ἔσχε τοι ταύταν μεγάλαν ἀυάταν [στρ. β]
25 καλλιπέπλου λῆμα Κορωνίδος· ἐλθόν-
τος γὰρ εὐνάσθη ξένου
λέκτροισιν ἀπ᾽ Ἀρκαδίας.
οὐδ᾽ ἔλαθε σκοπόν· ἐν δ᾽ ἄρα μηλοδόκῳ
Πυθῶνι τόσσαις ἄϊεν ναοῦ βασιλεύς
Λοξίας, κοινᾶνι παρ᾽ εὐθυτάτῳ γνώμαν πιθών,
πάντα ἰσάντι νόῳ·
ψευδέων δ᾽ οὐχ ἅπτεται, κλέπτει τέ μιν
30 οὐ θεὸς οὐ βροτὸς ἔργοις οὔτε βουλαῖς.
καὶ τότε γνοὺς Ἴσχυος Εἰλατίδα [αντ. β]
ξεινίαν κοίταν ἄθεμίν τε δόλον, πέμ-
ψεν κασιγνήταν μένει
θυίοισαν ἀμαιμακέτῳ
ἐς Λακέρειαν, ἐπεὶ παρὰ Βοιβιάδος
κρημνοῖσιν ᾤκει παρθένος· δαίμων δ᾽ ἕτερος
35 ἐς κακὸν τρέψαις ἐδαμάσσατό νιν, καὶ γειτόνων
πολλοὶ ἐπαῦρον, ἁμᾶ
δ᾽ ἔφθαρεν· πολλὰν δ᾽ {ἐν} ὄρει πῦρ ἐξ ἑνός
σπέρματος ἐνθορὸν ἀΐστωσεν ὕλαν.
ἀλλ᾽ ἐπεὶ τείχει θέσαν ἐν ξυλίνῳ [επωδ. β]
σύγγονοι κούραν, σέλας δ᾽ ἀμφέδραμεν
40 λάβρον Ἁφαίστου, τότ᾽ ἔειπεν Ἀπόλλων· «Οὐκέτι
τλάσομαι ψυχᾷ γένος ἁμὸν ὀλέσσαι
οἰκτροτάτῳ θανάτῳ ματρὸς βαρείᾳ σὺν πάθᾳ.»
ὣς φάτο· βάματι δ᾽ ἐν πρώτῳ κιχὼν παῖδ᾽ ἐκ νεκροῦ
ἅρπασε· καιομένα δ᾽ αὐτῷ διέφαινε πυρά.
45 καί ῥά νιν Μάγνητι φέρων πόρε Κενταύρῳ διδάξαι
πολυπήμονας ἀνθρώποισιν ἰᾶσθαι νόσους.
***
Σε τέτοια μεγάλη συφορά έριξε την ωριόπεπλη το πάθος Κορωνίδα. [στρ. β]
Ήρθ᾽ ένας ξένος από την Αρκαδία,κι αυτή πήγε και πλάγιασε μαζί του.Αλλά δεν ξέφυγε το βλέμμα του θεού· μες στην Πυθώνατην πλούσια σε θυσίες το ᾽νιωσε του ναού ο βασιλιάς, ο Λοξίας,τη γνώμη του στηρίζοντας σε σύμβουλο αλάθευτο,στον παντογνώστη νου του·από ψευτιές δεν ξέρει αυτός, και δεν μπορεί κανείς να τον γελάσει,30μήτε θεός μήτε θνητός με λογισμό ή μ᾽ έργα.
Τότε λοιπόν, σαν είδε τον δεσμό μ᾽ έναν ξένο, τον γιο του Έλατου, [αντ. β]τον Ίσχη, και τον αθέμιτο τον δόλο, στέλνει την αδερφή τουπου ᾽βραζε από ακράτητο θυμό στη Λακέρεια(στης Βοιβηίδας τις απόκρημνες όχτεςζούσε η κόρη), και τότε γύρισε προς το κακό η τύχη35και την αφάνισε· και γείτονες πολλοί το ίδιο βρήκαν τέλοςκαι χάθηκαν μαζί της. Γιατί συχνά μες στα βουνάμια μόνο σπίθα φτάνει να πεταχτείκι ολόκληρο το δάσος ν᾽ αφανίσει.
Ωστόσο, όταν οι συγγενείς την κόρη απιθώσαν πάνω [επωδ. β]στον ξύλινο σωρόκαι λάβρες την εκύκλωσαν οι φλόγες του Ηφαίστου,40τότε ο Απόλλων φώναξε: «Δεν το βαστάει η καρδιά μουμε τέτοιο θάνατο φριχτό ν᾽ αφήσω γόνο να χαθεί δικό μουμαζί με τη βαριά της μάνας τιμωρία».Έτσι είπε ο θεός και, κάνοντας ένα μονάχα βήμα,άρπαξε το παιδί απ᾽ τη νεκρή, δρόμο ανοίγονταςανάμεσα στις φλόγες που φουντώναν.45Και, αφού το πήρε, στη Μαγνησία το πήγεκαι το παράδωσε στον Κένταυρο για να του μάθεινα γιαίνει των πολύπαθων ανθρώπων τις αρρώστιες.
25 καλλιπέπλου λῆμα Κορωνίδος· ἐλθόν-
τος γὰρ εὐνάσθη ξένου
λέκτροισιν ἀπ᾽ Ἀρκαδίας.
οὐδ᾽ ἔλαθε σκοπόν· ἐν δ᾽ ἄρα μηλοδόκῳ
Πυθῶνι τόσσαις ἄϊεν ναοῦ βασιλεύς
Λοξίας, κοινᾶνι παρ᾽ εὐθυτάτῳ γνώμαν πιθών,
πάντα ἰσάντι νόῳ·
ψευδέων δ᾽ οὐχ ἅπτεται, κλέπτει τέ μιν
30 οὐ θεὸς οὐ βροτὸς ἔργοις οὔτε βουλαῖς.
καὶ τότε γνοὺς Ἴσχυος Εἰλατίδα [αντ. β]
ξεινίαν κοίταν ἄθεμίν τε δόλον, πέμ-
ψεν κασιγνήταν μένει
θυίοισαν ἀμαιμακέτῳ
ἐς Λακέρειαν, ἐπεὶ παρὰ Βοιβιάδος
κρημνοῖσιν ᾤκει παρθένος· δαίμων δ᾽ ἕτερος
35 ἐς κακὸν τρέψαις ἐδαμάσσατό νιν, καὶ γειτόνων
πολλοὶ ἐπαῦρον, ἁμᾶ
δ᾽ ἔφθαρεν· πολλὰν δ᾽ {ἐν} ὄρει πῦρ ἐξ ἑνός
σπέρματος ἐνθορὸν ἀΐστωσεν ὕλαν.
ἀλλ᾽ ἐπεὶ τείχει θέσαν ἐν ξυλίνῳ [επωδ. β]
σύγγονοι κούραν, σέλας δ᾽ ἀμφέδραμεν
40 λάβρον Ἁφαίστου, τότ᾽ ἔειπεν Ἀπόλλων· «Οὐκέτι
τλάσομαι ψυχᾷ γένος ἁμὸν ὀλέσσαι
οἰκτροτάτῳ θανάτῳ ματρὸς βαρείᾳ σὺν πάθᾳ.»
ὣς φάτο· βάματι δ᾽ ἐν πρώτῳ κιχὼν παῖδ᾽ ἐκ νεκροῦ
ἅρπασε· καιομένα δ᾽ αὐτῷ διέφαινε πυρά.
45 καί ῥά νιν Μάγνητι φέρων πόρε Κενταύρῳ διδάξαι
πολυπήμονας ἀνθρώποισιν ἰᾶσθαι νόσους.
***
Σε τέτοια μεγάλη συφορά έριξε την ωριόπεπλη το πάθος Κορωνίδα. [στρ. β]
Ήρθ᾽ ένας ξένος από την Αρκαδία,κι αυτή πήγε και πλάγιασε μαζί του.Αλλά δεν ξέφυγε το βλέμμα του θεού· μες στην Πυθώνατην πλούσια σε θυσίες το ᾽νιωσε του ναού ο βασιλιάς, ο Λοξίας,τη γνώμη του στηρίζοντας σε σύμβουλο αλάθευτο,στον παντογνώστη νου του·από ψευτιές δεν ξέρει αυτός, και δεν μπορεί κανείς να τον γελάσει,30μήτε θεός μήτε θνητός με λογισμό ή μ᾽ έργα.
Τότε λοιπόν, σαν είδε τον δεσμό μ᾽ έναν ξένο, τον γιο του Έλατου, [αντ. β]τον Ίσχη, και τον αθέμιτο τον δόλο, στέλνει την αδερφή τουπου ᾽βραζε από ακράτητο θυμό στη Λακέρεια(στης Βοιβηίδας τις απόκρημνες όχτεςζούσε η κόρη), και τότε γύρισε προς το κακό η τύχη35και την αφάνισε· και γείτονες πολλοί το ίδιο βρήκαν τέλοςκαι χάθηκαν μαζί της. Γιατί συχνά μες στα βουνάμια μόνο σπίθα φτάνει να πεταχτείκι ολόκληρο το δάσος ν᾽ αφανίσει.
Ωστόσο, όταν οι συγγενείς την κόρη απιθώσαν πάνω [επωδ. β]στον ξύλινο σωρόκαι λάβρες την εκύκλωσαν οι φλόγες του Ηφαίστου,40τότε ο Απόλλων φώναξε: «Δεν το βαστάει η καρδιά μουμε τέτοιο θάνατο φριχτό ν᾽ αφήσω γόνο να χαθεί δικό μουμαζί με τη βαριά της μάνας τιμωρία».Έτσι είπε ο θεός και, κάνοντας ένα μονάχα βήμα,άρπαξε το παιδί απ᾽ τη νεκρή, δρόμο ανοίγονταςανάμεσα στις φλόγες που φουντώναν.45Και, αφού το πήρε, στη Μαγνησία το πήγεκαι το παράδωσε στον Κένταυρο για να του μάθεινα γιαίνει των πολύπαθων ανθρώπων τις αρρώστιες.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου