Η διαμόρφωσή μας –κοινωνική, οικονομική, πολιτική, θρησκευτική και λοιπά–είναι βασισμένη στη λατρεία της επιτυχίας. Κι αν δεν είμαστε και πολύ επιτυχημένοι πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά και λοιπά, θέλουμε να είμαστε επιτυχημένοι πνευματικά. Όλοι μας θέλουμε να πετύχουμε· όλοι θέλουμε να φτάσουμε κάπου. Κι αν αποτύχουμε σ’ αυτή τη ζωή, ελπίζουμε να πετύχουμε στην επόμενη. Λατρεύουμε την επιτυχία. Και στην προσπάθεια να γίνεις επιτυχημένος δεν μπορεί παρά να υπάρχει προσπάθεια, πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχει και αδιάκοπη σύγκρουση, εσωτερικά και εξωτερικά. Και είναι σίγουρο ότι κανείς δεν μπορεί να καταλάβει οτιδήποτε μέσα από τη σύγκρουση. Και δεν βρίσκεται στη φύση του «εγώ» αυτή η διαδικασία σύγκρουσης, που είναι η διαδικασία να γίνει κάτι άλλο από αυτό που είναι, να γίνει «κάποιος»; Και προκειμένου να σκέφτεται και να νιώθει κανείς άμεσα και ξεκάθαρα δεν είναι αναγκαίο να κατανοηθεί αυτό το «εγώ»; Και μπορείς να κατανοήσεις ολόκληρη τη δομή του εγώ σου χωρίς τη σύγκρουση που προκαλεί η προσπάθεια ν’ αλλάξεις αυτό που είσαι; Μ’ άλλα λόγια, μπορεί κανείς να κοιτάξει, να μελετήσει αυτό που είναι ουσιαστικά, πραγματικά, και να μην προσπαθήσει να το αλλάξει; Σίγουρα μόνο όταν είμαστε ικανοί να κοιτάξουμε το γεγονός έτσι όπως είναι, τότε μόνο μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε· όμως, όσο παλεύουμε με αυτό που είναι γεγονός και προσπαθούμε να το αλλάξουμε, να το μετατρέψουμε σε κάτι άλλο, είμαστε ανίκανοι να κατανοήσουμε «αυτό που είμαστε». Μόνο όταν κατανοήσουμε «αυτό που είμαστε», «αυτό που είναι», ό,τι κι αν είναι, μπορούμε να πάμε πέρα απ’ αυτό.
Έτσι, για να κατανοήσω τη δομή του εαυτού μου, που είναι το κεντρικό πρόβλημα όλης της ύπαρξης, είναι απαραίτητο να έχω επίγνωση ολόκληρης της διαδικασίας του «εγώ» − του «εγώ» που αναζητά επιτυχία, του «εγώ» που είναι σκληρό, του «εγώ» που είναι άπληστο, του «εγώ» που ξεχωρίζει κάθε δράση, κάθε σκέψη, σαν «η δική μου». Για να κατανοήσει, λοιπόν, κανείς αυτό το «εγώ» δεν πρέπει να το δει έτσι όπως είναι, πραγματικά, χωρίς να το πολεμά προσπαθώντας να το αλλάξει; Σίγουρα μόνο τότε είναι δυνατόν να πάει κανείς πέρα απ’ αυτό.
Όταν σε τρώει η επιθυμία να γίνεις κάτι άλλο απ’ αυτό που είσαι κάνεις διάφορα: αρχίζεις να ακολουθείς κάτι ή κάποιον, να έχεις πρότυπα, φόρμουλες, ιδανικά, που σημαίνει ότι υπάρχει αντίφαση ανάμεσα σ’ αυτό που είσαι και σ’ αυτό που νομίζεις ότι θα έπρεπε να είσαι. Σίγουρα από τη στιγμή που θέλεις να είσαι διαφορετικός απ’ αυτό που είσαι, χωρίς να έχεις κατανοήσει αυτό που είσαι, έχεις βάλει σε κίνηση μια κατάσταση αντίφασης με τον εαυτό σου, κι αυτή ακριβώς η αντίφαση με τον εαυτό σου, είναι ο δρόμος προς τη μίμηση. Αν, για παράδειγμα, είσαι τεμπέλης και το ιδανικό σου είναι να μην είσαι τεμπέλης και αγωνίζεσαι να ζεις σύμφωνα με το ιδανικό σου, τότε με αυτόν ακριβώς τον αγώνα έχεις εδραιώσει ένα μοντέλο μίμησης.
Υπάρχουν, λοιπόν, μια εσωτερική και μια εξωτερική διαδρομή. Την εξωτερική την αποκαλείτε υλιστική και την εσωτερική τη θεωρείτε πνευματική. Όμως, ο άνθρωπος που στρέφεται εσωτερικά, με την έννοια του κυνηγητού ενός ιδανικού, που παλεύει ν’ αλλάξει τον εαυτό του μέσα από διάφορες «πειθαρχίες» κι όλα τα υπόλοιπα, ο νους ενός τέτοιου ανθρώπου γίνεται πεδίο μάχης αντικρουόμενων επιθυμιών, έτσι δεν είναι; Ψυχολογικά, εσωτερικά, έχει εγκαταστήσει ένα πρότυπο μίμησης κάποιας αυθεντίας και παλεύει να ζήσει σύμφωνα μ’ αυτό το πρότυπο. Έτσι, η εσωτερική του διαδρομή είναι στην πραγματικότητα το ίδιο υλιστική με την εξωτερική διαδρομή, με την έννοια ότι είναι «κερδοφόρα». Εξωτερικά θέλεις να αποκτήσεις περισσότερη δύναμη, καλύτερη θέση, μεγαλύτερο γόητρο, περισσότερη γη, μεγαλύτερη περιουσία· και εσωτερικά θέλεις να είσαι κάτι άλλο απ’ αυτό που είσαι. Έτσι και τα δύο είναι μια μορφή ιδιοτέλειας.
Τώρα: υπάρχει μια εσωτερική διαδρομή που δεν ενεργοποιείται από την επιθυμία να είσαι διαφορετικός κι επομένως δεν δημιουργεί την αντίφαση με τον εαυτό σου, που θρέφει τη σύγχυση. Αυτή είναι η αληθινή εσωτερική διαδρομή: να βλέπεις το γεγονός όπως είναι, χωρίς να προσπαθείς να το αλλάξεις. Να δει κανείς το γεγονός ότι είναι τεμπέλης, ότι οι αυθεντίες, με διάφορες μορφές, κυριαρχούν στη ζωή του· να δει κανείς αυτό το γεγονός όπως είναι και να μην προσπαθήσει να το αλλάξει· να μην πει, «δεν πρέπει να είμαι τεμπέλης, πρέπει να απελευθερωθώ από κάθε αυθεντία», γιατί αυτό έχει σίγουρα μεγάλη σημασία, επειδή δεν δημιουργεί το αντίθετό του και δεν φέρνει τη σύγχυση που φέρνει κάθε αντίφαση με τον εαυτό σου.
Λέτε ότι το να ελευθερωθεί κανείς από το «εγώ» του, είναι μια κοπιαστική δουλειά και την ίδια στιγμή υποστηρίζετε ότι κάθε προσπάθεια απελευθέρωσης είναι εμπόδιο σ’ αυτήν ακριβώς την ελευθερία. Δεν είναι αυτό μια αντίφαση, ένας φαύλος κύκλος;
Τι εννοείτε λέγοντας «προσπάθεια»; Πότε κάνετε προσπάθεια; Κι αν δεν υπάρχει καμιά προσπάθεια, αυτό υπονοεί τεμπελιά, αποτελμάτωση; Ας αρχίσουμε, λοιπόν, βρίσκοντας τι εννοούμε λέγοντας «προσπάθεια», προς ποια κατεύθυνση κάνουμε προσπάθεια και γιατί.
Όταν λέμε ότι κάνουμε προσπάθεια εννοούμε πάντα ότι ασκούμε πίεση στον εαυτό μας προκειμένου να πετύχουμε κάποιο αποτέλεσμα, έτσι δεν είναι; Θέλουμε να αποκτήσουμε καλύτερη υγεία, να έχουμε μεγαλύτερη κατανόηση ή να έχουμε μια καλύτερη κοινωνική και οικονομική θέση και λοιπά, πράγμα που σημαίνει ότι πάντοτε κάνουμε μια προσπάθεια να φτάσουμε κάπου. Ή κάνουμε μια εσωτερική προσπάθεια για να βγάλουμε κάποια ψυχολογικά εμπόδια: αν είμαστε φθονεροί λέμε ότι δεν πρέπει να είμαστε φθονεροί κι έτσι δημιουργούμε μια αντίσταση στον φθόνο. Ή πάλι θέλουμε να είμαστε πολυμαθείς, θέλουμε να ξέρουμε πολλά για να εντυπωσιάζουμε ή για να έχουμε καλύτερη δουλειά, οπότε διαβάζουμε, μελετάμε. Αυτή είναι η προσπάθεια που ξέρουμε. Και για τους περισσότερους από μας η προσπάθεια είναι είτε αρνητική είτε θετική· είναι μια διαδικασία «να γίνω» ή «να μη γίνω» κάτι· κι αυτή ακριβώς η διαδικασία είναι το κέντρο του εαυτού, έτσι δεν είναι; Αν είμαι φθονερός και κάνω προσπάθεια να μην είμαι φθονερός, σίγουρα η οντότητα που κάνει αυτή την προσπάθεια είναι και πάλι ο εαυτός, το «εγώ». Κάθε προσπάθεια να κυριαρχήσω στο «εγώ» μου, θετικά ή αρνητικά, εξακολουθεί να παραμένει μέρος του «εγώ»· επομένως, το μόνο που κάνει είναι να δυναμώνει ακόμα πιο πολύ το «εγώ», τον εαυτό, και σ’ αυτόν το φαύλο κύκλο παγιδεύεται κανείς. Το πρόβλημα, λοιπόν, είναι πώς θα σπάσει κανείς αυτόν το φαύλο κύκλο, αυτή τη συνεχιζόμενη αλυσίδα προσπαθειών που το μόνο που κάνει είναι να δυναμώνει το «εγώ».
Μπορείς να διαλύσεις το φαύλο κύκλο μόνο όταν έχεις επίγνωση αυτού, ως μια ενιαία διαδικασία του «εγώ». Όταν ο νους βλέπει ότι είναι φθονερός θέλει να μην είναι, γιατί νομίζει ότι αν είναι φθονερός θα το πληρώσει με κάποιον τρόπο, ενώ αν πάψει να είναι θ’ ανταμειφθεί· έτσι, το κάνει πνευματικό του στόχο και αντλεί ικανοποίηση από την προσπάθεια να πάψει να είναι φθονερός. Ο νους, στην προσπάθειά του να μην είναι φθονερός, βρίσκει ασφάλεια, καταφύγιο, αλλά εκείνος που κάνει την προσπάθεια είναι πάντα το «εγώ», ο εαυτός. Σας παρακαλώ, απλώς καταλάβετέ το αυτό, μόνο αυτό. Τότε παρουσιάζεται το ερώτημα: «Και τι να κάνω όταν είμαι φθονερός; Έχω συνηθίσει να απωθώ το φθόνο, να του αντιστέκομαι, και τώρα βλέπω τη ματαιοπονία όλου αυτού του πράγματος, βλέπω τον παραλογισμό που έχει να αρνείται ένα μέρος του εαυτού μου, ένα άλλο του μέρος, ενώ είμαι ένα ενιαίο σύνολο. Τι να κάνω, λοιπόν;»
Η αλήθεια, όμως, είναι ότι ποτέ δεν φτάνουμε σ’ αυτό το σημείο, ποτέ δεν αναγνωρίζουμε ότι είμαστε και τα δύο: και ο φθόνος και η επιθυμία να μην είμαστε φθονεροί. Από τη στιγμή που συνειδητοποιείς ότι είσαι φθονερός ή επιθετικός ή ζηλιάρης, αρχίζει μία διαδικασία επίκρισης, και όταν επικρίνει κανείς δεν υπάρχει κατανόηση. Όταν είμαστε φθονεροί κάνουμε προσπάθεια να κυριαρχήσουμε στο φθόνο και νομίζουμε ότι αυτή η προσπάθεια είναι ευεργετική, ότι θα οδηγήσει στην απελευθέρωση από το «εγώ» μας. Δεν θα το κάνει. Αλλά όταν κατανοώ, όταν έχω πλήρη επίγνωση ότι ο φθόνος και η επιθυμία να μην είμαι φθονερός είναι ένα, ότι είναι μια ενιαία διαδικασία, ότι «ο φθονερός» είναι «ο φθόνος του», τότε υπάρχει καμιά προσπάθεια; Τότε συμβαίνει κάτι τελείως διαφορετικό.
Οι ίδιες οι λέξεις «ζήλια», «θυμός», «φθόνος» υπονοούν κριτική, σύγκριση, επίκριση, έτσι δεν είναι; Μέσα από αιώνες εκπαίδευσης, παιδείας και θρησκευτικής διαπαιδαγώγησης αυτές οι λέξεις έχουν φτάσει να μεταφέρουν μια αίσθηση καταδίκης· αντιπροσωπεύουν κάτι που πρέπει να το παραμερίσουμε, να του αντισταθούμε, να το πολεμήσουμε, κι όλη μας η αντίδραση είναι προς αυτή την κατεύθυνση. Έτσι, ανακαλύπτω ότι όταν δίνω όνομα σε κάποιο συναίσθημα έχω ήδη πάρει στάση επίκρισης· και αυτή ακριβώς η πράξη της επίκρισης, της αντίστασης στο συναίσθημα, το δυναμώνει. Εάν δεν επικρίνω το φθόνο, θα παραδοθώ σ’ αυτόν; Θα γίνω πιο φθονερός; Ο φθόνος είναι σίγουρα πάντα φθόνος, δεν είναι λιγότερος ή περισσότερος. Μπορεί να διαφέρει ο στόχος του και η κατεύθυνσή του, αλλά ο φθόνος είναι πάντα ο ίδιος, είτε είναι για μια Μερσεντές είτε για ένα μικρό αυτοκίνητο, είτε είναι για μια βίλα είτε για ένα μικρό σπιτάκι. Έτσι, το να μην του δίνω όνομα κι επομένως να μην καταδικάζω το φθόνο σημαίνει να μην του παραδίνομαι βουλιάζοντας σ’ αυτόν.
Όταν κάποιος κατανοήσει ότι η ίδια η λέξη «φθόνος» υποδηλώνει επίκριση, αποδοκιμασία, ότι το αίσθημα του ανταγωνισμού που υπάρχει στο φθόνο βρίσκεται βαθιά χαραγμένο μέσα στην ίδια τη λέξη, τότε γεννιέται μια ελευθερία. Αυτή η ελευθερία δεν ανταγωνίζεται το φθόνο, δεν είναι ελευθερία από το φόβο. Ελευθερία από μία ιδιαίτερη ιδιότητα δεν είναι καθόλου ελευθερία, και ο άνθρωπος που είναι ελεύθερός από κάτι μοιάζει με τον άνθρωπο που είναι εναντίον κάποιας κυβέρνησης: όσο είναι εναντίον σε κάτι δεν είναι ελεύθερος άνθρωπος. Η ελευθερία είναι κάτι πλήρες από μόνη της, δεν είναι από κάποια κατάσταση ή οποιαδήποτε στάση ή ιδιότητα.
Έτσι, παρ’ όλη την προσπάθεια να ξεπεράσει κανείς κάτι που βλέπει ότι είναι, να ελευθερωθεί από αυτό, το μόνο που καταφέρνει είναι να δυναμώνει το «εγώ» του, τον εαυτό· κι όταν κανείς το κατανοήσει πραγματικά αυτό, όταν έχει επίγνωση μιας ιδιότητάς του και του αντίθετού της ως μιας ενιαίας διαδικασίας και δει ότι η ίδια η λέξη που χρησιμοποιεί για να τη χαρακτηρίσει περιέχει επίκριση ή ενθάρρυνση, τότε δεν εγκλωβίζεται στις λέξεις κι επομένως ο νους είναι ελεύθερος να κοιτάξει, να παρατηρήσει ουδέτερα «αυτό που είναι», ό,τι κι αν είναι. Η κατανόηση «αυτού που είναι» και η ελευθερία που φέρνει αυτή η κατανόηση δεν είναι αποτέλεσμα επίμονων πρακτικών, επίπονου μόχθου ή κάποιας «πειθαρχίας» που σας έχουν βάλει και της αφιερώνετε πολλή ώρα κάθε πρωί· γεννιέται μόνο όταν κανείς σ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας έχει επίγνωση για τα πάντα: για τα δέντρα, για τα πουλιά, για τις ίδιες του τις αντιδράσεις, για όσα συμβαίνουν μέσα του και έξω του, όταν έχει επίγνωση όλων αυτών ως μιας ενιαίας διαδικασίας. Όταν υπάρχει επίκριση ή δικαιολόγηση, σύγκριση ή ταύτιση, δεν υπάρχει κατανόηση «αυτού που είναι», εκείνου που βλέπει − γι’ αυτό είναι πολύ επίπονο να έχει κανείς επίγνωση. Εκείνο που βλέπει κανείς μέσα του, «αυτό που είναι», ό,τι κι αν είναι, μπορεί να γίνει κατανοητό μόνο στιγμή τη στιγμή, που σημαίνει ότι πρέπει κανείς να έχει απόλυτη επίγνωση ότι κρίνει, ότι κάθε λέξη που χρησιμοποιεί έχει ή επιδοκιμασία ή άρνηση. Όσο ο νους θα είναι η έκφραση με λέξεις της ίδιας του της διαμόρφωσης δεν μπορεί ποτέ να είναι ελεύθερος. Ελευθερία υπάρχει μόνο όταν ο νους είναι άδειος από ολόκληρη τη σκέψη.
Οι πιο πολλοί από μας έχουμε δεχτεί να ακολουθούμε το εύκολο μονοπάτι του ιδανικού της «μη βίας». Αν όμως κανείς ενδιαφέρεται πραγματικά, βαθιά, εσωτερικά πώς θα εξαφανιστεί η βία, τότε νομίζω ότι πρέπει να ψάξει να βρει αν τα ιδανικά είναι κάτι ουσιαστικό και αν η άσκηση κάποιας «πειθαρχίας», η κάποιας πρακτικής, η συνεχής υπενθύμιση στον εαυτό του να μην είναι βίαιος μπορεί ποτέ να διαλύσει τη βία ή απλώς θα μεγαλώσει τον εγωκεντρισμό του κάτω από το όνομα της μη βίας; Σίγουρα η πειθάρχηση του νου στο ιδανικό της μη βίας παραμένει μια εγωκεντρική δραστηριότητα, κι επομένως μόνο μια άλλη μορφή βίας.
Για να ερευνήσει κανείς άμεσα πρέπει ν’ αναρωτηθεί αν η οντότητα, το πρόσωπο που θέλει ν’ απαλλαγεί από τη βία, είναι διαφορετικό από την ίδια τη βία. Όταν κάποιος το αναγνωρίζει αυτό και λέει, «εγώ είμαι βίαιος», τότε αυτό το «εγώ», που επιθυμεί ν’ απαλλαγεί από τη βία, είναι διαφορετικό από την ιδιότητα που ονομάζει «μη βία»; Όταν λέω, «είμαι βίαιος και θέλω να ελευθερωθώ από τη βία», η οντότητα που είναι βίαιη είναι διαφορετική από την ιδιότητα που ονομάζει βία; Δηλαδή, αυτός που βιώνει την εμπειρία νιώθοντας βίαιος είναι διαφορετικός από την ίδια την εμπειρία; Σίγουρα εκείνος που βιώνει μια εμπειρία είναι ο ίδιος η εμπειρία του· δεν είναι διαφορετικός ή ξεχωριστός από την εμπειρία. Νομίζω ότι αυτό είναι πολύ σημαντικό να το κατανοήσει κανείς· γιατί αν το κατανοήσει πραγματικά αυτό, τότε στην απελευθέρωση το νου του από τη βία δεν θα υπάρξει καμιά εγωκεντρική δραστηριότητα.
Ας προχωρήσουμε βήμα βήμα σε όλο αυτό, και σας παρακαλώ, παρακολουθήστε το με λίγη υπομονή.
Λοιπόν: Κάποια στιγμή αποκτώ επίγνωση ότι η σκέψη μου είναι αποτέλεσμα διαμόρφωσης, και η άμεση αντίδρασή μου είναι ότι πρέπει να απελευθερωθώ από τη διαμόρφωση και λέω: «Πώς θα ελευθερωθώ; Ποια είναι η μέθοδος, το σύστημα, η διαδικασία που πρέπει ν’ ακολουθήσω για να ελευθερωθώ;» Αλλά αν ακολουθήσω τις πρακτικές κάποιας μεθόδου θα γίνω σκλάβος αυτής της μεθόδου, που έτσι θα φέρει κι αυτή άλλη μια διαμόρφωση.
Έχοντας επίγνωση ότι είμαι διαμορφωμένος ή φθονερός ή άπληστος, θέλω να ξέρω πώς θα απαλλαγώ. Για παράδειγμα: το ερώτημα: «πώς θα απαλλαγώ από την απληστία», είναι μια άλλη μορφή απληστίας − δεν είναι; Μπορεί να κάνω καθημερινά κάποια πρακτική απαλλαγής από την απληστία, αλλά το κίνητρο, η επιθυμία να ελευθερωθώ από την απληστία, είναι και πάλι απληστία. Έτσι, το «πώς» δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα, μπορεί μόνο να το κάνει πιο πολύπλοκο. Αλλά όπως θα δείτε αμέσως από μόνοι σας, το ερώτημα «πώς» μπορεί να απαντηθεί εντελώς.
Εάν έχω πλήρη επίγνωση ότι είμαι άπληστος, αυτή ακριβώς η επίγνωση δεν απελευθερώνει το νου από την απληστία; Εάν ξέρω ότι το φίδι που βλέπω μπροστά μου είναι δηλητηριώδες, αυτό φτάνει: δεν πλησιάζω το φίδι. Αλλά δεν βλέπουμε ότι η απληστία είναι κάτι δηλητηριώδες και για μας και για τους άλλους. Μας αρέσει η ευχάριστη αίσθηση που μας δίνει, μας αρέσει η αίσθηση βολέματος που μας προσφέρει το να είμαστε διαμορφωμένοι. Γιατί αν προσπαθούσαμε να ελευθερώσουμε το νου από τη διαμόρφωσή του ίσως να γινόμασταν αντικοινωνικά άτομα, πιθανόν να χάναμε τη δουλειά μας, μπορεί να εναντιωνόμασταν σε όλη την παράδοση αιώνων της κοινωνίας κι αυτό να μας στοίχιζε με διάφορους τρόπους. Έτσι παίρνουμε ασυνείδητα μια αυτόματη προειδοποίηση από μέσα μας, και τότε ο νους ρωτάει: «Πώς θα απαλλαγώ από τη διαμόρφωση;» Έτσι το «πώς» είναι απλώς αναβολή της συνειδητοποίησης εκείνου που είναι γεγονός. Έγινε αυτό το σημείο ξεκάθαρο;
Οπότε εκείνο που έχει σημασία είναι γιατί ο νους αναζητάει κάποια μέθοδο. Θα ανακαλύψτε ότι υπάρχουν αμέτρητες μέθοδοι που λένε: «Κάνε τούτο κι εκείνο κάθε μέρα και θα φτάσεις εκεί που θέλεις». Αλλά ακολουθώντας κάποια μέθοδο έχεις δημιουργήσει μια συνήθεια και είσαι σκλάβος σ’ αυτή τη συνήθεια, δεν είσαι ελεύθερος. Ενώ αν δεις ότι είσαι διαμορφωμένος −διαμορφωμένος από ό,τι είναι γνωστό και κοινά αποδεκτό– και νιώσεις φόβο για το άγνωστο όπου θα βρεθείς απορρίπτοντας τη διαμόρφωση, αν έχεις πλήρη επίγνωση όλου αυτού του γεγονότος, τότε θα ανακαλύψεις ότι αυτή ακριβώς η επίγνωση δουλεύει μέσα σου και γεννάει άμεσα μια ελευθερία που δεν έχεις προσπαθήσει ηθελημένα να πετύχεις. Όταν έχεις επίγνωση της διαμόρφωσής σου –πραγματικά, όχι θεωρητικά− τότε κάθε προσπάθεια παύει, ενώ κάθε προσπάθεια να γίνεις κάτι άλλο από αυτό που είσαι είναι η αρχή κάποιας άλλης διαμόρφωσης.
Το σημαντικό, λοιπόν, είναι να κατανοηθεί το πρόβλημα κι όχι να βρεθεί μια απάντηση στο πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι ότι όντας ο ανθρώπινος νους αποτέλεσμα αιώνων διαμόρφωσης και των χρόνων μιας ζωής, κινείται και υπάρχει στην περιοχή του «γνωστού». Αυτό είναι το αληθινό γεγονός, εκείνο που συμβαίνει στην καθημερινή μας ζωή. Όλες μας οι σκέψεις, όλες μας οι μνήμες, όλες μας οι εμπειρίες, όλα μας τα οράματα, οι εμπειρίες μας, οι εσωτερικές μας φωνές, οι εμπνεύσεις μας είναι στην ουσία γέννημα του γνωστού.
Τώρα: μπορεί ο νους να έχει επίγνωση της ίδιας του της διαμόρφωσης και να μην προσπαθεί να την πολεμήσει; Όταν ο νους έχει επίγνωση ότι είναι διαμορφωμένος και δεν το πολεμάει, μόνο τότε είναι ελεύθερος να δώσει όλη του την προσοχή σ’ αυτή τη διαμόρφωση. Η δυσκολία είναι να έχει κανείς επίγνωση της διαμόρφωσής του χωρίς να διασπάται η προσοχή του από την προσπάθεια να κάνει κάτι γι’ αυτήν. Αλλά εάν ο νους έχει συνεχώς επίγνωση του γνωστού −δηλαδή, των προκαταλήψεων, των συμπερασμάτων, των «πιστεύω», των επιθυμιών, των απατηλών σκέψεων της καθημερινότητας−, αν έχει επίγνωση χωρίς να προσπαθεί να ελευθερωθεί απ’ όλο αυτό, τότε η ίδια αυτή η επίγνωση φέρνει τη δική της ελευθερία. Τότε ίσως είναι δυνατόν να μείνει ο νους πραγματικά ακίνητος, όχι ακίνητος μόνο σε κάποιο επιφανειακό επίπεδο της συνείδησης και από κάτω τρομερά ταραγμένος. Απόλυτη ακινησία του νου μπορεί να υπάρξει μόνο όταν ο νους κατανοήσει όλο το πρόβλημα της διαμόρφωσης, πώς έχει διαμορφωθεί, που σημαίνει να παρατηρεί κάθε τόσο όλη την κίνηση της σκέψης· να έχει επίγνωση των συμπερασμάτων που βγάζει, αυτών που πιστεύει, των φόβων του. Τότε ίσως υπάρξει απόλυτη ακινησία του νου μέσα στην οποία μπορεί να γεννηθεί κάτι πέρα από το νου.
Έτσι, για να κατανοήσω τη δομή του εαυτού μου, που είναι το κεντρικό πρόβλημα όλης της ύπαρξης, είναι απαραίτητο να έχω επίγνωση ολόκληρης της διαδικασίας του «εγώ» − του «εγώ» που αναζητά επιτυχία, του «εγώ» που είναι σκληρό, του «εγώ» που είναι άπληστο, του «εγώ» που ξεχωρίζει κάθε δράση, κάθε σκέψη, σαν «η δική μου». Για να κατανοήσει, λοιπόν, κανείς αυτό το «εγώ» δεν πρέπει να το δει έτσι όπως είναι, πραγματικά, χωρίς να το πολεμά προσπαθώντας να το αλλάξει; Σίγουρα μόνο τότε είναι δυνατόν να πάει κανείς πέρα απ’ αυτό.
Όταν σε τρώει η επιθυμία να γίνεις κάτι άλλο απ’ αυτό που είσαι κάνεις διάφορα: αρχίζεις να ακολουθείς κάτι ή κάποιον, να έχεις πρότυπα, φόρμουλες, ιδανικά, που σημαίνει ότι υπάρχει αντίφαση ανάμεσα σ’ αυτό που είσαι και σ’ αυτό που νομίζεις ότι θα έπρεπε να είσαι. Σίγουρα από τη στιγμή που θέλεις να είσαι διαφορετικός απ’ αυτό που είσαι, χωρίς να έχεις κατανοήσει αυτό που είσαι, έχεις βάλει σε κίνηση μια κατάσταση αντίφασης με τον εαυτό σου, κι αυτή ακριβώς η αντίφαση με τον εαυτό σου, είναι ο δρόμος προς τη μίμηση. Αν, για παράδειγμα, είσαι τεμπέλης και το ιδανικό σου είναι να μην είσαι τεμπέλης και αγωνίζεσαι να ζεις σύμφωνα με το ιδανικό σου, τότε με αυτόν ακριβώς τον αγώνα έχεις εδραιώσει ένα μοντέλο μίμησης.
Υπάρχουν, λοιπόν, μια εσωτερική και μια εξωτερική διαδρομή. Την εξωτερική την αποκαλείτε υλιστική και την εσωτερική τη θεωρείτε πνευματική. Όμως, ο άνθρωπος που στρέφεται εσωτερικά, με την έννοια του κυνηγητού ενός ιδανικού, που παλεύει ν’ αλλάξει τον εαυτό του μέσα από διάφορες «πειθαρχίες» κι όλα τα υπόλοιπα, ο νους ενός τέτοιου ανθρώπου γίνεται πεδίο μάχης αντικρουόμενων επιθυμιών, έτσι δεν είναι; Ψυχολογικά, εσωτερικά, έχει εγκαταστήσει ένα πρότυπο μίμησης κάποιας αυθεντίας και παλεύει να ζήσει σύμφωνα μ’ αυτό το πρότυπο. Έτσι, η εσωτερική του διαδρομή είναι στην πραγματικότητα το ίδιο υλιστική με την εξωτερική διαδρομή, με την έννοια ότι είναι «κερδοφόρα». Εξωτερικά θέλεις να αποκτήσεις περισσότερη δύναμη, καλύτερη θέση, μεγαλύτερο γόητρο, περισσότερη γη, μεγαλύτερη περιουσία· και εσωτερικά θέλεις να είσαι κάτι άλλο απ’ αυτό που είσαι. Έτσι και τα δύο είναι μια μορφή ιδιοτέλειας.
Τώρα: υπάρχει μια εσωτερική διαδρομή που δεν ενεργοποιείται από την επιθυμία να είσαι διαφορετικός κι επομένως δεν δημιουργεί την αντίφαση με τον εαυτό σου, που θρέφει τη σύγχυση. Αυτή είναι η αληθινή εσωτερική διαδρομή: να βλέπεις το γεγονός όπως είναι, χωρίς να προσπαθείς να το αλλάξεις. Να δει κανείς το γεγονός ότι είναι τεμπέλης, ότι οι αυθεντίες, με διάφορες μορφές, κυριαρχούν στη ζωή του· να δει κανείς αυτό το γεγονός όπως είναι και να μην προσπαθήσει να το αλλάξει· να μην πει, «δεν πρέπει να είμαι τεμπέλης, πρέπει να απελευθερωθώ από κάθε αυθεντία», γιατί αυτό έχει σίγουρα μεγάλη σημασία, επειδή δεν δημιουργεί το αντίθετό του και δεν φέρνει τη σύγχυση που φέρνει κάθε αντίφαση με τον εαυτό σου.
Λέτε ότι το να ελευθερωθεί κανείς από το «εγώ» του, είναι μια κοπιαστική δουλειά και την ίδια στιγμή υποστηρίζετε ότι κάθε προσπάθεια απελευθέρωσης είναι εμπόδιο σ’ αυτήν ακριβώς την ελευθερία. Δεν είναι αυτό μια αντίφαση, ένας φαύλος κύκλος;
Τι εννοείτε λέγοντας «προσπάθεια»; Πότε κάνετε προσπάθεια; Κι αν δεν υπάρχει καμιά προσπάθεια, αυτό υπονοεί τεμπελιά, αποτελμάτωση; Ας αρχίσουμε, λοιπόν, βρίσκοντας τι εννοούμε λέγοντας «προσπάθεια», προς ποια κατεύθυνση κάνουμε προσπάθεια και γιατί.
Όταν λέμε ότι κάνουμε προσπάθεια εννοούμε πάντα ότι ασκούμε πίεση στον εαυτό μας προκειμένου να πετύχουμε κάποιο αποτέλεσμα, έτσι δεν είναι; Θέλουμε να αποκτήσουμε καλύτερη υγεία, να έχουμε μεγαλύτερη κατανόηση ή να έχουμε μια καλύτερη κοινωνική και οικονομική θέση και λοιπά, πράγμα που σημαίνει ότι πάντοτε κάνουμε μια προσπάθεια να φτάσουμε κάπου. Ή κάνουμε μια εσωτερική προσπάθεια για να βγάλουμε κάποια ψυχολογικά εμπόδια: αν είμαστε φθονεροί λέμε ότι δεν πρέπει να είμαστε φθονεροί κι έτσι δημιουργούμε μια αντίσταση στον φθόνο. Ή πάλι θέλουμε να είμαστε πολυμαθείς, θέλουμε να ξέρουμε πολλά για να εντυπωσιάζουμε ή για να έχουμε καλύτερη δουλειά, οπότε διαβάζουμε, μελετάμε. Αυτή είναι η προσπάθεια που ξέρουμε. Και για τους περισσότερους από μας η προσπάθεια είναι είτε αρνητική είτε θετική· είναι μια διαδικασία «να γίνω» ή «να μη γίνω» κάτι· κι αυτή ακριβώς η διαδικασία είναι το κέντρο του εαυτού, έτσι δεν είναι; Αν είμαι φθονερός και κάνω προσπάθεια να μην είμαι φθονερός, σίγουρα η οντότητα που κάνει αυτή την προσπάθεια είναι και πάλι ο εαυτός, το «εγώ». Κάθε προσπάθεια να κυριαρχήσω στο «εγώ» μου, θετικά ή αρνητικά, εξακολουθεί να παραμένει μέρος του «εγώ»· επομένως, το μόνο που κάνει είναι να δυναμώνει ακόμα πιο πολύ το «εγώ», τον εαυτό, και σ’ αυτόν το φαύλο κύκλο παγιδεύεται κανείς. Το πρόβλημα, λοιπόν, είναι πώς θα σπάσει κανείς αυτόν το φαύλο κύκλο, αυτή τη συνεχιζόμενη αλυσίδα προσπαθειών που το μόνο που κάνει είναι να δυναμώνει το «εγώ».
Μπορείς να διαλύσεις το φαύλο κύκλο μόνο όταν έχεις επίγνωση αυτού, ως μια ενιαία διαδικασία του «εγώ». Όταν ο νους βλέπει ότι είναι φθονερός θέλει να μην είναι, γιατί νομίζει ότι αν είναι φθονερός θα το πληρώσει με κάποιον τρόπο, ενώ αν πάψει να είναι θ’ ανταμειφθεί· έτσι, το κάνει πνευματικό του στόχο και αντλεί ικανοποίηση από την προσπάθεια να πάψει να είναι φθονερός. Ο νους, στην προσπάθειά του να μην είναι φθονερός, βρίσκει ασφάλεια, καταφύγιο, αλλά εκείνος που κάνει την προσπάθεια είναι πάντα το «εγώ», ο εαυτός. Σας παρακαλώ, απλώς καταλάβετέ το αυτό, μόνο αυτό. Τότε παρουσιάζεται το ερώτημα: «Και τι να κάνω όταν είμαι φθονερός; Έχω συνηθίσει να απωθώ το φθόνο, να του αντιστέκομαι, και τώρα βλέπω τη ματαιοπονία όλου αυτού του πράγματος, βλέπω τον παραλογισμό που έχει να αρνείται ένα μέρος του εαυτού μου, ένα άλλο του μέρος, ενώ είμαι ένα ενιαίο σύνολο. Τι να κάνω, λοιπόν;»
Η αλήθεια, όμως, είναι ότι ποτέ δεν φτάνουμε σ’ αυτό το σημείο, ποτέ δεν αναγνωρίζουμε ότι είμαστε και τα δύο: και ο φθόνος και η επιθυμία να μην είμαστε φθονεροί. Από τη στιγμή που συνειδητοποιείς ότι είσαι φθονερός ή επιθετικός ή ζηλιάρης, αρχίζει μία διαδικασία επίκρισης, και όταν επικρίνει κανείς δεν υπάρχει κατανόηση. Όταν είμαστε φθονεροί κάνουμε προσπάθεια να κυριαρχήσουμε στο φθόνο και νομίζουμε ότι αυτή η προσπάθεια είναι ευεργετική, ότι θα οδηγήσει στην απελευθέρωση από το «εγώ» μας. Δεν θα το κάνει. Αλλά όταν κατανοώ, όταν έχω πλήρη επίγνωση ότι ο φθόνος και η επιθυμία να μην είμαι φθονερός είναι ένα, ότι είναι μια ενιαία διαδικασία, ότι «ο φθονερός» είναι «ο φθόνος του», τότε υπάρχει καμιά προσπάθεια; Τότε συμβαίνει κάτι τελείως διαφορετικό.
Οι ίδιες οι λέξεις «ζήλια», «θυμός», «φθόνος» υπονοούν κριτική, σύγκριση, επίκριση, έτσι δεν είναι; Μέσα από αιώνες εκπαίδευσης, παιδείας και θρησκευτικής διαπαιδαγώγησης αυτές οι λέξεις έχουν φτάσει να μεταφέρουν μια αίσθηση καταδίκης· αντιπροσωπεύουν κάτι που πρέπει να το παραμερίσουμε, να του αντισταθούμε, να το πολεμήσουμε, κι όλη μας η αντίδραση είναι προς αυτή την κατεύθυνση. Έτσι, ανακαλύπτω ότι όταν δίνω όνομα σε κάποιο συναίσθημα έχω ήδη πάρει στάση επίκρισης· και αυτή ακριβώς η πράξη της επίκρισης, της αντίστασης στο συναίσθημα, το δυναμώνει. Εάν δεν επικρίνω το φθόνο, θα παραδοθώ σ’ αυτόν; Θα γίνω πιο φθονερός; Ο φθόνος είναι σίγουρα πάντα φθόνος, δεν είναι λιγότερος ή περισσότερος. Μπορεί να διαφέρει ο στόχος του και η κατεύθυνσή του, αλλά ο φθόνος είναι πάντα ο ίδιος, είτε είναι για μια Μερσεντές είτε για ένα μικρό αυτοκίνητο, είτε είναι για μια βίλα είτε για ένα μικρό σπιτάκι. Έτσι, το να μην του δίνω όνομα κι επομένως να μην καταδικάζω το φθόνο σημαίνει να μην του παραδίνομαι βουλιάζοντας σ’ αυτόν.
Όταν κάποιος κατανοήσει ότι η ίδια η λέξη «φθόνος» υποδηλώνει επίκριση, αποδοκιμασία, ότι το αίσθημα του ανταγωνισμού που υπάρχει στο φθόνο βρίσκεται βαθιά χαραγμένο μέσα στην ίδια τη λέξη, τότε γεννιέται μια ελευθερία. Αυτή η ελευθερία δεν ανταγωνίζεται το φθόνο, δεν είναι ελευθερία από το φόβο. Ελευθερία από μία ιδιαίτερη ιδιότητα δεν είναι καθόλου ελευθερία, και ο άνθρωπος που είναι ελεύθερός από κάτι μοιάζει με τον άνθρωπο που είναι εναντίον κάποιας κυβέρνησης: όσο είναι εναντίον σε κάτι δεν είναι ελεύθερος άνθρωπος. Η ελευθερία είναι κάτι πλήρες από μόνη της, δεν είναι από κάποια κατάσταση ή οποιαδήποτε στάση ή ιδιότητα.
Έτσι, παρ’ όλη την προσπάθεια να ξεπεράσει κανείς κάτι που βλέπει ότι είναι, να ελευθερωθεί από αυτό, το μόνο που καταφέρνει είναι να δυναμώνει το «εγώ» του, τον εαυτό· κι όταν κανείς το κατανοήσει πραγματικά αυτό, όταν έχει επίγνωση μιας ιδιότητάς του και του αντίθετού της ως μιας ενιαίας διαδικασίας και δει ότι η ίδια η λέξη που χρησιμοποιεί για να τη χαρακτηρίσει περιέχει επίκριση ή ενθάρρυνση, τότε δεν εγκλωβίζεται στις λέξεις κι επομένως ο νους είναι ελεύθερος να κοιτάξει, να παρατηρήσει ουδέτερα «αυτό που είναι», ό,τι κι αν είναι. Η κατανόηση «αυτού που είναι» και η ελευθερία που φέρνει αυτή η κατανόηση δεν είναι αποτέλεσμα επίμονων πρακτικών, επίπονου μόχθου ή κάποιας «πειθαρχίας» που σας έχουν βάλει και της αφιερώνετε πολλή ώρα κάθε πρωί· γεννιέται μόνο όταν κανείς σ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας έχει επίγνωση για τα πάντα: για τα δέντρα, για τα πουλιά, για τις ίδιες του τις αντιδράσεις, για όσα συμβαίνουν μέσα του και έξω του, όταν έχει επίγνωση όλων αυτών ως μιας ενιαίας διαδικασίας. Όταν υπάρχει επίκριση ή δικαιολόγηση, σύγκριση ή ταύτιση, δεν υπάρχει κατανόηση «αυτού που είναι», εκείνου που βλέπει − γι’ αυτό είναι πολύ επίπονο να έχει κανείς επίγνωση. Εκείνο που βλέπει κανείς μέσα του, «αυτό που είναι», ό,τι κι αν είναι, μπορεί να γίνει κατανοητό μόνο στιγμή τη στιγμή, που σημαίνει ότι πρέπει κανείς να έχει απόλυτη επίγνωση ότι κρίνει, ότι κάθε λέξη που χρησιμοποιεί έχει ή επιδοκιμασία ή άρνηση. Όσο ο νους θα είναι η έκφραση με λέξεις της ίδιας του της διαμόρφωσης δεν μπορεί ποτέ να είναι ελεύθερος. Ελευθερία υπάρχει μόνο όταν ο νους είναι άδειος από ολόκληρη τη σκέψη.
Οι πιο πολλοί από μας έχουμε δεχτεί να ακολουθούμε το εύκολο μονοπάτι του ιδανικού της «μη βίας». Αν όμως κανείς ενδιαφέρεται πραγματικά, βαθιά, εσωτερικά πώς θα εξαφανιστεί η βία, τότε νομίζω ότι πρέπει να ψάξει να βρει αν τα ιδανικά είναι κάτι ουσιαστικό και αν η άσκηση κάποιας «πειθαρχίας», η κάποιας πρακτικής, η συνεχής υπενθύμιση στον εαυτό του να μην είναι βίαιος μπορεί ποτέ να διαλύσει τη βία ή απλώς θα μεγαλώσει τον εγωκεντρισμό του κάτω από το όνομα της μη βίας; Σίγουρα η πειθάρχηση του νου στο ιδανικό της μη βίας παραμένει μια εγωκεντρική δραστηριότητα, κι επομένως μόνο μια άλλη μορφή βίας.
Για να ερευνήσει κανείς άμεσα πρέπει ν’ αναρωτηθεί αν η οντότητα, το πρόσωπο που θέλει ν’ απαλλαγεί από τη βία, είναι διαφορετικό από την ίδια τη βία. Όταν κάποιος το αναγνωρίζει αυτό και λέει, «εγώ είμαι βίαιος», τότε αυτό το «εγώ», που επιθυμεί ν’ απαλλαγεί από τη βία, είναι διαφορετικό από την ιδιότητα που ονομάζει «μη βία»; Όταν λέω, «είμαι βίαιος και θέλω να ελευθερωθώ από τη βία», η οντότητα που είναι βίαιη είναι διαφορετική από την ιδιότητα που ονομάζει βία; Δηλαδή, αυτός που βιώνει την εμπειρία νιώθοντας βίαιος είναι διαφορετικός από την ίδια την εμπειρία; Σίγουρα εκείνος που βιώνει μια εμπειρία είναι ο ίδιος η εμπειρία του· δεν είναι διαφορετικός ή ξεχωριστός από την εμπειρία. Νομίζω ότι αυτό είναι πολύ σημαντικό να το κατανοήσει κανείς· γιατί αν το κατανοήσει πραγματικά αυτό, τότε στην απελευθέρωση το νου του από τη βία δεν θα υπάρξει καμιά εγωκεντρική δραστηριότητα.
Ας προχωρήσουμε βήμα βήμα σε όλο αυτό, και σας παρακαλώ, παρακολουθήστε το με λίγη υπομονή.
Λοιπόν: Κάποια στιγμή αποκτώ επίγνωση ότι η σκέψη μου είναι αποτέλεσμα διαμόρφωσης, και η άμεση αντίδρασή μου είναι ότι πρέπει να απελευθερωθώ από τη διαμόρφωση και λέω: «Πώς θα ελευθερωθώ; Ποια είναι η μέθοδος, το σύστημα, η διαδικασία που πρέπει ν’ ακολουθήσω για να ελευθερωθώ;» Αλλά αν ακολουθήσω τις πρακτικές κάποιας μεθόδου θα γίνω σκλάβος αυτής της μεθόδου, που έτσι θα φέρει κι αυτή άλλη μια διαμόρφωση.
Έχοντας επίγνωση ότι είμαι διαμορφωμένος ή φθονερός ή άπληστος, θέλω να ξέρω πώς θα απαλλαγώ. Για παράδειγμα: το ερώτημα: «πώς θα απαλλαγώ από την απληστία», είναι μια άλλη μορφή απληστίας − δεν είναι; Μπορεί να κάνω καθημερινά κάποια πρακτική απαλλαγής από την απληστία, αλλά το κίνητρο, η επιθυμία να ελευθερωθώ από την απληστία, είναι και πάλι απληστία. Έτσι, το «πώς» δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα, μπορεί μόνο να το κάνει πιο πολύπλοκο. Αλλά όπως θα δείτε αμέσως από μόνοι σας, το ερώτημα «πώς» μπορεί να απαντηθεί εντελώς.
Εάν έχω πλήρη επίγνωση ότι είμαι άπληστος, αυτή ακριβώς η επίγνωση δεν απελευθερώνει το νου από την απληστία; Εάν ξέρω ότι το φίδι που βλέπω μπροστά μου είναι δηλητηριώδες, αυτό φτάνει: δεν πλησιάζω το φίδι. Αλλά δεν βλέπουμε ότι η απληστία είναι κάτι δηλητηριώδες και για μας και για τους άλλους. Μας αρέσει η ευχάριστη αίσθηση που μας δίνει, μας αρέσει η αίσθηση βολέματος που μας προσφέρει το να είμαστε διαμορφωμένοι. Γιατί αν προσπαθούσαμε να ελευθερώσουμε το νου από τη διαμόρφωσή του ίσως να γινόμασταν αντικοινωνικά άτομα, πιθανόν να χάναμε τη δουλειά μας, μπορεί να εναντιωνόμασταν σε όλη την παράδοση αιώνων της κοινωνίας κι αυτό να μας στοίχιζε με διάφορους τρόπους. Έτσι παίρνουμε ασυνείδητα μια αυτόματη προειδοποίηση από μέσα μας, και τότε ο νους ρωτάει: «Πώς θα απαλλαγώ από τη διαμόρφωση;» Έτσι το «πώς» είναι απλώς αναβολή της συνειδητοποίησης εκείνου που είναι γεγονός. Έγινε αυτό το σημείο ξεκάθαρο;
Οπότε εκείνο που έχει σημασία είναι γιατί ο νους αναζητάει κάποια μέθοδο. Θα ανακαλύψτε ότι υπάρχουν αμέτρητες μέθοδοι που λένε: «Κάνε τούτο κι εκείνο κάθε μέρα και θα φτάσεις εκεί που θέλεις». Αλλά ακολουθώντας κάποια μέθοδο έχεις δημιουργήσει μια συνήθεια και είσαι σκλάβος σ’ αυτή τη συνήθεια, δεν είσαι ελεύθερος. Ενώ αν δεις ότι είσαι διαμορφωμένος −διαμορφωμένος από ό,τι είναι γνωστό και κοινά αποδεκτό– και νιώσεις φόβο για το άγνωστο όπου θα βρεθείς απορρίπτοντας τη διαμόρφωση, αν έχεις πλήρη επίγνωση όλου αυτού του γεγονότος, τότε θα ανακαλύψεις ότι αυτή ακριβώς η επίγνωση δουλεύει μέσα σου και γεννάει άμεσα μια ελευθερία που δεν έχεις προσπαθήσει ηθελημένα να πετύχεις. Όταν έχεις επίγνωση της διαμόρφωσής σου –πραγματικά, όχι θεωρητικά− τότε κάθε προσπάθεια παύει, ενώ κάθε προσπάθεια να γίνεις κάτι άλλο από αυτό που είσαι είναι η αρχή κάποιας άλλης διαμόρφωσης.
Το σημαντικό, λοιπόν, είναι να κατανοηθεί το πρόβλημα κι όχι να βρεθεί μια απάντηση στο πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι ότι όντας ο ανθρώπινος νους αποτέλεσμα αιώνων διαμόρφωσης και των χρόνων μιας ζωής, κινείται και υπάρχει στην περιοχή του «γνωστού». Αυτό είναι το αληθινό γεγονός, εκείνο που συμβαίνει στην καθημερινή μας ζωή. Όλες μας οι σκέψεις, όλες μας οι μνήμες, όλες μας οι εμπειρίες, όλα μας τα οράματα, οι εμπειρίες μας, οι εσωτερικές μας φωνές, οι εμπνεύσεις μας είναι στην ουσία γέννημα του γνωστού.
Τώρα: μπορεί ο νους να έχει επίγνωση της ίδιας του της διαμόρφωσης και να μην προσπαθεί να την πολεμήσει; Όταν ο νους έχει επίγνωση ότι είναι διαμορφωμένος και δεν το πολεμάει, μόνο τότε είναι ελεύθερος να δώσει όλη του την προσοχή σ’ αυτή τη διαμόρφωση. Η δυσκολία είναι να έχει κανείς επίγνωση της διαμόρφωσής του χωρίς να διασπάται η προσοχή του από την προσπάθεια να κάνει κάτι γι’ αυτήν. Αλλά εάν ο νους έχει συνεχώς επίγνωση του γνωστού −δηλαδή, των προκαταλήψεων, των συμπερασμάτων, των «πιστεύω», των επιθυμιών, των απατηλών σκέψεων της καθημερινότητας−, αν έχει επίγνωση χωρίς να προσπαθεί να ελευθερωθεί απ’ όλο αυτό, τότε η ίδια αυτή η επίγνωση φέρνει τη δική της ελευθερία. Τότε ίσως είναι δυνατόν να μείνει ο νους πραγματικά ακίνητος, όχι ακίνητος μόνο σε κάποιο επιφανειακό επίπεδο της συνείδησης και από κάτω τρομερά ταραγμένος. Απόλυτη ακινησία του νου μπορεί να υπάρξει μόνο όταν ο νους κατανοήσει όλο το πρόβλημα της διαμόρφωσης, πώς έχει διαμορφωθεί, που σημαίνει να παρατηρεί κάθε τόσο όλη την κίνηση της σκέψης· να έχει επίγνωση των συμπερασμάτων που βγάζει, αυτών που πιστεύει, των φόβων του. Τότε ίσως υπάρξει απόλυτη ακινησία του νου μέσα στην οποία μπορεί να γεννηθεί κάτι πέρα από το νου.