Η μοναχικότητα αποτελεί πηγή ευχαρίστησης, όταν ως παιδί ευτύχησες να μείνεις μόνος στη σιωπή με τον εαυτό σου, να τον παρηγορήσεις με τα μουρμουρίσματα στην κούνια όταν η μάνα σου δεν ερχόταν έγκαιρα, να γλείψεις τις παλάμες σου από το πέσιμο με το ποδήλατο, να γευτείς το αίμα σου, να μπορέσεις να μείνεις μόνος «μαζί» του.
Όταν τα διεισδυτικά μάτια εκείνου που σε φροντίζει είναι συνεχώς καρφωμένα πάνω σου διαπερνώντας το δέρμα σαν σουβλιά και προκαλώντας σε συνεχώς να ικανοποιήσεις κάθε του επιθυμία - όχι απλά να είσαι φρόνιμος, σωστός, ηθικός, καλός μαθητής, αλλά να ζήσεις τη ζωή του- τότε μαθαίνεις ότι η επαφή με τους ανθρώπους είναι μια βασανιστική κατάσταση που σε διεγείρει περισσότερο κι από ηλεκτροσόκ.
Η μοναχικότητα είναι μια από τις πιο αντιφατικές καταστάσεις που βιώνουμε. Μπορεί να αποτελεί έναν χώρο για να ησυχάσει κανείς από την εξωτερική «φασαρία», να βρεθεί με τον εαυτό του, να τον αφουγκραστεί, να τον φροντίσει, να του βάλει τις φωνές, να τον σαρκάσει ή μπορεί να γίνει ένας έρημος τόπος γεμάτος εγκατάλειψη, πόνο, όπου αισθάνεται κανείς έρμαιο, όπως ένα μωρό που αφέθηκε να κλαίει πολύ ώρα και ο πόνος στο στομάχι κυρίευσε το «είναι» του.
Υπάρχει ένας συνεχής και αδιόρατος φόβος για τον «άλλο», για το «μαζί», που βρίσκει πάντα τρόπο να φωλιάσει, ακόμη και αν ο καχεκτικός πιτσιρικάς που υπήρξες μικρός μεταμορφωθεί σε έναν δυνατό, σκληρό και "ατρόμητο" τύπο.
Αυτός ο φόβος φτιάχνει ένα στρώμα πάνω στο δέρμα σου, που δεν επιτρέπει τη συνάντηση με τον άλλο. Ακόμη κι αν βρεθεί ο θαρραλέος που θα το αποτολμήσει, το άγγιγμα μοιάζει με κάψιμο ή με τσίμπημα κουνουπιού ή με τίποτα – σαν να μην υπάρχει.
Τόσο μεγάλη είναι η ανάγκη να προστατευτείς από τους ανθρώπους που πρέπει να τους «εξολοθρεύσεις» όλους-όλους, για να μη βρεθεί ούτε ένας να σου αποδείξει ότι εσύ στέρησες από τον εαυτό σου όλα εκείνα που είχε ανάγκη.
Μπορεί η παιδική μας ζωή να μην εξελιχθεί καλά, αλλά τα τραύματα που συντηρούμε ως ενήλικες, συνεχίζοντας το "έργο" των γονιών, είναι αποκλειστικά δική μας ευθύνη.
Ένας άνθρωπος μπορεί να αντέξει πολλά χρόνια χωρίς χάδι, αλλά ούτε μια στιγμή χωρίς τον φόβο.
Όταν τα διεισδυτικά μάτια εκείνου που σε φροντίζει είναι συνεχώς καρφωμένα πάνω σου διαπερνώντας το δέρμα σαν σουβλιά και προκαλώντας σε συνεχώς να ικανοποιήσεις κάθε του επιθυμία - όχι απλά να είσαι φρόνιμος, σωστός, ηθικός, καλός μαθητής, αλλά να ζήσεις τη ζωή του- τότε μαθαίνεις ότι η επαφή με τους ανθρώπους είναι μια βασανιστική κατάσταση που σε διεγείρει περισσότερο κι από ηλεκτροσόκ.
Η μοναχικότητα είναι μια από τις πιο αντιφατικές καταστάσεις που βιώνουμε. Μπορεί να αποτελεί έναν χώρο για να ησυχάσει κανείς από την εξωτερική «φασαρία», να βρεθεί με τον εαυτό του, να τον αφουγκραστεί, να τον φροντίσει, να του βάλει τις φωνές, να τον σαρκάσει ή μπορεί να γίνει ένας έρημος τόπος γεμάτος εγκατάλειψη, πόνο, όπου αισθάνεται κανείς έρμαιο, όπως ένα μωρό που αφέθηκε να κλαίει πολύ ώρα και ο πόνος στο στομάχι κυρίευσε το «είναι» του.
Υπάρχει ένας συνεχής και αδιόρατος φόβος για τον «άλλο», για το «μαζί», που βρίσκει πάντα τρόπο να φωλιάσει, ακόμη και αν ο καχεκτικός πιτσιρικάς που υπήρξες μικρός μεταμορφωθεί σε έναν δυνατό, σκληρό και "ατρόμητο" τύπο.
Αυτός ο φόβος φτιάχνει ένα στρώμα πάνω στο δέρμα σου, που δεν επιτρέπει τη συνάντηση με τον άλλο. Ακόμη κι αν βρεθεί ο θαρραλέος που θα το αποτολμήσει, το άγγιγμα μοιάζει με κάψιμο ή με τσίμπημα κουνουπιού ή με τίποτα – σαν να μην υπάρχει.
Τόσο μεγάλη είναι η ανάγκη να προστατευτείς από τους ανθρώπους που πρέπει να τους «εξολοθρεύσεις» όλους-όλους, για να μη βρεθεί ούτε ένας να σου αποδείξει ότι εσύ στέρησες από τον εαυτό σου όλα εκείνα που είχε ανάγκη.
Μπορεί η παιδική μας ζωή να μην εξελιχθεί καλά, αλλά τα τραύματα που συντηρούμε ως ενήλικες, συνεχίζοντας το "έργο" των γονιών, είναι αποκλειστικά δική μας ευθύνη.
Ένας άνθρωπος μπορεί να αντέξει πολλά χρόνια χωρίς χάδι, αλλά ούτε μια στιγμή χωρίς τον φόβο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου