ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ1 – εἶπέ τις, Ηράκλειτε
Επιτύμβιο για τον Ηράκλειτο τον Αλικαρνασσέα
εἶπέ τις, Ἡράκλειτε, τεὸν μόρον, ἐς δέ με δάκρυ
ἤγαγεν, ἐμνήσθην δ᾽ ὁσσάκις ἀμφότεροι
ἠέλιον λέσχῃ κατεδύσαμεν. ἀλλὰ σὺ μέν που,
ξεῖν᾽ Ἁλικαρνησεῦ, τετράπαλαι σποδιή·
5 αἱ δὲ τεαὶ ζώουσιν ἀηδόνες, ᾗσιν ὁ πάντων
ἁρπακτὴς Ἀίδης οὐκ ἐπὶ χεῖρα βαλεῖ.
ΠΑ 7, 80
***
Μου είπε κάποιος, Ηράκλειτε,2 τον θάνατο σου
και με πήραν τα δάκρυα· θυμήθηκα πόσες φορές οι δυο μας
βασιλέψαμε τον ήλιο διαλεγόμενοι. Εσύ ωστόσο,
φίλε από την Αλικαρνασσό, πάει καιρός που έχεις γίνει στάχτη.
Όμως τα δικά σου αηδόνια ζουν· ο Άδης,5
που αρπάζει τα πάντα, δεν θα τ᾽ αγγίξει.
-----------------
τον απόθεσε εδώ, τη μεγάλη του ελπίδα, τον Νικοτέλη.
Την ώρα που έδυε ο ήλιος, πέθανε η κόρη η Βασιλώ
αυτόχειρ. Δεν άντεξε να ζει έχοντας αποθέσει στην πυρά τον αδελφό της.
Διπλό κακό αντίκρισε το σπίτι του πατέρα τους του Αρίστιππου,5
και η Κυρήνη ολόκληρη βυθίστηκε στη θλίψη,
όταν είδε ορφανό το σπίτι με τα λαμπρά παιδιά.
κόβοντας σύρριζα την ξέπλεκή της χαίτη.
Ο ίδιος ο Φοίβος απόθεσε από την άκοπή του κόμη
τις δάφνες, τιμώντας, όπως άρμοζε, τον υμνωδό του.
Οι Μούσες σε έκλαψαν, και ο Ασωπός3 κράτησε τη ροή του,5
όταν άκουσε από τα στόματά τους τον γοερό θρήνο.
Στου Διονύσου τα μέλαθρα έπαψε το τραγούδι και ο χορός,
όταν βάδισες στο σιδερένιο δρόμο του Άδη.
------------------
που είναι αντάξιος του ύψους των αρχαίων ημιθέων,
που σφυρηλατήθηκε πάνω στο αμόνι των Πιερίδων,3
αν βέβαια η τύχη σου χάρισε λεπτό αφτί,
αν γοητεύεσαι από την αγέλαστη φωνή,
αν λαχταράς το μονοπάτι το άβατο και απάτητο για άλλους.5
Και αν ο Όμηρος κρατάει τα σκήπτρα της ποιήσεως,
είναι και ο Ζευς πιο δυνατός από τον Ποσειδώνα·
όμως ο Ποσειδώνας είναι βέβαια υποδεέστερος εκείνου,
αλλά των υπολοίπων αθανάτων ο μέγιστος.
Και ο κάτοικος της Κολοφώνας υπολείπεται βέβαια του Ομήρου,
εξάρχει όμως της χορείας των άλλων ποιητών.10
--------------------
με το χιόνι να πέφτει πυκνό· ο Θηρίμαχος όμως -αλίμονο-
πλάι στη δρυ κοιμάται τον ύπνο τον ατελεύτητο.
Τον εκοίμισε φλόγα ουράνια.
Επιτύμβιο για τον Ηράκλειτο τον Αλικαρνασσέα
εἶπέ τις, Ἡράκλειτε, τεὸν μόρον, ἐς δέ με δάκρυ
ἤγαγεν, ἐμνήσθην δ᾽ ὁσσάκις ἀμφότεροι
ἠέλιον λέσχῃ κατεδύσαμεν. ἀλλὰ σὺ μέν που,
ξεῖν᾽ Ἁλικαρνησεῦ, τετράπαλαι σποδιή·
5 αἱ δὲ τεαὶ ζώουσιν ἀηδόνες, ᾗσιν ὁ πάντων
ἁρπακτὴς Ἀίδης οὐκ ἐπὶ χεῖρα βαλεῖ.
ΠΑ 7, 80
***
Μου είπε κάποιος, Ηράκλειτε,2 τον θάνατο σου
και με πήραν τα δάκρυα· θυμήθηκα πόσες φορές οι δυο μας
βασιλέψαμε τον ήλιο διαλεγόμενοι. Εσύ ωστόσο,
φίλε από την Αλικαρνασσό, πάει καιρός που έχεις γίνει στάχτη.
Όμως τα δικά σου αηδόνια ζουν· ο Άδης,5
που αρπάζει τα πάντα, δεν θα τ᾽ αγγίξει.
-----------------
1 Σώζονται περισσότερα από 60 επιγράμματα του Καλλιμάχου (περ. 300 - περ. 240 π.Χ.), μερικά από τα οποία είναι πραγματικά αριστουργήματα.
2 Ο Ηράκλειτος από την Αλικαρνασσό ήταν ποιητής -αηδόνια (στ. 5) χαρακτηρίζονται τα ποιήματά του- και φίλος του Καλλιμάχου. Στην Παλατινή Ανθολογία (7, 465) παραδίδεται με την ένδειξη "Ηρακλείτου" ένα ποιητικά αξιοπρόσεκτο επίγραμμα. Είναι ελκυστική η εικασία ότι ο Ηράκλειτος αυτός ταυτίζεται με τον φίλο του Καλλίμαχου.
~~~
ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ – δωδεκέτη τὸν παῖδα
Το επιτύμβιο του Νικοτέλη
δωδεκέτη τὸν παῖδα πατὴρ ἀπέθηκε Φίλιππος
ἐνθάδε, τὴν πολλὴν ἐλπίδα, Νικοτέλην.
ΠΑ 7, 453
ἐνθάδε, τὴν πολλὴν ἐλπίδα, Νικοτέλην.
ΠΑ 7, 453
***
Στα δώδεκα του χρόνια τον γιο του ο πατέρας του ο Φίλιπποςτον απόθεσε εδώ, τη μεγάλη του ελπίδα, τον Νικοτέλη.
~~~
ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ – ἠῷοι Μελάνιππον
Μελάνιππος και Βασιλώ
ἠῷοι Μελάνιππον ἐθάπτομεν, ἠελίου δέ
δυομένου Βασιλὼ κάτθανε παρθενική
αὐτοχερί, ζώειν γὰρ ἀδελφεὸν ἐν πυρὶ θεῖσα
οὐκ ἔτλη· δίδυμον δ᾽ οἶκος ἐσεῖδε κακόν
5 πατρὸς Ἀριστίπποιο, κατήφησεν δὲ Κυρήνη
πᾶσα τὸν εὔτεκνον χῆρον ἰδοῦσα δόμον.
ΠΑ 7, 517
δυομένου Βασιλὼ κάτθανε παρθενική
αὐτοχερί, ζώειν γὰρ ἀδελφεὸν ἐν πυρὶ θεῖσα
οὐκ ἔτλη· δίδυμον δ᾽ οἶκος ἐσεῖδε κακόν
5 πατρὸς Ἀριστίπποιο, κατήφησεν δὲ Κυρήνη
πᾶσα τὸν εὔτεκνον χῆρον ἰδοῦσα δόμον.
ΠΑ 7, 517
***
Ξημερώματα θάψαμε τον Μελάνιππο.Την ώρα που έδυε ο ήλιος, πέθανε η κόρη η Βασιλώ
αυτόχειρ. Δεν άντεξε να ζει έχοντας αποθέσει στην πυρά τον αδελφό της.
Διπλό κακό αντίκρισε το σπίτι του πατέρα τους του Αρίστιππου,5
και η Κυρήνη ολόκληρη βυθίστηκε στη θλίψη,
όταν είδε ορφανό το σπίτι με τα λαμπρά παιδιά.
~~~
ΑΛΚΑΙΟΣ ΜΕΣΣΗΝΙΟΣ1 – πᾶσά τοι οἰχομένῳ
Το πένθος για τον κιθαρωδό Πυλάδη
πᾶσά τοι οἰχομένῳ, Πυλάδη, κωκύεται Ἑλλάς
ἄπλεκτον χαίταν ἐν χροῒ κειραμένα,
αὐτὸς δ᾽ ἀτμήτοιο κόμας ἀπεθήκατο δάφνας
Φοῖβος, ἑὸν τιμῶν ᾗ θέμις ὑμνοπόλον,
5 Μοῦσαι δ᾽ ἐκλαύσαντο, ῥόον δ᾽ ἔστησεν ἀκούων
Ἀσωπὸς γοερῶν ἦχον ἀπὸ στομάτων,
ἔλληξεν δὲ μέλαθρα Διωνύσοιο χορείης,
εὖτε σιδηρείην οἶμον ἔβης Ἀίδεω.
ΠΑ 7, 412
ἄπλεκτον χαίταν ἐν χροῒ κειραμένα,
αὐτὸς δ᾽ ἀτμήτοιο κόμας ἀπεθήκατο δάφνας
Φοῖβος, ἑὸν τιμῶν ᾗ θέμις ὑμνοπόλον,
5 Μοῦσαι δ᾽ ἐκλαύσαντο, ῥόον δ᾽ ἔστησεν ἀκούων
Ἀσωπὸς γοερῶν ἦχον ἀπὸ στομάτων,
ἔλληξεν δὲ μέλαθρα Διωνύσοιο χορείης,
εὖτε σιδηρείην οἶμον ἔβης Ἀίδεω.
ΠΑ 7, 412
***
Η Ελλάδα ολόκληρη, Πυλάδη,2 ολοφύρεται για το χαμό σου,κόβοντας σύρριζα την ξέπλεκή της χαίτη.
Ο ίδιος ο Φοίβος απόθεσε από την άκοπή του κόμη
τις δάφνες, τιμώντας, όπως άρμοζε, τον υμνωδό του.
Οι Μούσες σε έκλαψαν, και ο Ασωπός3 κράτησε τη ροή του,5
όταν άκουσε από τα στόματά τους τον γοερό θρήνο.
Στου Διονύσου τα μέλαθρα έπαψε το τραγούδι και ο χορός,
όταν βάδισες στο σιδερένιο δρόμο του Άδη.
------------------
1 Επιγραμματοποιός από τη Μεσσήνη (περ. 200 π.Χ.). Σώζονται περισσότερα από 20 επιγράμματά του.
2 Κιθαρωδός από τη Μεγαλόπολη. Γνωρίζουμε ότι το 205 π.Χ. έλαβε μέρος στα Νέμεα και τραγούδησε τους Πέρσες του ποιητή Τιμόθεου από τη Μίλητο (περ. 450-360 π.Χ.).
3 Ίσως δεν πρόκειται για τον γνωστό ποταμό της Βοιωτίας αλλά για κάποιο ομώνυμο ποταμό κοντά στη Μεγαλόπολη.
~~~
ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΣ ΣΙΔΩΝΙΟΣ1 – ὄβριμον ἀκαμάτου στίχον
Για τον ποιητή Αντίμαχο
ὄβριμον ἀκαμάτου στίχον αἴνεσον Ἀντιμάχοιο,
ἄξιον ἀρχαίων ὀφρύος ἡμιθέων,
Πιερίδων χαλκευτὸν ἐπ᾽ ἄκμοσιν, εἰ τορὸν οὖας
ἔλλαχες, εἰ ζαλοῖς τὰν ἀγέλαστον ὄπα,
5 εἰ τὰν ἄτριπτον καὶ ἀνέμβατον ἀτραπὸν ἄλλοις
μαίεαι. εἰ δ᾽ ὕμνων σκᾶπτρον Ὅμηρος ἔχει,
καὶ Ζεύς τοι κρέσσων Ἐνοσίχθονος· ἀλλ᾽ Ἐνοσίχθων
τοῦ μὲν ἔφυ μείων, ἀθανάτων δ᾽ ὕπατος·
καὶ ναετὴρ Κολοφῶνος ὑπέζευκται μὲν Ὁμήρῳ,
10 ἁγεῖται δ᾽ ἄλλων πλάθεος ὑμνοπόλων.
ΠΑ 7, 409
ἄξιον ἀρχαίων ὀφρύος ἡμιθέων,
Πιερίδων χαλκευτὸν ἐπ᾽ ἄκμοσιν, εἰ τορὸν οὖας
ἔλλαχες, εἰ ζαλοῖς τὰν ἀγέλαστον ὄπα,
5 εἰ τὰν ἄτριπτον καὶ ἀνέμβατον ἀτραπὸν ἄλλοις
μαίεαι. εἰ δ᾽ ὕμνων σκᾶπτρον Ὅμηρος ἔχει,
καὶ Ζεύς τοι κρέσσων Ἐνοσίχθονος· ἀλλ᾽ Ἐνοσίχθων
τοῦ μὲν ἔφυ μείων, ἀθανάτων δ᾽ ὕπατος·
καὶ ναετὴρ Κολοφῶνος ὑπέζευκται μὲν Ὁμήρῳ,
10 ἁγεῖται δ᾽ ἄλλων πλάθεος ὑμνοπόλων.
ΠΑ 7, 409
***
Εγκωμίασε τον αδρό στίχο του ακάματου Αντιμάχου,2που είναι αντάξιος του ύψους των αρχαίων ημιθέων,
που σφυρηλατήθηκε πάνω στο αμόνι των Πιερίδων,3
αν βέβαια η τύχη σου χάρισε λεπτό αφτί,
αν γοητεύεσαι από την αγέλαστη φωνή,
αν λαχταράς το μονοπάτι το άβατο και απάτητο για άλλους.5
Και αν ο Όμηρος κρατάει τα σκήπτρα της ποιήσεως,
είναι και ο Ζευς πιο δυνατός από τον Ποσειδώνα·
όμως ο Ποσειδώνας είναι βέβαια υποδεέστερος εκείνου,
αλλά των υπολοίπων αθανάτων ο μέγιστος.
Και ο κάτοικος της Κολοφώνας υπολείπεται βέβαια του Ομήρου,
εξάρχει όμως της χορείας των άλλων ποιητών.10
--------------------
1 Επιγραμματοποιός από την Τύρο, που ίσως έδρασε κυρίως στη Σιδώνα (τέλος 2ου αι. π.Χ.). Σώζονται περίπου 80 επιγράμματά του. Ανήκει στη λεγόμενη "φοινικική σχολή".
2 Ο Αντίμαχος ο Κολοφώνιος (ο οποίος πέθανε πριν από το 348 π.Χ.) υπήρξε υπό μία έννοια πρόδρομος της ελληνιστικής ποίησης. Έγραψε το έπος Θηβαΐς, στο οποίο προφανώς αναφέρεται το επίγραμμα, και το εκτενές ελεγειακό ποίημα Λύδη (από το όνομα της αγαπημένης του).
3 Των Μουσών.
~~~
ΔΙΟΤΙΜΟΣ Ἢ ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΟΣ1 – αὐτόμαται δείλῃ
Για τον Θηρίμαχο που τον χτύπησε κεραυνός
αὐτόμαται δείλῃ ποτὶ ταὔλιον αἱ βόες ἦλθον
ἐξ ὄρεος πολλῇ νιφόμεναι χιόνι·
αἰαῖ, Θηρίμαχος δὲ παρὰ δρυῒ τὸν μακρὸν εὕδει
ὕπνον· ἐκοιμήθη δ᾽ ἐκ πυρὸς οὐρανίου.
ΠΑ 7, 173
ἐξ ὄρεος πολλῇ νιφόμεναι χιόνι·
αἰαῖ, Θηρίμαχος δὲ παρὰ δρυῒ τὸν μακρὸν εὕδει
ὕπνον· ἐκοιμήθη δ᾽ ἐκ πυρὸς οὐρανίου.
ΠΑ 7, 173
***
Μόνα τους το βράδυ τα βόδια γύρισαν από το βουνό στο στάβλομε το χιόνι να πέφτει πυκνό· ο Θηρίμαχος όμως -αλίμονο-
πλάι στη δρυ κοιμάται τον ύπνο τον ατελεύτητο.
Τον εκοίμισε φλόγα ουράνια.
----------------
1 Η απόδοση του επιγράμματος στον επιγραμματοποιό Διότιμο από την Μίλητο, που ανθολογείται στον Στέφανο του Φιλίππου (α᾽ μισό 1ου αι. μ.Χ.), ή στον Λεωνίδα τον Αλεξανδρινό (1ος αι. μ.Χ) είναι αβέβαιη.