Κυριακή 17 Ιουλίου 2016

Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

ΟΙ ΘΕΩΡΙΕΣ

Τὸ πι­ὸ χτυ­πη­τὸ γνώ­ρι­σμα τῆς ἀρ­χαί­ας Ἑλ­λά­δας, ἡ βα­θυ­τέ­ρη αἰ­τί­α ὅ­λων τῶν ἐ­πι­τευγ­μά­των της καὶ ὅ­λων τῶν ἀ­δυ­να­μι­ῶν της βρί­σκε­ται στό δι­α­με­λι­σμὸ της σὲ ἄ­πει­ρες πό­λεις πού ἀ­πο­τε­λοῦ­σαν ἰ­σά­ριθ­μα κρά­τη. Ὅ­λες οἱ ἀν­τι­λή­ψεις οἱ συ­να­φεῖς μὲ ἕ­ναν τέ­τοι­ον κα­τα­κερ­μα­τι­σμὸ ἦ­ταν τό­σο βα­θι­ὰ ρι­ζω­μέ­νες στήν ἑλ­λη­νι­κὴ συ­νεί­δη­ση, πού τὸν 4ο αἰ­ῶ­να τὰ πι­ὸ πε­ρί­σκε­πτα πνεύ­μα­τα θε­ω­ροῦ­σαν τὴν ὕ­παρ­ξη τῆς πό­λης φυ­σι­κὸ φαι­νό­με­νο. Δέν μπο­ροῦ­σαν νὰ φαν­τα­στοῦν ἄλ­λον τρό­πο ὁ­μα­δι­κοῦ βί­ου ἀν­θρώ­πων ἀ­λη­θι­νὰ ἄ­ξι­ων νὰ λέ­γον­ται ἄν­θρω­ποι. Ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης ὁ ἴ­δι­ος φτά­νει νὰ θε­ω­ρή­σει τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα αἰ­τί­α, καὶ νὰ ὁ­ρί­σει ὄ­χι τὸν Ἕλ­λη­να, ἀλ­λὰ τὸν ἄν­θρω­πο ὡς πο­λι­τι­κὸν ζῷ­ον. Κα­τὰ τη γνώ­μη του, ὑ­πάρ­χουν δύ­ο εἴ­δη ἀν­θρώ­πων: ἐ­κεῖ­νοι πού λι­μνά­ζουν σὲ ἄ­μορ­φες καὶ ἀ­πο­λί­τι­στες ἀν­θρώ­πι­νες ὁ­μά­δες ἡ σχη­μα­τί­ζουν τε­ρά­στι­α κο­πά­δι­α μέ­σα σὲ μο­ναρ­χί­ες μὲ τε­ρα­τώ­δεις δι­α­στά­σεις, καὶ ἐ­κεῖ­νοι πού συ­νε­ται­ρί­ζον­ται ἁρ­μο­νι­κὰ σχη­μα­τί­ζον­τας πό­λεις· οἱ πρῶ­τοί ἔ­χουν γεν­νη­θεῖ σκλά­βοι, γι­ὰ νὰ ἐ­πι­τρέ­ψουν στοὺς δευ­τέ­ρους νὰ πε­τύ­χουν μί­αν ἀ­νώ­τε­ρη ὀρ­γά­νω­ση.

Οἱ γε­ω­γρα­φι­κὲς συν­θῆ­κες τῆς Ἑλ­λά­δας συ­νέ­βα­λαν πραγ­μα­τι­κὰ στή μόρ­φω­ση τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς φυ­σι­ο­γνω­μί­ας της. Κα­τα­κερ­μα­τι­σμέ­νη ἀ­πὸ τή συ­νε­χή συ­νάν­τη­ση τῆς θά­λασ­σας καὶ τοῦ βου­νοῦ, πα­ρου­σι­ά­ζει παν­τοῦ στε­νὲς κοι­λά­δες πλαι­σι­ω­μέ­νες μὲ ὑ­ψώ­μα­τα πού μό­νη εὔ­κο­λη δι­έ­ξο­δο τους ἔ­χουν τὶς ἀ­κτές. Σχη­μα­τί­ζον­ται ἔτ­σι ἀ­να­ρίθ­μη­τες μι­κρὲς πε­ρι­ο­χές, πού ἡ κα­θε­μι­ὰ τους γί­νε­ται τὸ φυ­σι­κὸ πλαί­σι­ο μι­ᾶς μι­κρῆς κοι­νω­νί­ας. Ὁ φυ­σι­κὸς κα­τα­κερ­μα­τι­σμὸς κα­θο­ρί­ζει ἡ του­λά­χι­στον εὐ­κο­λύ­νει τὸν πο­λι­τι­κὸ κα­τα­κερ­μα­τι­σμό. Κά­θε δι­α­μέ­ρι­σμα καὶ ξε­χω­ρι­στὸ κρά­τος. Ἂν φαν­τα­στεῖ κα­νείς, μέ­σα σὲ μι­ὰ κλει­στὴ κοι­λά­δα, λι­βά­δι­α κον­τὰ σὲ ρυ­ά­κι­α, δά­ση στις πλα­γι­ές, ἀ­κό­μη ἀ­γρούς, ἀμ­πέ­λι­α καὶ λι­ό­φυ­τα ἀρ­κε­τὰ γι­ὰ νὰ ζή­σουν με­ρι­κὲς δε­κά­δες χι­λι­ά­δες κά­τοι­κοι, σπά­νι­α πά­νω ἀ­πὸ τὶς ἑ­κα­τό, τέ­λος ἕ­να ὕ­ψω­μα πού νὰ μπο­ρεῖ νὰ χρη­σι­μεύ­σει γι­ὰ κα­τα­φύ­γι­ο σὲ πε­ρί­πτω­ση ἐ­πί­θε­σης, καὶ ἕ­να λι­μά­νι γι­ά τις ἐ­ξω­τε­ρι­κὲς ἐ­πα­φές, θὰ σχη­μα­τί­σει τὴν εἰ­κό­να αὐ­τοῦ πού γι­ὰ ἔ­ναν Ἕλ­λη­να ἦ­ταν ἕ­να αὐ­τό­νο­μο καὶ κυ­ρί­αρ­χο κρά­τος.

Δὲν μπο­ροῦ­με νὰ πού­με ὡ­στό­σο ὅ­τι μό­νη αἰ­τί­α γι­ὰ τή δη­μι­ουρ­γί­α τῆς πό­λης ἦ­ταν ἕ­να ἀ­να­πό­φευ­κτο πε­πρω­μέ­νο, ἡ πα­νί­σχυ­ρη ἐ­πί­δρα­ση τῆς γῆς στόν ἄν­θρω­πο. Ἀ­πό­δει­ξη εἶ­ναι ὅ­τι ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης δὲν τὸ σκέφ­τε­ται κάν, ὅ­ταν θε­ω­ρεῖ τὸν ἀν­θρω­πο ὂν «πο­λι­τι­κό». Ἐ­ξάλ­λου στή Μ. Ἀ­σί­α καὶ στὴν Ἰ­τα­λί­α οἱ γε­ω­γρα­φι­κὲς συν­θῆ­κες ἦ­ταν πο­λὺ δι­α­φο­ρε­τι­κὲς ἀ­πὸ τὶς συν­θῆ­κες πού κυ­ρι­αρ­χοῦ­σαν στὴν κυ­ρί­ως Ἑλ­λά­δα: τὰ βου­νὰ ἦ­ταν λι­γό­τε­ρο χα­ώ­δη καὶ πι­ὸ χα­μη­λά, οἱ πε­δι­ά­δες πι­ὸ ἐ­κτε­τα­μέ­νες, οἱ ἐ­πι­κοι­νω­νί­ες πι­ὸ εὔ­κο­λες· κι ὅ­μως οἱ Ἕλ­λη­νες ἐ­πα­νέ­λα­βαν μὲ ἀ­κά­μα­τη ἀ­κρί­βει­α τὸν τύ­πο τοῦ πο­λι­τεύ­μα­τος πού εἶ­χαν δι­α­μορ­φώ­σει στὰ μέ­τρα χω­ρῶν πε­ρισ­σό­τε­ρο τε­μα­χι­σμέ­νων καὶ πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νων. Πρέ­πει λοι­πὸν νὰ πα­ρα­δεχ­τοῦ­με ὅ­τι, κα­τὰ τή δι­α­μόρ­φω­ση τῆς πό­λης, μὲ τὴν ἐ­πί­δρα­ση τοῦ πε­ρι­βάλ­λον­τος συν­δυ­ά­στη­καν καὶ οἱ ἱ­στο­ρι­κὲς πε­ρι­στά­σεις.

Αὐ­τές μό­νο ἔ­λα­βαν ὑ­πό­ψη τους κα­τὰ τὴν ἀρ­χαι­ό­τη­τα ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης καὶ κα­τὰ τοὺς νε­ω­τέ­ρους χρό­νους ὁ Fustel de Coulanges.

Σύμ­φω­να μὲ τὸ συγ­γρα­φέ­α τῶν Πο­λι­τι­κῶν, οἱ Ἕλ­λη­νες πέ­ρα­σαν ἀ­πὸ τρί­α στά­δι­α. Ἡ πρώ­τη κοι­νό­τη­τα, πού δι­α­τη­ρεῖ­ται σὲ ὅ­λες τὶς ἐ­πο­χὲς μὲ τὸ νὰ εἶ­ναι φυ­σι­κή, ἔ­χει βά­ση τὸ συ­νε­ται­ρι­σμὸ τοῦ ἄν­τρα καὶ τῆς γυ­ναί­κας, τοῦ κυ­ρί­ου καὶ τοῦ δού­λου, καὶ πε­ρι­λαμ­βά­νει ὅ­λους ἐ­κεί­νους πού τρῶ­νε στὸ ἴ­δι­ο τρα­πέ­ζι καὶ ἀ­να­πνέ­ουν τὸν κα­πνὸ τοῦ ἰ­δί­ου βω­μοῦ: εἶ­ναι ἡ οἰ­κο­γέ­νει­α (οἰ­κί­α). Ἀ­πὸ τὴν οἰ­κο­γέ­νει­α ἀ­να­πτύ­χθη­κε τὸ χω­ρι­ὸ (ἡ κώ­μη): αὐ­τοὶ πού τὸ κα­τοι­κοῦν, παι­δι­ὰ καὶ ἐγ­γό­νι­α τῆς ἀρ­χι­κῆς οἰ­κο­γέ­νει­ας, ὑ­πα­κού­ουν σ’ ἕ­να βα­σι­λέ­α, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­σκεῖ μέ­σα στή με­γα­λω­μέ­νη οἰ­κο­γέ­νει­α ὅ­λες τὶς ἐ­ξου­σι­ες πού ἀ­νή­κουν στὸν πι­ὸ ἠ­λι­κι­ω­μέ­νο τῆς πρω­τό­γο­νης οἰ­κο­γέ­νει­ας. Τέ­λος μὲ τὸ συ­νε­ται­ρι­σμὸ ἀρ­κε­τῶν χω­ρι­ῶν σχη­μα­τί­ζε­ται τὸ ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νο κρά­τος, ἡ τέ­λει­α κοι­νω­νί­α, ἡ πό­λη. Γεν­νη­μέ­νη ἀ­πὸ τὴν ἀ­νάγ­κη τῶν ἀν­θρώ­πων νὰ ζή­σουν καί, ἐ­πι­βι­ώ­νον­τας, ἀ­πὸ τὴν ἀ­νάγ­κη τους νὰ ζή­σουν κα­λά, ἡ πό­λη ὑ­πάρ­χει καὶ δι­α­τη­ρεῖ­ται μό­νο ὅ­ταν εἶ­ναι αὐ­τάρ­κης. Ἡ πό­λη εἶ­ναι λοι­πὸν ἕ­να φυ­σι­κὸ γε­γο­νός, ὅ­πως καὶ οἱ προ­γε­νέ­στε­ροι συ­νε­ται­ρι­σμοὶ τῶν ὁ­ποί­ων εἶ­ναι κα­τα­λή­ξη. Νὰ λοι­πὸν γι­α­τὶ ὁ ἄν­θρω­πος, ὁ ὁ­ποῖ­ος μό­νο μέ­σα στὴν οἰ­κο­γέ­νει­α μπο­ρεῖ νὰ ἀρ-χί­σει νὰ ἀ­να­πτύσ­σε­ται, δὲν μπο­ρεῖ νὰ φτά­σει στὴν ὁ­λο­κλη­ρω­σή του πα­ρὰ μό­νο μέ­σα στὴν πό­λη, καὶ ἑ­πο­μέ­νως εἶ­ναι «ὂν πο­λι­τι­κό».

Σὲ ἀ­νά­λο­γα συμ­πε­ρά­σμα­τα, ἐ­κτός ἀ­πὸ με­ρι­κὲς λε­πτο­μέ­ρει­ες, ἔφ­τα­σε στίς μέ­ρες μας ὁ συγ­γρα­φέ­ας τῆς Cite antique κά­νον­τας πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νη χρή­ση τῆς συγ­κρι­τι­κῆς με­θό­δου. Αὐ­τὸς ἀ­να­ζή­τη­σε τὴν ἐ­ξή­γη­ση τῶν θε­σμῶν στίς πρω­τό­γο­νες πί­στεις, στή λα­τρεί­α τῶν νε­κρῶν καὶ στὴν ἱ­ε­ρὴ φω­τι­ά, κον­το­λο­γὶς στὴν οἰ­κο­γε­νει­α­κὴ λα­τρεί­α. Αὐ­τή ἦ­ταν ἡ ἀρ­χή πά­νω στὴν ὁ­ποί­α συγ­κρο­τή­θη­κε ἡ οἰ­κο­γέ­νει­α μὲ τὴν εὐ­ρύ­τε­ρή της ἔν­νοι­α, δη­λα­δὴ τὸ ἑλ­λη­νι­κο γέ­νος καὶ ἡ ρω­μα­ϊ­κὴ gens. Ἡ ὑ­πο­χρέ­ω­ση πού αἰ­σθά­νον­ται οἱ ἄν­θρω­ποι νὰ τι­μοῦν τὸν κοι­νὸ πρό­γο­νο τοὺς κά­νει νὰ ἐ­πι­δι­ώ­κουν τή συ­νέ­χει­α τῆς οἰ­κο­γέ­νει­ας· ἀ­πὸ αὐ­τὴν πη­γά­ζει ἡ οὐ­σί­α τῶν κα­νό­νων τοῦ γά­μου, τοῦ δι­καί­ου τῆς ἰ­δι­ο­κτη­σί­ας, τοῦ κλη­ρο­νο­μι­κοὺ δι­καί­ου τῆς δι­α­δο­χῆς, καὶ ἀ­πορ­ρέ­ει ἡ ἀ­πό­λυ­τη ἐ­ξου­σί­α τοῦ οἰ­κο­γε­νει­άρ­χη, πού εἶ­ναι ὁ με­γα­λύ­τε­ρος ἀ­πὸ τοὺς πλη­σι­ε­στέ­ρους κα­τευ­θεί­αν ἀ­πο­γό­νους τοῦ θε­ϊ­κοΰ προ­γό­νου· σὲ αὐ­τὴν βα­σί­ζε­ται ἡ ἠ­θι­κή. Ἀ­νάγ­κες οἰ­κο­νο­μι­κὲς καὶ στρα­τι­ω­τι­κὲς ὑ­πο­χρέ­ω­σαν δι­α­δο­χι­κά τις οἰ­κο­γέ­νει­ες νὰ ἐ­νω­θοῦν σὲ φρα­τρί­ες, καὶ οἱ φρα­τρί­ες σὲ φυ­λές, τέ­λος οἱ φυ­λὲς σὲ πό­λη. Ἡ θρη­σκεί­α ἀ­κο­λου­θεῖ κα­τ’ ἀ­νάγ­κην τὴν ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς ἀν­θρω­πί­νης κοι­νω­νί­ας· οἱ θέ­οι πού βγή­καν ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ πλαί­σι­ο τῆς οἰ­κο­γέ­νει­ας δὲν δι­α­φέ­ρουν ἀ­πὸ τοὺς οἰ­κο­γε­νει­α­κοὺς θε­οὺς πα­ρὰ μό­νο κα­τὰ τή δι­ά­δο­ση τῆς λα­τρεί­ας τους. Ὑ­πῆρ­ξε μι­ὰ δη­μό­σι­α ἑ­στί­α. Ὑ­πῆρ­ξε μί­α θρη­σκεί­α τῆς πό­λης, πού δι­α­πό­τι­σε ὅ­λους τοὺς θε­σμούς. Ὁ βα­σι­λέ­ας ἦ­ταν πρὶν ἀ­π’ ὅ­λα ἀρ­χι­ε­ρέ­ας, καὶ οἱ ἀρ­χές πού δι­α­δέχ­τη­καν τή βα­σι­λεί­α ἦ­ταν στὴν οὐ­σί­α τους ἱ­ε­ρο­σύ­νες: ἡ πο­λι­τι­κὴ ἐ­ξου­σί­α πη­γά­ζει ἀ­πὸ ἕ­να ἱ­ε­ρὸ λει­τούρ­γη­μα. Τὶ εἶ­ναι ὁ νό­μος; Μι­ὰ θεί­α ἐν­το­λή. Τί εἶ­ναι ὁ πα­τρι­ω­τι­σμός; Εὐ­σέ­βει­α ὅ­λων τῶν με­λῶν μι­ᾶς κοι­νό­τη­τας. Τί εἶ­ναι ἡ ἐ­ξο­ρί­α; Χω­ρι­σμὸς ἀ­πὸ τή θρη­σκευ­τι­κή κοι­νό­τη­τα. Ἡ θε­ϊ­κὴ ἐ­ξου­σί­α δη­μι­ουρ­γεῖ τὴν παν­το­δυ­να­μί­α τοῦ κρά­τους, καὶ κά­θε δι­εκ­δί­κη­ση γι­ὰ ἀ­το­μι­κή ἐ­λευ­θε­ρί­α δὲν μπο­ρεῖ νὰ νο­η­θεῖ πα­ρὰ σὰν ἐ­πα­νά­στα­ση κα­τὰ τῶν θε­ῶν. Μέ­σα στις πό­λεις πού ἦ­ταν ὀρ­γα­νω­μέ­νες μ’ αὐ­τὸν τὸν τρό­πο, οἱ ἀρ­χη­γοὶ τῶν γε­νῶν ἀ­πο­τε­λοῦ­σαν προ­νο­μι­οῦ­χο τά­ξη· ἦ­ταν σὲ θέ­ση νὰ ἀν­τι­στα­θοῦν στοὺς βα­σι­λεῖς, καὶ ἐ­ξου­σί­α­ζαν τοὺς ἀν­θρώ­πους τοῦ λα­οΰ πού εἶ­χαν συγ­κρο­τη­θεῖ γύ­ρω τους ὡς πε­λά­τες, καὶ κυ­ρί­ως τὸν ὄ­χλο τῶν πλη­βεί­ων, πού ἦ­ταν ἀ­πό­γο­νοι ξέ­νων. Μι­ὰ τό­σο ἰ­σχυ­ρὴ δύ­να­μη ἐ­πέ­φε­ρε σει­ρὰ ἐ­πα­να­στα­τι­κῶν με­τα­βο­λῶν. Πρώ­τη ἦ­ταν ἡ με­τα­βο­λὴ πού ἀ­φαι­ρε­σε ἀ­πὸ τὸ βα­σι­λέ­α τὴν πο­λι­τι­κὴ ἐ­ξου­σί­α, ἀ­φή­νον­τάς του τή θρη­σκευ­τι­κη. Ἀλ­λὰ οἱ ἀρ­χη­γοὶ τῆς ἀ­ρι­στο­κρα­τί­ας ἦ­ταν καὶ ἐ­κεῖ­νοι ἀ­λη­θι­νοὶ μο­νάρ­χες, ὁ κα­θέ­νας στὸ γέ­νος του. Μί­α δεύ­τε­ρη ἐ­πα­νά­στα­ση ἄλ­λα­ξε τή σύ­στα­ση τῆς οἰ­κο­γέ­νει­ας, κα­τάρ­γη­σε τὸ προ­νό­μι­ο τῆς πρω­το­το­κί­ας, ἑ­ξα­φά­νι­σε τὴν πε­λα­τεί­α. Μι­ὰ τρί­τη εἰ­σή­γα­γε τὸν ὄ­χλο στὴν πό­λη, ἄλ­λα­ξε τίς ἀρ­χές τοῦ ἰ­δι­ω­τι­κοΰ δι­καί­ου, ἔ­κα­με ὥ­στε νὰ ὑ­πε­ρι­σχύ­σει τὸ δη­μό­σι­ο συμ­φέ­ρον. Πρὸς στιγ­μὴν τὸ προ­νό­μι­ο τῆς πε­ρι­ου­σί­ας πῆ­γε νὰ ὑ­πο­κα­τα­στή­σει τὸ προ­νό­μι­ο τῆς κα­τα­γω­γῆς· χρει­ά­στη­κε μι­ὰ τέ­ταρ­τη ἐ­πα­νά­στα­ση γι­ὰ νὰ ἐ­πι­βά­λει τοὺς νό­μους τῆς δη­μο­κρα­τι­κῆς δι­α­κυ­βέρ­νη­σης. Ἡ πό­λη δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ ἀ­να­πτυ-χθεῖ πε­ρισ­σό­τε­ρο· οἱ ἀ­γῶ­νες ἀ­νά­με­σα σὲ πλου­σί­ους καὶ φτω­χοὺς τὴν ὁ­δή­γη­σαν στὴν κα­τα­στρο­φή. Ἡ κρι­τι­κὴ τῶν φι­λο­σό­φων ἄρ­χι­σε νὰ δεί­χνει πό­σο στε­νὸ ἦ­ταν αὐ­τό τὸ πο­λί­τευ­μα· ἡ ρω­μα­ϊ­κὴ κα­τά­κτη­ση ἀ­φαί­ρε­σε κά­θε πο­λι­τι­κὸ χα­ρα­κτῆ­ρα ἀ­πὸ τὴν πό­λη· τέ­λος ὁ χρι­στι­α­νι­σμὸς συ­νέ­βα­λε στὸ θρί­αμ­βο μι­ᾶς κα­θο­λι­κῆς σύλ­λη­ψης τοῦ κό­σμου καὶ με­τέ­βα­λε γι­ὰ πάν­τα καὶ αὐ­τοὺς τοὺς ὅ­ρους κά­θε δι­α­κυ­βέρ­νη­σης.

Δὲν μπο­ρεῖ κα­νεὶς πα­ρὰ νὰ θαυ­μά­σει τή με­γα­λει­ώ­δη σύλ­λη­ψη τοῦ Fustel de Coulanges. Στὴν εὐ­ρύ­τη­τα τῆς σκέ­ψης του ἀν­τι­στοι­χοῦν ἡ ἀ­κρί­βει­α τῶν λε­πτο­με­ρει­ῶν καὶ ἡ κα­θα­ρό­τη­τα τῆς μορ­φῆς. Σή­με­ρα ὡ­στό­σο εἶ­ναι ἀ­δυ­να­το νὰ προ­συ­πο­γρά­ψει κα­νεὶς ὅ­λα του τὰ συμ­πε­ρά­σμα­τα. Δὲν θὰ τὸν κα­τη­γο­ρή­σου­με ἐ­δῶ γι­ὰ τή δι­στα­κτι­κό­τη­τα μὲ τὴν ὁ­ποί­α χρη­σι­μο­ποι­εῖ τή συγ­κρι­τι­κή μέ­θο­δο, ὄ­χι μό­νο γι­α­τὶ μοι­ραί­α κι ἐ­μεῖς κα­τα­φεύ­γου­με σ’ αὐ­τήν, ἀλ­λὰ καὶ γι­α­τί, πράγ­μα­τι, κα­νέ­νας με­τὰ τὸν Montesquieu δὲν χει­ρί­στη­κε αὐ­τὴ τή μέ­θο­δο μὲ τό­ση δε­ξι­ό­τη­τα ὅ­ση ὁ συγ­γρα­φέ­ας τῆς Cite antique. Σὲ ἄλ­λα ση­μεῖ­α πρέ­πει κα­νεὶς νὰ φυ­λαχ­τεῖ γι­ὰ νὰ μὴν ὑ­πο­κύ­ψει στή γο­η­τεί­α αὐ­τοῦ τοῦ ἀ­ρι­στουρ­γη­μα­τος. Κα­θὼς περ­νά­ει ἀ­πὸ τὴν οἰ­κο­γέ­νει­α στή φρα­τρί­α καὶ ἀ­πὸ ἐ­κεῖ στή φυ­λὴ καὶ στὴν πό­λη, ὁ ἱ­στο­ρι­κὸς δὲν κά­νει τί­πο­τε ἄλ­λο, πα­ρὰ τὶς ἀν­τί­θε­τες δι­α­βε­βαι­ώ­σεις του, ἀ­πὸ τὸ νὰ με­τα­φέ­ρει μέ­σα σὲ ὁ­μά­δες, ὅ­λο καὶ πι­ὸ με­γά­λες, τὶς δο­ξα­σί­ες καὶ τὶς συ­νή­θει­ες πού πα­ρα­τή­ρη­σε στὴν ἀρ­χι­κὴ ὁ­μά­δα: αὐ­τές μέ­νουν ἀ­ναλ­λοί­ω­τες μέ­σα σὲ εὐ­ρύ­τε­ρο χῶ­ρο. Μὲ ἀ­κλό­νη­τη λο­γι­κὴ περ­νᾶ ἀ­πὸ τὸ ὅ­μοι­ο στὸ ὅ­μοι­ο καὶ το­πο­θε­τεῖ τὴν οἰ­κο­γέ­νει­α στὸ κέν­τρο μι­ᾶς σει­ρᾶς ὁ­μό­κεν­τρων κύ­κλων. Ἀλ­λὰ οἱ ἀν­θρώ­πι­νες κοι­νω­νί­ες δὲν ἐ­ξε­λίσ­σον­ται μ’ αὐ­τὸν τὸν τρό­πο· δὲν πρό­κει­ται γι­ὰ μορ­φὲς γε­ω­με­τρι­κές, ἀλ­λὰ γι­ὰ ζων­τα­νὰ ὄν­τα πού ἐ­πι­ζοῦν καὶ δι­α­τη­ροῦν τὴν ταυ­τό­τη­τα τους χα­ρη στὸ ὅ­τι με­τα­βάλ­λον­ται βα­θύ­τα­τα. Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἡ ἑλ­λη­νι­κὴ πό­λη, μό­λο πού δι­α­τη­ρεῖ τὸ θε­σμὸ τῆς οἰ­κο­γέ­νει­ας, δὲν μπό­ρε­σε νὰ με­γα­λώ­σει πα­ρὰ εἰς βά­ρος της· ἀ­ναγ­κά­στη­κε νὰ κά­νει ἔκ­κλη­ση στις ἀ­το­μι­κὲς δρα­στη­ρι­ό­τη­τες πού συ­νέ­θλι­βε. Ὑ­πο­χρε­ώ­θη­κε νὰ δι­ε­ξα­γά­γει μα­κροὺς ἀ­γῶ­νες ἐ­ναν­τί­ον τοῦ γέ­νους, καὶ κά­θε νί­κη της ἔ­γι­νε δυ­να­τὴ μὲ τὴν κα­τά­λυ­ση ἑ­νὸς πα­τρι­αρ­χι­κοὺ δε­σμοῦ. Ἔτ­σι ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε τὸ με­γά­λο λά­θος τοῦ Fustel de Coulanges. Σύμ­φω­να μὲ τή θε­ω­ρί­α πού κυ­ρι­αρ­χοῦ­σε στή φι­λε­λεύ­θε­ρη σχο­λή τοῦ 19ου αἰ­ώ­να, δι­έ­κρι­νε μί­αν ἀ­πό­λυ­τη ἀν­τι­νο­μί­α ἀ­νά­με­σα στὴν παν­το­δυ­να­μί­α τῆς πό­λης καὶ στὴν ἀ­το­μι­κὴ ἐ­λευ­θε­ρί­α, ἐ­νῶ, στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ἡ δύ­να­μη τοῦ κρά­τους καὶ ὁ ἀ­το­μι­κι­σμός προ­χώ­ρη­σαν μὲ τὸ ἴ­δι­ο βῆ­μα, προ­σφέ­ρον­τας ἀ­μοι­βαί­α ὑ­πο­στή­ρι­ξη.

Δὲν θὰ συ­ναν­τή­σου­με λοι­πὸν δύ­ο δυ­νά­μεις, τὴν οἰ­κο­γέ­νει­α καὶ τὴν πό­λη, ἀλ­λὰ τρεῖς: τὴν οἰ­κο­γέ­νει­α, τὴν πό­λη καὶ τὸ ἄ­το­μο. Κα­θε­μι­ὰ ὑ­πε­ρί­σχυ­σε μὲ τή σει­ρά της. Ἔτ­σι, ὅ­λη ἡ ἱ­στο­ρί­α τῶν ἑλ­λη­νι­κῶν θε­σμῶν συ­νο­ψί­ζε­ται σὲ τρεῖς πε­ρι­ό­δους:

- στὴν πρώ­τη, ἡ πό­λη ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ οἰ­κο­γέ­νει­ες πού ζη­λό­τυ­πα φυ­λά­γουν τὰ ἀρ­χε­γο­να δι­και­ώ­μα­τά τους καὶ ὑ­πο­τάσ­σουν ὅ­λα τὰ μέ­λη τους στὸ συλ­λο­γι­κὸ τους συμ­φέ­ρον

- στή δεύ­τε­ρη, ἡ πό­λη ὑ­πο­τάσ­σει τὶς οἰ­κο­γέ­νει­ες μὲ τή βο­ή­θει­α τῶν ἀ­τό­μων πού ἀ­πε­λευ­θε­ρώ­θη­καν

- στὴν τρί­τη, οἱ ὑ­περ­βο­λὲς τοῦ ἀ­το­μι­κι­σμοΰ κα­τα­στρέ­φουν τὴν πό­λη, σὲ ση­μεῖ­ο πού κά­νουν ἀ­πα­ραί­τη­τη τὴν ἵ­δρυ­ση κρα­τῶν πι­ὸ ἐ­κτε­τα­μέ­νων.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου