Οι αρχαίοι Έλληνες και οι αρχαίοι ινδουιστές έχουν μιλήσει για την αυτογνωσία, το «γνώθι σαυτόν». Δηλαδή: θέλω να ξέρω τον εαυτό μου, γιατί αν δεν τον ξέρω θα είμαι σαν ένα φύλλο στον άνεμο. Πρέπει, λοιπόν, να μάθω για τον εαυτό μου, όχι σύμφωνα με κάποιον ψυχολόγο, με κάποιο φιλόσοφο ή από κάποιο βιβλίο , που είτε το αποκαλείς ιερό είτε όχι είναι απλώς ένα βιβλίο. Μπορώ, λοιπόν, να τα παρακάμψω όλα αυτά, την αυθεντία όσων έχουν πει άλλοι για μένα; Μπορώ να τα παραμερίσω εντελώς όλα αυτά, επειδή ό,τι λένε πως είμαι δεν είμαι. Πρέπει μόνος μου να ανακαλύψω τον εαυτό μου. Ο εαυτός μου, το «εγώ» μου, είναι κάτι ζωντανό, γι’ αυτό και πρέπει να το μάθω.
Έχω βιώσει διάφορες εμπειρίες, κάθε είδους, που έχουν καταγραφεί στον εγκέφαλο κι έχουν γίνει μνήμη, και μ’ αυτή τη μνήμη ερευνώ τον εαυτό μου. Έτσι το παρελθόν ερευνά τον εαυτό μου. Αλλά εγώ είμαι το παρελθόν. Μπορώ, λοιπόν, να κοιτάξω τον εαυτό μου σαν να ήταν για πρώτη φορά; Όχι μέσα από ξεθωριασμένες μνήμες, όχι μέσα από προηγούμενες γνώσεις που έχω μάθει για τον εαυτό μου. Που σημαίνει: να μάθω για μένα από την αρχή, φρέσκα, επειδή είμαι κάτι ζωντανό, όχι κάτι νεκρό· κι αν θέλεις να κατανοήσεις κάτι ζωντανό, πρέπει να το παρατηρήσεις με ένα ζωντανό νου, όχι με νεκρές γνώσεις, όχι με κάτι που έχεις μάθει, που ήδη ξέρεις. Ίσως να είστε «νεκροί», γιατί είστε όλοι σας παγιδευμένοι στις αναμνήσεις, που είναι κάτι νεκρό. Και η παράδοση είναι κάτι νεκρό.
Γίνεται, λοιπόν, εξαιρετικά ενδιαφέρον, ζωτικό, γεμάτο ενέργεια, όταν μπορείς να κοιτάς, ας πούμε, αυτό το δέντρο ή τη γυναίκα σου ή τον άντρα σου, σαν να ήταν η πρώτη φορά. Να μη δίνεις όνομα στις αντιδράσεις και στα αισθήματά σου, που σε παγιδεύουν στο δίχτυ του παλιού, έτσι ώστε να είναι πάντα καινούργια. Κάντε το. Μη συμφωνείτε απλώς με τον ομιλητή. Κάντε το και τότε θα δείτε τι εκπληκτική ζωντάνια έχει κανείς· θα νιώσετε εκείνη την ενέργεια που έχει μια εξαιρετική ποιότητα φρεσκάδας, την ποιότητα κάτι εντελώς καινούργιου.
Δεν ξέρω αν κάποιοι από σας έχετε πάει σοβαρά, βαθιά μέσα σας εντελώς πρόθυμα, με όλη σας την καρδιά, με χαρά, χωρίς καμιά αίσθηση εξαναγκασμού να το κάνετε, κι έχετε προσπαθήσει ν’ ανακαλύψετε τι είστε. Απλώς το να λέει κανείς: «είμαι τούτο» ή «είμαι εκείνο» είναι ανώριμο, δεν έχει νόημα. Για να ερευνήσει, για να ανακαλύψει κανείς, πρέπει να υπάρχει χαρά, πρέπει να υπάρχει ενθουσιασμός, ζωντάνια, ιδιαίτερα όταν βαθαίνει κανείς σ’ αυτό το πολύπλοκο πράγμα που λέγεται νους. Αλλά οι πιο πολλοί από μας ερευνούμε είτε από απελπισία είτε για να βρούμε κάτι που θα μας δώσει τροφή για σκέψη, που θα μας δώσει ισορροπία, μια εξασφάλιση της συνέχειάς μας. Η πραγματική έρευνα πρέπει να είναι απαλλαγμένη απ’ όλα αυτά. Ερευνά κανείς για να ανακαλύψει τι πραγματικά συμβαίνει στο νου του.
Τι είναι αυτή η αυτογνωσία για την οποία μιλάτε και πώς μπορώ να την αποκτήσω;
Κουβαλάτε διάφορες περίεργες ιδέες για την αυτογνωσία: ότι για να έχετε γνώση του εαυτού σας πρέπει να κάνετε διάφορες πρακτικές, πρέπει να διαλογίζεστε, πρέπει να κάνετε ένα σωρό πράγματα. Είναι πολύ απλό, κύριε. Το πρώτο βήμα είναι και το τελευταίο στην αυτογνωσία, η αρχή είναι και το τέλος. Το πρώτο βήμα είναι εκείνο που έχει σημασία: η αυτογνωσία δεν είναι κάτι που μπορείς να το μάθεις από κάποιον άλλο· κανείς δεν μπορεί να σε διδάξει αυτογνωσία, πρέπει να την ανακαλύψεις μόνος σου· πρέπει να είναι μία ολοδική σου ανακάλυψη, κι αυτή η ανακάλυψη δεν είναι κάτι τρομερό, κάτι φανταστικό, είναι κάτι πολύ απλό, αλλά και πολύ δύσκολο. Το να μαθαίνεις για τον εαυτό σου σημαίνει να παρατηρείς τη συμπεριφορά σου, τα λόγια σου, όσα κάνεις στις καθημερινές σου σχέσεις − αυτό είναι όλο. Αρχίστε μ’ αυτό και τότε θα δείτε πόσο εξαιρετικά δύσκολο είναι να έχετε επίγνωση, να παρατηρείτε απλώς τον τρόπο της συμπεριφοράς σας· τις λέξεις που χρησιμοποιείτε γι’ αυτούς που βρίσκονται σε κατώτερη θέση από σας, για το αφεντικό σας· να παρατηρείτε τη συμπεριφορά σας στη σχέση σας με τους ανθρώπους, με τις ιδέες και με τα πράγματα. Παρατηρήστε απλώς τις σκέψεις σας, τα κίνητρά σας, στον καθρέφτη των σχέσεων και θα δείτε ότι τη στιγμή που κοιτάζετε θέλετε να διορθώνετε και λέτε: «Αυτό είναι καλό· αυτό είναι κακό· πρέπει να κάνω τούτο και όχι εκείνο». Όταν βλέπετε τον εαυτό σας στον καθρέφτη των σχέσεων, η προσέγγισή σας είναι επικριτική ή επιδοκιμαστική, κι έτσι διαστρέφετε αυτό που βλέπετε. Ενώ αν παρατηρείτε απλώς μέσα σ’ αυτό τον καθρέφτη τη στάση σας απέναντι στους άλλους ανθρώπους, στις ιδέες και στα πράγματα, αν κοιτάτε απλώς και μόνο το γεγονός χωρίς κριτική, χωρίς επίκριση ή αποδοχή, τότε θ’ ανακαλύψετε ότι αυτή η ίδια η αντίληψη έχει τη δική της δράση. Έτσι αρχίζει η αυτογνωσία.
Το να παρακολουθείτε τον εαυτό σας, να παρατηρείτε ό,τι κάνετε, ό,τι σκέφτεστε, να βλέπετε ποια είναι τα κίνητρα και τα ελατήριά σας, κι ωστόσο να μην καταδικάζετε ή να μη δικαιώνετε τίποτα, είναι κάτι εξαιρετικά δύσκολο, γιατί ολόκληρη η παιδεία σας βασίζεται στην καταδίκη, στην κριτική και στην αξιολόγηση· έχετε ανατραφεί με το: «Κάνε αυτό και όχι εκείνο». Αν όμως μπορείτε να κοιτάξετε μέσα στον καθρέφτη των σχέσεων, χωρίς να δημιουργείτε αντίθετα, τότε θα ανακαλύψετε ότι δεν υπάρχει τέλος στην αυτογνωσία. Και μην πείτε «Πρέπει να έχω επίγνωση κάθε λεπτό», γιατί αυτή είναι άλλη μια εκδήλωση της ανοησίας μας όταν θέλουμε να φτάσουμε κάπου, όταν θέλουμε να πετύχουμε κάποια ιδιαίτερη κατάσταση. Εκείνο που έχει σημασία είναι να έχεις επίγνωση του εαυτού σου και να συνεχίζεις να έχεις επίγνωση χωρίς να συσσωρεύεις αυτά που βλέπεις, επειδή από τη στιγμή που αρχίζεις να συσσωρεύεις φτιάχνεις ένα κέντρο και με αυτό το κέντρο κάνεις κριτική. Η αυτογνωσία δεν είναι μια διαδικασία συσσώρευσης, είναι μια διαδικασία ανακάλυψης την κάθε στιγμή μέσα στις σχέσεις.
Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο γνωρίζω τον εαυτό μου όλη την ώρα και στο αποκτώ γνώσεις για τον εαυτό μου Όταν η αυτογνωσία είναι μια συσσώρευση πληροφοριών που έχω μαζέψει μέσα στη μέρα για τον εαυτό μου, εμποδίζεται η κατανόηση του εαυτού μου. Συσσωρεύουμε γνώσεις για τον εαυτό μας και μ’ αυτές του κάνουμε κριτική, κι αυτό γεννάει τις δυσκολίες μας. Έχοντας συσσωρεύσει γνώσεις μέσα από τις εμπειρίες, μέσα από τη μάθηση, από τα διαβάσματα σχετικών βιβλίων, από κάθε είδους ομάδες αυτογνωσίας και όλα τα υπόλοιπα, σκεφτόμαστε και λειτουργούμε με αυτές τις γνώσεις ως υπόβαθρο. Στρογγυλοκαθόμαστε μέσα στη γνώση κι από κει λέμε: «Ξέρω τα πάντα για τον εαυτό μου: είναι άπληστος, είναι ανόητος, θέλει αδιάκοπα να είναι ο καλύτερος...» − ή οτιδήποτε άλλο, τέλος πάντων, λέμε ότι είναι. Οπότε δεν υπάρχει τίποτα παραπάνω για να το γνωρίσει κανείς. Τη στιγμή όμως που πιάνεις μια θέση μέσα στη γνώση, η γνώση σου θα είναι πολύ επιφανειακή. Αν όμως δεν υπάρχει συσσώρευση γνώσης στην οποία επαναπαύεται ο νους, τότε υπάρχει μόνο η κίνηση του «γνωρίζω διαρκώς»· και τότε ο νους γίνεται ικανός να αντιλαμβάνεται εξαιρετικά γρήγορα. Σημαντική, λοιπόν, είναι η διαρκής αυτογνωσία και όχι οι γνώσεις για τον εαυτό.
Πρέπει να έχουμε μία, χωρίς επιλογές, ολική επίγνωση των επιρροών, των συνηθειών, της παράδοσης, της διαμόρφωσης του νου μας ως ινδουιστών, χριστιανών, βουδιστών κ.λπ. Το να έχει κανείς απόλυτη επίγνωση όλων αυτών σημαίνει να είναι εντελώς ευαίσθητος. Έτσι, η επίγνωση δεν είναι μόνο για ό,τι συμβαίνει εξωτερικά − ο βρόμικος δρόμος, η ανοησία της κοινωνίας, η φθαρμένη θρησκεία που δεν έχει απολύτως κανένα νόημα, το παπαγάλισμα όσων γράφουν τα βιβλία και η αυθεντία των βιβλίων. Πρέπει να έχετε επίγνωση όλων αυτών που συμβαίνουν και συγχρόνως να έχετε επίγνωση ότι δεν σταματάτε ποτέ για λίγο να κοιτάξετε ένα δέντρο, δεν έχετε ποτέ καμιά επικοινωνία με τη φύση που έχει εκπληκτική ομορφιά. Τώρα: το να έχετε επίγνωση όλων αυτών των πραγμάτων εξωτερικά κι έπειτα της αντίδρασή σας σ’ αυτά τα εξωτερικά πράγματα −που είναι η εσωτερική κίνηση του έξω και που δεν είναι κάτι ξεχωριστό από το μέσα−, το να έχετε επίγνωση των εξωτερικών γεγονότων και των εσωτερικών αντιδράσεών σας σ’ αυτά και των εμπειριών που βιώνετε από αυτές τις αντιδράσεις, αυτό είναι το να έχεις πλήρη επίγνωση.
Οι πιο πολλοί από μας νομίζουν ότι η επίγνωση είναι κάτι μυστηριώδες στο οποίο πρέπει να εξασκηθεί κανείς κι ότι πρέπει να μαζευόμαστε κάθε μέρα και να μιλάμε για την επίγνωση. Τώρα: μ’ αυτό τον τρόπο δεν καταφέρνεις ποτέ να έχεις επίγνωση. Αλλά αν έχεις επίγνωση των εξωτερικών πραγμάτων − των στροφών του δρόμου, του σχήματος των δέντρων, του χρώματος των ρούχων κάποιου άλλου, της κορυφογραμμής των βουνών με φόντο τον γαλάζιο ουρανό, της λεπτότητας ενός λουλουδιού, του πόνου στο πρόσωπο ενός περαστικού, της άγνοιας, του μίσους, της ζήλιας των άλλων, της ομορφιάς της γης − τότε, έχοντας επίγνωση όλων αυτών των εξωτερικών πραγμάτων χωρίς επίκριση, χωρίς επιλογές, μπορείς να αφεθείς στα κύματα της εσωτερικής επίγνωσης. Τότε θα έχετε επίγνωση των δικών σας αντιδράσεων, της δικής σας ασημαντότητας, της δικής σας ζήλιας. Από την εξωτερική επίγνωση περνάς στην εσωτερική· αν όμως δεν έχεις επίγνωση του εξωτερικού, δεν μπορείς να έχεις μέσα σου.
Όταν υπάρχει εσωτερική επίγνωση κάθε δραστηριότητας του νου σου και του σώματός σου, όταν έχεις επίγνωση των σκέψεών σου, των συναισθημάτων σου − κρυφών και φανερών, συνειδητών και ασυνείδητων − τότε μέσα απ’ αυτή την επίγνωση έρχεται μια διαύγεια που δεν έχει επιβληθεί, δεν έχει φτιαχτεί από το νου. Και χωρίς αυτή τη διαύγεια, κάντε ό,τι θέλετε: ψάξτε τους ουρανούς, τη γη και τα βάθη της συνείδησης, αλλά ποτέ δεν θ’ ανακαλύψετε τι είναι αληθινό.
Ο άνθρωπος, λοιπόν, που θέλει ν’ ανακαλύψει τι είναι αληθινό πρέπει να έχει την ευαισθησία της επίγνωσης − που δεν σημαίνει να εξασκηθεί να έχει επίγνωση. Η εξάσκηση για να έχεις επίγνωση απλώς οδηγεί σε συνήθεια, και η συνήθεια είναι καταστροφική για την ευαισθησία.
Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στην επίγνωση και στην ενδοσκόπηση;
Ας εξετάσουμε πρώτα τι εννοούμε με την ενδοσκόπηση. Με την ενδοσκόπηση εννοούμε το κοίταγμα μέσα μας, την εξέταση του εαυτού μας. Γιατί εξετάζει κανείς τον εαυτό του; Για να τον βελτιώσει, για να τον αλλάξει, για να τον τροποποιήσει. Κάνεις ενδοσκόπηση για να γίνεις κάτι, αλλιώς δεν θα καταπιανόσουν με την ενδοσκόπηση. Δεν θα ερευνούσες τον εαυτό σου αν δεν υπήρχε η επιθυμία να τον τροποποιήσεις, να τον αλλάξεις, να γίνεις κάτι άλλο από εκείνο που είσαι. Αυτός είναι ο προφανής λόγος για ενδοσκόπηση. Είμαι θυμωμένος και κάνω ενδοσκόπηση, εξετάζω τον εαυτό μου για να απαλλαγώ από το θυμό ή για να τον τροποποιήσω ή για να τον αλλάξω. Η ενδοσκόπηση είναι μια διαδικασία στην οποία δεν υπάρχει αποδέσμευση, επειδή είναι μια διαδικασία μεταμόρφωσης εκείνου που είναι σε κάτι που δεν είναι.
Προφανώς αυτό ακριβώς συμβαίνει όταν κάνουμε ενδοσκόπηση, όταν ασχολούμαστε μ’ αυτή την ιδιόμορφη πράξη. Σ’ αυτή την πράξη υπάρχει πάντα μια συσσωρευτική διαδικασία· καθώς το «εγώ» εξετάζει κάτι για να το αλλάξει υπάρχει πάντα μια διπλή σύγκρουση ανάμεσα σε δύο αντίθετα, και επομένως μια διαδικασία απογοήτευσης. Δεν υπάρχει ποτέ αποδέσμευση· και με τη συνειδητοποίηση της απογοήτευσης έρχεται κατάθλιψη.
Η επίγνωση είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Επίγνωση είναι παρατήρηση χωρίς επίκριση. Η επίγνωση φέρνει κατανόηση γιατί δεν υπάρχει επίκριση ή ταύτιση, αλλά μόνο σιωπηλή παρακολούθηση. Αν θέλω να κατανοήσω κάτι πρέπει να το παρατηρήσω και δεν πρέπει να κριτικάρω, δεν πρέπει να καταδικάζω, δεν πρέπει να το επιδιώκω σαν κάτι ευχάριστο ή να το αποφεύγω σαν δυσάρεστο. Πρέπει να υπάρχει απλώς η σιωπηλή παρατήρηση ενός γεγονότος. Δεν υπάρχει κάτι που θέλεις να πετύχεις, αλλά επίγνωση του καθετί που παρουσιάζεται. Αυτή η παρατήρηση και η κατανόηση της παρατήρησης παύουν όταν υπάρχει επίκριση, ταύτιση ή δικαιολόγηση. Η ενδοσκόπηση είναι αυτοβελτίωση κι επομένως η ενδοσκόπηση είναι εγωκεντρισμός. Η επίγνωση δεν είναι αυτοβελτίωση. Απεναντίας, είναι το τέλος του εαυτού, του «εγώ» με όλα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, τη μνήμη του, τις απαιτήσεις του και τις επιδιώξεις του. Στην ενδοσκόπηση υπάρχει ταύτιση και επίκριση. Στην επίγνωση δεν υπάρχει επίκριση ή ταύτιση, κι επομένως δεν υπάρχει αυτοβελτίωση. Υπάρχει τεράστια διαφορά ανάμεσα στα δύο.
Ο άνθρωπος που θέλει να καλυτερέψει τον εαυτό του δεν μπορεί ποτέ να έχει επίγνωση, γιατί το να καλυτερέψεις τον εαυτό σου προϋποθέτει επίκριση και το να πετύχεις ένα αποτέλεσμα. Ενώ στην επίγνωση υπάρχει παρατήρηση χωρίς επίκριση, χωρίς απόρριψη ή αποδοχή. Αυτή η επίγνωση αρχίζει με εξωτερικά πράγματα· έχεις επίγνωση όντας σε επαφή με αντικείμενα, με τη φύση. Πρώτα, υπάρχει επίγνωση των πραγμάτων που έχει κανείς γύρω του, έχοντας ευαισθησία για τα αντικείμενα, για τη φύση, μετά για τους ανθρώπους, που σημαίνει για τη σχέση τους μαζί τους· κι ύστερα υπάρχει επίγνωση των ιδεών. Αυτή η επίγνωση, το να είναι κανείς ευαίσθητος στα πράγματα, στη φύση, στους ανθρώπους, στις ιδέες, δεν αποτελείται από ξεχωριστές διαδικασίες, αλλά είναι μια ενιαία διαδικασία. Είναι μια διαρκής παρατήρηση των πάντων: κάθε σκέψης, κάθε αισθήματος και κάθε πράξης όπως εμφανίζονται μέσα μας. Καθώς η επίγνωση δεν επικρίνει, δεν υπάρχει και συσσώρευση. Επικρίνεις μόνο όταν έχεις ένα πρότυπο, που σημαίνει ότι υπάρχει συσσώρευση κι επομένως βελτίωση του «εγώ». Επίγνωση είναι η κατανόηση της δράσης του εαυτού, του «εγώ», στις σχέσεις του με τους ανθρώπους, με τις ιδέες και με τα πράγματα. Αυτή η επίγνωση υπάρχει από τη μια στιγμή στην άλλη κι επομένως δεν μπορεί κανείς να την κάνει σαν πρακτική. Όταν κάνεις κάποια πρακτική, αυτό γίνεται συνήθεια, και η επίγνωση δεν είναι συνήθεια. Ένας νους που κάνει κάτι από συνήθεια είναι αναίσθητος· ένας νους που ακολουθεί το αυλάκι μιας συγκεκριμένης δράσης είναι νωθρός, άκαμπτος, ενώ η επίγνωση απαιτεί διαρκή ευλυγισία, διαρκή εγρήγορση. Δεν είναι δύσκολο. Είναι στην πραγματικότητα εκείνο που κάνετε όταν ενδιαφέρεστε για κάτι: για το παιδί σας, για τη γυναίκα σας, για τα λουλούδια σας, για τα δέντρα, για τα πουλιά. Παρατηρείτε χωρίς επίκριση, χωρίς ταύτιση. Οπότε σ’ αυτή την παρατήρηση υπάρχει πλήρης επικοινωνία· ο παρατηρητής και το παρατηρούμενο είναι σε πλήρη επικοινωνία. Αυτό συμβαίνει πραγματικά όταν ενδιαφέρεσαι για κάτι έντονα, βαθιά.
Έτσι, υπάρχει τεράστια διαφορά ανάμεσα στην επίγνωση και στην ενδοσκόπηση που μ’ αυτή δυναμώνει το «εγώ» με την αυτοβελτίωσή του. Η ενδοσκόπηση οδηγεί σε απογοήτευση, σε περισσότερη και μεγαλύτερη εσωτερική σύγκρουση, ενώ η επίγνωση είναι μια κίνηση αποδέσμευσης από τη δράση του «εγώ»· σημαίνει επίγνωση των καθημερινών σου κινήσεων, σκέψεων, πράξεων, καθώς και να έχεις επίγνωση και των άλλων, να παρατηρείς τους άλλους. Αυτό μπορείς να το κάνεις όταν αγαπάς κάποιον, όταν ενδιαφέρεσαι βαθιά για κάτι. Όταν θέλω να γνωρίσω τον εαυτό μου, όλο μου το είναι, ολόκληρο το περιεχόμενο του εγώ μου και όχι απλώς ένα ή δυο επίπεδα, τότε προφανώς δεν μπορεί να υπάρχει επίκριση. Τότε πρέπει να είμαι ανοιχτός σε κάθε σκέψη, σε κάθε συναίσθημα, σε όλες τις διαθέσεις μου, σε όλες τις καταπιέσεις και καθώς υπάρχει όλο και περισσότερη διευρυμένη επίγνωση τόσο υπάρχει και μεγαλύτερη ελευθερία από όλες τις κρυφές κινήσεις της σκέψης, των κινήτρων και των επιδιώξεων. Η επίγνωση είναι ελευθερία· φέρνει ελευθερία· δίνει ελευθερία· ενώ η ενδοσκόπηση καλλιεργεί τη σύγκρουση, το μηχανισμό της περιχαράκωσης του «εγώ»· οπότε υπάρχει πάντα σ’ αυτήν απογοήτευση και φόβος.
Η ενδοσκόπηση και η επίγνωση είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα. Η ενδοσκόπηση οδηγεί σε απογοήτευση, σε μεγαλύτερη σύγκρουση, γιατί προϋποθέτει την επιθυμία της αλλαγής, και η αλλαγή είναι απλώς μια τροποποιημένη συνέχεια του ίδιου πράγματος. Η επίγνωση είναι μια κατάσταση στην οποία δεν υπάρχει επίκριση ούτε δικαιολόγηση ούτε ταύτιση κι επομένως υπάρχει κατανόηση. Σ’ αυτή την κατάσταση της ουδέτερης, άγρυπνης επίγνωσης δεν υπάρχει ούτε εκείνος που βιώνει την εμπειρία ούτε η εμπειρία που βιώνεται.
Η ενδοσκόπηση, που είναι μια μορφή βελτίωσης του «εγώ», επέκτασης του «εγώ», δεν μπορεί ποτέ να οδηγήσει στην αλήθεια, γιατί είναι πάντα μια κίνηση περιχαράκωσης του «εγώ». Ενώ η επίγνωση είναι μια κατάσταση στην οποία μπορεί να γεννηθεί η αλήθεια, η αλήθεια εκείνου που συμβαίνει, η απλή αλήθεια της καθημερινής μας ζωής. Μόνο όταν κατανοήσουμε την αλήθεια της καθημερινής ζωής μπορούμε να πάμε μακριά. Πρέπει να αρχίσεις από κοντά για να πας μακριά, αλλά οι περισσότεροι από μας θέλουμε να βρεθούμε μακριά μ’ ένα πήδημα, να αρχίσουμε από τα μακρινά χωρίς να κατανοήσουμε τα διπλανά. Καθώς κατανοούμε αυτά που είναι κοντά μας, θα ανακαλύψουμε ότι δεν υπάρχει απόσταση ανάμεσα στο κοντινό και στο μακρινό. Δεν υπάρχει απόσταση − η αρχή και το τέλος είναι ένα.
Μπορείτε να πάτε σε κάποιον ψυχολόγο ή ψυχαναλυτή, αυτό όμως δεν είναι αυτογνωσία. Η αυτογνωσία γεννιέται όταν έχουμε επίγνωση του εαυτού μας μέσα στις σχέσεις, που μας δείχνει αυτό που είμαστε κάθε στιγμή. Οι σχέσεις είναι ένας καθρέφτης στον οποίο βλέπουμε τον εαυτό μας όπως πραγματικά είμαστε. Αλλά οι πιο πολλοί από μας δεν έχουμε την ικανότητα να κοιταζόμαστε έτσι όπως είμαστε στις σχέσεις, επειδή αμέσως αρχίζουμε να κατακρίνουμε ή να δικαιολογούμε αυτό που είμαστε.
Κρίνουμε, αξιολογούμε, συγκρίνουμε, απορρίπτουμε ή αποδεχόμαστε, αλλά ποτέ δεν παρατηρούμε πραγματικά «αυτό που είναι, όπως είναι», και για τους περισσότερους ανθρώπους αυτό μοιάζει να είναι ό,τι πιο δύσκολο έχουν να κάνουν· αυτό και μόνο, όμως, είναι η αρχή της αυτογνωσίας. Αν κανείς έχει τη δυνατότητα να βλέπει τον εαυτό του όπως είναι σ’ αυτό τον εκπληκτικό καθρέφτη των σχέσεων, που δεν παραμορφώνει· αν κανείς μπορεί απλώς να κοιτάζει μέσα σ’ αυτό τον καθρέφτη με πλήρη προσοχή και να βλέπει πραγματικά «αυτό που είναι», να έχει επίγνωσή του χωρίς να επικρίνει, χωρίς να κάνει κριτική, χωρίς να αξιολογεί −και αυτό το κάνεις όταν ενδιαφέρεσαι σοβαρά να το κάνεις− τότε θ’ ανακαλύψεις ότι ο νους είναι ικανός να απελευθερωθεί από κάθε διαμόρφωση.
Μπορείτε να μας εξηγήσετε τι εννοείτε με την επίγνωση;
Απλώς μια καθαρή επίγνωση. Επίγνωση της συμπεριφοράς σας, των προκαταλήψεών σας, του τι σας αρέσει και τι δεν σας αρέσει, χωρίς τίποτε άλλο. Όταν αντιλαμβάνεστε κάτι, αυτή η αντίληψη είναι αποτέλεσμα σύγκρισης, επίκρισης, κριτικής, αξιολόγησης... Έτσι δεν είναι; Όταν διαβάζετε κάτι κριτικάρετε, επικρίνετε, απορρίπτετε ή αποδέχεστε. Το να έχεις επίγνωση σημαίνει να βλέπεις ακριβώς τη στιγμή που γίνεται, όλη αυτή τη διαδικασία της κριτικής, της αξιολόγησης, των συμπερασμάτων, της αποδοχής και της άρνησης του γεγονότος που κοιτάζεις. Τώρα: μπορεί κανείς να έχει επίγνωση αυτού που συμβαίνει χωρίς όλα αυτά;
Προς το παρόν, το μόνο που ξέρουμε είναι μια διαδικασία αξιολόγησης των πραγμάτων, και αυτή η αξιολόγηση είναι αποτέλεσμα της διαμόρφωσής μας, του κοινωνικού μας υπόβαθρου, των θρησκευτικών, ηθικών και μορφωτικών επιρροών μας. Μια τέτοια δήθεν επίγνωση είναι το αποτέλεσμα της μνήμης μας, της μνήμης ως το «εγώ», ως Ολλανδός, ινδουιστής, βουδιστής, καθολικός ή οτιδήποτε άλλο μπορεί κανείς να είναι. Εκείνο που κοιτάζει, κρίνει κι αξιολογεί είναι το «εγώ», δηλαδή οι αναμνήσεις μου, η οικογένειά μου, η ιδιοκτησία μου, τα προσόντα μου. Με αυτό είμαστε αρκετά εξοικειωμένοι, αν είμαστε κάπως σε εγρήγορση. Τώρα: μπορεί να υπάρξει επίγνωση χωρίς όλα αυτά, χωρίς το «εγώ»; Είναι δυνατόν απλώς να κοιτάζουμε, απλώς να παρατηρούμε την κίνηση του νου, του ίδιου μας του νου, χωρίς να κρίνουμε, χωρίς να αξιολογούμε, χωρίς να λέμε «είναι καλό» ή «είναι κακό»;
Η επίγνωση που πηγάζει από το «εγώ», που είναι η επίγνωση της αξιολόγησης και της κριτικής, δημιουργεί πάντα διχασμό, τη σύγκρουση των αντιθέτων − αυτό που είναι και εκείνο που θα έπρεπε να ήταν. Σ’ αυτή την επίγνωση υπάρχει κριτική, υπάρχει φόβος, υπάρχει αξιολόγηση, επίκριση και ταύτιση. Δεν είναι παρά μια επίγνωση του «εγώ», του «εαυτού» με όλες του τις παραδόσεις, τις αναμνήσεις και τα υπόλοιπα που κουβαλάει. Αυτή η επίγνωση δημιουργεί πάντοτε σύγκρουση ανάμεσα στον παρατηρητή και στο παρατηρούμενο, ανάμεσα σ’ αυτό που είμαι και σ’ αυτό που θα έπρεπε να είμαι. Τώρα: είναι δυνατόν να έχω επίγνωση χωρίς αυτή τη διαδικασία της επίκρισης, της κριτικής, της αξιολόγησης; Είναι δυνατόν να κοιτάζω τον εαυτό μου, ό,τι σκέψεις κι αν κάνω, χωρίς να επικρίνω, χωρίς να κριτικάρω, χωρίς να εκτιμώ; Δεν ξέρω αν το έχετε προσπαθήσει ποτέ. Είναι αρκετά επίπονο, επειδή όλη μας η ανατροφή από τα παιδικά μας χρόνια μάς οδηγεί στην επίκριση ή στην επιδοκιμασία. Και στη διαδικασία της επίκρισης και της επιδοκιμασίας υπάρχει απογοήτευση, υπάρχει φόβος, υπάρχει πόνος και ανησυχία, κι αυτή ακριβώς η διαδικασία είναι η διαδικασία του «εγώ», του εαυτού.
Ξέροντας, λοιπόν, όλα αυτά, μπορεί ο νους να έχει επίγνωση χωρίς να κάνει κριτική, χωρίς κόπο, χωρίς προσπάθεια να μην επικρίνει, γιατί από τη στιγμή που λέει «Δεν πρέπει να επικρίνω» είναι ήδη εγκλωβισμένος στη διαδικασία της επίκρισης.
Η επίγνωση για την οποία μιλάω είναι η επίγνωση ολόκληρης της διαδικασίας της επίκρισης και το τέλος της. Σ’ αυτήν υπάρχει παρατήρηση χωρίς καμιά κριτική, πράγμα που είναι εξαιρετικά δύσκολο γιατί προϋποθέτει το σταμάτημα, το τέλος τού να δίνεις ονόματα και να βάζεις «ταμπέλες». Όταν έχω επίγνωση ότι είμαι άπληστος, πλεονέκτης, οργισμένος, παράφορος ή ό,τι άλλο θέλετε, γίνεται απλώς να το παρατηρώ, να έχω επίγνωσή του, χωρίς να το καταδικάζω; Πράγμα που σημαίνει ότι μπαίνει τέλος στη διαδικασία να δίνουμε κάποιο όνομα σ’ αυτό που νιώθουμε. Γιατί όταν δίνω ένα όνομα, όπως «άπληστος», αυτή η ίδια η πράξη της ονομασίας είναι η διαδικασία της επίκρισης· σύμφωνα με τη λογική μας, η ίδια η λέξη «άπληστος» είναι από μόνη της επικριτική. Απελευθέρωση του νου από κάθε επίκριση σημαίνει να σταματάμε να δίνουμε κάθε είδους ονόματα.
Στην επίγνωση δεν υπάρχει προσπάθεια· επίγνωση σημαίνει να αντιλαμβάνεσαι κάτι έτσι όπως είναι χωρίς να το διαστρεβλώνεις. Διαστρέβλωση υπάρχει όταν υπάρχει προσπάθεια· όταν υπάρχει σαν κριτήριο ένα εκ των προτέρων σχηματισμένο μοντέλο, που εμποδίζει την πραγματική κατανόηση. Εάν έχεις από πριν κάποια ιδέα για το πώς θα πρέπει να είσαι, τότε η επίγνωσή σου δεν είναι σπουδαία. Γι’ αυτό πρέπει κανείς να κοιτάζει τον εαυτό του με μια επίγνωση που δεν κάνει επιλογές, ώστε να μπορεί να δει ακριβώς αυτό που είναι και όχι εκείνο που θα έπρεπε να είναι. Η προσπάθεια είναι διάσπαση της προσοχής από «αυτό που είναι» κανείς. Από τη στιγμή που αποδέχομαι «αυτό που είμαι» δεν υπάρχει προσπάθεια, εσωτερική πάλη. Κάθε μορφή πάλης είναι ένδειξη ότι διασπάται η προσοχή μου, και η διάσπαση της προσοχής − που είναι η προσπάθεια − υπάρχει όσο θέλω ψυχολογικά να μεταμορφώσω «αυτό που είμαι» σε κάτι που δεν είμαι.
Πάρτε για παράδειγμα το θυμό: μπορεί ο θυμός να ξεπεραστεί με προσπάθεια, με διάφορες μεθόδους και τεχνικές, με διαλογισμό και διάφορους άλλους τρόπους; Μπορεί να μεταμορφωθεί «αυτό που είμαι» σε «κάτι που δεν είμαι»; Τώρα: αντί να κάνετε προσπάθεια να μεταμορφώσετε το θυμό σε ψυχραιμία, υποθέστε πως αποδεχτήκατε ότι είστε θυμωμένος· τι θα συνέβαινε τότε; Θα είχατε επίγνωση ότι είστε θυμωμένος. Και τότε τι θα γινόταν; Δεν θα πηγαίνατε βαθιά μέσα στο θυμό σας; Όταν έχεις επίγνωση ότι είσαι θυμωμένος − που είναι «αυτό που είσαι» − και ξέροντας τη βλακεία της προσπάθειας να μεταμορφώσεις «αυτό που είσαι» σε «κάτι που δεν είσαι», θα εξακολουθήσεις να είσαι θυμωμένος; Αν αντί να προσπαθείς να ξεπεράσεις το θυμό σου μεταμορφώνοντάς τον ή αλλάζοντάς τον, αν τον αποδεχτείς και μείνεις εκεί και τον παρατηρείς, αν έχεις πλήρη επίγνωσή του χωρίς να τον καταδικάζεις ή να τον δικαιολογείς, τότε θα γίνει στη στιγμή μια αλλαγή.
Η προσπάθεια, λοιπόν, σημαίνει έλλειψη επίγνωσης. Από τη στιγμή που έχεις επίγνωση − που σημαίνει πως ούτε επικρίνεις ούτε δικαιολογείς – από τη στιγμή που αποδέχεσαι, κοιτάς και παρατηρείς «αυτό που είσαι», δεν υπάρχει προσπάθεια· τότε εκείνο που έχει μεγάλη σημασία είναι αυτό που παρατηρείς, αυτό που έχεις την επίγνωσή του. Κι αν το παρακολουθήσεις, τότε ολοκληρώνεται κάθε σκέψη που κάνεις γι’ αυτό, κι έτσι ο νους ελευθερώνεται από τις σκέψεις γύρω από εκείνο που παρατηρείς. Η επίγνωση, λοιπόν, δεν προϋποθέτει καμιά προσπάθεια.
Η επίγνωση δεν είναι κάτι τρομερό, κάτι πέρα από τις δυνατότητές μας. Αρχίζει πολύ απλά: με το να έχεις επίγνωση όσων λες κι όλων των αντιδράσεών σου, απλώς βλέποντας, παρατηρώντας τα όλα χωρίς κριτική ή επίκριση. Αυτό είναι πολύ δύσκολο να γίνει επειδή όλη η διαμόρφωσή μας, εδώ και αιώνες, εμποδίζει την ουδέτερη επίγνωση χωρίς επιλογές. Εσείς, όμως, απλώς να έχετε επίγνωση ότι κάνετε επιλογές, ότι επικρίνετε, ότι συγκρίνετε· απλώς να έχετε επίγνωση όλων αυτών, χωρίς να λέτε «Τι να κάνω για να μη συγκρίνω;» γιατί τότε δημιουργείτε ένα καινούργιο πρόβλημα. Το σημαντικό είναι να έχετε επίγνωση ότι πράγματι συγκρίνετε, κι ότι πάντα επικρίνετε ή δικαιολογείτε, συνειδητά ή ασυνείδητα· να έχετε απλώς επίγνωση ολόκληρης αυτής της διαδικασίας. Μπορεί να μου πείτε: «Και φτάνει αυτό;» Την ερώτηση την κάνετε επειδή ελπίζετε ότι μέσα από την επίγνωση θα φτάσετε κάπου. Οπότε η επίγνωσή σας δεν είναι επίγνωση, αλλά μια διαδικασία με την οποία θα αποκτήσετε κάτι, που σημαίνει ότι η επίγνωση για σας είναι μόνο ένα νόμισμα που το χρησιμοποιείτε. Αν μπορείτε απλώς να έχετε επίγνωση ότι χρησιμοποιείτε την επίγνωση σαν νόμισμα για να «αγοράσετε» κάτι και να προχωρήσετε πέρα απ’ αυτό το σημείο που «αποκτήσατε», τότε θ’ αρχίσετε ν’ ανακαλύπτετε την όλη διαδικασία της ίδιας σας της σκέψης.
Όταν έχεις μια ουδέτερη, παθητική επίγνωση του προβλήματος που κοιτάζεις, τότε βλέπεις ότι μέσα από αυτή την παθητική στάση −που δεν είναι απραξία, δεν είναι ύπνος, αλλά εξαιρετική εγρήγορση− το πρόβλημα έχει τελείως διαφορετική σημασία· αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει πια ταύτιση με το πρόβλημα, οπότε δεν υπάρχει κριτική, κι έτσι το πρόβλημα αρχίζει να αποκαλύπτει το περιεχόμενό του. Αν έχεις τη δυνατότητα να το κάνεις αυτό αδιάκοπα, συνεχώς, τότε κάθε πρόβλημα μπορεί να λυθεί ριζικά κι όχι επιφανειακά. Κι εδώ βρίσκεται η δυσκολία, επειδή οι περισσότεροι από μας δεν μπορούμε να έχουμε παθητική επίγνωση και ν’ αφήσουμε το πρόβλημα να μας πει την ιστορία του χωρίς να παρεμβαίνουμε με ερμηνείες. Δεν ξέρουμε να κοιτάμε ένα πρόβλημα αμέτοχα − αν σας αρέσει χρησιμοποιήστε αυτή τη λέξη. Δυστυχώς δεν είμαστε ικανοί να το κάνουμε αυτό, γιατί θέλουμε ένα αποτέλεσμα, θέλουμε μια λύση, περιμένουμε να τελειώσει· ή προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε το πρόβλημα σύμφωνα με το τι μας ευχαριστεί και τι μας στενοχωρεί ή έχουμε μια έτοιμη απάντηση για το πώς πρέπει να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα, οπότε προσεγγίζουμε ένα πρόβλημα που είναι πάντα καινούργιο, με βάση ένα παλιό μοντέλο. Οι προκλήσεις της ζωής είναι πάντα καινούργιες, αλλά η αντίδρασή μας είναι πάντα παλιά κι έτσι δυσκολευόμαστε ν’ αντιμετωπίσουμε με επάρκεια την πρόκληση, δηλαδή με πλήρη επίγνωση. Τα ψυχολογικά προβλήματα είναι πάντοτε προβλήματα σχέσης· και για να αντιμετωπίσει κανείς ένα πρόβλημα σχέσης, με τις αδιάκοπες και ποικιλόμορφες απαιτήσεις του −για να το αντιμετωπίσει σωστά, να το αντιμετωπίσει αποτελεσματικά− πρέπει να έχει μια ουδέτερη, χωρίς επιλογές, παθητική επίγνωση· κι αυτή η στάση παθητικότητας δεν είναι θέμα απόφασης, επιθυμίας, πειθαρχίας· και η επίγνωση ότι δεν είμαστε ουδέτεροι, ότι η επίγνωσή μας δεν είναι παθητική, είναι η αρχή της επίγνωσης.
Υπάρχει κάτι που μπορεί να κάνει κανείς για να έχει παθητική επίγνωση; Επίσης, μπορώ να κάνω κάτι για να είμαι ανοιχτός;
Αυτή η ίδια η επιθυμία να είναι κανείς ανοιχτός μπορεί να είναι μια προσπάθεια του εαυτού που το μόνο που καταφέρνει είναι να δημιουργεί αντιστάσεις στο άνοιγμα. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο παρά να έχουμε επίγνωση ότι είμαστε κλειστοί απέναντι στους άλλους, απέναντι στη ζωή, κι ότι η κίνηση της επιθυμίας είναι αντίσταση και ότι αυτή η ίδια η επιθυμία να αποκτήσει κανείς παθητική επίγνωση είναι άλλο ένα εμπόδιο. Το να κάνει κανείς μια θετική προσπάθεια να είναι ανοιχτός σημαίνει να πετάξει μακριά το εμπόδιο του φόβου. Το να έχει κανείς επίγνωση των δραστηριοτήτων που κλείνουν τον εαυτό του σημαίνει ότι τις γκρεμίζει. Το να μην έχεις επίγνωση κι ωστόσο να θέλεις να είσαι ανοιχτός σημαίνει ότι δημιουργείς κι άλλη μια αντίσταση. Η παθητική, η ουδέτερη επίγνωση που δεν κάνει επιλογές έρχεται μόνο όταν στο νου και στην καρδιά υπάρχει ησυχία.
Για να δει κανείς σε βάθος το ζήτημα της δημιουργίας μιας ολοκληρωτικής επανάστασης σε «αυτό που είναι» πρέπει να έχει μια έντονη αίσθηση επίγνωσης. Πρέπει να ξέρεις τι σημαίνει να έχεις επίγνωση, να έχεις επίγνωση των δέντρων, του γαλάζιου ουρανού ανάμεσα στα δέντρα, των λόφων πίσω απ’ αυτά, εκείνου του θορύβου της κουρευτικής μηχανής, των χρωμάτων που απλώνονται μπροστά σου· απλώς να έχεις επίγνωση και σ’ αυτήν να υπάρχει τέτοια έλλειψη κάθε επιλογής, ώστε να ξέρεις πολύ καλά ότι δεν μπορεί να τ’ αλλάξεις. Δεν μπορείς να αλλάξεις το βουνό, εκτός κι αν έχεις μπουλντόζα· δεν μπορείς ν’ αλλάξεις την ομορφιά του ουρανού. Το ίδιο συμβαίνει και με την επίγνωση «εκείνου που είμαστε», αλλά εμείς θέλουμε να το μεταμορφώσουμε· θέλουμε διαρκώς να επεμβαίνουμε και εκεί αρχίζει η θλίψη.
Για να κατανοήσεις τον εαυτό σου πρέπει να τον παρατηρήσεις. Αν θέλω να μάθω για εκείνο εκεί το δέντρο ή για ένα πουλί, πρέπει να παρατηρήσω. Έτσι, πρέπει να παρατηρήσω τον εαυτό μου. Δεν ξέρω τι είμαι και πρέπει να μάθω για μένα, όχι σύμφωνα με κάποιο φιλόσοφο ή κάποιον ψυχολόγο, κάποιο βιβλίο, κάποιον καθοδηγητή ή γκουρού. Πρέπει, λοιπόν, να μάθουμε μόνοι μας για τον εαυτό μας, και αυτό παρουσιάζει μια μεγάλη δυσκολία: ο εαυτός μας βρίσκεται σε διαρκή κίνηση, αλλάζει· ο εαυτός μας δεν είναι μόνιμα άπληστος ή μόνιμα βίαιος ή μόνιμα σεξουαλικός, υπάρχει μια αδιάκοπη αλλαγή, κίνηση, ζωντάνια. Πρέπει, λοιπόν, να μάθει κανείς για κάτι που είναι ζωντανό. Για να μάθω για κάτι ζωντανό πρέπει να το παρατηρώ με φρέσκο μάτι από λεπτό σε λεπτό. Για να μάθω για μένα, που είμαι μια ζωντανή οντότητα κι όχι κάτι νεκρό, πρέπει αυτό το ζωντανό «πράγμα» να το παρατηρώ και το κάθε λεπτό να το κοιτάζω σαν να ήταν η πρώτη φορά. Για κάτι, λοιπόν, που είναι ζωντανό μαθαίνεις όλη την ώρα από την αρχή, σαν να είναι κάτι καινούργιο. Αν το κάνετε πραγματικά αυτό, θα δείτε ότι είναι ένα από τα πιο γοητευτικά πράγματα που υπάρχουν, επειδή τότε ο νους σας συνεχίζει να κρατάει πολύ λίγα· κρατάει μόνο την αναγκαία πρακτική γνώση και τίποτε άλλο, τίποτα ψυχολογικό. Έτσι ο νους σας παρακολουθεί την κίνηση του «εγώ» − που είναι μια πολύ περίπλοκη οντότητα − όχι μόνο στο επιφανειακό επίπεδο, αλλά και σε βαθύτερο.
Η επίγνωση είναι κάτι που υπάρχει αβίαστα κάθε στιγμή, δεν είναι επίδραση συσσωρευμένων αναμνήσεων για προστασία του «εγώ». Η επίγνωση δεν είναι απόφαση ούτε και αποτέλεσμα θέλησης. Επίγνωση είναι η απόλυτη και χωρίς όρους παράδοση σε «αυτό που είναι» την κάθε στιγμή, χωρίς εκλογικεύσεις, χωρίς τη διαίρεση σε παρατηρητή και παρατηρούμενο. Επειδή η επίγνωση δεν είναι συσσωρευτική, δεν είναι κάτι που αφήνει υπολείμματα, γι’ αυτό δεν χτίζει το «εγώ», ούτε θετικά ούτε αρνητικά. Η επίγνωση είναι πάντα στο παρόν, κι έτσι δεν δημιουργεί ταυτίσεις, ούτε επαναλαμβάνεται ούτε φτιάχνει συνήθειες.
Δεν μπορείς να έχεις επίγνωση του εαυτού σου από το πρωί ως το βράδυ, να ’σαι συνέχεια ξύπνιος, χωρίς να κλείνεις μάτι· δεν γίνεται. Έτσι, λοιπόν, πρέπει να παίζετε μ’ αυτό. Όταν παίζεις με κάτι, μπορείς να το συνεχίζεις για πολύ καιρό. Όταν δεν ξέρεις πώς να παίζεις ανάλαφρα με την αίσθηση της επίγνωσης χάνεσαι, γιατί έτσι ξαναρχίζει η σύγκρουση: πώς θα έχω επίγνωση, με ποια μέθοδο, με ποιο σύστημα; Όταν παίζεις μ’ αυτή μαθαίνεις, κι έτσι η μάθηση δεν είναι διαδικασία συσσώρευσης, γιατί από τη στιγμή που συσσωρεύεις γνώση γι’ αυτό που είσαι −ή εφαρμόζεις γνώσεις που ήδη έχεις−, για κάτι ζωντανό που αλλάζει, τότε έχεις πάψει να μαθαίνεις γι’ αυτό. Ο νους που είναι γεμάτος από γνώσεις το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να προσθέτει κι άλλες γνώσεις, κι άλλες πληροφορίες − τεχνολογικές, φιλοσοφικές, ψυχολογικές και λοιπά. Εδώ μιλάμε για την επίγνωση, για κάτι που δεν χρειάζεται γνώσεις, αλλιώς γίνεται κι αυτή πρόβλημα.
Όσο πιο πολύ σκεφτόμαστε ένα πρόβλημα, όσο πιο πολύ το ψάχνουμε, το αναλύουμε και το συζητάμε, τόσο πιο περίπλοκο γίνεται. Είναι, λοιπόν, δυνατόν να κοιτάξουμε ένα πρόβλημα με κατανόηση στο σύνολό του; Σίγουρα είναι δυνατόν, αλλά μόνο όταν η διαδικασία της σκέψης −που έχει την πηγή της στο «εγώ», στον εαυτό, στο υπόβαθρο της παράδοσης, της διαμόρφωσης, των προκαταλήψεων, της ελπίδας, της απελπισίας–, μόνο όταν αυτή η διαδικασία της σκέψης έχει φτάσει σ’ ένα τέλος. Μπορούμε, λοιπόν, να κατανοήσουμε το «εγώ» όχι αναλύοντάς το, αλλά βλέποντάς το έτσι όπως είναι; Έχοντας επίγνωση αυτού ως γεγονότος και όχι σαν θεωρία, χωρίς να ψάχνουμε πώς θα διαλύσουμε το «εγώ» για να πετύχουμε αυτό το αποτέλεσμα, αλλά κοιτάζοντας τις δραστηριότητες του εαυτού, του «εγώ», αδιάκοπα, στην πράξη. Μπορούμε απλώς να το κοιτάζουμε, χωρίς να κάνουμε καμιά προσπάθεια να το διαλύσουμε ή να το ενθαρρύνουμε; Αυτό είναι το πρόβλημα, έτσι δεν είναι; Αν στον καθένα μας δεν υπήρχε το κέντρο του «εγώ», με την επιθυμία του για δύναμη, για αναγνώριση, για εξουσία, για επιβολή, για την επιβίωσή του, σίγουρα τα προβλήματά μας θα έπαιρναν τέλος.
Το «εγώ» είναι ένα πρόβλημα που δεν μπορεί να το λύσει η σκέψη. Πρέπει να υπάρχει μια επίγνωση που δεν ανήκει στη σκέψη, που σημαίνει ότι έχει κανείς επίγνωση της δραστηριότητας του «εγώ», χωρίς να επικρίνει ή να δικαιολογεί, αλλά απλώς και μόνο έχει επίγνωση, κι αυτό είναι αρκετό. Γιατί αν έχεις επίγνωση με σκοπό να βρεις πώς θα λύσεις το πρόβλημα, με σκοπό να φέρεις κάποιο αποτέλεσμα, με σκοπό να μεταμορφώσεις αυτό που βλέπεις, τότε αυτή η επίγνωση βρίσκεται στο πεδίο του εαυτού, του «εγώ». Κι όσο αναζητάμε ένα αποτέλεσμα, είτε με αυτή την επίγνωση είτε μέσα από οποιαδήποτε ανάλυση είτε μέσα από αδιάκοπη εξέταση κάθε σκέψης, βρισκόμαστε ακόμα στο πεδίο της σκέψης, δηλαδή στο πεδίο του «εγώ».
Μια από τις δραστηριότητες του «εγώ» είναι η απληστία. Τώρα: όταν παρατηρώντας μια ανάλογη αντίδρασή μου τη χαρακτηρίζω με τη λέξη «απληστία», έχω ήδη συνδέσει αυτή την αντίδρασή μου με την ανάμνηση μιας αντίδρασης που είχα κι άλλοτε. Καταλαβαίνετε τι λέω; Χρησιμοποιώ τη λέξη «άπληστος» για να προσδιορίσω τι είναι αυτό που νιώθω. Ο προσδιορισμός αυτού που νιώθω είναι κάτι που ήδη ξέρω. Χρησιμοποιώ, λοιπόν, αυτή τη λέξη για να το προσδιορίσω. Μπορώ, όμως, να παρατηρήσω την αντίδρασή μου χωρίς να την προσδιορίσω, χωρίς τη λέξη, οπότε και χωρίς την προηγούμενη αντιμετώπισή της; Μπορώ να παρατηρήσω αυτή την αντίδρασή μου χωρίς την παραμικρή κίνηση αναγνώρισης; Μπορώ να παρατηρήσω απλώς τον εαυτό μου χωρίς καμιά κατεύθυνση, χωρίς καμιά σύγκριση, λέγοντας «Το έχω ξανακάνει αυτό»; Δηλαδή, να μαθαίνω τον εαυτό μου κάθε φορά από την αρχή. Όχι να έχω συσσωρεύσει γνώσεις για τον εαυτό μου και να θεωρώ ότι τον ξέρω. Αν εμβαθύνετε πολύ σοβαρά σ’ αυτό το ζήτημα θα ανακαλύψετε ότι τον εαυτό σου δεν τον γνωρίζεις λίγο λίγο −πρώτο βήμα, δεύτερο βήμα και λοιπά−, αλλά ότι βλέπεις την αλήθεια αυτού που είσαι σε μια στιγμή. Βλέπεις την αλήθεια χωρίς να υπάρχει μια στιγμή αναγνώρισης εκείνου που κοιτάς. Αυτό απαιτεί πολύ μεγάλη προσοχή. Κι οι περισσότεροι από μας είμαστε πολύ απρόσεχτοι, πολύ φυγόπονοι. Και έχουμε κι ένα σωρό ιδέες για το πώς πρέπει να είμαστε: πρέπει να είμαστε αυτό, πρέπει να είμαστε εκείνο, δεν πρέπει να είμαστε το άλλο... Έτσι πλησιάζουμε τον εαυτό μας κουβαλώντας ένα πολύ μεγάλο φορτίο και δεν τον γνωρίζουμε ποτέ.
Και για να το τοποθετήσω διαφορετικά: είμαστε όλη η υπόλοιπη ανθρωπότητα. Οι άνθρωποι, είτε ζουν στην Ασία είτε εδώ στην Ελβετία είτε στην Αφρική, όλοι υποφέρουν το ίδιο, ζούνε με άγχος, με αβεβαιότητα, με θλίψη, με στιγμές ευχαρίστησης και λοιπά. Ο καθένας μας, όπου κι αν ζει, τα περνάει αυτά. Στην ουσία, ψυχολογικά είμαστε το ίδιο. Σωματικά μπορεί να είσαι ψηλός ή κοντός, ξανθός ή μελαχρινός, μπορεί να είσαι έξυπνος ή κουτός και λοιπά, αλλά δεν μιλάω γι’ αυτό. Λέω ότι ψυχολογικά ο καθένας μας είναι όπως όλη η υπόλοιπη ανθρωπότητα. Έτσι: είμαστε η ανθρωπότητα.
Και τι υπάρχει εκεί να μάθω για τον εαυτό μου; Είμαι όλα αυτά που βρίσκονται εκεί. Αυτό είναι γεγονός. Οπότε εμφανίζεται το πρόβλημα: μπορεί αυτό το περιεχόμενο της συνείδησής μου να σβηστεί; Που σημαίνει να μάθει κανείς για τον εαυτό του, που δεν είναι απλώς ο εαυτός του, αλλά η συνείδηση όλης της ανθρωπότητας. Αλλά, βλέπετε, είμαστε τόσο εκπαιδευμένοι, τόσο διαμορφωμένοι με την ιδέα της ατομικότητας, με το, «είμαι ψυχολογικά διαφορετικός από τον άλλο», που ενώ δεν είναι γεγονός, εμείς είμαστε τόσο βαθιά εκπαιδευμένοι, τόσο βαθιά διαμορφωμένοι, που το δεχόμαστε σαν να είναι γεγονός. Και όταν λέμε «Πρέπει να μάθω τον εαυτό μου» εννοούμε «Πρέπει να μάθω τον εαυτούλη μου». Κι όταν ερευνάς απλώς τον «εαυτούλη» σου δεν σημαίνει τίποτα, γιατί το πραγματικό γεγονός είναι ότι είμαστε το ανθρώπινο είδος, είμαστε όλη η υπόλοιπη ανθρωπότητα. Και το να ερευνήσεις αυτό τον τρομερά πολύπλοκο ανθρώπινο νου σημαίνει ότι θα διαβάσεις την ιστορία του εαυτού σου. Εσύ είσαι αυτή η ιστορία, κι αν ξέρεις πώς να διαβάσεις αυτό το βιβλίο το πρόβλημα τέλειωσε. Αλλά πλησιάζουμε αυτό το βιβλίο με γνώσεις· δεν λέμε: «δεν ξέρω τίποτα, ας διαβάσω το βιβλίο», οπότε μαθαίνεις γρήγορα, χωρίς να συσσωρεύεις γνώσεις. Έτσι, αρχίζεις να ανακαλύπτεις τη φύση του «εγώ» σου, του εαυτού σου που είναι όλη η ανθρωπότητα· ανακαλύπτεις τη φύση της συνείδησης που είναι η συνείδηση όλων των ανθρώπινων όντων και αρχίζεις να ερευνάς σε βάθος
Έχω βιώσει διάφορες εμπειρίες, κάθε είδους, που έχουν καταγραφεί στον εγκέφαλο κι έχουν γίνει μνήμη, και μ’ αυτή τη μνήμη ερευνώ τον εαυτό μου. Έτσι το παρελθόν ερευνά τον εαυτό μου. Αλλά εγώ είμαι το παρελθόν. Μπορώ, λοιπόν, να κοιτάξω τον εαυτό μου σαν να ήταν για πρώτη φορά; Όχι μέσα από ξεθωριασμένες μνήμες, όχι μέσα από προηγούμενες γνώσεις που έχω μάθει για τον εαυτό μου. Που σημαίνει: να μάθω για μένα από την αρχή, φρέσκα, επειδή είμαι κάτι ζωντανό, όχι κάτι νεκρό· κι αν θέλεις να κατανοήσεις κάτι ζωντανό, πρέπει να το παρατηρήσεις με ένα ζωντανό νου, όχι με νεκρές γνώσεις, όχι με κάτι που έχεις μάθει, που ήδη ξέρεις. Ίσως να είστε «νεκροί», γιατί είστε όλοι σας παγιδευμένοι στις αναμνήσεις, που είναι κάτι νεκρό. Και η παράδοση είναι κάτι νεκρό.
Γίνεται, λοιπόν, εξαιρετικά ενδιαφέρον, ζωτικό, γεμάτο ενέργεια, όταν μπορείς να κοιτάς, ας πούμε, αυτό το δέντρο ή τη γυναίκα σου ή τον άντρα σου, σαν να ήταν η πρώτη φορά. Να μη δίνεις όνομα στις αντιδράσεις και στα αισθήματά σου, που σε παγιδεύουν στο δίχτυ του παλιού, έτσι ώστε να είναι πάντα καινούργια. Κάντε το. Μη συμφωνείτε απλώς με τον ομιλητή. Κάντε το και τότε θα δείτε τι εκπληκτική ζωντάνια έχει κανείς· θα νιώσετε εκείνη την ενέργεια που έχει μια εξαιρετική ποιότητα φρεσκάδας, την ποιότητα κάτι εντελώς καινούργιου.
Δεν ξέρω αν κάποιοι από σας έχετε πάει σοβαρά, βαθιά μέσα σας εντελώς πρόθυμα, με όλη σας την καρδιά, με χαρά, χωρίς καμιά αίσθηση εξαναγκασμού να το κάνετε, κι έχετε προσπαθήσει ν’ ανακαλύψετε τι είστε. Απλώς το να λέει κανείς: «είμαι τούτο» ή «είμαι εκείνο» είναι ανώριμο, δεν έχει νόημα. Για να ερευνήσει, για να ανακαλύψει κανείς, πρέπει να υπάρχει χαρά, πρέπει να υπάρχει ενθουσιασμός, ζωντάνια, ιδιαίτερα όταν βαθαίνει κανείς σ’ αυτό το πολύπλοκο πράγμα που λέγεται νους. Αλλά οι πιο πολλοί από μας ερευνούμε είτε από απελπισία είτε για να βρούμε κάτι που θα μας δώσει τροφή για σκέψη, που θα μας δώσει ισορροπία, μια εξασφάλιση της συνέχειάς μας. Η πραγματική έρευνα πρέπει να είναι απαλλαγμένη απ’ όλα αυτά. Ερευνά κανείς για να ανακαλύψει τι πραγματικά συμβαίνει στο νου του.
Τι είναι αυτή η αυτογνωσία για την οποία μιλάτε και πώς μπορώ να την αποκτήσω;
Κουβαλάτε διάφορες περίεργες ιδέες για την αυτογνωσία: ότι για να έχετε γνώση του εαυτού σας πρέπει να κάνετε διάφορες πρακτικές, πρέπει να διαλογίζεστε, πρέπει να κάνετε ένα σωρό πράγματα. Είναι πολύ απλό, κύριε. Το πρώτο βήμα είναι και το τελευταίο στην αυτογνωσία, η αρχή είναι και το τέλος. Το πρώτο βήμα είναι εκείνο που έχει σημασία: η αυτογνωσία δεν είναι κάτι που μπορείς να το μάθεις από κάποιον άλλο· κανείς δεν μπορεί να σε διδάξει αυτογνωσία, πρέπει να την ανακαλύψεις μόνος σου· πρέπει να είναι μία ολοδική σου ανακάλυψη, κι αυτή η ανακάλυψη δεν είναι κάτι τρομερό, κάτι φανταστικό, είναι κάτι πολύ απλό, αλλά και πολύ δύσκολο. Το να μαθαίνεις για τον εαυτό σου σημαίνει να παρατηρείς τη συμπεριφορά σου, τα λόγια σου, όσα κάνεις στις καθημερινές σου σχέσεις − αυτό είναι όλο. Αρχίστε μ’ αυτό και τότε θα δείτε πόσο εξαιρετικά δύσκολο είναι να έχετε επίγνωση, να παρατηρείτε απλώς τον τρόπο της συμπεριφοράς σας· τις λέξεις που χρησιμοποιείτε γι’ αυτούς που βρίσκονται σε κατώτερη θέση από σας, για το αφεντικό σας· να παρατηρείτε τη συμπεριφορά σας στη σχέση σας με τους ανθρώπους, με τις ιδέες και με τα πράγματα. Παρατηρήστε απλώς τις σκέψεις σας, τα κίνητρά σας, στον καθρέφτη των σχέσεων και θα δείτε ότι τη στιγμή που κοιτάζετε θέλετε να διορθώνετε και λέτε: «Αυτό είναι καλό· αυτό είναι κακό· πρέπει να κάνω τούτο και όχι εκείνο». Όταν βλέπετε τον εαυτό σας στον καθρέφτη των σχέσεων, η προσέγγισή σας είναι επικριτική ή επιδοκιμαστική, κι έτσι διαστρέφετε αυτό που βλέπετε. Ενώ αν παρατηρείτε απλώς μέσα σ’ αυτό τον καθρέφτη τη στάση σας απέναντι στους άλλους ανθρώπους, στις ιδέες και στα πράγματα, αν κοιτάτε απλώς και μόνο το γεγονός χωρίς κριτική, χωρίς επίκριση ή αποδοχή, τότε θ’ ανακαλύψετε ότι αυτή η ίδια η αντίληψη έχει τη δική της δράση. Έτσι αρχίζει η αυτογνωσία.
Το να παρακολουθείτε τον εαυτό σας, να παρατηρείτε ό,τι κάνετε, ό,τι σκέφτεστε, να βλέπετε ποια είναι τα κίνητρα και τα ελατήριά σας, κι ωστόσο να μην καταδικάζετε ή να μη δικαιώνετε τίποτα, είναι κάτι εξαιρετικά δύσκολο, γιατί ολόκληρη η παιδεία σας βασίζεται στην καταδίκη, στην κριτική και στην αξιολόγηση· έχετε ανατραφεί με το: «Κάνε αυτό και όχι εκείνο». Αν όμως μπορείτε να κοιτάξετε μέσα στον καθρέφτη των σχέσεων, χωρίς να δημιουργείτε αντίθετα, τότε θα ανακαλύψετε ότι δεν υπάρχει τέλος στην αυτογνωσία. Και μην πείτε «Πρέπει να έχω επίγνωση κάθε λεπτό», γιατί αυτή είναι άλλη μια εκδήλωση της ανοησίας μας όταν θέλουμε να φτάσουμε κάπου, όταν θέλουμε να πετύχουμε κάποια ιδιαίτερη κατάσταση. Εκείνο που έχει σημασία είναι να έχεις επίγνωση του εαυτού σου και να συνεχίζεις να έχεις επίγνωση χωρίς να συσσωρεύεις αυτά που βλέπεις, επειδή από τη στιγμή που αρχίζεις να συσσωρεύεις φτιάχνεις ένα κέντρο και με αυτό το κέντρο κάνεις κριτική. Η αυτογνωσία δεν είναι μια διαδικασία συσσώρευσης, είναι μια διαδικασία ανακάλυψης την κάθε στιγμή μέσα στις σχέσεις.
Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο γνωρίζω τον εαυτό μου όλη την ώρα και στο αποκτώ γνώσεις για τον εαυτό μου Όταν η αυτογνωσία είναι μια συσσώρευση πληροφοριών που έχω μαζέψει μέσα στη μέρα για τον εαυτό μου, εμποδίζεται η κατανόηση του εαυτού μου. Συσσωρεύουμε γνώσεις για τον εαυτό μας και μ’ αυτές του κάνουμε κριτική, κι αυτό γεννάει τις δυσκολίες μας. Έχοντας συσσωρεύσει γνώσεις μέσα από τις εμπειρίες, μέσα από τη μάθηση, από τα διαβάσματα σχετικών βιβλίων, από κάθε είδους ομάδες αυτογνωσίας και όλα τα υπόλοιπα, σκεφτόμαστε και λειτουργούμε με αυτές τις γνώσεις ως υπόβαθρο. Στρογγυλοκαθόμαστε μέσα στη γνώση κι από κει λέμε: «Ξέρω τα πάντα για τον εαυτό μου: είναι άπληστος, είναι ανόητος, θέλει αδιάκοπα να είναι ο καλύτερος...» − ή οτιδήποτε άλλο, τέλος πάντων, λέμε ότι είναι. Οπότε δεν υπάρχει τίποτα παραπάνω για να το γνωρίσει κανείς. Τη στιγμή όμως που πιάνεις μια θέση μέσα στη γνώση, η γνώση σου θα είναι πολύ επιφανειακή. Αν όμως δεν υπάρχει συσσώρευση γνώσης στην οποία επαναπαύεται ο νους, τότε υπάρχει μόνο η κίνηση του «γνωρίζω διαρκώς»· και τότε ο νους γίνεται ικανός να αντιλαμβάνεται εξαιρετικά γρήγορα. Σημαντική, λοιπόν, είναι η διαρκής αυτογνωσία και όχι οι γνώσεις για τον εαυτό.
Πρέπει να έχουμε μία, χωρίς επιλογές, ολική επίγνωση των επιρροών, των συνηθειών, της παράδοσης, της διαμόρφωσης του νου μας ως ινδουιστών, χριστιανών, βουδιστών κ.λπ. Το να έχει κανείς απόλυτη επίγνωση όλων αυτών σημαίνει να είναι εντελώς ευαίσθητος. Έτσι, η επίγνωση δεν είναι μόνο για ό,τι συμβαίνει εξωτερικά − ο βρόμικος δρόμος, η ανοησία της κοινωνίας, η φθαρμένη θρησκεία που δεν έχει απολύτως κανένα νόημα, το παπαγάλισμα όσων γράφουν τα βιβλία και η αυθεντία των βιβλίων. Πρέπει να έχετε επίγνωση όλων αυτών που συμβαίνουν και συγχρόνως να έχετε επίγνωση ότι δεν σταματάτε ποτέ για λίγο να κοιτάξετε ένα δέντρο, δεν έχετε ποτέ καμιά επικοινωνία με τη φύση που έχει εκπληκτική ομορφιά. Τώρα: το να έχετε επίγνωση όλων αυτών των πραγμάτων εξωτερικά κι έπειτα της αντίδρασή σας σ’ αυτά τα εξωτερικά πράγματα −που είναι η εσωτερική κίνηση του έξω και που δεν είναι κάτι ξεχωριστό από το μέσα−, το να έχετε επίγνωση των εξωτερικών γεγονότων και των εσωτερικών αντιδράσεών σας σ’ αυτά και των εμπειριών που βιώνετε από αυτές τις αντιδράσεις, αυτό είναι το να έχεις πλήρη επίγνωση.
Οι πιο πολλοί από μας νομίζουν ότι η επίγνωση είναι κάτι μυστηριώδες στο οποίο πρέπει να εξασκηθεί κανείς κι ότι πρέπει να μαζευόμαστε κάθε μέρα και να μιλάμε για την επίγνωση. Τώρα: μ’ αυτό τον τρόπο δεν καταφέρνεις ποτέ να έχεις επίγνωση. Αλλά αν έχεις επίγνωση των εξωτερικών πραγμάτων − των στροφών του δρόμου, του σχήματος των δέντρων, του χρώματος των ρούχων κάποιου άλλου, της κορυφογραμμής των βουνών με φόντο τον γαλάζιο ουρανό, της λεπτότητας ενός λουλουδιού, του πόνου στο πρόσωπο ενός περαστικού, της άγνοιας, του μίσους, της ζήλιας των άλλων, της ομορφιάς της γης − τότε, έχοντας επίγνωση όλων αυτών των εξωτερικών πραγμάτων χωρίς επίκριση, χωρίς επιλογές, μπορείς να αφεθείς στα κύματα της εσωτερικής επίγνωσης. Τότε θα έχετε επίγνωση των δικών σας αντιδράσεων, της δικής σας ασημαντότητας, της δικής σας ζήλιας. Από την εξωτερική επίγνωση περνάς στην εσωτερική· αν όμως δεν έχεις επίγνωση του εξωτερικού, δεν μπορείς να έχεις μέσα σου.
Όταν υπάρχει εσωτερική επίγνωση κάθε δραστηριότητας του νου σου και του σώματός σου, όταν έχεις επίγνωση των σκέψεών σου, των συναισθημάτων σου − κρυφών και φανερών, συνειδητών και ασυνείδητων − τότε μέσα απ’ αυτή την επίγνωση έρχεται μια διαύγεια που δεν έχει επιβληθεί, δεν έχει φτιαχτεί από το νου. Και χωρίς αυτή τη διαύγεια, κάντε ό,τι θέλετε: ψάξτε τους ουρανούς, τη γη και τα βάθη της συνείδησης, αλλά ποτέ δεν θ’ ανακαλύψετε τι είναι αληθινό.
Ο άνθρωπος, λοιπόν, που θέλει ν’ ανακαλύψει τι είναι αληθινό πρέπει να έχει την ευαισθησία της επίγνωσης − που δεν σημαίνει να εξασκηθεί να έχει επίγνωση. Η εξάσκηση για να έχεις επίγνωση απλώς οδηγεί σε συνήθεια, και η συνήθεια είναι καταστροφική για την ευαισθησία.
Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στην επίγνωση και στην ενδοσκόπηση;
Ας εξετάσουμε πρώτα τι εννοούμε με την ενδοσκόπηση. Με την ενδοσκόπηση εννοούμε το κοίταγμα μέσα μας, την εξέταση του εαυτού μας. Γιατί εξετάζει κανείς τον εαυτό του; Για να τον βελτιώσει, για να τον αλλάξει, για να τον τροποποιήσει. Κάνεις ενδοσκόπηση για να γίνεις κάτι, αλλιώς δεν θα καταπιανόσουν με την ενδοσκόπηση. Δεν θα ερευνούσες τον εαυτό σου αν δεν υπήρχε η επιθυμία να τον τροποποιήσεις, να τον αλλάξεις, να γίνεις κάτι άλλο από εκείνο που είσαι. Αυτός είναι ο προφανής λόγος για ενδοσκόπηση. Είμαι θυμωμένος και κάνω ενδοσκόπηση, εξετάζω τον εαυτό μου για να απαλλαγώ από το θυμό ή για να τον τροποποιήσω ή για να τον αλλάξω. Η ενδοσκόπηση είναι μια διαδικασία στην οποία δεν υπάρχει αποδέσμευση, επειδή είναι μια διαδικασία μεταμόρφωσης εκείνου που είναι σε κάτι που δεν είναι.
Προφανώς αυτό ακριβώς συμβαίνει όταν κάνουμε ενδοσκόπηση, όταν ασχολούμαστε μ’ αυτή την ιδιόμορφη πράξη. Σ’ αυτή την πράξη υπάρχει πάντα μια συσσωρευτική διαδικασία· καθώς το «εγώ» εξετάζει κάτι για να το αλλάξει υπάρχει πάντα μια διπλή σύγκρουση ανάμεσα σε δύο αντίθετα, και επομένως μια διαδικασία απογοήτευσης. Δεν υπάρχει ποτέ αποδέσμευση· και με τη συνειδητοποίηση της απογοήτευσης έρχεται κατάθλιψη.
Η επίγνωση είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Επίγνωση είναι παρατήρηση χωρίς επίκριση. Η επίγνωση φέρνει κατανόηση γιατί δεν υπάρχει επίκριση ή ταύτιση, αλλά μόνο σιωπηλή παρακολούθηση. Αν θέλω να κατανοήσω κάτι πρέπει να το παρατηρήσω και δεν πρέπει να κριτικάρω, δεν πρέπει να καταδικάζω, δεν πρέπει να το επιδιώκω σαν κάτι ευχάριστο ή να το αποφεύγω σαν δυσάρεστο. Πρέπει να υπάρχει απλώς η σιωπηλή παρατήρηση ενός γεγονότος. Δεν υπάρχει κάτι που θέλεις να πετύχεις, αλλά επίγνωση του καθετί που παρουσιάζεται. Αυτή η παρατήρηση και η κατανόηση της παρατήρησης παύουν όταν υπάρχει επίκριση, ταύτιση ή δικαιολόγηση. Η ενδοσκόπηση είναι αυτοβελτίωση κι επομένως η ενδοσκόπηση είναι εγωκεντρισμός. Η επίγνωση δεν είναι αυτοβελτίωση. Απεναντίας, είναι το τέλος του εαυτού, του «εγώ» με όλα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, τη μνήμη του, τις απαιτήσεις του και τις επιδιώξεις του. Στην ενδοσκόπηση υπάρχει ταύτιση και επίκριση. Στην επίγνωση δεν υπάρχει επίκριση ή ταύτιση, κι επομένως δεν υπάρχει αυτοβελτίωση. Υπάρχει τεράστια διαφορά ανάμεσα στα δύο.
Ο άνθρωπος που θέλει να καλυτερέψει τον εαυτό του δεν μπορεί ποτέ να έχει επίγνωση, γιατί το να καλυτερέψεις τον εαυτό σου προϋποθέτει επίκριση και το να πετύχεις ένα αποτέλεσμα. Ενώ στην επίγνωση υπάρχει παρατήρηση χωρίς επίκριση, χωρίς απόρριψη ή αποδοχή. Αυτή η επίγνωση αρχίζει με εξωτερικά πράγματα· έχεις επίγνωση όντας σε επαφή με αντικείμενα, με τη φύση. Πρώτα, υπάρχει επίγνωση των πραγμάτων που έχει κανείς γύρω του, έχοντας ευαισθησία για τα αντικείμενα, για τη φύση, μετά για τους ανθρώπους, που σημαίνει για τη σχέση τους μαζί τους· κι ύστερα υπάρχει επίγνωση των ιδεών. Αυτή η επίγνωση, το να είναι κανείς ευαίσθητος στα πράγματα, στη φύση, στους ανθρώπους, στις ιδέες, δεν αποτελείται από ξεχωριστές διαδικασίες, αλλά είναι μια ενιαία διαδικασία. Είναι μια διαρκής παρατήρηση των πάντων: κάθε σκέψης, κάθε αισθήματος και κάθε πράξης όπως εμφανίζονται μέσα μας. Καθώς η επίγνωση δεν επικρίνει, δεν υπάρχει και συσσώρευση. Επικρίνεις μόνο όταν έχεις ένα πρότυπο, που σημαίνει ότι υπάρχει συσσώρευση κι επομένως βελτίωση του «εγώ». Επίγνωση είναι η κατανόηση της δράσης του εαυτού, του «εγώ», στις σχέσεις του με τους ανθρώπους, με τις ιδέες και με τα πράγματα. Αυτή η επίγνωση υπάρχει από τη μια στιγμή στην άλλη κι επομένως δεν μπορεί κανείς να την κάνει σαν πρακτική. Όταν κάνεις κάποια πρακτική, αυτό γίνεται συνήθεια, και η επίγνωση δεν είναι συνήθεια. Ένας νους που κάνει κάτι από συνήθεια είναι αναίσθητος· ένας νους που ακολουθεί το αυλάκι μιας συγκεκριμένης δράσης είναι νωθρός, άκαμπτος, ενώ η επίγνωση απαιτεί διαρκή ευλυγισία, διαρκή εγρήγορση. Δεν είναι δύσκολο. Είναι στην πραγματικότητα εκείνο που κάνετε όταν ενδιαφέρεστε για κάτι: για το παιδί σας, για τη γυναίκα σας, για τα λουλούδια σας, για τα δέντρα, για τα πουλιά. Παρατηρείτε χωρίς επίκριση, χωρίς ταύτιση. Οπότε σ’ αυτή την παρατήρηση υπάρχει πλήρης επικοινωνία· ο παρατηρητής και το παρατηρούμενο είναι σε πλήρη επικοινωνία. Αυτό συμβαίνει πραγματικά όταν ενδιαφέρεσαι για κάτι έντονα, βαθιά.
Έτσι, υπάρχει τεράστια διαφορά ανάμεσα στην επίγνωση και στην ενδοσκόπηση που μ’ αυτή δυναμώνει το «εγώ» με την αυτοβελτίωσή του. Η ενδοσκόπηση οδηγεί σε απογοήτευση, σε περισσότερη και μεγαλύτερη εσωτερική σύγκρουση, ενώ η επίγνωση είναι μια κίνηση αποδέσμευσης από τη δράση του «εγώ»· σημαίνει επίγνωση των καθημερινών σου κινήσεων, σκέψεων, πράξεων, καθώς και να έχεις επίγνωση και των άλλων, να παρατηρείς τους άλλους. Αυτό μπορείς να το κάνεις όταν αγαπάς κάποιον, όταν ενδιαφέρεσαι βαθιά για κάτι. Όταν θέλω να γνωρίσω τον εαυτό μου, όλο μου το είναι, ολόκληρο το περιεχόμενο του εγώ μου και όχι απλώς ένα ή δυο επίπεδα, τότε προφανώς δεν μπορεί να υπάρχει επίκριση. Τότε πρέπει να είμαι ανοιχτός σε κάθε σκέψη, σε κάθε συναίσθημα, σε όλες τις διαθέσεις μου, σε όλες τις καταπιέσεις και καθώς υπάρχει όλο και περισσότερη διευρυμένη επίγνωση τόσο υπάρχει και μεγαλύτερη ελευθερία από όλες τις κρυφές κινήσεις της σκέψης, των κινήτρων και των επιδιώξεων. Η επίγνωση είναι ελευθερία· φέρνει ελευθερία· δίνει ελευθερία· ενώ η ενδοσκόπηση καλλιεργεί τη σύγκρουση, το μηχανισμό της περιχαράκωσης του «εγώ»· οπότε υπάρχει πάντα σ’ αυτήν απογοήτευση και φόβος.
Η ενδοσκόπηση και η επίγνωση είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα. Η ενδοσκόπηση οδηγεί σε απογοήτευση, σε μεγαλύτερη σύγκρουση, γιατί προϋποθέτει την επιθυμία της αλλαγής, και η αλλαγή είναι απλώς μια τροποποιημένη συνέχεια του ίδιου πράγματος. Η επίγνωση είναι μια κατάσταση στην οποία δεν υπάρχει επίκριση ούτε δικαιολόγηση ούτε ταύτιση κι επομένως υπάρχει κατανόηση. Σ’ αυτή την κατάσταση της ουδέτερης, άγρυπνης επίγνωσης δεν υπάρχει ούτε εκείνος που βιώνει την εμπειρία ούτε η εμπειρία που βιώνεται.
Η ενδοσκόπηση, που είναι μια μορφή βελτίωσης του «εγώ», επέκτασης του «εγώ», δεν μπορεί ποτέ να οδηγήσει στην αλήθεια, γιατί είναι πάντα μια κίνηση περιχαράκωσης του «εγώ». Ενώ η επίγνωση είναι μια κατάσταση στην οποία μπορεί να γεννηθεί η αλήθεια, η αλήθεια εκείνου που συμβαίνει, η απλή αλήθεια της καθημερινής μας ζωής. Μόνο όταν κατανοήσουμε την αλήθεια της καθημερινής ζωής μπορούμε να πάμε μακριά. Πρέπει να αρχίσεις από κοντά για να πας μακριά, αλλά οι περισσότεροι από μας θέλουμε να βρεθούμε μακριά μ’ ένα πήδημα, να αρχίσουμε από τα μακρινά χωρίς να κατανοήσουμε τα διπλανά. Καθώς κατανοούμε αυτά που είναι κοντά μας, θα ανακαλύψουμε ότι δεν υπάρχει απόσταση ανάμεσα στο κοντινό και στο μακρινό. Δεν υπάρχει απόσταση − η αρχή και το τέλος είναι ένα.
Μπορείτε να πάτε σε κάποιον ψυχολόγο ή ψυχαναλυτή, αυτό όμως δεν είναι αυτογνωσία. Η αυτογνωσία γεννιέται όταν έχουμε επίγνωση του εαυτού μας μέσα στις σχέσεις, που μας δείχνει αυτό που είμαστε κάθε στιγμή. Οι σχέσεις είναι ένας καθρέφτης στον οποίο βλέπουμε τον εαυτό μας όπως πραγματικά είμαστε. Αλλά οι πιο πολλοί από μας δεν έχουμε την ικανότητα να κοιταζόμαστε έτσι όπως είμαστε στις σχέσεις, επειδή αμέσως αρχίζουμε να κατακρίνουμε ή να δικαιολογούμε αυτό που είμαστε.
Κρίνουμε, αξιολογούμε, συγκρίνουμε, απορρίπτουμε ή αποδεχόμαστε, αλλά ποτέ δεν παρατηρούμε πραγματικά «αυτό που είναι, όπως είναι», και για τους περισσότερους ανθρώπους αυτό μοιάζει να είναι ό,τι πιο δύσκολο έχουν να κάνουν· αυτό και μόνο, όμως, είναι η αρχή της αυτογνωσίας. Αν κανείς έχει τη δυνατότητα να βλέπει τον εαυτό του όπως είναι σ’ αυτό τον εκπληκτικό καθρέφτη των σχέσεων, που δεν παραμορφώνει· αν κανείς μπορεί απλώς να κοιτάζει μέσα σ’ αυτό τον καθρέφτη με πλήρη προσοχή και να βλέπει πραγματικά «αυτό που είναι», να έχει επίγνωσή του χωρίς να επικρίνει, χωρίς να κάνει κριτική, χωρίς να αξιολογεί −και αυτό το κάνεις όταν ενδιαφέρεσαι σοβαρά να το κάνεις− τότε θ’ ανακαλύψεις ότι ο νους είναι ικανός να απελευθερωθεί από κάθε διαμόρφωση.
Μπορείτε να μας εξηγήσετε τι εννοείτε με την επίγνωση;
Απλώς μια καθαρή επίγνωση. Επίγνωση της συμπεριφοράς σας, των προκαταλήψεών σας, του τι σας αρέσει και τι δεν σας αρέσει, χωρίς τίποτε άλλο. Όταν αντιλαμβάνεστε κάτι, αυτή η αντίληψη είναι αποτέλεσμα σύγκρισης, επίκρισης, κριτικής, αξιολόγησης... Έτσι δεν είναι; Όταν διαβάζετε κάτι κριτικάρετε, επικρίνετε, απορρίπτετε ή αποδέχεστε. Το να έχεις επίγνωση σημαίνει να βλέπεις ακριβώς τη στιγμή που γίνεται, όλη αυτή τη διαδικασία της κριτικής, της αξιολόγησης, των συμπερασμάτων, της αποδοχής και της άρνησης του γεγονότος που κοιτάζεις. Τώρα: μπορεί κανείς να έχει επίγνωση αυτού που συμβαίνει χωρίς όλα αυτά;
Προς το παρόν, το μόνο που ξέρουμε είναι μια διαδικασία αξιολόγησης των πραγμάτων, και αυτή η αξιολόγηση είναι αποτέλεσμα της διαμόρφωσής μας, του κοινωνικού μας υπόβαθρου, των θρησκευτικών, ηθικών και μορφωτικών επιρροών μας. Μια τέτοια δήθεν επίγνωση είναι το αποτέλεσμα της μνήμης μας, της μνήμης ως το «εγώ», ως Ολλανδός, ινδουιστής, βουδιστής, καθολικός ή οτιδήποτε άλλο μπορεί κανείς να είναι. Εκείνο που κοιτάζει, κρίνει κι αξιολογεί είναι το «εγώ», δηλαδή οι αναμνήσεις μου, η οικογένειά μου, η ιδιοκτησία μου, τα προσόντα μου. Με αυτό είμαστε αρκετά εξοικειωμένοι, αν είμαστε κάπως σε εγρήγορση. Τώρα: μπορεί να υπάρξει επίγνωση χωρίς όλα αυτά, χωρίς το «εγώ»; Είναι δυνατόν απλώς να κοιτάζουμε, απλώς να παρατηρούμε την κίνηση του νου, του ίδιου μας του νου, χωρίς να κρίνουμε, χωρίς να αξιολογούμε, χωρίς να λέμε «είναι καλό» ή «είναι κακό»;
Η επίγνωση που πηγάζει από το «εγώ», που είναι η επίγνωση της αξιολόγησης και της κριτικής, δημιουργεί πάντα διχασμό, τη σύγκρουση των αντιθέτων − αυτό που είναι και εκείνο που θα έπρεπε να ήταν. Σ’ αυτή την επίγνωση υπάρχει κριτική, υπάρχει φόβος, υπάρχει αξιολόγηση, επίκριση και ταύτιση. Δεν είναι παρά μια επίγνωση του «εγώ», του «εαυτού» με όλες του τις παραδόσεις, τις αναμνήσεις και τα υπόλοιπα που κουβαλάει. Αυτή η επίγνωση δημιουργεί πάντοτε σύγκρουση ανάμεσα στον παρατηρητή και στο παρατηρούμενο, ανάμεσα σ’ αυτό που είμαι και σ’ αυτό που θα έπρεπε να είμαι. Τώρα: είναι δυνατόν να έχω επίγνωση χωρίς αυτή τη διαδικασία της επίκρισης, της κριτικής, της αξιολόγησης; Είναι δυνατόν να κοιτάζω τον εαυτό μου, ό,τι σκέψεις κι αν κάνω, χωρίς να επικρίνω, χωρίς να κριτικάρω, χωρίς να εκτιμώ; Δεν ξέρω αν το έχετε προσπαθήσει ποτέ. Είναι αρκετά επίπονο, επειδή όλη μας η ανατροφή από τα παιδικά μας χρόνια μάς οδηγεί στην επίκριση ή στην επιδοκιμασία. Και στη διαδικασία της επίκρισης και της επιδοκιμασίας υπάρχει απογοήτευση, υπάρχει φόβος, υπάρχει πόνος και ανησυχία, κι αυτή ακριβώς η διαδικασία είναι η διαδικασία του «εγώ», του εαυτού.
Ξέροντας, λοιπόν, όλα αυτά, μπορεί ο νους να έχει επίγνωση χωρίς να κάνει κριτική, χωρίς κόπο, χωρίς προσπάθεια να μην επικρίνει, γιατί από τη στιγμή που λέει «Δεν πρέπει να επικρίνω» είναι ήδη εγκλωβισμένος στη διαδικασία της επίκρισης.
Η επίγνωση για την οποία μιλάω είναι η επίγνωση ολόκληρης της διαδικασίας της επίκρισης και το τέλος της. Σ’ αυτήν υπάρχει παρατήρηση χωρίς καμιά κριτική, πράγμα που είναι εξαιρετικά δύσκολο γιατί προϋποθέτει το σταμάτημα, το τέλος τού να δίνεις ονόματα και να βάζεις «ταμπέλες». Όταν έχω επίγνωση ότι είμαι άπληστος, πλεονέκτης, οργισμένος, παράφορος ή ό,τι άλλο θέλετε, γίνεται απλώς να το παρατηρώ, να έχω επίγνωσή του, χωρίς να το καταδικάζω; Πράγμα που σημαίνει ότι μπαίνει τέλος στη διαδικασία να δίνουμε κάποιο όνομα σ’ αυτό που νιώθουμε. Γιατί όταν δίνω ένα όνομα, όπως «άπληστος», αυτή η ίδια η πράξη της ονομασίας είναι η διαδικασία της επίκρισης· σύμφωνα με τη λογική μας, η ίδια η λέξη «άπληστος» είναι από μόνη της επικριτική. Απελευθέρωση του νου από κάθε επίκριση σημαίνει να σταματάμε να δίνουμε κάθε είδους ονόματα.
Στην επίγνωση δεν υπάρχει προσπάθεια· επίγνωση σημαίνει να αντιλαμβάνεσαι κάτι έτσι όπως είναι χωρίς να το διαστρεβλώνεις. Διαστρέβλωση υπάρχει όταν υπάρχει προσπάθεια· όταν υπάρχει σαν κριτήριο ένα εκ των προτέρων σχηματισμένο μοντέλο, που εμποδίζει την πραγματική κατανόηση. Εάν έχεις από πριν κάποια ιδέα για το πώς θα πρέπει να είσαι, τότε η επίγνωσή σου δεν είναι σπουδαία. Γι’ αυτό πρέπει κανείς να κοιτάζει τον εαυτό του με μια επίγνωση που δεν κάνει επιλογές, ώστε να μπορεί να δει ακριβώς αυτό που είναι και όχι εκείνο που θα έπρεπε να είναι. Η προσπάθεια είναι διάσπαση της προσοχής από «αυτό που είναι» κανείς. Από τη στιγμή που αποδέχομαι «αυτό που είμαι» δεν υπάρχει προσπάθεια, εσωτερική πάλη. Κάθε μορφή πάλης είναι ένδειξη ότι διασπάται η προσοχή μου, και η διάσπαση της προσοχής − που είναι η προσπάθεια − υπάρχει όσο θέλω ψυχολογικά να μεταμορφώσω «αυτό που είμαι» σε κάτι που δεν είμαι.
Πάρτε για παράδειγμα το θυμό: μπορεί ο θυμός να ξεπεραστεί με προσπάθεια, με διάφορες μεθόδους και τεχνικές, με διαλογισμό και διάφορους άλλους τρόπους; Μπορεί να μεταμορφωθεί «αυτό που είμαι» σε «κάτι που δεν είμαι»; Τώρα: αντί να κάνετε προσπάθεια να μεταμορφώσετε το θυμό σε ψυχραιμία, υποθέστε πως αποδεχτήκατε ότι είστε θυμωμένος· τι θα συνέβαινε τότε; Θα είχατε επίγνωση ότι είστε θυμωμένος. Και τότε τι θα γινόταν; Δεν θα πηγαίνατε βαθιά μέσα στο θυμό σας; Όταν έχεις επίγνωση ότι είσαι θυμωμένος − που είναι «αυτό που είσαι» − και ξέροντας τη βλακεία της προσπάθειας να μεταμορφώσεις «αυτό που είσαι» σε «κάτι που δεν είσαι», θα εξακολουθήσεις να είσαι θυμωμένος; Αν αντί να προσπαθείς να ξεπεράσεις το θυμό σου μεταμορφώνοντάς τον ή αλλάζοντάς τον, αν τον αποδεχτείς και μείνεις εκεί και τον παρατηρείς, αν έχεις πλήρη επίγνωσή του χωρίς να τον καταδικάζεις ή να τον δικαιολογείς, τότε θα γίνει στη στιγμή μια αλλαγή.
Η προσπάθεια, λοιπόν, σημαίνει έλλειψη επίγνωσης. Από τη στιγμή που έχεις επίγνωση − που σημαίνει πως ούτε επικρίνεις ούτε δικαιολογείς – από τη στιγμή που αποδέχεσαι, κοιτάς και παρατηρείς «αυτό που είσαι», δεν υπάρχει προσπάθεια· τότε εκείνο που έχει μεγάλη σημασία είναι αυτό που παρατηρείς, αυτό που έχεις την επίγνωσή του. Κι αν το παρακολουθήσεις, τότε ολοκληρώνεται κάθε σκέψη που κάνεις γι’ αυτό, κι έτσι ο νους ελευθερώνεται από τις σκέψεις γύρω από εκείνο που παρατηρείς. Η επίγνωση, λοιπόν, δεν προϋποθέτει καμιά προσπάθεια.
Η επίγνωση δεν είναι κάτι τρομερό, κάτι πέρα από τις δυνατότητές μας. Αρχίζει πολύ απλά: με το να έχεις επίγνωση όσων λες κι όλων των αντιδράσεών σου, απλώς βλέποντας, παρατηρώντας τα όλα χωρίς κριτική ή επίκριση. Αυτό είναι πολύ δύσκολο να γίνει επειδή όλη η διαμόρφωσή μας, εδώ και αιώνες, εμποδίζει την ουδέτερη επίγνωση χωρίς επιλογές. Εσείς, όμως, απλώς να έχετε επίγνωση ότι κάνετε επιλογές, ότι επικρίνετε, ότι συγκρίνετε· απλώς να έχετε επίγνωση όλων αυτών, χωρίς να λέτε «Τι να κάνω για να μη συγκρίνω;» γιατί τότε δημιουργείτε ένα καινούργιο πρόβλημα. Το σημαντικό είναι να έχετε επίγνωση ότι πράγματι συγκρίνετε, κι ότι πάντα επικρίνετε ή δικαιολογείτε, συνειδητά ή ασυνείδητα· να έχετε απλώς επίγνωση ολόκληρης αυτής της διαδικασίας. Μπορεί να μου πείτε: «Και φτάνει αυτό;» Την ερώτηση την κάνετε επειδή ελπίζετε ότι μέσα από την επίγνωση θα φτάσετε κάπου. Οπότε η επίγνωσή σας δεν είναι επίγνωση, αλλά μια διαδικασία με την οποία θα αποκτήσετε κάτι, που σημαίνει ότι η επίγνωση για σας είναι μόνο ένα νόμισμα που το χρησιμοποιείτε. Αν μπορείτε απλώς να έχετε επίγνωση ότι χρησιμοποιείτε την επίγνωση σαν νόμισμα για να «αγοράσετε» κάτι και να προχωρήσετε πέρα απ’ αυτό το σημείο που «αποκτήσατε», τότε θ’ αρχίσετε ν’ ανακαλύπτετε την όλη διαδικασία της ίδιας σας της σκέψης.
Όταν έχεις μια ουδέτερη, παθητική επίγνωση του προβλήματος που κοιτάζεις, τότε βλέπεις ότι μέσα από αυτή την παθητική στάση −που δεν είναι απραξία, δεν είναι ύπνος, αλλά εξαιρετική εγρήγορση− το πρόβλημα έχει τελείως διαφορετική σημασία· αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει πια ταύτιση με το πρόβλημα, οπότε δεν υπάρχει κριτική, κι έτσι το πρόβλημα αρχίζει να αποκαλύπτει το περιεχόμενό του. Αν έχεις τη δυνατότητα να το κάνεις αυτό αδιάκοπα, συνεχώς, τότε κάθε πρόβλημα μπορεί να λυθεί ριζικά κι όχι επιφανειακά. Κι εδώ βρίσκεται η δυσκολία, επειδή οι περισσότεροι από μας δεν μπορούμε να έχουμε παθητική επίγνωση και ν’ αφήσουμε το πρόβλημα να μας πει την ιστορία του χωρίς να παρεμβαίνουμε με ερμηνείες. Δεν ξέρουμε να κοιτάμε ένα πρόβλημα αμέτοχα − αν σας αρέσει χρησιμοποιήστε αυτή τη λέξη. Δυστυχώς δεν είμαστε ικανοί να το κάνουμε αυτό, γιατί θέλουμε ένα αποτέλεσμα, θέλουμε μια λύση, περιμένουμε να τελειώσει· ή προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε το πρόβλημα σύμφωνα με το τι μας ευχαριστεί και τι μας στενοχωρεί ή έχουμε μια έτοιμη απάντηση για το πώς πρέπει να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα, οπότε προσεγγίζουμε ένα πρόβλημα που είναι πάντα καινούργιο, με βάση ένα παλιό μοντέλο. Οι προκλήσεις της ζωής είναι πάντα καινούργιες, αλλά η αντίδρασή μας είναι πάντα παλιά κι έτσι δυσκολευόμαστε ν’ αντιμετωπίσουμε με επάρκεια την πρόκληση, δηλαδή με πλήρη επίγνωση. Τα ψυχολογικά προβλήματα είναι πάντοτε προβλήματα σχέσης· και για να αντιμετωπίσει κανείς ένα πρόβλημα σχέσης, με τις αδιάκοπες και ποικιλόμορφες απαιτήσεις του −για να το αντιμετωπίσει σωστά, να το αντιμετωπίσει αποτελεσματικά− πρέπει να έχει μια ουδέτερη, χωρίς επιλογές, παθητική επίγνωση· κι αυτή η στάση παθητικότητας δεν είναι θέμα απόφασης, επιθυμίας, πειθαρχίας· και η επίγνωση ότι δεν είμαστε ουδέτεροι, ότι η επίγνωσή μας δεν είναι παθητική, είναι η αρχή της επίγνωσης.
Υπάρχει κάτι που μπορεί να κάνει κανείς για να έχει παθητική επίγνωση; Επίσης, μπορώ να κάνω κάτι για να είμαι ανοιχτός;
Αυτή η ίδια η επιθυμία να είναι κανείς ανοιχτός μπορεί να είναι μια προσπάθεια του εαυτού που το μόνο που καταφέρνει είναι να δημιουργεί αντιστάσεις στο άνοιγμα. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο παρά να έχουμε επίγνωση ότι είμαστε κλειστοί απέναντι στους άλλους, απέναντι στη ζωή, κι ότι η κίνηση της επιθυμίας είναι αντίσταση και ότι αυτή η ίδια η επιθυμία να αποκτήσει κανείς παθητική επίγνωση είναι άλλο ένα εμπόδιο. Το να κάνει κανείς μια θετική προσπάθεια να είναι ανοιχτός σημαίνει να πετάξει μακριά το εμπόδιο του φόβου. Το να έχει κανείς επίγνωση των δραστηριοτήτων που κλείνουν τον εαυτό του σημαίνει ότι τις γκρεμίζει. Το να μην έχεις επίγνωση κι ωστόσο να θέλεις να είσαι ανοιχτός σημαίνει ότι δημιουργείς κι άλλη μια αντίσταση. Η παθητική, η ουδέτερη επίγνωση που δεν κάνει επιλογές έρχεται μόνο όταν στο νου και στην καρδιά υπάρχει ησυχία.
Για να δει κανείς σε βάθος το ζήτημα της δημιουργίας μιας ολοκληρωτικής επανάστασης σε «αυτό που είναι» πρέπει να έχει μια έντονη αίσθηση επίγνωσης. Πρέπει να ξέρεις τι σημαίνει να έχεις επίγνωση, να έχεις επίγνωση των δέντρων, του γαλάζιου ουρανού ανάμεσα στα δέντρα, των λόφων πίσω απ’ αυτά, εκείνου του θορύβου της κουρευτικής μηχανής, των χρωμάτων που απλώνονται μπροστά σου· απλώς να έχεις επίγνωση και σ’ αυτήν να υπάρχει τέτοια έλλειψη κάθε επιλογής, ώστε να ξέρεις πολύ καλά ότι δεν μπορεί να τ’ αλλάξεις. Δεν μπορείς να αλλάξεις το βουνό, εκτός κι αν έχεις μπουλντόζα· δεν μπορείς ν’ αλλάξεις την ομορφιά του ουρανού. Το ίδιο συμβαίνει και με την επίγνωση «εκείνου που είμαστε», αλλά εμείς θέλουμε να το μεταμορφώσουμε· θέλουμε διαρκώς να επεμβαίνουμε και εκεί αρχίζει η θλίψη.
Για να κατανοήσεις τον εαυτό σου πρέπει να τον παρατηρήσεις. Αν θέλω να μάθω για εκείνο εκεί το δέντρο ή για ένα πουλί, πρέπει να παρατηρήσω. Έτσι, πρέπει να παρατηρήσω τον εαυτό μου. Δεν ξέρω τι είμαι και πρέπει να μάθω για μένα, όχι σύμφωνα με κάποιο φιλόσοφο ή κάποιον ψυχολόγο, κάποιο βιβλίο, κάποιον καθοδηγητή ή γκουρού. Πρέπει, λοιπόν, να μάθουμε μόνοι μας για τον εαυτό μας, και αυτό παρουσιάζει μια μεγάλη δυσκολία: ο εαυτός μας βρίσκεται σε διαρκή κίνηση, αλλάζει· ο εαυτός μας δεν είναι μόνιμα άπληστος ή μόνιμα βίαιος ή μόνιμα σεξουαλικός, υπάρχει μια αδιάκοπη αλλαγή, κίνηση, ζωντάνια. Πρέπει, λοιπόν, να μάθει κανείς για κάτι που είναι ζωντανό. Για να μάθω για κάτι ζωντανό πρέπει να το παρατηρώ με φρέσκο μάτι από λεπτό σε λεπτό. Για να μάθω για μένα, που είμαι μια ζωντανή οντότητα κι όχι κάτι νεκρό, πρέπει αυτό το ζωντανό «πράγμα» να το παρατηρώ και το κάθε λεπτό να το κοιτάζω σαν να ήταν η πρώτη φορά. Για κάτι, λοιπόν, που είναι ζωντανό μαθαίνεις όλη την ώρα από την αρχή, σαν να είναι κάτι καινούργιο. Αν το κάνετε πραγματικά αυτό, θα δείτε ότι είναι ένα από τα πιο γοητευτικά πράγματα που υπάρχουν, επειδή τότε ο νους σας συνεχίζει να κρατάει πολύ λίγα· κρατάει μόνο την αναγκαία πρακτική γνώση και τίποτε άλλο, τίποτα ψυχολογικό. Έτσι ο νους σας παρακολουθεί την κίνηση του «εγώ» − που είναι μια πολύ περίπλοκη οντότητα − όχι μόνο στο επιφανειακό επίπεδο, αλλά και σε βαθύτερο.
Η επίγνωση είναι κάτι που υπάρχει αβίαστα κάθε στιγμή, δεν είναι επίδραση συσσωρευμένων αναμνήσεων για προστασία του «εγώ». Η επίγνωση δεν είναι απόφαση ούτε και αποτέλεσμα θέλησης. Επίγνωση είναι η απόλυτη και χωρίς όρους παράδοση σε «αυτό που είναι» την κάθε στιγμή, χωρίς εκλογικεύσεις, χωρίς τη διαίρεση σε παρατηρητή και παρατηρούμενο. Επειδή η επίγνωση δεν είναι συσσωρευτική, δεν είναι κάτι που αφήνει υπολείμματα, γι’ αυτό δεν χτίζει το «εγώ», ούτε θετικά ούτε αρνητικά. Η επίγνωση είναι πάντα στο παρόν, κι έτσι δεν δημιουργεί ταυτίσεις, ούτε επαναλαμβάνεται ούτε φτιάχνει συνήθειες.
Δεν μπορείς να έχεις επίγνωση του εαυτού σου από το πρωί ως το βράδυ, να ’σαι συνέχεια ξύπνιος, χωρίς να κλείνεις μάτι· δεν γίνεται. Έτσι, λοιπόν, πρέπει να παίζετε μ’ αυτό. Όταν παίζεις με κάτι, μπορείς να το συνεχίζεις για πολύ καιρό. Όταν δεν ξέρεις πώς να παίζεις ανάλαφρα με την αίσθηση της επίγνωσης χάνεσαι, γιατί έτσι ξαναρχίζει η σύγκρουση: πώς θα έχω επίγνωση, με ποια μέθοδο, με ποιο σύστημα; Όταν παίζεις μ’ αυτή μαθαίνεις, κι έτσι η μάθηση δεν είναι διαδικασία συσσώρευσης, γιατί από τη στιγμή που συσσωρεύεις γνώση γι’ αυτό που είσαι −ή εφαρμόζεις γνώσεις που ήδη έχεις−, για κάτι ζωντανό που αλλάζει, τότε έχεις πάψει να μαθαίνεις γι’ αυτό. Ο νους που είναι γεμάτος από γνώσεις το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να προσθέτει κι άλλες γνώσεις, κι άλλες πληροφορίες − τεχνολογικές, φιλοσοφικές, ψυχολογικές και λοιπά. Εδώ μιλάμε για την επίγνωση, για κάτι που δεν χρειάζεται γνώσεις, αλλιώς γίνεται κι αυτή πρόβλημα.
Όσο πιο πολύ σκεφτόμαστε ένα πρόβλημα, όσο πιο πολύ το ψάχνουμε, το αναλύουμε και το συζητάμε, τόσο πιο περίπλοκο γίνεται. Είναι, λοιπόν, δυνατόν να κοιτάξουμε ένα πρόβλημα με κατανόηση στο σύνολό του; Σίγουρα είναι δυνατόν, αλλά μόνο όταν η διαδικασία της σκέψης −που έχει την πηγή της στο «εγώ», στον εαυτό, στο υπόβαθρο της παράδοσης, της διαμόρφωσης, των προκαταλήψεων, της ελπίδας, της απελπισίας–, μόνο όταν αυτή η διαδικασία της σκέψης έχει φτάσει σ’ ένα τέλος. Μπορούμε, λοιπόν, να κατανοήσουμε το «εγώ» όχι αναλύοντάς το, αλλά βλέποντάς το έτσι όπως είναι; Έχοντας επίγνωση αυτού ως γεγονότος και όχι σαν θεωρία, χωρίς να ψάχνουμε πώς θα διαλύσουμε το «εγώ» για να πετύχουμε αυτό το αποτέλεσμα, αλλά κοιτάζοντας τις δραστηριότητες του εαυτού, του «εγώ», αδιάκοπα, στην πράξη. Μπορούμε απλώς να το κοιτάζουμε, χωρίς να κάνουμε καμιά προσπάθεια να το διαλύσουμε ή να το ενθαρρύνουμε; Αυτό είναι το πρόβλημα, έτσι δεν είναι; Αν στον καθένα μας δεν υπήρχε το κέντρο του «εγώ», με την επιθυμία του για δύναμη, για αναγνώριση, για εξουσία, για επιβολή, για την επιβίωσή του, σίγουρα τα προβλήματά μας θα έπαιρναν τέλος.
Το «εγώ» είναι ένα πρόβλημα που δεν μπορεί να το λύσει η σκέψη. Πρέπει να υπάρχει μια επίγνωση που δεν ανήκει στη σκέψη, που σημαίνει ότι έχει κανείς επίγνωση της δραστηριότητας του «εγώ», χωρίς να επικρίνει ή να δικαιολογεί, αλλά απλώς και μόνο έχει επίγνωση, κι αυτό είναι αρκετό. Γιατί αν έχεις επίγνωση με σκοπό να βρεις πώς θα λύσεις το πρόβλημα, με σκοπό να φέρεις κάποιο αποτέλεσμα, με σκοπό να μεταμορφώσεις αυτό που βλέπεις, τότε αυτή η επίγνωση βρίσκεται στο πεδίο του εαυτού, του «εγώ». Κι όσο αναζητάμε ένα αποτέλεσμα, είτε με αυτή την επίγνωση είτε μέσα από οποιαδήποτε ανάλυση είτε μέσα από αδιάκοπη εξέταση κάθε σκέψης, βρισκόμαστε ακόμα στο πεδίο της σκέψης, δηλαδή στο πεδίο του «εγώ».
Μια από τις δραστηριότητες του «εγώ» είναι η απληστία. Τώρα: όταν παρατηρώντας μια ανάλογη αντίδρασή μου τη χαρακτηρίζω με τη λέξη «απληστία», έχω ήδη συνδέσει αυτή την αντίδρασή μου με την ανάμνηση μιας αντίδρασης που είχα κι άλλοτε. Καταλαβαίνετε τι λέω; Χρησιμοποιώ τη λέξη «άπληστος» για να προσδιορίσω τι είναι αυτό που νιώθω. Ο προσδιορισμός αυτού που νιώθω είναι κάτι που ήδη ξέρω. Χρησιμοποιώ, λοιπόν, αυτή τη λέξη για να το προσδιορίσω. Μπορώ, όμως, να παρατηρήσω την αντίδρασή μου χωρίς να την προσδιορίσω, χωρίς τη λέξη, οπότε και χωρίς την προηγούμενη αντιμετώπισή της; Μπορώ να παρατηρήσω αυτή την αντίδρασή μου χωρίς την παραμικρή κίνηση αναγνώρισης; Μπορώ να παρατηρήσω απλώς τον εαυτό μου χωρίς καμιά κατεύθυνση, χωρίς καμιά σύγκριση, λέγοντας «Το έχω ξανακάνει αυτό»; Δηλαδή, να μαθαίνω τον εαυτό μου κάθε φορά από την αρχή. Όχι να έχω συσσωρεύσει γνώσεις για τον εαυτό μου και να θεωρώ ότι τον ξέρω. Αν εμβαθύνετε πολύ σοβαρά σ’ αυτό το ζήτημα θα ανακαλύψετε ότι τον εαυτό σου δεν τον γνωρίζεις λίγο λίγο −πρώτο βήμα, δεύτερο βήμα και λοιπά−, αλλά ότι βλέπεις την αλήθεια αυτού που είσαι σε μια στιγμή. Βλέπεις την αλήθεια χωρίς να υπάρχει μια στιγμή αναγνώρισης εκείνου που κοιτάς. Αυτό απαιτεί πολύ μεγάλη προσοχή. Κι οι περισσότεροι από μας είμαστε πολύ απρόσεχτοι, πολύ φυγόπονοι. Και έχουμε κι ένα σωρό ιδέες για το πώς πρέπει να είμαστε: πρέπει να είμαστε αυτό, πρέπει να είμαστε εκείνο, δεν πρέπει να είμαστε το άλλο... Έτσι πλησιάζουμε τον εαυτό μας κουβαλώντας ένα πολύ μεγάλο φορτίο και δεν τον γνωρίζουμε ποτέ.
Και για να το τοποθετήσω διαφορετικά: είμαστε όλη η υπόλοιπη ανθρωπότητα. Οι άνθρωποι, είτε ζουν στην Ασία είτε εδώ στην Ελβετία είτε στην Αφρική, όλοι υποφέρουν το ίδιο, ζούνε με άγχος, με αβεβαιότητα, με θλίψη, με στιγμές ευχαρίστησης και λοιπά. Ο καθένας μας, όπου κι αν ζει, τα περνάει αυτά. Στην ουσία, ψυχολογικά είμαστε το ίδιο. Σωματικά μπορεί να είσαι ψηλός ή κοντός, ξανθός ή μελαχρινός, μπορεί να είσαι έξυπνος ή κουτός και λοιπά, αλλά δεν μιλάω γι’ αυτό. Λέω ότι ψυχολογικά ο καθένας μας είναι όπως όλη η υπόλοιπη ανθρωπότητα. Έτσι: είμαστε η ανθρωπότητα.
Και τι υπάρχει εκεί να μάθω για τον εαυτό μου; Είμαι όλα αυτά που βρίσκονται εκεί. Αυτό είναι γεγονός. Οπότε εμφανίζεται το πρόβλημα: μπορεί αυτό το περιεχόμενο της συνείδησής μου να σβηστεί; Που σημαίνει να μάθει κανείς για τον εαυτό του, που δεν είναι απλώς ο εαυτός του, αλλά η συνείδηση όλης της ανθρωπότητας. Αλλά, βλέπετε, είμαστε τόσο εκπαιδευμένοι, τόσο διαμορφωμένοι με την ιδέα της ατομικότητας, με το, «είμαι ψυχολογικά διαφορετικός από τον άλλο», που ενώ δεν είναι γεγονός, εμείς είμαστε τόσο βαθιά εκπαιδευμένοι, τόσο βαθιά διαμορφωμένοι, που το δεχόμαστε σαν να είναι γεγονός. Και όταν λέμε «Πρέπει να μάθω τον εαυτό μου» εννοούμε «Πρέπει να μάθω τον εαυτούλη μου». Κι όταν ερευνάς απλώς τον «εαυτούλη» σου δεν σημαίνει τίποτα, γιατί το πραγματικό γεγονός είναι ότι είμαστε το ανθρώπινο είδος, είμαστε όλη η υπόλοιπη ανθρωπότητα. Και το να ερευνήσεις αυτό τον τρομερά πολύπλοκο ανθρώπινο νου σημαίνει ότι θα διαβάσεις την ιστορία του εαυτού σου. Εσύ είσαι αυτή η ιστορία, κι αν ξέρεις πώς να διαβάσεις αυτό το βιβλίο το πρόβλημα τέλειωσε. Αλλά πλησιάζουμε αυτό το βιβλίο με γνώσεις· δεν λέμε: «δεν ξέρω τίποτα, ας διαβάσω το βιβλίο», οπότε μαθαίνεις γρήγορα, χωρίς να συσσωρεύεις γνώσεις. Έτσι, αρχίζεις να ανακαλύπτεις τη φύση του «εγώ» σου, του εαυτού σου που είναι όλη η ανθρωπότητα· ανακαλύπτεις τη φύση της συνείδησης που είναι η συνείδηση όλων των ανθρώπινων όντων και αρχίζεις να ερευνάς σε βάθος