Κυριακή 17 Ιουλίου 2016

ΑΡΧΑΪΚΗ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ, ΠΙΝΔΑΡΟΣ - •Πυθιονίκαις III - Ἱέρωνι Συρακοσίῳ (3.24-3.46)

ἔσχε τοι ταύταν μεγάλαν ἀυάταν [στρ. β]
25 καλλιπέπλου λῆμα Κορωνίδος· ἐλθόν-
τος γὰρ εὐνάσθη ξένου
λέκτροισιν ἀπ᾽ Ἀρκαδίας.
οὐδ᾽ ἔλαθε σκοπόν· ἐν δ᾽ ἄρα μηλοδόκῳ
Πυθῶνι τόσσαις ἄϊεν ναοῦ βασιλεύς
Λοξίας, κοινᾶνι παρ᾽ εὐθυτάτῳ γνώμαν πιθών,
πάντα ἰσάντι νόῳ·
ψευδέων δ᾽ οὐχ ἅπτεται, κλέπτει τέ μιν
30 οὐ θεὸς οὐ βροτὸς ἔργοις οὔτε βουλαῖς.

καὶ τότε γνοὺς Ἴσχυος Εἰλατίδα [αντ. β]
ξεινίαν κοίταν ἄθεμίν τε δόλον, πέμ-
ψεν κασιγνήταν μένει
θυίοισαν ἀμαιμακέτῳ
ἐς Λακέρειαν, ἐπεὶ παρὰ Βοιβιάδος
κρημνοῖσιν ᾤκει παρθένος· δαίμων δ᾽ ἕτερος
35 ἐς κακὸν τρέψαις ἐδαμάσσατό νιν, καὶ γειτόνων
πολλοὶ ἐπαῦρον, ἁμᾶ
δ᾽ ἔφθαρεν· πολλὰν δ᾽ {ἐν} ὄρει πῦρ ἐξ ἑνός
σπέρματος ἐνθορὸν ἀΐστωσεν ὕλαν.

ἀλλ᾽ ἐπεὶ τείχει θέσαν ἐν ξυλίνῳ [επωδ. β]
σύγγονοι κούραν, σέλας δ᾽ ἀμφέδραμεν
40 λάβρον Ἁφαίστου, τότ᾽ ἔειπεν Ἀπόλλων· «Οὐκέτι
τλάσομαι ψυχᾷ γένος ἁμὸν ὀλέσσαι
οἰκτροτάτῳ θανάτῳ ματρὸς βαρείᾳ σὺν πάθᾳ.»
ὣς φάτο· βάματι δ᾽ ἐν πρώτῳ κιχὼν παῖδ᾽ ἐκ νεκροῦ
ἅρπασε· καιομένα δ᾽ αὐτῷ διέφαινε πυρά.
45 καί ῥά νιν Μάγνητι φέρων πόρε Κενταύρῳ διδάξαι
πολυπήμονας ἀνθρώποισιν ἰᾶσθαι νόσους.

***
Σε τέτοια μεγάλη συφορά έριξε την ωριόπεπλη το πάθος Κορωνίδα. [στρ. β]
Ήρθ᾽ ένας ξένος από την Αρκαδία,κι αυτή πήγε και πλάγιασε μαζί του.Αλλά δεν ξέφυγε το βλέμμα του θεού· μες στην Πυθώνατην πλούσια σε θυσίες το ᾽νιωσε του ναού ο βασιλιάς, ο Λοξίας,τη γνώμη του στηρίζοντας σε σύμβουλο αλάθευτο,στον παντογνώστη νου του·από ψευτιές δεν ξέρει αυτός, και δεν μπορεί κανείς να τον γελάσει,30μήτε θεός μήτε θνητός με λογισμό ή μ᾽ έργα.
Τότε λοιπόν, σαν είδε τον δεσμό μ᾽ έναν ξένο, τον γιο του Έλατου, [αντ. β]τον Ίσχη, και τον αθέμιτο τον δόλο, στέλνει την αδερφή τουπου ᾽βραζε από ακράτητο θυμό στη Λακέρεια(στης Βοιβηίδας τις απόκρημνες όχτεςζούσε η κόρη), και τότε γύρισε προς το κακό η τύχη35και την αφάνισε· και γείτονες πολλοί το ίδιο βρήκαν τέλοςκαι χάθηκαν μαζί της. Γιατί συχνά μες στα βουνάμια μόνο σπίθα φτάνει να πεταχτείκι ολόκληρο το δάσος ν᾽ αφανίσει.
Ωστόσο, όταν οι συγγενείς την κόρη απιθώσαν πάνω [επωδ. β]στον ξύλινο σωρόκαι λάβρες την εκύκλωσαν οι φλόγες του Ηφαίστου,40τότε ο Απόλλων φώναξε: «Δεν το βαστάει η καρδιά μουμε τέτοιο θάνατο φριχτό ν᾽ αφήσω γόνο να χαθεί δικό μουμαζί με τη βαριά της μάνας τιμωρία».Έτσι είπε ο θεός και, κάνοντας ένα μονάχα βήμα,άρπαξε το παιδί απ᾽ τη νεκρή, δρόμο ανοίγονταςανάμεσα στις φλόγες που φουντώναν.45Και, αφού το πήρε, στη Μαγνησία το πήγεκαι το παράδωσε στον Κένταυρο για να του μάθεινα γιαίνει των πολύπαθων ανθρώπων τις αρρώστιες.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου