Τοῖα μὲν ἠπείλησεν ἐοικότα παρθενικῇσιν.
θηλείης δὲ Λέανδρος ὅτ᾽ ἔκλυεν οἶστρον ἀπειλῆς,
130 ἔγνω πειθομένων σημήια παρθενικάων·
καὶ γὰρ ὅτ᾽ ἠιθέοισιν ἀπειλείουσι γυναῖκες,
Κυπριδίων ὀάρων αὐτάγγελοί εἰσιν ἀπειλαί.
παρθενικῆς δ᾽ εὔοδμον ἐύχροον αὐχένα κύσσας
τοῖον μῦθον ἔειπε πόθου βεβολημένος οἴστρῳ·
135«Κύπρι φίλη μετὰ Κύπριν, Ἀθηναίη μετ᾽ Ἀθήνην,
οὐ γὰρ ἐπιχθονίῃσιν ἴσην καλέω σε γυναιξίν,
ἀλλά σε θυγατέρεσσι Διὸς Κρονίωνος ἐίσκω,
ὄλβιος, ὅς σε φύτευσε, καὶ ὀλβίη, ἣ τέκε μήτηρ,
γαστήρ, ἥ σε λόχευσε, μακαρτάτη. ἀλλὰ λιτάων
140 ἡμετέρων ἐπάκουε, πόθου δ᾽ οἴκτειρον ἀνάγκην.
Κύπριδος ὡς ἱέρεια μετέρχεο Κύπριδος ἔργα·
δεῦρ᾽ ἴθι μυστιπόλευε γαμήλια θεσμὰ θεαίνης.
παρθένον οὐκ ἐπέοικεν ὑποδρήσσειν Κυθερείῃ,
παρθενικαῖς οὐ Κύπρις ἰαίνεται. ἢν δ᾽ ἐθελήσῃς
145 θεσμὰ θεῆς ἐρόεντα καὶ ὄργια κεδνὰ δαῆναι,
ἔστι γάμος καὶ λέκτρα. σὺ δ᾽, εἰ φιλέεις Ἀφροδίτην,
θελξινόων ἀγάπαζε μελίφρονα θεσμὸν Ἐρώτων.
σὸν δ᾽ ἱκέτην με κόμιζε καί, ἢν ἐθέλῃς, παρακοίτην,
τόν σοι ἔρως ἤγρευσεν ἑοῖς βελέεσσι κιχήσας,
150 ὡς θρασὺν Ἡρακλῆα θοὸς χρυσόρραπις Ἑρμῆς
θητεύειν ἐκόμισσεν Ἰαρδανίῃ ποτὲ νύμφῃ.
σοὶ δέ με Κύπρις ἔπεμψε καὶ οὐ σοφὸς ἤγαγεν Ἑρμῆς.
παρθένος οὔ σε λέληθεν ἀπ᾽ Ἀρκαδίης Ἀταλάντη,
ἥ ποτε Μειλανίωνος ἐρασσαμένου φύγεν εὐνὴν
155 παρθενίης ἀλέγουσα· χολωομένης δ᾽ Ἀφροδίτης,
τὸν πάρος οὐκ ἐπόθησεν, ἐνὶ κραδίῃ θέτο πάσῃ.
πείθεο καὶ σύ, φίλη, μὴ Κύπριδι μῆνιν ἐγείρῃς.»
***
Με τούτα τον εμάλωσε των κορασιών τα λόγια·μα σαν άκουσ᾽ ο Λέανδρος τα τόσα πείσματά της,130ένιωσε τα καμώματα των κορασιών που θέλουν·γιατί όταν ομορφόπαιδα μαλώνουν οι γυναίκεςφιλιά ειναι τα μαλώματα και χάδια είν᾽ οι φοβέρες.Και τον λαιμό της φίλησε, τον μοσχομυρισμένοκαι τέτοιο λόγον είπε της ερωτοπληγωμένος·135«Άλλη Αφροδίτη στη θωριά, άλλη Αθηνά στην γνώση,γιατ᾽ ίσα με του κόσμου εσέ γυναίκες δεν σε βάζω·με θυγατέρες μόνο εγώ του Διός συγκρίνω εσένα·χαρά στον όπου σ᾽ έκαμε, χαρά στην που σ᾽ εγέννα·κι όποια σ᾽ εκοιλιοπόνησε, καλή της ώρα, κόρη.140Μόν᾽ άκουσε τον λόγο μου, τον πόνο μου στοχάσου.Της Αφροδίτης καλογριά, σαν Αφροδίτη κάμε.Έλα, ευλόγα τον γάμο σου, σαν θέλει η δέσποινά σου·κοράσι να την λειτουργά την θεά Αφρώ δεν πρέπει·δεν καλοβλέπει κορασιές η χάρη της· αν θέλεις145να ξέρεις ποιό ειναι της θεάς το θέλημα, είν᾽ ο γάμος·κι εσύ τώρ᾽ αν την αγαπάς την Αφροδίτη αλήθεια,και την αγάπη αγάπησε, που ᾽ναι γλυκιά σαν μέλι·κι ελέησέ με τον φτωχό και πάρε με άνδρ᾽ αν θέλειςοπού σου τον ετόξεψε με τ᾽ άρματά του ο Έρως,150σαν ο γοργός επήγ᾽ ο Ερμής με το χρυσό ραβδί τουτον ανδρειωμένον Ηρακλή για σκλάβο της Ομφάλης.Εδώ δεν μ᾽ έφερε ο Ερμής, με πέμπει η Αφροδίτη·και θα ᾽χεις κάποτε ακουστή την νια την Αταλάντη,που ξέφυγε τον Μελανό, τον αγαπητικό της,155κόρη να μείνει· μα καθώς πεισμώθη η Αφροδίτη,κείνον που δεν ποθούσε πριν, από καρδιάς τον πήρε.Άκουε και συ, ω αγάπη μου, μην την θεά θυμώσεις».
θηλείης δὲ Λέανδρος ὅτ᾽ ἔκλυεν οἶστρον ἀπειλῆς,
130 ἔγνω πειθομένων σημήια παρθενικάων·
καὶ γὰρ ὅτ᾽ ἠιθέοισιν ἀπειλείουσι γυναῖκες,
Κυπριδίων ὀάρων αὐτάγγελοί εἰσιν ἀπειλαί.
παρθενικῆς δ᾽ εὔοδμον ἐύχροον αὐχένα κύσσας
τοῖον μῦθον ἔειπε πόθου βεβολημένος οἴστρῳ·
135«Κύπρι φίλη μετὰ Κύπριν, Ἀθηναίη μετ᾽ Ἀθήνην,
οὐ γὰρ ἐπιχθονίῃσιν ἴσην καλέω σε γυναιξίν,
ἀλλά σε θυγατέρεσσι Διὸς Κρονίωνος ἐίσκω,
ὄλβιος, ὅς σε φύτευσε, καὶ ὀλβίη, ἣ τέκε μήτηρ,
γαστήρ, ἥ σε λόχευσε, μακαρτάτη. ἀλλὰ λιτάων
140 ἡμετέρων ἐπάκουε, πόθου δ᾽ οἴκτειρον ἀνάγκην.
Κύπριδος ὡς ἱέρεια μετέρχεο Κύπριδος ἔργα·
δεῦρ᾽ ἴθι μυστιπόλευε γαμήλια θεσμὰ θεαίνης.
παρθένον οὐκ ἐπέοικεν ὑποδρήσσειν Κυθερείῃ,
παρθενικαῖς οὐ Κύπρις ἰαίνεται. ἢν δ᾽ ἐθελήσῃς
145 θεσμὰ θεῆς ἐρόεντα καὶ ὄργια κεδνὰ δαῆναι,
ἔστι γάμος καὶ λέκτρα. σὺ δ᾽, εἰ φιλέεις Ἀφροδίτην,
θελξινόων ἀγάπαζε μελίφρονα θεσμὸν Ἐρώτων.
σὸν δ᾽ ἱκέτην με κόμιζε καί, ἢν ἐθέλῃς, παρακοίτην,
τόν σοι ἔρως ἤγρευσεν ἑοῖς βελέεσσι κιχήσας,
150 ὡς θρασὺν Ἡρακλῆα θοὸς χρυσόρραπις Ἑρμῆς
θητεύειν ἐκόμισσεν Ἰαρδανίῃ ποτὲ νύμφῃ.
σοὶ δέ με Κύπρις ἔπεμψε καὶ οὐ σοφὸς ἤγαγεν Ἑρμῆς.
παρθένος οὔ σε λέληθεν ἀπ᾽ Ἀρκαδίης Ἀταλάντη,
ἥ ποτε Μειλανίωνος ἐρασσαμένου φύγεν εὐνὴν
155 παρθενίης ἀλέγουσα· χολωομένης δ᾽ Ἀφροδίτης,
τὸν πάρος οὐκ ἐπόθησεν, ἐνὶ κραδίῃ θέτο πάσῃ.
πείθεο καὶ σύ, φίλη, μὴ Κύπριδι μῆνιν ἐγείρῃς.»
***
Με τούτα τον εμάλωσε των κορασιών τα λόγια·μα σαν άκουσ᾽ ο Λέανδρος τα τόσα πείσματά της,130ένιωσε τα καμώματα των κορασιών που θέλουν·γιατί όταν ομορφόπαιδα μαλώνουν οι γυναίκεςφιλιά ειναι τα μαλώματα και χάδια είν᾽ οι φοβέρες.Και τον λαιμό της φίλησε, τον μοσχομυρισμένοκαι τέτοιο λόγον είπε της ερωτοπληγωμένος·135«Άλλη Αφροδίτη στη θωριά, άλλη Αθηνά στην γνώση,γιατ᾽ ίσα με του κόσμου εσέ γυναίκες δεν σε βάζω·με θυγατέρες μόνο εγώ του Διός συγκρίνω εσένα·χαρά στον όπου σ᾽ έκαμε, χαρά στην που σ᾽ εγέννα·κι όποια σ᾽ εκοιλιοπόνησε, καλή της ώρα, κόρη.140Μόν᾽ άκουσε τον λόγο μου, τον πόνο μου στοχάσου.Της Αφροδίτης καλογριά, σαν Αφροδίτη κάμε.Έλα, ευλόγα τον γάμο σου, σαν θέλει η δέσποινά σου·κοράσι να την λειτουργά την θεά Αφρώ δεν πρέπει·δεν καλοβλέπει κορασιές η χάρη της· αν θέλεις145να ξέρεις ποιό ειναι της θεάς το θέλημα, είν᾽ ο γάμος·κι εσύ τώρ᾽ αν την αγαπάς την Αφροδίτη αλήθεια,και την αγάπη αγάπησε, που ᾽ναι γλυκιά σαν μέλι·κι ελέησέ με τον φτωχό και πάρε με άνδρ᾽ αν θέλειςοπού σου τον ετόξεψε με τ᾽ άρματά του ο Έρως,150σαν ο γοργός επήγ᾽ ο Ερμής με το χρυσό ραβδί τουτον ανδρειωμένον Ηρακλή για σκλάβο της Ομφάλης.Εδώ δεν μ᾽ έφερε ο Ερμής, με πέμπει η Αφροδίτη·και θα ᾽χεις κάποτε ακουστή την νια την Αταλάντη,που ξέφυγε τον Μελανό, τον αγαπητικό της,155κόρη να μείνει· μα καθώς πεισμώθη η Αφροδίτη,κείνον που δεν ποθούσε πριν, από καρδιάς τον πήρε.Άκουε και συ, ω αγάπη μου, μην την θεά θυμώσεις».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου