Δεν ξέρω τι ήσουν για μένα και τι ήμουν για σένα. Οι απολογισμοί μένουν πάντα λειψοί, κάθε φορά που στην άκρη των χειλιών μου ξεροσταλιάζει ένα τελευταίο, διστακτικό «σ’ αγαπώ». Θα περάσει, μου είπαν. Κάτι τέτοιο θα είπαν και σε σένα. Μα τι ξέρουν εκείνοι; Οι άνθρωποι δεν περνάνε έτσι απλά. Όχι τουλάχιστον όσοι μένουν μέσα μας με αυτή την παράξενα νοσταλγική και τόσο μοναδική αίσθηση του γνώριμου, του δικού μας.
Δεν περνάνε έτσι απλά οι άνθρωποι στα μάτια των οποίων είδαμε την πιο όμορφη πλευρά του εαυτού μας. Δεν περνάνε έτσι απλά οι άνθρωποι στα χέρια των οποίων νιώσαμε την πιο όμορφη πλευρά της ζωής. Δεν περνάνε αυτοί οι άνθρωποι, γιατί κανονικά εξαρχής δεν ήρθαν για να περάσουν. Ήρθαν για να μείνουν. Κανονικά.
Αχ, μάτια μου, αυτό το «κανονικά» πόσο δεν ήταν ανέκαθεν φτιαγμένο για εμάς! Μαζί σου ανατράπηκαν όσα παρακαλούσα απ’ τη μοίρα να μου ανατρέψει κάποτε. Μαζί σου επιβεβαιώθηκαν κι όσα μέχρι να έρθεις ζούσαν αποκλειστικά στα πιο μυστικά, στα πιο ανείπωτα όνειρά μου. Γέλια που για πάντα θα αντηχούν στο σύμπαν. Αγκαλιές που θα κρατήσουμε ζεστές σε εκείνες τις τυχαίες και τόσο τυχερές φωτογραφίες μας. Βραδιές που πλέον θα μας ξαγρυπνούν από ανάγκη, από ανάμνηση για τότε που μας ξαγρυπνούσαν από πάθος.
Εμείς θα χωρίσουμε. Όχι κανονικά. Κανονικά χωρίζουν όσοι ξέχασαν κάπου την αγάπη τους, όσοι τη βρήκαν αλλού, όσοι δεν την θέλουν πια. Εγώ ούτε σε ξέχασα ούτε σε αντικατέστησα και σίγουρα σε χρειάζομαι πλάι μου όσο ποτέ. Αλλά φοβάμαι, καρδιά μου. Φοβάμαι πως μια θηλιά μας τριγυρίζει και σύντομα θα μας πνίξει. Φοβάμαι πως αλλοιωνόμαστε. Φοβάμαι πως θα με μισήσεις και θα σε μισήσω. Κι αυτό δε θέλω να το αφήσω να συμβεί.
Θέλω να σ’ αγαπώ. Δε θέλω να θυμάμαι καβγάδες, φωνές, χειρονομίες, νύχτες που κοιμηθήκαμε χωριστά, μέρες που από εγωισμό ή απέχθεια το τηλέφωνο παρέμενε άηχο. Δε θέλω να θυμάμαι πως κάποτε ξεστόμισα «καλύτερα να μη σε γνώριζα ποτέ» και πως εσύ αποκρίθηκες «είσαι ό,τι χειρότερο ήρθε στη ζωή μου». Λυπάμαι και ντρέπομαι για εκείνες τις στιγμές που αντί για «σ’ αγαπώ» ένιωσα την ανάγκη να σου φωνάξω ότι σε σιχαίνομαι.
Δε μας αξίζει. Όχι σε μας. Όχι σε μας που αγαπηθήκαμε τόσο βαθιά, τόσο ουσιαστικά, που κάποτε γι’ αυτή την αγάπη πήγαμε κόντρα σε όλους κι όλα. Τι μας συνέβη; Τι κάναμε λάθος; Ποιος θα το μάθει ποτέ αυτό; Η ζωή δε δίνει σε κανέναν μας τη δυνατότητα να γυρίσουμε το χρόνο πίσω και να αλλάξουμε την τροπή των πραγμάτων.
Ήταν μάλλον το γραμμένο μας να φτάσουμε εδώ. Όμως η ζωή ίσως δίνει σε κάποιους από εμάς τη δυνατότητα κάποτε, στο μέλλον, να μαζέψουμε τα κομμάτια μας και ποιος ξέρει να γίνουμε ένα και πάλι. Αν, όμως, γίνουμε θρύψαλα, θα μας είναι αδύνατο να μαζέψουμε κάθε κομμάτι μας και να το κολλήσουμε απ’ την αρχή.
Γι’ αυτό έλα να σταματήσουμε εδώ. Έλα να κλείσουμε με ένα αμίλητο «εις το επανιδείν». Μη γίνουμε δυο ξένοι, σε παρακαλώ. Μη διαγράψουμε με φθόνο όσα χτίσαμε με πόθο. Μη λησμονήσουμε με πίκρα όσα ζήσαμε με αγάπη. Μέχρι εδώ που φτάσαμε μπορώ να μας συγχωρήσω. Μέχρι εδώ τα άλλοθι με κρατούν ακόμα. Μέχρι εδώ οι δικαιολογίες όπως-όπως σκεπάζουν τις αδυναμίες μας και τις ενοχές μου. Αύριο ίσως πεις κάτι που δε θα μπορέσω να ξεχάσω ποτέ κι ίσως ξεστομίσω κάτι που θα σε στοιχειώνει για καιρό. Δεν έχουμε αύριο, αγάπη μου, εμείς.
Είσαι εσύ. Που με αγάπησες όσο κανείς. Που στηρίχτηκες σε όσα τόλμησα κι ανέχτηκες όσα φοβήθηκα. Που κοίταξες μέσα μου βαθιά κι ένιωσες τις πληγές μου. Που δεν τις λάτρεψες απλά, αλλά τις γιάτρεψες. Που έκανες τόσες αστείες γκριμάτσες. Που με αγκάλιαζες τόσο σφιχτά και νόμιζα θα πνιγώ. Που έμαθες να πίνω τον καφέ μου και μου τον έφτιαχνες πάντα χάλια. Που πάντα ήθελες όλο το σεντόνι για τον εαυτό σου.
Είμαι εγώ. Που σε αγάπησα όσο ποτέ. Που σε εμπιστεύτηκα σε όσα ήθελες και σε σεβάστηκα σε όσα αρνήθηκες. Που δε σταματούσα να χαμογελάω όταν με κοιτούσες στα μάτια. Που δεν άντεχα να σε αποχωρίζομαι τα πρωινά για τη δουλειά. Που έμαθα να μιμούμαι τις γκριμάτσες σου. Που ποτέ δεν πνίγηκα απ’ τις αγκαλιές σου κι ήθελα πάντα κι άλλες. Που έπινα μέχρι και την τελευταία γουλιά απ’ τον καφέ που έφτιαχνες πάντα χάλια. Που κάθε βράδυ γύρευα να χωθώ κάτω απ’ το σεντόνι που το έπαιρνες όλο δικό σου.
Αυτοί ήμασταν. Κι έλα να μείνουμε αυτοί. Τα τελευταία, τα κακά, προλαβαίνουμε να τα αφήσω εδώ. Δεν έχουμε γίνει ακόμα ένα μ’ αυτά. Έλα. Κλείσε την πόρτα που άρχισε πια να τρίζει, πριν προλάβει να πέσει για τα καλά. Μόνο μην την κλειδώσεις. Ίσως -πού ξέρεις;- κάποτε ξαναγίνει το καταφύγιό μας.
Δεν περνάνε έτσι απλά οι άνθρωποι στα μάτια των οποίων είδαμε την πιο όμορφη πλευρά του εαυτού μας. Δεν περνάνε έτσι απλά οι άνθρωποι στα χέρια των οποίων νιώσαμε την πιο όμορφη πλευρά της ζωής. Δεν περνάνε αυτοί οι άνθρωποι, γιατί κανονικά εξαρχής δεν ήρθαν για να περάσουν. Ήρθαν για να μείνουν. Κανονικά.
Αχ, μάτια μου, αυτό το «κανονικά» πόσο δεν ήταν ανέκαθεν φτιαγμένο για εμάς! Μαζί σου ανατράπηκαν όσα παρακαλούσα απ’ τη μοίρα να μου ανατρέψει κάποτε. Μαζί σου επιβεβαιώθηκαν κι όσα μέχρι να έρθεις ζούσαν αποκλειστικά στα πιο μυστικά, στα πιο ανείπωτα όνειρά μου. Γέλια που για πάντα θα αντηχούν στο σύμπαν. Αγκαλιές που θα κρατήσουμε ζεστές σε εκείνες τις τυχαίες και τόσο τυχερές φωτογραφίες μας. Βραδιές που πλέον θα μας ξαγρυπνούν από ανάγκη, από ανάμνηση για τότε που μας ξαγρυπνούσαν από πάθος.
Εμείς θα χωρίσουμε. Όχι κανονικά. Κανονικά χωρίζουν όσοι ξέχασαν κάπου την αγάπη τους, όσοι τη βρήκαν αλλού, όσοι δεν την θέλουν πια. Εγώ ούτε σε ξέχασα ούτε σε αντικατέστησα και σίγουρα σε χρειάζομαι πλάι μου όσο ποτέ. Αλλά φοβάμαι, καρδιά μου. Φοβάμαι πως μια θηλιά μας τριγυρίζει και σύντομα θα μας πνίξει. Φοβάμαι πως αλλοιωνόμαστε. Φοβάμαι πως θα με μισήσεις και θα σε μισήσω. Κι αυτό δε θέλω να το αφήσω να συμβεί.
Θέλω να σ’ αγαπώ. Δε θέλω να θυμάμαι καβγάδες, φωνές, χειρονομίες, νύχτες που κοιμηθήκαμε χωριστά, μέρες που από εγωισμό ή απέχθεια το τηλέφωνο παρέμενε άηχο. Δε θέλω να θυμάμαι πως κάποτε ξεστόμισα «καλύτερα να μη σε γνώριζα ποτέ» και πως εσύ αποκρίθηκες «είσαι ό,τι χειρότερο ήρθε στη ζωή μου». Λυπάμαι και ντρέπομαι για εκείνες τις στιγμές που αντί για «σ’ αγαπώ» ένιωσα την ανάγκη να σου φωνάξω ότι σε σιχαίνομαι.
Δε μας αξίζει. Όχι σε μας. Όχι σε μας που αγαπηθήκαμε τόσο βαθιά, τόσο ουσιαστικά, που κάποτε γι’ αυτή την αγάπη πήγαμε κόντρα σε όλους κι όλα. Τι μας συνέβη; Τι κάναμε λάθος; Ποιος θα το μάθει ποτέ αυτό; Η ζωή δε δίνει σε κανέναν μας τη δυνατότητα να γυρίσουμε το χρόνο πίσω και να αλλάξουμε την τροπή των πραγμάτων.
Ήταν μάλλον το γραμμένο μας να φτάσουμε εδώ. Όμως η ζωή ίσως δίνει σε κάποιους από εμάς τη δυνατότητα κάποτε, στο μέλλον, να μαζέψουμε τα κομμάτια μας και ποιος ξέρει να γίνουμε ένα και πάλι. Αν, όμως, γίνουμε θρύψαλα, θα μας είναι αδύνατο να μαζέψουμε κάθε κομμάτι μας και να το κολλήσουμε απ’ την αρχή.
Γι’ αυτό έλα να σταματήσουμε εδώ. Έλα να κλείσουμε με ένα αμίλητο «εις το επανιδείν». Μη γίνουμε δυο ξένοι, σε παρακαλώ. Μη διαγράψουμε με φθόνο όσα χτίσαμε με πόθο. Μη λησμονήσουμε με πίκρα όσα ζήσαμε με αγάπη. Μέχρι εδώ που φτάσαμε μπορώ να μας συγχωρήσω. Μέχρι εδώ τα άλλοθι με κρατούν ακόμα. Μέχρι εδώ οι δικαιολογίες όπως-όπως σκεπάζουν τις αδυναμίες μας και τις ενοχές μου. Αύριο ίσως πεις κάτι που δε θα μπορέσω να ξεχάσω ποτέ κι ίσως ξεστομίσω κάτι που θα σε στοιχειώνει για καιρό. Δεν έχουμε αύριο, αγάπη μου, εμείς.
Είσαι εσύ. Που με αγάπησες όσο κανείς. Που στηρίχτηκες σε όσα τόλμησα κι ανέχτηκες όσα φοβήθηκα. Που κοίταξες μέσα μου βαθιά κι ένιωσες τις πληγές μου. Που δεν τις λάτρεψες απλά, αλλά τις γιάτρεψες. Που έκανες τόσες αστείες γκριμάτσες. Που με αγκάλιαζες τόσο σφιχτά και νόμιζα θα πνιγώ. Που έμαθες να πίνω τον καφέ μου και μου τον έφτιαχνες πάντα χάλια. Που πάντα ήθελες όλο το σεντόνι για τον εαυτό σου.
Είμαι εγώ. Που σε αγάπησα όσο ποτέ. Που σε εμπιστεύτηκα σε όσα ήθελες και σε σεβάστηκα σε όσα αρνήθηκες. Που δε σταματούσα να χαμογελάω όταν με κοιτούσες στα μάτια. Που δεν άντεχα να σε αποχωρίζομαι τα πρωινά για τη δουλειά. Που έμαθα να μιμούμαι τις γκριμάτσες σου. Που ποτέ δεν πνίγηκα απ’ τις αγκαλιές σου κι ήθελα πάντα κι άλλες. Που έπινα μέχρι και την τελευταία γουλιά απ’ τον καφέ που έφτιαχνες πάντα χάλια. Που κάθε βράδυ γύρευα να χωθώ κάτω απ’ το σεντόνι που το έπαιρνες όλο δικό σου.
Αυτοί ήμασταν. Κι έλα να μείνουμε αυτοί. Τα τελευταία, τα κακά, προλαβαίνουμε να τα αφήσω εδώ. Δεν έχουμε γίνει ακόμα ένα μ’ αυτά. Έλα. Κλείσε την πόρτα που άρχισε πια να τρίζει, πριν προλάβει να πέσει για τα καλά. Μόνο μην την κλειδώσεις. Ίσως -πού ξέρεις;- κάποτε ξαναγίνει το καταφύγιό μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου