Η αγάπη μας για εμάς φαίνεται στο πόσο προσπαθούμε να γίνουμε καλύτεροι; Στο πόσο μπορούμε να βελτιώσουμε αυτό το πλάσμα που έχει γεννηθεί με τόσες ατέλειες και να το εξελίξουμε πηδώντας χιλιάδες χρόνια και στάδια; Ίσως στο πώς θα το πάρουμε από το χέρι και θα το βγάλουμε από το κέλυφος που έχτισαν οι αποτυχίες του, οδηγώντας το στη γραμμή του τερματισμού που το περιμένουν όλα τα αγαπημένα μας πρόσωπα… Γινόμενοι η καλύτερη, ιδανική, εκδοχή του εαυτού μας και κάνοντας και τους άλλους περήφανους στην πορεία. Ή μήπως η αποδοχή ζητάει κάτι άλλο;
Για αρχή, ας λύσουμε μια παρεξήγηση η οποία έχει αποπροσανατολίσει και είναι συνυπεύθυνη στην αυτοτιμωρία μας. Ο ιδεατός εαυτός δεν είναι ένας χωρίς ελαττώματα αλλά ένας που μπορεί να αγαπηθεί παρά αυτά. Αυτό, γιατί η ανάγκη μας για επίτευξη του ιδεατού μαρτυράει την λαχτάρα μας για αποδοχή. Όμως, πόσο λάθος κάνουμε όταν θεωρούμε ότι θα μας αποδεχτούν όντας οι ιδεατοί εαυτοί μας… Πιο πιθανό είναι να μας απορρίψουν!
Βλέπετε, ως ιδεατοί δεν έχουμε μόνο προτερήματα αλλά κ ισχές. Μια από αυτές είναι η έλλειψη ενσυναίσθησης. Ένα τέλειο πλάσμα αδυνατεί να καταλάβει το σφάλμα ενός πλάσματος με πεπερασμένο. Αδυνατεί να συνδεθεί ή να εκτιμήσει κάτι ατελές κι ας φαντασιωνόμαστε εμείς ότι με το να φερόμαστε ως δοκησίσοφοι θεοί που επιστρέφουν την αγάπη που δέχονται, το κάνουμε.
Εδώ, θα κολλούσε το παράδειγμα με το πόσο μπορείτε να καταλάβετε μια διαμάχη μυρμηγκιών αλλά ακόμα κι αυτό δεν είναι αντιπροσωπευτικό. Ο λόγος είναι ότι οι άνθρωποι που παρακολουθούν τα μυρμήγκια να πολεμούν αναγνωρίζουν και ταυτίζονται με αυτή την πρώιμη, επιθετική, συμπεριφορά. Ο ιδεατός εαυτός δεν διακατέχεται από τίποτα τόσο βασικό και πρωτόγονο αφού κάθε φορά που τον φαντασιωνόμαστε επικρατεί με τον ίδιο αδιαμφισβήτητο τρόπο που επικρατεί το ψύχος το χειμώνα. Ως κάτι παναποδεκτο, δηλαδή, από όλους κι ας αφήνει κάποιους να τουρτουρίζουν από αυτό· ως μια αντικειμενική αλήθεια.
Γιατί, λοιπόν, παλεύουμε να γίνουμε ιδεατοί; Πολύ απλά, γιατί είμαστε πλάσματα μεμπτά. Οι φαντασιώσεις μας έχουν το στοιχείο της συντριβής κ πολλές φορές του ξεφτιλισμού των εχθρών μας πράγμα που ένα ιδεατό πλάσμα θα ήταν αδύνατο να κάνει. Έτσι, στην ανάγκη μας για το ιδεατό, τελικά, εκφράζεται μια στρεβλή, εκθειασμένη, ιδέα ενός μαρτυρικού εκδικητή, του οποίου ο τρόπος σφαγής καθαγιάζει τη βίαιη συμπεριφορά του.
Για τον ίδιο ακριβώς λόγο, για το ότι είμαστε πλάσματα μεμπτά άρα κ αδύναμα, δεν παλεύουμε για την αποδοχή κ προτιμάμε το ιδεώδες. Ποιο μεμπτό πλάσμα, εξάλλου, μπορεί να καταφέρει κάτι τόσο μεγαλεπήβολο; Εκτός αυτού, το ιδεώδες, ακόμα και αν δεν το πετύχει, δικαιώνεται σαν θυσιάζεται στην προσπάθεια. Έπειτα, εξιδανικεύεται ακόμα περισσότερο και αναγεννάται ακόμα πιο ενδυναμωμένο στον επόμενο “ξενιστή” του. Έτσι, μας προσφέρει μια δικαιολογία για την αποτυχία μας αλλά κ μετακυλείει την ευθύνη στον επόμενο· επιτρέποντάς μας ακόμα μια φορά να φέρουμε στο προσκήνιο τον ιδεατό εαυτό-εκδικητή μέσα από την κριτική που θα ασκήσουμε, με τη σειρά μας, σε αυτούς που μας έκριναν πριν.
Επιστρέφοντας όμως στο προηγούμενο ερώτημα – ποιο μεμπτό πλάσμα μπορεί να πετύχει σε κάτι τόσο μεγαλεπήβολο – η απάντηση είναι η εξής. Το πλάσμα που έχει αποτύχει περισσότερες φορές από όσες κάποιο άλλο έχει επιχειρήσει. Με λίγα λόγια, η αποδοχή θα χρειαστεί να έρθει μέσα από αποτυχία αφού η αποτυχία θα μας διδάξει τα όρια μας – συνθήκη απαραίτητη για να μάθουμε να αγαπάμε τον εαυτό μας με αυτά. Μην με παρεξηγήσετε με τον όρο όρια. Όρια είναι καλό να βάζουμε στον εαυτό μας, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι χρειάζεται να βάζουμε όρια και στην αγάπη μας για αυτόν. Όσο πιο πολύ τον αγαπήσουμε, όσο πιο συχνά τον συγχωρέσουμε, τόσο πιο πολύ θα τον βοηθήσουμε να καταλάβει ότι η αποτυχία δεν είναι ο πάτος του μπουκαλιού αλλά ένας βατήρας που πατάμε, σπρώχνουμε γερά κ εκτινασσόμαστε!
Η οδός, λοιπόν, για να αποδεχτούμε εμάς είναι να αποτάξουμε την ιδέα ότι αποδοχή σημαίνει ότι αναγνωρίζουμε κάτι ως τέλειο· ακριβώς το αντίθετο. Αναγνωρίζουμε, μόνο, την ατέλεια του. Αναγνωρίζουμε ότι είναι μοναδικό αλλά όχι ξεχωριστό. Ατομικό και όχι, δυναστικά, συλλογικό. Διαφέρει χωρίς να επικρατεί και πάντα διατηρεί αναλλοίωτη την ατέλεια του στην απειλή που παριστάνει κάθε τι τέλειο…
Για αρχή, ας λύσουμε μια παρεξήγηση η οποία έχει αποπροσανατολίσει και είναι συνυπεύθυνη στην αυτοτιμωρία μας. Ο ιδεατός εαυτός δεν είναι ένας χωρίς ελαττώματα αλλά ένας που μπορεί να αγαπηθεί παρά αυτά. Αυτό, γιατί η ανάγκη μας για επίτευξη του ιδεατού μαρτυράει την λαχτάρα μας για αποδοχή. Όμως, πόσο λάθος κάνουμε όταν θεωρούμε ότι θα μας αποδεχτούν όντας οι ιδεατοί εαυτοί μας… Πιο πιθανό είναι να μας απορρίψουν!
Βλέπετε, ως ιδεατοί δεν έχουμε μόνο προτερήματα αλλά κ ισχές. Μια από αυτές είναι η έλλειψη ενσυναίσθησης. Ένα τέλειο πλάσμα αδυνατεί να καταλάβει το σφάλμα ενός πλάσματος με πεπερασμένο. Αδυνατεί να συνδεθεί ή να εκτιμήσει κάτι ατελές κι ας φαντασιωνόμαστε εμείς ότι με το να φερόμαστε ως δοκησίσοφοι θεοί που επιστρέφουν την αγάπη που δέχονται, το κάνουμε.
Εδώ, θα κολλούσε το παράδειγμα με το πόσο μπορείτε να καταλάβετε μια διαμάχη μυρμηγκιών αλλά ακόμα κι αυτό δεν είναι αντιπροσωπευτικό. Ο λόγος είναι ότι οι άνθρωποι που παρακολουθούν τα μυρμήγκια να πολεμούν αναγνωρίζουν και ταυτίζονται με αυτή την πρώιμη, επιθετική, συμπεριφορά. Ο ιδεατός εαυτός δεν διακατέχεται από τίποτα τόσο βασικό και πρωτόγονο αφού κάθε φορά που τον φαντασιωνόμαστε επικρατεί με τον ίδιο αδιαμφισβήτητο τρόπο που επικρατεί το ψύχος το χειμώνα. Ως κάτι παναποδεκτο, δηλαδή, από όλους κι ας αφήνει κάποιους να τουρτουρίζουν από αυτό· ως μια αντικειμενική αλήθεια.
Γιατί, λοιπόν, παλεύουμε να γίνουμε ιδεατοί; Πολύ απλά, γιατί είμαστε πλάσματα μεμπτά. Οι φαντασιώσεις μας έχουν το στοιχείο της συντριβής κ πολλές φορές του ξεφτιλισμού των εχθρών μας πράγμα που ένα ιδεατό πλάσμα θα ήταν αδύνατο να κάνει. Έτσι, στην ανάγκη μας για το ιδεατό, τελικά, εκφράζεται μια στρεβλή, εκθειασμένη, ιδέα ενός μαρτυρικού εκδικητή, του οποίου ο τρόπος σφαγής καθαγιάζει τη βίαιη συμπεριφορά του.
Για τον ίδιο ακριβώς λόγο, για το ότι είμαστε πλάσματα μεμπτά άρα κ αδύναμα, δεν παλεύουμε για την αποδοχή κ προτιμάμε το ιδεώδες. Ποιο μεμπτό πλάσμα, εξάλλου, μπορεί να καταφέρει κάτι τόσο μεγαλεπήβολο; Εκτός αυτού, το ιδεώδες, ακόμα και αν δεν το πετύχει, δικαιώνεται σαν θυσιάζεται στην προσπάθεια. Έπειτα, εξιδανικεύεται ακόμα περισσότερο και αναγεννάται ακόμα πιο ενδυναμωμένο στον επόμενο “ξενιστή” του. Έτσι, μας προσφέρει μια δικαιολογία για την αποτυχία μας αλλά κ μετακυλείει την ευθύνη στον επόμενο· επιτρέποντάς μας ακόμα μια φορά να φέρουμε στο προσκήνιο τον ιδεατό εαυτό-εκδικητή μέσα από την κριτική που θα ασκήσουμε, με τη σειρά μας, σε αυτούς που μας έκριναν πριν.
Επιστρέφοντας όμως στο προηγούμενο ερώτημα – ποιο μεμπτό πλάσμα μπορεί να πετύχει σε κάτι τόσο μεγαλεπήβολο – η απάντηση είναι η εξής. Το πλάσμα που έχει αποτύχει περισσότερες φορές από όσες κάποιο άλλο έχει επιχειρήσει. Με λίγα λόγια, η αποδοχή θα χρειαστεί να έρθει μέσα από αποτυχία αφού η αποτυχία θα μας διδάξει τα όρια μας – συνθήκη απαραίτητη για να μάθουμε να αγαπάμε τον εαυτό μας με αυτά. Μην με παρεξηγήσετε με τον όρο όρια. Όρια είναι καλό να βάζουμε στον εαυτό μας, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι χρειάζεται να βάζουμε όρια και στην αγάπη μας για αυτόν. Όσο πιο πολύ τον αγαπήσουμε, όσο πιο συχνά τον συγχωρέσουμε, τόσο πιο πολύ θα τον βοηθήσουμε να καταλάβει ότι η αποτυχία δεν είναι ο πάτος του μπουκαλιού αλλά ένας βατήρας που πατάμε, σπρώχνουμε γερά κ εκτινασσόμαστε!
Η οδός, λοιπόν, για να αποδεχτούμε εμάς είναι να αποτάξουμε την ιδέα ότι αποδοχή σημαίνει ότι αναγνωρίζουμε κάτι ως τέλειο· ακριβώς το αντίθετο. Αναγνωρίζουμε, μόνο, την ατέλεια του. Αναγνωρίζουμε ότι είναι μοναδικό αλλά όχι ξεχωριστό. Ατομικό και όχι, δυναστικά, συλλογικό. Διαφέρει χωρίς να επικρατεί και πάντα διατηρεί αναλλοίωτη την ατέλεια του στην απειλή που παριστάνει κάθε τι τέλειο…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου