Ορισμός του ρήματος «ίσταμαι»
«Μέρος του λόγου: Ρήμα,
1. στέκω
2. αυτοί που κατέχουν αξιώματα
3. αυτοί που ανήκουν στην ανώτερη κοινωνική τάξη»
Παραθέτω τον παραπάνω ορισμό ενδεικτικά, ως υποτυπώδες σημείο εκκίνησης στην διαδικασία ανάλυσης της λέξεως «επιστήμη». Παρά του γεγονότος ότι θα αγγίξω φιλολογικά θέματα, σκοπός μου δεν είναι η επιστημονική φιλολογική προσέγγιση -αλλά συμπληρωματικά προς εκείνη- η ιστορική έκπτωση των εννοιών των λέξεων, οι οποίες βασίζονται σε ένα συγκροτημένο σύστημα λογικής, που είναι ιδιαίτερα εμφανές όταν αναφερόμαστε στην (αρχαία) Ελληνική γλώσσα. Ως εκ τούτου, δεν επιθυμώ να καταργήσω τους φιλολόγους ή να αντιπαρατεθώ μαζί τους. Σκοπός μου είναι ο προβληματισμός γύρω από την ουσία της γλώσσας κι όχι η κατάργηση γνωσιακών εργαλείων και επαγγελματικών θεσμών.
Ο παραπάνω, λοιπόν, ορισμός «στέκει» ως προς την ερμηνεία Νο1, η οποία βρίσκεται πολύ κοντά στην πηγή της λέξεως. Οι άλλες δύο παρότι είναι «ποιητικές», δίνουν την σύγχρονη εκπτωτική σημασία στην παραπάνω λέξη.
Ίστημι (ίσταμαι) λοιπόν σημαίνει «ορθώνω-ομαι». Στην πραγματικότητα, αναφέρεται σε οντότητες, είτε βιολογικές είτε πνευματικές-νοητικές μέσω της «ποιητικής αδείας». Ας πάμε όμως να δούμε τα σύνθετα της λέξεως, ώστε να πάρουμε μία γεύση της πραγματικής σημασιολογικής αξίας αυτής.
Συν-ίστημι (σύστημα) ή συν-ίσταμαι (σύσταση) σημαίνει -ορθώνω/ορθώνομαι ως- μία νέα οντότητα στη θέση των (πολλών) παλαιότερων, χρησιμοποιώντας αυτά ως μέρη της νέας σύνθεσης.
Δι-ίστημι (διάστημα) σημαίνει ότι μπαίνω ανάμεσα και δι-ίσταμαι (διάσταση) θα πει ότι διαχωρίζομαι από κάτι σε δύο αυτόνομες οντότητες. Μεταφορικά και ειδικότερα στην επιστήμη χρησιμοποιείται, ώς η παραγωγή ενδιάμεσου χώρου, τον οποίο και αναγνωρίζει ως ξεχωριστή οντότητα με ιδιότητες.
Εν-ίσταμαι (ένσταση) σημαίνει ορθώνω ανάστημα, εξεγείρομαι, επαναστατώ, χωρίς να προκαλώ όμως ενεργές επιδράσεις στο περιβάλλον κλπ. αλλά και ορθώνω επιχείρημα μέσα σε ένα συγκεκριμένο λογικό σύστημα (πχ. νομικό).
Εξ-ίσταμαι (έκσταση) είναι η πνευματική διάχυση (διασκορπισμός) της οντότητας, που καταρρέει ως αυτοδύναμη μοναδικότητα σε κατάσταση χάους, εξωτερίκευση της οντότητας.
Παρ(παρα)-ίστημι (παράστημα) ή παρ(παρα)-ίσταμαι (παράσταση) είναι η τοποθέτησή ενός αντικειμένου ή εμού του ιδίου στο πλευρό μιας οντότητας, ή στο περιθώριο αυτής.
Συμπαρ(συν)(παρα)-ίσταμαι (συμπαράσταση) είναι η παράστασή μου με σκοπό τη δημιουργία μιας οντότητας, ομάδας, οικογένειας κλπ.
Υφ(υπο)-ίσταμαι (υπόσταση) σημαίνει ότι τοποθετώ τον εαυτό κάτω από κάτι ή ότι (παθητικά) δέχομαι επιρροή.
Προ-ίσταμαι (προϊστάμενος) σημαίνει ότι τοποθετώ τον εαυτό μου μπροστά από μία οντότητα, σε προβολικό επίπεδο αυτής (χωρικό, χρονικό, οργανωτικό κλπ.).
Καθ(κατά)-ίστημι (κατάστημα) ή καθ(κατά)-ίσταμαι (κατάσταση) σημαίνει ότι μεταβάλλομαι σταδιακά σε μία οντότητα, με συγκεκριμένες ιδιότητες (εμπορικό κατάστημα που μετατρέπει το προϊόν σε εμπόρευμα, σωφρονιστικό κατάστημα που επαναφέρει το άτομο σε σώφρονα κατάσταση κλπ).
Από-καθ(κατα)-ίσταμαι είναι η ολοκλήρωση/περάτωση της κατάστασης, σε μία παγιωμένη μορφή.
Αντι – καθ (κατά) – ίσταμαι (αντικατάσταση) είναι η οριστική τοποθέτηση στη θέση ενός προηγούμενου.
Ανθ(αντί)- ίσταμαι (αντίσταση) είναι η τοποθέτηση απέναντι ή εγκάρσια/»κόντρα» στη ροή, η τάση να δυσχεράνω τη ροή, την ύπαρξη ή λειτουργία μιας άλλης οντότητας.
Μεθ(μετα)- ίσταμαι (μετάσταση) είναι η μεταφορά και ανόρθωση μιας οντότητας σε άλλο σημείο, επίπεδο (χωρικό ή χρονικό) ή η μεταφορά χαρακτηριστικών ιδιοτήτων μιας οντότητας σε άλλη.
Αν(ανά)-ίστημι (ανάστημα) ή αν(ανα)-ίσταμαι (ανάσταση ) σημαίνει ότι επαναφέρω την -επί μέρους ή καθολικά- απωλεσθείσα ύπαρξή ενός αντικειμένου ή εμού του ιδίου, ή ότι αλλάζω ιδιότητες σε εκείνο μέσω της απώλειας και αναγέννησης.
Επαν(επανα)-ίσταμαι (επανάσταση) κι όχι επι-ανα-ίσταμαι, είναι η αλλαγή των ιδιοτήτων μου από τη βάση τους και μεταφορικά η αλλαγή του τρόπου που αντιλαμβάνομαι τα πράγματα και συμμετέχω σ’ αυτά (θα ακολουθήσει σε επόμενα κείμενα η ανάλυση της εκπτωτικής αλλαγής του παθητικού με ενεργητική διάθεση «επανίσταμαι» σε απολύτως ενεργητικό «επαναστατώ», το οποίο και περιορίζεται σε «εξεγείρομαι»).
Τέλος αφ(από)-ίστημι (απόστημα) ή αφ(απο)-ίσταμαι (απόσταση, αποστασία) σημαίνει ότι -αποκόπτω/ομαι ως- κομμάτι από ένα σύνολο σε μία αυτοτελή καινούργια οντότητα.
Σε καμία από της παραπάνω ερμηνείες δεν λαμβάνει το ρήμα ίσταμαι την αυθεντική ερμηνεία του «γνωρίζω». Σε τέτοια περίπτωση άλλωστε «ανθίσταμαι» θα σήμαινε ότι αντιδρώ στη γνώση (!) ή «παρίσταμαι» ότι παραγνωρίζω (!) κ.ο.κ. Αντίστοιχα, μπορεί ο καθένας να κάνει λογοπαίγνια με τις υπόλοιπες προθέσεις, για να καταλήξει σε αστείες ερμηνείες των λέξεων με συνθετικό το υπό ανάλυση ρήμα. Από πού κι ως πού λοιπόν το «επίσταμαι» (παθητικό) που αποτελεί τη ρίζα της λέξεως «επιστήμη» σημαίνει γνωρίζω; Ας δούμε τη λέξη από λίγο πιο κοντά.
«ἐγὼ δὲ οὐκ ἐκοπίασα κατακολουθῶν ὀπίσω σου καὶ ἡμέραν ἀνθρώπου οὐκ ἐπεθύμησα, σὺ ἐπίστασαι»
Αποδ: Κι εγώ δεν κουράστηκα να σε ακολουθώ και δεν πεθύμησα την καθημερινότητα (κοινή ζωή) του ανθρώπου, εσύ φροντίζεις»
Είναι τραγικό το πώς έχει παρερμηνευτεί εκπτωτικά η λέξη «επίσταμαι» σε «γνωρίζω». Το νόημα της λέξεως δεν σχετίζεται άμεσα με το οίω ή το γιγνώσκω, όπως άλλωστε μας ξεκαθαρίζει η ετυμολογία του. Το γεγονός πως κάποιος αγκαλιάζει επιφανειακά ένα αντικείμενο με εποπτική διάθεση, δεν σημαίνει ούτε ότι το γνωρίζει, ούτε ότι σκοπός του είναι αποκλειστικά να το γνωρίσει. Από την άλλη πλευρά η γνώση είναι απαραίτητο εργαλείο φροντίδας, στην οποία βασίζονται οι άμυνες κάθε έλλογου όντος. Όμως, δεν σημαίνει αποκλειστικά και «στεγνά» γνωρίζω.
Ακόμη και η λέαινα επίσταται τους σκύμνους της, με όση γνώση ή λογική μπορεί να διαθέτει ένα θηλαστικό που δεν είναι άνθρωπος. Από την άλλη, η φράση που παρέθεσα παραπάνω ανήκει στα πλαίσια της θεολογίας. Θα ήταν ανούσιο να περιορίσουμε την έννοια της σχέσεως επιστασίας από τον Θεό προς τον Άνθρωπο στη γνώση. Πρόκειται για γενικότερη φροντίδα κι εποπτεία, που περιλαμβάνει όλες τις έννοιες στοργής και αγάπης που τρέφει ο πατέρας για το υιο. Αλίμονο αν ο ρόλος του πατέρα είναι απλώς να διδάσκει την αλφαβήτα στο γιό.
«Επί-ίσταμαι» σημαίνει ετυμολογικά ότι στέκομαι έξω από, αλλά σε επαφή με το αντικείμενο (οντότητα), σαν προστατευτικό κουκούλι. Θα μας βοηθήσει η λέξη επιστάτης που έχει ίδια ρίζα, καθώς και η επιστασία (πχ. των παιδιών). Στην πραγματικότητα, κι επειδή λειτουργούμε με βάση την όραση, η λέξη επιστασία σχεδόν ταυτίζεται με την εποπτική μέριμνα. Επειδή δε, στον άνθρωπο και λόγω της φέρουσας ηθικής του, η εποπτεία είναι ταυτόσημη με τη φροντίδα, λαμβάνει τη σημασία της επιμέλειας αλλά με πιο αποστασιοποιημένη μορφή.
Πώς έφτασε η λέξη «επιστήμη» να σημαίνει γνώση, ενώ στην πραγματικότητα δεν θα υπήρχε λόγος να δημιουργήσουμε μία ακόμη λέξη με ίδιο περιεχόμενο (πχ. οι αρχαίοι ημών πρόγονοι ήδη χρησιμοποιούσαν λέξεις όπως πχ. γιγνώσκω) και η Επιστήμη θα μπορούσε κάλλιστα να ονομάζεται Επίγνωση;
Στην αρχαιότητα, ο Πλάτων θεωρούσε ως βάσεις της επιστήμης (φροντίδας και εποπτείας) τα μαθηματικά (με όλες τις μορφές τους) και την ΑΡΜΟΝΙΑ. Ως κορωνίδα της τοποθετεί τη διαλεκτική φιλοσοφία. Όλες τις υπόλοιπες μορφές γνώσης τις θεωρεί Τέχνες. Όντως, εκείνη την εποχή, όλα τα σημερινά γνωστικά πεδία αποτελούσαν φιλοσοφικές προσεγγίσεις, οι οποίες είχαν ως στόχο την «επιμέλεια» του νου και της ψυχής. Οι Τέχνες (ιατρική, μηχανική, νομική, ρητορική κλπ.), φρόντιζαν για το εφήμερο. Δεν απέβλεπαν σε «διαχρονική επιστασία», αλλά άμεση ρύθμιση μίας ατομικής ή κοινωνικής ανάγκης που ήρθε στο προσκήνιο.
Στην πραγματικότητα, η ταύτιση της γνώσης με την επιστήμη έγινε πολύ αργότερα, όταν πλέον η γνώση έγινε αυτοσκοπός κι όχι εργαλείο του ανθρώπου. Λησμονήθηκε ότι η γνώση αποτελεί εργαλείο της επιστήμης (=εποπτείας και προφυλάξεως του ανθρώπου) κι όχι το αντίθετο.
Σε αυτό το σημείο θα τονίσω ότι είναι διακριτή η διαφορά μεταξύ του επιμελούμαι και του επίσταμαι. Το πρώτο σχετίζεται με το τί μπορώ να προσφέρω με βάση τις τωρινές μου δυνατότητες (επιμελής είναι ο μαθητής που φροντίζει κάθε ημέρα για το αυριανό του μάθημα, τον άμεσο στόχο), ενώ το δεύτερο σχετίζεται με την έξωθεν εποπτεία του πλαίσιου των τωρινών δυνατοτήτων, ώστε να δημιουργήσω συνθήκες διαχρονικής φροντίδας (φιλοσοφία, όπως σωστά έθεσε ο Πλάτων).
Ο Αριστοτέλης διαχωρίζει επίσης τις Τέχνες από την Επιστήμη, θεωρώντας πως οι Τέχνες βασίζονται στο «ποιείν», δηλαδή τις δημιουργίες που στοχεύουν στην καθημερινότητα του ανθρώπου και σχετίζονται με τον υλικό κόσμο. Για τον ίδιο φιλόσοφο, στις Επιστήμες ανήκουν η Θεολογία, τα Μαθηματικά και η (μη υλιστική) Φυσική. Σκοπός τους είναι να ανακαλύψουν την αλήθεια που κρύβεται πίσω από τα πράγματα κι όχι μέσα σε αυτά. Κατά τον Επίκουρο, η μόνη πραγματική επιστήμη είναι η φιλοσοφία, καθώς τα μαθηματικά εισάγουν ιδεατά σύμβολα που παγιδεύουν του νου.
Για πάμπολλους αιώνες, η επιστήμη ήταν αμπελοφιλοσοφία στα μάτια του απλού λαού. Την έβλεπε ως ενασχόληση των πλουσίων ή των τεμπέληδων και στην πραγματικότητα υποτιμούσε τους ανθρώπους που ασχολούνταν με εκείνη. Θεωρούσαν ότι οι τέχνες είναι πρακτικές και αρκετές για να τους διευκολύνουν την διαβίωση-επιβίωση. Άλλωστε, τόσο στην αρχαία Ελλάδα (μητέρα των επιστημών) όσο και στις μετέπειτα Ελληνιστικές εποχές και τον Μεσαίωνα κυριαρχούσαν οι Τέχνες στην ζωή, εξαναγκάζοντας τις περισσότερες φορές τους ανθρώπους της Επιστήμης σε ακραίες στάσεις ζωής-θανάτου. Η μεγάλη αλλαγή στην επιστήμη έγινε κατά την εποχή της Αναγέννησης και ολοκληρώθηκε κατά τον Διαφωτισμό, όταν πλέον μία κοινωνική ομάδα ανέλαβε τα ηνία της κοινωνίας, μπλέκοντας τις Τέχνες με την Επιστήμη, σε μία προσπάθεια ενοποίησης των πεδίων σε κοινό γνωσιακό αντικείμενο.
Εδώ, θεωρώ σημαντικό να δούμε τις δύο παραπάνω ερμηνείες της λέξεως ίσταμαι, όπως παρατίθενται στο λεξικό της ιστοσελίδας ischool.gr. «Ξαφνικά» (με περιπαικτική διάθεση), το «ίσταμαι» έχει λάβει τη σημασία του αξιώνομαι και του είμαι ανώτερος, αντί του ορθώνομαι και του αποτελώ μία αυτόνομη οντότητα. Και όλως εξ αίφνης, εμφανίζονται «επιστημονικές ελίτ» που αναλαμβάνουν τις τύχες και κρίσεις επί των ανθρώπων.
Έρχεται το ρεύμα του Διαφωτισμού να καθαρίσει τα «απόβλητα» των «στάσιμων» υδάτων του Μεσαίωνα, τοποθετώντας στη θέση της «θεοκρατικής τάξης», μία «γνωσιακή ελίτ». Πλέον, ταυτίζεται η γνώση με την επιστήμη, με αμφίδρομο μα και φαυλοκυκλικό αποτέλεσμα: τόσο η γνώση να γίνει αυτοσκοπός, δηλαδή μία αυτόνομη οντότητα μου φροντίζει τον εαυτό της (επιστάτης του εαυτού της), όσο και η επιστήμη να καταστεί γνώστης του εαυτού της (επιστημονική αυτογνωσία), που αυτομάτως αναιρεί την δυνατότητα εξέλιξης πέρα από τα όρια και τις συνθήκες που εκείνη έχει θέσει, όπως άλλωστε υποστήριξα σε προηγούμενη παράγραφο («σχετίζεται με την έξωθεν εποπτεία του πλαισίου των τωρινών της δυνατοτήτων»).
Τελικώς φτάνουμε στο εξής παράδοξο: να εξισώσουμε την Επιστήμη με τις Τέχνες, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για δύο τμήματα ενός μαγνήτη που συμμετέχουν σε δίπολο δυναμικής ισορροπίας. Οι μεν Τέχνες αφορούν τον υλικό κόσμο και την εμπειρική προσέγγισή του, ώστε να γίνεται δυνατό το εφήμερο και το αισθητικώς αντιληπτό βραχυπρόθεσμα, η δε Επιστήμη μελετά το μή αισθητό, το μή άμεσα αντιληπτό από τις αισθήσεις, και το μακρυπρόθεσμο που μόνο ο νούς και η ψυχή μπορούν ν’ αντιληφθούν (κόσμος των ιδεών).
Εδώ αξίζει να αναφερθούμε επιγραμματικά και στον όρο «Τέχνη» και τη σχέση της με τις σημερινές Καλές Τέχνες (γλυπτική, ζωγραφική κλπ.), που στην πραγματικότητα ουδεμία σχέση έχουν. Οι Καλές Τέχνες είναι στην πραγματικότητα Επιστήμες (εποπτεύουν, εξισορροπούν), σε αντίθεση με τους επιστημονικούς τομείς (φυσική, χημεία κλπ.) που στην πραγματικότητα αποτελούν Τέχνες (εκ του τίκτω = γεννώ, παράγω άμεσο αποτέλεσμα) ή απλώς γνωσιακά πεδία μίας γλώσσας του ανθρώπου, η οποία στις μέρες μας -ατυχώς, μα διόλου τυχαία- ονομάζεται Επιστημονική.
Άλλωστε, και μόνο το γεγονός πως η λέξη τέχνη περιλαμβάνει από την εργασία του απλού ξυλοκόπου μέχρι τα τεράστια έργα κλασσικής μουσικής και ζωγραφικής, δείχνει τη μεγάλη σημασιολογική σύγχιση. Οι σύγχρονοι καλλιτέχνες και φιλόσοφοι είναι στην πραγματικότητα επιστήμονες με την αυθεντική ερμηνεία του όρου, σε αντίθεση με τους σημερινούς ΤΕΧΝΟλόγους επιστήμονες που είναι στην πραγματικότητα τεχνίτες (υπηρέτες της τέχνης), σύμφωνα με την επίσης αυθεντική ερμηνεία της λέξης.
Έχει διερωτηθεί ποτέ κανείς γιατί στην επιστήμη του πολιτικού μηχανικού εξειδικεύεται κάποιος μέσω των Πολυ-ΤΕΧΝ-ικών σχολών;
επιστήμη η [epistími] α.η ορθολογική και μεθοδική έρευνα του επιστητού και το σύνολο των συστηματοποιημένων γνώσεων που προέρχονται από αυτή: Δημιουργία / εξέλιξη / πρόοδος / παρακμή της επιστήμης. Σχέσεις επιστήμης και φιλοσοφίας / τεχνολογίας / θρησκείας. Επιτεύγματα / εφαρμογές της επιστήμης. || σύνολο επιστημόνων: Tι λέει για το θέμα αυτό η ~; β. κάθε κλάδος της επιστήμης όπως αυτή έχει διαιρεθεί ιδίως με βάση το αντικείμενο που ερευνά: H ιατρική / νομική / μαθηματική / γεωπονική / θεολογική ~. Σπουδάζω μια ~, φοιτώ για να αποκτήσω γνώσεις γύρω από αυτήν. Aσχολούμαι με μια ~, είμαι επιστήμονας, ερευνητής κτλ. H ορολογία μιας επιστήμης. γ. (συνήθ. πληθ.) για επιστήμες με κοινά στοιχεία, ιδίως με κοινό αντικείμενο: Διαίρεση των επιστημών. Φυσικές / κοινωνικές / ιστορικές / πολιτικές / ανθρωπιστικές επιστήμες. Επιστήμες του ανθρώπου. Kαθαρές επιστήμες, που δεν έχουν καμία πρακτική εφαρμογή. ANT εφαρμοσμένες επιστήμες. Εμπειρικές / απόκρυφες* επιστήμες. δ. (προφ.) ως υπερβολικός χαρακτηρισμός για ορισμένη δραστηριότητα ή σύνολο εμπειρικών γνώσεων: H μαγειρική δεν είναι απλό πράγμα· είναι αληθινή ~. ΦΡ ανάγω* κτ. σε ~. [λόγ. < αρχ. ἐπιστήμη & σημδ. γαλλ. science, sciences (πληθ.) < λατ. scientia μτφρδ. του αρχ. ἐπιστήμη]
1. στέκω
2. αυτοί που κατέχουν αξιώματα
3. αυτοί που ανήκουν στην ανώτερη κοινωνική τάξη»
Παραθέτω τον παραπάνω ορισμό ενδεικτικά, ως υποτυπώδες σημείο εκκίνησης στην διαδικασία ανάλυσης της λέξεως «επιστήμη». Παρά του γεγονότος ότι θα αγγίξω φιλολογικά θέματα, σκοπός μου δεν είναι η επιστημονική φιλολογική προσέγγιση -αλλά συμπληρωματικά προς εκείνη- η ιστορική έκπτωση των εννοιών των λέξεων, οι οποίες βασίζονται σε ένα συγκροτημένο σύστημα λογικής, που είναι ιδιαίτερα εμφανές όταν αναφερόμαστε στην (αρχαία) Ελληνική γλώσσα. Ως εκ τούτου, δεν επιθυμώ να καταργήσω τους φιλολόγους ή να αντιπαρατεθώ μαζί τους. Σκοπός μου είναι ο προβληματισμός γύρω από την ουσία της γλώσσας κι όχι η κατάργηση γνωσιακών εργαλείων και επαγγελματικών θεσμών.
Ο παραπάνω, λοιπόν, ορισμός «στέκει» ως προς την ερμηνεία Νο1, η οποία βρίσκεται πολύ κοντά στην πηγή της λέξεως. Οι άλλες δύο παρότι είναι «ποιητικές», δίνουν την σύγχρονη εκπτωτική σημασία στην παραπάνω λέξη.
Ίστημι (ίσταμαι) λοιπόν σημαίνει «ορθώνω-ομαι». Στην πραγματικότητα, αναφέρεται σε οντότητες, είτε βιολογικές είτε πνευματικές-νοητικές μέσω της «ποιητικής αδείας». Ας πάμε όμως να δούμε τα σύνθετα της λέξεως, ώστε να πάρουμε μία γεύση της πραγματικής σημασιολογικής αξίας αυτής.
Συν-ίστημι (σύστημα) ή συν-ίσταμαι (σύσταση) σημαίνει -ορθώνω/ορθώνομαι ως- μία νέα οντότητα στη θέση των (πολλών) παλαιότερων, χρησιμοποιώντας αυτά ως μέρη της νέας σύνθεσης.
Δι-ίστημι (διάστημα) σημαίνει ότι μπαίνω ανάμεσα και δι-ίσταμαι (διάσταση) θα πει ότι διαχωρίζομαι από κάτι σε δύο αυτόνομες οντότητες. Μεταφορικά και ειδικότερα στην επιστήμη χρησιμοποιείται, ώς η παραγωγή ενδιάμεσου χώρου, τον οποίο και αναγνωρίζει ως ξεχωριστή οντότητα με ιδιότητες.
Εν-ίσταμαι (ένσταση) σημαίνει ορθώνω ανάστημα, εξεγείρομαι, επαναστατώ, χωρίς να προκαλώ όμως ενεργές επιδράσεις στο περιβάλλον κλπ. αλλά και ορθώνω επιχείρημα μέσα σε ένα συγκεκριμένο λογικό σύστημα (πχ. νομικό).
Εξ-ίσταμαι (έκσταση) είναι η πνευματική διάχυση (διασκορπισμός) της οντότητας, που καταρρέει ως αυτοδύναμη μοναδικότητα σε κατάσταση χάους, εξωτερίκευση της οντότητας.
Παρ(παρα)-ίστημι (παράστημα) ή παρ(παρα)-ίσταμαι (παράσταση) είναι η τοποθέτησή ενός αντικειμένου ή εμού του ιδίου στο πλευρό μιας οντότητας, ή στο περιθώριο αυτής.
Συμπαρ(συν)(παρα)-ίσταμαι (συμπαράσταση) είναι η παράστασή μου με σκοπό τη δημιουργία μιας οντότητας, ομάδας, οικογένειας κλπ.
Υφ(υπο)-ίσταμαι (υπόσταση) σημαίνει ότι τοποθετώ τον εαυτό κάτω από κάτι ή ότι (παθητικά) δέχομαι επιρροή.
Προ-ίσταμαι (προϊστάμενος) σημαίνει ότι τοποθετώ τον εαυτό μου μπροστά από μία οντότητα, σε προβολικό επίπεδο αυτής (χωρικό, χρονικό, οργανωτικό κλπ.).
Καθ(κατά)-ίστημι (κατάστημα) ή καθ(κατά)-ίσταμαι (κατάσταση) σημαίνει ότι μεταβάλλομαι σταδιακά σε μία οντότητα, με συγκεκριμένες ιδιότητες (εμπορικό κατάστημα που μετατρέπει το προϊόν σε εμπόρευμα, σωφρονιστικό κατάστημα που επαναφέρει το άτομο σε σώφρονα κατάσταση κλπ).
Από-καθ(κατα)-ίσταμαι είναι η ολοκλήρωση/περάτωση της κατάστασης, σε μία παγιωμένη μορφή.
Αντι – καθ (κατά) – ίσταμαι (αντικατάσταση) είναι η οριστική τοποθέτηση στη θέση ενός προηγούμενου.
Ανθ(αντί)- ίσταμαι (αντίσταση) είναι η τοποθέτηση απέναντι ή εγκάρσια/»κόντρα» στη ροή, η τάση να δυσχεράνω τη ροή, την ύπαρξη ή λειτουργία μιας άλλης οντότητας.
Μεθ(μετα)- ίσταμαι (μετάσταση) είναι η μεταφορά και ανόρθωση μιας οντότητας σε άλλο σημείο, επίπεδο (χωρικό ή χρονικό) ή η μεταφορά χαρακτηριστικών ιδιοτήτων μιας οντότητας σε άλλη.
Αν(ανά)-ίστημι (ανάστημα) ή αν(ανα)-ίσταμαι (ανάσταση ) σημαίνει ότι επαναφέρω την -επί μέρους ή καθολικά- απωλεσθείσα ύπαρξή ενός αντικειμένου ή εμού του ιδίου, ή ότι αλλάζω ιδιότητες σε εκείνο μέσω της απώλειας και αναγέννησης.
Επαν(επανα)-ίσταμαι (επανάσταση) κι όχι επι-ανα-ίσταμαι, είναι η αλλαγή των ιδιοτήτων μου από τη βάση τους και μεταφορικά η αλλαγή του τρόπου που αντιλαμβάνομαι τα πράγματα και συμμετέχω σ’ αυτά (θα ακολουθήσει σε επόμενα κείμενα η ανάλυση της εκπτωτικής αλλαγής του παθητικού με ενεργητική διάθεση «επανίσταμαι» σε απολύτως ενεργητικό «επαναστατώ», το οποίο και περιορίζεται σε «εξεγείρομαι»).
Τέλος αφ(από)-ίστημι (απόστημα) ή αφ(απο)-ίσταμαι (απόσταση, αποστασία) σημαίνει ότι -αποκόπτω/ομαι ως- κομμάτι από ένα σύνολο σε μία αυτοτελή καινούργια οντότητα.
Σε καμία από της παραπάνω ερμηνείες δεν λαμβάνει το ρήμα ίσταμαι την αυθεντική ερμηνεία του «γνωρίζω». Σε τέτοια περίπτωση άλλωστε «ανθίσταμαι» θα σήμαινε ότι αντιδρώ στη γνώση (!) ή «παρίσταμαι» ότι παραγνωρίζω (!) κ.ο.κ. Αντίστοιχα, μπορεί ο καθένας να κάνει λογοπαίγνια με τις υπόλοιπες προθέσεις, για να καταλήξει σε αστείες ερμηνείες των λέξεων με συνθετικό το υπό ανάλυση ρήμα. Από πού κι ως πού λοιπόν το «επίσταμαι» (παθητικό) που αποτελεί τη ρίζα της λέξεως «επιστήμη» σημαίνει γνωρίζω; Ας δούμε τη λέξη από λίγο πιο κοντά.
«ἐγὼ δὲ οὐκ ἐκοπίασα κατακολουθῶν ὀπίσω σου καὶ ἡμέραν ἀνθρώπου οὐκ ἐπεθύμησα, σὺ ἐπίστασαι»
Αποδ: Κι εγώ δεν κουράστηκα να σε ακολουθώ και δεν πεθύμησα την καθημερινότητα (κοινή ζωή) του ανθρώπου, εσύ φροντίζεις»
Είναι τραγικό το πώς έχει παρερμηνευτεί εκπτωτικά η λέξη «επίσταμαι» σε «γνωρίζω». Το νόημα της λέξεως δεν σχετίζεται άμεσα με το οίω ή το γιγνώσκω, όπως άλλωστε μας ξεκαθαρίζει η ετυμολογία του. Το γεγονός πως κάποιος αγκαλιάζει επιφανειακά ένα αντικείμενο με εποπτική διάθεση, δεν σημαίνει ούτε ότι το γνωρίζει, ούτε ότι σκοπός του είναι αποκλειστικά να το γνωρίσει. Από την άλλη πλευρά η γνώση είναι απαραίτητο εργαλείο φροντίδας, στην οποία βασίζονται οι άμυνες κάθε έλλογου όντος. Όμως, δεν σημαίνει αποκλειστικά και «στεγνά» γνωρίζω.
Ακόμη και η λέαινα επίσταται τους σκύμνους της, με όση γνώση ή λογική μπορεί να διαθέτει ένα θηλαστικό που δεν είναι άνθρωπος. Από την άλλη, η φράση που παρέθεσα παραπάνω ανήκει στα πλαίσια της θεολογίας. Θα ήταν ανούσιο να περιορίσουμε την έννοια της σχέσεως επιστασίας από τον Θεό προς τον Άνθρωπο στη γνώση. Πρόκειται για γενικότερη φροντίδα κι εποπτεία, που περιλαμβάνει όλες τις έννοιες στοργής και αγάπης που τρέφει ο πατέρας για το υιο. Αλίμονο αν ο ρόλος του πατέρα είναι απλώς να διδάσκει την αλφαβήτα στο γιό.
«Επί-ίσταμαι» σημαίνει ετυμολογικά ότι στέκομαι έξω από, αλλά σε επαφή με το αντικείμενο (οντότητα), σαν προστατευτικό κουκούλι. Θα μας βοηθήσει η λέξη επιστάτης που έχει ίδια ρίζα, καθώς και η επιστασία (πχ. των παιδιών). Στην πραγματικότητα, κι επειδή λειτουργούμε με βάση την όραση, η λέξη επιστασία σχεδόν ταυτίζεται με την εποπτική μέριμνα. Επειδή δε, στον άνθρωπο και λόγω της φέρουσας ηθικής του, η εποπτεία είναι ταυτόσημη με τη φροντίδα, λαμβάνει τη σημασία της επιμέλειας αλλά με πιο αποστασιοποιημένη μορφή.
Πώς έφτασε η λέξη «επιστήμη» να σημαίνει γνώση, ενώ στην πραγματικότητα δεν θα υπήρχε λόγος να δημιουργήσουμε μία ακόμη λέξη με ίδιο περιεχόμενο (πχ. οι αρχαίοι ημών πρόγονοι ήδη χρησιμοποιούσαν λέξεις όπως πχ. γιγνώσκω) και η Επιστήμη θα μπορούσε κάλλιστα να ονομάζεται Επίγνωση;
Στην αρχαιότητα, ο Πλάτων θεωρούσε ως βάσεις της επιστήμης (φροντίδας και εποπτείας) τα μαθηματικά (με όλες τις μορφές τους) και την ΑΡΜΟΝΙΑ. Ως κορωνίδα της τοποθετεί τη διαλεκτική φιλοσοφία. Όλες τις υπόλοιπες μορφές γνώσης τις θεωρεί Τέχνες. Όντως, εκείνη την εποχή, όλα τα σημερινά γνωστικά πεδία αποτελούσαν φιλοσοφικές προσεγγίσεις, οι οποίες είχαν ως στόχο την «επιμέλεια» του νου και της ψυχής. Οι Τέχνες (ιατρική, μηχανική, νομική, ρητορική κλπ.), φρόντιζαν για το εφήμερο. Δεν απέβλεπαν σε «διαχρονική επιστασία», αλλά άμεση ρύθμιση μίας ατομικής ή κοινωνικής ανάγκης που ήρθε στο προσκήνιο.
Στην πραγματικότητα, η ταύτιση της γνώσης με την επιστήμη έγινε πολύ αργότερα, όταν πλέον η γνώση έγινε αυτοσκοπός κι όχι εργαλείο του ανθρώπου. Λησμονήθηκε ότι η γνώση αποτελεί εργαλείο της επιστήμης (=εποπτείας και προφυλάξεως του ανθρώπου) κι όχι το αντίθετο.
Σε αυτό το σημείο θα τονίσω ότι είναι διακριτή η διαφορά μεταξύ του επιμελούμαι και του επίσταμαι. Το πρώτο σχετίζεται με το τί μπορώ να προσφέρω με βάση τις τωρινές μου δυνατότητες (επιμελής είναι ο μαθητής που φροντίζει κάθε ημέρα για το αυριανό του μάθημα, τον άμεσο στόχο), ενώ το δεύτερο σχετίζεται με την έξωθεν εποπτεία του πλαίσιου των τωρινών δυνατοτήτων, ώστε να δημιουργήσω συνθήκες διαχρονικής φροντίδας (φιλοσοφία, όπως σωστά έθεσε ο Πλάτων).
Ο Αριστοτέλης διαχωρίζει επίσης τις Τέχνες από την Επιστήμη, θεωρώντας πως οι Τέχνες βασίζονται στο «ποιείν», δηλαδή τις δημιουργίες που στοχεύουν στην καθημερινότητα του ανθρώπου και σχετίζονται με τον υλικό κόσμο. Για τον ίδιο φιλόσοφο, στις Επιστήμες ανήκουν η Θεολογία, τα Μαθηματικά και η (μη υλιστική) Φυσική. Σκοπός τους είναι να ανακαλύψουν την αλήθεια που κρύβεται πίσω από τα πράγματα κι όχι μέσα σε αυτά. Κατά τον Επίκουρο, η μόνη πραγματική επιστήμη είναι η φιλοσοφία, καθώς τα μαθηματικά εισάγουν ιδεατά σύμβολα που παγιδεύουν του νου.
Για πάμπολλους αιώνες, η επιστήμη ήταν αμπελοφιλοσοφία στα μάτια του απλού λαού. Την έβλεπε ως ενασχόληση των πλουσίων ή των τεμπέληδων και στην πραγματικότητα υποτιμούσε τους ανθρώπους που ασχολούνταν με εκείνη. Θεωρούσαν ότι οι τέχνες είναι πρακτικές και αρκετές για να τους διευκολύνουν την διαβίωση-επιβίωση. Άλλωστε, τόσο στην αρχαία Ελλάδα (μητέρα των επιστημών) όσο και στις μετέπειτα Ελληνιστικές εποχές και τον Μεσαίωνα κυριαρχούσαν οι Τέχνες στην ζωή, εξαναγκάζοντας τις περισσότερες φορές τους ανθρώπους της Επιστήμης σε ακραίες στάσεις ζωής-θανάτου. Η μεγάλη αλλαγή στην επιστήμη έγινε κατά την εποχή της Αναγέννησης και ολοκληρώθηκε κατά τον Διαφωτισμό, όταν πλέον μία κοινωνική ομάδα ανέλαβε τα ηνία της κοινωνίας, μπλέκοντας τις Τέχνες με την Επιστήμη, σε μία προσπάθεια ενοποίησης των πεδίων σε κοινό γνωσιακό αντικείμενο.
Εδώ, θεωρώ σημαντικό να δούμε τις δύο παραπάνω ερμηνείες της λέξεως ίσταμαι, όπως παρατίθενται στο λεξικό της ιστοσελίδας ischool.gr. «Ξαφνικά» (με περιπαικτική διάθεση), το «ίσταμαι» έχει λάβει τη σημασία του αξιώνομαι και του είμαι ανώτερος, αντί του ορθώνομαι και του αποτελώ μία αυτόνομη οντότητα. Και όλως εξ αίφνης, εμφανίζονται «επιστημονικές ελίτ» που αναλαμβάνουν τις τύχες και κρίσεις επί των ανθρώπων.
Έρχεται το ρεύμα του Διαφωτισμού να καθαρίσει τα «απόβλητα» των «στάσιμων» υδάτων του Μεσαίωνα, τοποθετώντας στη θέση της «θεοκρατικής τάξης», μία «γνωσιακή ελίτ». Πλέον, ταυτίζεται η γνώση με την επιστήμη, με αμφίδρομο μα και φαυλοκυκλικό αποτέλεσμα: τόσο η γνώση να γίνει αυτοσκοπός, δηλαδή μία αυτόνομη οντότητα μου φροντίζει τον εαυτό της (επιστάτης του εαυτού της), όσο και η επιστήμη να καταστεί γνώστης του εαυτού της (επιστημονική αυτογνωσία), που αυτομάτως αναιρεί την δυνατότητα εξέλιξης πέρα από τα όρια και τις συνθήκες που εκείνη έχει θέσει, όπως άλλωστε υποστήριξα σε προηγούμενη παράγραφο («σχετίζεται με την έξωθεν εποπτεία του πλαισίου των τωρινών της δυνατοτήτων»).
Τελικώς φτάνουμε στο εξής παράδοξο: να εξισώσουμε την Επιστήμη με τις Τέχνες, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για δύο τμήματα ενός μαγνήτη που συμμετέχουν σε δίπολο δυναμικής ισορροπίας. Οι μεν Τέχνες αφορούν τον υλικό κόσμο και την εμπειρική προσέγγισή του, ώστε να γίνεται δυνατό το εφήμερο και το αισθητικώς αντιληπτό βραχυπρόθεσμα, η δε Επιστήμη μελετά το μή αισθητό, το μή άμεσα αντιληπτό από τις αισθήσεις, και το μακρυπρόθεσμο που μόνο ο νούς και η ψυχή μπορούν ν’ αντιληφθούν (κόσμος των ιδεών).
Εδώ αξίζει να αναφερθούμε επιγραμματικά και στον όρο «Τέχνη» και τη σχέση της με τις σημερινές Καλές Τέχνες (γλυπτική, ζωγραφική κλπ.), που στην πραγματικότητα ουδεμία σχέση έχουν. Οι Καλές Τέχνες είναι στην πραγματικότητα Επιστήμες (εποπτεύουν, εξισορροπούν), σε αντίθεση με τους επιστημονικούς τομείς (φυσική, χημεία κλπ.) που στην πραγματικότητα αποτελούν Τέχνες (εκ του τίκτω = γεννώ, παράγω άμεσο αποτέλεσμα) ή απλώς γνωσιακά πεδία μίας γλώσσας του ανθρώπου, η οποία στις μέρες μας -ατυχώς, μα διόλου τυχαία- ονομάζεται Επιστημονική.
Άλλωστε, και μόνο το γεγονός πως η λέξη τέχνη περιλαμβάνει από την εργασία του απλού ξυλοκόπου μέχρι τα τεράστια έργα κλασσικής μουσικής και ζωγραφικής, δείχνει τη μεγάλη σημασιολογική σύγχιση. Οι σύγχρονοι καλλιτέχνες και φιλόσοφοι είναι στην πραγματικότητα επιστήμονες με την αυθεντική ερμηνεία του όρου, σε αντίθεση με τους σημερινούς ΤΕΧΝΟλόγους επιστήμονες που είναι στην πραγματικότητα τεχνίτες (υπηρέτες της τέχνης), σύμφωνα με την επίσης αυθεντική ερμηνεία της λέξης.
Έχει διερωτηθεί ποτέ κανείς γιατί στην επιστήμη του πολιτικού μηχανικού εξειδικεύεται κάποιος μέσω των Πολυ-ΤΕΧΝ-ικών σχολών;
επιστήμη η [epistími] α.η ορθολογική και μεθοδική έρευνα του επιστητού και το σύνολο των συστηματοποιημένων γνώσεων που προέρχονται από αυτή: Δημιουργία / εξέλιξη / πρόοδος / παρακμή της επιστήμης. Σχέσεις επιστήμης και φιλοσοφίας / τεχνολογίας / θρησκείας. Επιτεύγματα / εφαρμογές της επιστήμης. || σύνολο επιστημόνων: Tι λέει για το θέμα αυτό η ~; β. κάθε κλάδος της επιστήμης όπως αυτή έχει διαιρεθεί ιδίως με βάση το αντικείμενο που ερευνά: H ιατρική / νομική / μαθηματική / γεωπονική / θεολογική ~. Σπουδάζω μια ~, φοιτώ για να αποκτήσω γνώσεις γύρω από αυτήν. Aσχολούμαι με μια ~, είμαι επιστήμονας, ερευνητής κτλ. H ορολογία μιας επιστήμης. γ. (συνήθ. πληθ.) για επιστήμες με κοινά στοιχεία, ιδίως με κοινό αντικείμενο: Διαίρεση των επιστημών. Φυσικές / κοινωνικές / ιστορικές / πολιτικές / ανθρωπιστικές επιστήμες. Επιστήμες του ανθρώπου. Kαθαρές επιστήμες, που δεν έχουν καμία πρακτική εφαρμογή. ANT εφαρμοσμένες επιστήμες. Εμπειρικές / απόκρυφες* επιστήμες. δ. (προφ.) ως υπερβολικός χαρακτηρισμός για ορισμένη δραστηριότητα ή σύνολο εμπειρικών γνώσεων: H μαγειρική δεν είναι απλό πράγμα· είναι αληθινή ~. ΦΡ ανάγω* κτ. σε ~. [λόγ. < αρχ. ἐπιστήμη & σημδ. γαλλ. science, sciences (πληθ.) < λατ. scientia μτφρδ. του αρχ. ἐπιστήμη]
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου