και σε πόλεις της Ιταλίας, κυρίως στη Βενετία.
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΛΟΓΙΟΙ ΣΤΗ ΔΥΣΗ
Η εικόνα του Έλληνα σοφού, που έφευγε μπροστά στον Τούρκο κατακτητή σφίγγοντας πολύτιμα χειρόγραφα διασώζοντας και μεταφέροντας την αρχαία Ελληνική γραμματεία στη Δύση, είναι σχηματική και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Τα Ελληνικά χειρόγραφα αναζητούνταν και αγοράζονταν από τουs Δυτικούς πολλά χρόνια πριν από την Άλωση και Βυζαντινοί λόγιοι βρέθηκαν στη Δύση, όπου δίδαξαν την Ελληνική γλώσσα και διέδωσαν την Ελληνική σκέψη δεκαετίες πριν από το 1453.
Στερεότυπη είναι και η άποψη ότι το κύμα της μετανάστευσης των Βυζαντινών λογίων στην Ιταλία αμέσως μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, και η μέσω αυτών αναβίωση της Ελληνικής παιδείας στη Δύση, ήταν ο σπουδαιότερος λόγος της δημιουργίας της Αναγέννησης. Η Αναγέννηση όμως δεν ήταν μία απότομη καμπή ανάμεσα στο Μεσαίωνα και το νεότερο κόσμο ούτε προήλθε αυτόματα ως απόρροια ενός γεγονότος, που συνέβη στην ανατολική Ευρώπη στα μέσα του 15ου αιώνα, αλλά είχε βαθιές ρίζες στο γόνιμο έδαφος του παρελθόντος.
Οι μεταμορφώσεις που συντελέσθηκαν από το 12ο και το 13ο αιώνα στην Ευρωπαϊκή κοινωνία, η οικονομική άνθηση, η διοικητική ανεξαρτησία των κρατιδίων της Ιταλίας, η υποστήριξη του κλασικού πνεύματος και από την Εκκλησία, το κλίμα που δημιουργήθηκε στους πανεπιστημιακούς κύκλους οδήγησαν στην ανανέωση τηs νοοτροπίας, στην ανάδειξη του ατόμου και στην αναζήτηση νέων ιδεωδών.
Η συνεχής επαφή της δυτικής διανόησης με τα επιτεύγματα της Ελληνικής κουλτούρας, όπως αυτή είχε διαφυλαχθεί και διαμορφωθεί στην Κωνσταντινούπολη, στη Θεσσαλονίκη, στο Μυστρά και στη νότια Ιταλία, έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διεύρυνση του πνευματικού ορίζοντα και στην ανάπτυξη της Αναγέννησης, κυρίως με τη χρήση των πρωτότυπων Ελληνικών κειμένων.
ΠΡΟΔΡΟΜΟΙ
Πρόδρομες μορφές, όπως ο Μάξιμος Πλανούδης, μεταφραστής έργων Λατίνων στα Ελληνικά και μελετητής της Λατινικής φιλολογίας και δυτικής θεολογίας, ο Έλληνας μοναχός από τη νότια Ιταλία Βαρλαάμ ο Καλαβρός, από τους πρώτους που διέδωσε τη γνώση των Ελληνικών στην Ιταλία, δάσκαλος του Πετράρχη, ο Δημήτριος Κυδώνης και ο αδελφός του Πρόχορος, έφεραν σε επαφή τούς δύο κόσμους ήδη από τις αρχές του 14ου αιώνα.
Ειδικά ο Δημήτριος Κυδώνης εργάστηκε όσο κανένας άλλος για την πνευματική και θρησκευτική προσέγγιση Ανατολής και Δύσης με ταξίδια στην Ιταλία και μεταφράσεις σε κείμενα του Ακινάτη και του Αυγουστίνου. Ο σημαντικότερος όμως από τους «πρώιμους» Βυζαντινούς λογίους, που εργάστηκε στη Δύση με επιτυχία διδάσκοντας Ελληνικά σε έναν κύκλο Ιταλών διανοουμένων, ήταν ο Μανουήλ Χρυσολωράς.
Δίδαξε την αρχαία Ελληνική γραμματεία στο Studium της Φλωρεντίας (1396–1399) και συνέταξε τα «Ερωτήματα», μία Γραμματική, που αποτέλεσε το βασικότερο εγχειρίδιο γραμματικήs της Ελληνικής γλώσσας για ενάμιση αιώνα. Το βιβλίο τυπώθηκε γύρω στο 1471 από ένα Γερμανό τυπογράφο και αποτελεί την πρώτη απόπειρα για εκτύπωση Ελληνικού βιβλίου. Το όραμα του Χρυσολωρά να μεταφρασθούν και να διαδοθούν τα Ελληνικά έργα σε ευρύτερα στρώματα κέντρισαν το πάθος των Φλωρεντινών για την αναζήτηση ελληνικών κωδίκων και την υποστήριξη των Ελληνικών σπουδών.
Ο Χρυσολωράς συνέχισε τη διδασκαλία του στην Παβία και στο Μιλάνο και ταξίδεψε σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες ως διπλωματικός απεσταλμένος του Αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγου. Ιταλοί ουμανιστές εξακολούθησαν τα επόμενα χρόνια τις σπουδές τους στην Κωνσταντινούπολη (μέχρι την Άλωση ήταν το σπουδαιότερο κέντρο για τη μελέτη της Ελληνικής γλώσσας), από όπου μετέφεραν στην πατρίδα τους ελληνικά χειρόγραφα. Στο μεταξύ, γύρω στα μέσα του 15ου αιώνα, στην Ουμανιστική σκηνή της Ιταλίας δέσποζε ο Γεώργιος Τραπεζούντιος, διαπρεπής Λατινιστής, που επηρέασε ευρύτατο κύκλο Ιταλών λογίων.
Μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους (1430), ο λόγιος Θεόδωρος Γαζής εγκαταστάθηκε στην Ιταλία, δίδαξε Ελληνικά στη Σιένα και στο πανεπιστήμιο της Φεράρας και εργάστηκε στη Ρώμη και στη Νεάπολη ως μεταφραστής Ελληνικών έργων στα Λατινικά.
ΕΙΣΗΓΗΤΕΣ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ
Η σύνοδος της Φεράρας – Φλωρεντίας (1438 – 39) αποτέλεσε το αποκορύφωμα της πνευματικής συνάντησης Ανατολής – Δύσης. Εκεί δόθηκε η ευκαιρία να συνομιλήσουν οι σοφοί των δύο Χριστιανικών κόσμων για θεολογικά και φιλοσοφικά θέματα. Στις συζητήσεις έλαμψαν δύο κορυφαία Ελληνικά πνεύματα, ο Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός και ο Βησσαρίων. Ήταν η ευκαιρία που οι Δυτικοί γνώρισαν, εκτός από τον Αριστοτέλη, που τον ήξεραν από αραβικές κυρίως μεταφράσεις, την Πλατωνική φιλοσοφία.
Ο νεοπλατωνικός Γεμιστός, μολονότι έμεινε ελάχιστα στην Ιταλία, προκάλεσε μεγάλη εντύπωση και αγαπήθηκε ιδιαίτερα. Οι παραδόσεις του στράφηκαν στις διαφορές του Αριστοτέλη από τον Πλάτωνα. Εξηγούσε γιατί θεωρούσε τον Πλάτωνα ανώτερο από τον Αριστοτέλη, και συνέγραψε το έργο «Περί ων Αριστοτέλης προς Πλάτωνα διαφέρεται», που γνώρισε τεράστια κυκλοφορία. Η διδασκαλία του συνετέλεσε στην αποδέσμευση του Ευρωπαϊκού πνεύματος από την Αριστοτελική φιλοσοφία και στον προσανατολισμό του προς μία νέα ερμηνεία του κόσμου.
Ο Βησσαρίων, μαθητής του Πλήθωνα, ο πιο αντιπροσωπευτικός εκπρόσωπος του κοσμοπολίτικου χαρακτήρα των Βυζαντινών ανθρωπιστών, εγκατέλειψε τη Βασιλεύουσα και εγκαταστάθηκε στη Ρώμη. Εκεί έγινε ο πυρήνας των Ελληνικών σπουδών στην Ιταλία, ο προστάτης των Βυζαντινών λογίων που κατέφυγαν στη Δύση πριν και μετά την Άλωση (Γεώργιος Τραπεζούντιος, Θεόδωρος Γαζής, Μιχαήλ Αποστόλης, Ανδρόνικος Κάλλιστος).
Ο ακούραστος συλλέκτης Ελληνικών χειρογράφων (η πλούσια προσωπική συλλογή του από Ελληνικά χειρόγραφα αποτέλεσε τον πυρήνα της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης στη Βενετία) και ο εμπνευστής της ιδέας ότι ο Ελληνισμός δεν χάθηκε με την άλωση της Πόλης, αλλά ότι οι πνευματικοί και πολιτικοί φορείς έπρεπε να εργασθούν για τη μόρφωση και απελευθέρωσή του.
Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, νέο κύμα λογίων προσφύγων κατέφυγε στην Ιταλία για να διδάξει την Ελληνική γλώσσα και την Ελληνική σκέψη. Πολλοί Λατίνοι είχαν ήδη πάρει μαθήματα Ελληνικής και άρχισε επαγγελματική αντιζηλία μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων για την κατάκτηση πανεπιστημιακών θέσεων. Στη Φλωρεντία μία ενθουσιώδης παρέα λογίων δημιούργησε την «Ακαδημία», όπου συγκεντρώνονταν πνευματικοί άνθρωποι για να ασχοληθούν με την Ελληνική γραμματεία.
Στην πόλη των Μεδίκων προσκλήθηκε το 1456 ο Ιωάννης Αργυρόπουλος για να αναλάβει την έδρα των Ελληνικών στο πανεπιστήμιο, όπου παρέμεινε ώς το 1471, διδάσκοντας Αριστοτέλη και Πλάτωνα και δίνοντας νέα ώθηση στην Ουμανιστική ιδέα. Τον Αργυρόπουλο διαδέχθηκε στη Φλωρεντία (1471–1476) ο Ανδρόνικος Κάλλιστος, που απέκτησε ένθερμους οπαδούς και συνεχιστές της διδασκαλίας του. Στη Ρώμη ένας κύκλος Ιταλών λογίων και τυπογράφων, με τη στενή συνεργασία του Γαζή και τη συμπαράσταση του καρδιναλίου Βησσαρίωνα, ίδρυσαν Ουμανιστικό τυπογραφείο.
Η επόμενη μεγάλη μορφή Βυζαντινού λογίου με δράση στην Ιταλία μετά τα μέσα του 15ου αιώνα ήταν ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης (1423–1511), που δίδαξε στα πανεπιστήμια της Πάδοβας, της Φλωρεντίας και του Μιλάνου. Στην Πάδοβα μάλιστα υπενθύμιζε στους ακροατές του ότι οι Λατίνοι παρέλαβαν την ανθρωπιστική παιδεία από τους Έλληνες και καλούσε σε βοήθεια των δυστυχισμένων συμπατριωτών του όλους τους χριστιανούς.
Ασχολήθηκε με το εκδοτικό έργο, και στη Φλωρεντία, με τη συνεργασία του Δημητρίου Δαμιλά, τύπωσε το 1488 το πρώτο σημαντικό έργο της Ελληνικής γραμματείας στο πρωτότυπο, «Ομήρου τα σωζόμενα». Ο Δαμιλάς ήταν επίσης ο εκδότης του πρώτου χρονολογημένου Ελληνικού βιβλίου που τύπωσε Έλληνας (Μιλάνο1476), του εγχειριδίου γραμματικής «Επιτομή των οκτώ του λόγου μερών» του Κωνσταντίνου Λάσκαρη (1434 – 1501), ο οποίος δίδαξε κυρίως στη Μεσσήνη της Σικελίας. Ελληνες λόγιοι βρέθηκαν και σε χώρες πέρα από τις Άλπεις.
Ελληνικά δίδαξε από το 1476 στο πανεπιστήμιο της Σορβόννης ο Γεώργιος Ερμώνυμος, μαθητής του Γεμιστού, που, παρά τη μετριότητά του, είχε την τύχη να αποκτήσει μαθητές μεγάλους φορείς των Ελληνικών γραμμάτων στις πατρίδες τους, τον Ολλανδό Έρασμο και το Γάλλο Guillaume Βudé, μεταξύ άλλων. Ο Ιανός Λάσκαρις (περ. 1445 – 1535) ήταν ένας ακόμη Έλληνας λόγιος, που σπούδασε στην Ιταλία, δίδαξε για λίγο στο πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας, έγινε διευθυντής του Ελληνικού Κολεγίου στη Ρώμη.
Απέκτησε πολλές επαφές με τη Γαλλική αυλή και διετέλεσε πρεσβευτής της Γαλλίας στη Βενετία και στη Ρώμη. Ως βιβλιοθηκάριος στο ανάκτορο του Λαυρέντιου Μέδικου, συνέλεξε Ελληνικά χειρόγραφα, που αποτέλεσαν τον πυρήνα της Λαυρεντιανής βιβλιοθήκης της Φλωρεντίας. Το επιτάφιο επίγραμμα, που συνέταξε ο ίδιος, δείχνει τη νοσταλγία του για την πατρίδα του: Λάσκαρις αλλοδαπή γαίη... Στη Γαλλία έδρασε αργότερα (πρώτο μισό 16ου αιώνα) ο λόγιος και αντιγραφέας Άγγελος Βεργίκιος.
ΣΤΗΝ ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΑ
Αξιόλογοι λόγιοι υπήρξαν και άλλοι, που ακολούθησαν αυτή την πρώτη γενιά Βυζαντινών δασκάλων και διασκορπίστηκαν και σε άλλους τόπους, εκτός της Ιταλίας. Αλλά το καθοριστικό γεγονός στην ανάδειξη των Ελληνικών σπουδών και στην περαιτέρω καλλιέργεια του Ουμανιστικού πνεύματος, ειδικά στην Ιταλία, ήταν η ίδρυση των τυπογραφείων, που κύριο στόχο είχαν την έκδοση Ελληνικών κειμένων. Υπήρχαν τα τυπογραφεία της Ρώμης, της Φλωρεντίας και του Μιλάνου, αλλά το σημαντικότερο και πιο φημισμένο ήταν το τυπογραφείο της Βενετίας του Αλδου Μανούτιου.
Εκεί το μεγαλύτερο μέρος της τυπογραφικής και εκδοτικής εργασίας γινόταν κυρίως από Έλληνες εγκατεστημένους στη Βενετία. Κύριος εκδότης ήταν ο Κρητικός Μάρκος Μουσούρος (1470–1515), ικανός δάσκαλος σπουδαίων Ουμανιστών της Δύσης (ο Έρασμος Παρακολούθησε μαθήματά του), αλλά και οι Αρσένιος Αποστόλης και Δημήτριος Δούκας, ο οποίος μάλιστα βρέθηκε και στην Ισπανία για εκδοτικούς λόγους. Ανεξάρτητη από το τυπογραφείο του Άλδου ήταν η εκδοτική δράση τού επίσης Κρητικού Ζαχαρία Καλλιέργη, με σημαντικό συνεργάτη το λόγιο Νικόλαο Βλαστό.
Η Βενετία από την τελευταία δεκαετία του 15ου αιώνα μέχρι το πρώτο μισό του 16ου αιώνα πήρε τα πρωτεία από τη Φλωρεντία και έγινε το πρώτο κέντρο στην Ευρώπη για τις Ουμανιστικές σπουδές. Εκεί εκδόθηκε και μεγάλος αριθμός Ορθόδοξων λειτουργικών βιβλίων για την πρακτική καθημερινή λατρεία των Ορθοδόξων, αλλά και οι Έλληνες Πατέρες. Βυζαντινοί λόγιοι συνέλεξαν, αντέγραψαν και εξέδωσαν την Ελληνική γραμματεία. Δίδαξαν φιλολογία και φιλοσοφία, υπήρξαν συνεχιστές της παράδοσης της Αλεξάνδρειας και της Κωνσταντινούπολης στη Δύση.
Στο δυτικό πολιτισμό έφεραν τη φιλοσοφική παράδοση του Βυζαντίου, που στηριζόταν στον Αριστοτέλη και στον Πλάτωνα, αλλά και τη συμφιλίωση της Πλατωνικής φιλοσοφίας με το δόγμα της Εκκλησίας. Κατόρθωσαν, τέλος, στις ασαφείς ροπές της ιταλικής αναγέννησης να προσδώσουν φιλοσοφικές διαστάσεις και με τη συμβολή τους στην πνευματική αναγέννηση της Ιταλίας να βοηθήσουν στην αναδόμηση των κυριότερων στοιχείων του Λατινικού Ουμανισμού και στη διακίνηση των ιδεών στη δυτική Ευρώπη.
ΑΠΟ ΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΣΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ
Η Επανοίκηση της Κωνσταντινούπολης Μετά την Άλωση
Η τομή που αποτελεί η Άλωση στη γενική ιστορική αντίληψη επηρεάζει αναμφισβήτητα και τις έρευνες γι’ αυτήν την εποχή, πολύ περισσότερο από τις τεχνικές δυσκολίες που γεννά η προσπέλαση και η σύγκριση πηγών διαφορετικής γλώσσας, προέλευσης και υφής. Η Ελληνική και η ξένη Βυζαντινολογία ξεπερνά το 1453, καταρχήν για να ανιχνεύσει την τύχη των τελευταίων Βυζαντινών και κατόπιν για να εντοπίσει τα υπόγεια ρεύματα που θα οδηγήσουν στον νέο Ελληνισμό, παραμένοντας καθαρά σε μια «μεταβυζαντινή» αντίληψη.
Όσο για την αντίστοιχη Τουρκολογία, έχει την τάση να παραβλέπει αυτά που θεωρεί σαν τελευταία Βυζαντινά απομεινάρια για να παρακολουθήσει με μια προοπτική tabula rasa την πορεία της νέας Αυτοκρατορίας. Η ημερομηνία της 29ης Μαΐου 1453, συμβολική για τη διαδοχή των Αυτοκρατοριών στον ευρύ χώρο, αποκτά ιδιαίτερη σημασία για την ιστορία της Κωνσταντινούπολης, ως η απαρχή μιας πορείας που θα τη μεταλλάξει διατηρώντας την ταυτόχρονα σαν κέντρο του ίδιου χώρου. Αυτή η πορεία όμως κάθε άλλο παρά ευθύγραμμη και προδιαγεγραμμένη είναι.
Έτσι ανταποκρίνεται πολύ λίγο τόσο στις προϋποθέσεις μιας «Μεταβυζαντινής», όσο και στα δεδομένα μιας «Ισλαμικής» πόλης. Θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε μερικά βασικά στοιχεία της διαδικασίας αυτής της μεταλλαγής μέσα από τις δύο πιο σημαντικές πολιτικές γραμμές του Μεχμέτ Β΄ σε αυτόν τον τομέα, την επανοίκηση και τον εξωραϊσμό της πόλης που προόριζε για νέα πρωτεύουσά του. Πριν περάσουμε όμως στη χρονολογική παρουσίαση των γεγονότων, πρέπει να διευκρινίσουμε δύο υποθέσεις, για τις οποίες έχουμε λιγότερα τεκμήρια παρά δέσμες συγκλινόντων στοιχείων.
Η πρώτη είναι σχετική με τη θέληση του Σουλτάνου να κάνει την Κωνσταντινούπολη πρωτεύουσά του πρόκειται για θέμα άμεσα συσχετισμένο με τη συνέχιση της ιδέας και της αρχής της Αυτοκρατορίας. Χωρίς να μπούμε σε λεπτομέρειες που θα μας οδηγούσαν πολύ μακριά, μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι ο Μεχμέτ Β΄, συνειδητά και επίμονα συνεχιστής της Ρωμαϊκής - Βυζαντινής παράδοσης της Αυτοκρατορίας, βρισκόταν στο θέμα αυτό σε σύγκρουση με τις αντιλήψεις του Μουσουλμανικού στοιχείου, μέσα στο οποίο κινιόταν.
Ο επίμονος αντίλαλος, που είχε αφήσει στα αποκαλυπτικά κείμενα ο μακραίωνος αγώνας για την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, ταύτιζε την κατάληψή της με την απαρχή της συντέλειας των αιώνων, παρουσιάζοντάς την ταυτόχρονα σαν την κατεξοχήν άπιστη και καταραμένη πόλη. Μόνη εξαίρεση αποτελούσε η Αγία Σοφία, για την οποία πιστευόταν ότι ήταν προορισμένη από τον Θεό για τους Μουσουλμάνους και βρισκόταν ταυτισμένη στα πιο όψιμα κείμενα του Νυκτερινού ταξιδιού του Προφήτη (Mir’ac) με το «Μακρινό Τέμενος» (Mescid el-Aksa), που συνηθέστερα ταυτίζεται με το τέμενος της Ιερουσαλήμ.
Κατά συνέπεια, υποθέτουμε ότι την επομένη της άλωσης ο Μεχμέτ Β΄, παρά τις προθέσεις του, δεν μπορούσε να ανακοινώσει την εγκαθίδρυση της Κωνσταντινούπολης ως πρωτεύουσάς του και πως αυτή η ανακοίνωση θα γίνει αργότερα, κατά το 1458. Η δεύτερη υπόθεση αφορά τον εκ του μηδενός επανοικισμό της Κωνσταντινούπολης. Πράγματι, δεν διαθέτουμε σήμερα κανένα στοιχείο που θα μας έδειχνε την επί τόπου παραμονή ενός τμήματος από τον πληθυσμό της Βυζαντινής πόλης.
Εξάλλου, η βίαιη κατάληψή της οδηγούσε σύμφωνα με το Ισλαμικό δίκαιο στην αιχμαλωσία και τον εξανδραποδισμό των κατοίκων της, γεγονός το οποίο, ως γνωστόν, συνέβη. Τρεις μερικές εξαιρέσεις είναι γνωστές. Το ένα πέμπτο των αιχμαλώτων ανήκε νόμιμα στον Σουλτάνο, ο οποίος εγκατέστησε ένα μέρος από αυτούς, απελευθερώνοντάς τους, στα παράλια του Κερατίου. Μετά το τέλος της τριήμερης νόμιμης λεηλασίας ο Μεχμέτ Β΄ διέταξε όσους είχαν κρυφθεί να φανερωθούν, υποσχόμενος πως θα ήταν πλέον ελεύθεροι, είναι έτσι πιθανόν ότι ένα μέρος από αυτούς έμεινε στην πόλη.
Τέλος, ξέρουμε πως μία από τις Εβραϊκές κοινότητες της Οθωμανικής πλέον πρωτεύουσας ήταν γηγενής, χωρίς να μπορούμε να προσδιορίσουμε αν πρόκειται για απόγονους των Ρωμανιωτών της Βυζαντινής Εβραϊκής συνοικίας της Βλάγκας ή των προστατευομένων των Λατίνων της Βασιλεύουσας. Όπως και να έχει όμως, στους απελεύθερους αυτούς της τρίτης ημέρας δεν αποδιδόταν και η ακίνητη περιουσία τους, εφόσον η γη και τα κτίσματα της κυριευμένης πόλης ανήκαν σύμφωνα με τις ίδιες νομικές βάσεις στον νέο δυνάστη.
Έτσι, με τις καλύτερες προϋποθέσεις αυτοί οι πρώτοι απελεύθεροι, εγκατεστημένοι στα μέρη που τους ορίσθηκαν, πρέπει να δημιούργησαν τον πυρήνα της πρώτης μετά την άλωση εποίκισης. Αυτά τα στοιχεία μας δείχνουν ταυτόχρονα τη μέριμνα του Σουλτάνου για μια γρήγορη επανοίκηση που αντέβαινε στις πεποιθήσεις του περιβάλλοντός του, πόσο μάλλον που το ανθρώπινο υλικό αυτής της εποίκισης, αιχμάλωτο των νικητών, προοριζόταν να αποφέρει κέρδη μέσω της πώλησης ή της εξαγοράς του. Οι προστριβές αυτές θα έλθουν στο φως της ημέρας με την περίπτωση του Νοταρά.
Από την επόμενη ημέρα της άλωσης ο Σουλτάνος διατάζει να βρεθεί ο Λουκάς Νοταράς, η οικογένειά του, οι γαμπροί του και όσοι άλλοι Βυζαντινοί πρώην κυβερνώντες ήσαν εν ζωή και δεν είχαν διαφύγει. Σκοπός του είναι να διορίσει τον Νοταρά διοικητή της Τουρκοκρατούμενης πόλης σαν ασφαλέστερο μέσο επιστροφής των διαφυγόντων και επανοίκησης. Το περιβάλλον του όμως, ήδη δυσαρεστημένο που έχανε αυτούς που θα απέφεραν τις μεγαλύτερες εισπράξεις λύτρων.
Παρατηρούσε λογικά πως ο διορισμός αυτός του Μεγάλου Δούκα θα μπορούσε να επιφέρει μεγάλους κινδύνους σε περίπτωση πιθανής σταυροφορίας για την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης. Οι διαστάσεις αυτές, περιπλεγμένες με τις κατηγορίες του Νοταρά εναντίον του μεγάλου Βεζύρη Χαλήλ Πασά, έδειξαν στον Σουλτάνο πως δεν θα ήταν δυνατόν να επιβάλει αυτή την επιλογή του και οδήγησαν σε μια ριζική επίλυση, την εκτέλεση του Νοταρά και των ενηλίκων αρρένων της οικογένειάς του, καθώς και των υπόλοιπων Βυζαντινών αξιωματούχων, ταυτόχρονα με τη φυλάκιση και εν συνεχεία την εκτέλεση του Χαλήλ Πασά.
Η αντίδραση αυτή του περιβάλλοντος του Μεχμέτ Β΄, συνοδευόμενη από την απροθυμία των στρατιωτικών να αποχωριστούν τους αιχμαλώτους των, δεν επέτρεπε ως άμεση λύση εποίκισης παρά μόνον την οικειοθελή ή την αναγκαστική μετανάστευση. Έτσι, φεύγοντας για την Αδριανούπολη στις 18 Ιουνίου, ο Σουλτάνος άφηνε πίσω σαν στρατιωτικό διοικητή (subaşı) τον Karıştıran Süleyman, με εντολή να εκδώσει πιστοποιητικό (tezkere) σε όσους, ερχόμενοι με τη θέλησή τους, διάλεγαν οποιοδήποτε ακίνητο για κατοικία.
Αυτό το πιστοποιητικό θα μετατρεπόταν εν συνεχεία σε Αυτοκρατορική άδεια ιδιοκτησίας (mülknâme). Συγχρόνως, έδινε διαταγή να εκτοπισθούν από τις επαρχίες κάτοικοι με τις οικογένειές τους και να οδηγηθούν στην Κωνσταντινούπολη. Ο Δούκας αναφέρεται σε 5.000 οικογένειες και γράφει πως, σύμφωνα με τη διαταγή, ο εκτοπισμός αυτός θα έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί μέχρι τον Σεπτέμβριο.
Τα οικοδομικά μέτρα που αφορούν αυτή την πρώτη περίοδο περιορίζονται στην επισκευή των χερσαίων τειχών και στη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί. Η μετατροπή αυτή, που ανταποκρίνεται στην πιο ουσιώδη αναμονή των Μουσουλμάνων νικητών, είναι άμεση, αλλά η Αγία Σοφία φαίνεται να είναι για αρκετά ακόμα χρόνια η μόνη εκκλησία της πόλης που έγινε τζαμί. Αντίθετα, πολλά εκκλησιαστικά κτίσματα θα διανεμηθούν στους μετανάστες για ιδιωτική τους χρήση.
Η πρώτη απόπειρα εκτοπισμού δεν φαίνεται να έδωσε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Τα σχετικά στοιχεία αφορούν από τη μια τις μικρές πόλεις της Θράκης, από τις οποίες οι περισσότερες κυριεύθηκαν την ίδια εποχή με την Κωνσταντινούπολη, όπως η Μήδεια, η Σηλυβρία, η Ηράκλεια, η Πάναδος, η Αγαθούπολη, η Μεσημβρία, η Ορεστιάδα, κι από την άλλη τις εβραϊκές κοινότητες των επαρχιών.
Ο αριθμός των εκτοπισμένων από τις Θρακικές κωμοπόλεις πρέπει να ήταν σχετικά μικρός, γιατί στους καταλόγους των μη Μουσουλμανικών κοινοτήτων της Κωνσταντινούπολης που διαθέτουμε έναν αιώνα μετά (1540) καμία από αυτές δεν αναφέρεται. Αντίθετα, στους ίδιους καταλόγους βρίσκουμε περίπου σαράντα Εβραϊκές κοινότητες προερχόμενες από πόλεις που βρίσκονταν στην Οθωμανική επικράτεια κατά τα χρόνια της άλωσης.
Θράκη (Καλλίπολη, Διδυμότειχο, Αδριανούπολη), στη Βουλγαρία (Σόφια, Φιλιππούπολη, Προβάδια, Τσέρνοβο, Τύρνοβο, Νικόπολις, Λόφτσα, Βίντιν, Γιάμπολη), στη Μακεδονία (Θεσσαλονίκη, Σέρρες, Βέροια, Καστοριά, Στιπ, Στρούμιτσα, Σκόπια, Πρίλεπ, Οχρίδα), στην Ήπειρο- Αλβανία (Ιωάννινα, Άρτα, Αυλώνα), στη Θεσσαλία (Φούρνοι, Λαμία, Τρίκαλα, Φανάρι, Λεβαδιά, Θήβα, Νέα Πάτρα, Σάλωνα), και στη Μικρά Ασία (Τίρε, Κασταμονή, Έφεσος, Αττάλεια, Μπόρλου, Εγριντίρ). Συνολικά επρόκειτο για περισσότερες από χίλιες πιθανόν οικογένειες.
Η Εβραϊκή παράδοση, έτσι όπως κυρίως διαμορφώθηκε μετά τη μετανάστευση των Σεφαραδιτών τον 16ο αιώνα, παρουσιάζει τις Εβραϊκές κοινότητες, ανταποκρινόμενες στην έκκληση του Σουλτάνου, να μεταναστεύουν οικειοθελώς. Δεν ξέρουμε, όμως, αν αυτό αληθεύει. Αντίθετα γνωρίζουμε πως οι εκτοπισμοί συναντούσαν αντίσταση από τους ντόπιους πληθυσμούς, κυρίως τους Μουσουλμανικούς.
Το φθινόπωρο του 1453 ο σουλτάνος επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη και διατάζει το κτίσιμο ενός παλατιού στον Φόρο του Θεοδοσίου, καθώς και του κάστρου του Επταπυργίου (Yedikule). Δεν φαίνεται όμως ικανοποιημένος από τα αποτελέσματα των εκτοπισμών, κυρίως γιατί μεταξύ των νεοφερμένων δεν βρίσκονται πρόσωπα κατάλληλα να αναζωογονήσουν την οικονομική ζωή της Πόλης. Στις αρχές Ιανουαρίου του 1454 ενθρονίζεται πατριάρχης ο Γεώργιος Σχολάριος με το όνομα Γεννάδιος Β΄, και ο Σουλτάνος τον εγκαθιστά στους Αγίους Αποστόλους.
Η ερημιά και η ανασφάλεια της περιοχής θα οδηγήσει τον Γεννάδιο να εγκαταλείψει αυτήν την εκκλησία, ένα ή δύο χρόνια αργότερα, για τη μονή της Παμμακαρίστου. Μέσα Ιανουαρίου ή αρχές Φεβρουαρίου ο Μεχμέτ Β΄ βρίσκεται στην Προύσα, για να καταπνίξει τον ξεσηκωμό που φαίνεται να έχουν προκαλέσει οι διαταγές του για τον εκτοπισμό των εκεί επιφανών εμπόρων προς την Κωνσταντινούπολη. Στα δύο χρόνια που θα ακολουθήσουν δεν σημειώνονται σημαντικές αλλαγές στο πρόγραμμα του εποικισμού.
Οι εκτοπισμοί λίγο-πολύ εξακολουθούν, χωρίς όμως αξιοπρόσεκτα αποτελέσματα και πιθανότατα οι Εβραϊκές κοινότητες που αναφέραμε παραπάνω να έχουν έλθει σταδιακά σε αυτό το διάστημα. Όσο για τον Σουλτάνο που φθάνει στην Αδριανούπολη τον Φεβρουάριο του 1454, δεν θα γυρίσει στην Κωνσταντινούπολη πριν από το φθινόπωρο του 1455, περιμένοντας πιθανόν να τελειώσει το κτίσιμο του παλατιού του. Το καλοκαίρι του 1454 ο Μεχμέτ Β΄ εκστρατεύει στη Σερβία και επιστρέφει με έναν μεγάλο αριθμό αιχμαλώτων, από τους οποίους 4.000 περίπου θα εγκαταστήσει στην Ευρωπαϊκή ενδοχώρα της Κωνσταντινούπολης.
Η περιοχή αυτή είχε ήδη ερημωθεί με τις επιθέσεις που προηγήθηκαν της άλωσης και δημιουργούσε πρόβλημα, τόσο για την ασφάλεια της περιφέρειας της μεγαλούπολης, όσο και για τον επισιτισμό της. Έτσι, από το 1454 έως το 1471 πάνω από διακόσια χωριά θα εποικισθούν, σε παλιές και νέες τοποθεσίες, με δεκαπέντε περίπου χιλιάδες εκτοπισμένους, από τους οποίους τα δύο τρίτα είναι χριστιανοί από τα Βαλκάνια και οι υπόλοιποι νομάδες Τουρκομάνοι της Μικράς Ασίας.
Το φθινόπωρο του 1455, επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη, ο Σουλτάνος βρίσκει το Επταπύργιο και το παλάτι του τελειωμένο, αλλά και μια εμφανώς άναρχη κατάσταση σε ό,τι αφορά τον εποικισμό. Μετανάστες και εκτοπισμένοι έχουν εγκατασταθεί όπου τύχει, καταλαμβάνοντας σημαντικούς χώρους και κτίσματα, τα οποία αδυνατούσαν να συντηρήσουν. Ο Σουλτάνος διατάζει τότε μια γενική απογραφή.
Παρόμοιες απογραφές γίνονταν συστηματικά μετά από κάθε νέα κατάκτηση για να καταγραφούν κάτοικοι, κτίσματα και οικονομικοί πόροι, αλλά δεν είχαν γίνει έως τότε στην Κωνσταντινούπολη, λόγω ελλείψεως κατοίκων. Η απογραφή ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβριο του 1455, και ο Σουλτάνος, προβάλλοντας το δικαίωμα κυριότητάς του στα ακίνητα της πόλης, επέβαλε καταβολή ενοικίου στους κατόχους τους. Αυτή η απόφαση κορύφωσε την αντίδραση των κατοίκων, οι οποίοι στην πλειονότητά τους είχαν εξαναγκασθεί να μετοικίσουν και δικαιούνταν φορολογικές απαλλαγές μάλλον, παρά πρόσθετη επιβάρυνση.
Έτσι, άρχισαν να εγκαταλείπουν σπίτια, και πολλές φορές οικογένειες, για να γυρίσουν πίσω στον τόπο τους. Βλέπουμε λοιπόν ότι, στις αρχές του 1456, οι πρώτες απόπειρες επανοίκησης έχουν αποτύχει. Αυτό φαίνεται και από τη γενική εγκατάλειψη των εκκλησιών, ενώ η Αγία Σοφία παραμένει ακόμη το μόνο γνωστό τζαμί. Είναι πλέον φανερό πως τα ημίμετρα και οι αντικρουόμενες αποφάσεις δεν δίνουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Έτσι μια νέα πολύμορφη και σταδιακή πολιτική αρχίζει να διαμορφώνεται.
Πριν από το τέλος του 1456, η επιβολή ενοικίου καταργείται και τίτλοι ιδιοκτησίας αρχίζουν να διανέμονται, ενώ τα ακίνητα που εξακολουθούν να βρίσκονται στην κατοχή του Σουλτάνου μεταβιβάζονται σταδιακά στο βακούφι της Αγίας Σοφίας. Ταυτόχρονα, και ήδη από τον χειμώνα του 1456, λαμβάνονται σημαντικά εξωραϊστικά μέτρα. Παράλληλα με την ανακαίνιση των υδραγωγείων του Ουάλεντος, που έφεραν νερό στο παλάτι, μια Βυζαντινή βρύση, γνωστή στην Τουρκική εποχή ως Kırkçeşme (Σαράντα βρύσες) επισκευάσθηκε.
Η πιο σημαντική ενέργεια σε αυτόν τον τομέα, όμως, είναι η δημιουργία ενός εμπορικού κέντρου γύρω από το Μπεντεστένι (Βεστιοπρατήριον ή Βεζεστάνιον κατά τον Δούκα). Ο κεντρικός εμπορικός άξονας παραμένει ο Μακρός Έμβολος (Uzunçarşı), που ξεκινά από τη Μέση και φθάνει στον Κεράτιο, στη Βασιλική Πύλη, μπροστά από την οποία γίνεται το πέρασμα προς τον Γαλατά. Σε αυτόν τον άξονα, κοντά στη Βασιλική Πύλη, θα χτισθεί το μεγαλύτερο λουτρό της Πόλης (Tahtakale Hamamı), και λίγο πιο πάνω ένα δεύτερο μικρότερο (Sırt Hamamı).
Είναι φανερό, όμως, πως οι εξωραϊσμοί και οι φορολογικές απαλλαγές δεν αρκούν για να εξαλείψουν τους δισταγμούς, αν όχι και την απέχθεια, του Μουσουλμανικού στοιχείου για την άπιστη πόλη. Μια πράξη ιεροποίησης του χώρου φαίνεται κατά συνέπεια αναγκαία. Θα επιτευχθεί πιθανότατα το 1457 με την ανεύρεση του τάφου του Εγιούπ, συντρόφου του Προφήτη, ο οποίος, σύμφωνα με την παράδοση, είχε πεθάνει στο διάστημα μιας Αραβικής πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης και είχε ταφεί έξω από τα τείχη.
Η μεταγενέστερη παράδοση ανάγει την ανεύρεση στις μέρες της πολιορκίας του 1453, παρουσιάζοντάς την ως θαυματουργό προμήνυμα της άλωσης, και την αποδίδει στον Akşemseddin, στον Σεΐχη του Σουλτάνου, αλλά οι προγενέστερες πηγές αναφέρουν το χτίσιμο ενός μαυσωλείου και τζαμιού χωρίς σχόλια. Τέλος, αυτά τα μέτρα θα συμπληρωθούν με μια περισσότερο συντονισμένη και σθεναρή πολιτική εκτοπισμών. Η ευκαιρία θα παρουσιασθεί με την εκστρατεία της Πελοποννήσου το 1458.
Ένας σημαντικός αριθμός εκτοπισμένων θα μεταφερθεί στην Κωνσταντινούπολη και στα γύρω χωριά. Εξάλλου μπορούμε να θεωρήσουμε το φθινόπωρο του 1458 ως την εποχή κατά την οποία η Κωνσταντινούπολη γίνεται επίσημα η νέα πρωτεύουσα της Οθωμανικής Aυτοκρατορίας. Μέχρι τότε τα εξωραϊστικά έργα περιορίζονταν στο ανατολικό τμήμα της χερσονήσου, από τον Φόρο του Θεοδοσίου, όπου είχε χτισθεί το παλάτι, μέχρι την Αγία Σοφία.
Έτσι, η Βασιλεύουσα, ήδη αραιοκατοικημένη στα τελευταία Βυζαντινά χρόνια, συρρικνωνόταν στο κέντρο της εποχής του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Tον χειμώνα του 1458-1459 ο Σουλτάνος παίρνει δύο σημαντικές αποφάσεις. Το παλάτι, του οποίου το κτίσιμο είχε ολοκληρωθεί μόλις τρία χρόνια πριν, εγκαταλείπεται ως διοικητικό κέντρο και επίσημη κατοικία του Σουλτάνου, για μια νέα και πιο σύμφωνη με τα γεωπολιτικά δεδομένα της πρωτεύουσας τοποθεσία, στην άκρη της χερσονήσου, που δέσποζε στην είσοδο του Βοσπόρου και της Προποντίδος.
Έτσι, αρχίζουν τα έργα, τα οποία θα ολοκληρωθούν σε δύο φάσεις μέχρι το 1478, για να δημιουργήσουν τον πυρήνα του Σεραγιού του Τοπκαπί. Ταυτόχρονα, ο Μεχμέτ Β΄ αρχίζει την οικοδόμηση ενός Αυτοκρατορικού συμπλέγματος, που περιλαμβάνει τζαμί, οκτώ ανώτερες σχολές, οκτώ προκαταρκτικές, νοσοκομείο, συσσίτιο, καθώς και το μαυσωλείο του Σουλτάνου, στη θέση των Αγίων Αποστόλων.
Τόσο η εκλογή αυτής της θέσης, στην οποία οι αρχές είχαν εγκαταστήσει πέντε χρόνια πριν το Πατριαρχείο, όσο και η μετακόμιση του παλατιού δείχνουν πως πρόκειται για σαφή αλλαγή πολιτικής, άμεσα συνδεδεμένη κατά τη γνώμη μας με την επίσημη ανακήρυξη της Κωνσταντινούπολης ως πρωτεύουσας. Όσο για την εκλογή της ακραίας για την εποχή θέσης των Αγίων Αποστόλων, οι οποίοι θα κατεδαφισθούν για να χτισθεί το σύμπλεγμα, μπορεί να περιέχει και πρακτικούς σκοπούς.
Όπως είναι η εποίκιση της περιοχής της οποίας η ερήμωση είχε διώξει τον Γεννάδιο λίγα χρόνια πριν, για ένα έργο τόσης συμβολικής σημασίας, όμως, μας φαίνεται ότι τα κίνητρα πρέπει να αναζητηθούν στο ίδιο επίπεδο. Ως εμφανής πλέον συνεχιστής της Αυτοκρατορίας ο Μεχμέτ Β΄ τοποθετούσε το τέμενος και κυρίως το μαυσωλείο του στη θέση, όπου ο ιδρυτής Κωνσταντίνος είχε χτίσει το δικό του, ακολουθούμενος από τους πρώτους Αυτοκράτορες.
Ταυτόχρονα, η αρχιτεκτονική του τζαμιού φιλοδοξεί όχι απλώς να αντιγράψει την Αγία Σοφία, αλλά να τη φθάσει, και, ει δυνατόν, να την ξεπεράσει, τάση που φαίνεται καθαρά στους χρονικογράφους της εποχής, οι οποίοι αναφέρονται σε αυτήν τη σύγκριση, οι μεν για να εκθειάσουν το επίτευγμα, οι δε, αντίπαλοι της ανίερης ιδέας της Αυτοκρατορίας, για να στιγματίσουν την ύβρη που αποτελούσε κατά τη γνώμη τους και η ιδέα, ακόμη, της αναμέτρησης με το θεϊκό κτίσμα της Αγίας Σοφίας.
Παράλληλα, ο Σουλτάνος προτρέπει το περιβάλλον του να τον μιμηθεί στην οικοδομική του δραστηριότητα. Έτσι, Βεζύρηδες και άλλοι αξιωματούχοι αρχίζουν να χτίζουν τζαμιά και άλλα κοινωφελή ιδρύματα. Αυτή η δραστηριότητα δεν συνεπάγεται, όμως, μετατροπή εκκλησιών σε τζαμιά σε όλο το διάστημα της βασιλείας του Μεχμέτ Β΄. Μετά την Αγία Σοφία και μέχρι το 1481, μας είναι γνωστές τρεις μόνον μετατροπές εκκλησιών σε Μουσουλμανικά ιδρύματα.
Και τα τρία αυτά ιδρύματα, αν και περικλείουν χώρους προσευχής, δεν ανταποκρίνονται σε κέντρα Μουσουλμανικών συνοικιών, και θα παραμείνουν έτσι κατά τους επόμενους αιώνες. Άλλο αξιοπρόσεκτο γεγονός είναι ότι τα τζαμιά των αξιωματούχων της εποχής, από τα οποία τα πιο μεγαλοπρεπή είναι τα κτίσματα των Βεζύρηδων Βυζαντινής καταγωγής, όπως ο Μαχμούτ Πασάς, απόγονος του Σερβικού κλάδου των Αγγέλων, και ο Χας Μουράτ Πασάς, Παλαιολόγος, δεν ακολουθούν το Σουλτανικό παράδειγμα μίμησης- αναμέτρησης με την Αγία Σοφία.
Αλλά επιμένουν επιδεικτικά στο παλιό, πολύ λειτουργικό πρότυπο των τζαμιών - τεκέδων - ιεροδιδασκαλείων της Προύσας, σαν να επιθυμούσαν να μείνουν έξω από την Αυτοκρατορική πολεμική που διεξαγόταν ανάμεσα στον σουλτάνο και τους επικριτές του. Οι μαζικοί εκτοπισμοί, τους οποίους εγκαινιάζει η εκστρατεία της Πελοποννήσου του 1458, θα συνεχισθούν για πάνω από δεκαπέντε χρόνια, κυρίως ως επακόλουθο νέων κατακτήσεων, με αξιοσημείωτες όμως εξαιρέσεις στην αρχή της περιόδου.
Έτσι, ενώ η προσάρτηση της Νέας και Παλαιάς Φώκαιας το 1455 δεν είχε επιφέρει εκτοπισμούς, αυτοί θα διαταχθούν το 1460.Το ίδιο συμβαίνει και με τη Σαμοθράκη και τη Θάσο, που κυριεύθηκαν το 1455 και 1456, ενώ οι εκτοπισμοί θα πραγματοποιηθούν εκεί επίσης το 1460, δείγμα και αυτό της αλλαγής της πολιτικής από το 1458 και εξής. Συνολικά γνωρίζουμε τους εξής εκτοπισμούς με σκοπό την εποίκηση της Κωνσταντινούπολης στα επόμενα χρόνια, εκτός των προαναφερθέντων:
Άμαστρις (1459), Αρμενικές κοινότητες Μικράς Ασίας (Άγκυρα, Τοκάτη, Ιστανός, Μαρσιβάνη, Αμισός, Αμάσεια κ.α., 1459 και εξής), Πελοπόννησος (1460), (περιοχή Ναυαρίνου και Εβραϊκή κοινότητα Μυστρά), Αθήνα (1460), Λήμνος (1460), Σινώπη (Εβραϊκή κοινότητα, 1461), Τραπεζούντα (1461), Μυτιλήνη (1462), Άργος (1463), Βοσνία (1463, εποικισμός περιχώρων).
Όπως συμπεραίνεται από την παραπάνω απαρίθμηση, ο εποικισμός της Κωνσταντινούπολης μέσω εκτοπισμών αφορά, σύμφωνα με τις γνώσεις μας, αποκλειστικά μη Μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Αυτό συμβαίνει, κυρίως, επειδή οι εκτοπισμοί είναι εν γένει επακόλουθο κατακτήσεων, οι οποίες πραγματοποιούνται σε αυτήν την περίοδο σε Χριστιανικές χώρες. Αλλά και στις περιπτώσεις εκτοπισμών από περιοχές της επικράτειας (Έλληνες νησιών, Αρμένιοι Μικράς Ασίας) δεν συναντούμε Μουσουλμανικούς πληθυσμούς.
Είναι πιθανόν ότι το νομικό πλαίσιο και οι τοπικές αντιδράσεις καθιστούσαν δυσχερή την εκτόπιση Μουσουλμανικών πληθυσμών σε ομαλές συνθήκες, οπότε ο Μουσουλμανικός εποικισμός της Κωνσταντινούπολης αφηνόταν στην οικειοθελή μετανάστευση. Το καλοκαίρι του 1467 μια μεγάλη επιδημία πανώλης ενσκήπτει στην πρωτεύουσα και την περιοχή της, φέρνοντας ένα νέο πλήγμα στην πολιτική του εποικισμού της.
Αμέσως μετά, η εκστρατεία που θα οδηγήσει στην κατάλυση του εμιράτου του Καραμάν, στην κεντρική Μικρά Ασία, θα επιφέρει τον πρώτο, και πιθανώς τον μόνο, μαζικό εκτοπισμό Μουσουλμανικών κοινοτήτων προς την Κωνσταντινούπολη. Όλος ο πληθυσμός της Lârende και των γύρω περιοχών θα εκτοπισθεί την άνοιξη του 1468. H πλειονότητά τους είναι Μουσουλμάνοι, αλλά υπάρχει μεταξύ τους και ένας σημαντικός αριθμός Χριστιανών που εμφανίζονται στις πηγές ως Αρμένιοι, παρόλο που φέρουν ως επί το πλείστον Τουρκικά ονόματα.
Αυτή η μαζική εποίκιση θα δώσει την ευκαιρία στον Σουλτάνο να επιβάλει και πάλι ενοίκιο στα ακίνητα των οποίων κρατεί την ψιλή κυριότητα, αφήνοντας την επικαρπία στους κατοίκους. Δυσαρεστημένοι, πολλοί από αυτούς επιστρέφουν στον τόπο τους, πράγμα που θα προκαλέσει μια δεύτερη εκστρατεία το 1471, τόσο για να επαναφέρει τους φυγάδες όσο και για να εκτοπίσει νέες κοινότητες, όπως εκείνη του Aksaray. Ανάμεσα στις δύο επιχειρήσεις της Καραμανίας, η κατάληψη της Χαλκίδας το 1470 συνεισφέρει επίσης στον εποικισμό της πρωτεύουσας.
Αυτός θα ολοκληρωθεί, τουλάχιστον όσον αφορά την εποχή του Μεχμέτ Β΄, με την κατάκτηση του Καφφά και της περιοχής του το 1475, που θα οδηγήσει ένα ρεύμα Χριστιανών Ορθοδόξων, καθολικών και Αρμενίων στην Κωνσταντινούπολη. Η απόφαση του Σουλτάνου να καταμετρήσει τον πληθυσμό της πρωτεύουσάς του το 1478 δείχνει, επίσης, ότι ο εποικισμός έχει φθάσει σε έναν σταθμό. Συμπερασματικά, 25 χρόνια μετά την άλωση και τρία πριν από τον θάνατο του Μεχμέτ Β΄ η Κωνσταντινούπολη είχε φθάσει, και πιθανόν είχε ξεπεράσει, τον πληθυσμό που είχε στις παραμονές της άλωσης.
Χωρίς βέβαια να γίνει η μεγαλούπολη του Ιουστινιανού, των Κομνηνών ή του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς. Ούτε η σύσταση, ούτε η καταγωγή αυτού του πληθυσμού είχε όμως καμία σχέση με τον πληθυσμό των τελευταίων Βυζαντινών χρόνων. Μπορούμε να πούμε, βγάζοντας τα συμπεράσματα από αυτά που προηγήθηκαν, πως η επανοίκηση και η ανοικοδόμηση της Κωνσταντινούπολης, έτσι όπως πραγματοποιήθηκε από τον Μεχμέτ Β΄, πολύ λίγο ταυτίζεται με το πρότυπο μιας «Ισλαμικής πόλης».
Αντίθετα, το σχέδιο συνέχισης της Αυτοκρατορίας, που διέπει και καθοδηγεί τη δράση του Σουλτάνου, αντιτίθεται άμεσα στις θέσεις των θρησκευτικών κύκλων. Τελικά, η πρώϊμη Οθωμανική πρωτεύουσα παρουσιάζεται ως μια πόλη πολύ περισσότερο κοσμοπολίτικη από τη Μεσαιωνική Βυζαντινή Βασιλεύουσα. Τη χρονιά της απογραφής του 1478, η εντός των τειχών Κωνσταντινούπολη περιείχε περίπου 70 τζαμιά, γύρω στις 40 Ορθόδοξες εκκλησίες, δύο Αρμενικές και δύο Καθολικές εκκλησίες, καθώς και έναν απροσδιόριστο αριθμό συναγωγών.
Ταυτόχρονα, όμως, ο μη Μουσουλμανικός και δη ο Ορθόδοξος πληθυσμός, καινουργιοφερμένος από διάφορες περιοχές της Αυτοκρατορίας, κατά πόσον μπορούσε να εξασφαλίσει μια «μεταβυζαντινή» συνέχεια; Για να απαντήσουμε σε αυτή την ερώτηση πρέπει να ξεπεράσουμε την εποχή του Μεχμέτ Β΄ και να δώσουμε μερικά στοιχεία από την περαιτέρω εξέλιξη. Η περίοδος της βασιλείας του Βαγιαζήτ Β΄ παρουσιάζεται εξαρχής ως αντίδραση στην πολιτική του πατέρα του.
Αν εξετάσουμε αυτήν την αλλαγή της πολιτικής από τη σκοπιά που μας ενδιαφέρει εδώ, παρατηρούμε τα εξής: Ενώ γνωρίζουμε τέσσερις μόνο εκκλησίες που μετατρέπονται σε Μουσουλμανικά θρησκευτικά ιδρύματα επί Μεχμέτ Β΄, ο αριθμός αυτός ανέρχεται σε δεκαεπτά στην περίοδο του Βαγιαζήτ Β΄ (1481-1512), τέσσερις άλλες θα μετατραπούν στον υπόλοιπο 16ο αιώνα και δύο στο πρώτο μισό του 17ου αιώνα.
Πιο χαρακτηριστικά, ο Μεσήχ Πασάς, απόγονος και αυτός Παλαιολόγων και αδελφός του Χας Μουράτ Πασά, τριάντα περίπου χρόνια μετά από το «Αρχαΐζον» τέμενος του αδελφού του, πιστό στα πρότυπα της Προύσας, θα μετατρέψει σε τζαμί την εκκλησία του Μυρελαίου, όταν θα γίνει μέγας Βεζύρης το 1500. Σημαντικά κτίσματα, όπως ο ναός των αγίων Σεργίου και Βάκχου, η μονή του Λιβός, η μονή της Χώρας, ο Άγιος Ανδρέας εν Κρίσει, θα γίνουν τζαμιά αυτή την εποχή.
Όσον αφορά τα ιδιωτικά κτίσματα, δηλαδή τις κατοικίες, μετά κυρίως από τον καταστροφικό σεισμό του 1509, ο ετήσιος ισολογισμός του βακουφιού της Αγίας Σοφίας το 1519 μας πληροφορεί πως από τα 706 σπίτια, που ανήκαν σε αυτό το ίδρυμα, μόνον ήταν παλαιότερα του 1453 (9,20%), ενώ άλλα 37 είχαν υποστεί προσθήκες ή μεταλλαγές (5,24%).
Σχετικά με τους κατοίκους, οι «ισχυροί υπόδουλοι», Έλληνες στην υπηρεσία του Σουλτάνου, συνεχίζουν να διατηρούν την οικονομική τους ισχύ μέχρι τον θάνατο του Μεχμέτ Β΄ και κατά τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Βαγιαζήτ. Τα ονόματά τους, μεταξύ των οποίων συχνά αναφέρονται Παλαιολόγοι ή Καντακουζηνοί, συναντώνται κυρίως στους πλειστηριασμούς μεγάλων εισοδημάτων, που ανέρχονται πολλές φορές σε εκατομμύρια άσπρα.
Από τη δεκαετία του 1480, όμως, η πτώση είναι φανερή. Φυλακίσεις ή ακόμα και απαγχονισμοί για αδυναμία εξόφλησης των αναλαμβανομένων υποχρεώσεων, εξισλαμισμοί, συχνότερα για να αποφευχθεί αυτή η τύχη ή για την απόκτηση αξιωμάτων, μεταναστεύσεις στις δυτικοκρατούμενες περιοχές αποδεκατίζουν μέχρι το τέλος του αιώνα αυτήν την υστεροβυζαντινή άρχουσα τάξη. Tα υπολείμματά της θα παραμείνουν ως προύχοντες της Ελληνορθόδοξης κοινότητας, ασκώντας κυρίως την επιρροή τους στους κύκλους του Πατριαρχείου.
Το σημαντικότερο στοιχείο, όμως, αφορά τη δραστική μείωση του Ελληνορθόδοξου πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης. Οι 3.743 οικογένειες της απογραφής του 1478, παρά τη συμβολή των εκτοπισμένων της Κίλιας και του Άκκερμαν το 1484 και του Βελιγραδίου το 1521, δεν ξεπερνούν τις 2.500 οικογένειες στα μέσα του 16ου αιώνα, δηλαδή περίπου 9.000 άτομα σε μια πόλη που ξεπερνά πιθανώς αυτήν την εποχή τους 100.000 κατοίκους.
Τέλος, τα επαγγέλματα και η εν γένει οικονομική δράση αυτού του στοιχείου στην πρωτεύουσα του 16ου αιώνα δεν δηλώνουν παρουσία που ξεπερνά το δημογραφικό του βάρος. Στον προαναφερόμενο ισολογισμό της Αγίας Σοφίας, από τα 3.124 καταστήματα του βακουφιού, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται σχεδόν το σύνολο της κεντρικής αγοράς (Kapalı Çarşı) και των κατεξοχήν εμπορικών συνοικιών της Πόλης και του Γαλατά, 437 έχουν μη Μουσουλμάνους καταστηματάρχες, εκ των οποίων οι 102 είναι Ρωμηοί.
Δηλαδή, το ποσοστό των Ρωμηών καταστηματαρχών (3,27%) είναι περίπου το ένα τρίτο του αντίστοιχου ποσοστού στον συνολικό πληθυσμό. Επίσης αποτελούν το 23% των μη Μουσουλμάνων καταστηματαρχών, ενώ ανέρχονται στο 40% του μη Μουσουλμανικού πληθυσμού της πρωτεύουσας. Ποια ήταν τότε τα πιο συνηθισμένα επαγγέλματα της Ελληνικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης;
Τα κατάστιχα της οικοδομής του συμπλέγματος του Σουλεïμανιέ, από το 1553 ως το 1558, μας δίνουν τον ακριβή αριθμό των μαστόρων και των χτιστών που εργάσθηκαν για την κατασκευή του. Από τους 3.523 οι 1.810 (51%) είναι χριστιανοί, εκ των οποίων οι 1.445 (80%) Ελληνορθόδοξοι. Από αυτούς 543 είναι Κωνσταντινουπολίτες. Κατά συνέπεια το λιγότερο 20% της Ελληνικής κοινότητας της Πόλης είναι χτίστες. Επίσης τα κατάστιχα του κεφαλικού φόρου του 1540 και 1544 κατατάσσουν 182 φορολογούμενους στην κατηγορία των ψαράδων, δηλαδή 7% του συνόλου.
Πιθανώς, λοιπόν, αυτά τα δύο είναι τα πρώτα επαγγέλματα της Ελληνικής κοινότητας. Η συνάθροιση των παραπάνω στοιχείων μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως βρισκόμαστε μπροστά σε δύο τομές: η πρώτη το 1453, όταν οι κάτοικοι της Βυζαντινής πρωτεύουσας αντικαθίστανται από πληθυσμούς διαφόρων γλωσσών και θρησκειών, και η δεύτερη τον 16ο αιώνα, όταν το Ελληνορθόδοξο στοιχείο της Οθωμανικής πλέον πρωτεύουσας φθίνει δημογραφικά, οικονομικά και ίσως πολιτιστικά, μαζί με τα χνάρια του Βυζαντινού πολιτισμού στον αστικό χώρο.
Από τον 17ο αιώνα η κατάσταση θα αντιστραφεί και πάλι με τη μετανάστευση από την ύπαιθρο, και γενικά την επαρχία, προς την Κωνσταντινούπολη. Προς το τέλος αυτού του αιώνα ο Ελληνικός πληθυσμός της πρωτεύουσας θα φθάσει και θα ξεπεράσει τα ποσοστά του 1478, σε ένα σύνολο περίπου 500.000 κατοίκων. Η δημογραφική αυτή άνοδος συνοδεύεται με τη γνωστή οικονομική ευημερία και την πολιτιστική αναγέννηση, κάτω από την ηγεσία των Φαναριωτών. Δεν βρισκόμαστε όμως πλέον, κατά τη γνώμη μας, σε μια μεταβυζαντινή προέκταση, αλλά στην απαρχή μιας νέας εποχής.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το αίσθημα ασφαλείας, η παραμέληση των επαρχιών της περιφέρειας και η εξαγορά της στρατιωτικής θητείας, σε συνδυασμό με τις εσωτερικές πολιτικές καιθρησκευτικές έριδες, θα προκαλέσουν σταδιακά την αποδιοργάνωση του Κράτους και του στρατού, που θα μεταβληθείαπό εθνικός σε μισθοφορικό. Η εξασθένηση του στρατού και, κυρίως, οι ήττες στο Ματζικέρτ και το Μυριοκέφαλο, θα γίνουν αιτία σταδιακής εγκαταστάσεως, αρχικά, και επεκτάσεως, μετέπειτα, των Σελτζούκων στη Μικρά Ασία και μεθοδικού εξισλαμισμού της.
Η Δ΄ Σταυροφορία, το 1204, έθεσε τέρμα στην παλιά Ανατολική Αυτοκρατορία ως υπερεθνικό κράτος. Απετέλεσε την αρχή του τέλους των υπολειμμάτων της Αυτοκρατορίας. Η φιλοδοξία των Δυτικών αρχηγών, η ζηλότυπη πλεονεξία των Ενετών και των συμμάχων τους, καθώς και οφθόνος που ο κάθε Δυτικός ένοιωθε, ιδίως μετά το σχίσμα, εναντίον της Βυζαντινής εκκλησίας, έστρεψαν τα όπλα κατά της Πόλης. Κατάφεραν καίριο πλήγμα κατά του Βυζαντίου, σε ό,τι είχε απομείνει, γεγονός που απετέλεσε και το «κύκνειο άσμα» της πάλαι ποτέ κραταιάς Αυτοκρατορίας.
Η βοήθεια που ανεμένετο ματαίως από τη Δύση, το κρίσιμο 1453, δεν έφθασε ποτέ. «Δεν είναι εύκολες οι θύρες όταν η χρεία τες κουρταλεί», γράφει ο εθνικός μας ποιητής. Η Ελλάς, λόγω ειδικών γεωπολιτικών και ιστορικών συνθηκών, αντιμετώπιζε, σχεδόν, πάντοτε πρόβλημα επιβιώσεως. Κάποιος ξένος ιστορικός έγραψε: «Λαμβανομένων υπόψη της θέσεως της Ελλάδος και του ολιγάριθμου των Ελλήνων, σχεδόν σε όλη τη διαδρομή της Ιστορίας, η επιβίωση και η παρούσα κατάστασή της ως ανεξάρτητου Έθνους εις την ελευθέραν Ευρώπην, προκαλεί έκπληξιν».
Με βάση όλα τα ιστορικά προηγούμενα, οι Έλληνες έπρεπε να είχαν εξαφανιστεί, αφήνοντας τόσα λίγα ίχνη, όσα οι Ασσύριοι, οι Φοίνικες, οι Σουμέριοι και οι Χετταίοι. Ωστόσο, ο μελετητής της Ιστορίας δοκιμάζει και την αντίθετη έκπληξη, πώς, δηλαδή, η Ελλάδα δεν κατόρθωσε να καταστεί το κέντρο ενός μεγάλου Οικουμενικού Κράτους. Η απάντηση είναι, η «διχόνοια η δολερή», που επικαλείται και ο Εθνικός μας ποιητής.
Τα Ελληνικά κρατίδια εμάχοντο μεταξύ των και μερικά από αυτά ζητούσαν τη βοήθεια της Ρώμης ή του κοινού εχθρού για να νικήσουν τους αντιπάλους τους. Μερικοί αρχηγοί διέφευγαν στο εχθρικό στρατόπεδο και εγένοντο σύμβουλοι των αντιπάλων. Βέβαια, ο άνθρωπος πρέπει να διδάσκεται από την εκ προσωπικής εμπειρίας συμφοράν. Ο Αισχύλος λέγει: «Πάθει μάθος». Οι λαοί οφείλουν να διατηρούν την ιστορική τους μνήμη δια να διδάσκονται από τις συμφορές των προηγουμένων γενεών.
Η συνειδητή πορεία του τελευταίου Έλληνα Αυτοκράτορα και των ολίγων συμπολεμιστών του προς το θάνατο, θα αποτελέσει βραδυφλεγή βόμβα στα θεμέλια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Επί αιώνες θα χαλυβδώνει τη θέληση του Έθνους για αποτίναξη του ζυγού και αποκατάσταση της ελευθερίας του. Οι αγώνες και οι θυσίες του Ελληνισμού, για 400 χρόνια, θα έχουν σαν φάρο και σύμβολο το «Μαρμαρωμένο Βασιλιά», που με την ηρωική θυσία του θα περάσει στο Πάνθεοτων ηρώων της Ελληνικής Ιστορίας. Εις το σύνθημα «έχουν γνώσιν οι φύλακες», εμείς απαντούμε: «Φύλακες γρηγορείτε».
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της Ανατολής ή Βυζαντινή, όπως συνηθίζεται να αποκαλείται ιδρύθηκε από το Μέγα Κωνσταντίνο στις 11 Μαΐου 330 και ολοκλήρωσε τον κύκλο της υπερχιλιετούς ζωής της την Τρίτη 29 Μαΐου 1453 έχοντας ως τελευταίο Αυτοκράτορα τον Κωνσταντίνο ΙΑ΄ Παλαιολογο, ο οποίος χάθηκε μαζί της. Η άλωση της Κωνσταντινούπολης μπορεί βεβαίως να ήταν αναμενόμενη και αναπόφευκτη.
Παρά ταύτα όμως προκάλεσε σοκ στην Δύση, καθώς προφανώς οι δυτικοί ηγεμόνες δεν είχαν αντιληφθεί μέχρι και την τελευταία στιγμή την κρισιμότητα της κατάστασης και πίστευαν, ότι η Βασιλεύουσα θα κατάφερνε να αντέξει ακόμη μία φορά την πολιορκία, όπως είχε συμβεί και στο παρελθόν. Άλλωστε το Βυζάντιο αποτέλεσε μέχρι εκείνη τη στιγμή δικλείδα ασφαλείας στην εξάπλωση του Μουσουλμανισμού διατήρησε τον ευρωπαϊκό πολιτισμό και αποσόβησε την εξάπλωση των Ανατολικών λαών στη Βαλκανική χερσόνησο και πέρα από αυτή.
Μετά την πτώση είναι ανοιχτός ο δρόμος στον κατακτητή, να επεκτείνει ακόμη περισσότερο τα εδάφη του. Οι υπόλοιποι Χριστιανικοί λαοί της Ευρώπης αδυνατούν να αντισταθούν στην επεκτατική πολιτική του Μωάμεθ. Ακολουθεί επομένως η υποταγή της Σερβίας (1459), του Μοριά (1460), της Τραπεζούντας (1461), της Βοσνίας (1463) και της Αλβανίας (1468). Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία αντικαθίσταται πλέον από το Οθωμανικό κράτος.
Παράλληλα, ο Βυζαντινός πολιτισμός, με την ανάπτυξη των τεχνών και του πνεύματος επηρέασε έντονα τις Σλαβικές και δυτικές χώρες, αλλά ακόμη και τον ίδιο τον κατακτητή. Διατήρησε ζωντανό τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό και μεταλαμπάδευσε το φως του στη Δύση, καθώς πολλοί λόγιοι του Βυζαντίου κατέφυγαν κυρίως στην Ιταλία, κουβαλώντας μαζί τους τη γνώση του αρχαίου πνεύματος.
Από την άλλη πλευρά, οξύνθηκε ακόμη περισσότερο η θρησκευτική διάσταση μεταξύ δυτικής και ανατολικής εκκλησίας, ιδιαίτερα μετά από την ευφυή κίνηση του Μωάμεθ να τοποθετήσει το μοναχό Γεννάδιο, γνωστό για τις ανθενωτικές του απόψεις, στον Πατριαρχικό θρόνο. Με αυτή την πράξη του Σουλτάνου αποσοβήθηκε ο κίνδυνος μίας ενδεχόμενης συνεργασίας μεταξύ του Βυζαντίου και της Δύσης για την απομάκρυνση του κατακτητή. Η Κωνσταντινούπολη επομένως χάνει πλέον και τον πολιτιστικό ρόλο, που διαδραμάτιζε έως τότε στα Βαλκάνια και διατηρεί μονάχα το θρησκευτικό της ρόλο.
Επιπλέον, τα όσα συνέβησαν κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, αλλά και της άλωσης της Πόλης, όπως ήταν φυσικό δημιούργησαν ζωηρή εντύπωση και αποτυπώθηκαν στη λογοτεχνία της Ανατολής και της Δύσης μέσα από τις διηγήσεις των σύγχρονων αλλά και των μεταγενέστερων ιστορικών και χρονογράφων. Την καταστροφή της Βασιλεύουσας θρήνησαν άπαντες, λόγιοι αλλά και λαϊκοί. Τα δημοτικά τραγούδια εξιστορούν τις τελευταίες ώρες της Πόλης και εγκωμιάζουν τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο.
Το θέμα της πτώσης, της τελευταίας λειτουργίας στη μεγάλη εκκλησία και του θανάτου του τελευταίου ήρωα Αυτοκράτορα δημιούργησαν θρύλους και παραδόσεις, που συγκινούν και εμπνέουν μέχρι και σήμερα. Ο υπεράνθρωπος αγώνας που ανέλαβαν οι τελευταίοι υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης εναντίον του πανίσχυρου κατακτητή, η αξιοπρέπεια με την οποία αρνήθηκαν την παράδοση της πόλης.
Το απαράμιλλο ψυχικό σθένος, το οποίο επέδειξαν καθ’ όλη τη διάρκεια της πολιορκίας, οι αξίες για τις οποίες αγωνίστηκαν, που δεν είναι άλλες από την πατρίδα, τη θρησκεία και την οικογένεια οδήγησαν στη διαμόρφωση των ηθικών αξιών του Νεοέλληνα. Το σύνθημα της επανάστασης του 1821 «Ελευθερία ή Θάνατος» απηχεί τα λόγια του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ο οποίος με εξαιρετική γενναιότητα είχε απαντήσει στον απεσταλμένο του Σουλτάνου:
«τό δέ τήν πόλιν σοι δοῦναι οὔτ' ἐμόν ἐστι οὔτ' ἄλλου τῶν κατοικούντων ταύτῃ˙ κοινῇ γάρ γνώμη πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καί οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν 627.»
Τέλος, ο Μωάμεθ και οι μεταγενέστεροι Σουλτάνοι ακολούθησαν μία πολιτική ανοχής της διαφορετικότητας, όσον αφορά τη θρησκεία και τον πολιτισμό, η οποία έδωσε στους Έλληνες τη δυνατότητα να διατηρήσουν την ταυτότητα τους και αν και υποτελείς να εξακολουθήσουν να υπάρχουν ως έθνος και αργότερα να εξαπλωθούν ακόμη περισσότερο. Οι θρύλοι, οι παραδόσεις, τα δημοτικά τραγούδια πέρασαν από γενιά σε γενιά και στα δύσκολα χρόνια της δουλείας υπήρξαν στήριγμα και παρηγοριά για το υπόδουλο Ελληνικό γένος.
Εκφράζουν την ψυχική συγκίνηση που δοκίμασε ο λαός από τα συγκλονιστικά γεγονότα που βίωσε και επίσης τους πόθους και τις ελπίδες που θεμελίωσαν την εθνική συνείδηση του Ελληνικού έθνους. Από τα ερείπια θεμελιώθηκε το υψηλό φρόνημα και η ελπίδα για την αποκατάσταση του γένους. Σε όλη τη διάρκεια των σκοτεινών αιώνων της σκλαβιάς σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία διατήρησε ζωντανή τη μνήμη της εθνικής συνείδησης και της Ελληνικής ταυτότητας των υπόδουλων και αποτέλεσε φάρο στην αναγέννηση του Ελληνικού έθνους.
Το Βυζάντιο και η ιστορία του εν τέλει αποτελούν για τους Νεοέλληνες τις ρίζες τους και μέσα στη μακρόχρονη πορεία του πλάστηκε σταδιακά η νεώτερη εθνική τους συνείδηση. Η αποφράδα εκείνη Τρίτη θα κατέχει πάντοτε κυρίαρχη θέση στη μνήμη και τις καρδιές όλων των Ελλήνων και μολονότι το τέλος του Βυζαντίου υπήρξε τραγικό, κατέλαβε μυθικές διαστάσεις και θα αποτελεί πάντοτε σημείο αναφοράς για όλους μας.
Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΙΑ' ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ
Η μεγάλη Μεσαιωνική Αυτοκρατορία των Ελλήνων ευτύχησε, τουλάχιστον στην έσχατη στιγμή της, να έχει ως ηγέτη έναν άνθρωπο που άφησε παρακαταθήκη στους αιώνες ένα άφθαστο υπόδειγμα θάρρους και ανδρείας, έναν άξιο επίγονο του Λεωνίδα, των Μαραθωνομάχων, του Αλέξανδρου.
Άλλωστε δεν υπήρχε να αφήσει κάτι άλλο πέραν του θάρρους και της αυταπάρνησής του - ήταν ηγέτης μιας ιστορικής Αυτοκρατορίας που όμως είχε πλέον περιοριστεί στην Κωνσταντινούπολη, μια στενή λωρίδα γης στη Θράκη και τον Μοριά. Tα υπόλοιπα εδάφη της υπερήφανης, κάποτε, αυτοκρατορίας ήταν πλέον λεία των Τούρκων, που κυριαρχούσαν από τα βάθη της Μικράς Ασίας έως τις εσχατιές των Βαλκανίων.
Σε αυτήν τη συγκυρία λίγα μπορούσε να κάνει ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ή Δραγάτσης (από το επίθετο της μητέρας του, Έλενας Δραγάτση) ο IA', που γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη τις 9 Φεβρουαρίου του 1404, το όγδοο από τα δέκα παιδιά του αυτοκράτορα Μανουήλ του 2ου. Δύο φορές παντρεύτηκε ο Κωνσταντίνος. Πρώτη σύζυγός του ήταν η Μανταλένα Τόκο, η οποία πέθανε το 1429, ενώ την ίδια τύχη είχε και η δεύτερη σύζυγός του, επίσης Ιταλίδα (Γενουάτισα), Κατερίνα Γκατιλούτσιο.
O Κωνσταντίνος έγινε Αυτοκράτορας σε ηλικία 45 ετών, το 1449. Πριν ντυθεί την Αυτοκρατορική πορφύρα είχε χρηματίσει δεσπότης του Μοριά. Εκεί επέδειξε αξιοσημείωτα ηγετικά προσόντα, αφού αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας, φρόντισε να ανακαταλάβει εδάφη που είχαν χαθεί στην Πελοπόννησο και στη συνέχεια πραγματοποίησε μια δυναμική εκστρατεία στο Λατινοκρατούμενο δουκάτο των Αθηνών και κατέκτησε με κεραυνοβόλες κινήσεις την Αθήνα και τη Θήβα.
Ωστόσο, οι καιροί δεν επέτρεπαν σε έναν δυναμικό Έλληνα να "κάνει τη διαφορά", έτσι αμέσως μετά παρενέβη η μεγάλη δύναμη - πλέον - των Βαλκανίων, οι Οθωμανοί, που εξεδίωξαν τους Βυζαντινούς από τα εδάφη του δουκάτου. Oι Οθωμανοί δεν θα επέτρεπαν σε κανέναν να αφυπνίσει τους Eλληνες. Tο 1449 ο Αυτοκράτορας και αδελφός του, Ιωάννης Παλαιολόγος πέθανε και ο Κωνσταντίνος έριζε για τη διαδοχή με τον αδελφό του Δημήτριο.
Tο ρόλο του επιδιαιτητή ανέλαβε ο Μουράτ, που αποφάνθηκε υπέρ του Κωνσταντίνου - τόση ήταν πλέον η αδυναμία των Βυζαντινών, που ήταν ουσιαστικά υποτελείς του σουλτάνου και ζητούσαν τη διαιτησία του για ζητήματα διαδοχής. O Κωνσταντίνος κατάλαβε γρήγορα ότι οι φιλικές διαθέσεις των Οθωμανών εξαντλούνταν και ότι σύντομα θα έπρεπε να υπερασπιστεί το τελευταίο προπύργιο του Ελληνισμού ενάντια στις διαθέσεις των Οθωμανών.
Καθώς δεν υπήρχαν δυνάμεις ικανές να αντιπαλέψουν τον πανίσχυρο Οθωμανικό επεκτατισμό στα Βαλκάνια, ο Αυτοκράτορας ακολούθησε το δρόμο των προκατόχων του και μετέβη στη Δύση, όπου του τέθηκε το ίδιο δίλημμα με αυτό που είχε τεθεί και σε εκείνους: "Για να λάβετε βοήθεια, πρέπει να δεχτείτε την ένωση των δύο εκκλησιών, κάτω από την πρωτοκαθεδρία του Πάπα της Ρώμης". O Κωνσταντίνος, του οποίου πρώτιστο μέλημα ήταν να σώσει την αυτοκρατορία, συμφώνησε.
Aλλά ήταν πλέον αργά και ο λαός της Kωνσταντινούπολης, υπό την υποκίνηση και λόγιων όπως ο Γ. Γεννάδιος, δεν ήθελε την Ένωση με τους Λατίνους - όση καλή διάθεση κι αν υπήρχε, όση κι αν ήταν η απόγνωση, οι πληγές που είχε ανοίξει το 1204 ήταν ακόμη ανοιχτές. Ακόμη κι αν όλα είχαν πάει κατ' ευχήν για τον Κωνσταντίνο, η Δύση λίγη διάθεση είχε για να βοηθήσει τους αποκαμωμένους Έλληνες.
O Κωνσταντίνος, αφού αρνήθηκε την πρόταση του Μωάμεθ να παραδώσει την Κωνσταντινούπολη, αντιμετώπισε τη μεγάλη πρόκληση χωρίς συμμάχους, μόνο με ελάχιστους Έλληνες υπηκόους του και λίγους ξένους - εθελοντές ή μισθοφόρους. Έπεσε ηρωικά μαχόμενος μεταξύ των στρατιωτών του, αλλά ο θρύλος τον θέλει να περιμένει την ώρα που θα σηκωθεί για να οδηγήσει τους Έλληνες ξανά στη δόξα.
Οπως λέει ο Γεώργιος Bιζυηνός στο ποίημά του "ο Tελευταίος Παλαιολόγος": "Tότε θε νάρθει ο άγγελος κι αγγελικαί δυνάμεις, να μβούνε να ξυπνήσουμε, να πουν στο Bασιλέα πως ήλθεν πια η ώρα! Kι ο Bασιλεύς θα σηκωθεί τη σπάθα του να δράξει και, στρατηγός σας, θε να μβει στο πρώτο του Bασίλειο, τον Tούρκο να χτυπήσει. Kαι χτύπα χτύπα θα τον πα μακρά να τον πετάξει πίσω στην Kόκκινη Mηλιά και πίσ' από τον ήλιο, που πια να μη γυρίσει!"
Μαρμαρωμένε Βασιλιά
(Κωνσταντίνος Καρυωτάκης)
Και ρίχτηκε με τ' άτι του μες στων εχθρών τα πλήθια,
το πύρινο το βλέμμα του σκορπούσε την τρομάρα,
και το σπαθί του τη θανή. Στα χάλκινά του στήθια,
εξέσπασε η όργητα σε βροντερή κατάρα.
Εθόλωσαν τα μάτια του. Τ' αγνό το μέτωπό του,
θαρρείς ο φωτοστέφανος της Δόξας τ' αγκαλιάζει.
Κι έπεσε χάμου ο Τρανός! Θρηνήστε το χαμό του.
Μα, μη! Σε τέτοιο θάνατο ο θρήνος δεν ταιριάζει.
Κι έπεσε χάμου ο Τρανός! Κυλίστηκε στο χώμα,
ένας Τιτάν π' ακόμα χτες εστόλιζ' ένα θρόνο,
κι εσφάλισε - οϊμένανε! - για πάντ' αυτό το στόμα,
που κάθε πίκρα ρούφαγε κι έχυν' ελπίδες μόνο,
Μαρμαρωμένε Βασιλιά, πολύ δε θα προσμένεις.
Ένα πρωί απ' τα νερά του Βόσπορου κει πέρα
θε να προβάλει λαμπερός, μιας Λευτεριάς χαμένης,
ο ασημένιος ήλιος. Ω, δοξασμένη μέρα!
ΙΩΑΝΝΗΣ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΗΣ
Στις 26 Ιανουαρίου 1453 δύο γαλέρες αποβίβασαν 700 άνδρες στην Κωνσταντινούπολη. Η παρέλασή τους στους δρόμους της πόλης προκάλεσε τον ενθουσιασμό των κατοίκων. Οι σιδηρόφρακτοι στρατιώτες του Ιωάννη Ιουστινιάνη εθεωρούντο άτρωτοι και η άφιξή τους τροφοδότησε ελπίδες για ενίσχυση από τη Δύση. Αλλά ο Ιουστινιάνης ήταν μόνος.
Ο Ciovani Giustiniani Longo αδικήθηκε από την Ιστορία. Ήταν ένας συνεπής πολεμιστής, γενναίος τυχοδιώκτης ενθουσιώδης υπερασπιστής. Ωστόσο, η υποχώρησή του λίγο πριν από την είσοδο των Τούρκων στην Πόλη έδωσε ερείσματα στην ιστορική καταγραφή για να του απευθύνει μομφή ως προς τη γενναιότητα που επέδειξε. Για τον Ιουστινιάνη δεν γνωρίζουμε πολλά. Αντλούσε την καταγωγή του από μεγάλη εμπορική οικογένεια της Γένοβας, η οποία είχε υπό τον έλεγχό της τη Χίο.
Ο Ιωάννης Λόγγος Ιουστινιάνης γεννήθηκε στις. 1 Ιουνίου 1453 ήταν Γενουάτης στρατιωτικός και ένας από τους υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης κατά την Άλωση από τους Οθωμανούς το 1453. Ήταν επικεφαλής ένοπλου τμήματος 700 Γενουατών. Με προσωπική του πρωτοβουλία, χρηματοδότησε και οργάνωσε στρατιωτική αποστολή επί κεφαλής 700 ένοπλων συμπατριωτών του προς ενίσχυση της άμυνας της Κωνσταντινούπολης.
Όταν έφτασε στην Βασιλεύουσα ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος του ανέθεσε την άμυνα της πόλης. Ο Ιουστινιάνη, με την προσωπικότητά του έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στις διαμάχες μεταξύ των στρατιωτών, ιδιαίτερα μεταξύ Βενετών και Γενουατών. Οργάνωσε κατά αποφασιστικό τρόπο την άμυνα, ως αποτέλεσμα να αποκρουστούν οι συνδυασμένες επελάσεις των Οθωμανών, παρ' όλη την συντριπτική αριθμητική υπεροχή τους.
Ο Κωνσταντίνος του έδωσε τον τίτλο του πρωτοστράτορα, του υπευθύνου για την άμυνα της πόλης. Αν κατάφερνε να κρατήσει τους Οθωμανούς έξω από την Κωνσταντινούπολη, θα λάμβανε ως αμοιβή το νησί της Λήμνου. Η παρουσία του δεν ενθουσίασε όλους τους παράγοντες της Πόλης. Ο μέγας λογοθέτης Λουκάς Νοταράς δεν έκρυβε τη δυσφορία του και οι δύο άνδρες έφτασαν πολύ κοντά στην ένοπλη σύγκρουση. Χρειάστηκε η παρέμβαση του αυτοκράτορα για να αποφευχθεί η αιματοχυσία.
Ο Ιουστινιάνης ήταν υπέρμαχος των ρεαλιστικών λύσεων, αλλά και διόλου φειδωλός ως προς το θάρρος και τη μαχητικότητα που επέδειξε. Σε όλη τη διάρκεια της πολιορκίας ήταν στην πρώτη γραμμή των τειχών, ακούραστος μαχητής και εμψυχωτής δυτικών και Βυζαντινών. Ταυτόχρονα προέτρεπε τον Αυτοκράτορα να εγκαταλείψει την πόλη για να αναζητήσει βοήθεια από τη Δύση. Ο πρωτοστράτορας εγκατέλειψε την άμυνα της Πόλης την ύστατη στιγμή, όταν τραυματίστηκε, λίγο πριν το λάβαρο του Σουλτάνου στηθεί στα τείχη.
Κατά το Φραντζή δεν δέχθηκε τις παρακλήσεις του Κωνσταντίνου «προς τον αδελφό του» για να παραμείνει στη μάχη αν και το τραύμα του δεν ήταν σοβαρό. Άλλες πηγές αναφέρουν πως πληγώθηκε σοβαρά, στο στέρνο, στο πρόσωπο ή στο πόδι. Αποσύρθηκε μαζί με τους άνδρες του και ουσιαστικά επιταχύνθηκε το αναπόφευκτο. Βενετσιάνοι χρονικογράφοι υποστηρίζουν ότι ο Ιουστινιάνης δείλιασε όταν τραυματίστηκε. Πρόκειται για μία εκδοχή που μάλλον αδικεί την αλήθεια και το ανάστημα του σπουδαίου αυτού άνδρα.
Άνδρες αντίστοιχου ηθικού αναστήματος δεν κυριεύονται από πανικό. Επί πενήντα ημέρες πολεμούσε στην πρώτη γραμμή. Γνώριζε τον συσχετισμό των δυνάμεων. Αν σκόπευε να διαφύγει, θα το επιχειρούσε νωρίτερα. Ο ίδιος θα μπορούσε να διαπραγματευτεί με τον Σουλτάνο και απάντησε αρνητικά σε όλες τις προτάσεις για δωροδοκία. Βέβαια, επρόκειτο για έναν επαγγελματία που όταν διαπίστωσε πως η μάχη είχε κριθεί, ίσως αποφάσισε πως έφτασε η ώρα της αποχώρησης.
Ο Κορδάτος επικαλείται πηγές και εκτιμήσεις που δεν αποκλείουν ο Ιουστινιάνης να χτυπήθηκε πισώπλατα, από Βυζαντινό βόλι των ανθενωτικών που προτιμούσαν την κυριαρχία του Σουλτάνου από την επιρροή της Δύσης. Αν συνέβη αυτό, η αποχώρηση αποτελεί φυσιολογική αντίδραση. Άλλωστε ο Ιουστινιάνης δεν έκρυβε την καχυποψία του για το ρόλο των ανθενωτικών στοιχείων.
Ο ίδιος ο Ιουστινιάνη, μαζί με τους άντρες του, κατάφεραν να διαφύγουν με πλοία προς την Χίο, όμως βαριά τραυματισμένος πέθανε την 1η Ιουνίου του 1453. Ο τάφος του διασώζεται ακόμη στην Χίο, όμως το Λατινικό επίγραμμά του, που ήταν άλλοτε στην εκκλησία του Αγίου Δομινίκου, έχει κατά τα φαινόμενα εξαφανισθεί: