Ο Επίκουρος, που έζησε κι έδρασε στο δεύτερο ήμισυ του τετάρτου αιώνος και τις πρώτες δεκαετίες του τρίτου αιώνος προ Χριστού, γεννήθηκε στην Σάμο. όπου και πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Ήταν γιος φτωχού Αθηναίου, που είχε μεταβεί στην Σάμο ως άποικος. Ο Επίκουρος ήρθε στην Αθήνα σε ηλικία δεκαοκτώ ετών —περίπου την εποχή του θανάτου του Μεγάλου Αλεξάνδρου—, προκειμένου να εκπληρώσει την στρατιωτική θητεία του και να κατοχυρώσει, έτσι, την ιθαγένεια του. Μετά την εκπλήρωση της στρατιωτικής θητείας του πήγε στην Μικράν Ασία, για να συναντήσει την οικογένεια του, όπου είχε καταφύγει, όταν οι Αθηναίοι άποικοι εκδιώχθηκαν από την Σάμο. Αφού έμεινε δώδεκα περίπου χρόνια στην Μικράν Ασία, πήγε στην Μυτιλήνη, όπου ίδρυσε φιλοσοφική σχολή, και μετά στην Λάμψακο, και κατόπιν στην Αθήνα, όπου και πέθανε τελικά. Στην Αθήνα αγόρασε κι έναν κήπο, όπου συνήθιζε να διδάσκει τους μαθητές και τους οπαδούς του. οι οποίοι, για τον λόγο αυτόν, ονομάστηκαν «οι από κήπου». Η σχολή του Επίκουρου είχε τον χαρακτήρα του κοινοβίου, στο οποίο περιλαμβάνονταν δούλοι και εταίρες, μετά των οποίων ο ιδρυτής της είχε αναπτύξει μεγάλη οικειότητα και φιλία. Γενικώς, τα μέλη της σχολής δεν ησχολούντο μόνο με την σπουδή της φιλοσοφίας, αλλά προσπαθούσαν, επίσης, να δημιουργήσουν μεταξύ τους μιαν ατμόσφαιρα φιλίας, ψυχαγωγίας και τέρψης. Το γεγονός αυτό στάθηκε η αφορμή, ώστε να κυκλοφορηθεί η φήμη ότι στον κήπο του Επίκουρου γινόντουσαν όργια —πράγμα ανακριβές, όμως.
Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι η επιδίωξη της ηδονής και της τέρψης αποτελούσε τον βασικό άξονα της διδασκαλίας του Επίκουρου, για τον οποίον η φιλοσοφία είχε. κατά κύριον λόγο. πρακτικό χαρακτήρα. Η φιλοσοφία, όπως την όριζε ο Επίκουρος, είναι μια ενέργεια, μια διαδικασία, που, «μέσα από σκέψεις και συζητήσεις, μας οδηγεί σε μια ζωή ευδαίμονα». Βασικό συστατικό για την εξασφάλιση της ευτυχίας από τον άνθρωπο είναι η κάρπωση ηδονών. «Η ηδονή», έλεγε χαρακτηριστικά ο Επίκουρος, «είναι η αρχή και το τέλος της ευδαίμονος ζωής», ενώ σε άλλη ευκαιρία διετείνετο: «δεν ξέρω πώς μπορώ να εννοήσω το αγαθό, αν αφαιρέσω τις ηδονές της γεύσης και τις ηδονές της σάρκας, τις ηδονές της ακοής και της ωραίας μορφής». Ωστόσο, κατ' αντίθεσιν προς την ακραία μορφή ηδονισμού. που εισηγήθηκε ο ιδρυτής της Κυρηνάικής Σχολής. ο Αρίστιππος, ο Επίκουρος προέβαλε μια μετριοπαθέστερη αντίληψη για την αναζήτηση των ηδονών. Η ηδονή, για τον Επίκουρο, όπως και κατά τον Αρίστιππο, συνιστά, βέβαια, το ύψιστο αγαθό της ζωής του ανθρώπου. Τίποτε, όμως. κατά τον Επίκουρο, δεν εμποδίζει, ώστε να μπορεί ν' αφήνει κανείς μιαν ηδονή, που επιφυλάσσει δυσάρεστες γι' αυτόν καταστάσεις, και να προτιμήσει κάποιαν άλλη. (πιο) ανώδυνη ηδονή.
Η σωματική ηδονή, που παρέχει σε κάποιον ένα νόστιμο μεν, πλην όμως βλαβερό στην υγεία φαγητό, θα πρέπει να παραληφθεί, προκειμένου να εξασφαλίσει αυτός την ευεξία του. Δεν πρέπει, έλεγε ο Επίκουρος, να «επιδιώκομε κάθε ηδονή, αλλά ενίοτε οφείλαμε να παρακάμπταμε πολλές ηδονές, όταν τα δυσάρεστα αποτελέσματα, που προκύπτουν από αυτές, είναι περισσότερα. Πολλούς πόνους δε να τους θεωρούμε προτιμότερους από τις ηδονές, όταν από αυτούς προκύπτει σε μας, τελικώς, μεγαλύτερη ηδονή. Κάθε ηδονή, βέβαια, επειδή είναι κάτι το οποίον είναι οικείο στην φύση. είναι αγαθόν, αλλά δεν πρέπει να κυνηγάμε οποιαδήποτε ηδονή. Όπως ακριβώς και κάθε πόνος είναι μεν κάτι κακό, πλην όμως δεν πρέπει ν' αποφεύγαμε οιονδήποτε ανεξαιρέτως πόνο. Μέσα από την συγκριτική μέτρηση, λοιπόν, και επισκόπηση των συμφερόντων και των μη συμφερόντων πρέπει να τα κρίνομε όλα αυτά».
Υπέρτατος σκοπός του ανθρώπου, σύμφωνα με το αξίωμα της εποχής του Επίκουρου, πρέπει να είναι η ηρεμία, η αταραξία της ψυχής του. Και τούτο μπορεί να το επιτύχει κανείς, εάν απέχει από τις σαρκικές απολαύσεις, που συνεπάγονται δυσάρεστες καταστάσεις, και αν απαλλάξει την ψυχή του από τις λύπες, την αγωνία και κάθε άλλο οχληρό συναίσθημα. Μια ηδονή είναι ηθικώς θεμιτή και πρέπει να θηρεύεται, εφόσον αποτελεί μέσον διασφάλισης της ψυχικής ηρεμίας του ανθρώπου.
Το κριτήριο επιλογής μεταξύ των διαφόρων ηδονών, κατά τον Επίκουρο, δεν είναι, όπως ισχυρίστηκε ο Αρίστιππος, ποσοτικό, η ένταση τους. αλλά ποιοτικό· οι ηδονές ιεραρχούνται από την φύση τους σε καλύτερες και σε χειρότερες και πρέπει, αναλόγως, να προτιμώνται ή ν' απορρίπτονται. Έτσι. ο Επίκουρος διακρίνει τις «καταστηματικές» από τις «κατά κίνησιν» ηδονές, θεωρώντας τις πρώτες ανώτερες από τις δεύτερες. Οι «κατά κίνησιν» ηδονές είναι ενεργές, δυναμικές ηδονές, υπό την έννοιαν ότι. με την κάρπωση κάθε μιας από τις ηδονές αυτές, ο άνθρωπος πληροί μιαν επιθυμία του. που. όσο δεν ικανοποιείτο, αυτός ένιωθε δυσφορία και πόνο· η ικανοποίηση της πείνας, παραδείγματος χάριν, όσο χρονικό διάστημα συντελείται, είναι μια «κατά κίνησιν» ηδονή». Η κατάσταση της ηρεμίας, όμως. που απολαμβάνει ο άνθρωπος μετά. εφόσον ικανοποιηθεί πλήρως η πείνα του. αποτελεί άλλου είδους ηδονή· πρόκειται για μια στατική, παθητική μορφή ηδονής. Αυτές τις στατικές ή παθητικές ηδονές, που παρέχουν στον άνθρωπο μιαν ισορροπία, τις χαρακτηρίζει ο Επίκουρος με τον όρο «καταστηματικές ηδονές». Ο Επίκουρος θεώρησε τις καταστηματικες ανώτερες από τις «κατά κίνησιν» ηδονές, επειδή οι καταστηματικές ηδονές μόνο μπορούν να εξασφαλίσουν στον άνθρωπο την γαλήνη, την ηρεμία, την αταραξία, την απονία. Αν, θέλοντας να χορτάσει κανείς την πείνα του. φάει με ασυγκράτητη βουλιμία, μπορεί μεν. όσο διαρκεί η «κατά κίνησιν» ηδονή, ήγουν η ικανοποίηση της πείνας του, να νιώθει ευτυχισμένος, αλλά είναι πολύ πιθανόν αργότερα να προκληθεί τέτοια βλάβη στην υγεία του, ώστε να νιώσει, στο τέλος, δυσφορία και πόνο. Όταν, όμως. ο πεινασμένος άνθρωπος, όσο τρώει, έχει σαν στόχο την καταστηματική ηδονή, τουτέστιν να νιώσει, όταν θα ικανοποιήσει την πείνα του, την κατάσταση της ηρεμίας και της ισορροπίας, θ' αποφύγει κάθε υπερβολή που υπαγορεύει η αδηφαγία, η οποία μπορεί να τον κάνει δυστυχισμένο.
Έτσι. για τον Επίκουρο, επιδίωξη του συνετού ανθρώπου, για να γίνει ευτυχισμένος, δεν είναι το κυνήγι των ηδονών, αλλά η αποφυγή του πόνου και του άλγους. Στο συμπέρασμα αυτό φαίνεται να κατέληξε όχι μόνο γιατί, με τον τρόπο αυτό. ικανοποιείτο το αίτημα της εποχής του. που συνίστατο στην αταραξία, την γαλήνη ή την ηρεμία της ψυχής, αλλά και διότι θα πρέπει να επηρεάστηκε από την ίδια την ζωή του. Ο Επίκουρος ήταν φιλάσθενος και υπέφερε στον βίο του από τις ταλαιπωρίες με τις οποίες τον τροφοδοτούσε η κακή κατάσταση της υγείας του. Παρ' όλα αυτά, διατήρησε ακλόνητη την αισιοδοξία του πιστεύοντας ότι ακόμη και στον τροχό του βασανισμού του —όχι μόνο αυτός, αλλά και ο κάθε συνετός άνθρωπος— θα μπορούσε να γίνει ευτυχισμένος. Αρκεί ν' αποβάλει από την ζωή του την ιδέα της ριψοκίνδυνης ευτυχίας, που υπόσχεται η παράφορη φύση των «κατά κίνησιν» ηδονών, και να περιοριστεί στην σιγουριά που συνεπάγεται ο μετρημένος χαρακτήρας των καταστηματικών ηδονών. «Να τρως λίγο από τον φόβο της δυσπεψίας», εισηγείτο στον συνάνθρωπο του. μ' έναν τρόπο που θύμιζε την περί μεσότητος θεωρία του Αριστοτέλη, «να πίνεις λίγο για να μην κακοξυ-πνήσεις, ν' αποφεύγεις την πολιτική και τον ερωτά και όλες τις βίαιες πράξεις, να μην προσφέρεις ομήρους στην μοίρα αποκτώντας γυναίκα και παιδιά ... και. προ πάντων, να ζεις έτσι. ώστε ν' αποφεύγεις τον φόβο». Θα ξεπεράσει κανείς τον φόβο, όμως. εφόσον μελετήσει την φύση και καταλάβει ότι ο θάνατος και άλλα φαινόμενα που τον φοβίζουν, δεν είναι προϊόντα υπερφυσικών δυνάμεων, που καθορίζουν την μοίρα του. Η μελέτη της φύσης είναι αναγκαία, μόνον καθόσον μπορεί ν' απαλλάξει την ψυχή μας από ανόητους, κενούς, αδικαιολόγητους φόβους. «Εάν», λέει ο Επίκουρος, «δεν μας ενοχλούσαν οι φόβοι, που αναφέρονται σε ό,τι συμβαίνει στον ουρανό, και ο φόβος του θανάτου, ... δεν θα μας χρειαζόταν η ενασχόληση με τα φυσικά φαινόμενα». Για τον Επίκουρο, η φιλοσοφία και η έρευνα του φυσικού κόσμου δεν πηγάζουν, όπως ισχυρίστηκε ο Αριστοτέλης, από τον θαυμασμό και την απορία, αλλά εκπορεύονται από την ανησυχία και τον φόβο, που τυραννούν την ψυχή του ανθρώπου. Φιλοσοφούμε όχι για να ικανοποιήσαμε την περιέργεια μας για τα πράγματα, όπως υποστήριζε ο Αριστοτέλης, αλλά για να βοηθήσαμε τον εαυτό μας να ξεπεράσει τους φόβους, τις αγωνίες και τ' άλλα δυσάρεστα συναισθήματα μας. Ο Επίκουρος επιχείρησε να διατυπώσει μια φυσική θεωρία για τον κόσμο, που θα μπορούσε ν' αναπαύσει και ν' ανακουφίσει την ψυχή του φοβισμένου και ανήσυχου ανθρώπου. Και ανεζήτησε την φυσική αυτή θεωρία στις επισημάνσεις του Δημόκριτου για τον φυσικό κόσμο.
Ο Επίκουρος στην νεότητα του υπήρξε μαθητής κάποιου δασκάλου ονόματι Νυσιφάντη, οπαδού του Δημόκριτου. Όσο κι αν αργότερα μιλούσε επιτιμητικά για τον δάσκαλο του εκείνον, εντούτοις εμπνεύστηκε από τις ιδέες του Δημόκριτου.
Πίστευε κι αυτός ότι ο φυσικός κόσμος αποτελείται από τ' άτομα, τις αδιαίρετες ελάχιστες οντότητες της ύλης, που κινούνται μέσα στο κενό. Η κίνηση των ατόμων, εξαιτίας του βάρους των. είναι κάθετη, από πάνω προς τα κάτω. Περαιτέρω, ο Επίκουρος απέδιδε στ' άτομα ένα είδος ελεύθερης βούλησης, η οποία έκανε ορισμένα από αυτά να παρεκκλίνουν από την κάθετη πτώση τους. Η παρέκκλιση των ατόμων αυτών είχε ως αποτέλεσμα την σύγκρουση τους με άλλα άτομα, από την οποία δημιουργήθηκαν οι διάφοροι συνδυασμοί και οι διάφορες μορφές όντων, που συγκροτούν τον φυσικό κόσμο. Η ίδια η ζωή γεννήθηκε συμπτωματικά, ύστερα από αλλεπάλληλες συγκρούσεις και συνεχείς συνδυασμούς, που προκλήθηκαν από την παρέκκλιση των ατόμων. Δεν υπάρχει τίποτε το μυστηριώδες, καμιά υπερφυσική δύναμη πίσω από την δημιουργία της ζωής και του σύμπαντος ολόκληρου. Ακόμη και η ψυχή, που θεωρείται σαν κάτι αιθέριο, είναι, τελικώς, ένα άθροισμα σωματιδίων. «Η ψυχή», έλεγε ο Επίκουρος, «είναι σώμα που απαρτίζεται από λεπτότατης υφής μέρη».
Αυτό, όταν το καταλάβαμε, μας λυτρώνει από τον φόβο και την αγωνία για το τι θα γίνει η ψυχή μας, όταν θα πεθάνομε. Μετά τον θάνατο μας, η ψυχή μας, έχοντας υλική σύσταση, διαλύεται, όπως κάθε άλλο σώμα. Κι όταν διαλυθεί η ψυχή, θα χαθεί μαζί της, επίσης, κάθε αίσθηση που υπάρχει, όσο υπάρχει η ψυχή. Και όταν, βέβαια, δεν θα έχομε καμιάν αίσθηση και δεν θα μπορούμε να νιώσομε τίποτε ύστερα από τον θάνατο μας —ούτε λύπη ούτε πίκρα ούτε τίποτε άλλο απολύτως—, είναι καθαρή ανοησία τώρα να φοβόμαστε και ν' αγωνιούμε για το τι θα συμβεί, και πώς θα νιώθομε για ό,τι —ανύπαρκτο, τελικώς— θα συμβεί, όταν θα πεθάναμε. «Ουδέν προς ημάς ο θάνατος» —ο θάνατος δεν έχει καμιά σχέση μαζί μας, για να νοιαζόμαστε γι' αυτόν και να τον φοβόμαστε.
Αν, όμως, ο Επίκουρος τοποθέτησε ύστερα από τον θάνατο του ανθρώπου αυτήν την κατάσταση της απάθειας, της έλλειψης βίωσης εκ μέρους του ανθρώπου κάθε μορφής συναισθήματος, όπως είναι η λύπη. η αγωνία ή ο φόβος, άλλοι φιλόσοφοι, που πρωτοεμφανίστηκαν την ίδια με αυτόν εποχή, προέβαλαν την απάθεια σαν ένα αίτημα που οφείλει να το ικανοποιήσει κανείς όσο ζει. Πρόκειται, συγκεκριμένα, για τους στωικούς φιλοσόφους, οι οποίοι υπέδειξαν στους ανθρώπους ένα διαφορετικό δρόμο από εκείνον που εισηγήθηκε ο Επίκουρος, για να φτάσουν στην ευτυχία, που αποτελεί τον τελικό στόχο της ζωής των.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου