Μάρτιν Χάιντεγκερ: 1889-1976
Ο λαός είναι το πεπρωμένο του
Ο Χάιντεγκερ αναγνωρίζει ότι η έννοια λαός δεν είναι μονοσήμαντη: χρησιμοποιείται πολυδύναμα και ανάλογα με τις επί μέρους νοηματικές διεκδικήσεις ή φανερώσεις (GA 38, σ. 61). Ωστόσο αναζητεί εκείνη τη διακριτική και όχι λιγότερο διακριτή ενότητα, κάτω από την οποία μπορούν να υπαχθούν όλες οι σχετικές διαφοροποιήσεις. Για να δούμε τι είναι λαός, μας λέει ο φιλόσοφος, πρέπει να ξεκινάμε από το τι δεν είναι λαός. Τι δεν είναι λοιπόν λαός; Δεν είναι ένα πλήθος ανθρώπων, που συνδέει τον ενιαίο χαρακτήρα του με γεωγραφικά, βιολογικά, φυλετικά δεδομένα. Κατά την τρέχουσα αντίληψη είναι κι αυτό λαός, μας λέει ο φιλόσοφος, αλλά αποτελεί κυρίως μια συλλογική έκφραση ατόμων, εν πολλοίς χθαμαλή και καθεύδουσα: μια μαζοποίηση χωρίς αυθεντικότητα και καμιά αυθεντική εννόηση του λαού ως ενιαίας δημιουργικής ολότητας, δηλαδή υπό τη μορφή «του λαϊκού-κρατικού Dasein» (Μ. Χάιντεγκερ: περί πολιτικής …, εκδ. Ηριδανός, σ. 119). Επίσης δεν μπορεί να συλλαμβάνεται ο λαός ως ένας κλειστός κόσμος μιας ορισμένης σωματικής, ψυχικής ή πνευματικής συλλογικότητας. Σ’ αυτές και άλλες παρόμοιες περιπτώσεις, η έννοια του λαού είναι εντελώς αφηρημένη, καθώς η έννοια του ανθρώπου, που εμπεριέχεται μέσα στην έννοια του λαού, δεν συλλαμβάνεται στην ιστορικότητά του, στο πεπρωμένο του, αλλά ως συμβεβηκός, ως συμπτωματική ιδιότητα, με αποτέλεσμα πλήθη και μάζες ανθρώπινων κοινωνιών να μετατρέπονται σε όχλο, σε συρφετό, αγόμενο και φερόμενο από τους εκάστοτε πολιτικούς, επιστημονικούς και άλλους δυνάστες του.
Ενώ είναι όχλος, εν τούτοις δεν κατανοεί τον εαυτό του ως όχλο –γιατί τότε δεν θα ήταν όχλος– αλλά ως τον πιο σπουδαιοφανή παράγοντα μέσα στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι. Συμπεριφορά όχλου π.χ. έχει ο ψηφοφόρος, που άγεται και φέρεται από τα τερατώδη ψεύδη των ανίκανων πολιτικάντηδων. Στον όχλο βέβαια ανήκει και το γένος των πολιτικάντηδων, ανεξάρτητα από το προσωπείο του, καθώς είναι ένα συμβεβηκός και καμιά ιστορική ουσία και παρ-ουσία. Ορισμένως λοιπόν το τι είναι λαός παραπέμπει στην κοινότητα που ρωτάει: ποιοι είμαστε ως λαός; Αυτή η μετατόπιση από το τι στο ποιοι δεν είναι απλώς μετατροπή της μιας λέξης στην άλλη, αποφαίνεται ο Χάιντεγκερ, αλλά και μετασχηματισμός του δικού μας Είναι, ημών των ίδιων (GA 38, σ. 70). Ο λαός παύει να είναι όχλος, όταν ως ύπαρξη, ως Dasein, ρωτά για τον Είναι του, για το ποιος είναι. Αυτή η ερωτηματική στάση τον οδηγεί σε αναζήτηση του νοήματος σε σχέση με αυτό που είναι ή ακόμη δεν είναι. Τον καθιστά ικανό για απόφαση, καθώς η τελευταία ιδιάζει στην φύση του (ό.π.). Αλλά για ποια απόφαση; Για την απόφαση να σκεφτεί το Είναι της ύπαρξής του (GA 65, σ. 97). Η απόφαση λοιπόν, η ιδιάζουσα στο λαό, σημαίνει, στην παρούσα θεματική, δύο τινά: πρώτον τον φέρνει αντιμέτωπο με το πεπρωμένο του. Φυσικά, αντιμέτωπος με το πεπρωμένο του είναι κάποιος, άτομο ή λαός, όπως καλή ώρα ο ελληνικός, κάθε στιγμή και κάθε ώρα. Το ζητούμενο όμως είναι πώς και πόσο το κατανοεί αυτό, και συνακόλουθα ποια είναι η μέριμνά του.
Το πώς, το πόσο και το ποια υλοποιoύνται: δεύτερον, με το να τον τοποθετεί, από πλευράς χρόνου, ανάμεσα στη αρχή και το τέλος, ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο. Τούτο το Ανάμεσα με τη σειρά του: α) προσδιορίζει το Dasein του λαού ως μέριμνα και β) το συνδέει με την ιστορικότητά του. Το εν λόγω Dasein αφανίζεται ή ευδοκιμεί, όταν έχει επίγνωση σχετικά με το εάν είναι πραγματικά, αυθεντικά στον εαυτό του ή μόνο κατ’ επίφαση και επιφανειακά (GA 65, σ. 50-51)ˑ τουτέστιν, όταν μεριμνά για την ιστορία του εαυτού του ως ανθρώπινου Dasein, δηλαδή για το να υπάρχει ιστορικά. Τι σημαίνει όμως, για έναν λαό, να υπάρχει ιστορικά; Σημαίνει όχι μόνο να μετέχει με κάποιο τρόπο στην ιστορία, αλλά να την παράγει με κάποιο τρόπο. Ο τρόπος που την παράγει ανοίγει ή κλείνει τον δρόμο στην υπαρκτική κατανόηση της ιστορικότητάς του, στο φωτισμό που εκπέμπει το Είναι του. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, τον ελληνικό λαό: εάν αυτοπαγιδεύεται σε μουσειακές νοο-τροπίες, σε χρονολογικές αναφορές, σε παρελθοντικές αφηγήσεις, σε πολιτικο-κυβερνητικούς παλιμπαιδισμούς και κάθε τέτοιου είδους σαθρά ιδεολογήματα αρρωστημένων προσώπων ή συντεχνιών, τότε αφανίζεται μέσα στο ένα ή το άλλο περιορισμένο χρονικό σημείο, ας πούμε στο χρονικό σημείο των εκλογών, ενός θεάματος, των ασυνάρτητων μπαρουφακισμών νέου τύπου κ.λπ., και χάνει από μπροστά του τον ευρύτερο ιστορικό ορίζοντα, δηλαδή το δικό του παρατηρητήριο κατόπτευσης των συμβάντων, τον ιδιάζοντα στη φύση του τρόπο απόφασης για την ύπαρξή του. Εάν, απεναντίας, εδώ και τώρα μάχεται για τη δέουσα αυθεντική του στιγμή, διαμορφώνει με ελεύθερο τρόπο την προσωπική του μοίρα και αποτρέπει, στο δυνατό βαθμό, παρενέργειες ενός μαζοποιημένου πεπρωμένου: δεν ασχολείται ή δεν παρηγορείται με τη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου άλλων λαών και ανθρώπων, αλλά με τη δική του αντίστοιχη νύχτα, «που δεν κουβεντιάζεται, γιατί είναι ζωντανή/γιατί είναι αμίλητη και προχωράει» (Σεφέρης).
Ο λαός είναι το πεπρωμένο του
Ο Χάιντεγκερ αναγνωρίζει ότι η έννοια λαός δεν είναι μονοσήμαντη: χρησιμοποιείται πολυδύναμα και ανάλογα με τις επί μέρους νοηματικές διεκδικήσεις ή φανερώσεις (GA 38, σ. 61). Ωστόσο αναζητεί εκείνη τη διακριτική και όχι λιγότερο διακριτή ενότητα, κάτω από την οποία μπορούν να υπαχθούν όλες οι σχετικές διαφοροποιήσεις. Για να δούμε τι είναι λαός, μας λέει ο φιλόσοφος, πρέπει να ξεκινάμε από το τι δεν είναι λαός. Τι δεν είναι λοιπόν λαός; Δεν είναι ένα πλήθος ανθρώπων, που συνδέει τον ενιαίο χαρακτήρα του με γεωγραφικά, βιολογικά, φυλετικά δεδομένα. Κατά την τρέχουσα αντίληψη είναι κι αυτό λαός, μας λέει ο φιλόσοφος, αλλά αποτελεί κυρίως μια συλλογική έκφραση ατόμων, εν πολλοίς χθαμαλή και καθεύδουσα: μια μαζοποίηση χωρίς αυθεντικότητα και καμιά αυθεντική εννόηση του λαού ως ενιαίας δημιουργικής ολότητας, δηλαδή υπό τη μορφή «του λαϊκού-κρατικού Dasein» (Μ. Χάιντεγκερ: περί πολιτικής …, εκδ. Ηριδανός, σ. 119). Επίσης δεν μπορεί να συλλαμβάνεται ο λαός ως ένας κλειστός κόσμος μιας ορισμένης σωματικής, ψυχικής ή πνευματικής συλλογικότητας. Σ’ αυτές και άλλες παρόμοιες περιπτώσεις, η έννοια του λαού είναι εντελώς αφηρημένη, καθώς η έννοια του ανθρώπου, που εμπεριέχεται μέσα στην έννοια του λαού, δεν συλλαμβάνεται στην ιστορικότητά του, στο πεπρωμένο του, αλλά ως συμβεβηκός, ως συμπτωματική ιδιότητα, με αποτέλεσμα πλήθη και μάζες ανθρώπινων κοινωνιών να μετατρέπονται σε όχλο, σε συρφετό, αγόμενο και φερόμενο από τους εκάστοτε πολιτικούς, επιστημονικούς και άλλους δυνάστες του.
Ενώ είναι όχλος, εν τούτοις δεν κατανοεί τον εαυτό του ως όχλο –γιατί τότε δεν θα ήταν όχλος– αλλά ως τον πιο σπουδαιοφανή παράγοντα μέσα στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι. Συμπεριφορά όχλου π.χ. έχει ο ψηφοφόρος, που άγεται και φέρεται από τα τερατώδη ψεύδη των ανίκανων πολιτικάντηδων. Στον όχλο βέβαια ανήκει και το γένος των πολιτικάντηδων, ανεξάρτητα από το προσωπείο του, καθώς είναι ένα συμβεβηκός και καμιά ιστορική ουσία και παρ-ουσία. Ορισμένως λοιπόν το τι είναι λαός παραπέμπει στην κοινότητα που ρωτάει: ποιοι είμαστε ως λαός; Αυτή η μετατόπιση από το τι στο ποιοι δεν είναι απλώς μετατροπή της μιας λέξης στην άλλη, αποφαίνεται ο Χάιντεγκερ, αλλά και μετασχηματισμός του δικού μας Είναι, ημών των ίδιων (GA 38, σ. 70). Ο λαός παύει να είναι όχλος, όταν ως ύπαρξη, ως Dasein, ρωτά για τον Είναι του, για το ποιος είναι. Αυτή η ερωτηματική στάση τον οδηγεί σε αναζήτηση του νοήματος σε σχέση με αυτό που είναι ή ακόμη δεν είναι. Τον καθιστά ικανό για απόφαση, καθώς η τελευταία ιδιάζει στην φύση του (ό.π.). Αλλά για ποια απόφαση; Για την απόφαση να σκεφτεί το Είναι της ύπαρξής του (GA 65, σ. 97). Η απόφαση λοιπόν, η ιδιάζουσα στο λαό, σημαίνει, στην παρούσα θεματική, δύο τινά: πρώτον τον φέρνει αντιμέτωπο με το πεπρωμένο του. Φυσικά, αντιμέτωπος με το πεπρωμένο του είναι κάποιος, άτομο ή λαός, όπως καλή ώρα ο ελληνικός, κάθε στιγμή και κάθε ώρα. Το ζητούμενο όμως είναι πώς και πόσο το κατανοεί αυτό, και συνακόλουθα ποια είναι η μέριμνά του.
Το πώς, το πόσο και το ποια υλοποιoύνται: δεύτερον, με το να τον τοποθετεί, από πλευράς χρόνου, ανάμεσα στη αρχή και το τέλος, ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο. Τούτο το Ανάμεσα με τη σειρά του: α) προσδιορίζει το Dasein του λαού ως μέριμνα και β) το συνδέει με την ιστορικότητά του. Το εν λόγω Dasein αφανίζεται ή ευδοκιμεί, όταν έχει επίγνωση σχετικά με το εάν είναι πραγματικά, αυθεντικά στον εαυτό του ή μόνο κατ’ επίφαση και επιφανειακά (GA 65, σ. 50-51)ˑ τουτέστιν, όταν μεριμνά για την ιστορία του εαυτού του ως ανθρώπινου Dasein, δηλαδή για το να υπάρχει ιστορικά. Τι σημαίνει όμως, για έναν λαό, να υπάρχει ιστορικά; Σημαίνει όχι μόνο να μετέχει με κάποιο τρόπο στην ιστορία, αλλά να την παράγει με κάποιο τρόπο. Ο τρόπος που την παράγει ανοίγει ή κλείνει τον δρόμο στην υπαρκτική κατανόηση της ιστορικότητάς του, στο φωτισμό που εκπέμπει το Είναι του. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, τον ελληνικό λαό: εάν αυτοπαγιδεύεται σε μουσειακές νοο-τροπίες, σε χρονολογικές αναφορές, σε παρελθοντικές αφηγήσεις, σε πολιτικο-κυβερνητικούς παλιμπαιδισμούς και κάθε τέτοιου είδους σαθρά ιδεολογήματα αρρωστημένων προσώπων ή συντεχνιών, τότε αφανίζεται μέσα στο ένα ή το άλλο περιορισμένο χρονικό σημείο, ας πούμε στο χρονικό σημείο των εκλογών, ενός θεάματος, των ασυνάρτητων μπαρουφακισμών νέου τύπου κ.λπ., και χάνει από μπροστά του τον ευρύτερο ιστορικό ορίζοντα, δηλαδή το δικό του παρατηρητήριο κατόπτευσης των συμβάντων, τον ιδιάζοντα στη φύση του τρόπο απόφασης για την ύπαρξή του. Εάν, απεναντίας, εδώ και τώρα μάχεται για τη δέουσα αυθεντική του στιγμή, διαμορφώνει με ελεύθερο τρόπο την προσωπική του μοίρα και αποτρέπει, στο δυνατό βαθμό, παρενέργειες ενός μαζοποιημένου πεπρωμένου: δεν ασχολείται ή δεν παρηγορείται με τη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου άλλων λαών και ανθρώπων, αλλά με τη δική του αντίστοιχη νύχτα, «που δεν κουβεντιάζεται, γιατί είναι ζωντανή/γιατί είναι αμίλητη και προχωράει» (Σεφέρης).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου