Οι απαρχές
Η αυλαία της ιστορίας σηκώνεται και αποκαλύπτει έναν κόσμο ήδη αρχαίο, γεμάτο από πόλεις ερειπωμένες και τρόπους σκέψης πεπαλαιωμένους. Η επίσημη θεωρία σήμερα εισηγείται ότι εκατό χιλιάδες χρόνια πριν υπήρχαν άνθρωποι που μας έμοιαζαν πολύ σωματικά. Λίθινα τεχνουργήματα και βραχογραφίες χρονολογούνται από το 40.000 π.Χ., και πιθανόν πολύ πριν από αυτά να υπήρχαν πλεγμένα καλάθια, ζωγραφική από άμμο και δραματική τέχνη. Η εμπειρία από τους σημερινούς πρωτόγονους δείχνει ότι οι πρόγονοί μας, ακόμη και αν δεν είχαν τις δικές μας τεχνικές ικανότητες, κατά κανόνα κάλυπταν χωρίς μεγάλη δυσκολία τις καθημερινές τους ανάγκες, και είχαν χρόνο για να παίζουν, να φαντασιώνονται, να συζητούν. Μπορεί, όπως έχουν προτείνει κάποιοι σύγχρονοι, να συζητούσαν κυρίως για τη συγγένεια, να επινοούσαν ιστορίες για να πιστοποιήσουν και να εξηγήσουν τους νόμους τους περί ενδογαμίας, αλλά και για τη φιλοξενία και το κυνήγι. Μπορεί, όπως πρότεινε μια προηγούμενη γενιά θεωρητικών παλαιοανθρωπολόγων, οι ιστορίες τους για ήρωες, δεσποσύνες, δράκοντες να ήταν κωδικοποιημένα μηνύματα για τον ήλιο και τα αστέρια. Ωστόσο, απλώς με τη συζήτηση, εξασφάλιζαν ότι οι ιστορίες τους δεν αφορούσαν μόνο τη συγγένεια, ούτε μόνο τον ουρανό.
Όπως άλλα κοινωνικά ζώα γνέφαμε ο ένας στον άλλο, σημειώναμε τις αγαπημένες μας διαδρομές, παίζαμε με τα παιδιά, εδραιώναμε ιεραρχίες, και ακούγαμε τους πεπειραμένους γηραιότερους (χωρίς να τους πιστεύουμε απόλυτα). Οι πανάρχαιοι μύθοι μας επιχειρούν να εξηγήσουν γιατί τα μη ανθρώπινα έμβια δεν μιλούν πια με ανθρώπινη φωνή, γιατί ο ουρανός δεν εφάπτεται πια με τη γη, γιατί τα αδέλφια δεν πρέπει πια να ζευγαρώνουν μεταξύ τους, γιατί γερνάμε και πεθαίνουμε (κάτι που, όπως έλεγαν, δεν συνέβαινε αρχικά), και γιατί υπάρχει το οτιδήποτε. Τότε υπήρχαν πολεμιστές, και κηπουροί, κτίστες, υφάντρες, νοσοκόμοι, μάγειροι, τεχνίτες, και μάγοι. Ενδεχομένως, υπήρχαν και άνθρωποι με τη φήμη ότι αφηγούνται θαύματα, ότι μεταφέρουν μηνύματα από τον ουρανό ή από τους αείμνηστους προγόνους μας. Ορισμένοι αφηγούνταν πιο περίπλοκες ιστορίες για να δικαιολογήσουν ό,τι έμοιαζε λάθος, ενώ οι αντίπαλοί τους, ενδεχομένως, επε- δίωκαν να μειώσουν την επιρροή που είχαν οι αφηγήσεις τους στον λαό με άλλες ιστορίες ή με λιγότερο αφηγηματικούς τρόπους διασκέδασης.
Με άλλα λόγια, όσο οι άνθρωποι ζούσαν σε μικρές περιπλανώμενες ομάδες, ή εγκαθίσταντο κάπου μόνιμα για να καλλιεργήσουν τη γη, συμπεριφέρονταν ως άνθρωποι. Εξηγούσαν τον κόσμο τους στον εαυτό τους και απορούσαν για τις διαφορές, ενώ χρησιμοποιούσαν τις λεκτικές τους δυνάμεις για να ανασκευάσουν ή να διασκεδάσουν. Όταν συνάντησαν άλλες ομάδες ομιλούντων ζώων, βρήκαν μια μορφή αλληλοσυνεννόησης, ακόμη και αν ήταν μόνο για να αναγνωρίσουν τους εχθρούς τους. Ορισμένοι άρχισαν να πιστεύουν ότι υπήρχε ένας θεός στην ομιλία τους, κάτι που θα μπορούσε να επιβιώσει των θνητών ομιλούντων της και να φέρει ξανά σε επαφή κάθε νέα γενιά θνητών με τον λησμονηθέντα ουρανό, με το πώς ήταν αληθινά τα πράγματα. Έγιναν, εν ολίγοις, φιλόσοφοι, και οι μυθολογίες, που βρίσκουμε καταγεγραμμένες από μεταγενέστερους, εγγράμματους στοχαστές, είναι το παραποιημένο αρχείο της φιλοσοφίας του παρελθόντος – όπως είπε αργότερα ο Αριστοτέλης. Οι λαοί γύρω από τη λεκάνη της Μεσογείου που, κατά συνθήκη, συνιστούν τον αρχαίο κόσμο (αν παραβλέψει κανείς την ύπαρξη άλλων λαών που συγκεντρώθηκαν γύρω από τον Γιαγκ-τσε και τον Γάγγη, ή γύρω από λίμνες και ποτάμια -ων ουκ έστι αριθμός- που λησμονήθηκαν), επινόησαν ιστορίες για να εξηγήσουν και ό,τι έκαναν οι ίδιοι, αλλά και ό,τι είδαν να γίνεται. Σε κανέναν δεν αρκούσε πραγματικά να λέει: κάνουμε κάτι γιατί ανέκαθεν το κάναμε, και τα πράγματα συμβαίνουν έτσι γιατί έτσι συμβαίνουν («γιατί είναι νόμος της φύσης»). Όλοι θέλαμε να κατανοήσουμε τα πράγματα, να μάθουμε γιατί τα πράγματα δεν ήταν όπως υποψιαζόμασταν ότι είναι και ότι θα έπρεπε να είναι.
Κάπως έτσι συνέβη, θα ήταν όμως απερίσκεπτο να πάει κανείς παραπέρα και να εκθέσει τις εικασίες των προϊστορικών, πριν από τη χρήση της γραφής, ανθρώπων, ή ακόμη και να πει με βεβαιότητα ότι έχει καταλάβει απόλυτα τα λόγια των ιστορικών και εγγράμματων. Ορισμένοι σχολιαστές έχουν προτείνει μεγάλους μύθους: σκεφτείτε πως οι πρόγονοί μας εξαπλώθηκαν από την Αφρική για να θαυμάσουν και τελικά να εκτοπίσουν τα προϊόντα μιας προηγούμενης μετανάστευσης (που σήμερα τα θυμόμαστε ως ξωτικά και δράκους)· σκεφτείτε πως μάθαμε να είμαστε πειθήνια, φιλοπαίγμονα ζώα· σκεφτείτε πως ένας μόνιμος πληθυσμός αναπτύχθηκε στην Ευρώπη για να υπηρετήσει τη Μητέρα Γη και τα πνεύματα που την διακονούσαν, μέχρι που εκτοπισθείσες ορδές ιππέων που ακολουθούσαν τον Πατέρα Ουρανό διατάραξαν τις αρχαίες αρμονίες, και εγκαθίδρυσαν την πατριαρχία και ένα ιερατείο στις καρδιές των διαδόχων τους. Όλες αυτές οι ιστορίες είναι ευχάριστες, αλλά τα στοιχεία που τις αποδεικνύουν ελάχιστα. Έγιναν κάποιες σκέψεις τότε και οι άνθρωποι ανέπτυξαν λογικά αίτια για ό,τι έκαναν και σκέφτονταν, αλλά ποιος ξέρει ποιες ήταν εκείνες οι σκέψεις και ποια εκείνα τα λογικά αίτια; Ασφαλώς και υπήρξε αρχαϊκή φιλοσοφική σκέψη -εκτός και αν νομίζουμε ότι η φιλοσοφική ιδιοσυγκρασία είναι αποτέλεσμα μιας πρόσφατης και ασυνείδητης μετάλλαξης – μόνο που οι απόπειρες να την περιγράψουμε δείχνουν περισσότερα για εμάς παρά για εκείνους. Κάποιες από τις ιστορίες – και ιδιαίτερα εκείνες που κατηγορούν τους «Έλληνες» ή τον Πλάτωνα (περ. 490-347 π.Χ.) ότι εγκατέλειψαν τη Μητέρα Γη – δείχνουν την άγνοιά μας για το τι εκείνοι ακριβώς οι Έλληνες, και ο Πλάτων, σκέφτονταν. «Η γη», είπε ο Πλάτων, «είναι η πατρίδα [μας] και πρέπει να την φροντίζουμε περισσότερο από όσο φροντίζουν τα παιδιά τη μητέρα τους– επιπλέον, η Γη είναι θεά και αφέντρα των θνητών, και οι εγχώριοι θεοί και δαίμονες πρέπει να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο σεβασμό».
Τα πράγματα είναι ευκολότερα για τον περίεργο ιστορικό, όταν οι ιστορίες καταγράφονται με τρόπο πιο εύκολα κατανοητό στους αμύητους. Στους προφορικούς πολιτισμούς, οι ιστορίες αλλάζουν με κάθε νέα αφήγηση, και ουσιαστικά δεν είναι ανάγκη κάθε ιστορία να είναι συνεπής με τις υπόλοιπες. Οι νεκροί κείνται κάτω από τη γη, αλλά και στον κόσμο των ονείρων και σε έναν μακρινό παράδεισο· ο ήλιος είναι μια ουράνια σφαίρα που την κυλάει στην αψίδα του ουρανού ένας κοπροκάνθαρος, αλλά και ένα σκάφος που μεταφέρει τον ίδιο τον βασιλιά κατά μήκος του ουρανού. Επιχειρήματα που ίσως να θεωρούσαμε μη πειστικά αν τα βλέπαμε καταγεγραμμένα, μπορεί να μας φανούν πειστικά σε προφορικές συζητήσεις – γιατί η μνήμη μας γράφει πάνω σε ό,τι προηγήθηκε (όπως συμβαίνει στη Βουλή και στα δικαστήρια).
Τα επιχειρήματα και οι ιστορίες μπορούν φυσικά να «καταγράφονται» ακόμα και σε προφορικούς πολιτισμούς: στο τοπίο είναι γραμμένη, για- εκείνους που θυμούνται, η τοπική μας ιστορία– κάθε σύμβολο αυθεντίας, κάθε κατάλοιπο παρελθούσας προσπάθειας είναι ένα μήνυμα για το μέλλον. Κάποια μηνύματα ενδεχομένως ήταν τέτοια που μπορούσε να τα διαβάσει κάθε ανθρωποειδές (οσμές ή χαρακιές ή σωρευμένοι βράχοι)’ άλλα, καθώς τα ανθρωποειδή γίνονταν άνθρωποι, μπορούσαν να τα διαβάσουν μόνον οι ήδη μυημένοι στην ειδική ιστορία κάθε εντόπιας φυλής (τη σφραγίδα ενός αείμνηστου ατόμου, το κλαδί ενός δένδρου όπου κάτι εντυπωσιακό συνέβη, όχι πολύ καιρό πριν). Το γράψιμο, με την έννοια που έχει σήμερα, επέτρεψε στους ξένους και στους νέους να μυηθούν με πιο αφηρημένους τρόπους (μολονότι για πολλά χρόνια παρέμενε μια τέχνη μυστική). Ό,τι ήταν έτσι καταγεγραμμένο, με σφηνοειδή γραφή ή ιερογλυφικά, είχε ειπωθεί και αποτυπωθεί στη μνήμη και περιληφθεί σε μυστικές εικόνες πολύ καιρό πριν. Οι πρόγονοί μας, καταγράφοντάς το, ξεκίνησαν τη διαδικασία που οδήγησε σε τυπικό επιχείρημα, καθολικώς αποκρυπτογραφήσιμα μηνύματα, αφηρημένη φαντασία. Δεν χρειάζεται πια να μας πουν τι σημαίνει ένας συγκεκριμένος συνδυασμός συμβόλων: μπορούμε να τα αποκρυπτογραφήσουμε, αν γνωρίζουμε τη σημασία .στοιχειωδών συμβόλων. Οι δυνάμεις που κάποτε ήταν «γραμμένες στο τοπίο», και ακόμη είναι για λαούς που βασίζονται στη μνήμη, ήταν πρόσωπα, επειδή με κάθε νέα αφήγηση της ιστορίας άλλαζαν, σαν να ανταποκρίνονταν στον αφηγητή και το ακροατήριο– οι δυνάμεις που ήταν γραμμένες σε κείμενα έγιναν λιγότερο προσωπικές, επειδή άλλαζαν σπανιότερα. Οι άνθρωποι που διαβάζουν ιστορίες από το τοπίο θυμούνται τις ήδη γνωστές ιστορίες με απρόβλεπτα διαφορετικούς τρόπους’ όσοι διαβάζουν ιστορίες από βιβλία έχουν τουλάχιστον την ευκαιρία να τις διαβάσουν σήμερα όπως τις διάβασαν και χθες (παρόλο που, στην πραγματικότητα, διαφέρει το πώς διαβάζουμε κάθε φορά). Ο θεός που κάποτε ενοικούσε στην ομιλία, ο εμπνευσμένος λόγος των λίγων εκλεκτών που μεταβαλλόταν και αναπαραγόταν περνώντας από στόμα σε στόμα, τώρα μένει μόνιμα στον γραπτό λόγο, σημαίνοντας «ακριβώς το ίδιο» όποιος κι αν τον διαβάζει – αν και φυσικά δεν σημαίνει το ίδιο. Της εποχής των προφητών έπεται η εποχή των γραφών.
Οι πρώτες γραπτές ιστορίες που γνωρίζουμε συνδυάζουν πολιτικό ρεαλισμό και «φαντασία» με τρόπους που εμείς σήμερα τους θεωρούμε παράξενους: παρόλο που οι θεοί δεν μοιράζονται πια τον ίδιο κόσμο μαζί μας (κάτι που σύμφωνα με τον μύθο έκαναν παλαιότερα), είναι τακτικοί επισκέπτες του, και οι ήρωες μπορούν να περνούν πιο εύκολα σε εκείνον τον άλλο κόσμο από τους σαμάνους. Τείνουμε να πιστέψουμε ότι οι συγγραφείς τους «πρέπει να γνώριζαν» πως έγραφαν φαντασία ή αλληγορία. Οι θεοί δεν πολέμησαν, «στην πραγματικότητα», στην Τροία, ούτε ο Φειδιππίδης συνάντησε καθ’ οδόν από την Σπάρτη τον θεό Πάνα. Οι θεοί-γεννήτορες βασιλικών δυναστειών πρέπει «προφανώς» να ήταν μυθεύματα, επιτηδευμένοι τρόποι για να ειπωθεί τόσο ότι ο νέος βασιλιάς έπρεπε να αντιμετωπίζεται με δέος όσο και ότι «Ένας Θεός ξέρει ποιος ήταν ο πατέρας του». Εμείς αντιδρούμε, στην πραγματικότητα, λίγο-πολύ σαν κάποιον που υποστηρίζει, φέρ’ ειπείν, ότι η Γκερνίκα του Πικάσο διαστρεβλώνει την αλήθεια, απλώς και μόνο γιατί δεν θα πιστεύαμε ότι είδαμε να συμβαίνουν τέτοια πράγματα στον δρόμο του χωριού. Η αλήθεια είναι ότι, στην πραγματικότητα, δεν βλέπουμε αυτό που νομίζουμε τώρα ότι βλέπουμε: το οπτικό μας πεδίο είναι θραυσματικό και παραπλανητικό, και μόνον η «λογική» μάς λέει ότι τα φαντάσματα, οι χίμαιρες και τα τέρατα δεν υπάρχουν, και ότι οι σχετικές σημασίες και εκτιμήσεις δεν βρίσκονται ((εκεί έξω» στον κόσμο.
Τα δύο κύρια διδάγματα αυτής της θεωρητικής εισαγωγής είναι τα εξής: πρώτον, πως η αναζήτηση της γνώσης μέσω της ανταλλαγής ιδεών είναι κάτι το οποίο πρέπει να υποθέσουμε ότι, ως ομιλούντα ζώα, το έχουμε εκ φύσεως· δεύτερον, ότι δεν είναι δυνατόν να νομίζουμε πως είναι τόσο εύκολη μια γνωριμία με τον κόσμο που οι πρόγονοί μας ερμήνευσαν, λες και έπρεπε μόνο να κοιτάξουν για να δουν ότι τα πράγματα ήταν όπως εμείς λέμε σήμερα ότι είναι. Λέγεται πολύ συχνά ότι οι «Έλληνες» ήταν οι πρώτοι που έκαναν υποθέσεις, και σκέφτηκαν λογικά για τον κόσμο, οι πρώτοι που αντάλλαξαν ιδέες και άσκησαν κριτική ο ένας στις σκέψεις του άλλου. «Τα επιτεύγματα που κάποιοι αποδίδουν στους βαρβάρους είναι των Ελλήνων, από τους οποίους ξεκίνησε όχι μόνο η φιλοσοφία, αλλά και αυτό ακόμη το ανθρώπινο γένος», είπε ο Διογένης ο Λαέρτιος, ο οποίος συνέγραψε το Βίοι καί γνῶμαι ταῶν ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ εὐδοκιμησάντων καί τῶν ἐν ἑκάστῃ αίρέσει ἀρεσκόντων ἐν ἐπιτόμῳ συναγωγῇ, στις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, χριστιανός του 2ου αιώνα, από την άλλη πλευρά, ήταν πεπεισμένος ότι οι Έλληνες είχαν δανειστεί από τους βαρβάρους. Λέγεται επίσης πολύ συχνά ότι εκείνοι εκλογίκευαν τον κόσμο που εμείς βρίσκουμε. Η φιλοσοφική ιδιοσυγκρασία, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, βρίσκεται παντού στον κόσμο, και μπορεί να πει κανείς ότι ήταν παρούσα καθ’ όλη τη διάρκεια των εκατοντάδων χιλιάδων χρόνων της ανθρώπινης ύπαρξης, είτε την εκτιμούσαν κάποιες ανθρώπινες φυλές (σήμερα την εκτιμάμε άραγε;) είτε όχι. Όμως, ακριβώς επειδή, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, όλες εκείνες τις χιλιετίες οι συνθήκες ζωής ήταν πολύ διαφορετικές από αυτές που είναι σήμερα, δεν μπορούμε να θεωρούμε αυτονόητο ότι οι πρόγονοί μας έβλεπαν ακριβώς αυτό που λέμε εμείς πως βλέπουμε σήμερα, και ότι διέφεραν από εμάς μόνο ως προς τις εξηγήσεις που βρήκαν. Μια τέτοια παραδοχή μάς τυφλώνει ως προς το πώς εκείνοι σκέφτονταν, και ως εκ τούτου μας απαλλάσσει, από κάθε ριζική κριτική των δικών μας τωρινών σκέψεων.
Υπάρχει τελικά κάτι που να αποδεικνύει ότι ήταν οι Έλληνες που τα ξεκίνησαν όλα; Δύο ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά εκείνων των Ελλήνων, οι οποίοι επανανακάλυψαν τη γραφή έπειτα από την από μακρού κατάρρευση του Μυκηναϊκού και του Μινωικού πολιτισμού: η προτίμησή τους για αφηρημένες εξηγήσεις και η προθυμία τους να προτείνουν λογικά αίτια. Μπορεί τα δύο αυτά χαρακτηριστικά να σχετίζονται μεταξύ τους, διαφέρουν, ωστόσο, λογικά. Ενώ άλλοι λαοί έβρισκαν αποδεκτό το να λένε ότι τα δένδρα και οι πόλεις πέφτουν ή ότι ο χειμώνας έπεται του θέρους, επειδή οι θεοί καυγάδισαν, ή επειδή κάποια μάγισσα τα καταράστηκε, κάποιοι Έλληνες άρχισαν να επικαλούνται τον «Νόμο». Στην αρχή, αυτός ο Νόμος ήταν απλώς Πεπρωμένο: ότι τίποτα δεν επιτρέπεται να αναπτυχθεί υπερβολικά, ότι τα πάντα έχουν όρια, ότι ο χειμώνας έπεται της άνοιξης. Ακόμη και ο Δίας, ο αρχηγός των θεών, υποτάσσεται στο Πεπρωμένο, το οποίο παραμένει εν μέρει προσωπικό, επειδή είναι τόσο σαφώς ηθικολογικό. Όμως, αν ο Δίας δεν ανατρέπει, ή δεν μπορεί να ανατρέψει, αυθαίρετα εκείνον τον Νόμο, ίσως κι εμείς να μην τον χρειαζόμαστε. Τα πράγματα συνέβησαν, όπως συνέβησαν, επειδή υπήρχαν άχρονες, και ακούσιες, σχέσεις μεταξύ διαφορετικών, και ανακαλύψιμων, παραγόντων. Ενώ άλλοι λαοί θεωρούσαν πολύ εύκολο να υποστηρίζουν συγκεκριμένες ιστορίες επικαλούμενοι την αυθεντία περιούσιων κειμένων ή προφητών, κάποιοι Έλληνες άρχισαν να αναζητούν λογικά αίτια για να προσυπογράψουν τη μία ή την άλλη θεωρία, η οποία θα μπορούσε, κατ’ αρχήν, να ελεγχθεί από όποιον ήταν διατεθειμένος να το κάνει. Επινόησαν – ή ανακάλυψαν – έναν κόσμο όχι πια αυθαίρετο, που τον διείπαν μεταβαλλόμενοι σκοποί· επέμειναν ότι δεν χρειάζονταν εξαιρετικά χαρίσματα -πέραν αυτού της επιχειρηματολογίας- για να τον αποκαλύψουν. Αυτός είναι ο κόσμος που έχουν κληρονομήσει οι πεφωτισμένοι, παρόλο που υπάρχουν ακόμη ανάμεσά μας πολλοί αρχαΐζοντας, πρόθυμοι να επικαλεστούν την αυθεντία των γραφών ή των χαρισματικών προφητών για να υποστηρίξουν την ηθικολογική τους εκδοχή για το πώς είναι τα πράγματα.
Η ιστορία αυτή μας γοητεύει, όπως οι ιστορίες των Ουίγων που ανιχνεύουν την αρχή της προόδου στην ίδια μας την κατάσταση. Οι περισσότερο πεπεισμένοι από αυτήν, φυσικά, αναγκάζονται αμέσως να παραδεχτούν ότι οι Έλληνες πολύ σύντομα αμάρτησαν και εξέπεσαν. Ο Πλάτων επανηθικοποίησε τον κόσμο, λέγοντας ότι τα πράγματα συνέβησαν γιατί έπρεπε να συμβούν, ή γιατί κάτι παρόμοιο έπρεπε να συμβεί. Ακόμη και ο Αριστοτέλης -που συμβατικά απεικονίζεται ως αντίπαλος του Πλάτωνα- πίστευε πως το καλύτερο είναι αυτό που μας βοηθάει να δούμε τον Θεό. Ακόμη και τους Στωικούς, παρόλο που καλλιέργησαν τη λογική και τις «φυσικές επιστήμες», σήμερα τους θυμόμαστε κυρίως για τον «στωικισμό» τους, την ηθική τους δέσμευση στη θεϊκή παρουσία. Λίγοι ήταν οι φιλόσοφοι που απέρριψαν τη συνήθη θρησκευτική πρακτική ή εγκατέλειψαν τελείως την αυθεντία του παραδοσιακού μύθου. Κάποιοι από αυτούς (ο Επιμενίδης από την Κρήτη, για παράδειγμα, ο οποίος είπε επιγραμματικά ότι όλοι οι Κρητικοί είναι ψεύτες, γύρω στο 600 π.Χ., ή ο Ιάμβλιχος από την Συρία στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ.) συμπεριφέρονταν ως μάγοι-θεραπευτές, ή φαίνονταν ότι επιδοκιμάζουν παρόμοιες καθαρτήριες τελετές. Το όλο ελληνικό πείραμα, όπως υποθέτουν οι μοντερνιστές, υπέκυψε στον νεφελώδη Πλατωνισμό και σε αποκρυφιστικές πρακτικές, ενώ, ακόμη και οι σκεπτικιστές, έχοντας χάσει την εμπιστοσύνη τους στη δύναμη της λογικής να ανακαλύψει την αλήθεια, ήταν πρόθυμοι να σιγοντάρουν τις προγονικές τους αξίες. Τα ψήγματα της φιλοσοφίας του παρελθόντος, που τόσοι σύγχρονοι προτιμούν να εκθειάζουν, δεν είναι παρά δυνάμει στιγμιαίες προεικονίσεις της αληθινής φιλοσοφίας. Ας δούμε τι λέει ο Thomas Sprat, ο πρώτος ιστορικός της Royal Society:
Οι ποιητές έκπαλαι για να κάνουν τα πράγματα να φαίνονται πιο σεβαστά απ’ όσο ήταν, επινόησαν εκατοντάδες ψευδείς Χίμαιρες– σε κάθε Αγρό, Ποταμό, Άλσος και Σπήλαιο απόθεσαν ένα Φάντασμα δικής τους επινόησης: Με αυτά εξέπληξαν τον κόσμο… Και στους νεότερους Χρόνους αυτές οι Φανταστικές Μορφές ξαναζωντάνεψαν και κατέκτησαν τη Χριστιανοσύνη… Ακόμη και αν εκείνοι οι οξυδερκείς Φιλόσοφοι δεν προήγαγαν κανένα κακό, δεν κατάφεραν ωστόσο ποτέ να το αποφύγουν· ποτέ, ούτε καν όσο τον βασιλιά Όμπερον και τον αόρατο Στρατό του. Αλλά από την εποχή που εμφανίστηκε η Πραγματική Φιλοσοφία δεν έχει απομείνει ο παραμικρός ψίθυρος από εκείνη τη φρίκη … Ο ρους των πραγμάτων συνεχίζεται ομαλά, μέσα στο δικό του κανάλι Φυσικών Αιτιών και Αποτελεσμάτων. Γι’ αυτό χρωστάμε πολλά στα Πειράματα’ τα οποία, παρόλο που δεν έχουν ακόμη ολοκληρώσει την ανακάλυψη του αληθινού κόσμου, έχουν εντούτοις ήδη κατατροπώσει εκείνους τους άγριους ενοίκους του ψεύτικου κόσμου, που κάποτε εξέπλητταν τον νου των ανθρώπων.
Είναι, δύσκολο να καταλάβουμε, σε αυτήν την περίπτωση, γιατί πρέπει, να εξετάζουμε τα αρχαία κείμενα. Μπορεί να είναι ιστορικώς σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι οι αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν καλά -τουλάχιστον από τον Πυθαγόρα και εξής- ότι η γη είναι σφαιρική (μια τέτοια αναγνώριση θα απέτρεπε κάποιες κατάφωρες διαστρεβλώσεις του μετέπειτα εγχειρήματος του Κολόμβου), αλλά κανείς δεν περιμένει να βρει νέες λεπτομέρειες όσον αφορά την περίμετρο της γης διαβάζοντας Ερατοσθένη (περ. 284-192 π.Χ.), ο οποίος την υπολόγισε με αρκετή ακρίβεια συγκρίνοντας τις σκιές του μεσημεριού στο Ασουάν και την Αλεξάνδρεια. Ούτε και περιμένουμε ο Εμπεδοκλής ο Ακραγαντίνος (484-424 π.Χ.) να μας προτείνει μια θεωρία υπολογίσιμη αντίπαλο της εξελικτικής του Δαρβίνου, παρόλο που είναι δυνατόν, εκ των υστέρων, να διακρίνουμε κάποιες ομοιότητες.
Το ότι ερμηνεύουμε τα συγγράμματα των προγενεστέρων μας ως απόπειρες να πουν ψευδίζοντας μία αλήθεια, την οποία εμείς καταλαβαίνουμε σαφέστερα από ό,τι εκείνοι, δεν είναι χωρίς ουσία. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης περιέγραψε τους παλαιότερους φιλοσόφους ως φιλοσόφους που ψηλαφούσαν τις διακρίσεις τις οποίες ο ίδιος ανέπτυξε διεξοδικά – κυρίως, τη διάκριση ανάμεσα στα τέσσερα είδη αιτίου (το υλικό, το ποιητικό, το μορφικό και το τελικό). Μπορεί να παρουσίασε διαστρεβλωμένη την εικόνα τους – αν και τα στοιχεία ότι το έκανε αντλούνται κυρίως από ό,τι ο ίδιος είπε για εκείνους: αν αμφισβητήσουμε τελείως τον λόγο του, δεν θα έχουμε σχεδόν κανένα στοιχείο για το τι σκέφτονταν εκείνοι. Αν όντως παραποίησε την εικόνα τους, αυτό δεν σημαίνει ότι εμείς θα τα καταφέρουμε καλύτερα: η γνώση μας για εκείνο το παρελθόν είναι θραυσματική και διαστρεβλωμένη. Πού είναι οι 232.808 στίχοι έργων του Θεόφραστου, του πρώτου διαδόχου του Αριστοτέλη, ή τα 705 έργα του Χρύσιππου, του μεγάλου Στωικού (περ. 280-207 π.Χ.); Θα ήταν πολύ λιγότερα, αν περιείχαν λιγότερα παραθέματα, όπως είπαν οι επικριτές του. Δεν έγραψαν βιβλίο όλοι οι σοβαροί στοχαστές – δεν έχουμε παρά ένα βιβλίο γραμμένο από δούλο, και κανένα από γυναίκα– ‘δεν αντιγράφηκαν όλα τα βιβλία αρκετά, ώστε να έχουν την ευκαιρία να επιβιώσουν πολλά καταστράφηκαν, ηθελημένα ή όχι, από φωτιά– πολλά από αυτά που σώζονται έχουν αποκοπεί τόσο πολύ από το γενικότερο πλαίσιό τους, ώστε να είναι ακατανόητα– ακόμη και από εκείνα που θεωρούμε ότι καταλαβαίνουμε έχουν χαθεί ολόκληρα τμήματα συμφραζομένων, σχολίων και υπονοουμένων. Τελικά, όσα λέμε για τη φιλοσοφία του παρελθόντος θα παρουσιάζουν πάντα έναν χαρακτήρα παροντικό, και άρα θα αλλάζουν χρόνο με τον χρόνο. Το όνομα «Σωκράτης» χαρακτηρίζει πλήθος διακριτών φιλοσόφων: ο Σωκράτης του Πλάτωνα και του Ξενοφώντα, του Διογένη και του Αριστοτέλη, του Πύρρωνα και του Πλωτίνου, ή ακόμη και ο Σωκράτης του Πλάτωνα του Πλωτίνου. Καλώς ή κακώς, κάθε εποχή, κάθε άτομο, βλέπει στα κείμενα αυτό που μπορεί να καταλάβει. Συνήθως, καταλήγουμε να χωρίζουμε τους στοχαστές σε σχολές και πνευματικές γενεαλογίες, παρόλο που η εμπειρία θα έπρεπε να μας έχει διδάξει ότι μαθητές ενός φιλοσόφου συνήθως δεν συνεχίζουν από εκεί όπου σταμάτησε ο δάσκαλός τους, και ότι οι πραγματικές ιδέες διατρέχουν αιώνες ολόκληρους και χιλιάδες χιλιομέτρων χωρίς να επηρεάσουν τίποτα και κανέναν στο ενδιάμεσο.
Το να πούμε ότι η αλήθεια δεν είναι, ή ότι δεν χρειάζεται να είναι, αυτό που νομίζουμε ότι είναι, προϋποθέτει δύο πράγματα τα οποία, τελευταία, αμφισβητούνται: ότι υπάρχει αλήθεια, και ότι θα μπορούσαμε να τη βρούμε, έστω και στο μέτρο που θα βρίσκαμε μόνο τι δεν είναι. Οι παραδοχές αυτές έχουν τεθεί εν αμφιβόλω – όπως συνέβαινε και στον αρχαίο κόσμο, πιο αυστηρά μάλιστα από τους Σκεπτικούς, τα επιχειρήματα των οποίων παρουσιάζει συνοπτικά ο Σέξτος ο Εμπειρικός (ακμή: 200 μ.Χ.). Όπως εκείνοι αναγνώριζαν, δεν μπορούμε να κηρύξουμε – χωρίς να πέσουμε σε αντίφαση – ούτε τη μία ούτε την άλλη πρόταση ως ψευδή· αν πούμε ότι δεν υπάρχει αλήθεια, τότε, ως προς αυτό, τουλάχιστον, ψευδόμαστε– αν δεν μπορούμε να βρούμε την αλήθεια, με ποιο δικαίωμα λέμε ότι δεν μπορούμε; Το καλύτερο που μπορούμε να καταφέρουμε, εγκαταλείποντας τον Δρόμο της Αληθείας, είναι να ολισθήσουμε ξανά στον Δρόμο του Φαίνεσθαι (για τον οποίο θα πω περισσότερα πιο κάτω), χωρίς ποτέ να πούμε ότι το κάνουμε αυτό δικαιολογημένα, ή ορθώς. Είναι ένας δρόμος που πολλοί από εμάς, εξ αρχής, τον βρήκαν ευκολοδιάβατο. Ίσως να συμφωνήσουμε ότι η φιλοσοφική ιδιοσυγκρασία βρίσκεται παντού· όμως δεν γοητεύονται εξίσου όλοι από τη φιλοσοφία. Πριν τεθεί το ερώτημα περί της «αλήθειας» του, ο κόσμος της εμπειρίας μας είναι ακριβώς αυτό, η σφαίρα του προφανούς· αν, τεθέντος του ερωτήματος, δεν βρούμε καμία απάντηση, μπορεί κάλλιστα να επιστρέφουμε σε εκείνη την προφανέστατη κατάσταση, όπου θεωρούσαμε τα πάντα προφανή – συμπεριλαμβανομένου του στρατού του βασιλιά Όμπερον. Αυτή ακριβώς η πάλη ανάμεσα στο Φαίνεσθαι και την Πραγματικότητα χρησιμεύει ως ο χρυσός μίτος που μας οδηγεί μέσα στο παρελθόν.
Εμπνευσμένοι στοχαστές
Οι πρώτες ιστορίες που διαθέτουμε περιέχουν ερωτήματα για τη ζωή και τον θάνατο, και για τις ιστορίες που διαβάζει κανείς στην πτήση των πουλιών, στην ανάπτυξη των λουλουδιών, στην εναλλαγή των ρευμάτων. Συνήθως περιέχουν απαντήσεις κάπως κουρασμένες, σαν να τις δίνει ένας κόσμος γερασμένος: καλύτερα να μην ποθούμε την αθανασία, αλλά να υπακούμε τους θεούς της εποχής μας και της θέσης μας– καλύτερα να μην προσδοκάμε θαυμαστά αποτελέσματα από τα δίδυμα πάθη του έρωτα και του πολέμου’ καλύτερα να είμαστε έντιμοι, αν δεν μπορούμε να είμαστε τυχεροί’ καλή είναι η ισχύς, αλλά η ευφυΐα είναι καλύτερη· ο κόσμος του φωτός και της τάξης έχει εγκλωβιστεί σε αιώνιο σκοτάδι, και όσοι εγκαταλείπουν το φως δεν επιστρέφουν αμετάβλητοι. Κάθε νέο βλάστημα αποκοβόταν στο τέλος, και μόνον οι ουρανοί ήταν αιώνιοι. Οι αφορισμοί που αποδόθηκαν στους σοφούς του 6ου αιώνα (επτά, ή δέκα, ή δεκαεπτά τον αριθμό – ανάλογα με τις εκάστοτε προτιμήσεις) ήταν «φιλοσοφικοί» με την κοινή έννοια (δηλαδή, καταθλιπτικοί): «γνῶθι σαυτόν»· «μηδέν άγαν»· «ἐγγύην φεύγειν»· «καιρόν γνῶθι»· «οἱ πλεῖστοι ἄνθρωποι κακοί». Ταυτόχρονα, και αυτό ακόμη το γεγονός ότι μεγάλωσαν μέσα στα ερείπια θα μπορούσε να δώσει σε κάποιους την εντύπωση ότι οι ίδιοι τουλάχιστον ήταν νέοι. Ό,τι κι αν είχε επιτευχθεί προηγουμένως, και χαθεί, θα υπήρξε ίσως κάποια στιγμή που ο κόσμος ήταν νέος και θα μπορούσε να επανεπινοήσει και να επανανακαλύψει το μεγαλείο. Σύμφωνα με τον Πίνδαρο: «Σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος, ἀλλ’ ὅταν αἴγλα διόσδοτος ἔλθῃ, λαμπρόν φέγγος ἔπεστιν ἀνδρῶν καί μείλιχος αἰών».*
Σύμφωνα με τους ποιητές, που πρώτοι αυτοί μίλησαν για Ελλάδα, το Κάτι προέκυψε από το Τίποτα και, έγινε, σιγά-σιγά, ο κόσμος της ανθρώπινης, της ελληνικής εμπειρίας: οι θνητοί παρέπαιαν στον κόσμο φοβούμενοι τις όμορφες ή φρικτές παρουσίες, μα όχι χωρίς τη θνητή τους αξιοπρέπεια. Οι δυνάμεις που είχαν διαμορφώσει τον κόσμο, καθαρά εγωιστικές παρορμήσεις, βρίσκονταν τώρα σε ισορροπία υπο τον παντεπόπτη Ουρανό, που όριζε οι άνθρωποι να τηρούν τις υποσχέσεις τους και να προσφέρουν φιλοξενία σε όλους (ή τουλάχιστον σε οποιονδήποτε ήταν κάποιος). Ορισμένοι βρέθηκαν έγκλειστοι στο σκοτάδι κάτω από τη γη· άλλοι ξαναγεννήθηκαν ως αφοσιωμένοι -ή αρκετά αφοσιωμένοι- Ολύμπιοι: την Μήτι, για παράδειγμα, την πανούργα σοφία, την καταπίνει ο Δίας, και την επανεπινοούν ως Αθηνά. Ο Ξένιος Ζευς, ο Όρκιος Ζευς (ο θεός των Ξένων, ο Θεός των Όρκων) δεν θα άφηνε την προδοσία ατιμώρητη, ούτε θα επέτρεπε στους κοινούς θνητούς να ορθώσουν πολύ το ανάστημά τους. Στην εποχή του Κρόνου κάναμε ό,τι θέλαμε, τώρα όμως ζούμε με πειθαρχία. Οι ιστορίες που αφηγήθηκαν οι ποιητές ήταν επίσης σκανδαλώδεις, σαν οι δυνάμεις να ήταν τεράστια, λάγνα παιδιά, πλασμένα στη φαντασία όσων πίστευαν ότι επιτυχία είναι να υποτάξει κανείς τους εχθρούς του και μετά να το γιορτάσει με την άνεσή του. Μεταγενέστεροι Πλατωνικοί παρουσίασαν αλληγορικά τους μύθους (όπως μόλις έκανα), και έτσι ενέπνευσαν τον Φίλωνα, Ιουδαίο του 1ου αιώνα στην Αλεξάνδρεια, να βρει νέα, φιλοσοφικά, νοήματα στην Τορά. Ο Πλούταρχος, Βοιωτός του 1ου αιώνα, ο οποίος υπηρέτησε ως ιερέας στους Δελφούς (και, παρεμπιπτόντως, παρέσχε στον Σαίξπηρ πολλές από τις υποθέσεις των έργων του) βρήκε παρόμοια στήριξη στους αιγυπτιακούς μύθους της Ίσιδας και του Όσιρι. Ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος (570- 478 π.Χ.) απεχθανόταν, όπως και ο Κλήμης, τέτοιους μύθους: η δύναμη που κυβερνούσε τον κόσμο δεν μπορούσε στην πραγματικότητα να έχει τη μορφή ενός μόνο από τα υποτελή δημιουργήματα της, αλλά έπρεπε μάλλον να είναι τέλεια καθ’ εαυτήν. Καμία εικόνα του Δία ως ανθρώπου, ταύρου, ή χρυσής βροχής δεν θα γινόταν αποδεκτή, ούτε θα συγκινούσαν τον Δία οι επιθυμίες και τα ξεσπάσματα οργής ενός κατωτέρου είδους. Αλλού, στις ακτές της Μεσογείου, εξίσου αγανακτισμένοι προφήτες αρνούνταν ότι ο Θεός είχε κάποια μορφή που μπορούσε να απεικονιστεί, ή ότι προήλθε από το Τίποτα. Αυτός ο Θεός μπορούσε να είναι γνωστός μόνον ως ο Θεός της Δικαιοσύνης, και ο λαός του Ισραήλ είχε ορίσει εαυτόν ως τον εκλεκτό του, ενώ τα άλλα έθνη υπηρετούσαν, στην καλύτερη περίπτωση, τους υπηρέτες του, τους δαίμονες, εκτός αν υπάκουαν σε αυτόν.
Οι μεταγενέστεροι αναγνώρισαν τους Εβραίους ως «έθνος φιλοσόφων», αφοσιωμένους στη ζωή του φιλοσόφου, σύμφωνα με τους νόμους του Θεού, όχι του βασιλιά, και όχι σύμφωνα με τις όποιες επιταγές του όχλου. Δεν ήταν όμως φανερό αρχικά ότι οι Έλληνες φιλόσοφοι έλεγαν τα ίδια με τους Εβραίους προφήτες. Η αρχή του Ξενοφάνη είχε τις επιπτώσεις της: από τη μία πλευρά, το Κάτι, από το οποίο παίρνει μορφή ο κόσμος, δεν μπορεί να έχει τη μορφή κανενός από τα παράγωγά του– από την άλλη, τίποτα δεν μπορεί να γίνει πιστευτό ως αληθής περιγραφή εκείνου του ίδιου του «Κάτι», εφόσον φανερά θα οφείλει την καταγωγή του στον ιδιαίτερο χαρακτήρα εκείνων που το περιγράφουν. Όμως, φυσικά, ένα Κάτι τόσο απολύτως διαφορετικό από οποιοδήποτε συγκεκριμένο πράγμα είναι αδύνατον να περιγράφει με κοινούς όρους’ και ένα Κάτι, η αληθής περιγραφή του οποίου δεν πρέπει να οφείλει τίποτα στον χαρακτήρα εκείνων που το περιγράφουν, είναι κάτι άπιαστο για εμάς: ό,τι και αν εμείς θεωρήσουμε εύλογο να πούμε πως Αυτό είναι, θα είναι ό,τι εμείς θεωρούμε ως εύλογο. Αν είναι παράλογο να πιστεύουμε ότι το Κάτι έχει γαλάζια μαλλιά και γενειάδα (φέρ’ ειπείν), δεν θα πρέπει να είναι εξίσου παράλογο να το θεωρούμε ως έλλογο; Εάν Θαλής ο Μιλήσιος (ένας επιχειρηματίας του 6ου αιώνα που κατέληξε να γίνει φιλόσοφος) είχε δίκιο, όταν έλεγε ότι το Ύδωρ είναι η αρχή των πραγμάτων, δεν εννοούσε το υδαρές ύδωρ, το κοινό νερό. Μπορεί να εννοούσε απλώς, όπως ο Ηράκλειτος, ότι «τά πάντα ρεΐ»· μπορεί απλώς να αναζητούσε την πιο εμφανή εικόνα για εκείνο το Ον «εντός του οποίου ζούμε και κινούμαστε και υπάρχουμε». Οι ποιητές γνώριζαν ότι οι θεοί «παίρνουν μορφές» που δεν είναι ουσιαστικά οι δικές τους, ότι μιλούν διαφορετική γλώσσα, αναπνέουν διαφορετικό αέρα, και ωστόσο δεν ήταν απόλυτα ξένοι: ο Ξενοφάνης, για να τιμήσει τους θεούς και για να διαμαρτυρηθεί για τη δυσφήμησή τους, τους έκανε τελείως αγνώστους.
Το θέμα δεν ήταν «μόνο θεολογικό», σαν να υπήρχε μια διαφορετική σφαίρα λογικού στοχασμού, όπου δεν προέκυπταν τέτοιου είδους προβλήματα. Θεολογία, αρχικά, σήμαινε απλώς συζήτηση για τις ανεξιχνίαστες, ακατανόητες δυνάμεις και αιτίες του κόσμου (γι’ αυτό και εγώ μιλώ για το Κάτι και όχι για Θεό). Από προφανής, ένα βασίλειο ανθρωπίνων αποτυπωμάτων και ιχνών, ο κόσμος κατέστη μυστηριώδης. «Ἐν βυθῷ γάρ ἡ ἀλήθεια», διακήρυττε ο Δημόκριτος από τα Άβδηρα (περ. 460-357 π.Χ.). Αυτός ο αφορισμός σήμερα φαίνεται αυτονόητος: το πώς είναι στην πραγματικότητα τα πράγματα και το πώς φαίνονται σε εμάς, ή στον οποιονδήποτε, δεν είναι κατ’ ανάγκην, ή έστω καν, το ίδιο. Τότε δεν ήταν φανερό, και ο αφορισμός είναι σκόπιμα παραδοξολογικός. Η λέξη «αλήθεια» δεν σήμαινε για τους Αρχαίους Έλληνες μόνον ό,τι σημαίνει για εμάς σήμερα, και είναι σαφές ότι εκείνοι, αν ήθελαν, μπορούσαν λέγοντας Αλήθεια να εννοούν είτε το «Μη λανθάνον» είτε το «Μη κεκρυμμένον»· η πραγματική ετυμολογία της είναι κατά πάσα πιθανότητα τελείως διαφορετική. Η Αλήθεια που κείται στα δημοκρίτεια βάθη είναι παραδοξολογική γιατί «η Αλήθεια» θα έπρεπε μάλλον να είναι αυτό που δεν κρύβεται, το φανερό. Η Αλήθεια είναι αυτό που δεν μπορούμε να λησμονήσουμε γιατί ποτέ δεν δύει, γιατί δεν υπάρχει κάτι άλλο για να πάρει τη θέση της (όπως το σκοτάδι αντικαθιστά το φως) – όπως είπε ο Ηράκλειτος από την Έφεσο (ακμή: περ. 500 π.Χ.). Η Αλήθεια είναι ο παντεπόπτης ουρανός μέσα στον οποίο – και όχι απλώς κάτω από τον οποίο – ζούμε.
Και όμως, κρύβεται. Στην πραγματικότητα, διακήρυττε ο Δημόκριτος, δεν γνωρίζουμε τίποτα· όλα όσα αντιλαμβανόμαστε είναι μόνο «κατά συνθήκη αληθινά», αληθινά νόμω. Διαφορετικές συνήθειες γεννούν διαφορετικούς αισθητούς κόσμους, διαφορετικές ιστορίες, αλλά η αλήθεια συνολικά είναι μόνον «άτομα και το κενό». Σε μεταγενέστερη εποχή, αυτός ο «ατομισμός» μπορεί να χαιρετιστεί ως μια λαμπρή προεικόνιση της φυσικής θεωρίας: ο Πλάτων, όπως έλεγαν οι επικριτές του, δεν αντιμετώπισε ποτέ ευθέως τον Δημόκριτο (ο οποίος είχε επισκεφτεί την Αθήνα όσο ζούσε ο Σωκράτης), επειδή φοβόταν μια πραγματική αντιπαράθεση με έναν ικανό αντίπαλο. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι σύγχρονοι φυσικαλιστές μιλούν σαν ο κοινός ανθρώπινος κόσμος να ήταν μια τέλεια παραίσθηση (ενίοτε ακόμη και αρνούμενοι ότι υπάρχει κάτι στο οποίο εμφανίζεται η παραίσθηση). Σε αυτήν την περίπτωση, φυσικά, τα λόγια και τα κείμενα που προτείνουν τη θεωρία είναι και αυτά παραίσθηση (και αυτό γιατί εξαρτώνται από συγκεκριμένες ανθρώπινες γλώσσες έστω και για να γίνουν αντιληπτά). Ο Δημόκριτος υπήρξε ίσως πιο προσεκτικός, αναγνωρίζοντας ότι και αυτοί ακόμη οι λόγοι που έχουμε για να πιστεύουμε πως οι αισθήσεις δεν μας δείχνουν την Αλήθεια απορρέουν από αυτό που μας δείχνουν οι αισθήσεις. Ο ατομισμός του δεν ήταν τόσο φυσική θεωρία όσο αποτέλεσμα ενόρασης. Όπως και άλλοι, προγενέστεροι σοφοί, λέγεται ότι είχε και αυτός ταξιδέψει πολύ στην Ανατολή και ότι σύχναζε, όπως οι βουδιστές μοναχοί, σε νεκροταφεία προκειμένου να μελετήσει, χωρίς αμφιβολία, την αποσύνθεση του σώματος. Τα πρόσωπα (όπως και η γεύση, η θερμοκρασία και τα χρώματα) υπάρχουν «κατά συνθήκη»: «στην πραγματικότητα» υπάρχουν μόνον άτομα και το κενό. Όλα, μηδενός εξαιρουμένου, τα κοινά αντικείμενα συντίθενται από άτμητα απλά. Επειδή δεν μπορεί να υπάρχει επ’ άπειρον αναγωγή μερών, πρέπει να υπάρχουν απεριόριστες τον αριθμό απλές μονάδες (τα άτομα), χωρίς τα χαρακτηριστικά των σύνθετων προϊόντων τους. Όπως και προηγουμένως, ο πραγματικός κόσμος, το explanans – το εξηγούν – δεν μπορεί να έχει τις ιδιότητες που καλείται να εξηγήσει.
Αυτό ακριβώς το χάσμα μεταξύ Φαινομένου και μιας υποθετικής Πραγματικότητας θα αποτελέσει το κεντρικό νήμα του φιλοσοφικού στοχασμού στον αρχαίο κόσμο (και σε άλλους). Ωστόσο ένας φιλόσοφος έφτασε στο σημείο να αρνείται ότι υπάρχουν πολλαπλές αλήθειες, ή οποιοδήποτε είδος αναλήθειας. «Είναι ανάγκη», είπε ο Παρμενίδης, «να λέμε και να σκεφτόμαστε ότι το Ον Είναι». Μια πιθανή ερμηνεία εξισώνει αυτή τη ρήση με το καθήκον να είμαστε φιλαλήθεις: γι’ αυτό που είναι, πρέπει να λέμε ότι είναι’ γι’ αυτό που δεν είναι, πρέπει να λέμε ότι δεν είναι. Ακόμη και αυτό, μολονότι μοιάζει με αυταπόδεικτη αλήθεια, είναι σημαντικό: γιατί, στο κάτω-κάτω, να μη λέμε ψέματα, να μην επινοούμε ιστορίες, να μην κρυβόμαστε από την αλήθεια; Το ότι η αλήθεια μάς φορτώνει με την ευθύνη της, το οτι μπορούμε να κρύψουμε, αλλά δεν πρέπει, μας λέει κάτι για τη φύση της (κυρίως ότι δεν είναι, όπως διατείνονταν μεταγενέστεροι στοχαστές, ανεξάρτητη από αξίες). Όμως, ο Παρμενίδης συμπέρανε περισσότερα από αυτό. Ανάμεσα στις «κατά συνθήκη αλήθειες», πράγματα για τα οποία συμφωνούμε ότι είναι αληθή αλλά, στην πραγματικότητα, δεν είναι, υπάρχουν ισχυρισμοί περί αλλαγής και δυνατότητας. Θα μπορούσαν να είναι άλλα πράγματα από ό,τι είναι· άλλα πράγματα από ό,τι είναι δεν είναι· κάποια πράγματα γεννώνται και άλλα φθείρονται. Πώς συμβαίνει αυτό; Ό,τι δεν είναι, δεν είναι, και έτσι δεν μπορεί να ειπωθεί ή να περιγράφει. Δεν μπορεί να υπάρχει κενό, ούτε Τίποτα– ούτε μπορούν να υπάρχουν πολλά τίποτα, αποκυήματα της φαντασίας– ούτε μπορούν τα πράγματα να γίνουν Τίποτα, ούτε και υπήρξαν ποτέ Τίποτα. Ο Παρμενίδης δεν συμπέρανε ότι υπάρχουν, κατά κάποιον τρόπο, πράγματα που δεν υπάρχουν (τα οποία, σύμφωνα με όσα είπαμε και. την κοινή λογική, είναι υπαρκτά), αλλά μάλλον ότι δεν θα μπορούσε να υπάρχει ούτε κενό, ούτε αλλαγή, ούτε διαφορά. Ο Δρόμος της Αλήθειας απαιτεί από εμάς να πιστεύουμε ότι το Ον Είναι, και ότι σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να συμβαίνει διαφορετικά.
«Η έμπνευση του Παρμενίδη»: έτσι ακριβώς το παρουσίασε. Ο Παρμενίδης καταγόταν από την Ελέα και έζησε τον 6ο αιώνα π.Χ.,, αργότερα έλεγαν ότι ήταν μαθητής του Ξενοφάνη, και ότι είχε διδάξει τον Πυθαγόρα (για τον οποίο περισσότερα πιο κάτω). Επέλεξε να παρουσιάσει τη σκέψη του έμμετρα, ως την αποκάλυψη μιας θεάς. Άλλοι, όπως ο μαθητής του Ζήνων ο Ελεάτης, μπορεί να υποστήριζαν ότι, στον Δρόμο του Φαίνεσθαι, υπήρχαν άλυτες αντιφάσεις, και ο ίδιος ο Παρμενίδης μπορεί να επικέντρωσε την προσοχή του – ο Πλάτων πάντως πίστευε ότι το έκανε – στο λογικό επιχείρημα για να φτάσει στο συμπέρασμά του. Ωστόσο, το κείμενό του αρχίζει ως αποκάλυψη. Ομοίως, μεταξύ των Εβραίων, οι δάσκαλοι μπορεί, τελικά, να μιλούσαν για τις ιδιότητες (ας τις ονομάσουμε έτσι) του Κυρίου, αλλά ξεκινούσαν με μία συγκλονιστική αποκάλυψη του Ενός Όντος. Οι ποιητές και οι φιλόσοφοι εσφαλμένα θεώρησαν – όπως είπαν ο Παρμενίδης και οι προφήτες – ότι το Τίποτα προηγήθηκε του Παντός: δεν υπήρξε, ούτε υπάρχει, το Τίποτα. Υπάρχει το Κάτι που πρέπει να υπάρχει, η μόνη Αλήθεια που ψάχνουμε στα τυφλά να την εκφράσουμε με όλα όσα λέμε. Κάθε μικρή αλήθεια είναι ((αληθής» μόνο κατά συνθήκη, γιατί εμείς συμφωνούμε να την θεωρούμε ως τέτοια. Η Αλήθεια δεν είναι ούτε ενδεχομενική (σαν να μην υπήρχε τίποτα αληθινό), ούτε ατελής (σαν να υπήρχε κάτι άλλο ως αληθινό, απαραίτητο για να την εξηγήσει), ούτε διαφοροποιείται στη μία ή την άλλη μικρή αλήθεια. Εάν (χάριν του επιχειρήματος) η πρόταση «ο Πυθαγόρας γεννήθηκε στην Σάμο» είναι αληθής, και το ίδιο η πρόταση «ο Ιωάννης πέθανε στην Έφεσο», τότε το ότι ο Πυθαγόρας γεννήθηκε στην Σάμο και το ότι ο Ιωάννης πέθανε στην Έφεσο θα ταυτίζονταν μεταξύ τους, όπως ακριβώς ταυτίζεται ο Έσπερος με τον Αυγερινό (όντας και οι δύο – όπως ανακάλυψε είτε ο Παρμενίδης είτε ο Πυθαγόρας, ο δάσκαλός του – ο πλανήτης Αφροδίτη). Δεν είναι διαφορετικές αλήθειες, γιατί υπάρχει μόνο μία αλήθεια: τίποτα που ονομάζει μια διαφορετική αλήθεια δεν αποτελεί αληθινή ονομασία για κάτι.
Πολλά από αυτά μάς φαίνονται σήμερα σοφιστείες, όπως και στον Πλάτωνα, ο οποίος ανέλυσε τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσαμε παρόλα αυτά να εκστομίζουμε ψεύδη με τρόπο κατανοητό, και το πώς αυτό που δεν «υπήρχε» θα μπορούσε ωστόσο να είναι νοητό. Οι σοφιστείες έχουν και αυτές τη χρησιμότητα τους: μας επιτρέπουν να κάνουμε τις διακρίσεις που χρειάζεται να κάνουμε για να αντεπεξέλθουμε στην καθημερινή ζωή. Παρόλο που ο Σενέκας, για παράδειγμα (Ρωμαίος Στωικός, περιβόητος γιατί δίδαξε, ή γιατί απέτυχε να διδάξει, τον Νέρωνα), θεωρούσε γελοίο να διαθέσει χρόνο σε πλάνες (όπως: Ο «μυς» είναι μία συλλαβή και οι μύες τρώνε τυρί, άρα τουλάχιστον κάποιες συλλαβές τρώνε τυρί), αυτό ακριβώς το άτοπο (που δεν θα διακρινόταν εύκολα χωρίς τα εισαγωγικά) ισοδυναμεί με τη σημαντική θέση ότι ένας χάρτης δεν είναι η επικράτεια, οι λέξεις μας σε καμία περίπτωση δεν είναι ο κόσμος. Όμως, το Ον του Παρμενίδη, ακόμη και ως ιδέα, έχει πιο μακρόχρονη ιστορία από την απλή ταύτιση κάποιων προβλημάτων με το συνδετικό ρήμα (δηλαδή, με τον γραμματικό τύπο που συνδέει το υποκείμενο με το κατηγορούμενο: .. .είναι …). Εάν είχε δίκιο, τότε η Αλήθεια που αρέσκεται να κρύβεται απέχει ακόμη πιο πολύ, απ’ όσο υπέθετε ο Δημόκριτος, από τον Δρόμο του Φαίνεσθαι. Εάν δεν γνωρίζουμε τίποτα για την πραγματικότητα (όπως είπε ο Δημόκριτος), πώς μπορούμε να λέμε ότι συντίθεται από άτμητα στοιχεία εγκατεσπαρμένα στον χώρο και κινούμενα πέρα από τον χρόνο; Άπαξ και κλείσουμε τα μάτια στο φαίνεσθαι, δεν έχουμε άλλον λόγο για να πιστεύουμε ότι υπάρχουν καν πολλά πράγματα, ή ότι ο Χώρος και ο Χρόνος είναι κάτι παραπάνω από δρόμοι που μας φαίνεται ότι βλέπουμε. Αν μπορούμε όντως να γνωρίσουμε μία αλήθεια – ο Παρμενίδης έλεγε ότι μπορούμε – αυτό δεν θα συμβαίνει βάσει του αισθητηριακού φαίνεσθαι. Μόνον η λογική δηλώνει σαφώς τι Είναι. Η αλήθεια η φανερή μόνο στη θεϊκή διάνοια είναι αυτό που η διάνοια δηλώνει ότι είναι: δεν μπορεί να υπάρξει διαχωρισμός ανάμεσα στο Είναι και το Νοείν. Αυτό, για τον Παρμενίδη, είναι το Εν.
Στόχος του Ζήνωνα, του μαθητή του, ήταν να καταστήσει τις εναλλακτικές της εξήγησης του Παρμενίδη ακόμη λιγότερο αποδεκτές: οπωσδήποτε, ακουγόταν παράξενο να λέει ότι δεν μπορεί να υπάρξει μεταβολή, ή διαφορά. Η ρήση του Ηράκλειτου, ότι τα πάντα αλλάζουν, μας φαίνεται αρχικά περισσότερο εύλογη. Όμως η ίδια η έννοια της αλλαγής, όπως υποστήριζε ο Ζήνων, συνεπαγόταν ένα αναπόδραστο παράδοξο. Για να αλλάξει κάτι ολόκληρο έπρεπε πρώτα να αλλάξει κατά το ήμισυ– και θα μπορούσε να θεωρηθεί τότε ότι κάθε νέο στάδιο που προκύπτει από την κατά το ήμισυ αλλαγή είναι κάτι ολοκληρωμένο, και ότι υπάρχει άλλο ένα κατά το ήμισυ στάδιο να επιτευχθεί πρώτα. Ο Αχιλλέας δεν θα μπορούσε ποτέ να ξεπεράσει τη χελώνα, αφού αυτή πάντα θα είχε μετακινηθεί, όταν ο Αχιλλέας θα έφτανε εκεί όπου είχε βρεθεί προηγουμένως η χελώνα– το βέλος δεν θα έφτανε ποτέ στον στόχο του, ούτε θα κινούνταν καν, αφού ανά πάσα στιγμή αυτό δεν θα καταλάμβανε διάστημα μεγαλύτερο από το μήκος του, και ό,τι καταλαμβάνει διάστημα ίσο με τον εαυτό του πρέπει να είναι ακίνητο. Τα Παράδοξα του Ζήνωνα, που εξακολουθούν να γοητεύουν όσους αγαπούν τα αινίγματα, επινοήθηκαν για να δείξουν ότι, παρά τα φαινόμενα, δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει αλλαγή ή διαφορά, ότι στην πραγματικότητα υπάρχει μόνο το Εν. Υπάρχει άλυτη διαμάχη ανάμεσα στις απαιτήσεις της λογικής και της αίσθησης. Κάθε διαφοροποίηση (και όχι απλώς η προσωρινή αλλαγή) ενέχει μία αντίφαση. Σκεφτείτε την όποια υποτιθέμενη διάκριση ανάμεσα στο Α ως x και το Α ως μη-χ (όπως θα μπορούσε να είναι μια αλλαγή από το θερμό στο ψυχρό, ή αλλιώς μια χωρική διαφορά ανάμεσα στο να είναι κάτι κόκκινο και στο να είναι πράσινο). Σκεφτείτε την τελευταία στιγμή (ή το απώτατο σημείο) όπου το Α είναι χ: είναι αυτή η ίδια ή διαφορετική από την πρώτη στιγμή όπου είναι μη-χ; Αν είναι η ίδια, τότε υπάρχει ένα σημείο ή μία στιγμή όπου το Α είναι και x και μη-χ· αν δεν είναι η ίδια, τότε υπάρχει ένα διάκενο (άγνωστο πόσο μεγάλο) όπου το Α δεν είναι ούτε x ούτε μη-χ. Ούτως ή άλλως, οι νόμοι της αντίφασης ή του αποκλειόμενου τρίτου δεν ισχύουν. Αυτό είναι άτοπο. Ο Ζήνων, προκειμένου να χαλαρώσει την προσκόλλησή μας στον κοινό νου, όπως λεγόταν, επινόησε τη διαλεκτική’ αυτός παρέμεινε, όπως θα διαπιστώσουμε, ο κρυφός της σκοπός. Ο Ζήνων, παρεμπιπτόντως, ήταν ένας από εκείνους που πέθανε βίαια όπως μοιραία πεθαίνουν οι φιλόσοφοι: αψήφησε με τέτοιο θάρρος κάποιον τύραννο, ώστε ο τύραννος, αφού τον εκτέλεσε, ανατράπηκε.
Είναι πιθανό, τελικά, το ποίημα του Παρμενίδη να ήταν μόνον επίφαση, και ο ίδιος να μην όφειλε στην πραγματικότητα τη σκέψη του σε έμπνευση. Δύο άλλες μορφές από την ομάδα της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας είναι λιγότερο επιδεκτικές επαναπροσδιορισμού: ο Πυθαγόρας (ακμή: περ. 530) και ο Εμπεδοκλής (ακμή: περ. 450). Αμφότεροι συνεισέφεραν τα μέγιστα στην επιστήμη μας, αμφότεροι δήλωναν προφήτες, ακόμη και σαμάνοι-μάντεις. Αμφότεροι ισχυρίζονταν ότι θυμούνταν τις παρελθούσες ζωές τις οποίες δεχόταν μια παράδοση της αρχαϊκής σκέψης. Αμφότεροι. ισχυρίζονταν (ή άλλοι το ισχυρίζονταν για λογαριασμό τους) ότι ήταν θεοί. Παράλληλα, ο Πυθαγόρας έθεσε τα θεμέλια της παραγωγικής γεωμετρίας, και ο Εμπεδοκλής διερεύνησε τα φυσικά συμβάντα περισσότερο ευρηματικά από οποιονδήποτε άλλον πριν από τον Αριστοτέλη. Η τελική κατάσταση στην οποία περιήλθε η ελληνική φιλοσοφία, πριν την παρασύρει για μια χιλιετία περίπου το ιουδαϊκό, χριστιανικό και ισλαμικό ρεύμα, ήταν ένας πυθαγόρειος ή «ορφικός» Πλατωνισμός: κατάσταση που οι πεφωτισμένοι χαρακτηρίζουν ως ένα «μυθόπληκτο, άμορφο σκοτάδι» (για το οποίο θα πούμε περισσότερα πιο κάτω). Όμως, ο Πυθαγόρας ήταν εκείνος που έδειξε (τουλάχιστον σε κάποιους) τον τρόπο για να διακρίνει κανείς την αθέατη Πραγματικότητα, την Αλήθεια. Η γλώσσα που οι θεοί μιλούν μεταξύ τους είναι η γλώσσα των αριθμών. Εμείς δεν χρειάζεται πια να εξαρτιόμαστε από την ανεπαρκή όραση για να μάθουμε νέες αλήθειες: αυτές μπορούν να συναχθούν από μαθηματικές αρχές, και τα ίδια πρότυπα μπορούν να παρατηρηθούν με απίστευτα διαφορετικούς τρόπους. Μεγάλο μέρος της πυθαγόρειας, ή υποπυθαγόρειας, εξέτασης του θέματος ήταν απλή αριθμολογία, που εξαρτιόταν από τις μαγικές ιδιότητες των απλών αριθμών πολλοί δρόμοι αποκλείστηκαν – όπως και σε μεταγενέστερες εποχές- από φόβο για τις υποτιθέμενες άρρητες σχέσεις. Η ιστορία έλεγε ότι ο μαθητής που ανακάλυψε, με απλή εφαρμογή του θεωρήματος που εξακολουθεί να είναι γνωστό ως πυθαγόρειο, ότι η τετραγωνική ρίζα του 2 είναι άρρητος αριθμός, πνίγηκε -από καθαρή ατυχία- στη θάλασσα. Οι θεοί κατά καιρούς έλεγαν ασυναρτησίες. Παρέμενε όμως η ελπίδα ότι μπορούμε να δούμε την καθαρή Αλήθεια, αγνοώντας αυτό που δεν μπορούσε να αριθμηθεί. Ο Πυθαγόρας υπήρξε περισσότερο οξύνους από ορισμένους μεταγενέστερους που συμμερίζονταν τις απόψεις του: γιατί, στο κάτω-κάτω, να μπορούμε να μάθουμε τη γλώσσα των θεών, αφού δεν είμαστε θεοί; Αν δεν είμαστε θεοί, γιατί περιμένουμε να μάθουμε περισσότερα από όσα μάς λένε οι αισθήσεις μας; Είχε γεννηθεί ο Θεός των μαθηματικών, και η σκέψη ότι οι μαθηματικοί μπορούν να αποβλέπουν στη θεϊκότητα. Ακόμη και ο Αριστοτέλης, που τον γοήτευαν πολύ λιγότερο από ό,τι τον Πλάτωνα οι αριθμοί, είπε: ((όπως η όραση προσλαμβάνει φως από τον περιβάλλοντα αέρα, έτσι και η ψυχή προσλαμβάνει φως από τα μαθηματικά».
Το σοφιστικό κίνημα
Οι εμπνευσμένοι στοχαστές που μόλις ανέφερα, οι οποίοι έστρεψαν την προσοχή τους σε μια κρυμμένη Αλήθεια, υπήρξαν επίσης, συχνά μάλιστα ανοιχτά, μεταρρυθμιστές. Ο Ηράκλειτος, απορρίπτοντας τις απολαύσεις της Εφέσου, πρόλαβε τους μεταγενέστερους ηθικολόγους, και κατέληξε, όπως λέγεται, ένας χορτοφάγος μισάνθρωπος. Άλλοι επιχείρησαν να ανακαλύψουν ή να εικάσουν πώς είχαν σχηματιστεί οι κοινωνίες, ιδιαίτερα οι πολιτικές, και πώς θα διοικούνταν όσο το δυνατόν καλύτερα. Ο Δημόκριτος, οι φυσικές θεωρίες του οποίου ενέπνευσαν τους πρώτους «ατομικούς», θα μπορούσε πολύ πιο πειστικά να θεωρηθεί ο πατέρας της συμβολαιικής θεωρίας: όπως υπάρχουν ατομικές μονάδες, τα άτομα, έτσι ακριβώς υπάρχουν -κατά συνθήκη τουλάχιστον- και ατομικά πρόσωπα, που από φόβο προσελκύονται σε μεγαλύτερες μάζες. Ο Πυθαγόρας ο Σάμιος, στην αριθμολογία και τη γεωμετρία του οποίου στήριξαν τις ελπίδες τους οι μαθηματικοί κοσμολόγοι, ήταν επίσης ο ασκητής μεταρρυθμιστής της ελληνικής πόλης του Κρότωνα (και ο δικός του θάνατος ήταν βίαιος, προφανώς σε εξέγερση). Οι περισσότεροι φιλόσοφοι συμπέραναν σταδιακά, όπως και ο Ηράκλειτος, ότι δεν υπάρχει ελπίδα για το σύνολο, ότι η παρακμή των πόλεων, η διαφθορά των ηθών, είναι καθολική μοίρα· μόνο μικρές ομάδες φίλων, ή ακόμη και ερημίτες, μπορούν να ζουν όπως πρέπει. Αλλά ακόμη και μέσα σε αυτό το κλίμα απόγνωσης εκείνοι προσέφεραν καθοδήγηση. Είναι παράλογο να διαθέτουμε πολύ χρόνο στη λογική, έλεγε ο Σενέκας, όταν κινδυνεύουν οι ψυχές μας: αντικειμενικός στόχος της φιλοσοφίας είναι η θεραπεία της ψυχής. Ίσως θα έπρεπε να θυμηθούμε την προειδοποίηση του Επίκτητου (του δούλου ενός από τους πιο επικίνδυνους οπαδούς του Νέρωνα, και καλύτερου Στωικού από τον Σενέκα) ότι εκείνος που διατείνεται πως «διδάσκει φιλοσοφία» χωρίς τη γνώση, την αρετή και τη δύναμη ψυχής να αντιμετωπίσει τις καταπονημένες και διεφθαρμένες ψυχές, «και προπάντων χωρίς τη συμβουλή του Θεού που του υποδεικνύει να κατέχει αυτό το αξίωμα» είναι ένας εκχυδαϊστής των μυστηρίων, ένας κομπογιαννίτης.
Η υπόθεση είναι βαρυσήμαντη, πλήρης μυστηρίου, όχι ένα δώρο της τύχης, ούτε κάτι που δίνεται σε όλους τους υποψηφίους… Ανοίγεις ένα ιατρείο, παρόλο που δεν έχεις εξοπλισμό, ει μη μόνο φάρμακα, αλλά το πότε ή το πώς χρησιμοποιούνται αυτά τα φάρμακα ούτε το γνωρίζεις ούτε και μπήκες ποτέ στον κόπο να το μάθεις… Γιατί ριψοκινδυνεύεις με θέματα υψίστης σημασίας; Εάν βρίσκεις τις αρχές της φιλοσοφίας διασκεδαστικές, κάτσε κάτω και στριφογύριζέ τις στο μυαλό σου, μόνος σου, αλλά σε καμία περίπτωση μην αυτοαποκαλείσαι φιλόσοφος.
Τα μαθήματα που οι φιλόσοφοι οφείλουν να επαναλαμβάνουν, να καταγράφουν καθημερινά και να εφαρμόζουν, όπως έλεγε ο Επίκτητος, είναι: η υπεροχή της ατομικής ηθικής επιλογής, η σχετική ασημαντότητα του σώματος, της κοινωνικής τάξης και της περιουσίας, καθώς και η γνώση για το τι τους ανήκει και τι τους έχει παραχωρηθεί. Ο δούλος (ο Επίκτητος) στην προκειμένη περίπτωση συμφωνεί με τον αυτοκράτορα (τον Μάρκο Αυρήλιο): οι ψυχές μας, και μόνον οι ψυχές μας, είναι αυτό που μπορούμε να σώσουμε.
Οι βολές του Πλάτωνα κατά των Σοφιστών του 4ου αιώνα (σοφιστής παλαιότερα σήμαινε απλώς «σοφός») δημιούργησαν στους διαδόχους του τη βεβαιότητα ότι η «σοφιστεία» (η μέθοδος των σοφιστών) ήταν κάτι κακό – ένα πάρεργο κομπογιαννιτών. Μπορεί να είχε δίκιο που το πίστευε αυτό, γιατί είδε την αξιοσύνη τους στον πειστικό λόγο ως μια συνειδητά αμοραλιστική μέθοδο, που αδιαφορούσε για τις πραγματικές αξίες. Κάποιοι μεταγενέστεροι επιστήμονες διατείνονται ότι δεν υπάρχει καμία γνώση (καμία επιστημονική γνώση) αληθινής αξίας και έτσι συμπεραίνουν ότι δεν έχουν καμία υποχρέωση να λαμβάνουν υπ’ όψιν τις αξίες. Εκείνοι που δηλώνουν πρόθυμοι να υπηρετήσουν κάθε αφεντικό που θα τους πληρώσει καλά, δεν θα εκπλαγούν αν τους αντιμετωπίσουν με δυσπιστία – ακόμη και εκείνοι που τους εξαγοράζουν. Όμως, παρόλο που ο Πλάτων είχε δίκιο, μπορεί επίσης να αποδειχτεί ότι και οι Σοφιστές είχαν δίκιο.
Εμπνευσμένοι και «ευαγγελικοί» στοχαστές μπορεί να θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο, αλλά ακόμη και απλοί άνθρωποι μπορεί να υπηρετούν μία συγκεκριμένη αποστολή. Κάποιοι Σοφιστές, αναμφίβολα, δεν ήταν παρά αυτό ακριβώς που έλεγαν ότι είναι: δάσκαλοι χρήσιμων τεχνών, κυρίως χρήσιμων σε αντιδικίες.
Όταν το έπαθλο ήταν η ζωή του ανθρώπου ή τα προς το ζην, όπως κατά πάσα πιθανότητα συνέβαινε στα δικαστήρια, αυτές οι τέχνες ήταν επιθυμητές και ταυτόχρονα επικίνδυνες. Η κοινωνική ειρήνη είναι εύθραυστη: πόσους αγώνες μπορεί να αντέξει, και πόσο εύκολα μπορεί να παραχωρήσει προνόμια σε εκείνους που είναι αρκετά πλούσιοι για να πληρώσουν; Το να μάθει κανείς να υπερασπίζεται τον εαυτό του ίσως να μην διαφέρει και πολύ από το να μάθει πώς να δεκάζει έναν ένορκο ή να καταστρέφει έναν εχθρό. Σκεφτείτε πώς αισθανόμαστε για τους μισθοφόρους, που είναι πρόθυμοι να διδάξουν τον καθένα πώς να διεξάγει έναν πόλεμο. Η τέχνη τους μπορεί να είναι πραγματική, και κάποιοι από τους σκοπούς τους δίκαιοι– οι ίδιοι όμως άραγε γνωρίζουν πραγματικά ποιοι σκοποί είναι δίκαιοι, ή το γιατί; Μήπως τους ενδιαφέρει; Και αν ακόμη ένας σκοπός είναι δίκαιος, θα τον επιτύχει άραγε ο εμφύλιος πόλεμος; Ο Γοργίας από τους Λεοντίνους, ο οποίος σε μεταγενέστερα σχόλια παρουσιάζεται επίσης ως ένας ηθικός και γνωσιολογικός σκεπτικιστής, ήταν ίσως ένας τέτοιος καλοπροαίρετος δάσκαλος. Μεταγενέστεροι βιογράφοι αποφάσισαν ότι ήταν μαθητής .του Εμπεδοκλή και δάσκαλος του Αντισθένη του Κυνικού (για τον οποίο θα πούμε περισσότερα πιο κάτω). Υπάρχει ευλογοφάνεια σε όλη αυτή την ιστορία (από μάγος, γητευτής και στη συνέχεια διασκεδαστής ψευδαισθήσεων), που ενδεχομένως όμως δεν οφείλεται παρά στην παρόρμησή μας να ανακαλύπτουμε σχολές και γραμμές πνευματικής καταγωγής. Όπως πολλοί άλλοι φιλόσοφοι (ο ίδιος πάντως δεν αυτοαποκαλούνταν φιλόσοφος), υπηρέτησε ως πρεσβευτής σε ξένες δυνάμεις (στην περίπτωσή του, στην Αθήνα, το 427 π.Χ.).
Οι δύο σπουδαιότεροι σοφιστές, ο Πρωταγόρας (περ. 481-περ. 411 π.Χ.) και ο Σωκράτης (469-399 π.Χ.), ήταν κάτι περισσότερο από μισθοφόροι ή γητευτές. Ο Πλάτων κατέβαλε προσπάθειες να διαφοροποιήσει τον φίλο του Σωκράτη από το οποίο «σοφιστικό κίνημα»’ οι διαφορές όμως που διέκριναν οι σύγχρονοί του μεταξύ τους, με εξαίρεση το ότι ο Σωκράτης ήταν Αθηναίος φιλόπατρις, ενώ οι Σοφιστές απάτριδες ξένοι, ήταν λίγες. Οι Σοφιστές, συνήθως, ταξίδευαν και προσέφεραν επ’ αμοιβή τις υπηρεσίες τους’ ο Σωκράτης έμενε στην Αθήνα και στηριζόταν σε ιδιωτικά μέσα – και στους φίλους του. Όλοι τους έδειχναν να αντλούν μεγάλη ευχαρίστηση από το να υπονομεύουν πατροπαράδοτες βεβαιότητες. Ο Αριστοφάνης συνέγραψε τις Νεφέλες, μία αποτυχημένη κωμωδία, που συνέβαλε ίσως στο να δηλητηριαστούν τα μυαλά των ανθρώπων ενάντια στον Σωκράτη. Βάζει τους ήρωές του να εκστομίζουν πλήθος μεταφορών που κατέχουν κεντρική θέση στους πιο σημαντικούς από τους πλατωνικούς διαλόγους. Ο σωκρατικός στοχαστής «αποστρέφει το βλέμμα» από τα επίγεια για να ενατενίσει αιώνιες οντότητες που δεν είναι οι θεοί της πόλης’ εφαρμόζει επίσης πνευματική μαιευτική μέθοδο, ενθαρρύνοντας τους ακολούθους του να γεννήσουν νέες ιδέες – η πλατωνική προσθήκη είναι ότι οι μαίες θα κρίνουν ποια από τα βρέφη είναι ικανά να ανατραφούν.
Η ιδέα η πιο στενά συνδεδεμένη με τον ιστορικό Σωκράτη είναι το σωκρατικό παράδοξο ότι «κανείς δεν είναι κακός με τη θέλησή του»: γενικά το να πράττει κανείς σημαίνει να κάνει αυτό που θεωρεί καλό, ή αυτό που θεωρεί ότι θα επιφέρει το καλύτερο αποτέλεσμα έναντι της όποιας γνωστής εναλλακτικής λύσης. Αν κάποιος παρόλα αυτά κάνει κακό, το κάνει από άγνοια. Συνεπάγεται ότι οι «κακώς πράττοντες» πρέπει μόνο να διδαχθούν από το σφάλμα τους, και ότι κανείς δεν πρέπει να εξαιρείται από αυτήν τη διδασκαλία. Το να αποφεύγει κανείς την τιμωρία για το κακό που έκανε είναι σαν να αποφεύγει ένα αναγκαίο φάρμακο, ή να προτιμά εν γνώσει του να σφάλλει. Οι πραγματικοί φίλοι πρέπει να νουθετούν ο ένας τον άλλον. Ο Σωκράτης, καθώς φαίνεται, θεωρεί ότι είναι πάντα προτιμότερο να μην εξαπατάται κάποιος, και ότι ακόμη και ο πόνος που προκαλεί η συνειδητοποίηση ότι έχει εξαπατηθεί (αλλά ότι παρόλα αυτά δεν γνωρίζει κάτι περισσότερο για την αλήθεια από το γεγονός πως δεν την έχει βρει) είναι κάτι καλό. Οι συνομιλητές του δεν συμφωνούσαν σε όλες τις περιπτώσεις, αλλά ίσως παρασύρονταν σε μια πιο ανεκτική ψυχική διάθεση από εκείνη που είχαν, όταν θεωρούσαν δεδομένο ότι αντιλαμβάνονταν τα πράγματα σωστά.
Ο Πρωταγόρας, σαφώς ένας επιτυχημένος Σοφιστής, αρνούνταν ότι υπήρχε Αλήθεια διαφορετική από την αλήθεια των ανθρώπων. «Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος», έλεγε’ αυτό ισοδυναμεί με απόρριψη της δημοκρίτειας αποκάλυψης. Η Αλήθεια, για άλλη μία φορά, είναι προφανής, αλλά ό,τι είναι τόσο φανερό για τον έναν, δεν είναι, απαραίτητα, εξίσου φανερό και για τον άλλο. Η επιλογή ανάμεσα σε αντικρουόμενες «αλήθειες» δεν πρέπει να γίνεται με βάση το ότι η μία είναι «αληθέστερη» της άλλης. Στόχος του ήταν, καθώς φαίνεται, να καταστήσει τους ανθρώπους ικανούς να διατηρήσουν μία «καλύτερη» ειρήνη, να βρουν νόμους και θεωρίες που όλοι θα μπορούν να τηρούν. Μια τέτοια γενική ομοφωνία δεν θα είχε περισσότερες αξιώσεις να είναι «αληθής», αλλά εν πάση περιπτώσει θα συνέβαλλε στην αποφυγή των κακών του πολέμου. Αυτό που διαφυλάσσει καλύτερα την κοινωνική ειρήνη είναι η αμοιβαία πειθώ, όχι η όποια κάστα ή φυλή με αδιαμφισβήτητη καταγωγή από τον Θεό. Λέγεται ότι ένας μαθητής συμφώνησε να τον πληρώσει για τα μαθήματα, όταν θα είχε πια κερδίσει την πρώτη του δίκη. Όταν ο μαθητής καθυστέρησε την πληρωμή, ο Πρωταγόρας τον απείλησε με δικαστική αγωγή, επισημαίνοντας ότι, αν έχανε, θα έπρεπε να τον πληρώσει σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου, ενώ, εάν κέρδιζε, θα έπρεπε να τον πληρώσει όπως όριζε η συμφωνία τους. Η απάντηση, αμφίβολης γνησιότητας ίσως, ήταν ότι, αν ο μαθητής κέρδιζε, δεν θα χρειαζόταν να πληρώσει, αλλά και να έχανε, πάλι δεν θα χρειαζόταν να πληρώσει (κατά το δικαστήριο και τη συμφωνία, αντίστοιχα). Η ιστορία μοιάζει με σάτιρα, αλλά λέει πολλά: δύο αντιφατικές προκείμενες μπορούν να οδηγήσουν σε εξίσου πειστικά επιχειρήματα, τα οποία είναι δυνατόν σε κάθε περίπτωση να ανατραπούν. Σημασία έχει, τελικά, αυτό που ορίζεται βάσει συμφωνίας.
Έτσι το αποτέλεσμα της διδασκαλίας και του Σωκράτη αλλά και του Πρωταγόρα ήταν ότι κλόνισαν την πεποίθηση πως «γνωρίζουμε» την Αλήθεια. Αν το μόνο που γνωρίζουμε είναι η ίδια μας η άγνοια, τότε καλύτερα ίσως να φροντίσουμε να βρούμε τι κυρίως επιθυμούμε για το παρόν (χωρίς να επιμένουμε ότι γνωρίζουμε τι θα είναι καλό για εμάς). Η απόρριψη τέτοιων απόλυτων απόψεων μπορεί να φαίνεται ότι έχει ένα «αντινομικό» αποτέλεσμα, την άρνηση να δεσμευτούμε από τους νόμους του δικαίου (όπως πιθανώς σκεφτόταν ο Πλάτων), θα μπορούσε όμως επίσης να υποστηρίξει κανείς ότι οι αντινομιστές κυρίως ήταν εκείνοι που επαγγέλλονταν την απόλυτη, αντικειμενική γνώση. Όταν ο απόμαχος Αθηναίος στρατηγός Θουκυδίδης, στην ιστορία του για την κατάπτωση της πατρίδας του στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ., περιέγραψε τα επιχειρήματα που χρησιμοποίησαν οι Αθηναίοι απεσταλμένοι στην καταδικασμένη Μήλο (την οποία κατέκτησε και λεηλάτησε η Αθήνα), τους απέδωσε την παλαιά διάκριση μεταξύ φυσικού και εθιμικού δικαίου: ήταν φυσικό ο ισχυρός να εξουσιάζει τον αδύναμο, και να μην αναγνωρίζει καμία αρχή ισονομίας. Μόνο το έθιμο και οι μύθοι για τους θεούς απαιτούν σεβασμό προς τους ανυπεράσπιστους– οι ρεαλιστές αντιλαμβάνονταν ότι το μοναδικό κίνητρο όλων ήταν η προσωπική τους επιτυχία, και έπρεπε να είναι αναμενόμενο ότι θα έκαναν τα πάντα για να την εξασφαλίσουν. Οι Αθηναίοι θεωρούσαν, εν ολίγοις, ότι γνώριζαν τι είναι «επιτυχία», και ότι κάθε συναλλαγή έπρεπε να είναι παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, με νικητές και ηττημένους. Αν κάτι τέτοιο δεν ίσχυε, τότε ο αθηναϊκός ρεαλισμός είχε πάρει λανθασμένη κατεύθυνση, και ένας πιο σίγουρος τρόπος, με λιγότερες πιθανότητες αποτυχίας, θα ήταν να βρεθούν τρόποι ύπαρξης τους οποίους όλοι θα προσποιούνταν ότι αποδέχονται.
Έτσι, αμφότεροι ο Σωκράτης και ο Πρωταγόρας υποστήριζαν την ανεκτικότητα και τη συναινετικότητα, και φρόντιζαν να βγουν από την πλάνη όσοι θεωρούσαν ότι είχαν βρει μια τόσο βέβαιη οδό προς την αλήθεια ώστε να μπορούν να αγνοούν την παράδοση και τη γνώμη των φίλων τους. Η καλύτερη «αλήθεια» ήταν εκείνη για την οποία, έστω για λίγο, θα μπορούσαμε όλοι να συμφωνήσουμε. Μπορεί να είναι απλώς τυχαίο το ότι ο Σωκράτης κατέληξε να φαίνεται ως ο υπερασπιστής των αρχαιότερων τρόπων -βασιλικότερος του βασιλέως- ενώ ο Πρωταγόρας ως ο θεωρητικός της Δημοκρατίας. Πολλοί σήμερα φαντάζονται ότι ο «ηθικός ρεαλισμός», η πεποίθηση ότι υπάρχουν πραγματικές αλήθειες με αξία, είναι αυτός που θα οδηγήσει στην «εξουσία των ειδημόνων», και ότι η «δημοκρατία» εδράζεται στην παραδοχή πως ο «ορθός δρόμος» είναι απλώς εκείνος που οι περισσότεροι εγκρίνουμε. Στην πραγματικότητα, δεν φαίνεται να υπάρχει λογική σε αυτήν την άποψη. Ο Πρωταγόρας διατεινόταν ότι θα βοηθήσει τις πόλεις να επιτύχουν μία «καλύτερη» κατάσταση, κατάσταση την οποία θα ενέκριναν, και ο Σωκράτης τους υπενθύμιζε τους απλούς κανόνες που ουσιαστικά εφάρμοζαν στην καθημερινή ζωή τους, όταν επέλεγαν οικοδόμο, υποδηματοποιό, γιατρό, ή κάποιον άλλον επαγγελματία. Ο Σωκράτης, στην ουσία, ζητούσε από τους ανθρώπους να εμπιστεύονται τον κοινό νου για να επιλέγουν τους επίδοξους ηγέτες τους, και όχι να τους υπακούουν μόνο και μόνο επειδή εκείνοι ισχυρίζονται ότι γνωρίζουν την αλήθεια. Ο Πρωταγόρας πρότεινε ότι ο άριστος ηγέτης θα ήταν ο πιο ικανός να πείσει τον λαό να διατηρήσει την ειρήνη. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Σωκράτης πρότεινε την αριστοκρατία και ο Πρωταγόρας τη δημοκρατία. Θα μπορούσε να ισχύει το αντίστροφο. Οι αδύναμοι προστατεύονται καλύτερα από μία αρχαία τάξη πραγμάτων, την οποία οι ισχυροί πιστεύουν ίσως ότι αντέχουν να χάσουν. Η άποψη ότι ο Σωκράτης υποστήριζε την άρχουσα ελίτ, ενώ ο Πρωταγόρας όλες τις επαναστατημένες μάζες, είναι παράλογη: ο Σωκράτης, ίσα-ίσα, καταφέρθηκε ενάντια στην ελίτ, ενώ ο Πρωταγόρας της πούλησε όπλα. Και οι δύο, καθώς φαίνεται, ενόχλησαν πανίσχυρες πολιτικές ομάδες’ έτσι η πόλη των Αθηνών τον έναν τον εκτέλεσε, τον άλλον τον εξόρισε – όπως και τον Αναξαγόρα τον Κλαζομένιο (500-428 π.Χ.), που είχε το παρατσούκλι ο Νους και ήταν ο πρώτος που εισηγήθηκε ότι, παρά τα φαινόμενα, ο Λόγος κυβερνούσε τον κόσμο, και ότι ο ήλιος ήταν μία διάπυρη μάζα από μέταλλο, και όχι θεός. Αμφότεροι, ίσως όχι αδικαιολόγητα, ισχυρίστηκαν ότι πρόθεσή τους ήταν να κάνουν το καλό, έστω και μόνο με το να απαλλάξουν τους ανθρώπους από την πλάνη.
Ο θεϊκός Πλάτων
Καμία ιστορία της αρχαίας σκέψης δεν μπορεί να αποφύγει τον ογκόλιθο που λέγεται Πλάτων. Είναι αλήθεια ότι στην εποχή του το μέγεθος αυτού που ο ίδιος ήταν και έκανε ήταν πολύ λιγότερο φανερό. Υπήρξαν πολλοί άλλοι μετασωκρατικοί, που υποδύθηκαν ποικιλοτρόπως τον ρόλο που πρώτος ο Σωκράτης δημιούργησε ή διασκεύασε. Ο Φαίδων ο Ηλείος, καθώς φαίνεται, διεξήγαγε τις λογικές έρευνες που έχουν έκτοτε τέρψει μυριάδες λύτες αινιγμάτων. Ο Αρίστιππος ο Κυρηναίος επεδίωξε να προσδιορίσει την ταυτότητα των πραγματικών ηδονών, μεγαλύτερης διάρκειας και περισσότερο τερπνών από τις ηδονές της κοσμικής Αθήνας. Ο Αντισθένης, και εν συνεχεία ο Διογένης ο Κυνικός, τον οποίον ο Πλάτων περιέγραψε ως Σωκράτη μαινόμενο, ακολούθησαν το παράδειγμα του Ηράκλειτου απορρίπτοντας τον πολιτισμό για χάρη του πρωτογονισμού (με τη διαφορά ότι εκείνοι παρέμειναν σε πόλεις μόνο και μόνο για να τις ονειδίζουν). Ο Πύρρων ο Ηλείος επιχείρησε να «απεκδυθεί της ανθρώπινης φύσης» του σε τέτοιο σημείο ώστε να μην δέχεται πως οτιδήποτε του συνέβαινε ήταν καλό ή κακό. Τελικά, αυτοί οι ριζοσπάστες κατέκτησαν το όνομα «αληθινοί φιλόσοφοι», παρόλο που ό,τι μας πρόσφεραν τελικά ήταν οι θεωρίες του Πλάτωνα.
Ο κύριος υπεύθυνος για την παρουσίαση του Σωκράτη ως ανθρώπου που κατέστησε εαυτόν αθάνατο μέσα από την επαφή του με το αληθινό Κάλλος, ήταν ο ίδιος ο Πλάτων, και μεταγενέστεροι υπομνηματιστές έχουν διαφωνήσει για την ακρίβεια αυτής της απεικόνισης, ακόμη και για το κατά πόσον ο Πλάτων παρουσιάζει τη «δική του φιλοσοφία» στους διαλόγους του (δραματοποιημένες συζητήσεις ανάμεσα στον Σωκράτη, ή κάποιον άλλο, και έναν νεότερο φίλο – ή ανδρείκελο). Οι επιστολές που αποδίδονται στον Πλάτωνα, ιδιαίτερα η δεύτερη και η έβδομη, διαψεύδουν ότι οποιοδήποτε από τα συγγράμματα του Πλάτωνα περιγράφει τη δική του φιλοσοφία, και τούτο μάλλον επειδή τέτοιες φιλοσοφικές αλήθειες είναι αδύνατον να τις εκφράσει ο γραπτός λόγος παρά επειδή ο ίδιος ο Πλάτων αποκήρυξε τις απόψεις που απέδωσε στον Σωκράτη. Η συνήθης σήμερα εξήγηση είναι ότι οι πρώιμοι διάλογοι, που χαρακτηρίζονται από σχετική απλότητα λεξιλογίου και από αβέβαιη έκβαση, πιθανόν μας δείχνουν κάτι από τον «πραγματικό» Σωκράτη, τον άνδρα που είχε αφοσιωθεί στην ανατροπή αβάσιμων βεβαιοτήτων και στην αναζήτηση της αλήθειας. Χαρακτηριστικά, ρωτά τι ακριβώς εννοούν οι άνθρωποι λέγοντας «ανδρεία», «οσιότητα», «φιλία», ή «αρετή», και απορρίπτει τη συνήθη απόπειρά τους να του απαντήσουν, απόπειρα που συνίσταται στο να δίνουν παραδείγματα για κάθε μία από αυτές. Χωρίς κάποια γενική αρχή, όπως υποδεικνύει ο ίδιος, δεν μπορούμε να καταλάβουμε πώς θα επεκτείνουμε τον κατάλογο των παραδειγμάτων, φέρ’ ειπείν, μιας πράξης ανδρείας. Όταν εκείνοι απαντούν, προσφέροντάς του ένα κριτήριο για το υπό συζήτηση είδος, ο Σωκράτης τούς απαντά παραθέτοντας τους άλλα παραδείγματα που, ενώ φαίνονται ότι αφορούν, φέρ’ ειπείν, την ανδρεία, δεν ταιριάζουν εντούτοις στο κριτήριό της, ή, ενώ φαίνεται ότι δεν αφορούν την ανδρεία, ταιριάζουν. Ο διάλογος τότε καταλήγει με τη θλιβερή ομολογία ότι δεν γνωρίζουμε τι εννοούμε. Μπορεί να φαίνεται, σε αρκετές περιπτώσεις, ότι υπάρχει ανομολόγητη αντίφαση σε αυτήν τη μεθοδολογία: αν μπορούμε, πριν ακόμη διαμορφώσουμε ένα κριτήριο, να αναγνωρίσουμε μία πράξη ανδρείας, και να χρησιμοποιήσουμε την αναγνώριση αυτή για να απορρίψουμε ένα υποθετικό κριτήριο, τότε είναι σαφές ότι δεν χρειάζεται, τελικά, να διατυπώσουμε ρητά αυτό που γνωρίζουμε πολύ καλά. Στον διάλογό του με τον Ευθύφρονα, ο Σωκράτης εύκολα μπορεί να παρουσιαστεί έτσι ώστε να φαίνεται διεφθαρμένος: ο Ευθύφρων είναι σίγουρος ότι ο πατέρας του έχει όντως διαπράξει μια σοβαρή αδικία – και οι περισσότεροι από εμάς θα μπορούσαμε κάλλιστα να συμφωνήσουμε ότι την διέπραξε (έριξε κάποιον αναιδή δούλο σε έναν λάκκο για να πεθάνει). Ο Σωκράτης ανατρέπει τη βεβαιότητά του, θέτοντας εν αμφιβόλω τον τρόπο με τον οποίον ο Ευθύφρων («ο κύριος Ορθή φρόνηση»), κατ’ εντολήν του Σωκράτη, εξηγεί τι θέλει να πει.
Στους διαλόγους της μέσης περιόδου, που παραμένουν ο κολοφώνας του θριάμβου της φιλοσοφικής γραμματείας (όπως είναι ο Μένων, ο Φαίδων, το Συμπόσιο και η Πολιτεία), ο ίδιος ο Πλάτων ανατρέπει ορισμένα προφανώς σωκρατικά αξιώματα. Πρώτον, επινοεί μια ψυχολογία η οποία καθιστά πιθανό το γεγονός ότι οι άνθρωποι θα μπορούσαν να πράξουν κακώς εν γνώσει τους. Η ανθρώπινη πράξη μπορεί να απορρέει από άλλες πηγές εκτός της λογικής, και δεν είναι η άγνοια μόνο αυτή που γεννάει το κακό. Στη σχηματική ψυχολογία του Βουδισμού, ευθύνονται η Οργή, η Λαγνεία και η Άγνοια – αυτό πίστευε και ο Πλάτων (παρόλο που επεξέτεινε την «Οργή» ώς τη μωροφιλοδοξία). Δεύτερον, επεσήμανε ότι ο Σωκράτης βασιζόταν σε μία ανέκφραστη γνώση για ό,τι λογαριάζεται ως ανδρεία, δικαιοσύνη κτλ. Μπορούμε να εκτιμήσουμε την ορθότητα ενός προτεινόμενου κριτηρίου επειδή μπορούμε να κάνουμε διακρίσεις, με τον ίδιο τρόπο που μπορούμε να πούμε αν ένα προτεινόμενο όνομα είναι εκείνο που έχουμε ξεχάσει. Τρίτον, μίλησε με περισσότερη βεβαιότητα για το είδος του είναι που πρέπει να έχουν αυτά τα είδη (δίνοντας έτσι λύση στα παρμενίδεια αινίγματα). Εν ολίγοις, περιέγραψε ό,τι έκτοτε έχει ονομαστεί θεωρία των ιδεών (παρόλο που δεν χρειάζεται να πιστέψουμε ότι υπήρξε ποτέ κάποια ολοκληρωμένη θεωρία), την οποία θα παρουσιάσω σε γενικές γραμμές πιο κάτω. Τέταρτον, παραδέχτηκε – αυτό που ουσιαστικά υπαινισσόταν η σωκρατική πρακτική – ότι η «ορθή δόξα» και η σωστή αγωγή μπορούν να απαλλάξουν την πόλη από το πλήθος των κακών που φέρνουν οι «ελευθερόφρονες». Κατά τη διάρκεια αυτής της μέσης περιόδου, επιχείρησε επίσης να παίξει ουσιαστικό ρόλο στην πολιτική των Συρακουσών, αλλά απέτυχε – ποιο ήταν άραγε το κόστος για το ηθικό του;
Στους διαλόγους της τρίτης περιόδου (που τους χαρακτηρίζει μια νέα υφολογική πολυπλοκότητα και η σταδιακή εξάλειψη του δραματικού Σωκράτη) χρησιμοποιεί μια νέα μέθοδο αναζήτησης ορισμών: κατευθύνεται προς την υπό συζήτηση έννοια με διαδοχικές, και συχνά κάπως παράξενες, διχοτομίες. Ο πολιτικός, λόγου χάριν, ορίζεται σε ένα σημείο ως ένα είδος βοσκού εξημερωμένων, αγελαίων ζώων, ιδιαίτερα εκείνων των δίποδων, χερσαίων, χωρίς κέρατα, πελματοβαμώνων ζώων, που δεν αναπαράγονται με διασταύρωση, και ονομάζονται άνθρωποι. Το πιο κοντινό στον πολιτικό είδος είναι ο χοιροβοσκός. Μια κάπως διαφορετική διχοτομία θα μας είχε προσδιορίσει ως άπτερα δίποδα, και, με άρρητη αναλογία, το πιο κοντινό στον πολιτικό είδος ως χηνοβοσκό ή βοσκό γερανών. Αυτό το είδος διχοτομικού ορισμού χλευάστηκε από την κωμωδία της εποχής, και επικρίθηκε περισσότερο από τον Αριστοτέλη (αλλά στην πραγματικότητα, όπως αφήνεται να εννοηθεί, και από τον Πλάτωνα). Ο Διογένης ο Λαέρτιος, χαρακτηριστικά, επιλέγει να παρουσιάσει τον Πλάτωνα κυρίως ως κάποιον που κατάρτιζε σύνθετους καταλόγους: τρεις κατηγορίες αγαθού, πέντε μορφές πολιτεύματος, τρία είδη δικαιοσύνης, τρία επιστήμης, πέντε ιατρικής, τρία φιλανθρωπίας, και πέντε σοφίας. Κάποιοι μεταγενέστεροι υπομνηματιστές έχουν συμπεράνει ότι ο Πλάτων τελικά εγκατέλειψε την όποια θεωρία ιδεών είχε διατυπώσει ποτέ, και επίσης ότι τελικά πρόδωσε το ριζοσπαστικό, ελεύθερο πνεύμα του δασκάλου του. Ο Σωκράτης, καθώς λένε, θα είχε σίγουρα καταδικαστεί από τους φύλακες σκέψης των τελευταίων φαντασιώσεων του Πλάτωνα, στους Νόμους. Οι άθεοι, όπως προτείνει ο Πλάτων, και όσοι πιστεύουν ότι οι θεοί αδιαφορούν για εμάς είναι εχθροί της κοινωνικής ειρήνης και πρέπει να συνετίζονται’ διαφορετικά, πρέπει να εξορίζονται ή να εκτελούνται.
Η άποψη ότι ο Πλάτων άλλαξε ριζικά νοοτροπία και μεθοδολογία, και ότι στο τέλος της ζωής του έγινε αναλυτικός φιλόσοφος και ταυτόχρονα ιεροεξεταστής, είναι, ως σκέψη, πολύ πρόσφατη για να γίνει απολύτως πιστευτή. Παλαιότεροι κριτικοί είδαν ελάχιστες ενδείξεις αλλαγής διάθεσης, έστω και αν άλλαξαν οι εξωτερικές λεπτομέρειες. Το ότι οφείλουμε υπακοή στους νόμους της πατρίδας μας, όπως επίσης στους γονείς και τους προγόνους μας, είναι μια ιδέα που απαντά τόσο στον (πρώιμο) Κρίτωνα όσο και στους Νόμους. Το ότι ο πολιτικός είναι ένα είδος βοσκού είναι ιδέα που αποδίδεται στον ίδιο τον Σωκράτη από τον Ξενοφώντα, απόμαχο μισθοφόρο και έναν ακόμη συγγραφέα «σωκρατικών διαλόγων». Ο Σωκράτης δεν υμνήθηκε ποτέ ως «ελευθερόφρων» που ακολουθεί σκυφτός τον δικό του δρόμο, αλλά ως πιστός υπηρέτης των θεών. Το ότι μπορούσαν να γίνουν οι βασιλείς φιλόσοφοι παραμένει τελικά ελπίδα, όπως ήταν και στην αρχή, και εξίσου απίθανη να πραγματοποιηθεί. Ούτε τα «άγραφα δόγματα», που κάποιοι τα επικαλούνται προκειμένου να αποδείξουν τη μεταστροφή του Πλάτωνα, δεν τεκμηριώνουν την άποψη αυτή, γιατί – για να λέμε και την αλήθεια – είναι και άγραφα και άγνωστα.
Όμως υπάρχει, σε τελευταία ανάλυση, ένα πρόβλημα σχετικά με τις ιδέες. Οι ιδέες και η σχετική με αυτές Αθανασία της Ψυχής είναι ό,τι συνήθως εννοούμε, όταν μιλάμε για Πλατωνισμό, και δεν είναι ασυνήθιστο ιστορικοί και θεολόγοι να παρουσιάζουν εκείνον τον Πλατωνισμό ως ένα φοβερό λάθος, τρόπον τινά αναμενόμενο από τους Έλληνες (οι οποίοι, όπως «γνωρίζουν» θεολόγοι και ιστορικοί, αδιαφορούσαν για τον φυσικό και τον ιστορικό κόσμο). Για όλα φταίει ο Πλατωνισμός, και οι Έλληνες– για το ότι το σύγχρονο βιομηχανικό σύστημα καταστρέφει τον πλανήτη, και για το ότι οι οπαδοί της πατριαρχίας περιφρονούν τα γυναικεία συναισθήματα. Ακόμη και μία σύντομη γνωριμία με τους επικριτές του Πλατωνισμού θα αποκάλυπτε ότι, στην πραγματικότητα, εκείνοι ήταν που περιφρονούσαν τα συναισθήματα, που πρόσφεραν λόγους για να περιφρονεί κανείς τον πλανήτη και τα άλλα πλάσματα που τον μοιράζονται μαζί μας. Οι Πλατωνικοί, ιστορικά, συνήθως λάβαιναν υπόψη τις υποχρεώσεις μας απέναντι, στα πλάσματα που δεν ανήκουν στο είδος μας. Λέγεται, ότι ο Ξενοκράτης, ο τρίτος διευθυντής της Ακαδημίας, όταν ένα σπουργίτι ζήτησε κοντά του καταφύγιο από ένα γεράκι, το χάιδεψε και το άφησε να φύγει, δηλώνοντας σαφώς ότι δεν πρέπει να προδίδουμε έναν ικέτη. Για τους Πλατωνικούς, η σωματική φύση ήταν ιερή. Ο Πλωτίνος, ο πιο σπουδαίος από τους Εθνικούς Πλατωνικούς, ήταν χορτοφάγος, δεν δεχόταν φάρμακα που παρασκευάζονταν από έρευνες σε ζώα, φρόντιζε για τα ορφανά, και καταφερόταν ενάντια στους «Γνωστικούς» που περιφρονούσαν τα επίγεια. Ο Πορφύριος, ο μαθητής του, ήταν, μέχρι πρότινος, ο μοναδικός «επαγγελματίας φιλόσοφος» που έγραψε εν εκτάσει υπέρ των «δικαιωμάτων των ζώων».
Τι είναι λοιπόν «η θεωρία των ιδεών»; Έχει τρεις τουλάχιστον πηγές: τη συζήτηση περί του τι υπάρχει, περί του πώς το γνωρίζουμε, και περί του τι πρέπει να κάνουμε. Πρώτον, είναι μια απάντηση στις δίδυμες υποθέσεις ότι τα πάντα αλλάζουν και ότι τίποτα δεν αλλάζει. Η απάντηση είναι ότι, αν αλλάζει το οτιδήποτε, πρέπει να υπάρχουν αμετάβλητες ιδέες. Αν τίποτε απολύτως δεν ήταν ποτέ ταυτόν από τη μια στιγμή στην άλλη, ή ταυτόν σε διαφορετικούς τόπους, δεν θα υπήρχαν ούτε στιγμές ούτε εκείνοι οι διαφορετικοί τόποι. Η ορθολογικότητα απαιτεί να υπάρχουν όντως όντα παρόντα σε πολλά διαφορετικά σημεία του χώρου και του χρόνου. Ακόμη και αν αυτές οι ομοιότητες ήταν απλώς εμμενείς, τις κατείχαν εκείνα τα πολλά σημεία και δεν βρίσκονταν ποτέ έξω από αυτά, θα ήταν αρκούντως πραγματικές (ο όρος είδος χρησιμοποιείται ενίοτε για τις εμμενείς ιδέες, και ο όρος ιδέα για τις υπερβατικές). Όλες οι απόπειρες να απορριφθεί τέτοιου είδους ρεαλισμός εδράζουν τη συνάφειά τους στην ίδια ακριβώς σκέψη: ακόμη και το να πούμε ότι δεν υπάρχει τίποτα κοινό μεταξύ Αυτού και Εκείνου, πέραν του ότι χρησιμοποιούμε το αυτό όνομα για να το ονομάσουμε (φέρ’ ειπείν, το «σκύλος») υποδηλώνει και ότι υπάρχει ένας ομιλητής που είναι ο αυτός, και ότι υπάρχει μία λέξη που είναι η αυτή, σε πολλές περιπτώσεις. Ο νομιναλισμός, όπως ονομάστηκε αργότερα, είναι ένα δόγμα κυριολεκτικά αδύνατο να διατυπωθεί. Ο πλατωνικός ρεαλισμός διαφέρει από περισσότερο εμμενείς παραλλαγές του στο ότι παραδέχεται πως υπάρχουν μη πραγματωθείσες οντότητες, είδη των οποίων δεν υπάρχουν επιμέρους περιπτώσεις, και οι οποίες -για άλλη μια φορά- πρέπει να υπάρχουν αν τις σκεφτούμε. Οι μαθηματικές οντότητες που διέκρινε ο Πυθαγόρας δεν μπορούν να εξομοιωθούν με τις απεικονίσεις τους πάνω σε πέτρα ή σε άμμο. Οι αλήθειες για τους κύκλους και τα τρίγωνα θα παρέμεναν αλήθειες, ακόμη και αν δεν υπήρχαν συγκεκριμένα γεωμετρικά σχήματα, και παρόλο που όσα υπάρχουν δεν είναι ακριβώς έτσι όπως ορίζουν εκείνες οι αλήθειες. Η πλειονότητα των πρακτικών μαθηματικών ίσως να είναι κατά βάθος Πλατωνικοί, παρόλο που οι σύγχρονοι φιλόσοφοι μπορεί να λένε ότι δεν θα έπρεπε να είναι.
Πώς γνωρίζουμε αυτά τα πράγματα, ή τα όποια άλλα; Ο Πλάτων αντελήφθη (όπως προανέφερα) ότι πρέπει ήδη να γνωρίζουμε πάρα πολλά που δεν μπορούμε να τα πούμε. Αντελήφθη συγκεκριμένα ότι δεν θα μπορούσαμε σε καμία περίπτωση να βρούμε αποδείξεις για την οποιαδήποτε σκέψη, εκτός εάν ήδη γνωρίζαμε τι μετράει ως απόδειξη και τι ως αληθές. Πώς μπορεί κάποιος να αναγνωρίσει με βεβαιότητα ένα πορτραίτο του Αντισθένη, αν δεν τον έχει συναντήσει ποτέ με σάρκα και οστά; Προκύπτει λοιπόν το εξής ερώτημα: Πώς; Πώς είναι δυνατόν δημιουργήματα σαν εμάς να ανακαλύπτουν αλήθειες, πόσο μάλλον να τις αρθρώνουν; Οι απόπειρες κάποιων συγχρόνων να προτείνουν ότι αυτό εξηγείται από την εξελικτική θεωρία αποτυγχάνουν: η φυσική επιλογή, από τη φύση της, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να επιλέξει πλάσματα ικανά να κοιτούν προς τα πάνω, να παρατηρούν τα σύννεφα και να τα καταλαβαίνουν. Πιθανόν να μπορεί να επιλέξει πλάσματα ικανά να αποφεύγουν τον άμεσο κίνδυνο ή να αναγνωρίζουν πλεονεκτήματα. Όμως, ακόμη και αν -per incredibile – εμφανιζόταν όντως (αλλά πώς;) ένα είδος δημιουργημάτων ικανών να παρατηρούν με ακρίβεια τα σύννεφα, δεν θα ήταν προτιμητέο έναντι των πολύ πιο πρακτικών παρατηρητών του εδάφους. Το κωμικό ανέκδοτο για τον Θαλή ήταν εύστοχο: παρατηρώντας τον ουρανό, έπεσε σε ένα πηγάδι. Το άλλο ανέκδοτο, ότι δηλαδή, παρατηρώντας τον ουρανό, μπόρεσε να προβλέψει μία πλούσια σοδειά ελιάς, είναι πολύ λιγότερο πειστικό, και κάπως άσχετο. Τέτοια μακροπρόθεσμα κέρδη επηρεάζουν ελάχιστα την εξέλιξη. Η μόνη ελπίδα φαίνεται να ήταν η απάντηση του Πλάτωνα: έχουμε την ικανότητα να βλέπουμε αυτές τις αλήθειες, γιατί φέρουμε την εικόνα της αλήθειας μέσα μας, και αυτό το κάνουμε όχι από τύχη ή από φυσική επιλογή, αλλά από την προέλευσή μας, που είναι και προέλευση του κόσμου. Δεν θα μπορούσαμε ποτέ μόνο με τις αισθήσεις να αντιληφθούμε αλήθειες, και έχουμε τα μέσα για να τις αντιληφθούμε γιατί είμαστε απόγονοι εκείνης της ίδιας αυτής διάνοιας που γεννάει το εύτακτο σύμπαν. Η αντίληψη αυτή επικράτησε για τα επόμενα χίλια, και περισσότερα, χρόνια.
Και τι θα έπρεπε να κάνουμε; Οι ιδέες καθ’ εαυτές γεννούν θαυμασμό, και είναι τα πρότυπα για κάθε κρίση. Δεν υπάρχει η ιδέα της νόσου ή της φαυλότητας, μόνον η ιδέα της υγείας και της αρετής, από τις οποίες παρεκκλίνουν οι άρρωστοι και οι μοχθηροί: το να είναι κανείς άρρωστος σημαίνει απλώς να μην είναι υγιής, όπως και αν σφάλλει ή νοσεί. Τα πρότυπα προς τα οποία τείνουν τα επιμέρους είναι οι τρόποι με τους οποίους μπορεί να γίνει γνωστό το απόλυτο Κάλλος· οι στόχοι των οποίων την επίτευξη επιδιώκουμε είναι οι τρόποι με τους οποίους το απόλυτο Αγαθό συνδυάζεται με το επιμέρους είναι μας. Η αλήθεια των ηθικών προτάσεων είναι τόσο αμετάβλητη όσο και η αλήθεια των μαθηματικών, αλλά πιο δύσκολα προσδιορίσιμη – αλλά ακόμη και οι αλήθειες των μαθηματικών εξαρτώ- νται στην πραγματικότητα από τις αλήθειες της ηθικής. Μόνον αν αληθεύει το ότι η μαθηματική αρμονία είναι μία μορφή κάλλους, το ότι το κάλλος είναι ένα πρότυπο στο οποίο εμείς οφείλουμε να τείνουμε, τότε θα αποδειχτεί αληθές (όχι με την κοινότοπη έννοια) και το ότι το Πυθαγόρειο Θεώρημα (ή οποιοδήποτε θεώρημα) είναι μια αλήθεια στην οποία πρέπει να υπακούμε. Και γιατί να μας απασχολεί η ομορφιά; Αυτό, όπως είπε ο Αριστοτέλης, θα το ρωτούσε μόνον ένας τυφλός. Όσο και αν φαίνονται αφηρημένες ή σχολαστικές, ειδικά όταν ταυτίζονται με τους Αριθμούς, είναι βασικό να θυμάται κανείς ότι οι πλατωνικές ιδέες είναι κανονικά το αντικείμενο ενός παράφορου έρωτα. Είναι η ομορφιά στις διάφορες μορφές της, ή αλλιώς αντλούν το είναι τους από το Αγαθό Καθαυτό· αυτό το Αγαθό βρίσκεται ακόμη πιο «πέρα από το είναι», όπως το Εν βρίσκεται πέρα από τη διάνοια. Η δημόσια διάλεξη του Πλάτωνα για το Αγαθό Καθαυτό ξάφνιασε το ακροατήριό του γιατί φάνηκε ότι αφορούσε την αριθμητική. «Το Αγαθό» και «το Εν» είναι διαφορετικά ονόματα για Εκείνο, για ό,τι επιτρέπει στο καθετί να υπάρχει ή να νοείται, κάτι που δεν μπορεί, το ίδιο, να είναι αντικείμενο ορθολογικής σκέψης.
Η ψυχή, ή εν πάση περιπτώσει ο νους, συμμετέχει στο αιώνιο είναι των ιδεών. Αυτό σημαίνει, όπως έχουν υποθέσει κάποιοι, ότι μπορούμε να θεωρούμε άφθαρτο το πιο σημαντικό κομμάτι του εαυτού μας, επειδή ακριβώς το μόνο περιεχόμενό του είναι τα αιώνια αντικείμενα τα οποία ενατενίζει. Ταυτίζοντας τον εαυτό μου με τις αιώνιες αλήθειες γνωρίζω τον εαυτό μου, τον συγκεκριμένο εαυτό τουλάχιστον, ως αθάνατο. Αυτό που έχει σημασία για τον Πλάτωνα, αυτό που τον ενδιαφέρει, πρέπει να είναι το αιώνιο. Πιο μεταφυσικά, ο αθάνατος νους μέσα μου είναι ακριβώς ο ίδιος νους με τον αθάνατο νου μέσα σου (σκέψη που αποδόθηκε τόσο στον Αριστοτέλη, όσο και σε μεταγενέστερους φιλοσόφους). Αυτός ο νους είναι, στην πραγματικότητα, ο Θεός – παρόλο που ο τρόπος με τον οποίο σκέφτεται ένα επιμέρους σωματικό ον είναι μόνο σποραδικά, και διστακτικά, ο αθάνατος νους. Δεν σκεφτόμαστε πάντα την αλήθεια: όταν τη σκεφτόμαστε, υπάρχει μια σκέψη στον καθένα μας. Αυτό είναι ίσως το μόνο που μπορούν να δείξουν τα πραγματικά επιχειρήματα του Πλάτωνα για την αθανασία (αν δείχνουν τόσα πολλά), αλλά είναι δύσκολο να αμφισβητήσουμε το γεγονός ότι στην πραγματικότητα ήθελε περισσότερα, ότι πίστευε -όπως και ο Πυθαγόρας- πως υπάρχουν πραγματικές αθάνατες, ατομικές ψυχές, καταδικασμένες να ζουν τις επίγειες ζωές μας μέχρι να αποκαθάρουν τελείως τη σκέψη τους. Ίσως η βεβαιότητα να εδραζόταν στην πεποίθησή του ότι υπήρχαν «ιδέες ξεχωριστών ατόμων»: ο Σωκράτης δεν ήταν ένα ανυπόστατο δημιούργημα, πραγματικός μόνον ως εφήμερη αντανάκλαση του ενός αιωνίου νου, αλλά μια πραγματική, ενεργή ιδέα, διακριτή για πάντα από την αθάνατη ιδέα του Κριτία ή του Δίωνα (αν και όχι απαραιτήτως από την ιδέα κάθε άλλου θνητού, ο οποίος θα μπορούσε σε τελευταία ανάλυση να είναι άλλη μία ενσάρκωση του ίδιου αυτού πνεύματος, όπως ο Πυθαγόρας ισχυριζόταν ότι είχε υπάρξει ως ο γιος του Ερμή, ο Αιθαλίδης). Χωρίς τις ιδέες, κανένα από τα δύο είδη αθανασίας (ούτε η γενική ούτε η ειδική) δεν έχει νόημα– το μόνο επιπλέον ερώτημα είναι το κατά πόσον οι ιδέες χρειάζονται σώματα για να πραγματωθούν.
Χωρίς τις ιδέες, κανένα είδος προσωπικής ταυτότητας δεν έχει νόημα– εφόσον δεχόμαστε ότι, υπάρχουν τέτοιες πραγματικές ταυτότητες, γιατί πρέπει αυτές να εκδηλώνονται συνεχώς;
Αφού, λοιπόν, η θεωρία έχει τόσα πολλά και τόσο σπουδαία πλεονεκτήματα, γιατί κάποιος να την απορρίψει; Ένας ασήμαντος λόγος (ασήμαντος, γιατί είναι τελείως αυθαίρετος) είναι αναμφίβολα το ότι απλώς κάποιοι άνθρωποι δεν θέλουν να σκέφτονται ότι υπάρχουν αμετάβλητα πρότυπα βάσει των οποίων μπορούμε να κριθούμε. Ένας πιο σημαντικός είναι ότι κάποιοι θεώρησαν πως η κοινή θεωρία των ιδεών περιείχε μία αντίφαση. Αυτό το επιχείρημα, που είναι συνήθως γνωστό ως ο Τρίτος Άνθρωπος, απαντά στον πλατωνικό διάλογο Παρμενίδης, όπως επίσης και σε συγγράμματα του Αριστοτέλη: ήταν, εν ολίγοις, κάτι κοινό. Ας υποθέσουμε, όπως λέει το επιχείρημα, ότι προϋποθέτουμε μια ιδέα για κάθε τάξη πραγμάτων που ορθώς καλούνται με το ίδιο όνομα (όπως θα μπορούσε να είναι ο Ιδεώδης Άνθρωπος)– μια τέτοια ιδέα θα είναι και η ίδια Άνθρωπος (εάν όχι, τι θα μπορούσε να είναι;), και θα υπάρχει «άρα» μια επιπλέον ιδέα, ο Ιδεώδης Άνθρωπος*, παράλληλα με την προσφάτως διευρυμένη τάξη που αποτελείται από όλους τους επιμέρους ανθρώπους και τον Ιδεώδη Άνθρωπο μαζί. Το επιχείρημα τότε επαναλαμβάνεται για να δημιουργήσει τον Ιδεώδη Άνθρωπο*, και συνεχίζεται έτσι επ’ άπειρον. Καλύτερα, προφανώς, να μην αρχίσει κανείς, αλλά πού βρίσκεται η αρχή; Η συνήθης εξήγηση είναι ότι ο Πλάτων φαίνεται να έχει αυτοδεσμευτεί σε δύο αντικρουόμενες έννοιες: πρώτον, ότι κάθε πραγματική τάξη πραγμάτων πρέπει να μιμείται ή να εκδηλώνει ή να συμμετέχει σε μια ιδέα, διακριτή από οποιοδήποτε πράγμα χωριστά ή από όλα τα πράγματα εκείνης της τάξης (η Μονρόε ήταν όμορφη, αλλά δεν ήταν η ομορφιά)– δεύτερον, ότι μια τέτοια ιδέα ανήκει και η ίδια -παραδειγματικά- στην τάξη όπου ανήκουν και οι ενσαρκώσεις ή τα αντίγραφά της. Με άλλα λόγια:
(1). Κάτι που κατηγορείται ως f δεν ταυτίζεται με την ιδέα που εκδηλώνει.
(2). Η ιδέα την οποία εκδηλώνει κάθε τέτοιο επιμέρους είναι και η ίδια f
Δεν είναι αναγκαίο (στην πραγματικότητα, είναι ολέθριο) να εγκαταλείψουμε την άποψη ότι και η ίδια η Ιδέα είναι f (αν η ίδια η Δικαιοσύνη δεν είναι δίκαιη, τι θα ήταν δίκαιο;). Ούτε είναι αναγκαίο (στην πραγματικότητα, είναι ολέθριο) να εγκαταλείψουμε την άποψη ότι υπάρχει F που εκδηλώνεται από κάθε f -πράγμα (αν δεν υπήρχε δικαιοσύνη, τι θα ήταν δίκαιο;). Η πλάνη στο επιχείρημα είναι να υποθέσουμε ότι το «είναι f» πρέπει σε κάθε περίπτωση να ταυτίζεται με το «έχει ως κατηγόρημα το f». Κατ’ αναλογίαν, ό,τι είναι δευτερογενώς υγρό είναι τέτοιο γιατί το σκεπάζει μία λεπτή υδαρής μεμβράνη: είναι, άραγε, το υδαρές καθ’ εαυτό υγρό, και τι είναι η υπερυδαρής μεμβράνη που το σκεπάζει; Η απλή απάντηση είναι ότι το υδαρές είναι ουσιωδώς υγρό’ το υδαρές είναι, ταυτόσημα, υγρότητα. Ομοίως, ο Ιδεώδης Άνθρωπος (που σε μεταγενέστερη εποχή θα ταυτιζόταν με τη Διάνοια) είναι ουσιωδώς και ταυτόσημα Άνθρωπος, και εμείς τα επιμέρους όντα είμαστε εκδηλώσεις Του. Εμείς «είμαστε», κατά μερική μέθεξη, ό,τι είναι Αυτός.
Η αριστοτελική σύνθεση;
Ο Αριστοτέλης από τα Στάγιρα (384-322 π.Χ.) είναι άλλη μία κολοσσιαία μορφή, και μάλιστα πολύ παρεξηγημένη. Οι βασικές ιστορίες της επιστήμης, όταν δεν μιλούν με περιφρόνηση για το «Ελληνικό», φοβούμενες μήπως λερώσουν τα χέρια τους, αναγνωρίζουν αυτόν τον τρομερό μπαμπούλα, τον Αριστοτέλη, που ούτε τα δόντια της γυναίκας του δεν μπορούσε να μετρήσει σωστά, και όμως επέβαλε στη μεσαιωνική Ευρώπη ένα γκροτέσκο παραμύθι για πέτρες που λαχταρούσαν να βρεθούν ακίνητες στη γη και έπεφταν με ταχύτητα ανάλογη του βάρους τους, και για είδη που δημιουργήθηκαν τελείως διαφορετικά μεταξύ τους και ποτέ δεν επρόκειτο να χαθούν ή να διασταυρωθούν. Και το χειρότερο, έκανε τους ανθρώπους να πιστεύουν ότι μόνο το γραμμένο στα κείμενα είναι αληθές, και ότι η κοινή παρατήρηση, όπως και το πείραμα, δεν έχουν καμία ουσιαστική αξία. Η επιστήμη σταδιακά μας γλίτωσε από τον Αριστοτέλη: αποδείχτηκε ότι οι ελαφριές και οι βαριές πέτρες πέφτουν με την ίδια ταχύτητα’ ότι η γη περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο’ ότι τα βιολογικά γένη έχασαν τον ουσιώδη, αρχικό χαρακτήρα τους– και ότι τα έμβια όντα δεν κινούνται πια από «ζωικά πνεύματα», αλλά από μηχανισμούς μοχλών και τενόντων. Ήταν σημαντικό για τους επιστήμονες και τους φιλοσόφους του 17ου αιώνα να αποκηρύξουν την αριστοτελική σύνθεση, και οι επιστήμονες έκτοτε – με σπάνιες και αξιέπαινες εξαιρέσεις – πιστεύουν όλα όσα διαβάζουν.
Ο Αριστοτέλης πάντως, ο γιος γιατρού, μαθητής στην Ακαδημία, παιδαγωγός του Μ. Αλεξάνδρου, και άοκνος συλλέκτης πληροφοριών, δύσκολα θα αναγνώριζε τον εαυτό του στη διαστρεβλωμένη εικόνα του που ζωγράφισαν. Ο Αριστοτέλης, στον ύστερο Μεσαίωνα, καλλωπισμένος από τους υπομνηματισμούς εθνικών και ισλαμιστών και προσαρμοσμένος τελικά στον χριστιανικό του ρόλο με τη βοήθεια του Θωμά του Ακινάτη, ήταν επίσης σπουδαιότερη μορφή απ’ όσο διατεινόταν ο έφηβος Διαφωτισμός ότι είναι, αλλά δεν θα με απασχολήσει αυτό επί του παρόντος. Η πιο παράξενη χρησιμοποίηση του Αριστοτέλη ήταν, ασφαλώς, το ότι τον επιστράτευσαν για να στηρίξει τη θεία Ευχαριστία· εξίσου παράξενο είναι το ότι τον χρησιμοποίησαν για την υποστήριξη της ιδέας της βιολογικής ουσιοκρατίας, της ιδέας ότι κάθε μέλος ενός βιολογικού είδους προσαρμόζεται σε μια μοναδική και αδιαμφισβήτητη ουσία και ότι δεν υπάρχουν υβρίδια, αποκλίσεις, ή προγονικοί τύποι. Η αλήθεια πάντως είναι και ότι ο Αριστοτέλης θα είχε θεωρήσει τη «μετουσίωση» γελοία ιδέα (γιατί ένα πράγμα είναι αυτό που αντιλαμβανόμαστε ότι κάνει), και ότι ο «μετασχηματισμός» αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της βιολογικής θεωρίας του.
Η χρονολόγηση του Αριστοτέλη δεν είναι τόσο εύκολη όσο ήταν του Πλάτωνα. Όταν επέστρεψε από την Μακεδονία, όπου εργάστηκε ως παιδαγωγός (ενώ διευθυντής στην Ακαδημία ήταν ένας αυτόχθων Αθηναίος) ίδρυσε τον Περίπατο, μία άλλη σχολή φιλοσόφων. Ωστόσο για τους μεταγενέστερους Πλατωνικούς ήταν ένας Πλατωνικός που επινόησε την τυπική λογική και διόρθωσε, ή επεδίωξε να διορθώσει, τις διχοτομίες του ίδιου του Πλάτωνα όσον αφορά τη γλώσσα και τον κόσμο. Την άποψη ότι ο άριστος βίος είναι το να ενατενίζει κανείς και να υπηρετεί τον Θεό, κάτι που ταυτιζόταν αιωνίως με το αντικείμενο της καθαρής σκέψης, την υποστήριξε πέρα από κάθε αμφιβολία τόσο ο Αριστοτέλης όσο και ο Πλάτων. Το ότι ο χαρακτήρας μας χρειάζεται άσκηση και ο νους μας εκπαίδευση είναι άποψη που απαντά και στους δύο. Το ότι μπορούσε να διακρίνει κανείς κάτι θεϊκό και όμορφο ακόμα και στις πλέον ασήμαντες φυσικές οντότητες, ήταν κάτι που ο Πλάτων το υπαινίχθηκε και ο Αριστοτέλης το δήλωσε σαφώς. Σε μεταγενέστερη εποχή, ο Αριστοτελισμός, όπως πέρασε μέσα από τους ισλαμιστές υπομνηματιστές στη δυτική Ευρώπη, παρείχε μία εναλλακτική του Πλατωνισμού οδό, δίνοντας έμφαση στην προσωπική οντότητα έναντι αυτού που έμοιαζε με μυστικιστική υπερβολή. Όμως, ακόμη και τότε, κανείς δεν θεωρούσε τον Αριστοτέλη εχθρό του Πλάτωνα. Ο Αριστοτέλης υποστήριζε ότι, αν και οι δυο τους είναι φίλοι της, η πραγματική ευσέβεια προτιμά την Αλήθεια από τον Πλάτωνα -αλλά και ο Πλάτων είχε πει ακριβώς το ίδιο, και ο Αριστοτέλης στην πραγματικότητα εννοούσε ότι ο Πλάτων ήταν όντως φίλος του. Στην Αναγέννηση, ο Πλάτων έγινε κραυγή συσπείρωσης ενάντια στον Αριστοτέλη, υποδηλώνοντας σε τελευταία ανάλυση ότι τα ανθρώπινα όντα μετέχουν στο θείο τόσο ώστε να μπορούν να ενορούν πραγματικές αλήθειες, ενώ οι Αριστοτελικοί του Μεσαίωνα περιορίζονταν στο να σώζουν τα φαινόμενα μέσω προτύπων και δυνητικοτήτων. Σήμερα, είναι φανερό ότι ο ίδιος ο Αριστοτέλης ξεκίνησε ως Πλατωνικός, αφοσιωμένος υποστηρικτής της προσωπικής αθανασίας και των πραγματικών Ιδεών, αλλά σιγά-σιγά μετέθεσε την προσοχή του στον καθημερινό κόσμο: στα εφικτά αγαθά, και σε λεπτομερείς περιγραφές για το τι είχε συμβεί και πού. Η αλήθεια κατά πάσα πιθανότητα βρίσκεται πιο κοντά στην άποψη των αρχαίων: παρόλο που ο Αριστοτέλης διαφωνούσε σε ορισμένα θέματα με τον Πλάτωνα (και ίσως να μην ήταν τόσο πρόθυμος να. εγκαταλείψει τον κοινό νου), στα σημαντικά συμφωνούσε μαζί του.
Μπορεί αυτό να εξηγείται από το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης, ως γιος γιατρού, έβλεπε με περισσότερη συμπάθεια από ό,τι ο Πλάτων τον ακραίο εμπειρισμό που εξέφρασαν συγκεκριμένοι συγγραφείς του Ιπποκρατικού Corpus, ενός σώματος κειμένων από διάφορες εποχές όπου βρίσκονται καταγεγραμμένες οι σκέψεις και οι διαγνωστικές σημειώσεις των ιπποκρατικών θεραπευτών. Ο συγγραφέας, για παράδειγμα, του Περί αρχαίης ιητρικής (έργο που χρονολογείται περίπου στις αρχές του 4ου αιώνα) μιλούσε περιφρονητικά για τη θεωρία ως οδό προς την ιατρική αλήθεια. Ό,τι είχε σημασία ήταν οι ατομικές περιπτώσεις, όχι η Ιδεώδης Μορφή. Αυτό ήταν μια αναγκαία απάντηση στις υπερβολικές ελπίδες ότι ήταν δυνατόν, μόνο με τη βοήθεια της σκέψης, να κατασκευαστεί το πρότυπο ενός σύνθετου σύμπαντος. Μπορεί η επιρροή της οικογενειακής παράδοσης να είναι αυτό που εξηγεί και το γιατί ο Αριστοτέλης επέμενε τόσο στην άποψη πως ακόμη και το πλέον ασήμαντο και κοινό πλάσμα έχει να επιδείξει κάτι θαυμαστό, κάτι θεϊκό, αν το εξετάσει κανείς χωρίς προκαταλήψεις. Οι επίμονες προσπάθειές του να βρει κάποια τάξη στη χαώδη πολυπλοκότητα της βιολογικής φύσης τροποποιούνταν συνεχώς από την παρατήρηση, παρόλο που επέμενε και σε μεθοδολογικούς αφορισμούς του τύπου: «Οὐδέν μάτην ἡ φύσις ποιεῖ».
Σε πλήρη αντίθεση με τη φυσική ιστορία, ο Αριστοτέλης δημιούργησε την τυπική λογική, συγκεκριμένα τη συστηματική μελέτη της συλλογιστικής. Προσδιόρισε τα έγκυρα σχήματα συλλογισμού, με παραδείγματα και επιχειρήματα. Ο πρώτος τύπος συλλογισμού συνδυάζει δύο προκείμενες με έναν κοινό μέσο όρο (που λειτουργεί ως κατηγόρημα στην ελάσσονα προκείμενη και ως υποκείμενο στη μείζονα: όπως στο παράδειγμα -που αργότερα ονομάστηκε «Barbara»- «Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί και όλοι οι ποιητές είναι άνθρωποι», καταλήγοντας από εκεί στο συμπέρασμα ότι «Όλοι οι ποιητές είναι θνητοί»). Ο δεύτερος, με τον κοινό όρο ως κατηγόρημα και στις δύο προκείμενες, μπορεί να οδηγήσει, στις έγκυρες μορφές του, μόνο σε αποφατικό συμπέρασμα (όπως στο παράδειγμα «Cesare»: «Εάν κανένας φιλόσοφος δεν ενδιαφέρεται για τα χρήματα και όλοι οι καθηγητές ενδιαφέρονται, τότε κανένας καθηγητής δεν είναι φιλόσοφος»), Ο τρίτος, με τον κοινό όρο ως υποκείμενο σε κάθε μία από τις προκείμενες, δεν καταλήγει ούτε σε καταφατικό ούτε σε αποφατικό καθολικό συμπέρασμα (όπως στο παράδειγμα «Ferison»: «Αν κανένα μη-ανθρώπινο έμβιο ον δεν έχει. υποχρεώσεις και κάποια μη-ανθρώπινα έμβια όντα έχουν δικαιώματα, τότε κάποια όντα που έχουν δικαιώματα δεν έχουν υποχρεώσεις». Ο τέταρτος τύπος, που απλώς μετατρέπει το συμπέρασμα του πρώτου τύπου (δηλαδή: «Κάποια θνητά όντα είναι ποιητές»), προστέθηκε στην ουσία αργότερα, για να συμπληρωθεί το σύνολο. Αυτοί οι διασκεδαστικοί μετασχηματισμοί αποτέλεσαν το ψωμοτύρι της μεσαιωνικής λογικής, και χρησιμοποιήθηκαν τότε για τους ίδιους περίπου λόγους που χρησιμοποιούνταν αρχικά, σε αγώνες διαλεκτικής. Ο Αριστοτέλης, εν ολίγοις, αποφάσισε να συστηματοποιήσει και να κανονικοποιήσει την τέχνη της ρητορικής όπως την εξασκούσαν στα δικαστήρια και στις ρητορικές σχολές.
Κατά την ταξινόμηση των επιχειρημάτων σε κατηγορίες ο Αριστοτέλης αποδείχτηκε ότι έπραξε σύμφωνα με τον χαρακτήρα του. Το ίδιο έκανε και όσον αφορά τη βιολογία, όπου επιχείρησε πειστικές ταξινομήσεις των διαφόρων ειδών ζώων – από τα μύδια, τα ψάρια, τα πτηνά και τα τετράποδα μέχρι τον άνθρωπο. Με τη διαφορά ότι οι βιολογικές τάξεις δεν μπορούσαν να συναχθούν αφαιρετικά ούτε να αποδειχθούν, ούτε και διακρίνονταν απόλυτα μεταξύ τους. Αντίθετα, «η φύση απεχθάνεται τις ασυνέχειες» όσο απεχθάνεται και το κενό. Ανάμεσα σε κάθε δύο αναγνωρίσιμες τάξεις θα υπάρχουν ενδιάμεσα· πολλά είδη μπορούν εύκολα να γίνουν αντιληπτά ως παραλλαγές, παραμορφώσεις ενός ευρύτερου είδους (για παράδειγμα, οι φώκιες είναι «παραμορφωμένα τετράποδα», ή τα ψάρια του γένους πλευρονήκτης αποτελούν «στρεβλώσεις» από το κανονικό). Υπαινίσσεται ακόμη ότι όλα τα υπάρχοντα ζώα μπορούν να θεωρηθούν παραλλαγές ενός προγονικού τύπου που μπορεί να ταυτιστεί με το «ελάχιστα εξειδικευμένο, άριστα ισορροπημένο, το τελειότερο των ειδών», τον άνθρωπο. Οι τάξεις είναι χρήσιμα μέσα περιγραφής, αλλά τέτοια είδη δεν θα έπρεπε να θεωρηθούν ως απλά είδωλα των διακριτών μορφών. Αυτό που μεταδίδεται κατά την αναπαραγωγή δεν είναι το είδος, αλλά αποκλειστικά η ατομική μορφή του πατέρα, που αναπαράγεται λίγο πολύ πιστά μέσα στη μητρική ύλη. Εν ολίγοις, η μεταγενέστερη αντίληψη ότι τα διακριτά είδη ξεπετάχτηκαν από τον νου του Θεού και ότι ποτέ δεν αναμιγνύονταν (ούτε και θα έπρεπε να αναμιγνύονται) είναι ολότελα αντιαριστοτελική.
Οι ασυνεχείς τάξεις είναι γλωσσικά κατασκευάσματα, ως προς το ότι η πραγματικότητα που επιδιώκουμε να περιγράψουμε είναι σε κάθε περίπτωση συνεχής. Ο Αριστοτέλης, με το να αρνηθεί ότι υπήρχαν αλήθειες «σε μια στιγμή», έδωσε λύση στο πρόβλημα που ετέθη προηγουμένως, από τον Ελεάτη Ζήνωνα. Δεν υπάρχει ούτε πρώτο ούτε τελευταίο χρονικό ή χωρικό σημείο του Α ως χ: η στιγμή ή το σημείο δεν είναι παρά ένα σημάδι επάνω στο πάντοτε μεταβαλλόμενο πραγματικό. Επιχειρεί να δώσει μία πιο σύνθετη, αλλά μέσα στο ίδιο πνεύμα, απάντηση σε ένα επιχείρημα που επηρέασε τους Στωικούς: «Αν κάτι από αυτό που θα είναι, είναι τώρα αληθές (και ως εκ τούτου είναι αιωνίως αληθές), και αν εμείς δεν μπορούμε τώρα να επηρεάσουμε, είτε για καλό είτε για κακό, ό,τι ήταν αληθές, τότε δεν μπορούμε να επηρεάσουμε ούτε αυτό που έπεται εκείνης της αλήθειας». Επομένως, δεν μπορούμε να καθορίσουμε τίποτα’ παρ’ όλα αυτά -επέμενε ο Αριστοτέλης- αποδεδειγμένα μπορούμε. Η απάντησή του, και πάλι, είναι ότι δεν μπορούμε να επιτρέψουμε στους νόμους της λογικής να μας παρασύρουν ώστε να αρνηθούμε τα εμπειρικά δεδομένα. Καλύτερα να συμφωνήσουμε ότι μπορούμε να επηρεάσουμε το παρελθόν παρά να αναγκαστούμε να αρνηθούμε ότι μπορούμε να επηρεάσουμε το μέλλον. Ο πραγματικός κόσμος είναι ευμετάβλητος και συνεχής, και δεν μπορεί να περιγράφει επαρκώς από τους στατικούς, ασυνεχείς όρους του τυπικού συλλογισμού.
Επομένως, είναι σίγουρο ότι υπάρχει μια δόση αλήθειας στη βεβαιότητα ότι ο Αριστοτέλης αντιμετώπισε με δυσπιστία τις θεωρίες του Πλάτωνα; Οι πολιτικές του θεωρίες, σύμφωνα με τις οποίες ο πολιτικός εξισορροπεί αντικρουόμενα συμφέροντα ευελπιστώντας στην ειρήνη, αποτελούν ομαλή εξέλιξη από τα όψιμα συγγράμματα του Πλάτωνα. Οι ηθικές του θεωρίες, στις οποίες το ανθρώπινο αγαθό προσδιορίζεται ως αγαθό που επιτυγχάνεται μέσα στο πλαίσιο της κοινότητας, κατά την επιδίωξη του καλού και του ωραίου, το μόνο που κάνουν είναι να μεταθέσουν το κέντρο βάρους. Η γνωσιολογία του είναι φανερό ότι δεν εδράζεται στην αντίληψη πως ήδη «γνωρίζουμε» ή «μισοθυμόμαστε» θεμελιώδεις αλήθειες, αναγνωρίζει όμως τη διανοητική εποπτεία ως την πηγή βασικών αρχών, πραγμάτων που πρέπει να είναι ήδη γνωστά, πριν από την οποιαδήποτε απόδειξή τους. Βασίστηκε, ίσως πολύ περισσότερο από τον Πλάτωνα, σε ό,τι μπορούμε κανονικά να αντιληφθούμε, αλλά πίστευε ότι «αντιλαμβανόμαστε» περισσότερα από όσα βλέπουμε, ακούμε, ή αγγίζουμε. Τα χρώματα και οι διαφάνειες είναι ιδιαίτερα αντικείμενα της όρασης, αντιληπτά -θα έλεγε κανείς- επειδή τα μάτια μας θα μπορούσαν να «γίνουν» αυτά. Όμως τα σχήματα, τα μεγέθη, οι χρόνοι και τα παρεμφερή (οι ιδιότητες που αργότερα ονομάστηκαν πρωτεύουσες) δεν είναι ιδιάζοντα σε καμία από τις αισθήσεις: τα αντιλαμβανόμαστε μέσω της κοινής αίσθησης, επειδή ο νους μας (και όχι μόνο τα μάτια μας) μπορεί να προσλάβει τέτοιες μορφές. Η διαφορά βρίσκεται στη μεταφυσική του – αλλά εκεί όπου ο Αριστοτέλης ήταν λιγότερο σαφής είναι η μεταφυσική του.
Ξεκινάει από τις ατομικές ουσίες, όπως είναι οι άνθρωποι, οι οποίες είναι τα πρωτεύοντα υποκείμενα κατηγόρησης, όντα ανθεκτικά στον χρόνο και την αλλαγή, που δεν μπορούν να αποσυναρμολογηθούν και να συναρμολογηθούν εκ νέου, ούτε να χωριστούν σε περισσότερα του ιδίου είδους (όπως οι πέτρες που μπορούν να διασπαστούν σε άλλες μικρότερες πέτρες). Ένα πρόσωπο μπορεί να είναι ωχρό ή μαυρισμένο από τον ήλιο, να ζυγίζει εξήντα πέντε ή εβδομήντα κιλά· να είναι στην πόλη ή την εξοχή, το πρωί ή το βράδυ– να είναι πατέρας και\ή γιος· να φορά να μη φορά ρούχα· να είναι ξαπλωμένος ή όρθιος– να ενεργεί ή να πάσχει (έτσι συμπληρώνεται ο κατάλογος των τρόπων με τους οποίους, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, μπορεί να «κατηγορηθεί» μια οντότητα). Ένα πρόσωπο θα μπορούσε να αλλάξει με όλους αυτούς τους διαφορετικούς τρόπους και εντούτοις να παραμένει το ίδιο πρόσωπο. Ό,τι είναι ουσιωδώς εκείνο το πρόσωπο, ό,τι σημαίνει το να υπάρχει καν εκείνο το πρόσωπο, δεν είναι ισοδύναμα «παρόν μέσα» στο πρόσωπο (σαν να μπορούσε το πρόσωπο να εξακολουθήσει να υπάρχει, αν το χάσει). Το να γνωρίζει κανείς το πρόσωπο όπως πρέπει να το γνωρίζει είναι να γνωρίζει τι σημαίνει το να υπάρχει. Η φύση του προσώπου, με τη σειρά της, θα μπορούσε – κατά συμβεβηκός- να «κατηγορηθεί» στην ύλη που συνιστά το πρόσωπο: εκείνη η μάζα, θα μπορούσε να πει κανείς, είναι ο Κριτίας (όμως δεν υπάρχει καμία μάζα εκτός από τον Κριτία, που είναι εκεί). Αυτός ο ριζοσπαστικός ατομισμός ανατρέπει τον Πλάτωνα. Για τον Πλάτωνα, εκείνο που περισσότερο πραγματικά ήταν οντότητα ήταν το πράγμα που παρέμενε το ίδιο, εκείνο που ήταν κοινό σε πολλές περιπτώσεις, και όχι η ασταθής άμμος όπου ήταν ζωγραφισμένες οι μορφές. Ο Αριστοτέλης επέμενε ότι τα άτομα ήταν οι φορείς των κοινών ιδιοτήτων, ότι τα άτομα ήταν οι πραγματικές οντότητες που δεν εξαρτώνταν από άλλα πράγματα, από ιδιότητες, για να υπάρξουν. Χωρίς ερυθρά άτομα δεν θα υπήρχε ερυθρότητα– ωστόσο, ένα ερυθρό πράγμα θα μπορούσε να είναι μπλε ή άχρωμο χωρίς να πάψει να υπάρχει.
Δυστυχώς, μια μοναδική ατομική, ανεπανάληπτη περίπτωση δεν μπορεί καν να περιγράφει. Τα άτομα δεν μπορούν να γίνουν γνωστά στην ατομικότητα τους: μόνο μια κοινή μορφή είναι δυνατόν να γνωσθεί (ακόμη και αν η μορφή είναι δυνάμει μόνο κοινή). Και οι ατομικές ουσίες στις οποίες πίστευε ο Αριστοτέλης είναι ήδη κάτι παραπάνω από στιγμές, σημειακά επιμέρους: αν ο Κριτίας μπορεί να είναι παρών, όντας Κριτίας, σε περισσότερες από μία περιστάσεις, αυτό μπορεί να συμβεί μόνο γιατί «ό,τι σημαίνει για τον Κριτία να είναι» (δηλαδή ό,τι κάνει ο Κριτίας qua Κριτίας) κατέχεται από διαδοχικές στιγμές υλικότητας. Οι ιδιότητες κατηγορούνται σε πραγματικές ουσίες – όμως το ουσιώδες συστατικό εκείνων των ουσιών κατηγορείται σε ένα υλικό υποκείμενο. Αυτό το υλικό, μετά από μια διαδοχή επιχειρημάτων, αρχίζει να μοιάζει με την πρώτη ύλη, την καθαρή υπόσταση, που προκάλεσε σύγχυση σε μεταγενέστερους στοχαστές: είναι το απόλυτο υποκείμενο κάθε κατηγόρησης και κατέχει όλες τις ιδιότητες, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα. Είναι η υποδοχή, το μη είναι, το τίποτα στο οποίο χύνεται σαν σε καλούπι η μορφή της ζωής. Και ακριβώς επειδή δεν είναι τίποτα (και δεν μπορεί να είναι τίποτα συγκεκριμένο, επειδή είναι – ως φορέας κατηγορημάτων – τα πάντα) δεν μπορούμε καν να το γνωρίσουμε. Μόνο τα είδη μπορούν να γίνουν γνωστά (από όπου ξεκινήσαμε, με τον Πλάτωνα).
Ωστόσο, υπάρχει μια διαφορά μεταξύ των δύο κολοσσών. Ο Αριστοτέλης προτίμησε, εν τέλει, την εμπειρία έναντι, της όποιας λογικής παραγωγής (ή μάλλον, χρησιμοποιώντας τις λογικές παραγωγές, έθετε εν αμφιβάλω τις προκείμενες που οδηγούσαν σε μη αποδεκτά αποτελέσματα). Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, τον αποκήρυξε η επιστήμη της Αναγέννησης. Η άποψη ότι τα βαριά και τα ελαφριά αντικείμενα πέφτουν με διαφορετικές ταχύτητες επαληθεύεται στην πραγματικότητα από την κοινή εμπειρία (δοκιμάστε να ρίξετε μαζί ένα φύλλο χαρτί και ένα βιβλίο). Δεν ήταν η εμπειρία, αλλά η λογική αυτή που έπεισε τον Γαλιλαίο ότι η αλήθεια είναι διαφορετική, ότι το χαρτί και το βιβλίο πέφτουν με διαφορετικές ταχύτητες και ότι αυτό δεν οφείλεται στο βάρος τους, αλλά σε άλλους παράγοντες. Δύο βαρίδια του ενός κιλού ζυγίζουν το ίδιο με ένα βαρίδι των δύο κιλών: με ποια ταχύτητα θα έπρεπε να πέφτουν και τα τρία; Τα δύο βαρίδια θα πέσουν ταχύτερα αν είναι δεμένα μεταξύ τους με έναν σπάγκο; Μήπως θα έπρεπε να είναι δεμένα σφικτά; Εν ολίγοις, επειδή ακριβώς ο Γαλιλαίος ήταν Πλατωνικός και εμπιστευόταν τη λογική του μάλλον παρά τις υποκείμενες σε πλάνη αισθήσεις του, μπόρεσε να δραπετεύσει σε έναν ευρύτερο κόσμο από εκείνον, στον οποίο αρκούνταν, τελικά, ο Αριστοτέλης.
Κανείς, όπως πολύ λογικά μπορεί να υποψιαστούμε, από τον Αριστοτέλη και μετά, δεν έχει ασχοληθεί με τόσους πολλούς τομείς της ανθρώπινης διανοητικής προσπάθειας. Ελάχιστων η εικόνα έχει διαστρεβλωθεί σε τέτοιο βαθμό, τόσο από φίλους όσο και από εχθρούς. Συχνά τον κατηγορούν για τις ηθικές του θεωρίες, είτε επειδή πιστεύουν ότι υποστήριζε τη δουλεία για όσους δεν μπορούσαν να ζήσουν σύμφωνα με τις δικές τους επιλογές, είτε επειδή πιστεύουν ότι παρέβλεψε την πολύ μεγάλη σημασία που είχε για την ανθρώπινη ύπαρξη η επιλογή. Η πρώτη κατηγορία εναντίον του είναι δικαιολογημένη (παρόλο που η σκέψη του οδηγούσε στο φιλελεύθερο επακόλουθο ότι οι κατά τον νόμο δεσπότες στην πραγματικότητα θα μπορούσαν να είναι δούλοι), τη δεύτερη, η οποία ενίοτε παρουσιάζεται ως η σκέψη ότι το χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης είναι να μην έχει δεδομένη φύση, την εκφράζει στην πραγματικότητα πολύ καλύτερα ο ίδιος ο Αριστοτέλης. Η καλή ζωή για τα ανθρώπινα όντα είναι η ζωή που τα ίδια τα ανθρώπινα όντα πρέπει να επιλέξουν και να ζήσουν: η ζωή μας είναι ζωή εκούσιας δράσης, και αυτό είναι που πρέπει να καταλάβουμε σωστά.
Στωικοί, Επικούρειοι και περιπλανώμενοι σοφοί
Το 323 π.Χ. πέθανε ο Μέγας Αλέξανδρος (την ίδια ημέρα, καθώς λέγεται, και ο Διογένης ο Κυνικός), και ο Αριστοτέλης εγκατέλειψε εσπευσμένα την Αθήνα – μη τυχόν και οι Αθηναίοι, όπως είπε, αμαρτήσουν για δεύτερη φορά προς τη φιλοσοφία. Πέθανε ένα χρόνο αργότερα, και μαζί του πέθανε -όπως συμβαίνει συχνά με πολλούς επιστημονικούς τομείς- και η φιλοσοφία, μέχρι που ένας Ρενέ Ντεκάρτ (Rene Descartes) αποφάσισε να την ξεκινήσει πάλι. II αλήθεια είναι ότι στους επόμενους αιώνες ήταν που η φιλοσοφία έγινε αυτό που, στην καθημερινή γλώσσα, εξακολουθεί να είναι και σήμερα: ένας τρόπος να αντεπεξέλθει κανείς σε έναν κόσμο σε εμπόλεμη κατάσταση. Πώς ακριβώς συνέβη αυτό;
Μέρος της απάντησης πρέπει να είναι ο Σωκράτης, παρόλο που είχε προδρόμους. Μετά τη ζωή και τον θάνατό του, όπως τα παρουσίασαν οι αγανακτισμένοι φίλοι του, η αίσθηση ότι, αν κανείς δεν ήταν Σωκράτης, θα έπρεπε εντούτοις να εύχεται να γίνει Σωκράτης, είναι ό,τι μέχρι πρόσφατα όριζε τον πραγματικό φιλόσοφο. Η προοπτική φαίνεται τρομακτική. Ο Επίκτητος ομολόγησε ότι ο ίδιος και οι μαθητές του ήταν, τρόπον τινά, Ιουδαίοι στα λόγια, αλλά όχι στην πράξη, «παραβαπτισταί ’Ιουδαίοι», όχι γνήσιοι, ότι απείχαν πολύ από το να εφαρμόζουν τις αρχές τις οποίες δίδασκαν: «ούτως ούδέ την του ανθρώπου επαγγελίαν πληρώσαι δυνάμενοι προσλαμβάνομεν την του φιλοσόφου».* Αν δίνει κανείς τόσο μεγάλη αξία στην απλή φιλοσοφία μπορεί και να απογοητευτεί, άποψη που συνοψίζεται στον αφορισμό του Ντεκάρτ: «Η φιλοσοφία μάς διδάσκει να μιλάμε με το πρόσχημα της αλήθειας για τα πάντα, και είναι η αιτία που μας θαυμάζουν οι λιγότερο πολυμαθείς». Όμως όσο εξεζητημένο και αν είναι το μετασωκρατικό όραμα, όσο συχνά και αν έχει προδοθεί, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τη σημασία του. Πολλοί Κυνικοί, κατά κυριολεξία «σκυλίσιοι», αναμφίβολα δεν ήταν παρά αλήτες – αλλά κάθε εποχή και κάθε έθνος, εκτός από εμάς, έχει παραδεχτεί ότι πολλοί αλήτες μπορεί να είναι περιπλανώμενοι σοφοί. Όταν οι εκστρατείες του Αλεξάνδρου (και των διαδόχων του) έφεραν σε επαφή τους Έλληνες με τους Ινδούς γυμνοσοφιστές (που ήταν στην κυριολεξία ((γυμνοί σοφιστές»), οι Έλληνες, καθώς φαίνεται, δεν έμαθαν πολλά από την ινδουιστική σκέψη (όπως τους τη μετέδωσαν πολλοί ενδιάμεσοι), αλλά δεν έκαναν λάθος που θεώρησαν ότι αυτοί οι «γυμνοσοφιστές» δεν διέφεραν από τους «φιλοσόφους», καθώς αυτό που τους απασχολούσε ήταν η εξάλειψη της επιθυμίας.
Ποιοι ήταν λοιπόν εκείνοι οι σοφοί; Ο Διογένης -καταγόταν από την Σινώπη, αλλά ήταν εγκατεστημένος επί μακράν στην Κόρινθο (περ. 404-περ. 323 π.Χ.)- είναι γνωστός κυρίως μέσα από ανέκδοτα όπως αυτό: όταν τον ρώτησε έμπλεος σεβασμού, έστω και για μια στιγμή, ο Αλέξανδρος τι θα μπορούσε να κάνει για να τον βοηθήσει, ο Διογένης του αποκρίθηκε: «να μην μου κρύβεις το φως». Πολλά από τα ανέκδοτα είναι χοντροκομμένα’ άλλα, μέχρι και σήμερα, ακατανόητα– αυτό που διασώζεται ωστόσο είναι μια εικόνα ελευθερίας. Ένας από τους ακολούθους του ήταν και ο Κράτης, που είχε αποποιηθεί μια πλούσια κληρονομιά για να ζήσει ως Κυνικός (συνοδευόμενος από την ομοίως αφοσιωμένη σύζυγό του, την Ιππαρχία). Άφησε την περιουσία του σε διαχειριστές, με οδηγίες να παραδοθεί στους γιους του, αν γίνονταν κανονικοί άνθρωποι’ αν γίνονταν φιλόσοφοι, η περιουσία θα μοιραζόταν στον λαό, γιατί εκείνοι, οι γιοι του, ως φιλόσοφοι, δεν θα τη χρειάζονταν. Κάποιος έμπορος από το Κίτιο της Κύπρου, ένας άλλος Ζήνων, έτυχε να διαβάσει σε ένα αθηναϊκό υπαίθριο βιβλιοπωλείο την ιστορία του Σωκράτη γραμμένη από τον Ξενοφώντα και ρώτησε πού συχνάζουν τέτοιοι άνθρωποι: ο βιβλιοπώλης τού έδειξε τον Κράτη, και ο Ζήνων εγκατέλειψε για πάντα το εμπόριο και εγκαταστάθηκε τελικά μόνιμα στην Ποικίλη Στοά. Αυτοί οι πρώτοι Στωικοί ήταν, όπως φαίνεται, αναιδείς όσο και οι Κυνικοί: 8εν αναγνώριζαν καμία αξία στις παραδοσιακές διακρίσεις και απαγορεύσεις. Γιατί να μην κάνει κανείς έρωτα μέσα σε ναούς, γιατί να μην τρώει τους νεκρούς γονείς του, γιατί να μην θεωρεί δική του την ιδιοκτησία των άλλων; Τα πάντα, σε τελευταία ανάλυση, ανήκουν στους θεούς’ οι φίλοι έχουν τα πάντα από κοινού, και μόνον οι σοφοί είναι πραγματικοί φίλοι των θεών: άρα οι σοφοί κατέχουν ό,τι θέλουν, παρόλο που ως σοφοί δεν θα το χρησιμοποιήσουν για να ικανοποιήσουν επιθυμίες τις οποίες πρέπει να εξαλείψουν. Όλα αυτά δεν εφαρμόστηκαν στην πράξη, και μεταγενέστεροι θεωρητικοί μείωσαν σταδιακά την ένταση της απήχησής τους. Ο Στωικός ήταν απλώς ένας φιλόσοφος του οποίου η συμπεριφορά δεν άλλαζε από κράτος σε κράτος, γιατί υπάκουε στη φύση, και όχι σε πλαστούς ((νόμους» θεσπισμένους από ανόητους κυβερνώντες· όμως, αποδείχτηκε ότι οι πραγματικοί νόμοι ήταν εκείνοι τους οποίους όριζαν οι παραδοσιακές αντιλήψεις περί δικαιοσύνης. Η ατομική ιδιοκτησία ήταν, κατά μία έννοια, κάτι παράλογο, αφού ο κόσμος ανήκε σε όλους – αλλά, πρέπει να γίνονται σεβαστά τα πραγματικά δικαιώματα ιδιοκτησίας, όπως ένα κάθισμα στο θέατρο ανήκει αφενός σε όλους τους θεατές και αφετέρου στον έναν που κάθεται εκεί. Ο Στωικισμός ορίζει να θυμάται κανείς ποιες είναι πραγματικά οι δυνατότητές του: δεν μπορώ πάντα να εμποδίσω τους τυράννους (ή τους μικροαπατεώνες) να με ληστέψουν, να με βασανίσουν ή να με φονεύσουν, αλλά ούτε και αυτοί μπορούν να με εμποδίσουν να κάνω αυτό για το οποίο με προορίζουν ο Θεός και η φύση. Οι αναπόδραστες ανάγκες μου είναι ελάχιστες: εάν εξασφαλίσω ότι θέλω μόνον αυτό που μπορώ να αποκτήσω, και αν θυμάμαι ότι ἤνοικται ἡ θύρα (δηλαδή, ότι μπορώ ανά πάσα στιγμή να αυτοκτονήσω), τότε είμαι απρόσβλητος από τη δωροδοκία, αλλά και από την απειλή. Μόνον έτσι μπορώ να είμαι «ελεύθερος»· μόνον οι σοφοί είναι ελεύθεροι, μόνον οι σοφοί είναι εχέφρονες.
Η στωική ηθική είναι, όπως έλεγαν, το ασπράδι, αν η φιλοσοφία είναι το αυγό, αλλά εξάσκησαν και τη λογική (το κέλυφος), όπως και τη φυσική φιλοσοφία (τον κρόκο). Οι λογικές αναλύσεις τους συνιστούν μία από τις πιο δημιουργικές περιόδους στην ιστορία της λογικής, καθώς ξεκινούν από τη συλλογιστική του Αριστοτέλη (που σήμερα θεωρείται κυρίως ως ένα τμήμα του κατηγορικού λογισμού) και φτάνουν σε ό,τι είναι γνωστό ως προτασιακός λογισμός, και στη συζήτηση περί φυσικών και συμβατικών σημείων. Η φυσική τους φιλοσοφία, πάλι, ήταν μια σε βάθος, πλήρης προκλήσεων εξερεύνηση ενός αυστηρά αιτιοκρατικού, φυσιοκρατικού σύμπαντος. Στα σπουδαιότερα ονόματα, τα οποία μάς είναι σήμερα γνωστά μόνο μέσα από αποσπάσματα, συγκαταριθμούνται ο Χρύσιππος και ο Ποσειδώνιος (135- 51 π.Χ.), από τους οποίους ο δεύτερος φαίνεται ότι είχε υιοθετήσει έναν μάλλον πλατωνικό ρεαλισμό, ενώ ο πρώτος καθιέρωσε τον μονιστικό υλισμό που ήταν κατά κύριο λόγο Στωικισμός. Για τους Στωικούς, τίποτα, με εξαίρεση τις σωματικές ατομικές οντότητες, δεν έχει την όποια αιτιακή δύναμη, και αυτές οι αιτίες δεν θα μπορούσαν να έχουν άλλο αποτέλεσμα από τα αποτελέσματα που έχουν. Όλα όσα συμβαίνουν -συμπεριλαμβανομένων των ανθρωπίνων πράξεων- απολύτως αναπόφευκτα απορρέουν από τις αρχές, από την αρχή, από τον ενυπάρχοντα σε αυτά Θεό. Ο Θεός δεν είναι τώρα αρκετά προφανής -τουλάχιστον στον κοινό άνθρωπο-, θα έλθει όμως κάποια στιγμή που ο Θεός θα είναι τα πάντα εν πάσι, που τα πάντα θα είναι προφανώς πλήρη Θεού, η εκπύρωσις στο τέλος της εποχής του κόσμου. Κάθε επόμενη εποχή, καθώς ο Θεός αποσύρεται και πάλι από το προσκήνιο, θα εκτυλίσσεται ακριβώς όπως η προηγούμενη της: η σοφία έγκειται στο καλωσόρισμα αυτής της επανάληψης. Συγκεκριμένοι ανεξάρτητοι Στωικοί (από τους οποίους ο σπουδαιότερος ήταν ο Αρίστων ο Χίος, που έζησε τον 3ο αιώνα και ήταν μαθητής του Ζήνωνα) πρέπει να αντελήφθησαν μάλλον περισσότερα από αυτά που έλεγε η γενική θεωρία. Κάποιοι αρνούνταν, εν ολίγοις, ότι θα επισυμβεί η όποια συγκεκριμένη εκπύρωσις (αφού ο Θεός κυβερνούσε ήδη το όλον), ή ότι υπάρχει οποιαδήποτε αξία σε αυτά που συνήθως επιθυμούμε (τροφή, ποτό, έρωτα και στέγη). Οι περισσότεροι προτίμησαν να συμφωνήσουν ότι δεν ήταν τώρα προφανές πως τα πάντα βαίνουν καλώς, και ότι τέτοια ηθικώς αδιάφορα πράγματα (όπως η τροφή, το ποτό, ο έρωτας και η στέγη: γιατί, σε τελευταία ανάλυση, κανένας δεν αξίζει «πραγματικά» περισσότερο τον θαυμασμό μόνο και μόνο επειδή τα έχει αυτά) είναι ωστόσο ό,τι εκ φύσεως επιδιώκουμε. Οι καλοί Στωικοί επέλεγαν το «προηγμένον ἀδιάφορον»*, ενώ εξακολουθούσαν να υπενθυμίζουν στον εαυτό τους ότι στην πραγματικότητα αυτό δεν επηρέαζε ό,τι είχε πραγματικά σημασία («την αρετή»).
Αυτός ο Στωικισμός απέκτησε κακή φήμη σε περισσότερο συναισθηματικούς καιρούς: οι καλοί άνθρωποι, όπως τείνουμε να σκεφτόμαστε, πρέπει να ενδιαφέρονται πολύ για το τι συμβαίνει, σε φίλους και. ειδικά στα παιδιά. Η απάθεια δεν είναι πια κάτι που θαυμάζεται. Η αντίδραση είναι κατανοητή, αλλά αξίζει να τονιστεί ότι η θεωρία των Στωικών περί ηθικής συνείδησης (και η πρακτική των σπουδαιότερων σοφών τους) εδραζόταν στην αγάπη για τα παιδιά. Τα «δικαιώματα των επόμενων γενεών», περί των οποίων μιλούν σύγχρονοι ηθικολόγοι, ποτέ δεν αμφισβητήθηκαν στη σκέψη των Στωικών, ακόμη και αν – όπως αναφέρει ο Κικέρων – εκείνοι όριζαν το ηθικό (πιο εύστοχα) σε σχέση με τα καθήκοντά μας. «Καθώς αισθανόμαστε πως είναι αχρείο και απάνθρωπο το να δηλώνουν οι άνθρωποι ότι δεν ενδιαφέρονται αν, όταν οι ίδιοι θα έχουν πεθάνει, επίκειται η εκπύρωσις του σύμπαντος, είναι αναμφισβήτητα αλήθεια πως πρέπει να μελετάμε και το συμφέρον καθ’ εαυτό των μεταγενεστέρων». Ο συναισθηματισμός, και όχι το συναίσθημα, ήταν ο εχθρός τους: όταν ο Επίκτητος συμβούλευε έναν δακρυσμένο πατέρα που ήταν σε τέτοιο σημείο αναστατωμένος ώστε να μην είναι σε θέση να περιποιηθεί τον εμπύρετο γιο του, εστίασε την προσοχή του στο πώς η «παθητική» φύση του πατέρα παρεμπόδιζε την αγάπη του. Η «απάθεια», η αταραξία, δεν σημαίνει απάθεια με τη σημερινή έννοια -ασυγκινησία- αλλά απλώς μη παθητικότητα.
Αν οι Στωικοί έχουν ορισμένες φορές (άστοχα) παρουσιαστεί ως υπερβολικά σκληροί, οι Επικούρειοι έχουν δεχθεί κατηγορίες από την αντίθετη κατεύθυνση, ότι τους ενδιέφερε μόνον η ηδονή. Στην πραγματικότητα, οι ηδονές τις οποίες συνιστούσε ο Επίκουρος (341-270 π.Χ.) είναι ηδονές που δεν προκαλούν πόνο, κυρίως οι ηδονές της φιλίας και μιας ήσυχης ζωής. Οι ηδονές μπορούν να εξασφαλιστούν, αν περιορίσουμε την επιθυμία, και αν οι πόνοι υποφέρονται μέχρι να γίνουν αφόρητοι, τη στιγμή που ἤνοικται ἡ θύρα. Ο Επίκουρος γεννήθηκε στην Σάμο (όπως και ο Πυθαγόρας), αλλά από το 306 είχε εγκατασταθεί σε έναν κήπο έξω από την Αθήνα, και οι μαθητές του ονομάζονταν απλώς Φίλοι. Ο Σενέκας μάς επισημαίνει: «ο Επίκουρος λέει ότι πρέπει να σε ενδιαφέρει να ελέγχεις αυτόν με τον οποίον τρως και πίνεις μάλλον παρά το τι τρως και πίνεις. Επειδή όποιος δεν συντρώγει με φίλο ζει τη ζωή λιονταριού ή λύκου». Μπορεί να συμφωνούσε ότι η Ηδονή είναι αυτό που έχει αξία (τη στιγμή που οι Στωικοί μιλούσαν για την Αρετή), αλλά στην πράξη κατά πάσα πιθανότητα η διαφορά μεταξύ τους ήταν μικρή. Οι Ρωμαίοι διοικητές (όπως ο Κικέρων) μπορεί, δικαιολογημένα, να αισθάνονταν ότι η επιμονή των Στωικών στο καθήκον απέναντι στην οικογένεια, τους φίλους και την πατρίδα ήταν πιο χρήσιμη από την προθυμία των Επικούρειων να καλλιεργήσουν τον κήπο τους, αλλά όσο εκνευριστικοί ήταν οι ριζοσπαστικοί Στωικοί, τόσο συμπαθείς μπορούσαν να γίνουν οι ριζοσπαστικοί Επικούρειοι. Οι ριζοσπαστικοί Στωικοί, σε τελευταία ανάλυση (ακόμη και αν δεν πρότειναν πια να τρώμε τους γονείς μας), μπορεί να μας προέτρεπαν να υβρίζουμε τον αυτοκράτορα, ενώ οι Επικούρειοι θα προτιμούσαν να τον αφήσουν ήσυχο. Για άλλη μια φορά, οι μόνες μαρτυρίες που διαθέτουμε είναι λίγα αποσπάσματα – και το μείζον, μοναδικό στο είδος του έργο φιλοσοφικής ποίησης, το De rerum natura (Περί φύσεως των πραγμάτων) του Λουκρήτιου. Το συγκεκριμένο ποίημα, γραμμένο κατά τις τελευταίες ημέρες της ρωμαϊκής δημοκρατίας, αρχίζει με επίκληση στην Αφροδίτη να κατευνάσει τον θεό του πολέμου, αλλά ουσιαστικά είναι ένα αυστηρά υλιστικό, αθεϊστικό κήρυγμα. Καταλήγει με μία λεπτομερή περιγραφή του μεγάλου λοιμού που συνετέλεσε στην ερήμωση των Αθηνών τετρακόσια χρόνια πριν: εν ολίγοις, ίσως να καταλήγει με την κατάρρευση της ελπίδας.
Ο πυρήνας της θεωρίας του Επίκουρου ήταν ηθικός, αλλά και αυτός (όπως και οι οπαδοί του) χρησιμοποίησε ως βάση του τη φυσική φιλοσοφία. Στον Επίκουρο, το δημοκρίτειο όραμα αναβιώνει: η πραγματικότητα είναι «άτομα και το κενό», και οι φαινόμενες καθημερινές ουσίες (όπως επίσης και οι οπτασιακές μορφές των θεοτήτων) δεν είναι παρά συναθροίσεις ατόμων, χωρίς ανθεκτική ουσία. Η άποψη των Στωικών ότι, τελικά, υπάρχει μόνο Μια Ουσία, ο σόμπας κόσμος, αντικατοπτρίστηκε στην Επικούρεια άποψη ότι υπάρχουν αναρίθμητες ουσίες, αλλά όχι ο εαυτός μας. Και η μονιστική άποψη ότι τα ανθρώπινα άτομα δεν είναι παρά μέρη της μιας και μόνης ουσίας, και η ατομιστική, ότι δεν είναι παρά συναθροίσεις μικρότερων κομματιών, μας εξωθούν αμφότερες να παραβλέψουμε την ίδια μας την ταυτότητα. Το μόνο που μπορεί να έχει σημασία (αν κάτι μπορεί να έχει σημασία) είναι η κατάσταση του παντός (είτε πρόκειται για ένα μόνο είτε για πολλά). Διαφώτιση είναι η διαπίστωση ότι δεν υπάρχω.
Για να μην φανεί βιαστικό το συμπέρασμα: οι «Ερωτήσεις του βασιλιά Μιλίντα»* (δηλαδή του Μενάνδρου, του βασιλιά του 2ου αιώνα μ.Χ. στη βορειοδυτική Ινδία) προβάλλουν μόνο σε ιστορίες της ινδουιστικής και της βουδιστικής σκέψης, ταιριάζουν όμως εξίσου και εδώ. Η επιρροή τους στη Δύση είχε μειωθεί για αιώνες, όμως το ίδιο μπορεί να πει κανείς για πλήθος κειμένων, η επιρροή των οποίων κορυφώθηκε σε μεταγενέστερη εποχή. Ο Ναγκασένα εξηγεί στον Μένανδρο ότι κάθε σύνθετη οντότητα δεν είναι παρά συμπλοκή των μερών της· ή, ακόμη καλύτερα, ότι οι λέξεις, που φαίνεται να κατονομάζουν αυτή τη σύνθετη οντότητα, δεν είναι παρά βολικές ονομασίες για ό,τι δεν έχει ουσιώδη οντότητα. Το ίδιο το όνομα «Ναγκασένα» δεν είναι «παρά τρόπος μέτρησης, όρος, τίτλος, βολική ονομασία, απλό όνομα για τα μαλλιά της κεφαλής, τις τρίχες του σώματος… τον εγκέφαλο, τη μορφή, την αίσθηση, την αντίληψη, τις προδιαθέσεις και τη συνείδηση. Αλλά, με απόλυτη έννοια, το εγώ δεν υπάρχει». Μεταγενέστεροι Βουδιστές διέλυσαν ακόμη και τα στοιχεία στα οποία είχαν αναχθεί οι σύνθετες οντότητες, ενώ ταυτόχρονα αναγνώρισαν την επιθυμία ως τη μοναδική αιτία για τα πάντα. Οι Βουδιστές, όπως και οι σοφοί της ελληνιστικής εποχής, ήθελαν να μας «σώσουν» από τη θλίψη, και το κάνουν αυτό ποικιλοτρόπως, πείθοντας μας ότι δεν υπάρχει κανένας που μπορεί να σωθεί.
Και οι Επικούρειοι και οι Στωικοί επέμεναν (αντίθετα από τις περισσότερες βουδιστικές σχολές) ότι τα σωματικά όντα είναι οι μοναδικές αιτίες. Για τους Επικούρειους, δεν υπάρχει κανένα γενικό σχέδιο, καμία ειμαρμένη, κανένας φόβος θεϊκής οργής· το μοναδικό λογικό αίτιο για την ανθρώπινη πράξη είναι η επίτευξη της γαλήνης. Οι Στωικοί σκέφτονταν διαφορετικά: παρόλο που τα σωματικά όντα είναι οι μόνες αιτίες, τα αποτελέσματά τους οφείλονται σε έναν αιώνιο νόμο, τον ενυπάρχοντα σε αυτά Θεό. Έτσι όπως είναι τα πράγματα, είναι όπως πρέπει να είναι, και θα επιτύχουμε τη γαλήνη αν ταυτίσουμε τις επιδιώξεις μας με του Θεού. Οι περισσότερο ριζοσπαστικοί, και χωρίς ρίζες, σοφοί, που είναι γνωστοί ως Κυνικοί, συμμερίστηκαν πολλές από τις ηθικές στάσεις των Στωικών, αλλά είχαν εγκαταλείψει κάθε απόπειρα να στηρίξουν τη συμπεριφορά τους στο πώς είναι τα πράγματα. Αντίθετα, επιτύγχαναν τη γαλήνη (αν όντως το κατόρθωναν) αποφεύγοντας τα επιβλαβή πλεονεκτήματα της κοσμολογικής λογικής. Το μόνο που χρειάζεται να γνωρίζουμε είναι το πώς να ζούμε εδώ και τώρα, περιορίζοντας τις επιθυμίες μας σε ό,τι μπορεί εύκολα να αποκτηθεί, και χωρίς να καλλιεργούμε γνώμες για το πώς συμβαίνουν τα πράγματα. Ο Διογένης, όταν τον βρήκαν να αυνανίζεται στην αγορά, σχολίασε ότι ήταν κρίμα που δεν μπορούσε να ικανοποιήσει και την πείνα του τόσο εύκολα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, καθρέπτισαν, χωρίς να χρησιμοποιήσουν λέξεις, κάτι από τη στάση ζωής που πρότειναν οι Σκεπτικοί του Πύρρωνα: την αναστολή της κρίσης σχετικά με το τι είναι πραγματικά αληθές και την εναρμόνιση με τη φύση, το έθιμο, την παρόρμηση, και την αφοσίωση στις τέχνες τις οποίες επιθυμούσαν να εξασκούν. Ενώ οι Κυνικοί περιφρονούσαν τα έθιμα γιατί θεωρούσαν ότι δεν σήμαιναν τίποτα, οι Σκεπτικοί του Πύρρωνα τα τηρούσαν γιατί ακριβώς θεωρούσαν ότι δεν σήμαιναν τίποτα. Αυτοί οι Σκεπτικοί, φυσικά, δεν είχαν κανένα γενικό λόγο να εγκαταλείψουν, όπως έκαναν οι Κυνικοί, τους πολιτισμένους τρόπους, αλλά δεν είχαν και κανέναν λόγο να θεωρούν ότι είναι λάθος το να το κάνουν. Ο σκεπτικισμός τους ήταν μία εύλογη απάντηση σε όλες τις θεωρίες που, ουσιαστικά, αρνούνταν ότι υπήρχε κάποιος ιδιαίτερος λόγος για να εκτιμούμε τις δικές μας ικανότητες αναζήτησης της αλήθειας. Αν αυτό που σκεφτόμαστε δεν είναι παρά αυτό που τα σωματικά μας στοιχεία μάς ζητούν να σκεφτούμε, είτε από τύχη, είτε από τη λειτουργία κάποιου βιοσωματικού νόμου, για ποιον λόγο να εμπιστευτούμε αυτές τις σκέψεις ως, κατά βάση, αληθείς; Όσο εύκολα θα περίμενε κανείς ότι οι γυμνοσάλιαγκες φέρουν στην κοιλιά τους έναν χάρτη της Αθήνας άλλο τόσο θα πίστευε ότι αυτή η μικρή «εφίδρωση του εγκεφάλου που καλείται σκέψη» (όπως είπε ένας μεταγενέστερος Σκεπτικός, ο Ντέιβιντ Χιουμ [David Hume]) ήταν ένα πρότυπο του σύμπαντος. Η γαλήνη πρέπει να έγκειται στην παραίτηση από τέτοιου είδους όνειρα. Οι Στωικοί επέμεναν ότι η λογική μας ήταν στην πραγματικότητα η θεϊκή παρουσία μέσα μας– ο νόμος του σύμπαντος ήταν στην πραγματικότητα εγγεγραμμένος, απόρρητα, στον νου των σοφών. Τέτοιοι σοφοί ήταν το αντίστοιχο του Θεού στη φύση – μόνο να μπορούσε κανείς να τους βρει. Εάν, όπως έλεγαν οι Στωικοί, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είναι σοφοί, ποια αξία έχουν οι εικασίες μας για το τι λένε οι σοφοί; Εάν, όπως έλεγαν οι Στωικοί, όλα όσα κάνουμε είναι προκαθορισμένα, ποια υποχρέωση έχουμε να φτάσουμε σε συμπεράσματα διαφορετικά από αυτά που στην πραγματικότητα φτάνουμε; Διαφώτιση για τους Στωικούς είναι η συνειδητοποίηση ότι ο Θεός είναι ήδη το παν, και ότι αυτό που είχε φανεί λάθος στη σκέψη μας (και σε σκέψεις ανέφικτες για πραγματικά πεφωτισμένα μυαλά) ήταν ανέκαθεν όπως έπρεπε να είναι.
Το συμπέρασμα -αν εξακολουθούν να είναι δυνατά τα συμπεράσματα- πρέπει να είναι ότι η επικούρεια σκέψη δεν άφησε περιθώριο να επαληθευτεί τίποτα σχετικά με τον κόσμο (εκτός και αν κάτι τέτοιο γινόταν από τρελή σύμπτωση), ενώ η στωική σκέψη δεν άφησε περιθώριο να υπάρξει η όποια υποχρέωση εγκατάλειψης των αρχαίων σφαλμάτων. Έτσι, οι Επικούρειοι πίστευαν ότι κάθε εντύπωση (φαντασία) που είχαν ήταν «αληθής» (ότι δηλαδή συνέβαινε), ενώ οι Στωικοί πίστευαν ότι μόνον οι σοφοί μπορούσαν να ξεχωρίσουν ποιες εντυπώσεις (φαντασίαι) ήταν πραγματικά αξιόπιστες. Η κοσμολογία άρχισε να γίνεται αυτό που την χαρακτήρισε ο Κλήμης: παραμύθια, σαν αυτά που λέμε για να καθησυχάζουμε τους φόβους των παιδιών – κάτι που πραγματικά οδήγησε σε απόγνωση.
Γιατί, εν ονόματι της Αλήθειας, δείχνεις σε εκείνους που πιστεύουν σε εσένα ότι βρίσκονται υπό το κράτος της ροής και της κίνησης και τυχαίων δινών; Γιατί, παρακαλώ, μολύνεις με είδωλα τη ζωή, τους ανέμους, τον αέρα, τη φωτιά, τη γη, τις πέτρες, τα ξύλα, τον σίδηρο, τον ίδιο τον κόσμο και προσποιείσαι ότι είναι θεοί; Γιατί φλυαρείς με πομπώδη γλώσσα για τη θεία φύση των πλανητών σε εκείνους τους ανθρώπους που έχουν γίνει πραγματικοί περιπλανώμενοι μέσα από την πολυθρύλητη αυτή -δεν θα την πω αστρονομία, αλλά- αστρολογία; Ποθώ τον Κύριο των ανέμων, τον Κύριο του πυρός, τον Δημιουργό του Κόσμου, τον Φωτοδότη του ήλιου. Επιζητώ τον Θεό, όχι τα έργα του Θεού.
Από την αμφιβολία στο δόγμα
Ο Κλήμης, στην επίθεσή του ενάντια στην «κληρονομική συσσώρευση» του κοινωνικού εθίμου και της φιλοσοφίας, επικαλέστηκε ως σύμμαχο τον Πλάτωνα, και ο Πλατωνισμός, στις διάφορες μορφές του, ήταν αυτός που διαμόρφωσε τη σοβαρή σκέψη των πρώτων μετά Χριστόν αιώνων. Η εκτίμησή μας γι’ αυτή την προφανή αλήθεια έχει ενίοτε αποκρυβεί: η διαχωριστική γραμμή μεταξύ φιλοσοφίας και δεισιδαιμονίας, έτσι όπως την χάραξαν Χριστιανοί και Εθνικοί (διεκδικώντας η καθεμία πλευρά για λογαριασμό της τα πρωτεία), έχει αφήσει τα ίχνη της στην επαγγελματική διάκριση μεταξύ των μελετητών της πατερικής περιόδου και της ύστερης αρχαίας φιλοσοφίας. Η αλήθεια είναι ότι, όσο σημαντικές και αν ήταν οι διαφορές τους, ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς (Ιουδαίος), ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής και ο Κλήμης (Χριστιανοί), και ο Πλωτίνος (Εθνικός) μοιράζονταν τον ίδιο κόσμο. Και δεν πρόκειται για έναν κόσμο τον οποίο μπορούμε εύκολα να αγνοήσουμε. Η αναγεννησιακή Ευρώπη ανακάλυψε εκ νέου τον Πλάτωνα και εμπνεύστηκε από αυτόν για να παραγάγει τόσο επιστημονικό όσο και λογοτεχνικό έργο. Αυτό δεν ήταν τυχαίο. Τα πλατωνικά εργαλεία παραμένουν εκ των ων ουκ άνευ για κάθε ορθολογιστική ή ρεαλιστική απόπειρα, όπως άλλωστε είναι και για την ευσέβεια του πιστού.
Ποια, λοιπόν, γραμμή συνδέει την Αθήνα, την Αλεξάνδρεια, την Ιερουσαλήμ και την Ρώμη; Υπάρχει πολλή αλήθεια στις παρατηρήσεις του Κλήμεντος σχετικά με την επιρροή των «βαρβάρων», και σε μεταγενέστερες εικασίες σχετικά με τον «σημιτικό» χαρακτήρα της στωικής σκέψης (λόγου χάριν) ή την «ανατολίτικη» φύση της μεταγενέστερης μυστικιστικής φιλοσοφίας, ότι κάποιοι από τους πιο λαμπρούς στοχαστές του ελληνιστικού και του ρωμαϊκού κόσμου προέρχονται από την ((Ανατολή». Δεν είναι ανάγκη να δεχτούμε τις κάπως ρατσιστικές εικασίες σχετικά με την (πιθανή) φοινικική καταγωγή του Ζήνωνα, ή τη (βέβαιη) φοινικική καταγωγή του Πορφύριου (του μαθητή και βιογράφου του Πλωτίνου– το όνομά του κανονικά ήταν Μάλχος): δεν ήταν ανάγκη να έχουν το ίδιο φυλετικό, ή ακόμη και πολιτισμικό, υπόβαθρο με τον οποιονδήποτε γνήσιο Αθηναίο για να φτάσουν στις μεθόδους και τα συμπεράσματα όπου έφτασαν. Το θέμα είναι μάλλον ότι ο μεσογειακός κόσμος ήταν ενιαίος, παρόλο που οι ομιλούμενες γλώσσες ήταν πολλές (από τη λατινική και την ελληνική έως την αραμαϊκή). Ένα σημαντικό συμπέρασμα από αυτήν την αυταπόδεικτη αλήθεια είναι ότι ο Ιουδαϊσμός, και ο Χριστιανισμός κατά τη μεσοδιαθηκική περίοδο, ήταν ελληνιστικά θρησκεύματα, και ότι οι διανοητές τους συνεισέφεραν στο φιλοσοφικό ρεύμα (χωρίς να τους αναγνωριστεί σε όλες τις περιπτώσεις) εξίσου με εκείνους τους Εθνικούς που διατηρούσαν στενή επικοινωνία με τους θεούς της Ελλάδας.
Οι άμεσοι διάδοχοι του Πλάτωνα ως διευθυντές της Ακαδημίας ήταν περισσότερο «ακαδημαϊκοί» από οποιονδήποτε προηγούμενο φιλόσοφο. Μπορούσαν, αν ήθελαν, να συνεισφέρουν στην πολιτική ζωή, και όλοι περίμεναν από αυτούς να αποτελούν πρότυπα προς μίμηση, να μεταστραφούν πιθανώς προς τη φιλοσοφία: ο Πολέμων, για παράδειγμα, ο τέταρτος διευθυντής της Ακαδημίας μέχρι το 276 π.Χ, όταν ήταν νέος, είχε κρύψει χρήματα σε διάφορα σημεία της πόλης ώστε να μπορεί ανά πάσα στιγμή να πληρώσει για μία ηδονή (ήταν ο ευρετής, ούτως ειπείν, της αποταμίευσης), άλλαξε όμως, όταν συνάντησε τον μεγάλο Ξενοκράτη (τον τρίτο διευθυντή, ο οποίος πέθανε το 314 π.Χ.). Ο τρόπος ζωής και θανάτου τους μελετήθηκε σε βάθος προκειμένου να βρεθούν αποδείξεις ότι οι φιλοσοφικές τους αξιώσεις ήταν υποκριτικές. Εκείνοι όμως ήταν ως επί το πλείστον βολεμένοι και ήσυχοι, αποστασιοποιημένοι μελετητές που δεν θεωρούσαν απαραίτητο να ακολουθήσουν τον κυνικό δρόμο ή να οδηγήσουν περισσότερο κόσμο προς το αιώνιο φως. Καθώς ο ένας διευθυντής διαδεχόταν τον άλλον, η σχέση με τον Πλάτωνα γινόταν όλο και πιο δυσδιάκριτη: ο Αρκεσίλαος, παρόλο που ο Διογένης ο Λαέρτιος πιστεύει πως αξίζει να αναφερθεί ότι είχε αντίγραφα έργων του Πλάτωνα, έστρεψε την Ακαδημία σε περισσότερο εριστικές κατευθύνσεις, αναθέτοντας στον εαυτό του και τους διαδόχους του το καθήκον να ανατρέψουν τις βεβαιότητες των δογματικών, ιδιαίτερα των Στωικών (διετέλεσε διευθυντής από το 273 έως το 242 π.Χ.). Τέτοιος «Ακαδημαϊκός Σκεπτικισμός» θα μπορούσε να βρει έμπνευση στην ανάμνηση του Σωκράτη, ο οποίος γνώριζε μόνο την άγνοιά του· ο ανταγωνισμός μεταξύ Στωικών και ακαδημαϊκών Σκεπτικών τους χρησίμευε στο να βρίσκονται σε εγρήγορση. Ο Καρνεάδης (που αποσύρθηκε το 137 και πέθανε το 129 π.Χ.), ειδικότερα, συνεισέφερε στη συζήτηση για τη στωική ηθική και την επιρροή της στην Ρώμη, αλλά, όπως ο Σωκράτης και. άλλοι σοφοί πριν και μετά από αυτόν, δεν συνέγραψε τίποτα. Όταν επισκέφτηκε την Ρώμη το 156 π.Χ. μίλησε δημόσια υπέρ της δικαιοσύνης, προ- καλώντας τη γενική επιδοκιμασία. Την επόμενη ημέρα, μίλησε δημόσια υπέρ της αδικίας, αυτήν τη φορά. Ο Κάτων ο Τιμητής (που έμελλε να διακηρύξει τη δική του δέσμευση στη «δικαιοσύνη», σε μια εκδοχή της τέλος πάντων, προκαλώντας την καταστροφή της Καρχηδόνας) αντιδρούσε σε τέτοιους φιλοσόφους με την αιτιολογία ότι προκαλούν σύγχυση στους νέους. Η «πλατωνική ανεκτικότητα» κατέστη μάταιη («μάταιη και κάθε δωρική πειθαρχία») πολλά χρόνια πριν από το Πάθος. Οι ακαδημαϊκοί Σκεπτικοί, όπως οι απανταχού ακαδημαϊκοί, ίσως δεν «βίωναν» απόλυτα το πιστεύω τους: οι πυρρώνειοι Σκεπτικοί εγκατέλειψαν κάθε πίστη, ακόμη και στη διαλεκτική, και διατείνονταν ότι δεν γνώριζαν τίποτα, ούτε και αυτήν ακόμη την άγνοιά τους. Έπαιρναν τα πράγματα όπως έρχονταν, και αυτό ήταν όλο (όμως ακριβώς «αυτό» να ήταν ενδεχομένως η διαλεκτική).
Ο Αντίοχος ο Ασκαλωνίτης (ακμή: 87 π.Χ.) επανέφερε την Ακαδημία στον Πλατωνισμό, αν και σε μία μορφή του Πλατωνισμού που δεν μπορεί να αναγνωριστεί στα δημοσιευμένα έργα του Πλάτωνα. Ο Αντίοχος καταγόταν από την Παλαιστίνη, περιοχή που προσέφερε ένα πλήθος διανοητών της ύστερης ελληνιστικής φιλοσοφίας (στη γειτονική Γάδαρα, ή στην Γέρασα, μπορεί να υπήρχε ακόμη και σχολή, παρόλο που κατά πάσα πιθανότητα ήταν απλώς θέμα συνήθειας). Στη σύνθεσή του, ο Αντίοχος έδωσε οριστική μορφή σε πράγματα που προηγουμένως είχαν διατυπωθεί μόνον υπαινικτικά: ο δάσκαλός του, ο Φίλων Λαρισαίος (διευθυντής της Ακαδημίας από το 110 έως το 79 π.Χ.), όπως είπε ο Αντίοχος, εσφαλμένως πίστευε (όπως πιστεύουν και πολλοί επαγγελματίες φιλόσοφοι στα βρετανικά πανεπιστήμια) ότι υπάρχει αδιάσπαστη συνέχεια της αναλυτικής και μη δογματικής σκέψης που ξεκίνησε από τον Σωκράτη και, μέσω του Πλάτωνα, έφτασε μέχρι τη σύγχρονή του Ακαδημία. Διότι υπάρχουν, σε τελευταία ανάλυση, αλήθειες στις οποίες θα μπορούσαμε να βασιστούμε. Ο Σωκράτης είχε αποστραφεί (για ένα διάστημα) τις αλήθειες που η φύση κάλυπτε με μυστήριο, αλλά ο Πλάτων είχε ιδρύσει μια σχολή που οδήγησε σε δύο συνεργαζόμενες σχολές, την Ακαδημία και τον Περίπατο, υπό τον Ξενοκράτη και τον Αριστοτέλη αντίστοιχα. Αυτή πάλι, υπό τον Πολέμωνα, ευθυγραμμιζόταν με τις πλέον σημαντικές θεωρίες της Στοάς, την οποία ίδρυσε ο Ζήνων. Φαίνεται ότι ο Αντίοχος, με το να αρνείται τη δυνατότητα της νόησης των «άυλων ουσιών», αναγνώριζε στους Στωικούς περισσότερα από όσα μπορούσε να αντέξει ο οποιοσδήποτε γνήσιος Πλατωνικός, ωστόσο η κύρια προσπάθειά του βασιζόταν στο να προσδιορίσει το κριτήριο της αλήθειας και τον σκοπό της πράξης σε πείσμα του απλοϊκού σκεπτικισμού. Οι ιδέες (παρόλο που μας δημιουργεί πρόβλημα η έλλειψη άμεσων αναφορών στο θέμα) καθίστανται αιώνιες σκέψεις του Θεού (όπως ίσως είχαν υπάρξει κάποτε και για τον Ξενοκράτη).
Οι κεντρικές θέσεις αυτού που αντιστοιχεί στην «αιώνια φιλοσοφία» (η πεποίθηση ότι υπάρχει κάποια αλήθεια την οποία μπορούμε εν μέρει να συλλάβουμε, αν αναμορφώσουμε την ψυχή μας), έτσι όπως την ανέπτυξαν (ίσως) ο Ποσειδώνιος, ο Αντίοχος, ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς, και τέλος ο Πλωτίνος, είναι οι εξής: Παρόλο που δεν βλέπουμε πάντα τα πράγματα σωστά, μπορούμε, αν είμαστε υγιείς και με σώας τας φρένας, να συλλάβουμε κάποιες άμεσες πραγματικότητες. Ακόμη και όσοι αρνούνται τον ισχυρισμό -όπως είχαν επισημάνει οι Στωικοί- θα πρέπει στην πραγματικότητα να βασίζονται σε αυτόν: κανένα επιχείρημα κατά της δυνατότητας να συλλάβει κανείς την αλήθεια δεν είναι έγκυρο, αφού το συμπέρασμα κάθε τέτοιου επιχειρήματος θα πρέπει ασφαλώς να είναι αληθές. Μόνον αν δεν αφήσουμε να μας περισπάσουν συναισθηματικοί δεσμοί και παραπλανητικές αναμνήσεις (που είτε υπάρχουν είτε προκαλούνται από δαίμονες), μπορούμε να ανακαλύψουμε πραγματικά πρότυπα στον κόσμο, τα οποία υπάρχουν αναλλοίωτα στον νου του Θεού. Εκείνος ο Θεός, ο Θεϊκός Νους, ταυτίζεται -όπως είπε ο Αριστοτέλης- αιώνια με τα ίδια του τα αντικείμενα, τις αιώνιες ιδέες. Αν και αιώνιος, δεν είναι η πρωταρχική πηγή, το Εν. Μόνο ελάχιστοι από εμάς, ή ακόμη και ένας μόνο μπορεί να ελπίζει ότι θα γίνει, ότι θα ενσαρκώσει τον Νου και τον Λόγο του Θεού (και έτσι θα αναγνωριστεί, όπως το έθεσε ο Φίλων, ως ο Υιός Θεού). Οι υπόλοιποι μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα γίνουμε τα τέκνα του Λόγου -όπερ σημαίνει, τα τέκνα μιας υγιούς αποκάλυψης- και ότι θα μετάσχουμε στον βίο της Ψυχής, του εμμενούς Θεού. Με το να ανακαλούμε διαρκώς τους εαυτούς μας (με το να ανακαλούμαστε) στον Λόγο γλιτώνουμε από όλα τα σφάλματα και τα πάθη που συνήθως συμβολίζονταν ως θηρία (από τον Επίκτητο, τον Κλήμεντα και τον Σπινόζα μεταξύ άλλων). Εν ολίγοις, αναγνωρίσιμες προτυπώσεις της Αγίας Τριάδας (του Ενός, του Λόγου, της Ευχής) και της Θεϊκής Ανθρωπότητας διαφαίνονται κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Οι διαφωνίες σχετικά με τις λεπτομέρειες εκείνων των θεωριών αποτέλεσαν, στο εσωτερικό των χριστιανικών εκκλησιών, αφορμές για καταγγελίες αιρέσεων -όρος που με την αρχαία ελληνική σημασία του δήλωνε τη «φιλοσοφική σχολή» (αἵρεσις)- αλλά ήταν οικεία ερωτήματα, οικεία στον βαθμό τουλάχιστον που ήταν οικείες και οι διαφωνίες σχετικά με τις λεπτομέρειες της εξελικτικής θεωρίας στα τέλη του 20ού αιώνα.
Το σύστημα του Φίλωνα υποστήριζε ότι το δεύτερο και το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας ήταν κατώτερα του πρώτου προσώπου, ιδιαίτερα επειδή ο Φίλων διέκρινε εκείνους που μπορούσαν μόνο να δεχτούν οδηγίες από τον Λόγο, την Τορά και τη θεϊκή Φιλοσοφία («τους υιούς του Λόγου»), από τους «αυτοδίδακτους», ενσαρκωθέντες Λόγους, τους «υιούς του Θεού».
Δεν πρέπει στην πραγματικότητα να απορρίπτουμε καμία διδασκαλία που έχει γεράσει με το πέρασμα του χρόνου… αλλά όταν ο Θεός κάνει τους νεαρούς βλαστούς αυτόπνευστης σοφίας να ξεπετάγονται μέσα στην ψυχή, τότε η γνώση που προέρχεται, από διδασκαλία πρέπει αμέσως να ακυρωθεί και να απομακρυνθεί. Ο ακόλουθος του Θεού, ο μαθητής του Θεού, ο απόστολος του Θεού, όπως και να τον πεις, δεν πρέπει πια να υφίσταται την καθοδήγηση των θνητών.
Ένας από αυτούς τους υιούς Θεού, τους ενσαρκωθέντες Λόγους, ήταν ο Μελχισεδέκ, ο αρχιερέας, και, ιδιαίτερα, ο Μωυσής. Και ο Πλωτίνος επίσης διακρίνει εκείνους που φτάνουν μόνο μέχρι τον Νου από εκείνους που μπαίνουν «στον Γνόφο της Αγνωσίας», όπου όλες οι λέξεις σωπαίνουν. Για τους Χριστιανούς, δεδομένου ότι αρνούνταν τη δυνατότητα άλλης μιας ενσάρκωσης, η διάκριση δεν είχε σημασία: ο ενσαρκωθείς Λόγος είναι ο μοναδικός δρόμος για εμάς, και ως εκ τούτου δεν είναι μία εναλλακτική, αλλά η μία και μόνη διαδρομή. Κανείς δεν έχει δει τον Πατέρα, ούτε έχει κάποια επαρκή περιγραφή του– τον κηρύττει μόνο ο Λόγος.
Η ταύτιση του Λόγου με τον Μωυσή, ή με τη δραματική μορφή του Μωυσή – γιατί ο Φίλων δεν είναι πάντα βέβαιος ότι υπήρξε, ή ότι είχε σημασία αν υπήρξε, μια πραγματική ιστορική μορφή που έβγαλε τους Ισραηλίτες από τη δουλεία- απαντά επίσης και στη σαμαρειτική σκέψη. Το σύμπαν καθ’ εαυτό δημιουργήθηκε χάριν του Μωυσή, χάριν του ενός όντος που ήταν και είναι ο ενσαρκωθείς Λόγος. Οι Χριστιανοί, οι οποίοι πίστευαν ότι ο Ιησούς ήταν και είναι αυτός ο Λόγος, υιοθέτησαν την ίδια γλώσσα, και μαζί με αυτήν τα ίδια προβλήματα. Ο Φίλων μιλάει για τον Λόγο ως Πρωτότοκο Υιό, και (αντίστοιχα) για τη Σοφία ως πρωτότοκη θυγατέρα, ακολουθεί όμως και το προηγούμενο των γραφών στο ότι θεωρεί τον Λόγο δημιούργημα του Θεού, όχι απαραιτήτως ες αεί. Δεν υπάρχει, στην πραγματικότητα, κανένα άλλο πρότυπο για το σύμπαν και την ανθρώπινη λογική, εξόν ο Λόγος ως είναι – αλλά ο Θεός «θα μπορούσε» να έχει πράξει διαφορετικά. Η δημιουργία είναι αποτέλεσμα βούλησης, όχι αναγκαιότητας. Όπως είπε και ο Ευσέβιος ο Καισαρείας κατά τη διάρκεια των συζητήσεων που κορυφώθηκαν στην Νίκαια: ((τίποτα δεν είναι από την ουσία [του Θεού] (από το Είναι Του), αλλά τα πάντα γεννώνται από τη βούλησή Του, το καθένα υπάρχει όπως ακριβώς έγινε». Μια τέτοια θεώρηση της σχέσης του Θεού με τον Λόγο, γνωστή στους εκκλησιαστικούς ιστορικούς ως Αρειανισμός (απέναντι στην οποία ο Ευσέβιος και ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ήταν ευνοϊκά διακείμενοι), μας αφήνει εκτεθειμένους στα τυπικά επιχειρήματα που αντλούνται από τον Ευθύφρονα του Πλάτωνα, ότι, δηλαδή, αν ο Θεός «μπορούσε» να μας έχει δώσει εντολή να μισούμε ο ένας τον άλλον, ή να κλέβουμε και να λέμε ψέματα, τότε «θα μπορούσε» να ισχύει ότι η κακότητα είναι τελικά αρετή. Η ορθόδοξη απάντηση ήταν ότι ο Λόγος, ως τέτοιος, δεν απορρέει από το arbitnum του Θεού (τη βούλησή Του), αλλά από το ίδιο Του το είναι. Ο Λόγος, από κάθε άποψη, δεν είναι αυθαίρετος, γιατί δεν θα μπορούσε να έχει υπάρξει άλλος Λόγος από αυτόν που υπάρχει. Στην πραγματικότητα, και αυτή ακόμη η έννοια του Λόγου ως δημιουργήματος της βούλησης και της λογικής του Θεού είναι παράλογη – ο Λόγος είναι η βούληση και η λογική του Θεού.
Τα καλά νέα ότι ο Λόγος κατοικούσε, κατοικεί, ανάμεσα μας είναι το μήνυμα που μία ομάδα περιπλανώμενων ανέλαβε να μεταδώσει στον κόσμο. Εκείνοι οι περιπλανώμενοι, τους οποίους τώρα πια αναγνωρίζουμε ως χριστιανούς Αποστόλους, θα είχαν φανεί στην πλειονότητα των συγχρόνων τους ως μιας άλλης κατηγορίας Κυνικοί. Στην πραγματικότητα, οι απόηχοι της κυνικής συζήτησης μέσα στα ευαγγέλια είναι πολλοί (όπως θα περίμενε κανείς από έναν αυτόχθονα της σε μεγάλο βαθμό εξελληνισθείσας Γαλιλαίας). Όμως η θεωρία του ευαγγελίου ήταν «πλατωνική» στην ουσία της. Μεταγενέστεροι πολέμιοι, φυσικά, είτε το χλεύασαν ως «Πλάτωνα για τον λαό» είτε πολέμησαν ενάντια σε ό,τι χαρακτήρισαν ως διαστρεβλώσεις μιας έντιμης θεωρίας. Οι επιθέσεις των Εθνικών κατά του χριστιανικού δόγματος, στην πραγματικότητα, μοιάζουν πάρα πολύ με εκείνες των Χριστιανών κατά των Εθνικών. Συχνά, σε τέτοιες μακροχρόνιες έχθρες, οι δύο πλευρές προσάπτουν η μία στην άλλη τις ίδιες ακριβώς κατηγορίες. «Πώς είναι δυνατόν ο Θεός να αναμιχθεί με κατώτερη ύλη; Πώς είναι δυνατόν να υποφέρει και να πεθαίνει; Πώς είναι δυνατόν άνθρωποι λογικοί να παίρνουν στα σοβαρά ιεροτελεστίες που περιέχουν πράγματα τόσο απλοϊκά όσο ο άρτος και ο οίνος; Αυτά είναι δικαιολογίες για φαύλη συμπεριφορά». Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι οι Εθνικοί θα μπορούσαν με αυτό τον τρόπο να ενοχοποιήσουν τους Χριστιανούς· το θέμα είναι ότι αυτά τα τρία ερωτήματα, και η τελική χλεύη, χρησιμοποιήθηκαν από τον Κλήμεντα ενάντια στη σκέψη και την πρακτική των Εθνικών. Οι ορθόδοξοι θεολόγοι παραμένουν πεπεισμένοι ότι οι «Πλατωνικοί» περιφρονούσαν ή αλλόκοτα απαξιούσαν τον χρόνο και την ύλη. Η ορθοδοξία τους είναι στην πραγματικότητα πλατωνική.
Η ιουδαϊκή, η σαμαρειτική και η χριστιανική σκέψη, αν γίνουν ως πρέπει κατανοητές, δεν είναι μυθικό σκοτάδι. Αντίθετα, αυτοί οι στοχαστές φρόντισαν δεόντως να υπερασπιστούν τη λογική ενάντια στον σκοταδισμό. Σύμφωνα με τον γνωστό ιστορικό των ιδεών, Α.Ο. Lovejoy:
«Η πρωταρχική και πλέον καθολική πίστη του ανθρώπου [είναι] ο ακλόνητος ρεαλισμός του, η διττή πεποίθησή του ότι βρίσκεται αφενός εν μέσω πραγματικοτήτων οι οποίες δεν είναι ο εαυτός του ούτε απλές πειθήνιες σκιές του εαυτού του, ενός κόσμου που υπερβαίνει τα στενά όρια του ίδιου του εφήμερου είναι του· και αφετέρου, ότι ο ίδιος μπορεί τρόπον τινά να καταλάβει πέρα από εκείνα τα όρια και να φέρει εκείνες τις εξωτερικές υπάρξεις μέσα στην περιφέρεια του δικού του βίου, χωρίς ωστόσο να ακυρώνει την υπερβατικότητά τους».
Μια τρίτη ακλόνητη πεποίθηση είναι ότι εμείς όντως υπάρχουμε, και ότι δεν διαλυόμαστε σε άτομα ή στο αμετάβλητο. Ο αιώνας μας, όπως και οι πρώτοι αιώνες της εποχής που ονομάζεται σύγχρονη, έχει δει να εξαπολύεται επίθεση ενάντια στην Αλήθεια, τη Λογική και το Εγώ. Είναι αλήθεια ότι η πλατωνίζουσα σύνθεση, με την οποία οι πρόγονοί μας σκόπευαν να ξεπεράσουν την απόγνωση, τους εξυπηρετούσε επαρκώς, όπου και αν ανήκαν.
Οι δυνατότητες των Εθνικών
Οι επόμενοι αιώνες ήταν εβραϊκοί, όσον αφορά την κύρια έμπνευσή τους, παρόλο που σχολές Εθνικών εξακολουθούσαν να προσελκύουν νέους στην Αθήνα και την Αλεξάνδρεια, ακόμη και μετά το κλείσιμο της Ακαδημίας από τον Ιουστινιανό. Σύγχρονοι σχολιαστές συχνά υπαινίσσονται ότι οι Εβραϊστές πρόδωσαν τη φιλοσοφία με το να υποκλιθούν σε ό,τι μπορούσε να επαληθευτεί με βάση τις γραφές. Η αλήθεια είναι ότι με αυτόν τον τρόπο αποδείχτηκαν ρεαλιστές– είναι στ’ αλήθεια προτιμότερο να «ακολουθούμε το επιχείρημα», όπου και αν οδηγεί, τη στιγμή που έχουμε επαρκή λόγο να πιστεύουμε ότι ήδη γνωρίζουμε κάποιες απροσδόκητες αλήθειες; Ιουδαίοι, Μουσουλμάνοι και Χριστιανοί λόγιοι και φιλόσοφοι προσδιόρισαν ποια θα έπρεπε να είναι η κατεύθυνση της φιλοσοφίας. Αυτή η έκβαση, όπως πίστευαν όλοι, ήταν θεόπεμπτη’ δεν υπήρχε καμία περίπτωση ο Ιουλιανός «ο Παραβάτης» να ανακόψει την πρόοδο στη γενιά μετά τον Κωνσταντίνο, και να επαναφέρει έναν «Εθνικό» Πλατωνισμό. Ίσως, είχαν δίκιο, όμως αξίζει παρόλα αυτά να ολοκληρώσω με μια σύντομη αναφορά στο τι θα μπορούσε να έχει συμβεί, εάν ο τελευταίος λόγος ανήκε σε έναν από τους τελευταίους -και κατά πάσα πιθανότητα τον σπουδαιότερο- των ακλόνητα ελληνοκεντρικών σοφών. Πρόκειται, αδιαμφισβήτητα, για τον Πλωτίνο, τις σημαντικές απόψεις του οποίου, επί παντός σχεδόν του επιστητού, εξέδωσε ο φίλος και μαθητής του Πορφύριος (χωρίς σχόλια και διορθώσεις). Ο Πλωτίνος καταγόταν από την Άνω Αίγυπτο’ δάσκαλός του στην Αλεξάνδρεια ήταν κάποιος Αμμώνιος, ο οποίος είναι σχεδόν βέβαιο ότι δίδαξε και τον Ωριγένη, έναν από τους πλέον φιλοσοφικούς των Εκκλησιαστικών Πατέρων (που τελικά κατηγορήθηκε ότι έκλινε επικίνδυνα προς την αίρεση). Ο Πορφύριος αναφέρει ότι, όταν ο Ωριγένης εμφανίστηκε σε διάλεξη του Πλωτίνου, ο Πλωτίνος διέκοψε, κοκκινίζοντας, γιατί, όπως είπε, δεν υπήρχε τίποτα να μάθουν οι ακροατές. Ο Πλωτίνος έδρασε κυρίως στην Ρώμη, ακολουθώντας, όπως δήλωνε, τον Πλατωνισμό. Ο όρος «Νεοπλατωνισμός» έχει επινοηθεί μόλις πριν από έναν αιώνα– μέχρι τότε κανείς δεν είχε αμφισβητήσει στα σοβαρά τη συνέχεια του Πλατωνισμού.
Πόσο διαφορετικό θα ήταν το μέλλον, εάν είχε επικρατήσει ένας εθνικός Πλωτινισμός; Το πρώτο που πρέπει να προσέξει κανείς είναι, ασφαλώς, ότι ο ίδιος ο Ιουλιανός είχε δεχτεί επιρροές φιλοσόφων πολύ λιγότερο σημαντικών από τον Πλωτίνο – παρόλο που και ο Ιάμβλιχος (πέθανε περίπου το 330 μ.Χ.), τα συγγράμματα του οποίου έγιναν ίσως το ευαγγέλιο μιας αναγεννημένης «Εθνικής εκκλησίας», δεν είναι τόσο ανόητος όσο τον παρουσιάζει η φήμη του. Τα στρατεύματα του βασιλιά Όμπερον συνέρρεαν παντού. Εν τη απουσία βαθιάς πεποίθησης ότι υπήρχε μόνον ένας δρόμος προς την Αλήθεια, οι άνθρωποι για άλλη μία φορά ήρθαν αντιμέτωποι με το «προφανές». Οι Επικούρειοι έλεγαν ότι όλες οι εντυπώσεις ήταν αληθείς, γιατί ήταν αυτό που ήταν οι Στωικοί έλεγαν ότι όλοι εμείς, εφόσον δεν είμαστε σοφοί, είμαστε παράφρονες, και ότι ως εκ τούτου η μόνη διέξοδος από τις πεποιθήσεις μας βρισκόταν στη φαντασία– οι Σκεπτικοί, ανεξαρτήτως σχολής, συμφωνούσαν ότι, επειδή δεν γνωρίζουμε ότι γνωρίζουμε την Αλήθεια, είμαστε απορροφημένοι στα φαινόμενα. Το συμπέρασμα, που απέχει τόσο από το να είναι, όπως νομίζουν οι συγγραφείς που ερμηνεύουν την ιστορία αναχρονιστικά, ο θρίαμβος του υλιστικού, κοινού νου, απελευθέρωσε κάθε λογής φαινόμενα στον διανοητικό κόσμο. Μνήμες θριάμβου και απογοήτευσης, αρχαίες ιστορίες, περιστατικά φαινομενικά (και ως εκ τούτου κατ’ ανάγκην) μεστά νοήματος, είναι όλα «προφανή». Εν τη απουσία μιας πραγματικής καθολικής ομοφωνίας σχετικά με το τι ήταν, συγκεκριμένα, το προφανές, οι άνθρωποι προτίμησαν να εμμένουν στα προγονικά πιστεύω τους, και οπωσδήποτε να μην προσηλυτίζουν. Αυτό ήταν, κατά τη γνώμη του Τουλιανού, το φοβερότερο έγκλημα των Χριστιανών, το ότι εγκατέλειψαν «τους θεούς των πατέρων τους».
Ομοίως, εν τη απουσία κάποιας βαθιάς πεποίθησης ότι υπήρχε ένας «πραγματικός εαυτός», οι πολλαπλές εμμονές και τα συναισθήματά μας έγιναν τόσο πραγματικές όσο οτιδήποτε άλλο. Οι αποσπασματικές αναμνήσεις, τα αντικρουόμενα κίνητρα, οι συγκεκαλυμμένες αιτίες δεν είναι παρεκτροπές: είναι η συνήθης ανθρώπινη κατάσταση, και μόνον ο άγιος, ο ήρωας ή ο φιλόσοφος έχει δαμάσει και μετασχηματίσει το καταιγιστικό πλήθος παρορμήσεων έτσι ώστε να «γνωρίζει εαυτόν» ως έναν και μόνο. Εμείς οι υπόλοιποι δεν γνωρίζουμε γιατί κάνουμε πράγματα, δεν είμαστε «οι αυτοί» από τη μία ανόητη στιγμή στην άλλη, και σταθερά παραγνωρίζουμε ακόμη και τα πιο «παρόντα» και «άμεσα» αισθήματά μας. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει ένας και μόνος εαυτός που μπορεί να αποκαλυφθεί. Ένα σημαντικό βήμα προς την αυτογνωσία είναι να συνειδητοποιήσει κανείς μόνο (πιο εύκολα ίσως στις τρεις η ώρα το πρωί) πόσο ρευστός και ανεξέλεγκτος είναι ο συνηθισμένος τρόπος του σκέπτεσθαι. «Πόθεν έρχεται η ψυχή;», ρωτά ο Φίλων, «πού θα πάει, για πόσο ακόμη θα είναι σύντροφος και συνοδοιπόρος μας; Μπορούμε να διακρίνουμε την ουσιώδη φύση της;… Ακόμη και τώρα, σε αυτήν τη ζωή, είμαστε οι κυβερνώμενοι μάλλον παρά οι κυβερνώντες, εγνωσμένοι μάλλον παρά γνωρίζοντες… Είναι ο νους μου κτήμα μου; Αυτός που μου γεννά εικασίες, αυτός που με γεμίζει πλάνες, που παραληρεί, που παραλογίζεται, αυτός που στη φρενίτιδα ή στο γήρας αποδεικνύεται η ίδια η άρνηση του νου».
Εν ολίγοις, η κατάσταση των διανοητικών πραγμάτων στην εποχή του Ιουλιανού έμοιαζε πάρα πολύ με αυτήν της δικής μας. Κάποιοι σοβαροί στοχαστές, μεταξύ των οποίων και εκείνοι που είχε σε εκτίμηση ο Ιουλιανός, αφοσιώθηκαν στον έλεγχο των «δαιμόνων» (των αναμνήσεων, των «προβολών» και των αποσπασματικών εαυτών που προανέφερα) με τελετές, προκειμένου να τιθασεύσουν τον Όμπερον. Η Λογική, όπως είπαν, δεν επαρκούσε: πρέπει επίσης να υπάρξει έργο θεού (θεουργία) στον ορίζοντα – ακριβώς επειδή οι περισσότεροι από εμάς δεν είμαστε κατάλληλα εφοδιασμένοι για να βρούμε με τη λογική τον δρόμο μας προς την αλήθεια. Επεδίωκαν να αναβιώσουν, σε έναν ευρύτερο κόσμο, τον Ολύμπιο άθλο, να δαμάσουν τους δαίμονες, τις τρελές παρορμήσεις, τις φρικιαστικές μνήμες, μέσα από μία δραματική αναπαράσταση αυτών που θεωρούσαν πραγματικές σχέσεις, όπως τις είχαν μάθει από τους προφήτες. Οι τελετές που έφεραν τον Λόγο του Θεού στη ζωηρή φαντασία των πιστών Χριστιανών, ίσως, δεν διέφεραν και τόσο από εκείνες που χρησιμοποιούσαν οι ενθουσιώδεις Εθνικοί για χάρη της ειρήνης, μόνο που οι Χριστιανοί, όπως και οι περισσότεροι ορθόδοξοι Πλωτινικοί, αποκήρυξαν την αιματηρή θυσία (κάτι που δεν έκανε ο Ιουλιανός). Οι Χριστιανοί ἐλάλουν γλώσσαις (παρόλο που είχαν προειδοποιηθεί να μην παίρνουν την πρακτική πολύ στα σοβαρά)· οι Εθνικοί αντέγραφαν κατεβατά ολόκληρα με ασυναρτησίες. Και οι δύο πλευρές πίστευαν ότι έτσι παρέκαμπταν την Βαβέλ, ξανακερδίζοντας το «πραγματικά προφανές», την εποχή που οι θεοί ήταν ανάμεσά μας.
Ο Πλωτίνος δεν συμφωνούσε: δεν πρέπει να μας απασχολούν οι δαίμονες, αλλά μόνο ο «δαίμων», ο καλύτερος εαυτός μας, η φωνή του θεϊκού νου που οι Χριστιανοί ταύτιζαν με τον Χριστό. Είναι άλλο να παραδεχόμαστε ότι υπάρχουν δαίμονες, και ότι πρέπει να τους αλυσοδέσει ο Δίας ή να τους καταπιεί ο Κρόνος (εξαρτάται από ποια εκδοχή του μύθου χρησιμοποιούμε), και εντελώς διαφορετικό να εικάζουμε ότι είναι πάντα στη διάθεσή μας, ότι οι δυνάμεις που κυβερνούν τον κόσμο μάς ανήκουν ώστε να τις εξουσιάζουμε κατά βούληση – ή να τις υπηρετούμε. Με την ίδια λογική, είναι άλλο να παραδεχόμαστε, όπως ο Πλωτίνος, ότι ο κόσμος της αισθητηριακής εμπειρίας δεν είναι ο ιδανικός, και εντελώς διαφορετικό να τον περιφρονούμε. Πιθανότατα ο Πλωτίνος συγκαταριθμούσε τους «Χριστιανούς» στους «Γνωστικούς» που χλεύαζε: ανθρώπους που αξίωναν μια τόσο ιδιαίτερη σύλληψη του θείου ώστε αυτό να τους απαλλάσσει από κάθε τυπικό καθήκον, ακόμη και από εκείνο της διανοητικής συνοχής. Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι, ως προς αυτό τουλάχιστον, συμφωνούσε, εν αγνοία του, μαζί τους. Παρόλο που για τη λαϊκή θρησκεία ήταν ανέκαθεν πιο εύκολο να υποστηρίζει ότι υπήρχαν δυο κόσμοι (η επίγεια, η υποδεέστερη εκδοχή του, και η άλλη, η επουράνια), κανένας Πλατωνικός δεν θα συμφωνούσε με αυτό. Δεν είναι ότι υπάρχουν δύο πραγματικοί κόσμοι, αλλά μάλλον ότι υπάρχουν όντως δύο πράγματα (η ψυχή και το σώμα). Το σώμα, όπως διακήρυττε ένας μεταγενέστερος Πλατωνικός, είναι το ορατό από τις πέντε αισθήσεις μέρος της ψυχής. Η «φυγή μόνου προς Μόνον» περί της οποίας μιλούσε ο Πλωτίνος δεν είναι, καθώς έλεγε, «πορεία για τα πόδια»! Για να δει κανείς τα πράγματα απ’ ευθείας πρέπει να τα δει όπως είναι πραγματικά – αυτό είναι το ορατό αποτύπωμα του θεϊκού Κάλλους. Ο Πορφύριος, ο οποίος καταφέρθηκε δριμύτερα και αμεσότερα με τα συγγράμματά του κατά των Χριστιανών (γι’ αυτό και διασώζεται τόσο λίγο από το έργο του), θα διαπίστωνε και αυτός ότι συμφωνεί μαζί τους μάλλον, παρά με έναν αυτοκράτορα που θεωρούσε την αιματηρή θυσία απαράβατο καθήκον.
Δύο λάθη, σύμφωνα με τα πρότυπα του Πλωτίνου και των ορθόδοξων Χριστιανών, ήταν ισοδύναμα. Το πρώτο είναι να υποθέτουμε ότι ο κόσμος είναι απόλυτα κακός, και ότι τίποτα εγκόσμιο δεν μπορεί να χαίρει εκτιμήσεως ή σεβασμού. Αν ίσχυε κάτι τέτοιο, δεν θα έπρεπε να εμπιστευόμαστε ούτε καν τη διάνοια μας, ούτε και την ανταπόκρισή μας στην αποκάλυψη. Το δεύτερο είναι να θεωρούμε ότι ο κόσμος, έτσι όπως είναι, αξίζει τη λατρεία μας, ότι ο κόσμος, ο αισθητός κόσμος, είναι αδιαμφισβήτητα Θεός. Αν ίσχυε κάτι τέτοιο, δεν θα μπορούσαμε να ανυψωθούμε πάνω από αυτόν, ούτε να προσδοκάμε κάτι καλύτερο από «το πώς είναι τώρα τα πράγματα». Η μέση οδός είναι να συμφωνήσουμε ότι ο κόσμος έχει εκπέσει, ή ότι εμείς έχουμε εκπέσει σε αυτόν ότι ο κόσμος όντως οφείλει την ύπαρξή του στην ψυχή που τον κατακλύζει (γιατί χωρίς αυτήν υπάρχει μόνο το τίποτα, χωρίς όρια ή μορφή), αλλά ότι αυτή η ψυχή είναι Αδελφή μας, όχι Μητέρα μας (σαν να ήταν άλλο ένα είδωλο της μίας θεϊκής Ψυχής). Της οφείλουμε σεβασμό, αλλά σε καμία περίπτωση λατρεία. Ο Ιουλιανός επιχείρησε να ανασυστήσει μια αστική κοινωνία η οποία θα έκανε ό,τι ακριβώς έκαναν και οι χριστιανικές εκκλησίες, δηλαδή θα παρείχαν νόημα και ποιότητα ζωής στους πάσχοντες της εποχής του. Οι Χριστιανοί, φυσικά, δεν ήταν οι μοναδικοί που έδειχναν ενδιαφέρον για τους απροστάτευτους. Ο Πλωτίνος είχε αναλάβει την κηδεμονία πολλών ορφανών παιδιών όπως και ο Κράτης, φρόντιζε την περιουσία τους, στην περίπτωση που δεν θα γίνονταν φιλόσοφοι. Ωστόσο οι χριστιανικές εκκλησίες προσέφεραν τη μόνη οργανωμένη και οικονομική φιλανθρωπία. Ο Ιουλιανός ήλπισε να μιμηθεί αυτήν την αρετή, όμως δεν μπόρεσε να αποτινάξει τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά της παγανιστικής παράδοσης. Οι Χριστιανοί εναντιώθηκαν στην προσπάθειά του να επαναφέρει, για παράδειγμα, τα μαντεία και τις αιματηρές θυσίες στην Δάφνη (κοντά στην Αντιόχεια της Συρίας, στην Κασταλία πηγή) το 362 μ.Χ., με όρους ανάλογους εκείνων που θα ανέπτυσσε κάθε στοχαστής του Διαφωτισμού – με τη διαφορά ότι για τους Χριστιανούς η αποτυχία του μαντείου να χρησμοδοτήσει οφειλόταν κυρίως στα οστά του μάρτυρα Βαβυλά.
Τι θα συνέβαινε αν ο Ιουλιανός, αντί να ακολουθήσει τη «θεουργική σχολή» – ως αποτέλεσμα της διδασκαλίας του Ιάμβλιχου -, είχε αρκεστεί στον Πλωτίνο και τον Πορφύριο; Θα μπορούσε να υπάρξει μια «Εθνική» πλατωνική αυτοκρατορία; Σε έναν τέτοιο κόσμο το Θείο θα ήταν γνωστό ως «Τρεις Υποστάσεις»: το Εν, ο Νους, ή Ψυχή, σε κατιούσα σειρά, ή συμβολικά, ο Ουρανός, ο Κρόνος, ο Δίας. Το ανθρώπινο ον που θα ενσάρκωνε τον Νου δεν θα ήταν ένας μυθικός Πυθαγόρας, αλλά μάλλον ένας πλατωνικός Σωκράτης, ή ο ίδιος ο Πλωτίνος. Άγιοί μας θα ήταν οι σοφοί: χαρμόσυνα ασκητικοί στη ζωή τους, και στο περιστασιακό μαρτύριό τους. Η ύλη θα ήταν μυστηριακή, και ο ήλιος μια «διάπυρη μάζα από μέταλλο» και. ταυτόχρονα το ορατό είδωλο του θείου. Δεν θα γίνονταν αιματηρές θυσίες, όχι μόνο γιατί οι τέτοιου είδους θυσίες έτρεφαν κατώτερα πνεύματα, αλλά γιατί τα θύματα θα είχαν αναγνωριστεί ως φίλοι μας. Το πλατωνικό ενδιαφέρον για τα άλλα πλάσματα της γης, δυστυχώς για αυτά, δεν υιοθετήθηκε από τη χριστιανική Εκκλησία, γιατί οι διδάσκαλοί της αποφάσισαν (αφύσικα) ότι όποιος ενδιαφέρεται για τα ζώα ενδιαφέρεται για τους δαίμονες που παριστάνονται αλληγορικά ως άγρια θηρία. Μια περισσότερο πλατωνική, ή έστω πλωτινική, αυτοκρατορία θα ήταν ευγενέστερη. Όταν ο Πορφύριος σκεφτόταν την αυτοκτονία (που για τους Πλατωνικούς ήταν πράξη λιγότερο τιμημένη από όσο για τους Στωικούς), εμφανίστηκε αναπάντεχα ο Πλωτίνος και του επισήμανε ότι η απόφασή του οφειλόταν μόνο στη μελαγχολία, όχι στη λογική. Το μαντείο των Δελφών, όταν ρωτήθηκε για τον Πλωτίνο, λέγεται πως απάντησε ότι οι θεοί πολλές φορές τον επανέφεραν στον σωστό δρόμο, ότι του είχε δοθεί ένα όραμα που υπερέβαινε «τα πικρά κύματα αυτής εδώ της καθημαγμένης ζωής». Με λίγα λόγια, για τους φίλους του, είχε υλοποιήσει το σχέδιο που περιέγραφε ο Επίκτητος: «η υπόθεση είναι βαρυσήμαντη, πλήρης μυστηρίου, όχι ένα δώρο της τύχης, ούτε δίνεται σε όλους τους υποψηφίους. ..». Ο Πλωτίνος το πέτυχε, αλλά όταν θα «ανυψωνόταν» τι θα έκαναν οι μαθητές του; Μια αυστηρότερα πλωτινική αυτοκρατορία θα είχε καταστήσει σαφή μία απόλυτη διάκριση μεταξύ (πιο πολιτισμένων ίσως) Εθίμων για τον λαό, και μιας ασκητικής Σοφίας για τους λίγους (όπως συνέβη στον βουδιστικό κόσμο). Η αυτοκρατορία του Ιουλιανού θα είχε χάσει κάθε αίσθηση ότι ήταν δυνατόν να αντιμετωπιστούν με κριτικό πνεύμα τα αρχαία Έθιμα. Στην πραγματικότητα, απαγόρευσε στους Χριστιανούς να διδάσκουν τα αρχαία κείμενα, γιατί δεν πίστευαν ότι ήταν αληθή. Κατά πάσα πιθανότητα αυτό ήταν που ανάγκασε τον Γρηγόριο τον Νύσσης να εγκαταλείψει τις κλασικές σπουδές για τη θεολογία και την επισκοπεία. Παρά τα λάθη της, η θεωρητικώς χριστιανική αυτοκρατορία που διαδέχτηκε την αυτοκρατορία του Ιουλιανού επέμενε ότι δεν ήταν μόνον οι σοφοί αυτοί που μπορούσαν να αποβλέπουν στο φως, ότι υπήρχαν επίσης «κανονικοί» άγιοι όπως υπήρχαν και σοφοί. Δεν ήταν μόνον οι φιλόσοφοι φίλοι του Θεού, και κανείς δεν θα έπρεπε να θεωρείται λιγότερο ή περισσότερο άξιος ύπαρξης. Η ιδέα αυτή δεν ήταν καινούρια, υπήρχε πριν από τον Πλωτίνο: ο Αριστοτέλης, όταν τον χλεύαζαν ότι έδειχνε ευσπλαχνία στους ανάξιους, απαντούσε ότι συμπονούσε τον άνθρωπο, όχι τον χαρακτήρα του. Η πράξη υπερακόντισε τη θεωρία στην πλειονότητα των Εθνικών (όπως και η θεωρία υπερακόντισε την πράξη στην πλειονότητα των Χριστιανών).
Ας το θέσω διαφορετικά: γίναμε ένα έθνος φιλοσόφων, όπως οι Εβραίοι. Το μακραίωνο πείραμα του Χριστιανισμού, ενδεχομένως, αποτυγχάνει, όπως ίσως και εκείνος ο άλλος κληρονόμος του ιουδαϊκού πλατωνισμού, το Ισλάμ. Εάν αποτύχουν, οι απόγονοί μας μπορεί να βρεθούν και πάλι σε έναν κόσμο τον οποίο οι πρόγονοί μας γνώριζαν καλά: στον κόσμο των μάταιων εθίμων, του ξεπεσμού και της σύγχυσης. Από την άλλη πλευρά, έχουμε ξαναβρεθεί εδώ. Το γεγονός ακριβώς ότι ανατράφηκαν μέσα στα ερείπια μπορεί να δώσει σε κάποιους την εντύπωση ότι οι ίδιοι τουλάχιστον είναι νέοι. Ό,τι και αν έχει προηγουμένως επιτευχθεί, και χαθεί, υπάρχει ίσως μια στιγμή που ο κόσμος είναι νέος και μπορεί να επανεπι- νοήσει ή να επανανακαλύψει το μεγαλείο.
------------
* «Σκιάς όνειρο είναι ο άνθρωπος· μα όταν ο Θεός στέλνει λάμψη, τότε ένα λαμπρό φως φτάνει στους ανθρώπους και η ζωή είναι γλυκιά σαν μέλι».
* «Έτσι, ενώ δεν μπορούμε να εκπληρώσουμε την επαγγελία του ανθρώπου, αναλαμβάνουμε και εκείνη του φιλοσόφου».
* «το προτιμητέο αδιάφορο»
* Milinda-pafiha· έργο αγνώστου, σε επτά βιβλία, γραμμένο στην Β. Ινδία τον Ιο ή τον 2ο αι. μ.Χ., με μορφή διαλόγου ανάμεσα στον βασιλιά Μιλίντα ή Μένανδρο και τον Ναγκασένα, μοναχό
Η αυλαία της ιστορίας σηκώνεται και αποκαλύπτει έναν κόσμο ήδη αρχαίο, γεμάτο από πόλεις ερειπωμένες και τρόπους σκέψης πεπαλαιωμένους. Η επίσημη θεωρία σήμερα εισηγείται ότι εκατό χιλιάδες χρόνια πριν υπήρχαν άνθρωποι που μας έμοιαζαν πολύ σωματικά. Λίθινα τεχνουργήματα και βραχογραφίες χρονολογούνται από το 40.000 π.Χ., και πιθανόν πολύ πριν από αυτά να υπήρχαν πλεγμένα καλάθια, ζωγραφική από άμμο και δραματική τέχνη. Η εμπειρία από τους σημερινούς πρωτόγονους δείχνει ότι οι πρόγονοί μας, ακόμη και αν δεν είχαν τις δικές μας τεχνικές ικανότητες, κατά κανόνα κάλυπταν χωρίς μεγάλη δυσκολία τις καθημερινές τους ανάγκες, και είχαν χρόνο για να παίζουν, να φαντασιώνονται, να συζητούν. Μπορεί, όπως έχουν προτείνει κάποιοι σύγχρονοι, να συζητούσαν κυρίως για τη συγγένεια, να επινοούσαν ιστορίες για να πιστοποιήσουν και να εξηγήσουν τους νόμους τους περί ενδογαμίας, αλλά και για τη φιλοξενία και το κυνήγι. Μπορεί, όπως πρότεινε μια προηγούμενη γενιά θεωρητικών παλαιοανθρωπολόγων, οι ιστορίες τους για ήρωες, δεσποσύνες, δράκοντες να ήταν κωδικοποιημένα μηνύματα για τον ήλιο και τα αστέρια. Ωστόσο, απλώς με τη συζήτηση, εξασφάλιζαν ότι οι ιστορίες τους δεν αφορούσαν μόνο τη συγγένεια, ούτε μόνο τον ουρανό.
Όπως άλλα κοινωνικά ζώα γνέφαμε ο ένας στον άλλο, σημειώναμε τις αγαπημένες μας διαδρομές, παίζαμε με τα παιδιά, εδραιώναμε ιεραρχίες, και ακούγαμε τους πεπειραμένους γηραιότερους (χωρίς να τους πιστεύουμε απόλυτα). Οι πανάρχαιοι μύθοι μας επιχειρούν να εξηγήσουν γιατί τα μη ανθρώπινα έμβια δεν μιλούν πια με ανθρώπινη φωνή, γιατί ο ουρανός δεν εφάπτεται πια με τη γη, γιατί τα αδέλφια δεν πρέπει πια να ζευγαρώνουν μεταξύ τους, γιατί γερνάμε και πεθαίνουμε (κάτι που, όπως έλεγαν, δεν συνέβαινε αρχικά), και γιατί υπάρχει το οτιδήποτε. Τότε υπήρχαν πολεμιστές, και κηπουροί, κτίστες, υφάντρες, νοσοκόμοι, μάγειροι, τεχνίτες, και μάγοι. Ενδεχομένως, υπήρχαν και άνθρωποι με τη φήμη ότι αφηγούνται θαύματα, ότι μεταφέρουν μηνύματα από τον ουρανό ή από τους αείμνηστους προγόνους μας. Ορισμένοι αφηγούνταν πιο περίπλοκες ιστορίες για να δικαιολογήσουν ό,τι έμοιαζε λάθος, ενώ οι αντίπαλοί τους, ενδεχομένως, επε- δίωκαν να μειώσουν την επιρροή που είχαν οι αφηγήσεις τους στον λαό με άλλες ιστορίες ή με λιγότερο αφηγηματικούς τρόπους διασκέδασης.
Με άλλα λόγια, όσο οι άνθρωποι ζούσαν σε μικρές περιπλανώμενες ομάδες, ή εγκαθίσταντο κάπου μόνιμα για να καλλιεργήσουν τη γη, συμπεριφέρονταν ως άνθρωποι. Εξηγούσαν τον κόσμο τους στον εαυτό τους και απορούσαν για τις διαφορές, ενώ χρησιμοποιούσαν τις λεκτικές τους δυνάμεις για να ανασκευάσουν ή να διασκεδάσουν. Όταν συνάντησαν άλλες ομάδες ομιλούντων ζώων, βρήκαν μια μορφή αλληλοσυνεννόησης, ακόμη και αν ήταν μόνο για να αναγνωρίσουν τους εχθρούς τους. Ορισμένοι άρχισαν να πιστεύουν ότι υπήρχε ένας θεός στην ομιλία τους, κάτι που θα μπορούσε να επιβιώσει των θνητών ομιλούντων της και να φέρει ξανά σε επαφή κάθε νέα γενιά θνητών με τον λησμονηθέντα ουρανό, με το πώς ήταν αληθινά τα πράγματα. Έγιναν, εν ολίγοις, φιλόσοφοι, και οι μυθολογίες, που βρίσκουμε καταγεγραμμένες από μεταγενέστερους, εγγράμματους στοχαστές, είναι το παραποιημένο αρχείο της φιλοσοφίας του παρελθόντος – όπως είπε αργότερα ο Αριστοτέλης. Οι λαοί γύρω από τη λεκάνη της Μεσογείου που, κατά συνθήκη, συνιστούν τον αρχαίο κόσμο (αν παραβλέψει κανείς την ύπαρξη άλλων λαών που συγκεντρώθηκαν γύρω από τον Γιαγκ-τσε και τον Γάγγη, ή γύρω από λίμνες και ποτάμια -ων ουκ έστι αριθμός- που λησμονήθηκαν), επινόησαν ιστορίες για να εξηγήσουν και ό,τι έκαναν οι ίδιοι, αλλά και ό,τι είδαν να γίνεται. Σε κανέναν δεν αρκούσε πραγματικά να λέει: κάνουμε κάτι γιατί ανέκαθεν το κάναμε, και τα πράγματα συμβαίνουν έτσι γιατί έτσι συμβαίνουν («γιατί είναι νόμος της φύσης»). Όλοι θέλαμε να κατανοήσουμε τα πράγματα, να μάθουμε γιατί τα πράγματα δεν ήταν όπως υποψιαζόμασταν ότι είναι και ότι θα έπρεπε να είναι.
Κάπως έτσι συνέβη, θα ήταν όμως απερίσκεπτο να πάει κανείς παραπέρα και να εκθέσει τις εικασίες των προϊστορικών, πριν από τη χρήση της γραφής, ανθρώπων, ή ακόμη και να πει με βεβαιότητα ότι έχει καταλάβει απόλυτα τα λόγια των ιστορικών και εγγράμματων. Ορισμένοι σχολιαστές έχουν προτείνει μεγάλους μύθους: σκεφτείτε πως οι πρόγονοί μας εξαπλώθηκαν από την Αφρική για να θαυμάσουν και τελικά να εκτοπίσουν τα προϊόντα μιας προηγούμενης μετανάστευσης (που σήμερα τα θυμόμαστε ως ξωτικά και δράκους)· σκεφτείτε πως μάθαμε να είμαστε πειθήνια, φιλοπαίγμονα ζώα· σκεφτείτε πως ένας μόνιμος πληθυσμός αναπτύχθηκε στην Ευρώπη για να υπηρετήσει τη Μητέρα Γη και τα πνεύματα που την διακονούσαν, μέχρι που εκτοπισθείσες ορδές ιππέων που ακολουθούσαν τον Πατέρα Ουρανό διατάραξαν τις αρχαίες αρμονίες, και εγκαθίδρυσαν την πατριαρχία και ένα ιερατείο στις καρδιές των διαδόχων τους. Όλες αυτές οι ιστορίες είναι ευχάριστες, αλλά τα στοιχεία που τις αποδεικνύουν ελάχιστα. Έγιναν κάποιες σκέψεις τότε και οι άνθρωποι ανέπτυξαν λογικά αίτια για ό,τι έκαναν και σκέφτονταν, αλλά ποιος ξέρει ποιες ήταν εκείνες οι σκέψεις και ποια εκείνα τα λογικά αίτια; Ασφαλώς και υπήρξε αρχαϊκή φιλοσοφική σκέψη -εκτός και αν νομίζουμε ότι η φιλοσοφική ιδιοσυγκρασία είναι αποτέλεσμα μιας πρόσφατης και ασυνείδητης μετάλλαξης – μόνο που οι απόπειρες να την περιγράψουμε δείχνουν περισσότερα για εμάς παρά για εκείνους. Κάποιες από τις ιστορίες – και ιδιαίτερα εκείνες που κατηγορούν τους «Έλληνες» ή τον Πλάτωνα (περ. 490-347 π.Χ.) ότι εγκατέλειψαν τη Μητέρα Γη – δείχνουν την άγνοιά μας για το τι εκείνοι ακριβώς οι Έλληνες, και ο Πλάτων, σκέφτονταν. «Η γη», είπε ο Πλάτων, «είναι η πατρίδα [μας] και πρέπει να την φροντίζουμε περισσότερο από όσο φροντίζουν τα παιδιά τη μητέρα τους– επιπλέον, η Γη είναι θεά και αφέντρα των θνητών, και οι εγχώριοι θεοί και δαίμονες πρέπει να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο σεβασμό».
Τα πράγματα είναι ευκολότερα για τον περίεργο ιστορικό, όταν οι ιστορίες καταγράφονται με τρόπο πιο εύκολα κατανοητό στους αμύητους. Στους προφορικούς πολιτισμούς, οι ιστορίες αλλάζουν με κάθε νέα αφήγηση, και ουσιαστικά δεν είναι ανάγκη κάθε ιστορία να είναι συνεπής με τις υπόλοιπες. Οι νεκροί κείνται κάτω από τη γη, αλλά και στον κόσμο των ονείρων και σε έναν μακρινό παράδεισο· ο ήλιος είναι μια ουράνια σφαίρα που την κυλάει στην αψίδα του ουρανού ένας κοπροκάνθαρος, αλλά και ένα σκάφος που μεταφέρει τον ίδιο τον βασιλιά κατά μήκος του ουρανού. Επιχειρήματα που ίσως να θεωρούσαμε μη πειστικά αν τα βλέπαμε καταγεγραμμένα, μπορεί να μας φανούν πειστικά σε προφορικές συζητήσεις – γιατί η μνήμη μας γράφει πάνω σε ό,τι προηγήθηκε (όπως συμβαίνει στη Βουλή και στα δικαστήρια).
Τα επιχειρήματα και οι ιστορίες μπορούν φυσικά να «καταγράφονται» ακόμα και σε προφορικούς πολιτισμούς: στο τοπίο είναι γραμμένη, για- εκείνους που θυμούνται, η τοπική μας ιστορία– κάθε σύμβολο αυθεντίας, κάθε κατάλοιπο παρελθούσας προσπάθειας είναι ένα μήνυμα για το μέλλον. Κάποια μηνύματα ενδεχομένως ήταν τέτοια που μπορούσε να τα διαβάσει κάθε ανθρωποειδές (οσμές ή χαρακιές ή σωρευμένοι βράχοι)’ άλλα, καθώς τα ανθρωποειδή γίνονταν άνθρωποι, μπορούσαν να τα διαβάσουν μόνον οι ήδη μυημένοι στην ειδική ιστορία κάθε εντόπιας φυλής (τη σφραγίδα ενός αείμνηστου ατόμου, το κλαδί ενός δένδρου όπου κάτι εντυπωσιακό συνέβη, όχι πολύ καιρό πριν). Το γράψιμο, με την έννοια που έχει σήμερα, επέτρεψε στους ξένους και στους νέους να μυηθούν με πιο αφηρημένους τρόπους (μολονότι για πολλά χρόνια παρέμενε μια τέχνη μυστική). Ό,τι ήταν έτσι καταγεγραμμένο, με σφηνοειδή γραφή ή ιερογλυφικά, είχε ειπωθεί και αποτυπωθεί στη μνήμη και περιληφθεί σε μυστικές εικόνες πολύ καιρό πριν. Οι πρόγονοί μας, καταγράφοντάς το, ξεκίνησαν τη διαδικασία που οδήγησε σε τυπικό επιχείρημα, καθολικώς αποκρυπτογραφήσιμα μηνύματα, αφηρημένη φαντασία. Δεν χρειάζεται πια να μας πουν τι σημαίνει ένας συγκεκριμένος συνδυασμός συμβόλων: μπορούμε να τα αποκρυπτογραφήσουμε, αν γνωρίζουμε τη σημασία .στοιχειωδών συμβόλων. Οι δυνάμεις που κάποτε ήταν «γραμμένες στο τοπίο», και ακόμη είναι για λαούς που βασίζονται στη μνήμη, ήταν πρόσωπα, επειδή με κάθε νέα αφήγηση της ιστορίας άλλαζαν, σαν να ανταποκρίνονταν στον αφηγητή και το ακροατήριο– οι δυνάμεις που ήταν γραμμένες σε κείμενα έγιναν λιγότερο προσωπικές, επειδή άλλαζαν σπανιότερα. Οι άνθρωποι που διαβάζουν ιστορίες από το τοπίο θυμούνται τις ήδη γνωστές ιστορίες με απρόβλεπτα διαφορετικούς τρόπους’ όσοι διαβάζουν ιστορίες από βιβλία έχουν τουλάχιστον την ευκαιρία να τις διαβάσουν σήμερα όπως τις διάβασαν και χθες (παρόλο που, στην πραγματικότητα, διαφέρει το πώς διαβάζουμε κάθε φορά). Ο θεός που κάποτε ενοικούσε στην ομιλία, ο εμπνευσμένος λόγος των λίγων εκλεκτών που μεταβαλλόταν και αναπαραγόταν περνώντας από στόμα σε στόμα, τώρα μένει μόνιμα στον γραπτό λόγο, σημαίνοντας «ακριβώς το ίδιο» όποιος κι αν τον διαβάζει – αν και φυσικά δεν σημαίνει το ίδιο. Της εποχής των προφητών έπεται η εποχή των γραφών.
Οι πρώτες γραπτές ιστορίες που γνωρίζουμε συνδυάζουν πολιτικό ρεαλισμό και «φαντασία» με τρόπους που εμείς σήμερα τους θεωρούμε παράξενους: παρόλο που οι θεοί δεν μοιράζονται πια τον ίδιο κόσμο μαζί μας (κάτι που σύμφωνα με τον μύθο έκαναν παλαιότερα), είναι τακτικοί επισκέπτες του, και οι ήρωες μπορούν να περνούν πιο εύκολα σε εκείνον τον άλλο κόσμο από τους σαμάνους. Τείνουμε να πιστέψουμε ότι οι συγγραφείς τους «πρέπει να γνώριζαν» πως έγραφαν φαντασία ή αλληγορία. Οι θεοί δεν πολέμησαν, «στην πραγματικότητα», στην Τροία, ούτε ο Φειδιππίδης συνάντησε καθ’ οδόν από την Σπάρτη τον θεό Πάνα. Οι θεοί-γεννήτορες βασιλικών δυναστειών πρέπει «προφανώς» να ήταν μυθεύματα, επιτηδευμένοι τρόποι για να ειπωθεί τόσο ότι ο νέος βασιλιάς έπρεπε να αντιμετωπίζεται με δέος όσο και ότι «Ένας Θεός ξέρει ποιος ήταν ο πατέρας του». Εμείς αντιδρούμε, στην πραγματικότητα, λίγο-πολύ σαν κάποιον που υποστηρίζει, φέρ’ ειπείν, ότι η Γκερνίκα του Πικάσο διαστρεβλώνει την αλήθεια, απλώς και μόνο γιατί δεν θα πιστεύαμε ότι είδαμε να συμβαίνουν τέτοια πράγματα στον δρόμο του χωριού. Η αλήθεια είναι ότι, στην πραγματικότητα, δεν βλέπουμε αυτό που νομίζουμε τώρα ότι βλέπουμε: το οπτικό μας πεδίο είναι θραυσματικό και παραπλανητικό, και μόνον η «λογική» μάς λέει ότι τα φαντάσματα, οι χίμαιρες και τα τέρατα δεν υπάρχουν, και ότι οι σχετικές σημασίες και εκτιμήσεις δεν βρίσκονται ((εκεί έξω» στον κόσμο.
Τα δύο κύρια διδάγματα αυτής της θεωρητικής εισαγωγής είναι τα εξής: πρώτον, πως η αναζήτηση της γνώσης μέσω της ανταλλαγής ιδεών είναι κάτι το οποίο πρέπει να υποθέσουμε ότι, ως ομιλούντα ζώα, το έχουμε εκ φύσεως· δεύτερον, ότι δεν είναι δυνατόν να νομίζουμε πως είναι τόσο εύκολη μια γνωριμία με τον κόσμο που οι πρόγονοί μας ερμήνευσαν, λες και έπρεπε μόνο να κοιτάξουν για να δουν ότι τα πράγματα ήταν όπως εμείς λέμε σήμερα ότι είναι. Λέγεται πολύ συχνά ότι οι «Έλληνες» ήταν οι πρώτοι που έκαναν υποθέσεις, και σκέφτηκαν λογικά για τον κόσμο, οι πρώτοι που αντάλλαξαν ιδέες και άσκησαν κριτική ο ένας στις σκέψεις του άλλου. «Τα επιτεύγματα που κάποιοι αποδίδουν στους βαρβάρους είναι των Ελλήνων, από τους οποίους ξεκίνησε όχι μόνο η φιλοσοφία, αλλά και αυτό ακόμη το ανθρώπινο γένος», είπε ο Διογένης ο Λαέρτιος, ο οποίος συνέγραψε το Βίοι καί γνῶμαι ταῶν ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ εὐδοκιμησάντων καί τῶν ἐν ἑκάστῃ αίρέσει ἀρεσκόντων ἐν ἐπιτόμῳ συναγωγῇ, στις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, χριστιανός του 2ου αιώνα, από την άλλη πλευρά, ήταν πεπεισμένος ότι οι Έλληνες είχαν δανειστεί από τους βαρβάρους. Λέγεται επίσης πολύ συχνά ότι εκείνοι εκλογίκευαν τον κόσμο που εμείς βρίσκουμε. Η φιλοσοφική ιδιοσυγκρασία, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, βρίσκεται παντού στον κόσμο, και μπορεί να πει κανείς ότι ήταν παρούσα καθ’ όλη τη διάρκεια των εκατοντάδων χιλιάδων χρόνων της ανθρώπινης ύπαρξης, είτε την εκτιμούσαν κάποιες ανθρώπινες φυλές (σήμερα την εκτιμάμε άραγε;) είτε όχι. Όμως, ακριβώς επειδή, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, όλες εκείνες τις χιλιετίες οι συνθήκες ζωής ήταν πολύ διαφορετικές από αυτές που είναι σήμερα, δεν μπορούμε να θεωρούμε αυτονόητο ότι οι πρόγονοί μας έβλεπαν ακριβώς αυτό που λέμε εμείς πως βλέπουμε σήμερα, και ότι διέφεραν από εμάς μόνο ως προς τις εξηγήσεις που βρήκαν. Μια τέτοια παραδοχή μάς τυφλώνει ως προς το πώς εκείνοι σκέφτονταν, και ως εκ τούτου μας απαλλάσσει, από κάθε ριζική κριτική των δικών μας τωρινών σκέψεων.
Υπάρχει τελικά κάτι που να αποδεικνύει ότι ήταν οι Έλληνες που τα ξεκίνησαν όλα; Δύο ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά εκείνων των Ελλήνων, οι οποίοι επανανακάλυψαν τη γραφή έπειτα από την από μακρού κατάρρευση του Μυκηναϊκού και του Μινωικού πολιτισμού: η προτίμησή τους για αφηρημένες εξηγήσεις και η προθυμία τους να προτείνουν λογικά αίτια. Μπορεί τα δύο αυτά χαρακτηριστικά να σχετίζονται μεταξύ τους, διαφέρουν, ωστόσο, λογικά. Ενώ άλλοι λαοί έβρισκαν αποδεκτό το να λένε ότι τα δένδρα και οι πόλεις πέφτουν ή ότι ο χειμώνας έπεται του θέρους, επειδή οι θεοί καυγάδισαν, ή επειδή κάποια μάγισσα τα καταράστηκε, κάποιοι Έλληνες άρχισαν να επικαλούνται τον «Νόμο». Στην αρχή, αυτός ο Νόμος ήταν απλώς Πεπρωμένο: ότι τίποτα δεν επιτρέπεται να αναπτυχθεί υπερβολικά, ότι τα πάντα έχουν όρια, ότι ο χειμώνας έπεται της άνοιξης. Ακόμη και ο Δίας, ο αρχηγός των θεών, υποτάσσεται στο Πεπρωμένο, το οποίο παραμένει εν μέρει προσωπικό, επειδή είναι τόσο σαφώς ηθικολογικό. Όμως, αν ο Δίας δεν ανατρέπει, ή δεν μπορεί να ανατρέψει, αυθαίρετα εκείνον τον Νόμο, ίσως κι εμείς να μην τον χρειαζόμαστε. Τα πράγματα συνέβησαν, όπως συνέβησαν, επειδή υπήρχαν άχρονες, και ακούσιες, σχέσεις μεταξύ διαφορετικών, και ανακαλύψιμων, παραγόντων. Ενώ άλλοι λαοί θεωρούσαν πολύ εύκολο να υποστηρίζουν συγκεκριμένες ιστορίες επικαλούμενοι την αυθεντία περιούσιων κειμένων ή προφητών, κάποιοι Έλληνες άρχισαν να αναζητούν λογικά αίτια για να προσυπογράψουν τη μία ή την άλλη θεωρία, η οποία θα μπορούσε, κατ’ αρχήν, να ελεγχθεί από όποιον ήταν διατεθειμένος να το κάνει. Επινόησαν – ή ανακάλυψαν – έναν κόσμο όχι πια αυθαίρετο, που τον διείπαν μεταβαλλόμενοι σκοποί· επέμειναν ότι δεν χρειάζονταν εξαιρετικά χαρίσματα -πέραν αυτού της επιχειρηματολογίας- για να τον αποκαλύψουν. Αυτός είναι ο κόσμος που έχουν κληρονομήσει οι πεφωτισμένοι, παρόλο που υπάρχουν ακόμη ανάμεσά μας πολλοί αρχαΐζοντας, πρόθυμοι να επικαλεστούν την αυθεντία των γραφών ή των χαρισματικών προφητών για να υποστηρίξουν την ηθικολογική τους εκδοχή για το πώς είναι τα πράγματα.
Η ιστορία αυτή μας γοητεύει, όπως οι ιστορίες των Ουίγων που ανιχνεύουν την αρχή της προόδου στην ίδια μας την κατάσταση. Οι περισσότερο πεπεισμένοι από αυτήν, φυσικά, αναγκάζονται αμέσως να παραδεχτούν ότι οι Έλληνες πολύ σύντομα αμάρτησαν και εξέπεσαν. Ο Πλάτων επανηθικοποίησε τον κόσμο, λέγοντας ότι τα πράγματα συνέβησαν γιατί έπρεπε να συμβούν, ή γιατί κάτι παρόμοιο έπρεπε να συμβεί. Ακόμη και ο Αριστοτέλης -που συμβατικά απεικονίζεται ως αντίπαλος του Πλάτωνα- πίστευε πως το καλύτερο είναι αυτό που μας βοηθάει να δούμε τον Θεό. Ακόμη και τους Στωικούς, παρόλο που καλλιέργησαν τη λογική και τις «φυσικές επιστήμες», σήμερα τους θυμόμαστε κυρίως για τον «στωικισμό» τους, την ηθική τους δέσμευση στη θεϊκή παρουσία. Λίγοι ήταν οι φιλόσοφοι που απέρριψαν τη συνήθη θρησκευτική πρακτική ή εγκατέλειψαν τελείως την αυθεντία του παραδοσιακού μύθου. Κάποιοι από αυτούς (ο Επιμενίδης από την Κρήτη, για παράδειγμα, ο οποίος είπε επιγραμματικά ότι όλοι οι Κρητικοί είναι ψεύτες, γύρω στο 600 π.Χ., ή ο Ιάμβλιχος από την Συρία στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ.) συμπεριφέρονταν ως μάγοι-θεραπευτές, ή φαίνονταν ότι επιδοκιμάζουν παρόμοιες καθαρτήριες τελετές. Το όλο ελληνικό πείραμα, όπως υποθέτουν οι μοντερνιστές, υπέκυψε στον νεφελώδη Πλατωνισμό και σε αποκρυφιστικές πρακτικές, ενώ, ακόμη και οι σκεπτικιστές, έχοντας χάσει την εμπιστοσύνη τους στη δύναμη της λογικής να ανακαλύψει την αλήθεια, ήταν πρόθυμοι να σιγοντάρουν τις προγονικές τους αξίες. Τα ψήγματα της φιλοσοφίας του παρελθόντος, που τόσοι σύγχρονοι προτιμούν να εκθειάζουν, δεν είναι παρά δυνάμει στιγμιαίες προεικονίσεις της αληθινής φιλοσοφίας. Ας δούμε τι λέει ο Thomas Sprat, ο πρώτος ιστορικός της Royal Society:
Οι ποιητές έκπαλαι για να κάνουν τα πράγματα να φαίνονται πιο σεβαστά απ’ όσο ήταν, επινόησαν εκατοντάδες ψευδείς Χίμαιρες– σε κάθε Αγρό, Ποταμό, Άλσος και Σπήλαιο απόθεσαν ένα Φάντασμα δικής τους επινόησης: Με αυτά εξέπληξαν τον κόσμο… Και στους νεότερους Χρόνους αυτές οι Φανταστικές Μορφές ξαναζωντάνεψαν και κατέκτησαν τη Χριστιανοσύνη… Ακόμη και αν εκείνοι οι οξυδερκείς Φιλόσοφοι δεν προήγαγαν κανένα κακό, δεν κατάφεραν ωστόσο ποτέ να το αποφύγουν· ποτέ, ούτε καν όσο τον βασιλιά Όμπερον και τον αόρατο Στρατό του. Αλλά από την εποχή που εμφανίστηκε η Πραγματική Φιλοσοφία δεν έχει απομείνει ο παραμικρός ψίθυρος από εκείνη τη φρίκη … Ο ρους των πραγμάτων συνεχίζεται ομαλά, μέσα στο δικό του κανάλι Φυσικών Αιτιών και Αποτελεσμάτων. Γι’ αυτό χρωστάμε πολλά στα Πειράματα’ τα οποία, παρόλο που δεν έχουν ακόμη ολοκληρώσει την ανακάλυψη του αληθινού κόσμου, έχουν εντούτοις ήδη κατατροπώσει εκείνους τους άγριους ενοίκους του ψεύτικου κόσμου, που κάποτε εξέπλητταν τον νου των ανθρώπων.
Είναι, δύσκολο να καταλάβουμε, σε αυτήν την περίπτωση, γιατί πρέπει, να εξετάζουμε τα αρχαία κείμενα. Μπορεί να είναι ιστορικώς σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι οι αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν καλά -τουλάχιστον από τον Πυθαγόρα και εξής- ότι η γη είναι σφαιρική (μια τέτοια αναγνώριση θα απέτρεπε κάποιες κατάφωρες διαστρεβλώσεις του μετέπειτα εγχειρήματος του Κολόμβου), αλλά κανείς δεν περιμένει να βρει νέες λεπτομέρειες όσον αφορά την περίμετρο της γης διαβάζοντας Ερατοσθένη (περ. 284-192 π.Χ.), ο οποίος την υπολόγισε με αρκετή ακρίβεια συγκρίνοντας τις σκιές του μεσημεριού στο Ασουάν και την Αλεξάνδρεια. Ούτε και περιμένουμε ο Εμπεδοκλής ο Ακραγαντίνος (484-424 π.Χ.) να μας προτείνει μια θεωρία υπολογίσιμη αντίπαλο της εξελικτικής του Δαρβίνου, παρόλο που είναι δυνατόν, εκ των υστέρων, να διακρίνουμε κάποιες ομοιότητες.
Το ότι ερμηνεύουμε τα συγγράμματα των προγενεστέρων μας ως απόπειρες να πουν ψευδίζοντας μία αλήθεια, την οποία εμείς καταλαβαίνουμε σαφέστερα από ό,τι εκείνοι, δεν είναι χωρίς ουσία. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης περιέγραψε τους παλαιότερους φιλοσόφους ως φιλοσόφους που ψηλαφούσαν τις διακρίσεις τις οποίες ο ίδιος ανέπτυξε διεξοδικά – κυρίως, τη διάκριση ανάμεσα στα τέσσερα είδη αιτίου (το υλικό, το ποιητικό, το μορφικό και το τελικό). Μπορεί να παρουσίασε διαστρεβλωμένη την εικόνα τους – αν και τα στοιχεία ότι το έκανε αντλούνται κυρίως από ό,τι ο ίδιος είπε για εκείνους: αν αμφισβητήσουμε τελείως τον λόγο του, δεν θα έχουμε σχεδόν κανένα στοιχείο για το τι σκέφτονταν εκείνοι. Αν όντως παραποίησε την εικόνα τους, αυτό δεν σημαίνει ότι εμείς θα τα καταφέρουμε καλύτερα: η γνώση μας για εκείνο το παρελθόν είναι θραυσματική και διαστρεβλωμένη. Πού είναι οι 232.808 στίχοι έργων του Θεόφραστου, του πρώτου διαδόχου του Αριστοτέλη, ή τα 705 έργα του Χρύσιππου, του μεγάλου Στωικού (περ. 280-207 π.Χ.); Θα ήταν πολύ λιγότερα, αν περιείχαν λιγότερα παραθέματα, όπως είπαν οι επικριτές του. Δεν έγραψαν βιβλίο όλοι οι σοβαροί στοχαστές – δεν έχουμε παρά ένα βιβλίο γραμμένο από δούλο, και κανένα από γυναίκα– ‘δεν αντιγράφηκαν όλα τα βιβλία αρκετά, ώστε να έχουν την ευκαιρία να επιβιώσουν πολλά καταστράφηκαν, ηθελημένα ή όχι, από φωτιά– πολλά από αυτά που σώζονται έχουν αποκοπεί τόσο πολύ από το γενικότερο πλαίσιό τους, ώστε να είναι ακατανόητα– ακόμη και από εκείνα που θεωρούμε ότι καταλαβαίνουμε έχουν χαθεί ολόκληρα τμήματα συμφραζομένων, σχολίων και υπονοουμένων. Τελικά, όσα λέμε για τη φιλοσοφία του παρελθόντος θα παρουσιάζουν πάντα έναν χαρακτήρα παροντικό, και άρα θα αλλάζουν χρόνο με τον χρόνο. Το όνομα «Σωκράτης» χαρακτηρίζει πλήθος διακριτών φιλοσόφων: ο Σωκράτης του Πλάτωνα και του Ξενοφώντα, του Διογένη και του Αριστοτέλη, του Πύρρωνα και του Πλωτίνου, ή ακόμη και ο Σωκράτης του Πλάτωνα του Πλωτίνου. Καλώς ή κακώς, κάθε εποχή, κάθε άτομο, βλέπει στα κείμενα αυτό που μπορεί να καταλάβει. Συνήθως, καταλήγουμε να χωρίζουμε τους στοχαστές σε σχολές και πνευματικές γενεαλογίες, παρόλο που η εμπειρία θα έπρεπε να μας έχει διδάξει ότι μαθητές ενός φιλοσόφου συνήθως δεν συνεχίζουν από εκεί όπου σταμάτησε ο δάσκαλός τους, και ότι οι πραγματικές ιδέες διατρέχουν αιώνες ολόκληρους και χιλιάδες χιλιομέτρων χωρίς να επηρεάσουν τίποτα και κανέναν στο ενδιάμεσο.
Το να πούμε ότι η αλήθεια δεν είναι, ή ότι δεν χρειάζεται να είναι, αυτό που νομίζουμε ότι είναι, προϋποθέτει δύο πράγματα τα οποία, τελευταία, αμφισβητούνται: ότι υπάρχει αλήθεια, και ότι θα μπορούσαμε να τη βρούμε, έστω και στο μέτρο που θα βρίσκαμε μόνο τι δεν είναι. Οι παραδοχές αυτές έχουν τεθεί εν αμφιβόλω – όπως συνέβαινε και στον αρχαίο κόσμο, πιο αυστηρά μάλιστα από τους Σκεπτικούς, τα επιχειρήματα των οποίων παρουσιάζει συνοπτικά ο Σέξτος ο Εμπειρικός (ακμή: 200 μ.Χ.). Όπως εκείνοι αναγνώριζαν, δεν μπορούμε να κηρύξουμε – χωρίς να πέσουμε σε αντίφαση – ούτε τη μία ούτε την άλλη πρόταση ως ψευδή· αν πούμε ότι δεν υπάρχει αλήθεια, τότε, ως προς αυτό, τουλάχιστον, ψευδόμαστε– αν δεν μπορούμε να βρούμε την αλήθεια, με ποιο δικαίωμα λέμε ότι δεν μπορούμε; Το καλύτερο που μπορούμε να καταφέρουμε, εγκαταλείποντας τον Δρόμο της Αληθείας, είναι να ολισθήσουμε ξανά στον Δρόμο του Φαίνεσθαι (για τον οποίο θα πω περισσότερα πιο κάτω), χωρίς ποτέ να πούμε ότι το κάνουμε αυτό δικαιολογημένα, ή ορθώς. Είναι ένας δρόμος που πολλοί από εμάς, εξ αρχής, τον βρήκαν ευκολοδιάβατο. Ίσως να συμφωνήσουμε ότι η φιλοσοφική ιδιοσυγκρασία βρίσκεται παντού· όμως δεν γοητεύονται εξίσου όλοι από τη φιλοσοφία. Πριν τεθεί το ερώτημα περί της «αλήθειας» του, ο κόσμος της εμπειρίας μας είναι ακριβώς αυτό, η σφαίρα του προφανούς· αν, τεθέντος του ερωτήματος, δεν βρούμε καμία απάντηση, μπορεί κάλλιστα να επιστρέφουμε σε εκείνη την προφανέστατη κατάσταση, όπου θεωρούσαμε τα πάντα προφανή – συμπεριλαμβανομένου του στρατού του βασιλιά Όμπερον. Αυτή ακριβώς η πάλη ανάμεσα στο Φαίνεσθαι και την Πραγματικότητα χρησιμεύει ως ο χρυσός μίτος που μας οδηγεί μέσα στο παρελθόν.
Εμπνευσμένοι στοχαστές
Οι πρώτες ιστορίες που διαθέτουμε περιέχουν ερωτήματα για τη ζωή και τον θάνατο, και για τις ιστορίες που διαβάζει κανείς στην πτήση των πουλιών, στην ανάπτυξη των λουλουδιών, στην εναλλαγή των ρευμάτων. Συνήθως περιέχουν απαντήσεις κάπως κουρασμένες, σαν να τις δίνει ένας κόσμος γερασμένος: καλύτερα να μην ποθούμε την αθανασία, αλλά να υπακούμε τους θεούς της εποχής μας και της θέσης μας– καλύτερα να μην προσδοκάμε θαυμαστά αποτελέσματα από τα δίδυμα πάθη του έρωτα και του πολέμου’ καλύτερα να είμαστε έντιμοι, αν δεν μπορούμε να είμαστε τυχεροί’ καλή είναι η ισχύς, αλλά η ευφυΐα είναι καλύτερη· ο κόσμος του φωτός και της τάξης έχει εγκλωβιστεί σε αιώνιο σκοτάδι, και όσοι εγκαταλείπουν το φως δεν επιστρέφουν αμετάβλητοι. Κάθε νέο βλάστημα αποκοβόταν στο τέλος, και μόνον οι ουρανοί ήταν αιώνιοι. Οι αφορισμοί που αποδόθηκαν στους σοφούς του 6ου αιώνα (επτά, ή δέκα, ή δεκαεπτά τον αριθμό – ανάλογα με τις εκάστοτε προτιμήσεις) ήταν «φιλοσοφικοί» με την κοινή έννοια (δηλαδή, καταθλιπτικοί): «γνῶθι σαυτόν»· «μηδέν άγαν»· «ἐγγύην φεύγειν»· «καιρόν γνῶθι»· «οἱ πλεῖστοι ἄνθρωποι κακοί». Ταυτόχρονα, και αυτό ακόμη το γεγονός ότι μεγάλωσαν μέσα στα ερείπια θα μπορούσε να δώσει σε κάποιους την εντύπωση ότι οι ίδιοι τουλάχιστον ήταν νέοι. Ό,τι κι αν είχε επιτευχθεί προηγουμένως, και χαθεί, θα υπήρξε ίσως κάποια στιγμή που ο κόσμος ήταν νέος και θα μπορούσε να επανεπινοήσει και να επανανακαλύψει το μεγαλείο. Σύμφωνα με τον Πίνδαρο: «Σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος, ἀλλ’ ὅταν αἴγλα διόσδοτος ἔλθῃ, λαμπρόν φέγγος ἔπεστιν ἀνδρῶν καί μείλιχος αἰών».*
Σύμφωνα με τους ποιητές, που πρώτοι αυτοί μίλησαν για Ελλάδα, το Κάτι προέκυψε από το Τίποτα και, έγινε, σιγά-σιγά, ο κόσμος της ανθρώπινης, της ελληνικής εμπειρίας: οι θνητοί παρέπαιαν στον κόσμο φοβούμενοι τις όμορφες ή φρικτές παρουσίες, μα όχι χωρίς τη θνητή τους αξιοπρέπεια. Οι δυνάμεις που είχαν διαμορφώσει τον κόσμο, καθαρά εγωιστικές παρορμήσεις, βρίσκονταν τώρα σε ισορροπία υπο τον παντεπόπτη Ουρανό, που όριζε οι άνθρωποι να τηρούν τις υποσχέσεις τους και να προσφέρουν φιλοξενία σε όλους (ή τουλάχιστον σε οποιονδήποτε ήταν κάποιος). Ορισμένοι βρέθηκαν έγκλειστοι στο σκοτάδι κάτω από τη γη· άλλοι ξαναγεννήθηκαν ως αφοσιωμένοι -ή αρκετά αφοσιωμένοι- Ολύμπιοι: την Μήτι, για παράδειγμα, την πανούργα σοφία, την καταπίνει ο Δίας, και την επανεπινοούν ως Αθηνά. Ο Ξένιος Ζευς, ο Όρκιος Ζευς (ο θεός των Ξένων, ο Θεός των Όρκων) δεν θα άφηνε την προδοσία ατιμώρητη, ούτε θα επέτρεπε στους κοινούς θνητούς να ορθώσουν πολύ το ανάστημά τους. Στην εποχή του Κρόνου κάναμε ό,τι θέλαμε, τώρα όμως ζούμε με πειθαρχία. Οι ιστορίες που αφηγήθηκαν οι ποιητές ήταν επίσης σκανδαλώδεις, σαν οι δυνάμεις να ήταν τεράστια, λάγνα παιδιά, πλασμένα στη φαντασία όσων πίστευαν ότι επιτυχία είναι να υποτάξει κανείς τους εχθρούς του και μετά να το γιορτάσει με την άνεσή του. Μεταγενέστεροι Πλατωνικοί παρουσίασαν αλληγορικά τους μύθους (όπως μόλις έκανα), και έτσι ενέπνευσαν τον Φίλωνα, Ιουδαίο του 1ου αιώνα στην Αλεξάνδρεια, να βρει νέα, φιλοσοφικά, νοήματα στην Τορά. Ο Πλούταρχος, Βοιωτός του 1ου αιώνα, ο οποίος υπηρέτησε ως ιερέας στους Δελφούς (και, παρεμπιπτόντως, παρέσχε στον Σαίξπηρ πολλές από τις υποθέσεις των έργων του) βρήκε παρόμοια στήριξη στους αιγυπτιακούς μύθους της Ίσιδας και του Όσιρι. Ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος (570- 478 π.Χ.) απεχθανόταν, όπως και ο Κλήμης, τέτοιους μύθους: η δύναμη που κυβερνούσε τον κόσμο δεν μπορούσε στην πραγματικότητα να έχει τη μορφή ενός μόνο από τα υποτελή δημιουργήματα της, αλλά έπρεπε μάλλον να είναι τέλεια καθ’ εαυτήν. Καμία εικόνα του Δία ως ανθρώπου, ταύρου, ή χρυσής βροχής δεν θα γινόταν αποδεκτή, ούτε θα συγκινούσαν τον Δία οι επιθυμίες και τα ξεσπάσματα οργής ενός κατωτέρου είδους. Αλλού, στις ακτές της Μεσογείου, εξίσου αγανακτισμένοι προφήτες αρνούνταν ότι ο Θεός είχε κάποια μορφή που μπορούσε να απεικονιστεί, ή ότι προήλθε από το Τίποτα. Αυτός ο Θεός μπορούσε να είναι γνωστός μόνον ως ο Θεός της Δικαιοσύνης, και ο λαός του Ισραήλ είχε ορίσει εαυτόν ως τον εκλεκτό του, ενώ τα άλλα έθνη υπηρετούσαν, στην καλύτερη περίπτωση, τους υπηρέτες του, τους δαίμονες, εκτός αν υπάκουαν σε αυτόν.
Οι μεταγενέστεροι αναγνώρισαν τους Εβραίους ως «έθνος φιλοσόφων», αφοσιωμένους στη ζωή του φιλοσόφου, σύμφωνα με τους νόμους του Θεού, όχι του βασιλιά, και όχι σύμφωνα με τις όποιες επιταγές του όχλου. Δεν ήταν όμως φανερό αρχικά ότι οι Έλληνες φιλόσοφοι έλεγαν τα ίδια με τους Εβραίους προφήτες. Η αρχή του Ξενοφάνη είχε τις επιπτώσεις της: από τη μία πλευρά, το Κάτι, από το οποίο παίρνει μορφή ο κόσμος, δεν μπορεί να έχει τη μορφή κανενός από τα παράγωγά του– από την άλλη, τίποτα δεν μπορεί να γίνει πιστευτό ως αληθής περιγραφή εκείνου του ίδιου του «Κάτι», εφόσον φανερά θα οφείλει την καταγωγή του στον ιδιαίτερο χαρακτήρα εκείνων που το περιγράφουν. Όμως, φυσικά, ένα Κάτι τόσο απολύτως διαφορετικό από οποιοδήποτε συγκεκριμένο πράγμα είναι αδύνατον να περιγράφει με κοινούς όρους’ και ένα Κάτι, η αληθής περιγραφή του οποίου δεν πρέπει να οφείλει τίποτα στον χαρακτήρα εκείνων που το περιγράφουν, είναι κάτι άπιαστο για εμάς: ό,τι και αν εμείς θεωρήσουμε εύλογο να πούμε πως Αυτό είναι, θα είναι ό,τι εμείς θεωρούμε ως εύλογο. Αν είναι παράλογο να πιστεύουμε ότι το Κάτι έχει γαλάζια μαλλιά και γενειάδα (φέρ’ ειπείν), δεν θα πρέπει να είναι εξίσου παράλογο να το θεωρούμε ως έλλογο; Εάν Θαλής ο Μιλήσιος (ένας επιχειρηματίας του 6ου αιώνα που κατέληξε να γίνει φιλόσοφος) είχε δίκιο, όταν έλεγε ότι το Ύδωρ είναι η αρχή των πραγμάτων, δεν εννοούσε το υδαρές ύδωρ, το κοινό νερό. Μπορεί να εννοούσε απλώς, όπως ο Ηράκλειτος, ότι «τά πάντα ρεΐ»· μπορεί απλώς να αναζητούσε την πιο εμφανή εικόνα για εκείνο το Ον «εντός του οποίου ζούμε και κινούμαστε και υπάρχουμε». Οι ποιητές γνώριζαν ότι οι θεοί «παίρνουν μορφές» που δεν είναι ουσιαστικά οι δικές τους, ότι μιλούν διαφορετική γλώσσα, αναπνέουν διαφορετικό αέρα, και ωστόσο δεν ήταν απόλυτα ξένοι: ο Ξενοφάνης, για να τιμήσει τους θεούς και για να διαμαρτυρηθεί για τη δυσφήμησή τους, τους έκανε τελείως αγνώστους.
Το θέμα δεν ήταν «μόνο θεολογικό», σαν να υπήρχε μια διαφορετική σφαίρα λογικού στοχασμού, όπου δεν προέκυπταν τέτοιου είδους προβλήματα. Θεολογία, αρχικά, σήμαινε απλώς συζήτηση για τις ανεξιχνίαστες, ακατανόητες δυνάμεις και αιτίες του κόσμου (γι’ αυτό και εγώ μιλώ για το Κάτι και όχι για Θεό). Από προφανής, ένα βασίλειο ανθρωπίνων αποτυπωμάτων και ιχνών, ο κόσμος κατέστη μυστηριώδης. «Ἐν βυθῷ γάρ ἡ ἀλήθεια», διακήρυττε ο Δημόκριτος από τα Άβδηρα (περ. 460-357 π.Χ.). Αυτός ο αφορισμός σήμερα φαίνεται αυτονόητος: το πώς είναι στην πραγματικότητα τα πράγματα και το πώς φαίνονται σε εμάς, ή στον οποιονδήποτε, δεν είναι κατ’ ανάγκην, ή έστω καν, το ίδιο. Τότε δεν ήταν φανερό, και ο αφορισμός είναι σκόπιμα παραδοξολογικός. Η λέξη «αλήθεια» δεν σήμαινε για τους Αρχαίους Έλληνες μόνον ό,τι σημαίνει για εμάς σήμερα, και είναι σαφές ότι εκείνοι, αν ήθελαν, μπορούσαν λέγοντας Αλήθεια να εννοούν είτε το «Μη λανθάνον» είτε το «Μη κεκρυμμένον»· η πραγματική ετυμολογία της είναι κατά πάσα πιθανότητα τελείως διαφορετική. Η Αλήθεια που κείται στα δημοκρίτεια βάθη είναι παραδοξολογική γιατί «η Αλήθεια» θα έπρεπε μάλλον να είναι αυτό που δεν κρύβεται, το φανερό. Η Αλήθεια είναι αυτό που δεν μπορούμε να λησμονήσουμε γιατί ποτέ δεν δύει, γιατί δεν υπάρχει κάτι άλλο για να πάρει τη θέση της (όπως το σκοτάδι αντικαθιστά το φως) – όπως είπε ο Ηράκλειτος από την Έφεσο (ακμή: περ. 500 π.Χ.). Η Αλήθεια είναι ο παντεπόπτης ουρανός μέσα στον οποίο – και όχι απλώς κάτω από τον οποίο – ζούμε.
Και όμως, κρύβεται. Στην πραγματικότητα, διακήρυττε ο Δημόκριτος, δεν γνωρίζουμε τίποτα· όλα όσα αντιλαμβανόμαστε είναι μόνο «κατά συνθήκη αληθινά», αληθινά νόμω. Διαφορετικές συνήθειες γεννούν διαφορετικούς αισθητούς κόσμους, διαφορετικές ιστορίες, αλλά η αλήθεια συνολικά είναι μόνον «άτομα και το κενό». Σε μεταγενέστερη εποχή, αυτός ο «ατομισμός» μπορεί να χαιρετιστεί ως μια λαμπρή προεικόνιση της φυσικής θεωρίας: ο Πλάτων, όπως έλεγαν οι επικριτές του, δεν αντιμετώπισε ποτέ ευθέως τον Δημόκριτο (ο οποίος είχε επισκεφτεί την Αθήνα όσο ζούσε ο Σωκράτης), επειδή φοβόταν μια πραγματική αντιπαράθεση με έναν ικανό αντίπαλο. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι σύγχρονοι φυσικαλιστές μιλούν σαν ο κοινός ανθρώπινος κόσμος να ήταν μια τέλεια παραίσθηση (ενίοτε ακόμη και αρνούμενοι ότι υπάρχει κάτι στο οποίο εμφανίζεται η παραίσθηση). Σε αυτήν την περίπτωση, φυσικά, τα λόγια και τα κείμενα που προτείνουν τη θεωρία είναι και αυτά παραίσθηση (και αυτό γιατί εξαρτώνται από συγκεκριμένες ανθρώπινες γλώσσες έστω και για να γίνουν αντιληπτά). Ο Δημόκριτος υπήρξε ίσως πιο προσεκτικός, αναγνωρίζοντας ότι και αυτοί ακόμη οι λόγοι που έχουμε για να πιστεύουμε πως οι αισθήσεις δεν μας δείχνουν την Αλήθεια απορρέουν από αυτό που μας δείχνουν οι αισθήσεις. Ο ατομισμός του δεν ήταν τόσο φυσική θεωρία όσο αποτέλεσμα ενόρασης. Όπως και άλλοι, προγενέστεροι σοφοί, λέγεται ότι είχε και αυτός ταξιδέψει πολύ στην Ανατολή και ότι σύχναζε, όπως οι βουδιστές μοναχοί, σε νεκροταφεία προκειμένου να μελετήσει, χωρίς αμφιβολία, την αποσύνθεση του σώματος. Τα πρόσωπα (όπως και η γεύση, η θερμοκρασία και τα χρώματα) υπάρχουν «κατά συνθήκη»: «στην πραγματικότητα» υπάρχουν μόνον άτομα και το κενό. Όλα, μηδενός εξαιρουμένου, τα κοινά αντικείμενα συντίθενται από άτμητα απλά. Επειδή δεν μπορεί να υπάρχει επ’ άπειρον αναγωγή μερών, πρέπει να υπάρχουν απεριόριστες τον αριθμό απλές μονάδες (τα άτομα), χωρίς τα χαρακτηριστικά των σύνθετων προϊόντων τους. Όπως και προηγουμένως, ο πραγματικός κόσμος, το explanans – το εξηγούν – δεν μπορεί να έχει τις ιδιότητες που καλείται να εξηγήσει.
Αυτό ακριβώς το χάσμα μεταξύ Φαινομένου και μιας υποθετικής Πραγματικότητας θα αποτελέσει το κεντρικό νήμα του φιλοσοφικού στοχασμού στον αρχαίο κόσμο (και σε άλλους). Ωστόσο ένας φιλόσοφος έφτασε στο σημείο να αρνείται ότι υπάρχουν πολλαπλές αλήθειες, ή οποιοδήποτε είδος αναλήθειας. «Είναι ανάγκη», είπε ο Παρμενίδης, «να λέμε και να σκεφτόμαστε ότι το Ον Είναι». Μια πιθανή ερμηνεία εξισώνει αυτή τη ρήση με το καθήκον να είμαστε φιλαλήθεις: γι’ αυτό που είναι, πρέπει να λέμε ότι είναι’ γι’ αυτό που δεν είναι, πρέπει να λέμε ότι δεν είναι. Ακόμη και αυτό, μολονότι μοιάζει με αυταπόδεικτη αλήθεια, είναι σημαντικό: γιατί, στο κάτω-κάτω, να μη λέμε ψέματα, να μην επινοούμε ιστορίες, να μην κρυβόμαστε από την αλήθεια; Το ότι η αλήθεια μάς φορτώνει με την ευθύνη της, το οτι μπορούμε να κρύψουμε, αλλά δεν πρέπει, μας λέει κάτι για τη φύση της (κυρίως ότι δεν είναι, όπως διατείνονταν μεταγενέστεροι στοχαστές, ανεξάρτητη από αξίες). Όμως, ο Παρμενίδης συμπέρανε περισσότερα από αυτό. Ανάμεσα στις «κατά συνθήκη αλήθειες», πράγματα για τα οποία συμφωνούμε ότι είναι αληθή αλλά, στην πραγματικότητα, δεν είναι, υπάρχουν ισχυρισμοί περί αλλαγής και δυνατότητας. Θα μπορούσαν να είναι άλλα πράγματα από ό,τι είναι· άλλα πράγματα από ό,τι είναι δεν είναι· κάποια πράγματα γεννώνται και άλλα φθείρονται. Πώς συμβαίνει αυτό; Ό,τι δεν είναι, δεν είναι, και έτσι δεν μπορεί να ειπωθεί ή να περιγράφει. Δεν μπορεί να υπάρχει κενό, ούτε Τίποτα– ούτε μπορούν να υπάρχουν πολλά τίποτα, αποκυήματα της φαντασίας– ούτε μπορούν τα πράγματα να γίνουν Τίποτα, ούτε και υπήρξαν ποτέ Τίποτα. Ο Παρμενίδης δεν συμπέρανε ότι υπάρχουν, κατά κάποιον τρόπο, πράγματα που δεν υπάρχουν (τα οποία, σύμφωνα με όσα είπαμε και. την κοινή λογική, είναι υπαρκτά), αλλά μάλλον ότι δεν θα μπορούσε να υπάρχει ούτε κενό, ούτε αλλαγή, ούτε διαφορά. Ο Δρόμος της Αλήθειας απαιτεί από εμάς να πιστεύουμε ότι το Ον Είναι, και ότι σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να συμβαίνει διαφορετικά.
«Η έμπνευση του Παρμενίδη»: έτσι ακριβώς το παρουσίασε. Ο Παρμενίδης καταγόταν από την Ελέα και έζησε τον 6ο αιώνα π.Χ.,, αργότερα έλεγαν ότι ήταν μαθητής του Ξενοφάνη, και ότι είχε διδάξει τον Πυθαγόρα (για τον οποίο περισσότερα πιο κάτω). Επέλεξε να παρουσιάσει τη σκέψη του έμμετρα, ως την αποκάλυψη μιας θεάς. Άλλοι, όπως ο μαθητής του Ζήνων ο Ελεάτης, μπορεί να υποστήριζαν ότι, στον Δρόμο του Φαίνεσθαι, υπήρχαν άλυτες αντιφάσεις, και ο ίδιος ο Παρμενίδης μπορεί να επικέντρωσε την προσοχή του – ο Πλάτων πάντως πίστευε ότι το έκανε – στο λογικό επιχείρημα για να φτάσει στο συμπέρασμά του. Ωστόσο, το κείμενό του αρχίζει ως αποκάλυψη. Ομοίως, μεταξύ των Εβραίων, οι δάσκαλοι μπορεί, τελικά, να μιλούσαν για τις ιδιότητες (ας τις ονομάσουμε έτσι) του Κυρίου, αλλά ξεκινούσαν με μία συγκλονιστική αποκάλυψη του Ενός Όντος. Οι ποιητές και οι φιλόσοφοι εσφαλμένα θεώρησαν – όπως είπαν ο Παρμενίδης και οι προφήτες – ότι το Τίποτα προηγήθηκε του Παντός: δεν υπήρξε, ούτε υπάρχει, το Τίποτα. Υπάρχει το Κάτι που πρέπει να υπάρχει, η μόνη Αλήθεια που ψάχνουμε στα τυφλά να την εκφράσουμε με όλα όσα λέμε. Κάθε μικρή αλήθεια είναι ((αληθής» μόνο κατά συνθήκη, γιατί εμείς συμφωνούμε να την θεωρούμε ως τέτοια. Η Αλήθεια δεν είναι ούτε ενδεχομενική (σαν να μην υπήρχε τίποτα αληθινό), ούτε ατελής (σαν να υπήρχε κάτι άλλο ως αληθινό, απαραίτητο για να την εξηγήσει), ούτε διαφοροποιείται στη μία ή την άλλη μικρή αλήθεια. Εάν (χάριν του επιχειρήματος) η πρόταση «ο Πυθαγόρας γεννήθηκε στην Σάμο» είναι αληθής, και το ίδιο η πρόταση «ο Ιωάννης πέθανε στην Έφεσο», τότε το ότι ο Πυθαγόρας γεννήθηκε στην Σάμο και το ότι ο Ιωάννης πέθανε στην Έφεσο θα ταυτίζονταν μεταξύ τους, όπως ακριβώς ταυτίζεται ο Έσπερος με τον Αυγερινό (όντας και οι δύο – όπως ανακάλυψε είτε ο Παρμενίδης είτε ο Πυθαγόρας, ο δάσκαλός του – ο πλανήτης Αφροδίτη). Δεν είναι διαφορετικές αλήθειες, γιατί υπάρχει μόνο μία αλήθεια: τίποτα που ονομάζει μια διαφορετική αλήθεια δεν αποτελεί αληθινή ονομασία για κάτι.
Πολλά από αυτά μάς φαίνονται σήμερα σοφιστείες, όπως και στον Πλάτωνα, ο οποίος ανέλυσε τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσαμε παρόλα αυτά να εκστομίζουμε ψεύδη με τρόπο κατανοητό, και το πώς αυτό που δεν «υπήρχε» θα μπορούσε ωστόσο να είναι νοητό. Οι σοφιστείες έχουν και αυτές τη χρησιμότητα τους: μας επιτρέπουν να κάνουμε τις διακρίσεις που χρειάζεται να κάνουμε για να αντεπεξέλθουμε στην καθημερινή ζωή. Παρόλο που ο Σενέκας, για παράδειγμα (Ρωμαίος Στωικός, περιβόητος γιατί δίδαξε, ή γιατί απέτυχε να διδάξει, τον Νέρωνα), θεωρούσε γελοίο να διαθέσει χρόνο σε πλάνες (όπως: Ο «μυς» είναι μία συλλαβή και οι μύες τρώνε τυρί, άρα τουλάχιστον κάποιες συλλαβές τρώνε τυρί), αυτό ακριβώς το άτοπο (που δεν θα διακρινόταν εύκολα χωρίς τα εισαγωγικά) ισοδυναμεί με τη σημαντική θέση ότι ένας χάρτης δεν είναι η επικράτεια, οι λέξεις μας σε καμία περίπτωση δεν είναι ο κόσμος. Όμως, το Ον του Παρμενίδη, ακόμη και ως ιδέα, έχει πιο μακρόχρονη ιστορία από την απλή ταύτιση κάποιων προβλημάτων με το συνδετικό ρήμα (δηλαδή, με τον γραμματικό τύπο που συνδέει το υποκείμενο με το κατηγορούμενο: .. .είναι …). Εάν είχε δίκιο, τότε η Αλήθεια που αρέσκεται να κρύβεται απέχει ακόμη πιο πολύ, απ’ όσο υπέθετε ο Δημόκριτος, από τον Δρόμο του Φαίνεσθαι. Εάν δεν γνωρίζουμε τίποτα για την πραγματικότητα (όπως είπε ο Δημόκριτος), πώς μπορούμε να λέμε ότι συντίθεται από άτμητα στοιχεία εγκατεσπαρμένα στον χώρο και κινούμενα πέρα από τον χρόνο; Άπαξ και κλείσουμε τα μάτια στο φαίνεσθαι, δεν έχουμε άλλον λόγο για να πιστεύουμε ότι υπάρχουν καν πολλά πράγματα, ή ότι ο Χώρος και ο Χρόνος είναι κάτι παραπάνω από δρόμοι που μας φαίνεται ότι βλέπουμε. Αν μπορούμε όντως να γνωρίσουμε μία αλήθεια – ο Παρμενίδης έλεγε ότι μπορούμε – αυτό δεν θα συμβαίνει βάσει του αισθητηριακού φαίνεσθαι. Μόνον η λογική δηλώνει σαφώς τι Είναι. Η αλήθεια η φανερή μόνο στη θεϊκή διάνοια είναι αυτό που η διάνοια δηλώνει ότι είναι: δεν μπορεί να υπάρξει διαχωρισμός ανάμεσα στο Είναι και το Νοείν. Αυτό, για τον Παρμενίδη, είναι το Εν.
Στόχος του Ζήνωνα, του μαθητή του, ήταν να καταστήσει τις εναλλακτικές της εξήγησης του Παρμενίδη ακόμη λιγότερο αποδεκτές: οπωσδήποτε, ακουγόταν παράξενο να λέει ότι δεν μπορεί να υπάρξει μεταβολή, ή διαφορά. Η ρήση του Ηράκλειτου, ότι τα πάντα αλλάζουν, μας φαίνεται αρχικά περισσότερο εύλογη. Όμως η ίδια η έννοια της αλλαγής, όπως υποστήριζε ο Ζήνων, συνεπαγόταν ένα αναπόδραστο παράδοξο. Για να αλλάξει κάτι ολόκληρο έπρεπε πρώτα να αλλάξει κατά το ήμισυ– και θα μπορούσε να θεωρηθεί τότε ότι κάθε νέο στάδιο που προκύπτει από την κατά το ήμισυ αλλαγή είναι κάτι ολοκληρωμένο, και ότι υπάρχει άλλο ένα κατά το ήμισυ στάδιο να επιτευχθεί πρώτα. Ο Αχιλλέας δεν θα μπορούσε ποτέ να ξεπεράσει τη χελώνα, αφού αυτή πάντα θα είχε μετακινηθεί, όταν ο Αχιλλέας θα έφτανε εκεί όπου είχε βρεθεί προηγουμένως η χελώνα– το βέλος δεν θα έφτανε ποτέ στον στόχο του, ούτε θα κινούνταν καν, αφού ανά πάσα στιγμή αυτό δεν θα καταλάμβανε διάστημα μεγαλύτερο από το μήκος του, και ό,τι καταλαμβάνει διάστημα ίσο με τον εαυτό του πρέπει να είναι ακίνητο. Τα Παράδοξα του Ζήνωνα, που εξακολουθούν να γοητεύουν όσους αγαπούν τα αινίγματα, επινοήθηκαν για να δείξουν ότι, παρά τα φαινόμενα, δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει αλλαγή ή διαφορά, ότι στην πραγματικότητα υπάρχει μόνο το Εν. Υπάρχει άλυτη διαμάχη ανάμεσα στις απαιτήσεις της λογικής και της αίσθησης. Κάθε διαφοροποίηση (και όχι απλώς η προσωρινή αλλαγή) ενέχει μία αντίφαση. Σκεφτείτε την όποια υποτιθέμενη διάκριση ανάμεσα στο Α ως x και το Α ως μη-χ (όπως θα μπορούσε να είναι μια αλλαγή από το θερμό στο ψυχρό, ή αλλιώς μια χωρική διαφορά ανάμεσα στο να είναι κάτι κόκκινο και στο να είναι πράσινο). Σκεφτείτε την τελευταία στιγμή (ή το απώτατο σημείο) όπου το Α είναι χ: είναι αυτή η ίδια ή διαφορετική από την πρώτη στιγμή όπου είναι μη-χ; Αν είναι η ίδια, τότε υπάρχει ένα σημείο ή μία στιγμή όπου το Α είναι και x και μη-χ· αν δεν είναι η ίδια, τότε υπάρχει ένα διάκενο (άγνωστο πόσο μεγάλο) όπου το Α δεν είναι ούτε x ούτε μη-χ. Ούτως ή άλλως, οι νόμοι της αντίφασης ή του αποκλειόμενου τρίτου δεν ισχύουν. Αυτό είναι άτοπο. Ο Ζήνων, προκειμένου να χαλαρώσει την προσκόλλησή μας στον κοινό νου, όπως λεγόταν, επινόησε τη διαλεκτική’ αυτός παρέμεινε, όπως θα διαπιστώσουμε, ο κρυφός της σκοπός. Ο Ζήνων, παρεμπιπτόντως, ήταν ένας από εκείνους που πέθανε βίαια όπως μοιραία πεθαίνουν οι φιλόσοφοι: αψήφησε με τέτοιο θάρρος κάποιον τύραννο, ώστε ο τύραννος, αφού τον εκτέλεσε, ανατράπηκε.
Είναι πιθανό, τελικά, το ποίημα του Παρμενίδη να ήταν μόνον επίφαση, και ο ίδιος να μην όφειλε στην πραγματικότητα τη σκέψη του σε έμπνευση. Δύο άλλες μορφές από την ομάδα της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας είναι λιγότερο επιδεκτικές επαναπροσδιορισμού: ο Πυθαγόρας (ακμή: περ. 530) και ο Εμπεδοκλής (ακμή: περ. 450). Αμφότεροι συνεισέφεραν τα μέγιστα στην επιστήμη μας, αμφότεροι δήλωναν προφήτες, ακόμη και σαμάνοι-μάντεις. Αμφότεροι ισχυρίζονταν ότι θυμούνταν τις παρελθούσες ζωές τις οποίες δεχόταν μια παράδοση της αρχαϊκής σκέψης. Αμφότεροι. ισχυρίζονταν (ή άλλοι το ισχυρίζονταν για λογαριασμό τους) ότι ήταν θεοί. Παράλληλα, ο Πυθαγόρας έθεσε τα θεμέλια της παραγωγικής γεωμετρίας, και ο Εμπεδοκλής διερεύνησε τα φυσικά συμβάντα περισσότερο ευρηματικά από οποιονδήποτε άλλον πριν από τον Αριστοτέλη. Η τελική κατάσταση στην οποία περιήλθε η ελληνική φιλοσοφία, πριν την παρασύρει για μια χιλιετία περίπου το ιουδαϊκό, χριστιανικό και ισλαμικό ρεύμα, ήταν ένας πυθαγόρειος ή «ορφικός» Πλατωνισμός: κατάσταση που οι πεφωτισμένοι χαρακτηρίζουν ως ένα «μυθόπληκτο, άμορφο σκοτάδι» (για το οποίο θα πούμε περισσότερα πιο κάτω). Όμως, ο Πυθαγόρας ήταν εκείνος που έδειξε (τουλάχιστον σε κάποιους) τον τρόπο για να διακρίνει κανείς την αθέατη Πραγματικότητα, την Αλήθεια. Η γλώσσα που οι θεοί μιλούν μεταξύ τους είναι η γλώσσα των αριθμών. Εμείς δεν χρειάζεται πια να εξαρτιόμαστε από την ανεπαρκή όραση για να μάθουμε νέες αλήθειες: αυτές μπορούν να συναχθούν από μαθηματικές αρχές, και τα ίδια πρότυπα μπορούν να παρατηρηθούν με απίστευτα διαφορετικούς τρόπους. Μεγάλο μέρος της πυθαγόρειας, ή υποπυθαγόρειας, εξέτασης του θέματος ήταν απλή αριθμολογία, που εξαρτιόταν από τις μαγικές ιδιότητες των απλών αριθμών πολλοί δρόμοι αποκλείστηκαν – όπως και σε μεταγενέστερες εποχές- από φόβο για τις υποτιθέμενες άρρητες σχέσεις. Η ιστορία έλεγε ότι ο μαθητής που ανακάλυψε, με απλή εφαρμογή του θεωρήματος που εξακολουθεί να είναι γνωστό ως πυθαγόρειο, ότι η τετραγωνική ρίζα του 2 είναι άρρητος αριθμός, πνίγηκε -από καθαρή ατυχία- στη θάλασσα. Οι θεοί κατά καιρούς έλεγαν ασυναρτησίες. Παρέμενε όμως η ελπίδα ότι μπορούμε να δούμε την καθαρή Αλήθεια, αγνοώντας αυτό που δεν μπορούσε να αριθμηθεί. Ο Πυθαγόρας υπήρξε περισσότερο οξύνους από ορισμένους μεταγενέστερους που συμμερίζονταν τις απόψεις του: γιατί, στο κάτω-κάτω, να μπορούμε να μάθουμε τη γλώσσα των θεών, αφού δεν είμαστε θεοί; Αν δεν είμαστε θεοί, γιατί περιμένουμε να μάθουμε περισσότερα από όσα μάς λένε οι αισθήσεις μας; Είχε γεννηθεί ο Θεός των μαθηματικών, και η σκέψη ότι οι μαθηματικοί μπορούν να αποβλέπουν στη θεϊκότητα. Ακόμη και ο Αριστοτέλης, που τον γοήτευαν πολύ λιγότερο από ό,τι τον Πλάτωνα οι αριθμοί, είπε: ((όπως η όραση προσλαμβάνει φως από τον περιβάλλοντα αέρα, έτσι και η ψυχή προσλαμβάνει φως από τα μαθηματικά».
Το σοφιστικό κίνημα
Οι εμπνευσμένοι στοχαστές που μόλις ανέφερα, οι οποίοι έστρεψαν την προσοχή τους σε μια κρυμμένη Αλήθεια, υπήρξαν επίσης, συχνά μάλιστα ανοιχτά, μεταρρυθμιστές. Ο Ηράκλειτος, απορρίπτοντας τις απολαύσεις της Εφέσου, πρόλαβε τους μεταγενέστερους ηθικολόγους, και κατέληξε, όπως λέγεται, ένας χορτοφάγος μισάνθρωπος. Άλλοι επιχείρησαν να ανακαλύψουν ή να εικάσουν πώς είχαν σχηματιστεί οι κοινωνίες, ιδιαίτερα οι πολιτικές, και πώς θα διοικούνταν όσο το δυνατόν καλύτερα. Ο Δημόκριτος, οι φυσικές θεωρίες του οποίου ενέπνευσαν τους πρώτους «ατομικούς», θα μπορούσε πολύ πιο πειστικά να θεωρηθεί ο πατέρας της συμβολαιικής θεωρίας: όπως υπάρχουν ατομικές μονάδες, τα άτομα, έτσι ακριβώς υπάρχουν -κατά συνθήκη τουλάχιστον- και ατομικά πρόσωπα, που από φόβο προσελκύονται σε μεγαλύτερες μάζες. Ο Πυθαγόρας ο Σάμιος, στην αριθμολογία και τη γεωμετρία του οποίου στήριξαν τις ελπίδες τους οι μαθηματικοί κοσμολόγοι, ήταν επίσης ο ασκητής μεταρρυθμιστής της ελληνικής πόλης του Κρότωνα (και ο δικός του θάνατος ήταν βίαιος, προφανώς σε εξέγερση). Οι περισσότεροι φιλόσοφοι συμπέραναν σταδιακά, όπως και ο Ηράκλειτος, ότι δεν υπάρχει ελπίδα για το σύνολο, ότι η παρακμή των πόλεων, η διαφθορά των ηθών, είναι καθολική μοίρα· μόνο μικρές ομάδες φίλων, ή ακόμη και ερημίτες, μπορούν να ζουν όπως πρέπει. Αλλά ακόμη και μέσα σε αυτό το κλίμα απόγνωσης εκείνοι προσέφεραν καθοδήγηση. Είναι παράλογο να διαθέτουμε πολύ χρόνο στη λογική, έλεγε ο Σενέκας, όταν κινδυνεύουν οι ψυχές μας: αντικειμενικός στόχος της φιλοσοφίας είναι η θεραπεία της ψυχής. Ίσως θα έπρεπε να θυμηθούμε την προειδοποίηση του Επίκτητου (του δούλου ενός από τους πιο επικίνδυνους οπαδούς του Νέρωνα, και καλύτερου Στωικού από τον Σενέκα) ότι εκείνος που διατείνεται πως «διδάσκει φιλοσοφία» χωρίς τη γνώση, την αρετή και τη δύναμη ψυχής να αντιμετωπίσει τις καταπονημένες και διεφθαρμένες ψυχές, «και προπάντων χωρίς τη συμβουλή του Θεού που του υποδεικνύει να κατέχει αυτό το αξίωμα» είναι ένας εκχυδαϊστής των μυστηρίων, ένας κομπογιαννίτης.
Η υπόθεση είναι βαρυσήμαντη, πλήρης μυστηρίου, όχι ένα δώρο της τύχης, ούτε κάτι που δίνεται σε όλους τους υποψηφίους… Ανοίγεις ένα ιατρείο, παρόλο που δεν έχεις εξοπλισμό, ει μη μόνο φάρμακα, αλλά το πότε ή το πώς χρησιμοποιούνται αυτά τα φάρμακα ούτε το γνωρίζεις ούτε και μπήκες ποτέ στον κόπο να το μάθεις… Γιατί ριψοκινδυνεύεις με θέματα υψίστης σημασίας; Εάν βρίσκεις τις αρχές της φιλοσοφίας διασκεδαστικές, κάτσε κάτω και στριφογύριζέ τις στο μυαλό σου, μόνος σου, αλλά σε καμία περίπτωση μην αυτοαποκαλείσαι φιλόσοφος.
Τα μαθήματα που οι φιλόσοφοι οφείλουν να επαναλαμβάνουν, να καταγράφουν καθημερινά και να εφαρμόζουν, όπως έλεγε ο Επίκτητος, είναι: η υπεροχή της ατομικής ηθικής επιλογής, η σχετική ασημαντότητα του σώματος, της κοινωνικής τάξης και της περιουσίας, καθώς και η γνώση για το τι τους ανήκει και τι τους έχει παραχωρηθεί. Ο δούλος (ο Επίκτητος) στην προκειμένη περίπτωση συμφωνεί με τον αυτοκράτορα (τον Μάρκο Αυρήλιο): οι ψυχές μας, και μόνον οι ψυχές μας, είναι αυτό που μπορούμε να σώσουμε.
Οι βολές του Πλάτωνα κατά των Σοφιστών του 4ου αιώνα (σοφιστής παλαιότερα σήμαινε απλώς «σοφός») δημιούργησαν στους διαδόχους του τη βεβαιότητα ότι η «σοφιστεία» (η μέθοδος των σοφιστών) ήταν κάτι κακό – ένα πάρεργο κομπογιαννιτών. Μπορεί να είχε δίκιο που το πίστευε αυτό, γιατί είδε την αξιοσύνη τους στον πειστικό λόγο ως μια συνειδητά αμοραλιστική μέθοδο, που αδιαφορούσε για τις πραγματικές αξίες. Κάποιοι μεταγενέστεροι επιστήμονες διατείνονται ότι δεν υπάρχει καμία γνώση (καμία επιστημονική γνώση) αληθινής αξίας και έτσι συμπεραίνουν ότι δεν έχουν καμία υποχρέωση να λαμβάνουν υπ’ όψιν τις αξίες. Εκείνοι που δηλώνουν πρόθυμοι να υπηρετήσουν κάθε αφεντικό που θα τους πληρώσει καλά, δεν θα εκπλαγούν αν τους αντιμετωπίσουν με δυσπιστία – ακόμη και εκείνοι που τους εξαγοράζουν. Όμως, παρόλο που ο Πλάτων είχε δίκιο, μπορεί επίσης να αποδειχτεί ότι και οι Σοφιστές είχαν δίκιο.
Εμπνευσμένοι και «ευαγγελικοί» στοχαστές μπορεί να θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο, αλλά ακόμη και απλοί άνθρωποι μπορεί να υπηρετούν μία συγκεκριμένη αποστολή. Κάποιοι Σοφιστές, αναμφίβολα, δεν ήταν παρά αυτό ακριβώς που έλεγαν ότι είναι: δάσκαλοι χρήσιμων τεχνών, κυρίως χρήσιμων σε αντιδικίες.
Όταν το έπαθλο ήταν η ζωή του ανθρώπου ή τα προς το ζην, όπως κατά πάσα πιθανότητα συνέβαινε στα δικαστήρια, αυτές οι τέχνες ήταν επιθυμητές και ταυτόχρονα επικίνδυνες. Η κοινωνική ειρήνη είναι εύθραυστη: πόσους αγώνες μπορεί να αντέξει, και πόσο εύκολα μπορεί να παραχωρήσει προνόμια σε εκείνους που είναι αρκετά πλούσιοι για να πληρώσουν; Το να μάθει κανείς να υπερασπίζεται τον εαυτό του ίσως να μην διαφέρει και πολύ από το να μάθει πώς να δεκάζει έναν ένορκο ή να καταστρέφει έναν εχθρό. Σκεφτείτε πώς αισθανόμαστε για τους μισθοφόρους, που είναι πρόθυμοι να διδάξουν τον καθένα πώς να διεξάγει έναν πόλεμο. Η τέχνη τους μπορεί να είναι πραγματική, και κάποιοι από τους σκοπούς τους δίκαιοι– οι ίδιοι όμως άραγε γνωρίζουν πραγματικά ποιοι σκοποί είναι δίκαιοι, ή το γιατί; Μήπως τους ενδιαφέρει; Και αν ακόμη ένας σκοπός είναι δίκαιος, θα τον επιτύχει άραγε ο εμφύλιος πόλεμος; Ο Γοργίας από τους Λεοντίνους, ο οποίος σε μεταγενέστερα σχόλια παρουσιάζεται επίσης ως ένας ηθικός και γνωσιολογικός σκεπτικιστής, ήταν ίσως ένας τέτοιος καλοπροαίρετος δάσκαλος. Μεταγενέστεροι βιογράφοι αποφάσισαν ότι ήταν μαθητής .του Εμπεδοκλή και δάσκαλος του Αντισθένη του Κυνικού (για τον οποίο θα πούμε περισσότερα πιο κάτω). Υπάρχει ευλογοφάνεια σε όλη αυτή την ιστορία (από μάγος, γητευτής και στη συνέχεια διασκεδαστής ψευδαισθήσεων), που ενδεχομένως όμως δεν οφείλεται παρά στην παρόρμησή μας να ανακαλύπτουμε σχολές και γραμμές πνευματικής καταγωγής. Όπως πολλοί άλλοι φιλόσοφοι (ο ίδιος πάντως δεν αυτοαποκαλούνταν φιλόσοφος), υπηρέτησε ως πρεσβευτής σε ξένες δυνάμεις (στην περίπτωσή του, στην Αθήνα, το 427 π.Χ.).
Οι δύο σπουδαιότεροι σοφιστές, ο Πρωταγόρας (περ. 481-περ. 411 π.Χ.) και ο Σωκράτης (469-399 π.Χ.), ήταν κάτι περισσότερο από μισθοφόροι ή γητευτές. Ο Πλάτων κατέβαλε προσπάθειες να διαφοροποιήσει τον φίλο του Σωκράτη από το οποίο «σοφιστικό κίνημα»’ οι διαφορές όμως που διέκριναν οι σύγχρονοί του μεταξύ τους, με εξαίρεση το ότι ο Σωκράτης ήταν Αθηναίος φιλόπατρις, ενώ οι Σοφιστές απάτριδες ξένοι, ήταν λίγες. Οι Σοφιστές, συνήθως, ταξίδευαν και προσέφεραν επ’ αμοιβή τις υπηρεσίες τους’ ο Σωκράτης έμενε στην Αθήνα και στηριζόταν σε ιδιωτικά μέσα – και στους φίλους του. Όλοι τους έδειχναν να αντλούν μεγάλη ευχαρίστηση από το να υπονομεύουν πατροπαράδοτες βεβαιότητες. Ο Αριστοφάνης συνέγραψε τις Νεφέλες, μία αποτυχημένη κωμωδία, που συνέβαλε ίσως στο να δηλητηριαστούν τα μυαλά των ανθρώπων ενάντια στον Σωκράτη. Βάζει τους ήρωές του να εκστομίζουν πλήθος μεταφορών που κατέχουν κεντρική θέση στους πιο σημαντικούς από τους πλατωνικούς διαλόγους. Ο σωκρατικός στοχαστής «αποστρέφει το βλέμμα» από τα επίγεια για να ενατενίσει αιώνιες οντότητες που δεν είναι οι θεοί της πόλης’ εφαρμόζει επίσης πνευματική μαιευτική μέθοδο, ενθαρρύνοντας τους ακολούθους του να γεννήσουν νέες ιδέες – η πλατωνική προσθήκη είναι ότι οι μαίες θα κρίνουν ποια από τα βρέφη είναι ικανά να ανατραφούν.
Η ιδέα η πιο στενά συνδεδεμένη με τον ιστορικό Σωκράτη είναι το σωκρατικό παράδοξο ότι «κανείς δεν είναι κακός με τη θέλησή του»: γενικά το να πράττει κανείς σημαίνει να κάνει αυτό που θεωρεί καλό, ή αυτό που θεωρεί ότι θα επιφέρει το καλύτερο αποτέλεσμα έναντι της όποιας γνωστής εναλλακτικής λύσης. Αν κάποιος παρόλα αυτά κάνει κακό, το κάνει από άγνοια. Συνεπάγεται ότι οι «κακώς πράττοντες» πρέπει μόνο να διδαχθούν από το σφάλμα τους, και ότι κανείς δεν πρέπει να εξαιρείται από αυτήν τη διδασκαλία. Το να αποφεύγει κανείς την τιμωρία για το κακό που έκανε είναι σαν να αποφεύγει ένα αναγκαίο φάρμακο, ή να προτιμά εν γνώσει του να σφάλλει. Οι πραγματικοί φίλοι πρέπει να νουθετούν ο ένας τον άλλον. Ο Σωκράτης, καθώς φαίνεται, θεωρεί ότι είναι πάντα προτιμότερο να μην εξαπατάται κάποιος, και ότι ακόμη και ο πόνος που προκαλεί η συνειδητοποίηση ότι έχει εξαπατηθεί (αλλά ότι παρόλα αυτά δεν γνωρίζει κάτι περισσότερο για την αλήθεια από το γεγονός πως δεν την έχει βρει) είναι κάτι καλό. Οι συνομιλητές του δεν συμφωνούσαν σε όλες τις περιπτώσεις, αλλά ίσως παρασύρονταν σε μια πιο ανεκτική ψυχική διάθεση από εκείνη που είχαν, όταν θεωρούσαν δεδομένο ότι αντιλαμβάνονταν τα πράγματα σωστά.
Ο Πρωταγόρας, σαφώς ένας επιτυχημένος Σοφιστής, αρνούνταν ότι υπήρχε Αλήθεια διαφορετική από την αλήθεια των ανθρώπων. «Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος», έλεγε’ αυτό ισοδυναμεί με απόρριψη της δημοκρίτειας αποκάλυψης. Η Αλήθεια, για άλλη μία φορά, είναι προφανής, αλλά ό,τι είναι τόσο φανερό για τον έναν, δεν είναι, απαραίτητα, εξίσου φανερό και για τον άλλο. Η επιλογή ανάμεσα σε αντικρουόμενες «αλήθειες» δεν πρέπει να γίνεται με βάση το ότι η μία είναι «αληθέστερη» της άλλης. Στόχος του ήταν, καθώς φαίνεται, να καταστήσει τους ανθρώπους ικανούς να διατηρήσουν μία «καλύτερη» ειρήνη, να βρουν νόμους και θεωρίες που όλοι θα μπορούν να τηρούν. Μια τέτοια γενική ομοφωνία δεν θα είχε περισσότερες αξιώσεις να είναι «αληθής», αλλά εν πάση περιπτώσει θα συνέβαλλε στην αποφυγή των κακών του πολέμου. Αυτό που διαφυλάσσει καλύτερα την κοινωνική ειρήνη είναι η αμοιβαία πειθώ, όχι η όποια κάστα ή φυλή με αδιαμφισβήτητη καταγωγή από τον Θεό. Λέγεται ότι ένας μαθητής συμφώνησε να τον πληρώσει για τα μαθήματα, όταν θα είχε πια κερδίσει την πρώτη του δίκη. Όταν ο μαθητής καθυστέρησε την πληρωμή, ο Πρωταγόρας τον απείλησε με δικαστική αγωγή, επισημαίνοντας ότι, αν έχανε, θα έπρεπε να τον πληρώσει σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου, ενώ, εάν κέρδιζε, θα έπρεπε να τον πληρώσει όπως όριζε η συμφωνία τους. Η απάντηση, αμφίβολης γνησιότητας ίσως, ήταν ότι, αν ο μαθητής κέρδιζε, δεν θα χρειαζόταν να πληρώσει, αλλά και να έχανε, πάλι δεν θα χρειαζόταν να πληρώσει (κατά το δικαστήριο και τη συμφωνία, αντίστοιχα). Η ιστορία μοιάζει με σάτιρα, αλλά λέει πολλά: δύο αντιφατικές προκείμενες μπορούν να οδηγήσουν σε εξίσου πειστικά επιχειρήματα, τα οποία είναι δυνατόν σε κάθε περίπτωση να ανατραπούν. Σημασία έχει, τελικά, αυτό που ορίζεται βάσει συμφωνίας.
Έτσι το αποτέλεσμα της διδασκαλίας και του Σωκράτη αλλά και του Πρωταγόρα ήταν ότι κλόνισαν την πεποίθηση πως «γνωρίζουμε» την Αλήθεια. Αν το μόνο που γνωρίζουμε είναι η ίδια μας η άγνοια, τότε καλύτερα ίσως να φροντίσουμε να βρούμε τι κυρίως επιθυμούμε για το παρόν (χωρίς να επιμένουμε ότι γνωρίζουμε τι θα είναι καλό για εμάς). Η απόρριψη τέτοιων απόλυτων απόψεων μπορεί να φαίνεται ότι έχει ένα «αντινομικό» αποτέλεσμα, την άρνηση να δεσμευτούμε από τους νόμους του δικαίου (όπως πιθανώς σκεφτόταν ο Πλάτων), θα μπορούσε όμως επίσης να υποστηρίξει κανείς ότι οι αντινομιστές κυρίως ήταν εκείνοι που επαγγέλλονταν την απόλυτη, αντικειμενική γνώση. Όταν ο απόμαχος Αθηναίος στρατηγός Θουκυδίδης, στην ιστορία του για την κατάπτωση της πατρίδας του στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ., περιέγραψε τα επιχειρήματα που χρησιμοποίησαν οι Αθηναίοι απεσταλμένοι στην καταδικασμένη Μήλο (την οποία κατέκτησε και λεηλάτησε η Αθήνα), τους απέδωσε την παλαιά διάκριση μεταξύ φυσικού και εθιμικού δικαίου: ήταν φυσικό ο ισχυρός να εξουσιάζει τον αδύναμο, και να μην αναγνωρίζει καμία αρχή ισονομίας. Μόνο το έθιμο και οι μύθοι για τους θεούς απαιτούν σεβασμό προς τους ανυπεράσπιστους– οι ρεαλιστές αντιλαμβάνονταν ότι το μοναδικό κίνητρο όλων ήταν η προσωπική τους επιτυχία, και έπρεπε να είναι αναμενόμενο ότι θα έκαναν τα πάντα για να την εξασφαλίσουν. Οι Αθηναίοι θεωρούσαν, εν ολίγοις, ότι γνώριζαν τι είναι «επιτυχία», και ότι κάθε συναλλαγή έπρεπε να είναι παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, με νικητές και ηττημένους. Αν κάτι τέτοιο δεν ίσχυε, τότε ο αθηναϊκός ρεαλισμός είχε πάρει λανθασμένη κατεύθυνση, και ένας πιο σίγουρος τρόπος, με λιγότερες πιθανότητες αποτυχίας, θα ήταν να βρεθούν τρόποι ύπαρξης τους οποίους όλοι θα προσποιούνταν ότι αποδέχονται.
Έτσι, αμφότεροι ο Σωκράτης και ο Πρωταγόρας υποστήριζαν την ανεκτικότητα και τη συναινετικότητα, και φρόντιζαν να βγουν από την πλάνη όσοι θεωρούσαν ότι είχαν βρει μια τόσο βέβαιη οδό προς την αλήθεια ώστε να μπορούν να αγνοούν την παράδοση και τη γνώμη των φίλων τους. Η καλύτερη «αλήθεια» ήταν εκείνη για την οποία, έστω για λίγο, θα μπορούσαμε όλοι να συμφωνήσουμε. Μπορεί να είναι απλώς τυχαίο το ότι ο Σωκράτης κατέληξε να φαίνεται ως ο υπερασπιστής των αρχαιότερων τρόπων -βασιλικότερος του βασιλέως- ενώ ο Πρωταγόρας ως ο θεωρητικός της Δημοκρατίας. Πολλοί σήμερα φαντάζονται ότι ο «ηθικός ρεαλισμός», η πεποίθηση ότι υπάρχουν πραγματικές αλήθειες με αξία, είναι αυτός που θα οδηγήσει στην «εξουσία των ειδημόνων», και ότι η «δημοκρατία» εδράζεται στην παραδοχή πως ο «ορθός δρόμος» είναι απλώς εκείνος που οι περισσότεροι εγκρίνουμε. Στην πραγματικότητα, δεν φαίνεται να υπάρχει λογική σε αυτήν την άποψη. Ο Πρωταγόρας διατεινόταν ότι θα βοηθήσει τις πόλεις να επιτύχουν μία «καλύτερη» κατάσταση, κατάσταση την οποία θα ενέκριναν, και ο Σωκράτης τους υπενθύμιζε τους απλούς κανόνες που ουσιαστικά εφάρμοζαν στην καθημερινή ζωή τους, όταν επέλεγαν οικοδόμο, υποδηματοποιό, γιατρό, ή κάποιον άλλον επαγγελματία. Ο Σωκράτης, στην ουσία, ζητούσε από τους ανθρώπους να εμπιστεύονται τον κοινό νου για να επιλέγουν τους επίδοξους ηγέτες τους, και όχι να τους υπακούουν μόνο και μόνο επειδή εκείνοι ισχυρίζονται ότι γνωρίζουν την αλήθεια. Ο Πρωταγόρας πρότεινε ότι ο άριστος ηγέτης θα ήταν ο πιο ικανός να πείσει τον λαό να διατηρήσει την ειρήνη. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Σωκράτης πρότεινε την αριστοκρατία και ο Πρωταγόρας τη δημοκρατία. Θα μπορούσε να ισχύει το αντίστροφο. Οι αδύναμοι προστατεύονται καλύτερα από μία αρχαία τάξη πραγμάτων, την οποία οι ισχυροί πιστεύουν ίσως ότι αντέχουν να χάσουν. Η άποψη ότι ο Σωκράτης υποστήριζε την άρχουσα ελίτ, ενώ ο Πρωταγόρας όλες τις επαναστατημένες μάζες, είναι παράλογη: ο Σωκράτης, ίσα-ίσα, καταφέρθηκε ενάντια στην ελίτ, ενώ ο Πρωταγόρας της πούλησε όπλα. Και οι δύο, καθώς φαίνεται, ενόχλησαν πανίσχυρες πολιτικές ομάδες’ έτσι η πόλη των Αθηνών τον έναν τον εκτέλεσε, τον άλλον τον εξόρισε – όπως και τον Αναξαγόρα τον Κλαζομένιο (500-428 π.Χ.), που είχε το παρατσούκλι ο Νους και ήταν ο πρώτος που εισηγήθηκε ότι, παρά τα φαινόμενα, ο Λόγος κυβερνούσε τον κόσμο, και ότι ο ήλιος ήταν μία διάπυρη μάζα από μέταλλο, και όχι θεός. Αμφότεροι, ίσως όχι αδικαιολόγητα, ισχυρίστηκαν ότι πρόθεσή τους ήταν να κάνουν το καλό, έστω και μόνο με το να απαλλάξουν τους ανθρώπους από την πλάνη.
Ο θεϊκός Πλάτων
Καμία ιστορία της αρχαίας σκέψης δεν μπορεί να αποφύγει τον ογκόλιθο που λέγεται Πλάτων. Είναι αλήθεια ότι στην εποχή του το μέγεθος αυτού που ο ίδιος ήταν και έκανε ήταν πολύ λιγότερο φανερό. Υπήρξαν πολλοί άλλοι μετασωκρατικοί, που υποδύθηκαν ποικιλοτρόπως τον ρόλο που πρώτος ο Σωκράτης δημιούργησε ή διασκεύασε. Ο Φαίδων ο Ηλείος, καθώς φαίνεται, διεξήγαγε τις λογικές έρευνες που έχουν έκτοτε τέρψει μυριάδες λύτες αινιγμάτων. Ο Αρίστιππος ο Κυρηναίος επεδίωξε να προσδιορίσει την ταυτότητα των πραγματικών ηδονών, μεγαλύτερης διάρκειας και περισσότερο τερπνών από τις ηδονές της κοσμικής Αθήνας. Ο Αντισθένης, και εν συνεχεία ο Διογένης ο Κυνικός, τον οποίον ο Πλάτων περιέγραψε ως Σωκράτη μαινόμενο, ακολούθησαν το παράδειγμα του Ηράκλειτου απορρίπτοντας τον πολιτισμό για χάρη του πρωτογονισμού (με τη διαφορά ότι εκείνοι παρέμειναν σε πόλεις μόνο και μόνο για να τις ονειδίζουν). Ο Πύρρων ο Ηλείος επιχείρησε να «απεκδυθεί της ανθρώπινης φύσης» του σε τέτοιο σημείο ώστε να μην δέχεται πως οτιδήποτε του συνέβαινε ήταν καλό ή κακό. Τελικά, αυτοί οι ριζοσπάστες κατέκτησαν το όνομα «αληθινοί φιλόσοφοι», παρόλο που ό,τι μας πρόσφεραν τελικά ήταν οι θεωρίες του Πλάτωνα.
Ο κύριος υπεύθυνος για την παρουσίαση του Σωκράτη ως ανθρώπου που κατέστησε εαυτόν αθάνατο μέσα από την επαφή του με το αληθινό Κάλλος, ήταν ο ίδιος ο Πλάτων, και μεταγενέστεροι υπομνηματιστές έχουν διαφωνήσει για την ακρίβεια αυτής της απεικόνισης, ακόμη και για το κατά πόσον ο Πλάτων παρουσιάζει τη «δική του φιλοσοφία» στους διαλόγους του (δραματοποιημένες συζητήσεις ανάμεσα στον Σωκράτη, ή κάποιον άλλο, και έναν νεότερο φίλο – ή ανδρείκελο). Οι επιστολές που αποδίδονται στον Πλάτωνα, ιδιαίτερα η δεύτερη και η έβδομη, διαψεύδουν ότι οποιοδήποτε από τα συγγράμματα του Πλάτωνα περιγράφει τη δική του φιλοσοφία, και τούτο μάλλον επειδή τέτοιες φιλοσοφικές αλήθειες είναι αδύνατον να τις εκφράσει ο γραπτός λόγος παρά επειδή ο ίδιος ο Πλάτων αποκήρυξε τις απόψεις που απέδωσε στον Σωκράτη. Η συνήθης σήμερα εξήγηση είναι ότι οι πρώιμοι διάλογοι, που χαρακτηρίζονται από σχετική απλότητα λεξιλογίου και από αβέβαιη έκβαση, πιθανόν μας δείχνουν κάτι από τον «πραγματικό» Σωκράτη, τον άνδρα που είχε αφοσιωθεί στην ανατροπή αβάσιμων βεβαιοτήτων και στην αναζήτηση της αλήθειας. Χαρακτηριστικά, ρωτά τι ακριβώς εννοούν οι άνθρωποι λέγοντας «ανδρεία», «οσιότητα», «φιλία», ή «αρετή», και απορρίπτει τη συνήθη απόπειρά τους να του απαντήσουν, απόπειρα που συνίσταται στο να δίνουν παραδείγματα για κάθε μία από αυτές. Χωρίς κάποια γενική αρχή, όπως υποδεικνύει ο ίδιος, δεν μπορούμε να καταλάβουμε πώς θα επεκτείνουμε τον κατάλογο των παραδειγμάτων, φέρ’ ειπείν, μιας πράξης ανδρείας. Όταν εκείνοι απαντούν, προσφέροντάς του ένα κριτήριο για το υπό συζήτηση είδος, ο Σωκράτης τούς απαντά παραθέτοντας τους άλλα παραδείγματα που, ενώ φαίνονται ότι αφορούν, φέρ’ ειπείν, την ανδρεία, δεν ταιριάζουν εντούτοις στο κριτήριό της, ή, ενώ φαίνεται ότι δεν αφορούν την ανδρεία, ταιριάζουν. Ο διάλογος τότε καταλήγει με τη θλιβερή ομολογία ότι δεν γνωρίζουμε τι εννοούμε. Μπορεί να φαίνεται, σε αρκετές περιπτώσεις, ότι υπάρχει ανομολόγητη αντίφαση σε αυτήν τη μεθοδολογία: αν μπορούμε, πριν ακόμη διαμορφώσουμε ένα κριτήριο, να αναγνωρίσουμε μία πράξη ανδρείας, και να χρησιμοποιήσουμε την αναγνώριση αυτή για να απορρίψουμε ένα υποθετικό κριτήριο, τότε είναι σαφές ότι δεν χρειάζεται, τελικά, να διατυπώσουμε ρητά αυτό που γνωρίζουμε πολύ καλά. Στον διάλογό του με τον Ευθύφρονα, ο Σωκράτης εύκολα μπορεί να παρουσιαστεί έτσι ώστε να φαίνεται διεφθαρμένος: ο Ευθύφρων είναι σίγουρος ότι ο πατέρας του έχει όντως διαπράξει μια σοβαρή αδικία – και οι περισσότεροι από εμάς θα μπορούσαμε κάλλιστα να συμφωνήσουμε ότι την διέπραξε (έριξε κάποιον αναιδή δούλο σε έναν λάκκο για να πεθάνει). Ο Σωκράτης ανατρέπει τη βεβαιότητά του, θέτοντας εν αμφιβόλω τον τρόπο με τον οποίον ο Ευθύφρων («ο κύριος Ορθή φρόνηση»), κατ’ εντολήν του Σωκράτη, εξηγεί τι θέλει να πει.
Στους διαλόγους της μέσης περιόδου, που παραμένουν ο κολοφώνας του θριάμβου της φιλοσοφικής γραμματείας (όπως είναι ο Μένων, ο Φαίδων, το Συμπόσιο και η Πολιτεία), ο ίδιος ο Πλάτων ανατρέπει ορισμένα προφανώς σωκρατικά αξιώματα. Πρώτον, επινοεί μια ψυχολογία η οποία καθιστά πιθανό το γεγονός ότι οι άνθρωποι θα μπορούσαν να πράξουν κακώς εν γνώσει τους. Η ανθρώπινη πράξη μπορεί να απορρέει από άλλες πηγές εκτός της λογικής, και δεν είναι η άγνοια μόνο αυτή που γεννάει το κακό. Στη σχηματική ψυχολογία του Βουδισμού, ευθύνονται η Οργή, η Λαγνεία και η Άγνοια – αυτό πίστευε και ο Πλάτων (παρόλο που επεξέτεινε την «Οργή» ώς τη μωροφιλοδοξία). Δεύτερον, επεσήμανε ότι ο Σωκράτης βασιζόταν σε μία ανέκφραστη γνώση για ό,τι λογαριάζεται ως ανδρεία, δικαιοσύνη κτλ. Μπορούμε να εκτιμήσουμε την ορθότητα ενός προτεινόμενου κριτηρίου επειδή μπορούμε να κάνουμε διακρίσεις, με τον ίδιο τρόπο που μπορούμε να πούμε αν ένα προτεινόμενο όνομα είναι εκείνο που έχουμε ξεχάσει. Τρίτον, μίλησε με περισσότερη βεβαιότητα για το είδος του είναι που πρέπει να έχουν αυτά τα είδη (δίνοντας έτσι λύση στα παρμενίδεια αινίγματα). Εν ολίγοις, περιέγραψε ό,τι έκτοτε έχει ονομαστεί θεωρία των ιδεών (παρόλο που δεν χρειάζεται να πιστέψουμε ότι υπήρξε ποτέ κάποια ολοκληρωμένη θεωρία), την οποία θα παρουσιάσω σε γενικές γραμμές πιο κάτω. Τέταρτον, παραδέχτηκε – αυτό που ουσιαστικά υπαινισσόταν η σωκρατική πρακτική – ότι η «ορθή δόξα» και η σωστή αγωγή μπορούν να απαλλάξουν την πόλη από το πλήθος των κακών που φέρνουν οι «ελευθερόφρονες». Κατά τη διάρκεια αυτής της μέσης περιόδου, επιχείρησε επίσης να παίξει ουσιαστικό ρόλο στην πολιτική των Συρακουσών, αλλά απέτυχε – ποιο ήταν άραγε το κόστος για το ηθικό του;
Στους διαλόγους της τρίτης περιόδου (που τους χαρακτηρίζει μια νέα υφολογική πολυπλοκότητα και η σταδιακή εξάλειψη του δραματικού Σωκράτη) χρησιμοποιεί μια νέα μέθοδο αναζήτησης ορισμών: κατευθύνεται προς την υπό συζήτηση έννοια με διαδοχικές, και συχνά κάπως παράξενες, διχοτομίες. Ο πολιτικός, λόγου χάριν, ορίζεται σε ένα σημείο ως ένα είδος βοσκού εξημερωμένων, αγελαίων ζώων, ιδιαίτερα εκείνων των δίποδων, χερσαίων, χωρίς κέρατα, πελματοβαμώνων ζώων, που δεν αναπαράγονται με διασταύρωση, και ονομάζονται άνθρωποι. Το πιο κοντινό στον πολιτικό είδος είναι ο χοιροβοσκός. Μια κάπως διαφορετική διχοτομία θα μας είχε προσδιορίσει ως άπτερα δίποδα, και, με άρρητη αναλογία, το πιο κοντινό στον πολιτικό είδος ως χηνοβοσκό ή βοσκό γερανών. Αυτό το είδος διχοτομικού ορισμού χλευάστηκε από την κωμωδία της εποχής, και επικρίθηκε περισσότερο από τον Αριστοτέλη (αλλά στην πραγματικότητα, όπως αφήνεται να εννοηθεί, και από τον Πλάτωνα). Ο Διογένης ο Λαέρτιος, χαρακτηριστικά, επιλέγει να παρουσιάσει τον Πλάτωνα κυρίως ως κάποιον που κατάρτιζε σύνθετους καταλόγους: τρεις κατηγορίες αγαθού, πέντε μορφές πολιτεύματος, τρία είδη δικαιοσύνης, τρία επιστήμης, πέντε ιατρικής, τρία φιλανθρωπίας, και πέντε σοφίας. Κάποιοι μεταγενέστεροι υπομνηματιστές έχουν συμπεράνει ότι ο Πλάτων τελικά εγκατέλειψε την όποια θεωρία ιδεών είχε διατυπώσει ποτέ, και επίσης ότι τελικά πρόδωσε το ριζοσπαστικό, ελεύθερο πνεύμα του δασκάλου του. Ο Σωκράτης, καθώς λένε, θα είχε σίγουρα καταδικαστεί από τους φύλακες σκέψης των τελευταίων φαντασιώσεων του Πλάτωνα, στους Νόμους. Οι άθεοι, όπως προτείνει ο Πλάτων, και όσοι πιστεύουν ότι οι θεοί αδιαφορούν για εμάς είναι εχθροί της κοινωνικής ειρήνης και πρέπει να συνετίζονται’ διαφορετικά, πρέπει να εξορίζονται ή να εκτελούνται.
Η άποψη ότι ο Πλάτων άλλαξε ριζικά νοοτροπία και μεθοδολογία, και ότι στο τέλος της ζωής του έγινε αναλυτικός φιλόσοφος και ταυτόχρονα ιεροεξεταστής, είναι, ως σκέψη, πολύ πρόσφατη για να γίνει απολύτως πιστευτή. Παλαιότεροι κριτικοί είδαν ελάχιστες ενδείξεις αλλαγής διάθεσης, έστω και αν άλλαξαν οι εξωτερικές λεπτομέρειες. Το ότι οφείλουμε υπακοή στους νόμους της πατρίδας μας, όπως επίσης στους γονείς και τους προγόνους μας, είναι μια ιδέα που απαντά τόσο στον (πρώιμο) Κρίτωνα όσο και στους Νόμους. Το ότι ο πολιτικός είναι ένα είδος βοσκού είναι ιδέα που αποδίδεται στον ίδιο τον Σωκράτη από τον Ξενοφώντα, απόμαχο μισθοφόρο και έναν ακόμη συγγραφέα «σωκρατικών διαλόγων». Ο Σωκράτης δεν υμνήθηκε ποτέ ως «ελευθερόφρων» που ακολουθεί σκυφτός τον δικό του δρόμο, αλλά ως πιστός υπηρέτης των θεών. Το ότι μπορούσαν να γίνουν οι βασιλείς φιλόσοφοι παραμένει τελικά ελπίδα, όπως ήταν και στην αρχή, και εξίσου απίθανη να πραγματοποιηθεί. Ούτε τα «άγραφα δόγματα», που κάποιοι τα επικαλούνται προκειμένου να αποδείξουν τη μεταστροφή του Πλάτωνα, δεν τεκμηριώνουν την άποψη αυτή, γιατί – για να λέμε και την αλήθεια – είναι και άγραφα και άγνωστα.
Όμως υπάρχει, σε τελευταία ανάλυση, ένα πρόβλημα σχετικά με τις ιδέες. Οι ιδέες και η σχετική με αυτές Αθανασία της Ψυχής είναι ό,τι συνήθως εννοούμε, όταν μιλάμε για Πλατωνισμό, και δεν είναι ασυνήθιστο ιστορικοί και θεολόγοι να παρουσιάζουν εκείνον τον Πλατωνισμό ως ένα φοβερό λάθος, τρόπον τινά αναμενόμενο από τους Έλληνες (οι οποίοι, όπως «γνωρίζουν» θεολόγοι και ιστορικοί, αδιαφορούσαν για τον φυσικό και τον ιστορικό κόσμο). Για όλα φταίει ο Πλατωνισμός, και οι Έλληνες– για το ότι το σύγχρονο βιομηχανικό σύστημα καταστρέφει τον πλανήτη, και για το ότι οι οπαδοί της πατριαρχίας περιφρονούν τα γυναικεία συναισθήματα. Ακόμη και μία σύντομη γνωριμία με τους επικριτές του Πλατωνισμού θα αποκάλυπτε ότι, στην πραγματικότητα, εκείνοι ήταν που περιφρονούσαν τα συναισθήματα, που πρόσφεραν λόγους για να περιφρονεί κανείς τον πλανήτη και τα άλλα πλάσματα που τον μοιράζονται μαζί μας. Οι Πλατωνικοί, ιστορικά, συνήθως λάβαιναν υπόψη τις υποχρεώσεις μας απέναντι, στα πλάσματα που δεν ανήκουν στο είδος μας. Λέγεται, ότι ο Ξενοκράτης, ο τρίτος διευθυντής της Ακαδημίας, όταν ένα σπουργίτι ζήτησε κοντά του καταφύγιο από ένα γεράκι, το χάιδεψε και το άφησε να φύγει, δηλώνοντας σαφώς ότι δεν πρέπει να προδίδουμε έναν ικέτη. Για τους Πλατωνικούς, η σωματική φύση ήταν ιερή. Ο Πλωτίνος, ο πιο σπουδαίος από τους Εθνικούς Πλατωνικούς, ήταν χορτοφάγος, δεν δεχόταν φάρμακα που παρασκευάζονταν από έρευνες σε ζώα, φρόντιζε για τα ορφανά, και καταφερόταν ενάντια στους «Γνωστικούς» που περιφρονούσαν τα επίγεια. Ο Πορφύριος, ο μαθητής του, ήταν, μέχρι πρότινος, ο μοναδικός «επαγγελματίας φιλόσοφος» που έγραψε εν εκτάσει υπέρ των «δικαιωμάτων των ζώων».
Τι είναι λοιπόν «η θεωρία των ιδεών»; Έχει τρεις τουλάχιστον πηγές: τη συζήτηση περί του τι υπάρχει, περί του πώς το γνωρίζουμε, και περί του τι πρέπει να κάνουμε. Πρώτον, είναι μια απάντηση στις δίδυμες υποθέσεις ότι τα πάντα αλλάζουν και ότι τίποτα δεν αλλάζει. Η απάντηση είναι ότι, αν αλλάζει το οτιδήποτε, πρέπει να υπάρχουν αμετάβλητες ιδέες. Αν τίποτε απολύτως δεν ήταν ποτέ ταυτόν από τη μια στιγμή στην άλλη, ή ταυτόν σε διαφορετικούς τόπους, δεν θα υπήρχαν ούτε στιγμές ούτε εκείνοι οι διαφορετικοί τόποι. Η ορθολογικότητα απαιτεί να υπάρχουν όντως όντα παρόντα σε πολλά διαφορετικά σημεία του χώρου και του χρόνου. Ακόμη και αν αυτές οι ομοιότητες ήταν απλώς εμμενείς, τις κατείχαν εκείνα τα πολλά σημεία και δεν βρίσκονταν ποτέ έξω από αυτά, θα ήταν αρκούντως πραγματικές (ο όρος είδος χρησιμοποιείται ενίοτε για τις εμμενείς ιδέες, και ο όρος ιδέα για τις υπερβατικές). Όλες οι απόπειρες να απορριφθεί τέτοιου είδους ρεαλισμός εδράζουν τη συνάφειά τους στην ίδια ακριβώς σκέψη: ακόμη και το να πούμε ότι δεν υπάρχει τίποτα κοινό μεταξύ Αυτού και Εκείνου, πέραν του ότι χρησιμοποιούμε το αυτό όνομα για να το ονομάσουμε (φέρ’ ειπείν, το «σκύλος») υποδηλώνει και ότι υπάρχει ένας ομιλητής που είναι ο αυτός, και ότι υπάρχει μία λέξη που είναι η αυτή, σε πολλές περιπτώσεις. Ο νομιναλισμός, όπως ονομάστηκε αργότερα, είναι ένα δόγμα κυριολεκτικά αδύνατο να διατυπωθεί. Ο πλατωνικός ρεαλισμός διαφέρει από περισσότερο εμμενείς παραλλαγές του στο ότι παραδέχεται πως υπάρχουν μη πραγματωθείσες οντότητες, είδη των οποίων δεν υπάρχουν επιμέρους περιπτώσεις, και οι οποίες -για άλλη μια φορά- πρέπει να υπάρχουν αν τις σκεφτούμε. Οι μαθηματικές οντότητες που διέκρινε ο Πυθαγόρας δεν μπορούν να εξομοιωθούν με τις απεικονίσεις τους πάνω σε πέτρα ή σε άμμο. Οι αλήθειες για τους κύκλους και τα τρίγωνα θα παρέμεναν αλήθειες, ακόμη και αν δεν υπήρχαν συγκεκριμένα γεωμετρικά σχήματα, και παρόλο που όσα υπάρχουν δεν είναι ακριβώς έτσι όπως ορίζουν εκείνες οι αλήθειες. Η πλειονότητα των πρακτικών μαθηματικών ίσως να είναι κατά βάθος Πλατωνικοί, παρόλο που οι σύγχρονοι φιλόσοφοι μπορεί να λένε ότι δεν θα έπρεπε να είναι.
Πώς γνωρίζουμε αυτά τα πράγματα, ή τα όποια άλλα; Ο Πλάτων αντελήφθη (όπως προανέφερα) ότι πρέπει ήδη να γνωρίζουμε πάρα πολλά που δεν μπορούμε να τα πούμε. Αντελήφθη συγκεκριμένα ότι δεν θα μπορούσαμε σε καμία περίπτωση να βρούμε αποδείξεις για την οποιαδήποτε σκέψη, εκτός εάν ήδη γνωρίζαμε τι μετράει ως απόδειξη και τι ως αληθές. Πώς μπορεί κάποιος να αναγνωρίσει με βεβαιότητα ένα πορτραίτο του Αντισθένη, αν δεν τον έχει συναντήσει ποτέ με σάρκα και οστά; Προκύπτει λοιπόν το εξής ερώτημα: Πώς; Πώς είναι δυνατόν δημιουργήματα σαν εμάς να ανακαλύπτουν αλήθειες, πόσο μάλλον να τις αρθρώνουν; Οι απόπειρες κάποιων συγχρόνων να προτείνουν ότι αυτό εξηγείται από την εξελικτική θεωρία αποτυγχάνουν: η φυσική επιλογή, από τη φύση της, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να επιλέξει πλάσματα ικανά να κοιτούν προς τα πάνω, να παρατηρούν τα σύννεφα και να τα καταλαβαίνουν. Πιθανόν να μπορεί να επιλέξει πλάσματα ικανά να αποφεύγουν τον άμεσο κίνδυνο ή να αναγνωρίζουν πλεονεκτήματα. Όμως, ακόμη και αν -per incredibile – εμφανιζόταν όντως (αλλά πώς;) ένα είδος δημιουργημάτων ικανών να παρατηρούν με ακρίβεια τα σύννεφα, δεν θα ήταν προτιμητέο έναντι των πολύ πιο πρακτικών παρατηρητών του εδάφους. Το κωμικό ανέκδοτο για τον Θαλή ήταν εύστοχο: παρατηρώντας τον ουρανό, έπεσε σε ένα πηγάδι. Το άλλο ανέκδοτο, ότι δηλαδή, παρατηρώντας τον ουρανό, μπόρεσε να προβλέψει μία πλούσια σοδειά ελιάς, είναι πολύ λιγότερο πειστικό, και κάπως άσχετο. Τέτοια μακροπρόθεσμα κέρδη επηρεάζουν ελάχιστα την εξέλιξη. Η μόνη ελπίδα φαίνεται να ήταν η απάντηση του Πλάτωνα: έχουμε την ικανότητα να βλέπουμε αυτές τις αλήθειες, γιατί φέρουμε την εικόνα της αλήθειας μέσα μας, και αυτό το κάνουμε όχι από τύχη ή από φυσική επιλογή, αλλά από την προέλευσή μας, που είναι και προέλευση του κόσμου. Δεν θα μπορούσαμε ποτέ μόνο με τις αισθήσεις να αντιληφθούμε αλήθειες, και έχουμε τα μέσα για να τις αντιληφθούμε γιατί είμαστε απόγονοι εκείνης της ίδιας αυτής διάνοιας που γεννάει το εύτακτο σύμπαν. Η αντίληψη αυτή επικράτησε για τα επόμενα χίλια, και περισσότερα, χρόνια.
Και τι θα έπρεπε να κάνουμε; Οι ιδέες καθ’ εαυτές γεννούν θαυμασμό, και είναι τα πρότυπα για κάθε κρίση. Δεν υπάρχει η ιδέα της νόσου ή της φαυλότητας, μόνον η ιδέα της υγείας και της αρετής, από τις οποίες παρεκκλίνουν οι άρρωστοι και οι μοχθηροί: το να είναι κανείς άρρωστος σημαίνει απλώς να μην είναι υγιής, όπως και αν σφάλλει ή νοσεί. Τα πρότυπα προς τα οποία τείνουν τα επιμέρους είναι οι τρόποι με τους οποίους μπορεί να γίνει γνωστό το απόλυτο Κάλλος· οι στόχοι των οποίων την επίτευξη επιδιώκουμε είναι οι τρόποι με τους οποίους το απόλυτο Αγαθό συνδυάζεται με το επιμέρους είναι μας. Η αλήθεια των ηθικών προτάσεων είναι τόσο αμετάβλητη όσο και η αλήθεια των μαθηματικών, αλλά πιο δύσκολα προσδιορίσιμη – αλλά ακόμη και οι αλήθειες των μαθηματικών εξαρτώ- νται στην πραγματικότητα από τις αλήθειες της ηθικής. Μόνον αν αληθεύει το ότι η μαθηματική αρμονία είναι μία μορφή κάλλους, το ότι το κάλλος είναι ένα πρότυπο στο οποίο εμείς οφείλουμε να τείνουμε, τότε θα αποδειχτεί αληθές (όχι με την κοινότοπη έννοια) και το ότι το Πυθαγόρειο Θεώρημα (ή οποιοδήποτε θεώρημα) είναι μια αλήθεια στην οποία πρέπει να υπακούμε. Και γιατί να μας απασχολεί η ομορφιά; Αυτό, όπως είπε ο Αριστοτέλης, θα το ρωτούσε μόνον ένας τυφλός. Όσο και αν φαίνονται αφηρημένες ή σχολαστικές, ειδικά όταν ταυτίζονται με τους Αριθμούς, είναι βασικό να θυμάται κανείς ότι οι πλατωνικές ιδέες είναι κανονικά το αντικείμενο ενός παράφορου έρωτα. Είναι η ομορφιά στις διάφορες μορφές της, ή αλλιώς αντλούν το είναι τους από το Αγαθό Καθαυτό· αυτό το Αγαθό βρίσκεται ακόμη πιο «πέρα από το είναι», όπως το Εν βρίσκεται πέρα από τη διάνοια. Η δημόσια διάλεξη του Πλάτωνα για το Αγαθό Καθαυτό ξάφνιασε το ακροατήριό του γιατί φάνηκε ότι αφορούσε την αριθμητική. «Το Αγαθό» και «το Εν» είναι διαφορετικά ονόματα για Εκείνο, για ό,τι επιτρέπει στο καθετί να υπάρχει ή να νοείται, κάτι που δεν μπορεί, το ίδιο, να είναι αντικείμενο ορθολογικής σκέψης.
Η ψυχή, ή εν πάση περιπτώσει ο νους, συμμετέχει στο αιώνιο είναι των ιδεών. Αυτό σημαίνει, όπως έχουν υποθέσει κάποιοι, ότι μπορούμε να θεωρούμε άφθαρτο το πιο σημαντικό κομμάτι του εαυτού μας, επειδή ακριβώς το μόνο περιεχόμενό του είναι τα αιώνια αντικείμενα τα οποία ενατενίζει. Ταυτίζοντας τον εαυτό μου με τις αιώνιες αλήθειες γνωρίζω τον εαυτό μου, τον συγκεκριμένο εαυτό τουλάχιστον, ως αθάνατο. Αυτό που έχει σημασία για τον Πλάτωνα, αυτό που τον ενδιαφέρει, πρέπει να είναι το αιώνιο. Πιο μεταφυσικά, ο αθάνατος νους μέσα μου είναι ακριβώς ο ίδιος νους με τον αθάνατο νου μέσα σου (σκέψη που αποδόθηκε τόσο στον Αριστοτέλη, όσο και σε μεταγενέστερους φιλοσόφους). Αυτός ο νους είναι, στην πραγματικότητα, ο Θεός – παρόλο που ο τρόπος με τον οποίο σκέφτεται ένα επιμέρους σωματικό ον είναι μόνο σποραδικά, και διστακτικά, ο αθάνατος νους. Δεν σκεφτόμαστε πάντα την αλήθεια: όταν τη σκεφτόμαστε, υπάρχει μια σκέψη στον καθένα μας. Αυτό είναι ίσως το μόνο που μπορούν να δείξουν τα πραγματικά επιχειρήματα του Πλάτωνα για την αθανασία (αν δείχνουν τόσα πολλά), αλλά είναι δύσκολο να αμφισβητήσουμε το γεγονός ότι στην πραγματικότητα ήθελε περισσότερα, ότι πίστευε -όπως και ο Πυθαγόρας- πως υπάρχουν πραγματικές αθάνατες, ατομικές ψυχές, καταδικασμένες να ζουν τις επίγειες ζωές μας μέχρι να αποκαθάρουν τελείως τη σκέψη τους. Ίσως η βεβαιότητα να εδραζόταν στην πεποίθησή του ότι υπήρχαν «ιδέες ξεχωριστών ατόμων»: ο Σωκράτης δεν ήταν ένα ανυπόστατο δημιούργημα, πραγματικός μόνον ως εφήμερη αντανάκλαση του ενός αιωνίου νου, αλλά μια πραγματική, ενεργή ιδέα, διακριτή για πάντα από την αθάνατη ιδέα του Κριτία ή του Δίωνα (αν και όχι απαραιτήτως από την ιδέα κάθε άλλου θνητού, ο οποίος θα μπορούσε σε τελευταία ανάλυση να είναι άλλη μία ενσάρκωση του ίδιου αυτού πνεύματος, όπως ο Πυθαγόρας ισχυριζόταν ότι είχε υπάρξει ως ο γιος του Ερμή, ο Αιθαλίδης). Χωρίς τις ιδέες, κανένα από τα δύο είδη αθανασίας (ούτε η γενική ούτε η ειδική) δεν έχει νόημα– το μόνο επιπλέον ερώτημα είναι το κατά πόσον οι ιδέες χρειάζονται σώματα για να πραγματωθούν.
Χωρίς τις ιδέες, κανένα είδος προσωπικής ταυτότητας δεν έχει νόημα– εφόσον δεχόμαστε ότι, υπάρχουν τέτοιες πραγματικές ταυτότητες, γιατί πρέπει αυτές να εκδηλώνονται συνεχώς;
Αφού, λοιπόν, η θεωρία έχει τόσα πολλά και τόσο σπουδαία πλεονεκτήματα, γιατί κάποιος να την απορρίψει; Ένας ασήμαντος λόγος (ασήμαντος, γιατί είναι τελείως αυθαίρετος) είναι αναμφίβολα το ότι απλώς κάποιοι άνθρωποι δεν θέλουν να σκέφτονται ότι υπάρχουν αμετάβλητα πρότυπα βάσει των οποίων μπορούμε να κριθούμε. Ένας πιο σημαντικός είναι ότι κάποιοι θεώρησαν πως η κοινή θεωρία των ιδεών περιείχε μία αντίφαση. Αυτό το επιχείρημα, που είναι συνήθως γνωστό ως ο Τρίτος Άνθρωπος, απαντά στον πλατωνικό διάλογο Παρμενίδης, όπως επίσης και σε συγγράμματα του Αριστοτέλη: ήταν, εν ολίγοις, κάτι κοινό. Ας υποθέσουμε, όπως λέει το επιχείρημα, ότι προϋποθέτουμε μια ιδέα για κάθε τάξη πραγμάτων που ορθώς καλούνται με το ίδιο όνομα (όπως θα μπορούσε να είναι ο Ιδεώδης Άνθρωπος)– μια τέτοια ιδέα θα είναι και η ίδια Άνθρωπος (εάν όχι, τι θα μπορούσε να είναι;), και θα υπάρχει «άρα» μια επιπλέον ιδέα, ο Ιδεώδης Άνθρωπος*, παράλληλα με την προσφάτως διευρυμένη τάξη που αποτελείται από όλους τους επιμέρους ανθρώπους και τον Ιδεώδη Άνθρωπο μαζί. Το επιχείρημα τότε επαναλαμβάνεται για να δημιουργήσει τον Ιδεώδη Άνθρωπο*, και συνεχίζεται έτσι επ’ άπειρον. Καλύτερα, προφανώς, να μην αρχίσει κανείς, αλλά πού βρίσκεται η αρχή; Η συνήθης εξήγηση είναι ότι ο Πλάτων φαίνεται να έχει αυτοδεσμευτεί σε δύο αντικρουόμενες έννοιες: πρώτον, ότι κάθε πραγματική τάξη πραγμάτων πρέπει να μιμείται ή να εκδηλώνει ή να συμμετέχει σε μια ιδέα, διακριτή από οποιοδήποτε πράγμα χωριστά ή από όλα τα πράγματα εκείνης της τάξης (η Μονρόε ήταν όμορφη, αλλά δεν ήταν η ομορφιά)– δεύτερον, ότι μια τέτοια ιδέα ανήκει και η ίδια -παραδειγματικά- στην τάξη όπου ανήκουν και οι ενσαρκώσεις ή τα αντίγραφά της. Με άλλα λόγια:
(1). Κάτι που κατηγορείται ως f δεν ταυτίζεται με την ιδέα που εκδηλώνει.
(2). Η ιδέα την οποία εκδηλώνει κάθε τέτοιο επιμέρους είναι και η ίδια f
Δεν είναι αναγκαίο (στην πραγματικότητα, είναι ολέθριο) να εγκαταλείψουμε την άποψη ότι και η ίδια η Ιδέα είναι f (αν η ίδια η Δικαιοσύνη δεν είναι δίκαιη, τι θα ήταν δίκαιο;). Ούτε είναι αναγκαίο (στην πραγματικότητα, είναι ολέθριο) να εγκαταλείψουμε την άποψη ότι υπάρχει F που εκδηλώνεται από κάθε f -πράγμα (αν δεν υπήρχε δικαιοσύνη, τι θα ήταν δίκαιο;). Η πλάνη στο επιχείρημα είναι να υποθέσουμε ότι το «είναι f» πρέπει σε κάθε περίπτωση να ταυτίζεται με το «έχει ως κατηγόρημα το f». Κατ’ αναλογίαν, ό,τι είναι δευτερογενώς υγρό είναι τέτοιο γιατί το σκεπάζει μία λεπτή υδαρής μεμβράνη: είναι, άραγε, το υδαρές καθ’ εαυτό υγρό, και τι είναι η υπερυδαρής μεμβράνη που το σκεπάζει; Η απλή απάντηση είναι ότι το υδαρές είναι ουσιωδώς υγρό’ το υδαρές είναι, ταυτόσημα, υγρότητα. Ομοίως, ο Ιδεώδης Άνθρωπος (που σε μεταγενέστερη εποχή θα ταυτιζόταν με τη Διάνοια) είναι ουσιωδώς και ταυτόσημα Άνθρωπος, και εμείς τα επιμέρους όντα είμαστε εκδηλώσεις Του. Εμείς «είμαστε», κατά μερική μέθεξη, ό,τι είναι Αυτός.
Η αριστοτελική σύνθεση;
Ο Αριστοτέλης από τα Στάγιρα (384-322 π.Χ.) είναι άλλη μία κολοσσιαία μορφή, και μάλιστα πολύ παρεξηγημένη. Οι βασικές ιστορίες της επιστήμης, όταν δεν μιλούν με περιφρόνηση για το «Ελληνικό», φοβούμενες μήπως λερώσουν τα χέρια τους, αναγνωρίζουν αυτόν τον τρομερό μπαμπούλα, τον Αριστοτέλη, που ούτε τα δόντια της γυναίκας του δεν μπορούσε να μετρήσει σωστά, και όμως επέβαλε στη μεσαιωνική Ευρώπη ένα γκροτέσκο παραμύθι για πέτρες που λαχταρούσαν να βρεθούν ακίνητες στη γη και έπεφταν με ταχύτητα ανάλογη του βάρους τους, και για είδη που δημιουργήθηκαν τελείως διαφορετικά μεταξύ τους και ποτέ δεν επρόκειτο να χαθούν ή να διασταυρωθούν. Και το χειρότερο, έκανε τους ανθρώπους να πιστεύουν ότι μόνο το γραμμένο στα κείμενα είναι αληθές, και ότι η κοινή παρατήρηση, όπως και το πείραμα, δεν έχουν καμία ουσιαστική αξία. Η επιστήμη σταδιακά μας γλίτωσε από τον Αριστοτέλη: αποδείχτηκε ότι οι ελαφριές και οι βαριές πέτρες πέφτουν με την ίδια ταχύτητα’ ότι η γη περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο’ ότι τα βιολογικά γένη έχασαν τον ουσιώδη, αρχικό χαρακτήρα τους– και ότι τα έμβια όντα δεν κινούνται πια από «ζωικά πνεύματα», αλλά από μηχανισμούς μοχλών και τενόντων. Ήταν σημαντικό για τους επιστήμονες και τους φιλοσόφους του 17ου αιώνα να αποκηρύξουν την αριστοτελική σύνθεση, και οι επιστήμονες έκτοτε – με σπάνιες και αξιέπαινες εξαιρέσεις – πιστεύουν όλα όσα διαβάζουν.
Ο Αριστοτέλης πάντως, ο γιος γιατρού, μαθητής στην Ακαδημία, παιδαγωγός του Μ. Αλεξάνδρου, και άοκνος συλλέκτης πληροφοριών, δύσκολα θα αναγνώριζε τον εαυτό του στη διαστρεβλωμένη εικόνα του που ζωγράφισαν. Ο Αριστοτέλης, στον ύστερο Μεσαίωνα, καλλωπισμένος από τους υπομνηματισμούς εθνικών και ισλαμιστών και προσαρμοσμένος τελικά στον χριστιανικό του ρόλο με τη βοήθεια του Θωμά του Ακινάτη, ήταν επίσης σπουδαιότερη μορφή απ’ όσο διατεινόταν ο έφηβος Διαφωτισμός ότι είναι, αλλά δεν θα με απασχολήσει αυτό επί του παρόντος. Η πιο παράξενη χρησιμοποίηση του Αριστοτέλη ήταν, ασφαλώς, το ότι τον επιστράτευσαν για να στηρίξει τη θεία Ευχαριστία· εξίσου παράξενο είναι το ότι τον χρησιμοποίησαν για την υποστήριξη της ιδέας της βιολογικής ουσιοκρατίας, της ιδέας ότι κάθε μέλος ενός βιολογικού είδους προσαρμόζεται σε μια μοναδική και αδιαμφισβήτητη ουσία και ότι δεν υπάρχουν υβρίδια, αποκλίσεις, ή προγονικοί τύποι. Η αλήθεια πάντως είναι και ότι ο Αριστοτέλης θα είχε θεωρήσει τη «μετουσίωση» γελοία ιδέα (γιατί ένα πράγμα είναι αυτό που αντιλαμβανόμαστε ότι κάνει), και ότι ο «μετασχηματισμός» αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της βιολογικής θεωρίας του.
Η χρονολόγηση του Αριστοτέλη δεν είναι τόσο εύκολη όσο ήταν του Πλάτωνα. Όταν επέστρεψε από την Μακεδονία, όπου εργάστηκε ως παιδαγωγός (ενώ διευθυντής στην Ακαδημία ήταν ένας αυτόχθων Αθηναίος) ίδρυσε τον Περίπατο, μία άλλη σχολή φιλοσόφων. Ωστόσο για τους μεταγενέστερους Πλατωνικούς ήταν ένας Πλατωνικός που επινόησε την τυπική λογική και διόρθωσε, ή επεδίωξε να διορθώσει, τις διχοτομίες του ίδιου του Πλάτωνα όσον αφορά τη γλώσσα και τον κόσμο. Την άποψη ότι ο άριστος βίος είναι το να ενατενίζει κανείς και να υπηρετεί τον Θεό, κάτι που ταυτιζόταν αιωνίως με το αντικείμενο της καθαρής σκέψης, την υποστήριξε πέρα από κάθε αμφιβολία τόσο ο Αριστοτέλης όσο και ο Πλάτων. Το ότι ο χαρακτήρας μας χρειάζεται άσκηση και ο νους μας εκπαίδευση είναι άποψη που απαντά και στους δύο. Το ότι μπορούσε να διακρίνει κανείς κάτι θεϊκό και όμορφο ακόμα και στις πλέον ασήμαντες φυσικές οντότητες, ήταν κάτι που ο Πλάτων το υπαινίχθηκε και ο Αριστοτέλης το δήλωσε σαφώς. Σε μεταγενέστερη εποχή, ο Αριστοτελισμός, όπως πέρασε μέσα από τους ισλαμιστές υπομνηματιστές στη δυτική Ευρώπη, παρείχε μία εναλλακτική του Πλατωνισμού οδό, δίνοντας έμφαση στην προσωπική οντότητα έναντι αυτού που έμοιαζε με μυστικιστική υπερβολή. Όμως, ακόμη και τότε, κανείς δεν θεωρούσε τον Αριστοτέλη εχθρό του Πλάτωνα. Ο Αριστοτέλης υποστήριζε ότι, αν και οι δυο τους είναι φίλοι της, η πραγματική ευσέβεια προτιμά την Αλήθεια από τον Πλάτωνα -αλλά και ο Πλάτων είχε πει ακριβώς το ίδιο, και ο Αριστοτέλης στην πραγματικότητα εννοούσε ότι ο Πλάτων ήταν όντως φίλος του. Στην Αναγέννηση, ο Πλάτων έγινε κραυγή συσπείρωσης ενάντια στον Αριστοτέλη, υποδηλώνοντας σε τελευταία ανάλυση ότι τα ανθρώπινα όντα μετέχουν στο θείο τόσο ώστε να μπορούν να ενορούν πραγματικές αλήθειες, ενώ οι Αριστοτελικοί του Μεσαίωνα περιορίζονταν στο να σώζουν τα φαινόμενα μέσω προτύπων και δυνητικοτήτων. Σήμερα, είναι φανερό ότι ο ίδιος ο Αριστοτέλης ξεκίνησε ως Πλατωνικός, αφοσιωμένος υποστηρικτής της προσωπικής αθανασίας και των πραγματικών Ιδεών, αλλά σιγά-σιγά μετέθεσε την προσοχή του στον καθημερινό κόσμο: στα εφικτά αγαθά, και σε λεπτομερείς περιγραφές για το τι είχε συμβεί και πού. Η αλήθεια κατά πάσα πιθανότητα βρίσκεται πιο κοντά στην άποψη των αρχαίων: παρόλο που ο Αριστοτέλης διαφωνούσε σε ορισμένα θέματα με τον Πλάτωνα (και ίσως να μην ήταν τόσο πρόθυμος να. εγκαταλείψει τον κοινό νου), στα σημαντικά συμφωνούσε μαζί του.
Μπορεί αυτό να εξηγείται από το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης, ως γιος γιατρού, έβλεπε με περισσότερη συμπάθεια από ό,τι ο Πλάτων τον ακραίο εμπειρισμό που εξέφρασαν συγκεκριμένοι συγγραφείς του Ιπποκρατικού Corpus, ενός σώματος κειμένων από διάφορες εποχές όπου βρίσκονται καταγεγραμμένες οι σκέψεις και οι διαγνωστικές σημειώσεις των ιπποκρατικών θεραπευτών. Ο συγγραφέας, για παράδειγμα, του Περί αρχαίης ιητρικής (έργο που χρονολογείται περίπου στις αρχές του 4ου αιώνα) μιλούσε περιφρονητικά για τη θεωρία ως οδό προς την ιατρική αλήθεια. Ό,τι είχε σημασία ήταν οι ατομικές περιπτώσεις, όχι η Ιδεώδης Μορφή. Αυτό ήταν μια αναγκαία απάντηση στις υπερβολικές ελπίδες ότι ήταν δυνατόν, μόνο με τη βοήθεια της σκέψης, να κατασκευαστεί το πρότυπο ενός σύνθετου σύμπαντος. Μπορεί η επιρροή της οικογενειακής παράδοσης να είναι αυτό που εξηγεί και το γιατί ο Αριστοτέλης επέμενε τόσο στην άποψη πως ακόμη και το πλέον ασήμαντο και κοινό πλάσμα έχει να επιδείξει κάτι θαυμαστό, κάτι θεϊκό, αν το εξετάσει κανείς χωρίς προκαταλήψεις. Οι επίμονες προσπάθειές του να βρει κάποια τάξη στη χαώδη πολυπλοκότητα της βιολογικής φύσης τροποποιούνταν συνεχώς από την παρατήρηση, παρόλο που επέμενε και σε μεθοδολογικούς αφορισμούς του τύπου: «Οὐδέν μάτην ἡ φύσις ποιεῖ».
Σε πλήρη αντίθεση με τη φυσική ιστορία, ο Αριστοτέλης δημιούργησε την τυπική λογική, συγκεκριμένα τη συστηματική μελέτη της συλλογιστικής. Προσδιόρισε τα έγκυρα σχήματα συλλογισμού, με παραδείγματα και επιχειρήματα. Ο πρώτος τύπος συλλογισμού συνδυάζει δύο προκείμενες με έναν κοινό μέσο όρο (που λειτουργεί ως κατηγόρημα στην ελάσσονα προκείμενη και ως υποκείμενο στη μείζονα: όπως στο παράδειγμα -που αργότερα ονομάστηκε «Barbara»- «Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί και όλοι οι ποιητές είναι άνθρωποι», καταλήγοντας από εκεί στο συμπέρασμα ότι «Όλοι οι ποιητές είναι θνητοί»). Ο δεύτερος, με τον κοινό όρο ως κατηγόρημα και στις δύο προκείμενες, μπορεί να οδηγήσει, στις έγκυρες μορφές του, μόνο σε αποφατικό συμπέρασμα (όπως στο παράδειγμα «Cesare»: «Εάν κανένας φιλόσοφος δεν ενδιαφέρεται για τα χρήματα και όλοι οι καθηγητές ενδιαφέρονται, τότε κανένας καθηγητής δεν είναι φιλόσοφος»), Ο τρίτος, με τον κοινό όρο ως υποκείμενο σε κάθε μία από τις προκείμενες, δεν καταλήγει ούτε σε καταφατικό ούτε σε αποφατικό καθολικό συμπέρασμα (όπως στο παράδειγμα «Ferison»: «Αν κανένα μη-ανθρώπινο έμβιο ον δεν έχει. υποχρεώσεις και κάποια μη-ανθρώπινα έμβια όντα έχουν δικαιώματα, τότε κάποια όντα που έχουν δικαιώματα δεν έχουν υποχρεώσεις». Ο τέταρτος τύπος, που απλώς μετατρέπει το συμπέρασμα του πρώτου τύπου (δηλαδή: «Κάποια θνητά όντα είναι ποιητές»), προστέθηκε στην ουσία αργότερα, για να συμπληρωθεί το σύνολο. Αυτοί οι διασκεδαστικοί μετασχηματισμοί αποτέλεσαν το ψωμοτύρι της μεσαιωνικής λογικής, και χρησιμοποιήθηκαν τότε για τους ίδιους περίπου λόγους που χρησιμοποιούνταν αρχικά, σε αγώνες διαλεκτικής. Ο Αριστοτέλης, εν ολίγοις, αποφάσισε να συστηματοποιήσει και να κανονικοποιήσει την τέχνη της ρητορικής όπως την εξασκούσαν στα δικαστήρια και στις ρητορικές σχολές.
Κατά την ταξινόμηση των επιχειρημάτων σε κατηγορίες ο Αριστοτέλης αποδείχτηκε ότι έπραξε σύμφωνα με τον χαρακτήρα του. Το ίδιο έκανε και όσον αφορά τη βιολογία, όπου επιχείρησε πειστικές ταξινομήσεις των διαφόρων ειδών ζώων – από τα μύδια, τα ψάρια, τα πτηνά και τα τετράποδα μέχρι τον άνθρωπο. Με τη διαφορά ότι οι βιολογικές τάξεις δεν μπορούσαν να συναχθούν αφαιρετικά ούτε να αποδειχθούν, ούτε και διακρίνονταν απόλυτα μεταξύ τους. Αντίθετα, «η φύση απεχθάνεται τις ασυνέχειες» όσο απεχθάνεται και το κενό. Ανάμεσα σε κάθε δύο αναγνωρίσιμες τάξεις θα υπάρχουν ενδιάμεσα· πολλά είδη μπορούν εύκολα να γίνουν αντιληπτά ως παραλλαγές, παραμορφώσεις ενός ευρύτερου είδους (για παράδειγμα, οι φώκιες είναι «παραμορφωμένα τετράποδα», ή τα ψάρια του γένους πλευρονήκτης αποτελούν «στρεβλώσεις» από το κανονικό). Υπαινίσσεται ακόμη ότι όλα τα υπάρχοντα ζώα μπορούν να θεωρηθούν παραλλαγές ενός προγονικού τύπου που μπορεί να ταυτιστεί με το «ελάχιστα εξειδικευμένο, άριστα ισορροπημένο, το τελειότερο των ειδών», τον άνθρωπο. Οι τάξεις είναι χρήσιμα μέσα περιγραφής, αλλά τέτοια είδη δεν θα έπρεπε να θεωρηθούν ως απλά είδωλα των διακριτών μορφών. Αυτό που μεταδίδεται κατά την αναπαραγωγή δεν είναι το είδος, αλλά αποκλειστικά η ατομική μορφή του πατέρα, που αναπαράγεται λίγο πολύ πιστά μέσα στη μητρική ύλη. Εν ολίγοις, η μεταγενέστερη αντίληψη ότι τα διακριτά είδη ξεπετάχτηκαν από τον νου του Θεού και ότι ποτέ δεν αναμιγνύονταν (ούτε και θα έπρεπε να αναμιγνύονται) είναι ολότελα αντιαριστοτελική.
Οι ασυνεχείς τάξεις είναι γλωσσικά κατασκευάσματα, ως προς το ότι η πραγματικότητα που επιδιώκουμε να περιγράψουμε είναι σε κάθε περίπτωση συνεχής. Ο Αριστοτέλης, με το να αρνηθεί ότι υπήρχαν αλήθειες «σε μια στιγμή», έδωσε λύση στο πρόβλημα που ετέθη προηγουμένως, από τον Ελεάτη Ζήνωνα. Δεν υπάρχει ούτε πρώτο ούτε τελευταίο χρονικό ή χωρικό σημείο του Α ως χ: η στιγμή ή το σημείο δεν είναι παρά ένα σημάδι επάνω στο πάντοτε μεταβαλλόμενο πραγματικό. Επιχειρεί να δώσει μία πιο σύνθετη, αλλά μέσα στο ίδιο πνεύμα, απάντηση σε ένα επιχείρημα που επηρέασε τους Στωικούς: «Αν κάτι από αυτό που θα είναι, είναι τώρα αληθές (και ως εκ τούτου είναι αιωνίως αληθές), και αν εμείς δεν μπορούμε τώρα να επηρεάσουμε, είτε για καλό είτε για κακό, ό,τι ήταν αληθές, τότε δεν μπορούμε να επηρεάσουμε ούτε αυτό που έπεται εκείνης της αλήθειας». Επομένως, δεν μπορούμε να καθορίσουμε τίποτα’ παρ’ όλα αυτά -επέμενε ο Αριστοτέλης- αποδεδειγμένα μπορούμε. Η απάντησή του, και πάλι, είναι ότι δεν μπορούμε να επιτρέψουμε στους νόμους της λογικής να μας παρασύρουν ώστε να αρνηθούμε τα εμπειρικά δεδομένα. Καλύτερα να συμφωνήσουμε ότι μπορούμε να επηρεάσουμε το παρελθόν παρά να αναγκαστούμε να αρνηθούμε ότι μπορούμε να επηρεάσουμε το μέλλον. Ο πραγματικός κόσμος είναι ευμετάβλητος και συνεχής, και δεν μπορεί να περιγράφει επαρκώς από τους στατικούς, ασυνεχείς όρους του τυπικού συλλογισμού.
Επομένως, είναι σίγουρο ότι υπάρχει μια δόση αλήθειας στη βεβαιότητα ότι ο Αριστοτέλης αντιμετώπισε με δυσπιστία τις θεωρίες του Πλάτωνα; Οι πολιτικές του θεωρίες, σύμφωνα με τις οποίες ο πολιτικός εξισορροπεί αντικρουόμενα συμφέροντα ευελπιστώντας στην ειρήνη, αποτελούν ομαλή εξέλιξη από τα όψιμα συγγράμματα του Πλάτωνα. Οι ηθικές του θεωρίες, στις οποίες το ανθρώπινο αγαθό προσδιορίζεται ως αγαθό που επιτυγχάνεται μέσα στο πλαίσιο της κοινότητας, κατά την επιδίωξη του καλού και του ωραίου, το μόνο που κάνουν είναι να μεταθέσουν το κέντρο βάρους. Η γνωσιολογία του είναι φανερό ότι δεν εδράζεται στην αντίληψη πως ήδη «γνωρίζουμε» ή «μισοθυμόμαστε» θεμελιώδεις αλήθειες, αναγνωρίζει όμως τη διανοητική εποπτεία ως την πηγή βασικών αρχών, πραγμάτων που πρέπει να είναι ήδη γνωστά, πριν από την οποιαδήποτε απόδειξή τους. Βασίστηκε, ίσως πολύ περισσότερο από τον Πλάτωνα, σε ό,τι μπορούμε κανονικά να αντιληφθούμε, αλλά πίστευε ότι «αντιλαμβανόμαστε» περισσότερα από όσα βλέπουμε, ακούμε, ή αγγίζουμε. Τα χρώματα και οι διαφάνειες είναι ιδιαίτερα αντικείμενα της όρασης, αντιληπτά -θα έλεγε κανείς- επειδή τα μάτια μας θα μπορούσαν να «γίνουν» αυτά. Όμως τα σχήματα, τα μεγέθη, οι χρόνοι και τα παρεμφερή (οι ιδιότητες που αργότερα ονομάστηκαν πρωτεύουσες) δεν είναι ιδιάζοντα σε καμία από τις αισθήσεις: τα αντιλαμβανόμαστε μέσω της κοινής αίσθησης, επειδή ο νους μας (και όχι μόνο τα μάτια μας) μπορεί να προσλάβει τέτοιες μορφές. Η διαφορά βρίσκεται στη μεταφυσική του – αλλά εκεί όπου ο Αριστοτέλης ήταν λιγότερο σαφής είναι η μεταφυσική του.
Ξεκινάει από τις ατομικές ουσίες, όπως είναι οι άνθρωποι, οι οποίες είναι τα πρωτεύοντα υποκείμενα κατηγόρησης, όντα ανθεκτικά στον χρόνο και την αλλαγή, που δεν μπορούν να αποσυναρμολογηθούν και να συναρμολογηθούν εκ νέου, ούτε να χωριστούν σε περισσότερα του ιδίου είδους (όπως οι πέτρες που μπορούν να διασπαστούν σε άλλες μικρότερες πέτρες). Ένα πρόσωπο μπορεί να είναι ωχρό ή μαυρισμένο από τον ήλιο, να ζυγίζει εξήντα πέντε ή εβδομήντα κιλά· να είναι στην πόλη ή την εξοχή, το πρωί ή το βράδυ– να είναι πατέρας και\ή γιος· να φορά να μη φορά ρούχα· να είναι ξαπλωμένος ή όρθιος– να ενεργεί ή να πάσχει (έτσι συμπληρώνεται ο κατάλογος των τρόπων με τους οποίους, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, μπορεί να «κατηγορηθεί» μια οντότητα). Ένα πρόσωπο θα μπορούσε να αλλάξει με όλους αυτούς τους διαφορετικούς τρόπους και εντούτοις να παραμένει το ίδιο πρόσωπο. Ό,τι είναι ουσιωδώς εκείνο το πρόσωπο, ό,τι σημαίνει το να υπάρχει καν εκείνο το πρόσωπο, δεν είναι ισοδύναμα «παρόν μέσα» στο πρόσωπο (σαν να μπορούσε το πρόσωπο να εξακολουθήσει να υπάρχει, αν το χάσει). Το να γνωρίζει κανείς το πρόσωπο όπως πρέπει να το γνωρίζει είναι να γνωρίζει τι σημαίνει το να υπάρχει. Η φύση του προσώπου, με τη σειρά της, θα μπορούσε – κατά συμβεβηκός- να «κατηγορηθεί» στην ύλη που συνιστά το πρόσωπο: εκείνη η μάζα, θα μπορούσε να πει κανείς, είναι ο Κριτίας (όμως δεν υπάρχει καμία μάζα εκτός από τον Κριτία, που είναι εκεί). Αυτός ο ριζοσπαστικός ατομισμός ανατρέπει τον Πλάτωνα. Για τον Πλάτωνα, εκείνο που περισσότερο πραγματικά ήταν οντότητα ήταν το πράγμα που παρέμενε το ίδιο, εκείνο που ήταν κοινό σε πολλές περιπτώσεις, και όχι η ασταθής άμμος όπου ήταν ζωγραφισμένες οι μορφές. Ο Αριστοτέλης επέμενε ότι τα άτομα ήταν οι φορείς των κοινών ιδιοτήτων, ότι τα άτομα ήταν οι πραγματικές οντότητες που δεν εξαρτώνταν από άλλα πράγματα, από ιδιότητες, για να υπάρξουν. Χωρίς ερυθρά άτομα δεν θα υπήρχε ερυθρότητα– ωστόσο, ένα ερυθρό πράγμα θα μπορούσε να είναι μπλε ή άχρωμο χωρίς να πάψει να υπάρχει.
Δυστυχώς, μια μοναδική ατομική, ανεπανάληπτη περίπτωση δεν μπορεί καν να περιγράφει. Τα άτομα δεν μπορούν να γίνουν γνωστά στην ατομικότητα τους: μόνο μια κοινή μορφή είναι δυνατόν να γνωσθεί (ακόμη και αν η μορφή είναι δυνάμει μόνο κοινή). Και οι ατομικές ουσίες στις οποίες πίστευε ο Αριστοτέλης είναι ήδη κάτι παραπάνω από στιγμές, σημειακά επιμέρους: αν ο Κριτίας μπορεί να είναι παρών, όντας Κριτίας, σε περισσότερες από μία περιστάσεις, αυτό μπορεί να συμβεί μόνο γιατί «ό,τι σημαίνει για τον Κριτία να είναι» (δηλαδή ό,τι κάνει ο Κριτίας qua Κριτίας) κατέχεται από διαδοχικές στιγμές υλικότητας. Οι ιδιότητες κατηγορούνται σε πραγματικές ουσίες – όμως το ουσιώδες συστατικό εκείνων των ουσιών κατηγορείται σε ένα υλικό υποκείμενο. Αυτό το υλικό, μετά από μια διαδοχή επιχειρημάτων, αρχίζει να μοιάζει με την πρώτη ύλη, την καθαρή υπόσταση, που προκάλεσε σύγχυση σε μεταγενέστερους στοχαστές: είναι το απόλυτο υποκείμενο κάθε κατηγόρησης και κατέχει όλες τις ιδιότητες, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα. Είναι η υποδοχή, το μη είναι, το τίποτα στο οποίο χύνεται σαν σε καλούπι η μορφή της ζωής. Και ακριβώς επειδή δεν είναι τίποτα (και δεν μπορεί να είναι τίποτα συγκεκριμένο, επειδή είναι – ως φορέας κατηγορημάτων – τα πάντα) δεν μπορούμε καν να το γνωρίσουμε. Μόνο τα είδη μπορούν να γίνουν γνωστά (από όπου ξεκινήσαμε, με τον Πλάτωνα).
Ωστόσο, υπάρχει μια διαφορά μεταξύ των δύο κολοσσών. Ο Αριστοτέλης προτίμησε, εν τέλει, την εμπειρία έναντι, της όποιας λογικής παραγωγής (ή μάλλον, χρησιμοποιώντας τις λογικές παραγωγές, έθετε εν αμφιβάλω τις προκείμενες που οδηγούσαν σε μη αποδεκτά αποτελέσματα). Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, τον αποκήρυξε η επιστήμη της Αναγέννησης. Η άποψη ότι τα βαριά και τα ελαφριά αντικείμενα πέφτουν με διαφορετικές ταχύτητες επαληθεύεται στην πραγματικότητα από την κοινή εμπειρία (δοκιμάστε να ρίξετε μαζί ένα φύλλο χαρτί και ένα βιβλίο). Δεν ήταν η εμπειρία, αλλά η λογική αυτή που έπεισε τον Γαλιλαίο ότι η αλήθεια είναι διαφορετική, ότι το χαρτί και το βιβλίο πέφτουν με διαφορετικές ταχύτητες και ότι αυτό δεν οφείλεται στο βάρος τους, αλλά σε άλλους παράγοντες. Δύο βαρίδια του ενός κιλού ζυγίζουν το ίδιο με ένα βαρίδι των δύο κιλών: με ποια ταχύτητα θα έπρεπε να πέφτουν και τα τρία; Τα δύο βαρίδια θα πέσουν ταχύτερα αν είναι δεμένα μεταξύ τους με έναν σπάγκο; Μήπως θα έπρεπε να είναι δεμένα σφικτά; Εν ολίγοις, επειδή ακριβώς ο Γαλιλαίος ήταν Πλατωνικός και εμπιστευόταν τη λογική του μάλλον παρά τις υποκείμενες σε πλάνη αισθήσεις του, μπόρεσε να δραπετεύσει σε έναν ευρύτερο κόσμο από εκείνον, στον οποίο αρκούνταν, τελικά, ο Αριστοτέλης.
Κανείς, όπως πολύ λογικά μπορεί να υποψιαστούμε, από τον Αριστοτέλη και μετά, δεν έχει ασχοληθεί με τόσους πολλούς τομείς της ανθρώπινης διανοητικής προσπάθειας. Ελάχιστων η εικόνα έχει διαστρεβλωθεί σε τέτοιο βαθμό, τόσο από φίλους όσο και από εχθρούς. Συχνά τον κατηγορούν για τις ηθικές του θεωρίες, είτε επειδή πιστεύουν ότι υποστήριζε τη δουλεία για όσους δεν μπορούσαν να ζήσουν σύμφωνα με τις δικές τους επιλογές, είτε επειδή πιστεύουν ότι παρέβλεψε την πολύ μεγάλη σημασία που είχε για την ανθρώπινη ύπαρξη η επιλογή. Η πρώτη κατηγορία εναντίον του είναι δικαιολογημένη (παρόλο που η σκέψη του οδηγούσε στο φιλελεύθερο επακόλουθο ότι οι κατά τον νόμο δεσπότες στην πραγματικότητα θα μπορούσαν να είναι δούλοι), τη δεύτερη, η οποία ενίοτε παρουσιάζεται ως η σκέψη ότι το χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης είναι να μην έχει δεδομένη φύση, την εκφράζει στην πραγματικότητα πολύ καλύτερα ο ίδιος ο Αριστοτέλης. Η καλή ζωή για τα ανθρώπινα όντα είναι η ζωή που τα ίδια τα ανθρώπινα όντα πρέπει να επιλέξουν και να ζήσουν: η ζωή μας είναι ζωή εκούσιας δράσης, και αυτό είναι που πρέπει να καταλάβουμε σωστά.
Στωικοί, Επικούρειοι και περιπλανώμενοι σοφοί
Το 323 π.Χ. πέθανε ο Μέγας Αλέξανδρος (την ίδια ημέρα, καθώς λέγεται, και ο Διογένης ο Κυνικός), και ο Αριστοτέλης εγκατέλειψε εσπευσμένα την Αθήνα – μη τυχόν και οι Αθηναίοι, όπως είπε, αμαρτήσουν για δεύτερη φορά προς τη φιλοσοφία. Πέθανε ένα χρόνο αργότερα, και μαζί του πέθανε -όπως συμβαίνει συχνά με πολλούς επιστημονικούς τομείς- και η φιλοσοφία, μέχρι που ένας Ρενέ Ντεκάρτ (Rene Descartes) αποφάσισε να την ξεκινήσει πάλι. II αλήθεια είναι ότι στους επόμενους αιώνες ήταν που η φιλοσοφία έγινε αυτό που, στην καθημερινή γλώσσα, εξακολουθεί να είναι και σήμερα: ένας τρόπος να αντεπεξέλθει κανείς σε έναν κόσμο σε εμπόλεμη κατάσταση. Πώς ακριβώς συνέβη αυτό;
Μέρος της απάντησης πρέπει να είναι ο Σωκράτης, παρόλο που είχε προδρόμους. Μετά τη ζωή και τον θάνατό του, όπως τα παρουσίασαν οι αγανακτισμένοι φίλοι του, η αίσθηση ότι, αν κανείς δεν ήταν Σωκράτης, θα έπρεπε εντούτοις να εύχεται να γίνει Σωκράτης, είναι ό,τι μέχρι πρόσφατα όριζε τον πραγματικό φιλόσοφο. Η προοπτική φαίνεται τρομακτική. Ο Επίκτητος ομολόγησε ότι ο ίδιος και οι μαθητές του ήταν, τρόπον τινά, Ιουδαίοι στα λόγια, αλλά όχι στην πράξη, «παραβαπτισταί ’Ιουδαίοι», όχι γνήσιοι, ότι απείχαν πολύ από το να εφαρμόζουν τις αρχές τις οποίες δίδασκαν: «ούτως ούδέ την του ανθρώπου επαγγελίαν πληρώσαι δυνάμενοι προσλαμβάνομεν την του φιλοσόφου».* Αν δίνει κανείς τόσο μεγάλη αξία στην απλή φιλοσοφία μπορεί και να απογοητευτεί, άποψη που συνοψίζεται στον αφορισμό του Ντεκάρτ: «Η φιλοσοφία μάς διδάσκει να μιλάμε με το πρόσχημα της αλήθειας για τα πάντα, και είναι η αιτία που μας θαυμάζουν οι λιγότερο πολυμαθείς». Όμως όσο εξεζητημένο και αν είναι το μετασωκρατικό όραμα, όσο συχνά και αν έχει προδοθεί, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τη σημασία του. Πολλοί Κυνικοί, κατά κυριολεξία «σκυλίσιοι», αναμφίβολα δεν ήταν παρά αλήτες – αλλά κάθε εποχή και κάθε έθνος, εκτός από εμάς, έχει παραδεχτεί ότι πολλοί αλήτες μπορεί να είναι περιπλανώμενοι σοφοί. Όταν οι εκστρατείες του Αλεξάνδρου (και των διαδόχων του) έφεραν σε επαφή τους Έλληνες με τους Ινδούς γυμνοσοφιστές (που ήταν στην κυριολεξία ((γυμνοί σοφιστές»), οι Έλληνες, καθώς φαίνεται, δεν έμαθαν πολλά από την ινδουιστική σκέψη (όπως τους τη μετέδωσαν πολλοί ενδιάμεσοι), αλλά δεν έκαναν λάθος που θεώρησαν ότι αυτοί οι «γυμνοσοφιστές» δεν διέφεραν από τους «φιλοσόφους», καθώς αυτό που τους απασχολούσε ήταν η εξάλειψη της επιθυμίας.
Ποιοι ήταν λοιπόν εκείνοι οι σοφοί; Ο Διογένης -καταγόταν από την Σινώπη, αλλά ήταν εγκατεστημένος επί μακράν στην Κόρινθο (περ. 404-περ. 323 π.Χ.)- είναι γνωστός κυρίως μέσα από ανέκδοτα όπως αυτό: όταν τον ρώτησε έμπλεος σεβασμού, έστω και για μια στιγμή, ο Αλέξανδρος τι θα μπορούσε να κάνει για να τον βοηθήσει, ο Διογένης του αποκρίθηκε: «να μην μου κρύβεις το φως». Πολλά από τα ανέκδοτα είναι χοντροκομμένα’ άλλα, μέχρι και σήμερα, ακατανόητα– αυτό που διασώζεται ωστόσο είναι μια εικόνα ελευθερίας. Ένας από τους ακολούθους του ήταν και ο Κράτης, που είχε αποποιηθεί μια πλούσια κληρονομιά για να ζήσει ως Κυνικός (συνοδευόμενος από την ομοίως αφοσιωμένη σύζυγό του, την Ιππαρχία). Άφησε την περιουσία του σε διαχειριστές, με οδηγίες να παραδοθεί στους γιους του, αν γίνονταν κανονικοί άνθρωποι’ αν γίνονταν φιλόσοφοι, η περιουσία θα μοιραζόταν στον λαό, γιατί εκείνοι, οι γιοι του, ως φιλόσοφοι, δεν θα τη χρειάζονταν. Κάποιος έμπορος από το Κίτιο της Κύπρου, ένας άλλος Ζήνων, έτυχε να διαβάσει σε ένα αθηναϊκό υπαίθριο βιβλιοπωλείο την ιστορία του Σωκράτη γραμμένη από τον Ξενοφώντα και ρώτησε πού συχνάζουν τέτοιοι άνθρωποι: ο βιβλιοπώλης τού έδειξε τον Κράτη, και ο Ζήνων εγκατέλειψε για πάντα το εμπόριο και εγκαταστάθηκε τελικά μόνιμα στην Ποικίλη Στοά. Αυτοί οι πρώτοι Στωικοί ήταν, όπως φαίνεται, αναιδείς όσο και οι Κυνικοί: 8εν αναγνώριζαν καμία αξία στις παραδοσιακές διακρίσεις και απαγορεύσεις. Γιατί να μην κάνει κανείς έρωτα μέσα σε ναούς, γιατί να μην τρώει τους νεκρούς γονείς του, γιατί να μην θεωρεί δική του την ιδιοκτησία των άλλων; Τα πάντα, σε τελευταία ανάλυση, ανήκουν στους θεούς’ οι φίλοι έχουν τα πάντα από κοινού, και μόνον οι σοφοί είναι πραγματικοί φίλοι των θεών: άρα οι σοφοί κατέχουν ό,τι θέλουν, παρόλο που ως σοφοί δεν θα το χρησιμοποιήσουν για να ικανοποιήσουν επιθυμίες τις οποίες πρέπει να εξαλείψουν. Όλα αυτά δεν εφαρμόστηκαν στην πράξη, και μεταγενέστεροι θεωρητικοί μείωσαν σταδιακά την ένταση της απήχησής τους. Ο Στωικός ήταν απλώς ένας φιλόσοφος του οποίου η συμπεριφορά δεν άλλαζε από κράτος σε κράτος, γιατί υπάκουε στη φύση, και όχι σε πλαστούς ((νόμους» θεσπισμένους από ανόητους κυβερνώντες· όμως, αποδείχτηκε ότι οι πραγματικοί νόμοι ήταν εκείνοι τους οποίους όριζαν οι παραδοσιακές αντιλήψεις περί δικαιοσύνης. Η ατομική ιδιοκτησία ήταν, κατά μία έννοια, κάτι παράλογο, αφού ο κόσμος ανήκε σε όλους – αλλά, πρέπει να γίνονται σεβαστά τα πραγματικά δικαιώματα ιδιοκτησίας, όπως ένα κάθισμα στο θέατρο ανήκει αφενός σε όλους τους θεατές και αφετέρου στον έναν που κάθεται εκεί. Ο Στωικισμός ορίζει να θυμάται κανείς ποιες είναι πραγματικά οι δυνατότητές του: δεν μπορώ πάντα να εμποδίσω τους τυράννους (ή τους μικροαπατεώνες) να με ληστέψουν, να με βασανίσουν ή να με φονεύσουν, αλλά ούτε και αυτοί μπορούν να με εμποδίσουν να κάνω αυτό για το οποίο με προορίζουν ο Θεός και η φύση. Οι αναπόδραστες ανάγκες μου είναι ελάχιστες: εάν εξασφαλίσω ότι θέλω μόνον αυτό που μπορώ να αποκτήσω, και αν θυμάμαι ότι ἤνοικται ἡ θύρα (δηλαδή, ότι μπορώ ανά πάσα στιγμή να αυτοκτονήσω), τότε είμαι απρόσβλητος από τη δωροδοκία, αλλά και από την απειλή. Μόνον έτσι μπορώ να είμαι «ελεύθερος»· μόνον οι σοφοί είναι ελεύθεροι, μόνον οι σοφοί είναι εχέφρονες.
Η στωική ηθική είναι, όπως έλεγαν, το ασπράδι, αν η φιλοσοφία είναι το αυγό, αλλά εξάσκησαν και τη λογική (το κέλυφος), όπως και τη φυσική φιλοσοφία (τον κρόκο). Οι λογικές αναλύσεις τους συνιστούν μία από τις πιο δημιουργικές περιόδους στην ιστορία της λογικής, καθώς ξεκινούν από τη συλλογιστική του Αριστοτέλη (που σήμερα θεωρείται κυρίως ως ένα τμήμα του κατηγορικού λογισμού) και φτάνουν σε ό,τι είναι γνωστό ως προτασιακός λογισμός, και στη συζήτηση περί φυσικών και συμβατικών σημείων. Η φυσική τους φιλοσοφία, πάλι, ήταν μια σε βάθος, πλήρης προκλήσεων εξερεύνηση ενός αυστηρά αιτιοκρατικού, φυσιοκρατικού σύμπαντος. Στα σπουδαιότερα ονόματα, τα οποία μάς είναι σήμερα γνωστά μόνο μέσα από αποσπάσματα, συγκαταριθμούνται ο Χρύσιππος και ο Ποσειδώνιος (135- 51 π.Χ.), από τους οποίους ο δεύτερος φαίνεται ότι είχε υιοθετήσει έναν μάλλον πλατωνικό ρεαλισμό, ενώ ο πρώτος καθιέρωσε τον μονιστικό υλισμό που ήταν κατά κύριο λόγο Στωικισμός. Για τους Στωικούς, τίποτα, με εξαίρεση τις σωματικές ατομικές οντότητες, δεν έχει την όποια αιτιακή δύναμη, και αυτές οι αιτίες δεν θα μπορούσαν να έχουν άλλο αποτέλεσμα από τα αποτελέσματα που έχουν. Όλα όσα συμβαίνουν -συμπεριλαμβανομένων των ανθρωπίνων πράξεων- απολύτως αναπόφευκτα απορρέουν από τις αρχές, από την αρχή, από τον ενυπάρχοντα σε αυτά Θεό. Ο Θεός δεν είναι τώρα αρκετά προφανής -τουλάχιστον στον κοινό άνθρωπο-, θα έλθει όμως κάποια στιγμή που ο Θεός θα είναι τα πάντα εν πάσι, που τα πάντα θα είναι προφανώς πλήρη Θεού, η εκπύρωσις στο τέλος της εποχής του κόσμου. Κάθε επόμενη εποχή, καθώς ο Θεός αποσύρεται και πάλι από το προσκήνιο, θα εκτυλίσσεται ακριβώς όπως η προηγούμενη της: η σοφία έγκειται στο καλωσόρισμα αυτής της επανάληψης. Συγκεκριμένοι ανεξάρτητοι Στωικοί (από τους οποίους ο σπουδαιότερος ήταν ο Αρίστων ο Χίος, που έζησε τον 3ο αιώνα και ήταν μαθητής του Ζήνωνα) πρέπει να αντελήφθησαν μάλλον περισσότερα από αυτά που έλεγε η γενική θεωρία. Κάποιοι αρνούνταν, εν ολίγοις, ότι θα επισυμβεί η όποια συγκεκριμένη εκπύρωσις (αφού ο Θεός κυβερνούσε ήδη το όλον), ή ότι υπάρχει οποιαδήποτε αξία σε αυτά που συνήθως επιθυμούμε (τροφή, ποτό, έρωτα και στέγη). Οι περισσότεροι προτίμησαν να συμφωνήσουν ότι δεν ήταν τώρα προφανές πως τα πάντα βαίνουν καλώς, και ότι τέτοια ηθικώς αδιάφορα πράγματα (όπως η τροφή, το ποτό, ο έρωτας και η στέγη: γιατί, σε τελευταία ανάλυση, κανένας δεν αξίζει «πραγματικά» περισσότερο τον θαυμασμό μόνο και μόνο επειδή τα έχει αυτά) είναι ωστόσο ό,τι εκ φύσεως επιδιώκουμε. Οι καλοί Στωικοί επέλεγαν το «προηγμένον ἀδιάφορον»*, ενώ εξακολουθούσαν να υπενθυμίζουν στον εαυτό τους ότι στην πραγματικότητα αυτό δεν επηρέαζε ό,τι είχε πραγματικά σημασία («την αρετή»).
Αυτός ο Στωικισμός απέκτησε κακή φήμη σε περισσότερο συναισθηματικούς καιρούς: οι καλοί άνθρωποι, όπως τείνουμε να σκεφτόμαστε, πρέπει να ενδιαφέρονται πολύ για το τι συμβαίνει, σε φίλους και. ειδικά στα παιδιά. Η απάθεια δεν είναι πια κάτι που θαυμάζεται. Η αντίδραση είναι κατανοητή, αλλά αξίζει να τονιστεί ότι η θεωρία των Στωικών περί ηθικής συνείδησης (και η πρακτική των σπουδαιότερων σοφών τους) εδραζόταν στην αγάπη για τα παιδιά. Τα «δικαιώματα των επόμενων γενεών», περί των οποίων μιλούν σύγχρονοι ηθικολόγοι, ποτέ δεν αμφισβητήθηκαν στη σκέψη των Στωικών, ακόμη και αν – όπως αναφέρει ο Κικέρων – εκείνοι όριζαν το ηθικό (πιο εύστοχα) σε σχέση με τα καθήκοντά μας. «Καθώς αισθανόμαστε πως είναι αχρείο και απάνθρωπο το να δηλώνουν οι άνθρωποι ότι δεν ενδιαφέρονται αν, όταν οι ίδιοι θα έχουν πεθάνει, επίκειται η εκπύρωσις του σύμπαντος, είναι αναμφισβήτητα αλήθεια πως πρέπει να μελετάμε και το συμφέρον καθ’ εαυτό των μεταγενεστέρων». Ο συναισθηματισμός, και όχι το συναίσθημα, ήταν ο εχθρός τους: όταν ο Επίκτητος συμβούλευε έναν δακρυσμένο πατέρα που ήταν σε τέτοιο σημείο αναστατωμένος ώστε να μην είναι σε θέση να περιποιηθεί τον εμπύρετο γιο του, εστίασε την προσοχή του στο πώς η «παθητική» φύση του πατέρα παρεμπόδιζε την αγάπη του. Η «απάθεια», η αταραξία, δεν σημαίνει απάθεια με τη σημερινή έννοια -ασυγκινησία- αλλά απλώς μη παθητικότητα.
Αν οι Στωικοί έχουν ορισμένες φορές (άστοχα) παρουσιαστεί ως υπερβολικά σκληροί, οι Επικούρειοι έχουν δεχθεί κατηγορίες από την αντίθετη κατεύθυνση, ότι τους ενδιέφερε μόνον η ηδονή. Στην πραγματικότητα, οι ηδονές τις οποίες συνιστούσε ο Επίκουρος (341-270 π.Χ.) είναι ηδονές που δεν προκαλούν πόνο, κυρίως οι ηδονές της φιλίας και μιας ήσυχης ζωής. Οι ηδονές μπορούν να εξασφαλιστούν, αν περιορίσουμε την επιθυμία, και αν οι πόνοι υποφέρονται μέχρι να γίνουν αφόρητοι, τη στιγμή που ἤνοικται ἡ θύρα. Ο Επίκουρος γεννήθηκε στην Σάμο (όπως και ο Πυθαγόρας), αλλά από το 306 είχε εγκατασταθεί σε έναν κήπο έξω από την Αθήνα, και οι μαθητές του ονομάζονταν απλώς Φίλοι. Ο Σενέκας μάς επισημαίνει: «ο Επίκουρος λέει ότι πρέπει να σε ενδιαφέρει να ελέγχεις αυτόν με τον οποίον τρως και πίνεις μάλλον παρά το τι τρως και πίνεις. Επειδή όποιος δεν συντρώγει με φίλο ζει τη ζωή λιονταριού ή λύκου». Μπορεί να συμφωνούσε ότι η Ηδονή είναι αυτό που έχει αξία (τη στιγμή που οι Στωικοί μιλούσαν για την Αρετή), αλλά στην πράξη κατά πάσα πιθανότητα η διαφορά μεταξύ τους ήταν μικρή. Οι Ρωμαίοι διοικητές (όπως ο Κικέρων) μπορεί, δικαιολογημένα, να αισθάνονταν ότι η επιμονή των Στωικών στο καθήκον απέναντι στην οικογένεια, τους φίλους και την πατρίδα ήταν πιο χρήσιμη από την προθυμία των Επικούρειων να καλλιεργήσουν τον κήπο τους, αλλά όσο εκνευριστικοί ήταν οι ριζοσπαστικοί Στωικοί, τόσο συμπαθείς μπορούσαν να γίνουν οι ριζοσπαστικοί Επικούρειοι. Οι ριζοσπαστικοί Στωικοί, σε τελευταία ανάλυση (ακόμη και αν δεν πρότειναν πια να τρώμε τους γονείς μας), μπορεί να μας προέτρεπαν να υβρίζουμε τον αυτοκράτορα, ενώ οι Επικούρειοι θα προτιμούσαν να τον αφήσουν ήσυχο. Για άλλη μια φορά, οι μόνες μαρτυρίες που διαθέτουμε είναι λίγα αποσπάσματα – και το μείζον, μοναδικό στο είδος του έργο φιλοσοφικής ποίησης, το De rerum natura (Περί φύσεως των πραγμάτων) του Λουκρήτιου. Το συγκεκριμένο ποίημα, γραμμένο κατά τις τελευταίες ημέρες της ρωμαϊκής δημοκρατίας, αρχίζει με επίκληση στην Αφροδίτη να κατευνάσει τον θεό του πολέμου, αλλά ουσιαστικά είναι ένα αυστηρά υλιστικό, αθεϊστικό κήρυγμα. Καταλήγει με μία λεπτομερή περιγραφή του μεγάλου λοιμού που συνετέλεσε στην ερήμωση των Αθηνών τετρακόσια χρόνια πριν: εν ολίγοις, ίσως να καταλήγει με την κατάρρευση της ελπίδας.
Ο πυρήνας της θεωρίας του Επίκουρου ήταν ηθικός, αλλά και αυτός (όπως και οι οπαδοί του) χρησιμοποίησε ως βάση του τη φυσική φιλοσοφία. Στον Επίκουρο, το δημοκρίτειο όραμα αναβιώνει: η πραγματικότητα είναι «άτομα και το κενό», και οι φαινόμενες καθημερινές ουσίες (όπως επίσης και οι οπτασιακές μορφές των θεοτήτων) δεν είναι παρά συναθροίσεις ατόμων, χωρίς ανθεκτική ουσία. Η άποψη των Στωικών ότι, τελικά, υπάρχει μόνο Μια Ουσία, ο σόμπας κόσμος, αντικατοπτρίστηκε στην Επικούρεια άποψη ότι υπάρχουν αναρίθμητες ουσίες, αλλά όχι ο εαυτός μας. Και η μονιστική άποψη ότι τα ανθρώπινα άτομα δεν είναι παρά μέρη της μιας και μόνης ουσίας, και η ατομιστική, ότι δεν είναι παρά συναθροίσεις μικρότερων κομματιών, μας εξωθούν αμφότερες να παραβλέψουμε την ίδια μας την ταυτότητα. Το μόνο που μπορεί να έχει σημασία (αν κάτι μπορεί να έχει σημασία) είναι η κατάσταση του παντός (είτε πρόκειται για ένα μόνο είτε για πολλά). Διαφώτιση είναι η διαπίστωση ότι δεν υπάρχω.
Για να μην φανεί βιαστικό το συμπέρασμα: οι «Ερωτήσεις του βασιλιά Μιλίντα»* (δηλαδή του Μενάνδρου, του βασιλιά του 2ου αιώνα μ.Χ. στη βορειοδυτική Ινδία) προβάλλουν μόνο σε ιστορίες της ινδουιστικής και της βουδιστικής σκέψης, ταιριάζουν όμως εξίσου και εδώ. Η επιρροή τους στη Δύση είχε μειωθεί για αιώνες, όμως το ίδιο μπορεί να πει κανείς για πλήθος κειμένων, η επιρροή των οποίων κορυφώθηκε σε μεταγενέστερη εποχή. Ο Ναγκασένα εξηγεί στον Μένανδρο ότι κάθε σύνθετη οντότητα δεν είναι παρά συμπλοκή των μερών της· ή, ακόμη καλύτερα, ότι οι λέξεις, που φαίνεται να κατονομάζουν αυτή τη σύνθετη οντότητα, δεν είναι παρά βολικές ονομασίες για ό,τι δεν έχει ουσιώδη οντότητα. Το ίδιο το όνομα «Ναγκασένα» δεν είναι «παρά τρόπος μέτρησης, όρος, τίτλος, βολική ονομασία, απλό όνομα για τα μαλλιά της κεφαλής, τις τρίχες του σώματος… τον εγκέφαλο, τη μορφή, την αίσθηση, την αντίληψη, τις προδιαθέσεις και τη συνείδηση. Αλλά, με απόλυτη έννοια, το εγώ δεν υπάρχει». Μεταγενέστεροι Βουδιστές διέλυσαν ακόμη και τα στοιχεία στα οποία είχαν αναχθεί οι σύνθετες οντότητες, ενώ ταυτόχρονα αναγνώρισαν την επιθυμία ως τη μοναδική αιτία για τα πάντα. Οι Βουδιστές, όπως και οι σοφοί της ελληνιστικής εποχής, ήθελαν να μας «σώσουν» από τη θλίψη, και το κάνουν αυτό ποικιλοτρόπως, πείθοντας μας ότι δεν υπάρχει κανένας που μπορεί να σωθεί.
Και οι Επικούρειοι και οι Στωικοί επέμεναν (αντίθετα από τις περισσότερες βουδιστικές σχολές) ότι τα σωματικά όντα είναι οι μοναδικές αιτίες. Για τους Επικούρειους, δεν υπάρχει κανένα γενικό σχέδιο, καμία ειμαρμένη, κανένας φόβος θεϊκής οργής· το μοναδικό λογικό αίτιο για την ανθρώπινη πράξη είναι η επίτευξη της γαλήνης. Οι Στωικοί σκέφτονταν διαφορετικά: παρόλο που τα σωματικά όντα είναι οι μόνες αιτίες, τα αποτελέσματά τους οφείλονται σε έναν αιώνιο νόμο, τον ενυπάρχοντα σε αυτά Θεό. Έτσι όπως είναι τα πράγματα, είναι όπως πρέπει να είναι, και θα επιτύχουμε τη γαλήνη αν ταυτίσουμε τις επιδιώξεις μας με του Θεού. Οι περισσότερο ριζοσπαστικοί, και χωρίς ρίζες, σοφοί, που είναι γνωστοί ως Κυνικοί, συμμερίστηκαν πολλές από τις ηθικές στάσεις των Στωικών, αλλά είχαν εγκαταλείψει κάθε απόπειρα να στηρίξουν τη συμπεριφορά τους στο πώς είναι τα πράγματα. Αντίθετα, επιτύγχαναν τη γαλήνη (αν όντως το κατόρθωναν) αποφεύγοντας τα επιβλαβή πλεονεκτήματα της κοσμολογικής λογικής. Το μόνο που χρειάζεται να γνωρίζουμε είναι το πώς να ζούμε εδώ και τώρα, περιορίζοντας τις επιθυμίες μας σε ό,τι μπορεί εύκολα να αποκτηθεί, και χωρίς να καλλιεργούμε γνώμες για το πώς συμβαίνουν τα πράγματα. Ο Διογένης, όταν τον βρήκαν να αυνανίζεται στην αγορά, σχολίασε ότι ήταν κρίμα που δεν μπορούσε να ικανοποιήσει και την πείνα του τόσο εύκολα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, καθρέπτισαν, χωρίς να χρησιμοποιήσουν λέξεις, κάτι από τη στάση ζωής που πρότειναν οι Σκεπτικοί του Πύρρωνα: την αναστολή της κρίσης σχετικά με το τι είναι πραγματικά αληθές και την εναρμόνιση με τη φύση, το έθιμο, την παρόρμηση, και την αφοσίωση στις τέχνες τις οποίες επιθυμούσαν να εξασκούν. Ενώ οι Κυνικοί περιφρονούσαν τα έθιμα γιατί θεωρούσαν ότι δεν σήμαιναν τίποτα, οι Σκεπτικοί του Πύρρωνα τα τηρούσαν γιατί ακριβώς θεωρούσαν ότι δεν σήμαιναν τίποτα. Αυτοί οι Σκεπτικοί, φυσικά, δεν είχαν κανένα γενικό λόγο να εγκαταλείψουν, όπως έκαναν οι Κυνικοί, τους πολιτισμένους τρόπους, αλλά δεν είχαν και κανέναν λόγο να θεωρούν ότι είναι λάθος το να το κάνουν. Ο σκεπτικισμός τους ήταν μία εύλογη απάντηση σε όλες τις θεωρίες που, ουσιαστικά, αρνούνταν ότι υπήρχε κάποιος ιδιαίτερος λόγος για να εκτιμούμε τις δικές μας ικανότητες αναζήτησης της αλήθειας. Αν αυτό που σκεφτόμαστε δεν είναι παρά αυτό που τα σωματικά μας στοιχεία μάς ζητούν να σκεφτούμε, είτε από τύχη, είτε από τη λειτουργία κάποιου βιοσωματικού νόμου, για ποιον λόγο να εμπιστευτούμε αυτές τις σκέψεις ως, κατά βάση, αληθείς; Όσο εύκολα θα περίμενε κανείς ότι οι γυμνοσάλιαγκες φέρουν στην κοιλιά τους έναν χάρτη της Αθήνας άλλο τόσο θα πίστευε ότι αυτή η μικρή «εφίδρωση του εγκεφάλου που καλείται σκέψη» (όπως είπε ένας μεταγενέστερος Σκεπτικός, ο Ντέιβιντ Χιουμ [David Hume]) ήταν ένα πρότυπο του σύμπαντος. Η γαλήνη πρέπει να έγκειται στην παραίτηση από τέτοιου είδους όνειρα. Οι Στωικοί επέμεναν ότι η λογική μας ήταν στην πραγματικότητα η θεϊκή παρουσία μέσα μας– ο νόμος του σύμπαντος ήταν στην πραγματικότητα εγγεγραμμένος, απόρρητα, στον νου των σοφών. Τέτοιοι σοφοί ήταν το αντίστοιχο του Θεού στη φύση – μόνο να μπορούσε κανείς να τους βρει. Εάν, όπως έλεγαν οι Στωικοί, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είναι σοφοί, ποια αξία έχουν οι εικασίες μας για το τι λένε οι σοφοί; Εάν, όπως έλεγαν οι Στωικοί, όλα όσα κάνουμε είναι προκαθορισμένα, ποια υποχρέωση έχουμε να φτάσουμε σε συμπεράσματα διαφορετικά από αυτά που στην πραγματικότητα φτάνουμε; Διαφώτιση για τους Στωικούς είναι η συνειδητοποίηση ότι ο Θεός είναι ήδη το παν, και ότι αυτό που είχε φανεί λάθος στη σκέψη μας (και σε σκέψεις ανέφικτες για πραγματικά πεφωτισμένα μυαλά) ήταν ανέκαθεν όπως έπρεπε να είναι.
Το συμπέρασμα -αν εξακολουθούν να είναι δυνατά τα συμπεράσματα- πρέπει να είναι ότι η επικούρεια σκέψη δεν άφησε περιθώριο να επαληθευτεί τίποτα σχετικά με τον κόσμο (εκτός και αν κάτι τέτοιο γινόταν από τρελή σύμπτωση), ενώ η στωική σκέψη δεν άφησε περιθώριο να υπάρξει η όποια υποχρέωση εγκατάλειψης των αρχαίων σφαλμάτων. Έτσι, οι Επικούρειοι πίστευαν ότι κάθε εντύπωση (φαντασία) που είχαν ήταν «αληθής» (ότι δηλαδή συνέβαινε), ενώ οι Στωικοί πίστευαν ότι μόνον οι σοφοί μπορούσαν να ξεχωρίσουν ποιες εντυπώσεις (φαντασίαι) ήταν πραγματικά αξιόπιστες. Η κοσμολογία άρχισε να γίνεται αυτό που την χαρακτήρισε ο Κλήμης: παραμύθια, σαν αυτά που λέμε για να καθησυχάζουμε τους φόβους των παιδιών – κάτι που πραγματικά οδήγησε σε απόγνωση.
Γιατί, εν ονόματι της Αλήθειας, δείχνεις σε εκείνους που πιστεύουν σε εσένα ότι βρίσκονται υπό το κράτος της ροής και της κίνησης και τυχαίων δινών; Γιατί, παρακαλώ, μολύνεις με είδωλα τη ζωή, τους ανέμους, τον αέρα, τη φωτιά, τη γη, τις πέτρες, τα ξύλα, τον σίδηρο, τον ίδιο τον κόσμο και προσποιείσαι ότι είναι θεοί; Γιατί φλυαρείς με πομπώδη γλώσσα για τη θεία φύση των πλανητών σε εκείνους τους ανθρώπους που έχουν γίνει πραγματικοί περιπλανώμενοι μέσα από την πολυθρύλητη αυτή -δεν θα την πω αστρονομία, αλλά- αστρολογία; Ποθώ τον Κύριο των ανέμων, τον Κύριο του πυρός, τον Δημιουργό του Κόσμου, τον Φωτοδότη του ήλιου. Επιζητώ τον Θεό, όχι τα έργα του Θεού.
Από την αμφιβολία στο δόγμα
Ο Κλήμης, στην επίθεσή του ενάντια στην «κληρονομική συσσώρευση» του κοινωνικού εθίμου και της φιλοσοφίας, επικαλέστηκε ως σύμμαχο τον Πλάτωνα, και ο Πλατωνισμός, στις διάφορες μορφές του, ήταν αυτός που διαμόρφωσε τη σοβαρή σκέψη των πρώτων μετά Χριστόν αιώνων. Η εκτίμησή μας γι’ αυτή την προφανή αλήθεια έχει ενίοτε αποκρυβεί: η διαχωριστική γραμμή μεταξύ φιλοσοφίας και δεισιδαιμονίας, έτσι όπως την χάραξαν Χριστιανοί και Εθνικοί (διεκδικώντας η καθεμία πλευρά για λογαριασμό της τα πρωτεία), έχει αφήσει τα ίχνη της στην επαγγελματική διάκριση μεταξύ των μελετητών της πατερικής περιόδου και της ύστερης αρχαίας φιλοσοφίας. Η αλήθεια είναι ότι, όσο σημαντικές και αν ήταν οι διαφορές τους, ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς (Ιουδαίος), ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής και ο Κλήμης (Χριστιανοί), και ο Πλωτίνος (Εθνικός) μοιράζονταν τον ίδιο κόσμο. Και δεν πρόκειται για έναν κόσμο τον οποίο μπορούμε εύκολα να αγνοήσουμε. Η αναγεννησιακή Ευρώπη ανακάλυψε εκ νέου τον Πλάτωνα και εμπνεύστηκε από αυτόν για να παραγάγει τόσο επιστημονικό όσο και λογοτεχνικό έργο. Αυτό δεν ήταν τυχαίο. Τα πλατωνικά εργαλεία παραμένουν εκ των ων ουκ άνευ για κάθε ορθολογιστική ή ρεαλιστική απόπειρα, όπως άλλωστε είναι και για την ευσέβεια του πιστού.
Ποια, λοιπόν, γραμμή συνδέει την Αθήνα, την Αλεξάνδρεια, την Ιερουσαλήμ και την Ρώμη; Υπάρχει πολλή αλήθεια στις παρατηρήσεις του Κλήμεντος σχετικά με την επιρροή των «βαρβάρων», και σε μεταγενέστερες εικασίες σχετικά με τον «σημιτικό» χαρακτήρα της στωικής σκέψης (λόγου χάριν) ή την «ανατολίτικη» φύση της μεταγενέστερης μυστικιστικής φιλοσοφίας, ότι κάποιοι από τους πιο λαμπρούς στοχαστές του ελληνιστικού και του ρωμαϊκού κόσμου προέρχονται από την ((Ανατολή». Δεν είναι ανάγκη να δεχτούμε τις κάπως ρατσιστικές εικασίες σχετικά με την (πιθανή) φοινικική καταγωγή του Ζήνωνα, ή τη (βέβαιη) φοινικική καταγωγή του Πορφύριου (του μαθητή και βιογράφου του Πλωτίνου– το όνομά του κανονικά ήταν Μάλχος): δεν ήταν ανάγκη να έχουν το ίδιο φυλετικό, ή ακόμη και πολιτισμικό, υπόβαθρο με τον οποιονδήποτε γνήσιο Αθηναίο για να φτάσουν στις μεθόδους και τα συμπεράσματα όπου έφτασαν. Το θέμα είναι μάλλον ότι ο μεσογειακός κόσμος ήταν ενιαίος, παρόλο που οι ομιλούμενες γλώσσες ήταν πολλές (από τη λατινική και την ελληνική έως την αραμαϊκή). Ένα σημαντικό συμπέρασμα από αυτήν την αυταπόδεικτη αλήθεια είναι ότι ο Ιουδαϊσμός, και ο Χριστιανισμός κατά τη μεσοδιαθηκική περίοδο, ήταν ελληνιστικά θρησκεύματα, και ότι οι διανοητές τους συνεισέφεραν στο φιλοσοφικό ρεύμα (χωρίς να τους αναγνωριστεί σε όλες τις περιπτώσεις) εξίσου με εκείνους τους Εθνικούς που διατηρούσαν στενή επικοινωνία με τους θεούς της Ελλάδας.
Οι άμεσοι διάδοχοι του Πλάτωνα ως διευθυντές της Ακαδημίας ήταν περισσότερο «ακαδημαϊκοί» από οποιονδήποτε προηγούμενο φιλόσοφο. Μπορούσαν, αν ήθελαν, να συνεισφέρουν στην πολιτική ζωή, και όλοι περίμεναν από αυτούς να αποτελούν πρότυπα προς μίμηση, να μεταστραφούν πιθανώς προς τη φιλοσοφία: ο Πολέμων, για παράδειγμα, ο τέταρτος διευθυντής της Ακαδημίας μέχρι το 276 π.Χ, όταν ήταν νέος, είχε κρύψει χρήματα σε διάφορα σημεία της πόλης ώστε να μπορεί ανά πάσα στιγμή να πληρώσει για μία ηδονή (ήταν ο ευρετής, ούτως ειπείν, της αποταμίευσης), άλλαξε όμως, όταν συνάντησε τον μεγάλο Ξενοκράτη (τον τρίτο διευθυντή, ο οποίος πέθανε το 314 π.Χ.). Ο τρόπος ζωής και θανάτου τους μελετήθηκε σε βάθος προκειμένου να βρεθούν αποδείξεις ότι οι φιλοσοφικές τους αξιώσεις ήταν υποκριτικές. Εκείνοι όμως ήταν ως επί το πλείστον βολεμένοι και ήσυχοι, αποστασιοποιημένοι μελετητές που δεν θεωρούσαν απαραίτητο να ακολουθήσουν τον κυνικό δρόμο ή να οδηγήσουν περισσότερο κόσμο προς το αιώνιο φως. Καθώς ο ένας διευθυντής διαδεχόταν τον άλλον, η σχέση με τον Πλάτωνα γινόταν όλο και πιο δυσδιάκριτη: ο Αρκεσίλαος, παρόλο που ο Διογένης ο Λαέρτιος πιστεύει πως αξίζει να αναφερθεί ότι είχε αντίγραφα έργων του Πλάτωνα, έστρεψε την Ακαδημία σε περισσότερο εριστικές κατευθύνσεις, αναθέτοντας στον εαυτό του και τους διαδόχους του το καθήκον να ανατρέψουν τις βεβαιότητες των δογματικών, ιδιαίτερα των Στωικών (διετέλεσε διευθυντής από το 273 έως το 242 π.Χ.). Τέτοιος «Ακαδημαϊκός Σκεπτικισμός» θα μπορούσε να βρει έμπνευση στην ανάμνηση του Σωκράτη, ο οποίος γνώριζε μόνο την άγνοιά του· ο ανταγωνισμός μεταξύ Στωικών και ακαδημαϊκών Σκεπτικών τους χρησίμευε στο να βρίσκονται σε εγρήγορση. Ο Καρνεάδης (που αποσύρθηκε το 137 και πέθανε το 129 π.Χ.), ειδικότερα, συνεισέφερε στη συζήτηση για τη στωική ηθική και την επιρροή της στην Ρώμη, αλλά, όπως ο Σωκράτης και. άλλοι σοφοί πριν και μετά από αυτόν, δεν συνέγραψε τίποτα. Όταν επισκέφτηκε την Ρώμη το 156 π.Χ. μίλησε δημόσια υπέρ της δικαιοσύνης, προ- καλώντας τη γενική επιδοκιμασία. Την επόμενη ημέρα, μίλησε δημόσια υπέρ της αδικίας, αυτήν τη φορά. Ο Κάτων ο Τιμητής (που έμελλε να διακηρύξει τη δική του δέσμευση στη «δικαιοσύνη», σε μια εκδοχή της τέλος πάντων, προκαλώντας την καταστροφή της Καρχηδόνας) αντιδρούσε σε τέτοιους φιλοσόφους με την αιτιολογία ότι προκαλούν σύγχυση στους νέους. Η «πλατωνική ανεκτικότητα» κατέστη μάταιη («μάταιη και κάθε δωρική πειθαρχία») πολλά χρόνια πριν από το Πάθος. Οι ακαδημαϊκοί Σκεπτικοί, όπως οι απανταχού ακαδημαϊκοί, ίσως δεν «βίωναν» απόλυτα το πιστεύω τους: οι πυρρώνειοι Σκεπτικοί εγκατέλειψαν κάθε πίστη, ακόμη και στη διαλεκτική, και διατείνονταν ότι δεν γνώριζαν τίποτα, ούτε και αυτήν ακόμη την άγνοιά τους. Έπαιρναν τα πράγματα όπως έρχονταν, και αυτό ήταν όλο (όμως ακριβώς «αυτό» να ήταν ενδεχομένως η διαλεκτική).
Ο Αντίοχος ο Ασκαλωνίτης (ακμή: 87 π.Χ.) επανέφερε την Ακαδημία στον Πλατωνισμό, αν και σε μία μορφή του Πλατωνισμού που δεν μπορεί να αναγνωριστεί στα δημοσιευμένα έργα του Πλάτωνα. Ο Αντίοχος καταγόταν από την Παλαιστίνη, περιοχή που προσέφερε ένα πλήθος διανοητών της ύστερης ελληνιστικής φιλοσοφίας (στη γειτονική Γάδαρα, ή στην Γέρασα, μπορεί να υπήρχε ακόμη και σχολή, παρόλο που κατά πάσα πιθανότητα ήταν απλώς θέμα συνήθειας). Στη σύνθεσή του, ο Αντίοχος έδωσε οριστική μορφή σε πράγματα που προηγουμένως είχαν διατυπωθεί μόνον υπαινικτικά: ο δάσκαλός του, ο Φίλων Λαρισαίος (διευθυντής της Ακαδημίας από το 110 έως το 79 π.Χ.), όπως είπε ο Αντίοχος, εσφαλμένως πίστευε (όπως πιστεύουν και πολλοί επαγγελματίες φιλόσοφοι στα βρετανικά πανεπιστήμια) ότι υπάρχει αδιάσπαστη συνέχεια της αναλυτικής και μη δογματικής σκέψης που ξεκίνησε από τον Σωκράτη και, μέσω του Πλάτωνα, έφτασε μέχρι τη σύγχρονή του Ακαδημία. Διότι υπάρχουν, σε τελευταία ανάλυση, αλήθειες στις οποίες θα μπορούσαμε να βασιστούμε. Ο Σωκράτης είχε αποστραφεί (για ένα διάστημα) τις αλήθειες που η φύση κάλυπτε με μυστήριο, αλλά ο Πλάτων είχε ιδρύσει μια σχολή που οδήγησε σε δύο συνεργαζόμενες σχολές, την Ακαδημία και τον Περίπατο, υπό τον Ξενοκράτη και τον Αριστοτέλη αντίστοιχα. Αυτή πάλι, υπό τον Πολέμωνα, ευθυγραμμιζόταν με τις πλέον σημαντικές θεωρίες της Στοάς, την οποία ίδρυσε ο Ζήνων. Φαίνεται ότι ο Αντίοχος, με το να αρνείται τη δυνατότητα της νόησης των «άυλων ουσιών», αναγνώριζε στους Στωικούς περισσότερα από όσα μπορούσε να αντέξει ο οποιοσδήποτε γνήσιος Πλατωνικός, ωστόσο η κύρια προσπάθειά του βασιζόταν στο να προσδιορίσει το κριτήριο της αλήθειας και τον σκοπό της πράξης σε πείσμα του απλοϊκού σκεπτικισμού. Οι ιδέες (παρόλο που μας δημιουργεί πρόβλημα η έλλειψη άμεσων αναφορών στο θέμα) καθίστανται αιώνιες σκέψεις του Θεού (όπως ίσως είχαν υπάρξει κάποτε και για τον Ξενοκράτη).
Οι κεντρικές θέσεις αυτού που αντιστοιχεί στην «αιώνια φιλοσοφία» (η πεποίθηση ότι υπάρχει κάποια αλήθεια την οποία μπορούμε εν μέρει να συλλάβουμε, αν αναμορφώσουμε την ψυχή μας), έτσι όπως την ανέπτυξαν (ίσως) ο Ποσειδώνιος, ο Αντίοχος, ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς, και τέλος ο Πλωτίνος, είναι οι εξής: Παρόλο που δεν βλέπουμε πάντα τα πράγματα σωστά, μπορούμε, αν είμαστε υγιείς και με σώας τας φρένας, να συλλάβουμε κάποιες άμεσες πραγματικότητες. Ακόμη και όσοι αρνούνται τον ισχυρισμό -όπως είχαν επισημάνει οι Στωικοί- θα πρέπει στην πραγματικότητα να βασίζονται σε αυτόν: κανένα επιχείρημα κατά της δυνατότητας να συλλάβει κανείς την αλήθεια δεν είναι έγκυρο, αφού το συμπέρασμα κάθε τέτοιου επιχειρήματος θα πρέπει ασφαλώς να είναι αληθές. Μόνον αν δεν αφήσουμε να μας περισπάσουν συναισθηματικοί δεσμοί και παραπλανητικές αναμνήσεις (που είτε υπάρχουν είτε προκαλούνται από δαίμονες), μπορούμε να ανακαλύψουμε πραγματικά πρότυπα στον κόσμο, τα οποία υπάρχουν αναλλοίωτα στον νου του Θεού. Εκείνος ο Θεός, ο Θεϊκός Νους, ταυτίζεται -όπως είπε ο Αριστοτέλης- αιώνια με τα ίδια του τα αντικείμενα, τις αιώνιες ιδέες. Αν και αιώνιος, δεν είναι η πρωταρχική πηγή, το Εν. Μόνο ελάχιστοι από εμάς, ή ακόμη και ένας μόνο μπορεί να ελπίζει ότι θα γίνει, ότι θα ενσαρκώσει τον Νου και τον Λόγο του Θεού (και έτσι θα αναγνωριστεί, όπως το έθεσε ο Φίλων, ως ο Υιός Θεού). Οι υπόλοιποι μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα γίνουμε τα τέκνα του Λόγου -όπερ σημαίνει, τα τέκνα μιας υγιούς αποκάλυψης- και ότι θα μετάσχουμε στον βίο της Ψυχής, του εμμενούς Θεού. Με το να ανακαλούμε διαρκώς τους εαυτούς μας (με το να ανακαλούμαστε) στον Λόγο γλιτώνουμε από όλα τα σφάλματα και τα πάθη που συνήθως συμβολίζονταν ως θηρία (από τον Επίκτητο, τον Κλήμεντα και τον Σπινόζα μεταξύ άλλων). Εν ολίγοις, αναγνωρίσιμες προτυπώσεις της Αγίας Τριάδας (του Ενός, του Λόγου, της Ευχής) και της Θεϊκής Ανθρωπότητας διαφαίνονται κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Οι διαφωνίες σχετικά με τις λεπτομέρειες εκείνων των θεωριών αποτέλεσαν, στο εσωτερικό των χριστιανικών εκκλησιών, αφορμές για καταγγελίες αιρέσεων -όρος που με την αρχαία ελληνική σημασία του δήλωνε τη «φιλοσοφική σχολή» (αἵρεσις)- αλλά ήταν οικεία ερωτήματα, οικεία στον βαθμό τουλάχιστον που ήταν οικείες και οι διαφωνίες σχετικά με τις λεπτομέρειες της εξελικτικής θεωρίας στα τέλη του 20ού αιώνα.
Το σύστημα του Φίλωνα υποστήριζε ότι το δεύτερο και το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας ήταν κατώτερα του πρώτου προσώπου, ιδιαίτερα επειδή ο Φίλων διέκρινε εκείνους που μπορούσαν μόνο να δεχτούν οδηγίες από τον Λόγο, την Τορά και τη θεϊκή Φιλοσοφία («τους υιούς του Λόγου»), από τους «αυτοδίδακτους», ενσαρκωθέντες Λόγους, τους «υιούς του Θεού».
Δεν πρέπει στην πραγματικότητα να απορρίπτουμε καμία διδασκαλία που έχει γεράσει με το πέρασμα του χρόνου… αλλά όταν ο Θεός κάνει τους νεαρούς βλαστούς αυτόπνευστης σοφίας να ξεπετάγονται μέσα στην ψυχή, τότε η γνώση που προέρχεται, από διδασκαλία πρέπει αμέσως να ακυρωθεί και να απομακρυνθεί. Ο ακόλουθος του Θεού, ο μαθητής του Θεού, ο απόστολος του Θεού, όπως και να τον πεις, δεν πρέπει πια να υφίσταται την καθοδήγηση των θνητών.
Ένας από αυτούς τους υιούς Θεού, τους ενσαρκωθέντες Λόγους, ήταν ο Μελχισεδέκ, ο αρχιερέας, και, ιδιαίτερα, ο Μωυσής. Και ο Πλωτίνος επίσης διακρίνει εκείνους που φτάνουν μόνο μέχρι τον Νου από εκείνους που μπαίνουν «στον Γνόφο της Αγνωσίας», όπου όλες οι λέξεις σωπαίνουν. Για τους Χριστιανούς, δεδομένου ότι αρνούνταν τη δυνατότητα άλλης μιας ενσάρκωσης, η διάκριση δεν είχε σημασία: ο ενσαρκωθείς Λόγος είναι ο μοναδικός δρόμος για εμάς, και ως εκ τούτου δεν είναι μία εναλλακτική, αλλά η μία και μόνη διαδρομή. Κανείς δεν έχει δει τον Πατέρα, ούτε έχει κάποια επαρκή περιγραφή του– τον κηρύττει μόνο ο Λόγος.
Η ταύτιση του Λόγου με τον Μωυσή, ή με τη δραματική μορφή του Μωυσή – γιατί ο Φίλων δεν είναι πάντα βέβαιος ότι υπήρξε, ή ότι είχε σημασία αν υπήρξε, μια πραγματική ιστορική μορφή που έβγαλε τους Ισραηλίτες από τη δουλεία- απαντά επίσης και στη σαμαρειτική σκέψη. Το σύμπαν καθ’ εαυτό δημιουργήθηκε χάριν του Μωυσή, χάριν του ενός όντος που ήταν και είναι ο ενσαρκωθείς Λόγος. Οι Χριστιανοί, οι οποίοι πίστευαν ότι ο Ιησούς ήταν και είναι αυτός ο Λόγος, υιοθέτησαν την ίδια γλώσσα, και μαζί με αυτήν τα ίδια προβλήματα. Ο Φίλων μιλάει για τον Λόγο ως Πρωτότοκο Υιό, και (αντίστοιχα) για τη Σοφία ως πρωτότοκη θυγατέρα, ακολουθεί όμως και το προηγούμενο των γραφών στο ότι θεωρεί τον Λόγο δημιούργημα του Θεού, όχι απαραιτήτως ες αεί. Δεν υπάρχει, στην πραγματικότητα, κανένα άλλο πρότυπο για το σύμπαν και την ανθρώπινη λογική, εξόν ο Λόγος ως είναι – αλλά ο Θεός «θα μπορούσε» να έχει πράξει διαφορετικά. Η δημιουργία είναι αποτέλεσμα βούλησης, όχι αναγκαιότητας. Όπως είπε και ο Ευσέβιος ο Καισαρείας κατά τη διάρκεια των συζητήσεων που κορυφώθηκαν στην Νίκαια: ((τίποτα δεν είναι από την ουσία [του Θεού] (από το Είναι Του), αλλά τα πάντα γεννώνται από τη βούλησή Του, το καθένα υπάρχει όπως ακριβώς έγινε». Μια τέτοια θεώρηση της σχέσης του Θεού με τον Λόγο, γνωστή στους εκκλησιαστικούς ιστορικούς ως Αρειανισμός (απέναντι στην οποία ο Ευσέβιος και ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ήταν ευνοϊκά διακείμενοι), μας αφήνει εκτεθειμένους στα τυπικά επιχειρήματα που αντλούνται από τον Ευθύφρονα του Πλάτωνα, ότι, δηλαδή, αν ο Θεός «μπορούσε» να μας έχει δώσει εντολή να μισούμε ο ένας τον άλλον, ή να κλέβουμε και να λέμε ψέματα, τότε «θα μπορούσε» να ισχύει ότι η κακότητα είναι τελικά αρετή. Η ορθόδοξη απάντηση ήταν ότι ο Λόγος, ως τέτοιος, δεν απορρέει από το arbitnum του Θεού (τη βούλησή Του), αλλά από το ίδιο Του το είναι. Ο Λόγος, από κάθε άποψη, δεν είναι αυθαίρετος, γιατί δεν θα μπορούσε να έχει υπάρξει άλλος Λόγος από αυτόν που υπάρχει. Στην πραγματικότητα, και αυτή ακόμη η έννοια του Λόγου ως δημιουργήματος της βούλησης και της λογικής του Θεού είναι παράλογη – ο Λόγος είναι η βούληση και η λογική του Θεού.
Τα καλά νέα ότι ο Λόγος κατοικούσε, κατοικεί, ανάμεσα μας είναι το μήνυμα που μία ομάδα περιπλανώμενων ανέλαβε να μεταδώσει στον κόσμο. Εκείνοι οι περιπλανώμενοι, τους οποίους τώρα πια αναγνωρίζουμε ως χριστιανούς Αποστόλους, θα είχαν φανεί στην πλειονότητα των συγχρόνων τους ως μιας άλλης κατηγορίας Κυνικοί. Στην πραγματικότητα, οι απόηχοι της κυνικής συζήτησης μέσα στα ευαγγέλια είναι πολλοί (όπως θα περίμενε κανείς από έναν αυτόχθονα της σε μεγάλο βαθμό εξελληνισθείσας Γαλιλαίας). Όμως η θεωρία του ευαγγελίου ήταν «πλατωνική» στην ουσία της. Μεταγενέστεροι πολέμιοι, φυσικά, είτε το χλεύασαν ως «Πλάτωνα για τον λαό» είτε πολέμησαν ενάντια σε ό,τι χαρακτήρισαν ως διαστρεβλώσεις μιας έντιμης θεωρίας. Οι επιθέσεις των Εθνικών κατά του χριστιανικού δόγματος, στην πραγματικότητα, μοιάζουν πάρα πολύ με εκείνες των Χριστιανών κατά των Εθνικών. Συχνά, σε τέτοιες μακροχρόνιες έχθρες, οι δύο πλευρές προσάπτουν η μία στην άλλη τις ίδιες ακριβώς κατηγορίες. «Πώς είναι δυνατόν ο Θεός να αναμιχθεί με κατώτερη ύλη; Πώς είναι δυνατόν να υποφέρει και να πεθαίνει; Πώς είναι δυνατόν άνθρωποι λογικοί να παίρνουν στα σοβαρά ιεροτελεστίες που περιέχουν πράγματα τόσο απλοϊκά όσο ο άρτος και ο οίνος; Αυτά είναι δικαιολογίες για φαύλη συμπεριφορά». Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι οι Εθνικοί θα μπορούσαν με αυτό τον τρόπο να ενοχοποιήσουν τους Χριστιανούς· το θέμα είναι ότι αυτά τα τρία ερωτήματα, και η τελική χλεύη, χρησιμοποιήθηκαν από τον Κλήμεντα ενάντια στη σκέψη και την πρακτική των Εθνικών. Οι ορθόδοξοι θεολόγοι παραμένουν πεπεισμένοι ότι οι «Πλατωνικοί» περιφρονούσαν ή αλλόκοτα απαξιούσαν τον χρόνο και την ύλη. Η ορθοδοξία τους είναι στην πραγματικότητα πλατωνική.
Η ιουδαϊκή, η σαμαρειτική και η χριστιανική σκέψη, αν γίνουν ως πρέπει κατανοητές, δεν είναι μυθικό σκοτάδι. Αντίθετα, αυτοί οι στοχαστές φρόντισαν δεόντως να υπερασπιστούν τη λογική ενάντια στον σκοταδισμό. Σύμφωνα με τον γνωστό ιστορικό των ιδεών, Α.Ο. Lovejoy:
«Η πρωταρχική και πλέον καθολική πίστη του ανθρώπου [είναι] ο ακλόνητος ρεαλισμός του, η διττή πεποίθησή του ότι βρίσκεται αφενός εν μέσω πραγματικοτήτων οι οποίες δεν είναι ο εαυτός του ούτε απλές πειθήνιες σκιές του εαυτού του, ενός κόσμου που υπερβαίνει τα στενά όρια του ίδιου του εφήμερου είναι του· και αφετέρου, ότι ο ίδιος μπορεί τρόπον τινά να καταλάβει πέρα από εκείνα τα όρια και να φέρει εκείνες τις εξωτερικές υπάρξεις μέσα στην περιφέρεια του δικού του βίου, χωρίς ωστόσο να ακυρώνει την υπερβατικότητά τους».
Μια τρίτη ακλόνητη πεποίθηση είναι ότι εμείς όντως υπάρχουμε, και ότι δεν διαλυόμαστε σε άτομα ή στο αμετάβλητο. Ο αιώνας μας, όπως και οι πρώτοι αιώνες της εποχής που ονομάζεται σύγχρονη, έχει δει να εξαπολύεται επίθεση ενάντια στην Αλήθεια, τη Λογική και το Εγώ. Είναι αλήθεια ότι η πλατωνίζουσα σύνθεση, με την οποία οι πρόγονοί μας σκόπευαν να ξεπεράσουν την απόγνωση, τους εξυπηρετούσε επαρκώς, όπου και αν ανήκαν.
Οι δυνατότητες των Εθνικών
Οι επόμενοι αιώνες ήταν εβραϊκοί, όσον αφορά την κύρια έμπνευσή τους, παρόλο που σχολές Εθνικών εξακολουθούσαν να προσελκύουν νέους στην Αθήνα και την Αλεξάνδρεια, ακόμη και μετά το κλείσιμο της Ακαδημίας από τον Ιουστινιανό. Σύγχρονοι σχολιαστές συχνά υπαινίσσονται ότι οι Εβραϊστές πρόδωσαν τη φιλοσοφία με το να υποκλιθούν σε ό,τι μπορούσε να επαληθευτεί με βάση τις γραφές. Η αλήθεια είναι ότι με αυτόν τον τρόπο αποδείχτηκαν ρεαλιστές– είναι στ’ αλήθεια προτιμότερο να «ακολουθούμε το επιχείρημα», όπου και αν οδηγεί, τη στιγμή που έχουμε επαρκή λόγο να πιστεύουμε ότι ήδη γνωρίζουμε κάποιες απροσδόκητες αλήθειες; Ιουδαίοι, Μουσουλμάνοι και Χριστιανοί λόγιοι και φιλόσοφοι προσδιόρισαν ποια θα έπρεπε να είναι η κατεύθυνση της φιλοσοφίας. Αυτή η έκβαση, όπως πίστευαν όλοι, ήταν θεόπεμπτη’ δεν υπήρχε καμία περίπτωση ο Ιουλιανός «ο Παραβάτης» να ανακόψει την πρόοδο στη γενιά μετά τον Κωνσταντίνο, και να επαναφέρει έναν «Εθνικό» Πλατωνισμό. Ίσως, είχαν δίκιο, όμως αξίζει παρόλα αυτά να ολοκληρώσω με μια σύντομη αναφορά στο τι θα μπορούσε να έχει συμβεί, εάν ο τελευταίος λόγος ανήκε σε έναν από τους τελευταίους -και κατά πάσα πιθανότητα τον σπουδαιότερο- των ακλόνητα ελληνοκεντρικών σοφών. Πρόκειται, αδιαμφισβήτητα, για τον Πλωτίνο, τις σημαντικές απόψεις του οποίου, επί παντός σχεδόν του επιστητού, εξέδωσε ο φίλος και μαθητής του Πορφύριος (χωρίς σχόλια και διορθώσεις). Ο Πλωτίνος καταγόταν από την Άνω Αίγυπτο’ δάσκαλός του στην Αλεξάνδρεια ήταν κάποιος Αμμώνιος, ο οποίος είναι σχεδόν βέβαιο ότι δίδαξε και τον Ωριγένη, έναν από τους πλέον φιλοσοφικούς των Εκκλησιαστικών Πατέρων (που τελικά κατηγορήθηκε ότι έκλινε επικίνδυνα προς την αίρεση). Ο Πορφύριος αναφέρει ότι, όταν ο Ωριγένης εμφανίστηκε σε διάλεξη του Πλωτίνου, ο Πλωτίνος διέκοψε, κοκκινίζοντας, γιατί, όπως είπε, δεν υπήρχε τίποτα να μάθουν οι ακροατές. Ο Πλωτίνος έδρασε κυρίως στην Ρώμη, ακολουθώντας, όπως δήλωνε, τον Πλατωνισμό. Ο όρος «Νεοπλατωνισμός» έχει επινοηθεί μόλις πριν από έναν αιώνα– μέχρι τότε κανείς δεν είχε αμφισβητήσει στα σοβαρά τη συνέχεια του Πλατωνισμού.
Πόσο διαφορετικό θα ήταν το μέλλον, εάν είχε επικρατήσει ένας εθνικός Πλωτινισμός; Το πρώτο που πρέπει να προσέξει κανείς είναι, ασφαλώς, ότι ο ίδιος ο Ιουλιανός είχε δεχτεί επιρροές φιλοσόφων πολύ λιγότερο σημαντικών από τον Πλωτίνο – παρόλο που και ο Ιάμβλιχος (πέθανε περίπου το 330 μ.Χ.), τα συγγράμματα του οποίου έγιναν ίσως το ευαγγέλιο μιας αναγεννημένης «Εθνικής εκκλησίας», δεν είναι τόσο ανόητος όσο τον παρουσιάζει η φήμη του. Τα στρατεύματα του βασιλιά Όμπερον συνέρρεαν παντού. Εν τη απουσία βαθιάς πεποίθησης ότι υπήρχε μόνον ένας δρόμος προς την Αλήθεια, οι άνθρωποι για άλλη μία φορά ήρθαν αντιμέτωποι με το «προφανές». Οι Επικούρειοι έλεγαν ότι όλες οι εντυπώσεις ήταν αληθείς, γιατί ήταν αυτό που ήταν οι Στωικοί έλεγαν ότι όλοι εμείς, εφόσον δεν είμαστε σοφοί, είμαστε παράφρονες, και ότι ως εκ τούτου η μόνη διέξοδος από τις πεποιθήσεις μας βρισκόταν στη φαντασία– οι Σκεπτικοί, ανεξαρτήτως σχολής, συμφωνούσαν ότι, επειδή δεν γνωρίζουμε ότι γνωρίζουμε την Αλήθεια, είμαστε απορροφημένοι στα φαινόμενα. Το συμπέρασμα, που απέχει τόσο από το να είναι, όπως νομίζουν οι συγγραφείς που ερμηνεύουν την ιστορία αναχρονιστικά, ο θρίαμβος του υλιστικού, κοινού νου, απελευθέρωσε κάθε λογής φαινόμενα στον διανοητικό κόσμο. Μνήμες θριάμβου και απογοήτευσης, αρχαίες ιστορίες, περιστατικά φαινομενικά (και ως εκ τούτου κατ’ ανάγκην) μεστά νοήματος, είναι όλα «προφανή». Εν τη απουσία μιας πραγματικής καθολικής ομοφωνίας σχετικά με το τι ήταν, συγκεκριμένα, το προφανές, οι άνθρωποι προτίμησαν να εμμένουν στα προγονικά πιστεύω τους, και οπωσδήποτε να μην προσηλυτίζουν. Αυτό ήταν, κατά τη γνώμη του Τουλιανού, το φοβερότερο έγκλημα των Χριστιανών, το ότι εγκατέλειψαν «τους θεούς των πατέρων τους».
Ομοίως, εν τη απουσία κάποιας βαθιάς πεποίθησης ότι υπήρχε ένας «πραγματικός εαυτός», οι πολλαπλές εμμονές και τα συναισθήματά μας έγιναν τόσο πραγματικές όσο οτιδήποτε άλλο. Οι αποσπασματικές αναμνήσεις, τα αντικρουόμενα κίνητρα, οι συγκεκαλυμμένες αιτίες δεν είναι παρεκτροπές: είναι η συνήθης ανθρώπινη κατάσταση, και μόνον ο άγιος, ο ήρωας ή ο φιλόσοφος έχει δαμάσει και μετασχηματίσει το καταιγιστικό πλήθος παρορμήσεων έτσι ώστε να «γνωρίζει εαυτόν» ως έναν και μόνο. Εμείς οι υπόλοιποι δεν γνωρίζουμε γιατί κάνουμε πράγματα, δεν είμαστε «οι αυτοί» από τη μία ανόητη στιγμή στην άλλη, και σταθερά παραγνωρίζουμε ακόμη και τα πιο «παρόντα» και «άμεσα» αισθήματά μας. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει ένας και μόνος εαυτός που μπορεί να αποκαλυφθεί. Ένα σημαντικό βήμα προς την αυτογνωσία είναι να συνειδητοποιήσει κανείς μόνο (πιο εύκολα ίσως στις τρεις η ώρα το πρωί) πόσο ρευστός και ανεξέλεγκτος είναι ο συνηθισμένος τρόπος του σκέπτεσθαι. «Πόθεν έρχεται η ψυχή;», ρωτά ο Φίλων, «πού θα πάει, για πόσο ακόμη θα είναι σύντροφος και συνοδοιπόρος μας; Μπορούμε να διακρίνουμε την ουσιώδη φύση της;… Ακόμη και τώρα, σε αυτήν τη ζωή, είμαστε οι κυβερνώμενοι μάλλον παρά οι κυβερνώντες, εγνωσμένοι μάλλον παρά γνωρίζοντες… Είναι ο νους μου κτήμα μου; Αυτός που μου γεννά εικασίες, αυτός που με γεμίζει πλάνες, που παραληρεί, που παραλογίζεται, αυτός που στη φρενίτιδα ή στο γήρας αποδεικνύεται η ίδια η άρνηση του νου».
Εν ολίγοις, η κατάσταση των διανοητικών πραγμάτων στην εποχή του Ιουλιανού έμοιαζε πάρα πολύ με αυτήν της δικής μας. Κάποιοι σοβαροί στοχαστές, μεταξύ των οποίων και εκείνοι που είχε σε εκτίμηση ο Ιουλιανός, αφοσιώθηκαν στον έλεγχο των «δαιμόνων» (των αναμνήσεων, των «προβολών» και των αποσπασματικών εαυτών που προανέφερα) με τελετές, προκειμένου να τιθασεύσουν τον Όμπερον. Η Λογική, όπως είπαν, δεν επαρκούσε: πρέπει επίσης να υπάρξει έργο θεού (θεουργία) στον ορίζοντα – ακριβώς επειδή οι περισσότεροι από εμάς δεν είμαστε κατάλληλα εφοδιασμένοι για να βρούμε με τη λογική τον δρόμο μας προς την αλήθεια. Επεδίωκαν να αναβιώσουν, σε έναν ευρύτερο κόσμο, τον Ολύμπιο άθλο, να δαμάσουν τους δαίμονες, τις τρελές παρορμήσεις, τις φρικιαστικές μνήμες, μέσα από μία δραματική αναπαράσταση αυτών που θεωρούσαν πραγματικές σχέσεις, όπως τις είχαν μάθει από τους προφήτες. Οι τελετές που έφεραν τον Λόγο του Θεού στη ζωηρή φαντασία των πιστών Χριστιανών, ίσως, δεν διέφεραν και τόσο από εκείνες που χρησιμοποιούσαν οι ενθουσιώδεις Εθνικοί για χάρη της ειρήνης, μόνο που οι Χριστιανοί, όπως και οι περισσότεροι ορθόδοξοι Πλωτινικοί, αποκήρυξαν την αιματηρή θυσία (κάτι που δεν έκανε ο Ιουλιανός). Οι Χριστιανοί ἐλάλουν γλώσσαις (παρόλο που είχαν προειδοποιηθεί να μην παίρνουν την πρακτική πολύ στα σοβαρά)· οι Εθνικοί αντέγραφαν κατεβατά ολόκληρα με ασυναρτησίες. Και οι δύο πλευρές πίστευαν ότι έτσι παρέκαμπταν την Βαβέλ, ξανακερδίζοντας το «πραγματικά προφανές», την εποχή που οι θεοί ήταν ανάμεσά μας.
Ο Πλωτίνος δεν συμφωνούσε: δεν πρέπει να μας απασχολούν οι δαίμονες, αλλά μόνο ο «δαίμων», ο καλύτερος εαυτός μας, η φωνή του θεϊκού νου που οι Χριστιανοί ταύτιζαν με τον Χριστό. Είναι άλλο να παραδεχόμαστε ότι υπάρχουν δαίμονες, και ότι πρέπει να τους αλυσοδέσει ο Δίας ή να τους καταπιεί ο Κρόνος (εξαρτάται από ποια εκδοχή του μύθου χρησιμοποιούμε), και εντελώς διαφορετικό να εικάζουμε ότι είναι πάντα στη διάθεσή μας, ότι οι δυνάμεις που κυβερνούν τον κόσμο μάς ανήκουν ώστε να τις εξουσιάζουμε κατά βούληση – ή να τις υπηρετούμε. Με την ίδια λογική, είναι άλλο να παραδεχόμαστε, όπως ο Πλωτίνος, ότι ο κόσμος της αισθητηριακής εμπειρίας δεν είναι ο ιδανικός, και εντελώς διαφορετικό να τον περιφρονούμε. Πιθανότατα ο Πλωτίνος συγκαταριθμούσε τους «Χριστιανούς» στους «Γνωστικούς» που χλεύαζε: ανθρώπους που αξίωναν μια τόσο ιδιαίτερη σύλληψη του θείου ώστε αυτό να τους απαλλάσσει από κάθε τυπικό καθήκον, ακόμη και από εκείνο της διανοητικής συνοχής. Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι, ως προς αυτό τουλάχιστον, συμφωνούσε, εν αγνοία του, μαζί τους. Παρόλο που για τη λαϊκή θρησκεία ήταν ανέκαθεν πιο εύκολο να υποστηρίζει ότι υπήρχαν δυο κόσμοι (η επίγεια, η υποδεέστερη εκδοχή του, και η άλλη, η επουράνια), κανένας Πλατωνικός δεν θα συμφωνούσε με αυτό. Δεν είναι ότι υπάρχουν δύο πραγματικοί κόσμοι, αλλά μάλλον ότι υπάρχουν όντως δύο πράγματα (η ψυχή και το σώμα). Το σώμα, όπως διακήρυττε ένας μεταγενέστερος Πλατωνικός, είναι το ορατό από τις πέντε αισθήσεις μέρος της ψυχής. Η «φυγή μόνου προς Μόνον» περί της οποίας μιλούσε ο Πλωτίνος δεν είναι, καθώς έλεγε, «πορεία για τα πόδια»! Για να δει κανείς τα πράγματα απ’ ευθείας πρέπει να τα δει όπως είναι πραγματικά – αυτό είναι το ορατό αποτύπωμα του θεϊκού Κάλλους. Ο Πορφύριος, ο οποίος καταφέρθηκε δριμύτερα και αμεσότερα με τα συγγράμματά του κατά των Χριστιανών (γι’ αυτό και διασώζεται τόσο λίγο από το έργο του), θα διαπίστωνε και αυτός ότι συμφωνεί μαζί τους μάλλον, παρά με έναν αυτοκράτορα που θεωρούσε την αιματηρή θυσία απαράβατο καθήκον.
Δύο λάθη, σύμφωνα με τα πρότυπα του Πλωτίνου και των ορθόδοξων Χριστιανών, ήταν ισοδύναμα. Το πρώτο είναι να υποθέτουμε ότι ο κόσμος είναι απόλυτα κακός, και ότι τίποτα εγκόσμιο δεν μπορεί να χαίρει εκτιμήσεως ή σεβασμού. Αν ίσχυε κάτι τέτοιο, δεν θα έπρεπε να εμπιστευόμαστε ούτε καν τη διάνοια μας, ούτε και την ανταπόκρισή μας στην αποκάλυψη. Το δεύτερο είναι να θεωρούμε ότι ο κόσμος, έτσι όπως είναι, αξίζει τη λατρεία μας, ότι ο κόσμος, ο αισθητός κόσμος, είναι αδιαμφισβήτητα Θεός. Αν ίσχυε κάτι τέτοιο, δεν θα μπορούσαμε να ανυψωθούμε πάνω από αυτόν, ούτε να προσδοκάμε κάτι καλύτερο από «το πώς είναι τώρα τα πράγματα». Η μέση οδός είναι να συμφωνήσουμε ότι ο κόσμος έχει εκπέσει, ή ότι εμείς έχουμε εκπέσει σε αυτόν ότι ο κόσμος όντως οφείλει την ύπαρξή του στην ψυχή που τον κατακλύζει (γιατί χωρίς αυτήν υπάρχει μόνο το τίποτα, χωρίς όρια ή μορφή), αλλά ότι αυτή η ψυχή είναι Αδελφή μας, όχι Μητέρα μας (σαν να ήταν άλλο ένα είδωλο της μίας θεϊκής Ψυχής). Της οφείλουμε σεβασμό, αλλά σε καμία περίπτωση λατρεία. Ο Ιουλιανός επιχείρησε να ανασυστήσει μια αστική κοινωνία η οποία θα έκανε ό,τι ακριβώς έκαναν και οι χριστιανικές εκκλησίες, δηλαδή θα παρείχαν νόημα και ποιότητα ζωής στους πάσχοντες της εποχής του. Οι Χριστιανοί, φυσικά, δεν ήταν οι μοναδικοί που έδειχναν ενδιαφέρον για τους απροστάτευτους. Ο Πλωτίνος είχε αναλάβει την κηδεμονία πολλών ορφανών παιδιών όπως και ο Κράτης, φρόντιζε την περιουσία τους, στην περίπτωση που δεν θα γίνονταν φιλόσοφοι. Ωστόσο οι χριστιανικές εκκλησίες προσέφεραν τη μόνη οργανωμένη και οικονομική φιλανθρωπία. Ο Ιουλιανός ήλπισε να μιμηθεί αυτήν την αρετή, όμως δεν μπόρεσε να αποτινάξει τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά της παγανιστικής παράδοσης. Οι Χριστιανοί εναντιώθηκαν στην προσπάθειά του να επαναφέρει, για παράδειγμα, τα μαντεία και τις αιματηρές θυσίες στην Δάφνη (κοντά στην Αντιόχεια της Συρίας, στην Κασταλία πηγή) το 362 μ.Χ., με όρους ανάλογους εκείνων που θα ανέπτυσσε κάθε στοχαστής του Διαφωτισμού – με τη διαφορά ότι για τους Χριστιανούς η αποτυχία του μαντείου να χρησμοδοτήσει οφειλόταν κυρίως στα οστά του μάρτυρα Βαβυλά.
Τι θα συνέβαινε αν ο Ιουλιανός, αντί να ακολουθήσει τη «θεουργική σχολή» – ως αποτέλεσμα της διδασκαλίας του Ιάμβλιχου -, είχε αρκεστεί στον Πλωτίνο και τον Πορφύριο; Θα μπορούσε να υπάρξει μια «Εθνική» πλατωνική αυτοκρατορία; Σε έναν τέτοιο κόσμο το Θείο θα ήταν γνωστό ως «Τρεις Υποστάσεις»: το Εν, ο Νους, ή Ψυχή, σε κατιούσα σειρά, ή συμβολικά, ο Ουρανός, ο Κρόνος, ο Δίας. Το ανθρώπινο ον που θα ενσάρκωνε τον Νου δεν θα ήταν ένας μυθικός Πυθαγόρας, αλλά μάλλον ένας πλατωνικός Σωκράτης, ή ο ίδιος ο Πλωτίνος. Άγιοί μας θα ήταν οι σοφοί: χαρμόσυνα ασκητικοί στη ζωή τους, και στο περιστασιακό μαρτύριό τους. Η ύλη θα ήταν μυστηριακή, και ο ήλιος μια «διάπυρη μάζα από μέταλλο» και. ταυτόχρονα το ορατό είδωλο του θείου. Δεν θα γίνονταν αιματηρές θυσίες, όχι μόνο γιατί οι τέτοιου είδους θυσίες έτρεφαν κατώτερα πνεύματα, αλλά γιατί τα θύματα θα είχαν αναγνωριστεί ως φίλοι μας. Το πλατωνικό ενδιαφέρον για τα άλλα πλάσματα της γης, δυστυχώς για αυτά, δεν υιοθετήθηκε από τη χριστιανική Εκκλησία, γιατί οι διδάσκαλοί της αποφάσισαν (αφύσικα) ότι όποιος ενδιαφέρεται για τα ζώα ενδιαφέρεται για τους δαίμονες που παριστάνονται αλληγορικά ως άγρια θηρία. Μια περισσότερο πλατωνική, ή έστω πλωτινική, αυτοκρατορία θα ήταν ευγενέστερη. Όταν ο Πορφύριος σκεφτόταν την αυτοκτονία (που για τους Πλατωνικούς ήταν πράξη λιγότερο τιμημένη από όσο για τους Στωικούς), εμφανίστηκε αναπάντεχα ο Πλωτίνος και του επισήμανε ότι η απόφασή του οφειλόταν μόνο στη μελαγχολία, όχι στη λογική. Το μαντείο των Δελφών, όταν ρωτήθηκε για τον Πλωτίνο, λέγεται πως απάντησε ότι οι θεοί πολλές φορές τον επανέφεραν στον σωστό δρόμο, ότι του είχε δοθεί ένα όραμα που υπερέβαινε «τα πικρά κύματα αυτής εδώ της καθημαγμένης ζωής». Με λίγα λόγια, για τους φίλους του, είχε υλοποιήσει το σχέδιο που περιέγραφε ο Επίκτητος: «η υπόθεση είναι βαρυσήμαντη, πλήρης μυστηρίου, όχι ένα δώρο της τύχης, ούτε δίνεται σε όλους τους υποψηφίους. ..». Ο Πλωτίνος το πέτυχε, αλλά όταν θα «ανυψωνόταν» τι θα έκαναν οι μαθητές του; Μια αυστηρότερα πλωτινική αυτοκρατορία θα είχε καταστήσει σαφή μία απόλυτη διάκριση μεταξύ (πιο πολιτισμένων ίσως) Εθίμων για τον λαό, και μιας ασκητικής Σοφίας για τους λίγους (όπως συνέβη στον βουδιστικό κόσμο). Η αυτοκρατορία του Ιουλιανού θα είχε χάσει κάθε αίσθηση ότι ήταν δυνατόν να αντιμετωπιστούν με κριτικό πνεύμα τα αρχαία Έθιμα. Στην πραγματικότητα, απαγόρευσε στους Χριστιανούς να διδάσκουν τα αρχαία κείμενα, γιατί δεν πίστευαν ότι ήταν αληθή. Κατά πάσα πιθανότητα αυτό ήταν που ανάγκασε τον Γρηγόριο τον Νύσσης να εγκαταλείψει τις κλασικές σπουδές για τη θεολογία και την επισκοπεία. Παρά τα λάθη της, η θεωρητικώς χριστιανική αυτοκρατορία που διαδέχτηκε την αυτοκρατορία του Ιουλιανού επέμενε ότι δεν ήταν μόνον οι σοφοί αυτοί που μπορούσαν να αποβλέπουν στο φως, ότι υπήρχαν επίσης «κανονικοί» άγιοι όπως υπήρχαν και σοφοί. Δεν ήταν μόνον οι φιλόσοφοι φίλοι του Θεού, και κανείς δεν θα έπρεπε να θεωρείται λιγότερο ή περισσότερο άξιος ύπαρξης. Η ιδέα αυτή δεν ήταν καινούρια, υπήρχε πριν από τον Πλωτίνο: ο Αριστοτέλης, όταν τον χλεύαζαν ότι έδειχνε ευσπλαχνία στους ανάξιους, απαντούσε ότι συμπονούσε τον άνθρωπο, όχι τον χαρακτήρα του. Η πράξη υπερακόντισε τη θεωρία στην πλειονότητα των Εθνικών (όπως και η θεωρία υπερακόντισε την πράξη στην πλειονότητα των Χριστιανών).
Ας το θέσω διαφορετικά: γίναμε ένα έθνος φιλοσόφων, όπως οι Εβραίοι. Το μακραίωνο πείραμα του Χριστιανισμού, ενδεχομένως, αποτυγχάνει, όπως ίσως και εκείνος ο άλλος κληρονόμος του ιουδαϊκού πλατωνισμού, το Ισλάμ. Εάν αποτύχουν, οι απόγονοί μας μπορεί να βρεθούν και πάλι σε έναν κόσμο τον οποίο οι πρόγονοί μας γνώριζαν καλά: στον κόσμο των μάταιων εθίμων, του ξεπεσμού και της σύγχυσης. Από την άλλη πλευρά, έχουμε ξαναβρεθεί εδώ. Το γεγονός ακριβώς ότι ανατράφηκαν μέσα στα ερείπια μπορεί να δώσει σε κάποιους την εντύπωση ότι οι ίδιοι τουλάχιστον είναι νέοι. Ό,τι και αν έχει προηγουμένως επιτευχθεί, και χαθεί, υπάρχει ίσως μια στιγμή που ο κόσμος είναι νέος και μπορεί να επανεπι- νοήσει ή να επανανακαλύψει το μεγαλείο.
------------
* «Σκιάς όνειρο είναι ο άνθρωπος· μα όταν ο Θεός στέλνει λάμψη, τότε ένα λαμπρό φως φτάνει στους ανθρώπους και η ζωή είναι γλυκιά σαν μέλι».
* «Έτσι, ενώ δεν μπορούμε να εκπληρώσουμε την επαγγελία του ανθρώπου, αναλαμβάνουμε και εκείνη του φιλοσόφου».
* «το προτιμητέο αδιάφορο»
* Milinda-pafiha· έργο αγνώστου, σε επτά βιβλία, γραμμένο στην Β. Ινδία τον Ιο ή τον 2ο αι. μ.Χ., με μορφή διαλόγου ανάμεσα στον βασιλιά Μιλίντα ή Μένανδρο και τον Ναγκασένα, μοναχό