Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2016

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Μήδεια (131-212)

Αποτέλεσμα εικόνας για artΠΑΡΟΔΟΣ


ΧΟΡΟΣ
ἔκλυον φωνάν, ἔκλυον δὲ βοὰν
τᾶς δυστάνου Κολχίδος· οὐδέπω
ἤπιος; ἀλλ᾽, ὦ γεραιά, λέξον.
135 ἀμφιπύλου γὰρ ἔσω μελάθρου γόον
ἔκλυον, οὐδὲ συνήδομαι, ὦ γύναι,
ἄλγεσι δώματος,
ἐπεί μοι φιλία κέκραται.

ΤΡ. οὐκ εἰσὶ δόμοι· φροῦδα τάδ᾽ ἤδη.
140 τὸν μὲν γὰρ ἔχει λέκτρα τυράννων,
ἡ δ᾽ ἐν θαλάμοις τήκει βιοτὴν
δέσποινα, φίλων οὐδενὸς οὐδὲν
παραθαλπομένη φρένα μύθοις.
ΜΗ. αἰαῖ,
διά μου κεφαλᾶς φλὸξ οὐρανία
145 βαίη· τί δέ μοι ζῆν ἔτι κέρδος;
φεῦ φεῦ· θανάτῳ καταλυσαίμαν
βιοτὰν στυγερὰν προλιποῦσα.

ΧΟ. ἄιες, ὦ Ζεῦ καὶ Γᾶ καὶ φῶς, [στρ.]
ἀχὰν οἵαν ἁ δύστανος
150 μέλπει νύμφα;
τίς σοί ποτε τᾶς ἀπλάτου
κοίτας ἔρος, ὦ ματαία;
σπεύσεις θανάτου τελευτάν;
μηδὲν τόδε λίσσου.
155 εἰ δὲ σὸς πόσις καινὰ λέχη σεβίζει,
κείνῳ τόδε μὴ χαράσσου·
Ζεύς σοι τάδε συνδικήσει.
μὴ λίαν τάκου δυρομένα σὸν εὐνέταν.

160 ΜΗ. ὦ μεγάλα Θέμι καὶ πότνι᾽ Ἄρτεμι,
λεύσσεθ᾽ ἃ πάσχω, μεγάλοις ὅρκοις
ἐνδησαμένα τὸν κατάρατον
πόσιν; ὅν ποτ᾽ ἐγὼ νύμφαν τ᾽ ἐσίδοιμ᾽
αὐτοῖς μελάθροις διακναιομένους,
165 οἷ᾽ ἐμὲ πρόσθεν τολμῶσ᾽ ἀδικεῖν.
ὦ πάτερ, ὦ πόλις, ὧν ἀπενάσθην
αἰσχρῶς τὸν ἐμὸν κτείνασα κάσιν.
ΤΡ. κλύεθ᾽ οἷα λέγει κἀπιβοᾶται
Θέμιν εὐκταίαν Ζῆνά θ᾽, ὃς ὅρκων
170 θνητοῖς ταμίας νενόμισται;
οὐκ ἔστιν ὅπως ἔν τινι μικρῷ
δέσποινα χόλον καταπαύσει.

ΧΟ. πῶς ἂν ἐς ὄψιν τὰν ἁμετέραν [αντ.]
ἔλθοι μύθων τ᾽ αὐδαθέντων
175 δέξαιτ᾽ ὀμφάν,
εἴ πως βαρύθυμον ὀργὰν
καὶ λῆμα φρενῶν μεθείη;
μήτοι τό γ᾽ ἐμὸν πρόθυμον
φίλοισιν ἀπέστω.
180 ἀλλὰ βᾶσά νιν δεῦρο πόρευσον οἴκων
ἔξω· φίλα καὶ τάδ᾽ αὔδα,
σπεύσασά τι πρὶν κακῶσαι
τοὺς ἔσω· πένθος γὰρ μεγάλως τόδ᾽ ὁρμᾶται.

ΤΡ. δράσω τάδ᾽· ἀτὰρ φόβος εἰ πείσω
185 δέσποιναν ἐμήν·
μόχθου δὲ χάριν τήνδ᾽ ἐπιδώσω.
καίτοι τοκάδος δέργμα λεαίνης
ἀποταυροῦται δμωσίν, ὅταν τις
μῦθον προφέρων πέλας ὁρμηθῇ.
190 σκαιοὺς δὲ λέγων κοὐδέν τι σοφοὺς
τοὺς πρόσθε βροτοὺς οὐκ ἂν ἁμάρτοις,
οἵτινες ὕμνους ἐπὶ μὲν θαλίαις
ἐπί τ᾽ εἰλαπίναις καὶ παρὰ δείπνοις
ηὕροντο βίῳ τερπνὰς ἀκοάς·
195 στυγίους δὲ βροτῶν οὐδεὶς λύπας
ηὕρετο μούσῃ καὶ πολυχόρδοις
ᾠδαῖς παύειν, ἐξ ὧν θάνατοι
δειναί τε τύχαι σφάλλουσι δόμους.
καίτοι τάδε μὲν κέρδος ἀκεῖσθαι
200 μολπαῖσι βροτούς· ἵνα δ᾽ εὔδειπνοι
δαῖτες, τί μάτην τείνουσι βοήν;
τὸ παρὸν γὰρ ἔχει τέρψιν ἀφ᾽ αὑτοῦ
δαιτὸς πλήρωμα βροτοῖσιν.

205 ΧΟ. ἀχὰν ἄιον πολύστονον γόων,
λιγυρὰ δ᾽ ἄχεα μογερὰ βοᾷ
τὸν ἐν λέχει προδόταν κακόνυμφον·
θεοκλυτεῖ δ᾽ ἄδικα παθοῦσα
τὰν Ζηνὸς ὁρκίαν Θέμιν, ἅ νιν ἔβασεν
210 Ἑλλάδ᾽ ἐς ἀντίπορον
δι᾽ ἅλα νύχιον ἐφ᾽ ἁλμυρὰν
Πόντου κλῇδ᾽ ἀπεράντου.

***

ΠΑΡΟΔΟΣ


(Από τη μία ή από τις δύο παρόδους εισέρχεται ο Χορός,που απαρτίζεται από γυναίκες της Κορίνθου.)
ΧΟΡΟΣΆκουσα τη φωνή, άκουσα την κραυγήτης δυστυχισμένης γυναίκας από την Κολχίδα.Δεν γαλήνεψε ακόμα; Πες μας, γερόντισσα.135Από το βάθος του αμφίθυρου μελάθρουάκουσα τον γοερό θρήνο,και δεν χαίρομαι, γυναίκα,για τα πάθη του σπιτιού— δέθηκα τόσο μαζί του.
ΤΡ. Δεν υπάρχει σπίτι. Πάει πια.140Εκείνον τον κρατάει το κρεβάτι το βασιλικό,και η δέσποινα λιώνει στην κάμαρη μέσα.Κανενός φίλου λόγια δεν μπορούννα πραΰνουν κάπως την καρδιά της.ΜΗ. Ααα!Φλόγα ουράνια το κεφάλι μου ας σκίσει.145Ποιό το κέρδος να ζω;Αλίμονο! Αλίμονο!Ας γινόταν να βρω τη γαλήνη στον θάνατοκαι να φύγω απ᾽ αυτή τη ζωή που μισώ.
ΧΟ. Άκουσες, ω Ζευ, ω Γη, ω φως,πώς τραγουδάει με οιμωγές150η δύσμοιρη νύφη;Τί έρωτας και ο δικός σου, αστόχαστη,για την απεχθέστατη κλίνη;Βιάζεσαι να φτάσεις στου θανάτουτο τέλος; Μην το εύχεσαι.155Και αν ο άντρας σου ευλαβείται άλλο κρεβάτι,μην οργίζεσαι γι᾽ αυτό μαζί του.Θα έχεις εδώ παραστάτη τον Δία.Μη σπαράζεις έτσι, μην οδύρεσαιγια τον άντρα που μοιράστηκε την κλίνη σου.
160ΜΗ. Ω μεγάλη Θέμιδα και Άρτεμι κραταιά,βλέπετε πώς υποφέρω,ας είχα δέσει με όρκους μεγάλουςτον καταραμένο τον άντρα μου;Που να τον δω μια μέρα, αυτόν και τη νύφη,να συντρίβονται με τα παλάτια τους μαζί,165αυτοί που τόλμησαν να με αδικήσουν έτσι πρώτοι.Πατέρα μου, πόλη μου,έφυγα μακριά σας με τρόπο αποτρόπαιο:σκοτώνοντας τον ίδιο μου τον αδελφό.ΤΡ. Ακούτε τί λόγια λέει και πώς βοάκαλώντας τη Θέμιδα των προσευχών και τον Δία,170που οι θνητοί τον θέλησαν φρουρό των όρκων;Το μένος της δέσποινας δεν θα κοπάσει με κάτι μικρό.
ΧΟ. Ας ερχόταν εδώ να μας δει175και ν᾽ ακούσει τον ήχο των λόγων που λέμε,μήπως έπαυε ίσως η βαριά της οργήκαι της ψυχής της το ακατάβλητο πάθος.Η δική μου η θέρμηνα μη λείψει ποτέ από αυτούς που αγαπώ.180Έλα, πήγαινε, πέμψε την έξω.Μίλησέ της και πεςπως και αυτές που ακούς είναι φίλες.Μόνο βιάσου, πριν κάνει κακόσε κάποιους που βρίσκονται μέσα.Το παράφορο πένθος της τώραπνέει σφοδρό, γιγαντώνεται.
ΤΡ. Έτσι θα κάνω. Όμως φοβάμαι:Θα πείσω άραγε τη δέσποινα; 185Πάντως, και τούτη τη χάρη την άχαρηδεν θα σου την αρνηθώ,όσο και αν εκείνημε λεχώνας λέαινας βλέμμακοιτάει αγριεμένη τους δούλους,αν κάποιος κάνει να την πλησιάσειέχοντας κάτι να της πει.190Κι αν ένας έλεγε άσοφους και αστόχαστουςτους ανθρώπους τους παλιούς, δεν θα είχε άδικο.Ηύραν τραγούδια για γιορτές, για ευωχίες και για δείπνα,ακούσματα τερπνά του βίου,195όμως κανείς δεν ηύρε πώς να παύουνμε τις μουσικές και τα πολύχορδα τραγούδιαοι μαύρες πίκρες των ανθρώπων,που φέρνουν θάνατο και συμφορές που κλείνουν σπίτια.Αυτά θα ήταν κέρδος να γιατρεύουνοι θνητοί με τα τραγούδια.200Εκεί που υπάρχουν πλούσια δείπνα,γιατί τεντώνουν τις φωνές τους δίχως λόγο;Εκεί ο κόρος της τροφήςαρκεί από μόνος του να ευφράνει τους ανθρώπους.
(Η Τροφός εισέρχεται στο σπίτι.)
205ΧΟ. Άκουσα τη στενάζουσα ιαχή του γοερού θρήνου.Με οιμωγές οξύφωνες τραγουδάει την οδύνη τηςγια τον πικρό νυμφίο, τον προδότη της κλίνης.Αδικημένη καλεί τώρα την κόρη του Δία, την Θέμιδα,210τη θεά των όρκων, που την έφερε αντίπερα στην Ελλάδα,όταν, ταξιδεύοντας μέσα στο έρεβος των κυμάτων,έφτασε στην αλμυρή πύλη του απέραντου Πόντου.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου