Δευτέρα 11 Απριλίου 2016

Αλκμαίων ο Κροτωνιάτης

Εισαγωγή

Ο Αλκμαίων από τον Κρὀτωνα της Μεγάλης Ελλάδας, γνωστός κι ως Κροτωνιάτης, ήταν αρχαίος συγγραφέας ιατρικών θεμάτων, φιλόσοφος κι επιστήμονας. Ακριβείς ημερομηνίες, σχέσεις με άλλους ομοίους του, όπως και το επιτήδευμά του σε αντιδιαστολή μ᾽αυτό του τυπικού Προσωκρατικού κοσμολόγου που του αποδίδεται, παραμένουν αμφισβητούμενα ζητήματα. Το έργο του χρονολογείται κατά πάσα πιθανότητα από το 500 ως το 450 π.Κ.Ε. Διασωθέντα αποσπάσματα (βλ.παραθέματα) και μαρτυρίες με κύρια θεματολογία φυσιολογίας, ψυχολογίας κι επιστημολογίας, σκιαγραφούν προφίλ αξιομνημόνευτου, καινοτόμου στοχαστή.

Αναγνώρισε πρώτος τον εγκέφαλο ως έδρα της νόησης, την οποία διαχώριζε από την αντίληψη. Ο Αλκμαίων θεωρούσε ότι τα αισθητήρια όργανα συνδέονταν με τον εγκέφαλο μέσω των πόρων κι ενδέχεται να είχε ανακαλύψει τον αντίστοιχο δίαυλο των ματιών (πιθανόν το οπτικό νεύρο) αφαιρώντας χειρουργικά μάτι ζώου, αν και αμφισβητείται ότι έκανε χρήση τυποποιημένων μεθόδων ανατομίας. Ανέπτυξε πρώτος, επιχειρηματολογία περί αθανασίας της ψυχής. Με χρήση αλληγορίας εμπνευσμένης από την πολιτική ζωή, είχε προσδιορίσει τις έννοιες υγεία και ασθένεια: Η ισορροπία (ισονομία) των εναντίων δυνάμεων που συνιστούν το σώμα (μεταξύ, για παράδειγμα, υγρού-ξηρού, ζεστού-κρύου, γλυκού-πικρού κλπ) εξασφαλίζει την υγεία, ενώ η επικράτηση κάποιας απ᾽αυτές (μοναρχία) προάγει την ασθένεια.

Ο Αλκμαίων πραγματεύθηκε ποικιλία ζητημάτων φυσιολογίας συμπεριλαμβανομένου του ύπνου, του θανάτου και της εγκυμοσύνης. Δεν είναι ξεκάθαρο αν παρουσίασε κοσμολογικό μοντέλο με όρους εναντίων δυνάμεων, αλλά έχουμε ωστόσο μαρτυρίες για τις απόψεις του περί Αστρονομίας. Ο πνευματικός του αντίκτυπος στην ελληνική φιλοσοφική παράδοση υπήρξε υπολογίσιμος. Ο Αριστοτέλης έγραψε πραγματεία αναφερόμενος σ᾽αυτόν, ενώ αμφότεροι Πλάτων και Φιλόλαος, υιοθέτησαν το συλλογισμό του περί ψυχής και την άποψη ότι η νοημοσύνη εδράζει στον εγκέφαλο.

Έργα και Ημέρες

Ιατρικός συγγραφέας ή φιλόσοφος;

Ἀλκμαίων Κροτωνιάτης. καὶ οὗτος Πυθαγόρου διήκουσε· καὶ τὰ πλεῖστά γε ἰατρικὰ λέγει, ὅμως δὲ καὶ φυσιολογεῖ ἐνίοτε λέγων, «δύο τὰ πολλά ἐστι τῶν ἀνθρωπίνων.» δοκεῖ δὲ πρῶτος φυσικὸν λόγον συγγεγραφέναι, καθά φησι Φαβωρῖνος ἐν Παντοδαπῇ ἱστορίᾳ (FHG iii. 581), καὶ τὴν σελήνην καθόλου <τε τὰ ὑπὲρ> ταύτην ἔχειν ἀίδιον φύσιν. Ἦν δὲ Πειρίθου υἱός, ὡς αὐτὸς ἐναρχόμενος τοῦ συγγράμματός φησιν (DK 24 B 1)· «Ἀλκμαίων Κροτωνιήτης τάδε ἔλεξε Πειρίθου υἱὸς Βροτίνῳ καὶ Λέοντι καὶ Βαθύλλῳ· ‘περὶ τῶν ἀφανέων, περὶ τῶν θνητῶν σαφήνειαν μὲν θεοὶ ἔχοντι, ὡς δ’ ἀνθρώποις τεκμαίρεσθαι’» καὶ τὰ ἑξῆς· ἔφη δὲ καὶ τὴν ψυχὴν ἀθάνατον, καὶ κινεῖσθαι αὐτὴν συνεχὲς ὡς τὸν ἥλιον.

Διογένης Λαέρτιος Βίοι καὶ γνῶμαι τῶν ἐν φιλοσοφίᾳ εὐδοκιμησάντων, Βιβλίο Η΄(VIII §83)

Ο Αλκμαίων, γιός του Πειριθόου (διαφορετικά, αγνώστου καταγωγής) έζησε στην Ελληνική πόλη του Κρότωνα στον ταρσό της Ιταλικής μπότας. Ο Διογένης Λαέρτιος αναφερόμενος λακωνικά στη ζωή του, ισχυρίζεται ότι το συγγραφικό του έργο αφορούσε ως επί το πλείστον ιατρικά θέματα. Ωστόσο, υπάρχουν ελάχιστες άμεσες ενδείξεις για πραγματική ενασχόλησή του με την ιατρική. Μεταγενέστεροι συγγραφείς της ιατρικής παράδοσης όπως ο Γαληνός, τον θέλουν περισσότερο φιλόσοφο-επιστήμονα παρά γιατρό, με επακόλουθο μερικοί ακαδημαϊκοί να συμπεράνουν ότι δεν ήταν παρά μόνο τυπικός προσωκρατικός φυσιολόγος (ερευνητής αιτίων των φυσικών φαινομένων). Εντούτοις, η πλειοψηφία των λογίων —εξαιτίας της παρατήρησης του Διογένη, των μαρτυριών και αποσπασμάτων που ήταν επικεντρωμένα στις λειτουργίες του ανθρωπίνου σώματος— αναφέρεται στον Αλκμαίωνα ως ιατρό-φιλόσοφο.

Magna Graecia ancient colonies and dialects

Ο ιστορικός Ηρόδοτος μας πληροφορεί ότι κατά το δεύτερο μισό του 6ου αιώνα, οι γιατροί του Κρότωνα ήσαν οι καλύτεροι του Ελληνικού κόσμου κι εξιστορεί κάποιες λεπτομέρειες από τις δραστηριότητες του Δημοκήδη, ενός από τους πιο γνωστούς Κροτωνιάτες ιατρούς της εποχής.

[3.131.1] Νά τώρα πώς ο Δημοκήδης, που ερχόταν από τον Κρότωνα, σχετίστηκε με τον Πολυκράτη· στον Κρότωνα δεν τα πήγαινε καλά με τον πατέρα του, ο οποίος ήταν οξύθυμος. Επειδή δεν μπορούσε να τον υποφέρει, έφυγε και πήγε στην Αίγινα. Εγκαταστάθηκε εκεί, και μολονότι δεν ήταν εξοπλισμένος και δεν είχε κανένα από τα εργαλεία της ιατρικής, τον πρώτο κιόλας χρόνο ξεπέρασε τους άλλους γιατρούς. [3.131.2] Και τον δεύτερο χρόνο το δημόσιο στην Αίγινα του έδωσε μισθό ένα τάλαντο, τον τρίτο χρόνο οι Αθηναίοι τού έδωσαν εκατό μνες, και τον τέταρτο ο Πολυκράτης δύο τάλαντα. Έτσι έφτασε ο Δημοκήδης στη Σάμο, και δεν ήταν μικρό το όφελος που είδαν απ᾽ αυτόν τον άνθρωπο οι Κροτωνιάτες γιατροί· [3.131.3] γιατί πραγματικά, κάποτε έλεγαν ότι οι Κροτωνιάτες γιατροί ήταν οι πρώτοι στην Ελλάδα, και οι Κυρηναίοι δεύτεροι — την ίδια εποχή οι Αργείοι είχαν το όνομα ότι είναι οι πρώτοι από τους Έλληνες στη μουσική.

ΗΡΟΔΟΤΟΣ Ἱστορίαι Βιβλίο Γ´: ΘΑΛΕΙΑ

Έτσι, είτε ασκώντας την ιατρική είτε όχι, ο Αλκμαίων αναμφίβολα οφείλει κάποια από τα ενδιαφέροντά του περί ανθρώπινης φυσιολογίας και ψυχολογίας στην ιατρική παράδοση του Κρότωνα. Τον 5ο αιώνα είναι δύσκολο να διαχωριστούν οι δράσεις μεταξύ ιατρικών συγγραφέων, ιατρών και φιλοσόφων – επιστημόνων. Οι προσωκρατικές κοσμοθεωρίες εκείνης της περιόδου εστιάζουν μέρος της προσοχής τους σε ζητήματα ανθρώπινης φυσιολογίας και ιατρικής, στον αντίποδα των πρώιμων πραγματειών επί του Ιπποκράτειου έργου, που συχνά αναφέρονται στην κοσμολογία. δε της υγιείας και της νόσου όχι μόνον του ιατρού, αλλά και του φυσικού φιλοσόφου είναι έργον να εξετάση τας αιτίας αυτών. Δεν πρέπει να αγνοώμεν κατά τί διαφέρουσι και πώς εξετάζουσι αντικείμενον τι εκ διαφόρου επόψεως αι δύο αυταί τάξεις ανθρώπων· ότι δε αύται είναι μελέται συνορεύουσαι μέχρι τινός μαρτυρεί το γεγονός τούτο: Όσοι των ιατρών είναι ικανοί και εργατικοί ασχολούνται περί της φύσεως, και θεωρούσι πρέπον εξ αυτής να λαμβάνωαι τας αρχάς των, και αφ’ ετέρου οι ικανότατοι εκ των περί φύσεως πραγματευθέντων φιλοσόφων καταλήγουσι πάντοτε σχεδόν εις συζήτησιν περί των αρχών της ιατρικής.

Αριστοτέλους Μικρά Φυσικά, Κεφ.ΚΑ´[480b] §9

Οι πλέον πρώιμες προσωκρατικές κοσμολογίες στην Ιωνία (για παράδειγμα αυτές των Αναξιμάνδρου και Αναξιμένη) δεν ασχολούνται με την φυσιολογία και είναι πιθανό το ενδιαφέρον των θεωριών του 5ου αιώνα (για παράδειγμα αυτών του Εμπεδοκλή και του Αναξαγόρα) να οφείλεται στην επιρροή του Αλκμαίωνα.

Ένας εκ των Πυθαγορείων;

Ο Κρότωνας είναι επίσης γνωστός ως κέντρο δράσης του Πυθαγόρα από το 530 π.Χ. αφότου είχε εγκαταλείψει τη Σάμο. Ο Αλκμαίων στο έργο του απευθύνθηκε σε τρείς άντρες οι οποίοι ενδέχεται να ανήκαν στους Πυθαγορείους:

Ο Αλκμαίων ο Κροτωνιάτης, γιός του Πειρίθοου, είπε τα ακόλουθα στους Βροτίνο, Λέοντα και Βαθύλλο… [Alcmaeon of Croton, son of Peirithous, said the following to Brotinus, Leon and Bathyllus…]

Diels, H. and W. Kranz, 1952, Die Fragmente der Vorsokratiker

Για τους Λέοντα και Βαθύλλο δε γνωρίζουμε κάτι πέραν της αναφοράς του Ιάμβλιχου στο έργο του Περί του Πυθαγορικού βίου, όπου ονοματίζει τους Πυθαγορείους Λέοντα από το Μεταπόντιο και Βαθύλλο από την Ποσειδωνία [Πέστουμ (Paestum)], αμφότερες ελληνικές πόλεις της νότιας Ιταλίας. 

Ο Βροτίνος (ή Βροντίνος) εντοπίζεται ως Πυθαγόρειος, σε μερικές αναφορές με καταγωγή από τον Κρότωνα ενώ σε άλλες από το Μεταπόντιο. Πατέρας ή σύζυγος της Θεανούς (1), η οποία με τη σειρά της υπήρξε μαθήτρια ή συμβία του Πυθαγόρα. Άραγε, η αφιέρωση του βιβλίου του στους Πυθαγορείους εντάσσει τον Αλκμαίωνα στην κοινότητα τους; Ακόμη κι αν επρόκειτο για αφιέρωση δεν τεκμαίρεται ότι θα ταυτιζόταν πλήρως με τις απόψεις τους. Επιπλέον, η σύγκριση με αντίστοιχη αναφορά του Εμπεδοκλή στον Παυσανία, υπαινίσσεται ότι δεν έχουμε να κάνουμε τόσο με αφιέρωση, αλλά με προτροπή ή απόπειρα πνευματικής χειραγώγησης. Ο Αλκμαίων, ενδέχεται να ήταν εντελώς ανεξάρτητος των Πυθαγορείων, τους οποίους αποσκοπούσε να πείσει για την καινοτομία των απόψεών του.

Ο Διογένης Λαέρτιος (2) στους Βίους των Φιλοσόφων τον 3ο αι. π.Χ., περιλαμβάνει τον Αλκμαίωνα στους Πυθαγορείους και υποστηρίζει ότι σπούδασε με τον Πυθαγόρα. Μεταγενέστεροι συγγραφείς επίσης, όπως ο Ιάμβλιχος, ο Φιλόπονος και σχολιαστές του Πλατωνικού έργου, αποκαλούσαν τον Αλκμαίωνα Πυθαγόρειο, παράδοση που ακολουθήθηκε από μεγάλο αριθμό ακαδημαϊκών έως τα μέσα του 20ου αιώνα. Ωστόσο δεν αληθεύει ότι ήταν ομόφωνα αποδεκτή. Στην πραγματικότητα η πλειοψηφία των αρχαίων πηγών αναφοράς δεν τον περιγράφουν ως Πυθαγόρειο. Η συμπερίληψή του στον κατάλογο του Ιάμβλιχου ίσως είναι το πλέον ισχυρό επιχείρημα για το αντίθετο, εφόσον μπορούσαμε να είμαστε βέβαιοι ότι το χρονικό του πλαίσιο εκτείνεται μέχρι τον Αριστόξενο (3) του 4ου αιώνα, ο οποίος είναι αναγνωρισμένη πηγή για τον Πυθαγορισμό.

Εντούτοις, μερικά τμήματα του καταλόγου θεωρείται απίθανο να περιλαμβάνουν εκείνη την εποχή, οπότε παρόμοια τύχη έχει και ο συλλογισμός μας σχετικά με τον Ιάμβλιχο. Πέρα από την πιθανότητα που αφορά στον Αριστόξενο, κανείς προγενέστερος του Διογένη (περ. 200 μ.Χ.) αποκαλεί τον Αλκμαίωνα Πυθαγόρειο.

Ο Αριστοτέλης συνέγραψε δύο βιβλία για τους Πυθαγορείους κι ένα ξεχωριστό για τον Αλκμαίωνα. Όπως και ο Θεόφραστος, αναφέρεται σ᾽ αυτόν αρκετές φορές δίχως να τον ταυτίζει με τους Πυθαγορείους, κάτι το οποίο συνηθιζόταν στη δοξογραφική παράδοση. Ο Σιμπλίκιος (6ος αι. μ.Χ.) καταγράφει την ταύτιση αρκετών με την άποψη ότι ο Αλκμαίων ήταν Πυθαγόρειος αλλά τονίζει παράλληλα τη σχετική άρνηση του Αριστοτέλη.

Πιο αποκαλυπτική είναι η παράγραφος που αφορά στον Αλκμαίωνα, από το πρώτο βιβλίο των Μεταφυσικών: 

[986a] τὰ τῶν ἀριθμῶν στοιχεῖα τῶν ὄντων στοιχεῖα πάντων ὑπέλαβον εἶναι, καὶ τὸν ὅλον οὐρανὸν ἁρμονίαν εἶναι καὶ ἀριθμόν: καὶ ὅσα εἶχον ὁμολογούμενα ἔν τε τοῖς ἀριθμοῖς καὶ ταῖς ἁρμονίαις πρὸς τὰ τοῦ οὐρανοῦ πάθη καὶ μέρη καὶ πρὸς τὴν ὅλην διακόσμησιν, ταῦτα συνάγοντες ἐφήρμοττον. κἂν εἴ τί που διέλειπε, προσεγλίχοντο τοῦ συνειρομένην πᾶσαν αὐτοῖς εἶναι τὴν πραγματείαν: λέγω δ’ οἷον, ἐπειδὴ τέλειον ἡ δεκὰς εἶναι δοκεῖ καὶ πᾶσαν περιειληφέναι τὴν τῶν ἀριθμῶν φύσιν, καὶ τὰ φερόμενα κατὰ τὸν οὐρανὸν δέκα μὲν εἶναί φασιν, ὄντων δὲ ἐννέα μόνον τῶν φανερῶν διὰ τοῦτο δεκάτην τὴν ἀντίχθονα ποιοῦσιν. διώρισται δὲ περὶ τούτων ἐν ἑτέροις ἡμῖν ἀκριβέστερον. ἀλλ’ οὗ δὴ χάριν ἐπερχόμεθα, τοῦτό ἐστιν ὅπως λάβωμεν καὶ παρὰ τούτων τίνας εἶναι τιθέασι τὰς ἀρχὰς καὶ πῶς εἰς τὰς εἰρημένας ἐμπίπτουσιν αἰτίας. φαίνονται δὴ καὶ οὗτοι τὸν ἀριθμὸν νομίζοντες ἀρχὴν εἶναι καὶ ὡς ὕλην τοῖς οὖσι καὶ ὡς πάθη τε καὶ ἕξεις, τοῦ δὲ ἀριθμοῦ στοιχεῖα τό τε ἄρτιον καὶ τὸ περιττόν, τούτων δὲ τὸ μὲν πεπερασμένον τὸ δὲ ἄπειρον, τὸ δ’ ἓν ἐξ ἀμφοτέρων εἶναι τούτων ̔καὶ γὰρ ἄρτιον εἶναι καὶ περιττόν̓, τὸν δ’ ἀριθμὸν ἐκ τοῦ ἑνός, ἀριθμοὺς δέ, καθάπερ εἴρηται, τὸν ὅλον οὐρανόν. ἕτεροι δὲ τῶν αὐτῶν τούτων τὰς ἀρχὰς δέκα λέγουσιν εἶναι τὰς κατὰ συστοιχίαν λεγομένας,

πέρας [καὶ] ἄπειρον,

περιττὸν [καὶ] ἄρτιον,

ἓν [καὶ] πλῆθος,

δεξιὸν [καὶ] ἀριστερόν,

ἄῤῥεν [καὶ] θῆλυ,

ἠρεμοῦν [καὶ] κινούμενον,

εὐθὺ [καὶ] καμπύλον,

φῶς [καὶ] σκότος,

ἀγαθὸν [καὶ] κακόν,

τετράγωνον [καὶ] ἑτερόμηκες:

ὅνπερ τρόπον ἔοικε καὶ Ἀλκμαίων ὁ Κροτωνιάτης ὑπολαβεῖν, καὶ ἤτοι οὗτος παρ’ ἐκείνων ἢ ἐκεῖνοι παρὰ τούτου παρέλαβον τὸν λόγον τοῦτον: καὶ γὰρ [ἐγένετο τὴν ἡλικίαν] Ἀλκμαίων [ἐπὶ γέροντι Πυθαγόρᾳ,] ἀπεφήνατο [δὲ] παραπλησίως τούτοις: φησὶ γὰρ εἶναι δύο τὰ πολλὰ τῶν ἀνθρωπίνων, λέγων τὰς ἐναντιότητας οὐχ ὥσπερ οὗτοι διωρισμένας ἀλλὰ τὰς τυχούσας, οἷον λευκὸν μέλαν, γλυκὺ πικρόν, ἀγαθὸν κακόν, μέγα μικρόν. οὗτος μὲν οὖν ἀδιορίστως ἀπέῤῥιψε περὶ τῶν λοιπῶν, [986b] οἱ δὲ Πυθαγόρειοι καὶ πόσαι καὶ τίνες αἱ ἐναντιώσεις ἀπεφήναντο. παρὰ μὲν οὖν τούτων ἀμφοῖν τοσοῦτον ἔστι λαβεῖν, ὅτι τἀναντία ἀρχαὶ τῶν ὄντων: τὸ δ’ ὅσαι παρὰ τῶν ἑτέρων, καὶ τίνες αὗταί εἰσιν. πῶς μέντοι πρὸς τὰς εἰρημένας αἰτίας ἐνδέχεται συνάγειν, σαφῶς μὲν οὐ διήρθρωται παρ’ ἐκείνων, ἐοίκασι δ’ ὡς ἐν ὕλης εἴδει τὰ στοιχεῖα τάττειν: ἐκ τούτων γὰρ ὡς ἐνυπαρχόντων συνεστάναι καὶ πεπλάσθαι φασὶ τὴν οὐσίαν.

Παρατηρεί ομοιότητα μεταξύ Αλκμαίωνα και ομάδος Πυθαγορείων στο να θέτουν τα έναντια ως αρχές των πραγμάτων, αλλά εκφράζει αβεβαιότητα για το ποιός επηρέασε ποιόν. Οι πρώτοι σχολιαστές εξέλαβαν αυτή τη σύγκριση ώς επιβεβαίωση της Πυθαγόρειας ταυτότητάς του. Ωστόσο, οι περισσότεροι ακαδημαϊκοί των τελευταίων πενήντα ετών, κατέληξαν στην αναγνώριση ότι η στάση του Αριστοτέλη απέναντι στον Αλκμαίωνα, υπαινίσσεται ακριβώς το αντίθετο· η αντιπαραβολή με τους Πυθαγορείους αποκτούσε νόημα εφόσον δεν ήταν ένας από αυτούς και το ερώτημα ποιός υιοθετούσε τις απόψεις του άλλου, παρέμενε αναπάντητο.

Είναι βέβαιο ότι πλείστα των εναντίων που θεωρούνται καίριας σημασίας για τον πίνακα του Αλκμαίωνα, δεν εμφανίζονται στον αντίστοιχο Πυθαγόρειο, όπως επίσης δεν ανιχνεύεται σημείο κύριας αντίθεσης των Πυθαγορείων ανάμεσα στο πέρας και το άπειρον του Αλκμαίωνα. Η συντριπτική πλειοψηφία των λογίων από το 1950 τον θεωρεί κατά συνέπεια, προσωπικότητα ανεξάρτητη των Πυθαγορείων παρά την καταγωγή του η οποία κατά πάσα πιθανότητα τον καθιστούσε γνώστη της σκέψης τους.

Χρονολόγιο

Δεν υπήρξε πιο αμφιλεγόμενο από τα σχετικά με τον Αλκμαίωνα ζητήματα, από αυτό των ημερών του. Ορισμένοι επιχείρησαν χρονολόγηση, βασιζόμενοι στην αναφορά του στον Βροτίνο, του οποίου οι ημερομηνίες ωστόσο, είναι αρκετά αβέβαιες για να προσφέρουν κάποια βοήθεια. Αν είναι πατέρας της Θεανούς κι εκείνη σύζυγος του Πυθαγόρα, θα μπορούσε να είναι σύγχρονος του τελευταίου (570-490) ή πιό ηλικιωμένος. Αν είναι σύζυγος της Θεανούς κι εκείνη μαθήτρια του Πυθαγόρα, στα γεράματά της, περί το 490, ο Βροτίνος θα έπρεπε να είχε γεννηθεί κοντά στο 520. Η υπόθεση αυτή μας οδηγεί στο ότι ο Βροτίνος θα πρέπει να έγινε αποδέκτης του βιβλίου οποτεδήποτε ανάμεσα στο 550 και το 450 π.Χ. Εντούτοις, στο επίκεντρο της διχογνωμίας βρέθηκε η φράση από τα Μεταφυσικά του Αριστοτέλη που παρουσιάστηκε παραπάνω: «καὶ γὰρ [ἐγένετο τὴν ἡλικίαν] Ἀλκμαίων [ἐπὶ γέροντι Πυθαγόρᾳ,] ἀπεφήνατο [δὲ] παραπλησίως τούτοις», σύμφωνα με την οποία θεωρούνται συνομήλικοι με παραπλήσιες πεποιθήσεις.

Η φράση απουσιάζει σε ένα από τα σημαντικά χειρόγραφα και ο Αλέξανδρος δε σχολιάζει αυτή τη φράση των Μεταφυσικών. Εμφανίζεται ωστόσο σε δύο άλλα όπως επίσης στην ιστόρηση του Ασκληπιού. Κάποιοι ακαδημαϊκοί θεώρησαν ότι επρόκειτο για παρατήρηση μεταγενέστερου σχολιαστή ή οποία παρεισέφρησε στο κείμενο ως άποψη πλέον πρόσφατης επεξεργασίας του. Η προέλευση του σχολίου από τον Αριστοτέλη προκαλεί έκπληξη, δεδομένου ότι αναφέρεται ιδιαίτερως στον Πυθαγόρα, ενώ στο εκτεταμένο συγγραφικό του έργο αλλά και στο προκείμενο απόσπασμα των Μεταφυσικών γράφει για Πυθαγορείους ή Ιταλούς γενικότερα. Άλλοι το θεωρούν αυθεντικό.

Ακόμη κι αν το αποδεχτούμε ώς γνήσιο, ο ισχυρισμός ότι ο Αλκμαίων ἐγένετο στα γεράματα του Πυθαγόρα, είναι διφορούμενος. Άραγε, σημαίνει ότι γεννήθηκε στην ηλικία αυτή του Πυθαγόρα, ή ότι έζησε (διέπρεψε;) κοντά στον ηλικιωμένο Πυθαγόρα; Ο Ντιλς (4) πρότεινε ότι ο Αλκμαίων ήταν νέος στα γηρατειά του Πυθαγόρα και αυτή η τροποποίηση υποστηρίζεται από παρόμοιο σχόλιο που μας παρέχει ο Ιάμβλιχος.

Ενώ ο Ντιλς αποδέχεται το κείμενο ως Αριστοτελικό, άλλοι διακρίνουν στον παραλληλισμό με τον Ιάμβλιχο, αποδεικτικά στοιχεία για παρατήρηση μεταγενέστερου σχολιαστή και καταδεικνύουν ότι (η αναφορά αυτή) εμπεριέχει αρκετές χρονολογικές αδυναμίες, όπως για παράδειγμα το νεαρό της ηλικίας του Φιλολάου στα γεράματα του Πυθαγόρα. Επιπροσθέτως η ερμηνεία του Ντιλς υπαινίσσεται την ανάδειξη της εξάρτησης του Αλκμαίωνα από τον Πυθαγόρα και κατά συνέπεια το σχόλιο δεν ανήκει στον Αριστοτέλη ο οποίος είχε διαχωρίσει τον Αλκμαίωνα από τους Πυθαγορείους κι εξέφραζε αμφιβολίες για τις μεταξύ τους επιρροές. Ακόμη κι αν το σχόλιο είναι απίθανο ν᾽ ανήκει στον Αριστοτέλη, η αμφιβολία από μόνη της υποδηλώνει ότι ο Αλκμαίων είναι πιο πιθανό να εντάσσεται χρονικά στα τέλη του 6ου ή τις αρχές του 5ου αιώνα, παρά αργότερα.

Με την έκδοση του βιβλίου του Αλκμαίωνα να χρονολογείται περί το 500 π.Χ. από ομάδα μελετητών, έχουμε πιθανή ημερομηνία γέννησης γύρω στο 540 π.Χ.. Άλλη ομάδα τον θέλει να γεννιέται κοντά στο 510 π.Χ. και το έργο του να εμφανίζεται το 470 π.Χ. ή αργότερα. Και στις δύο περιπτώσεις ο Αλκμαίων πιθανόν εργάσθηκε πριν τους Εμπεδοκλή, Αναξαγόρα και Φιλόλαο, ενώ υπήρξε σύγχρονος ή προγενέστερος του Παρμενίδη. Προσπάθειες χρονολόγησης με βάση αποκλειστικά εσωτερικές αποδείξεις, δηλαδή σύγκριση των θεωριών του με αυτές άλλων στοχαστών, οδήγησαν σε μεγαλύτερες χρονικές αποκλίσεις.

Η βίβλος του Αλκμαίωνα και αποδείξεις για τα περιεχόμενά της

Η αρχαία παράδοση αποδίδει στον Αλκμαίωνα ένα και μόνο έργο με παραδοσιακό τίτλο Προσωκρατικών πραγματειών, Περί φύσεως, αν και ο τίτλος αυτός πιθανόν δεν προέρχεται από τον ίδιο. Η αναφορά του Φαβωρίνου (5) ότι ο Αλκμαίων ήταν ο πρώτος που συνέγραψε τέτοια πραγματεία, είναι σχεδόν σίγουρα λανθασμένη, καθώς είχε προηγηθεί ο Αναξίμανδρος. Το λεπτομερές αφιέρωμα του Θεοφράστου (6) σ᾽ αυτόν αναφορικά με τις αισθήσεις και το γεγονός ότι η πραγματεία του Αριστοτέλη απαντούσε στον Αλκμαίωνα, φανερώνουν ότι το βιβλίο κυκλοφορούσε τον 4ο αι. π.Χ. Η περιγραφή κάποιου Αλκίμωνα από τον Κρότωνα, ο οποίος πρώτος έγραψε παραμύθια με ζώα, ενδέχεται ν᾽ αναφέρεται σε άλλο ποιητή με παρόμοιο όνομα.

Δεν είναι ξεκάθαρο αν ο Αλκμαίων χρησιμοποίησε την Δωρική διάλεκτο του Κρότωνα ή την Ιωνική Ελληνική των πρώιμων Προσωκρατικών. Ντιλς και Κραντς ταυτοποίησαν πέντε αποσπάσματα (βλ παραθέματα) του Αλκμαίωνα και ταξινόμησαν μαρτυρίες σε 18 κεφάλαια. Σε ορισμένα από αυτά η γλώσσα που χρησιμοποιείται είναι μεταγενέστερη αν και ανιχνεύονται δικές του ορολογίες. Οι τρείς πρώτες γραμμές του πρώτου αποσπάσματος, με τι οποίες ενδέχεται να αρχίζει το έργο και μισή γραμμή στο δεύτερο απόσπασμα, συνιστούν το μοναδικό συνεχόμενο κείμενο του Αλκμαίωνα.

Στο υλικό των Ντιλς και Κραντς (7) θα μπορούσαν να προστεθούν αφενός η φράση «γή η μάνα των φυτών, ήλιος ο πατέρας» από τον Νικόλαο Δαμασκηνό (8) κι αφετέρου απόσπασμα του Σπαρτιάτη ποιητή Αλκμάν (9) «Αρχή γνώσης η εμπειρία», τα οποία κάλλιστα μπορούν ν᾽αποδοθούν στον Αλκμαίωνα.

Επιστημολογία και Ψυχολογία

Τα όρια της Γνώσης

Ο Αλκμαίων ξεκινά το έργο του προσδιορίζοντας τα όρια της ανθρώπινης γνώσης:

Σε ότι αφορά στα μη αντιληπτά για τους θνητούς οι θεοί κατέχουν απόλυτη γνώση, ενώ οι άνθρωποι μπορούν να συμπεραίνουν (τεκμαίρουν) στο μέτρο των δυνάμεών τους.

{Concerning things that are not perceptible [concerning mortal things] the gods have clarity, but insofar as it is possible for human beings to judge (tekmairesthai) … (DK, B1)}

Η τάση του σκεπτικισμού που αναδύεται (γνώση και σχετικές δυνατότητες) αντιστοιχεί με ίχνη πρώιμης ελληνικής σκέψης. Προκάτοχοι του Αλκμαίωνα, όπως ο Ξενοφάνης και διάδοχοί του, όπως ο Φιλόλαος, έκαναν παρόμοιους παραλληλισμούς (της ανθρώπινης με τη θεϊκή γνώση) αλλά στην περίπτωση του Αλκμαίωνα, όπως και στις άλλες, δε διαθέτουμε αρκετά στοιχεία για να επιβεβαιώσουμε το σκοπό του. Τα περισσότερα από τα θέματα που επρόκειτο να πραγματευθεί στο βιβλίο του (όπως για παράδειγμα, οι λειτουργίες των αισθήσεων, η ισορροπία των εναντίων στο υγιές σώμα, η αθανασία της ψυχής) δε θα μπορούσαν να διευθετηθούν δίχως άμεση επίκληση της αισθητηριακής αντίληψης. Μέσα από αυτό το πρίσμα ασχολήθηκε εκτενώς με τα μη αντιληπτά (αφανή).

Ο Αλκμαίων αναμφισβήτητα δεν είναι ακραίος σκεπτικιστής, ωστόσο είναι γεγονός ότι εξαίρει τη θεϊκή γνώση γι αυτά τα θέματα, παραδεχόμενος έμμεσα ότι οι άνθρωποι διαθέτουν ξεκάθαρη αντίληψη των άμεσα αισθητών. Επιπλέον, ενώ οι θνητοί δεν έχουν αίσθηση των αφανών, ο Αλκμαίων θεωρεί ότι έχουν την ικανότητα να τεκμηριώσουν λογικά συμπεράσματα από τα δεδομένα των αισθήσεων. Έτσι υιοθετεί τη στάση των επιστημόνων οι οποίοι εξάγουν πορίσματα από στοιχεία της αντίληψης, απορρίπτοντας εμμέσως τους ισχυρισμούς εκείνων που εδράζουν την κοσμολογία τους στη βεβαιότητα μιας θείας αποκάλυψης (Πυθαγόρας, Παρμενίδης).

Υπάρχουν δυσκολίες με το κείμενο (βλ.παραπάνω με πράσινο χρώμα) οι οποίες καθιστούν την ερμηνεία του προβληματική. Ορισμένοι μελετητές παραλείπουν τις λέξεις [concerning mortal things] καθώς γίνεται δύσκολα αντιληπτή η σύνδεσή τους με τις προηγούμενες, ενώ άλλοι τις διατηρούν εικάζοντας ως ευκολονόητο ότι η προσθήκη ενός «και» θα δημιουργούσε τον επιθυμητό συσχετισμό. Πρόσφατα η Laura Gemelli Marciano (10) πρότεινε ότι οι λέξεις θα έπρεπε να παραμείνουν αλλά άμεσα εξαρτημένες από την προηγηθείσα φράση κι όχι σε συσχετισμό μ᾽αυτήν, οπότε θα διαβαζόταν:

Concerning things that are not perceptible concerning mortals the gods have clarity, but insofar as it is possible for human beings to judge … (DK, B1)

Εφόσον θεωρήσουμε τον Αλκμαίωνα πρωτίστως ως ιατρό ή στοχαστή της ιατρικής παρά σαν κοσμολόγο, η φράση «things that are not perceptible concerning mortals» είναι πιθανό ν᾽αναφέρεται στο εσωτερικό του σώματος και τις κρυμμένες ασθένειες. Εδάφια σε ελληνικά ιατρικά κείμενα του 5ου αιώνα παρέχουν ξεκάθαρους παραλληλισμούς της δυσκολίας μας να γνωρίζουμε το σώμα μας, με αόρατες αρρώστιες. Το προκείμενο απόσπασμα αναφέρεται σε σπουδαστές της Ιατρικής και ο συσχετισμός του με ιατρικές πραγματείες υπαινίσσεται ότι με το τείχος των δυσκολιών να υψώνεται στα ζητήματα αυτά, ο Αλκμαίων ενδέχεται να αποπειράθηκε να διαβεβαιώσει για τη δυνατότητα υπερπήδησης του εμποδίου μέσω της κατάλληλης διδασκαλίας, αυτής που ακολουθούσε στο βιβλίο του.

Εφόσον αυτή η ερμηνεία του αποσπάσματος είναι ορθή, τότε δεν αφορά αποκλειστικά στα όρια της κατανόησης αλλά επίσης στην επιτυχία της διδακτικής μεθόδου, έναντι των προφανών περιορισμών που θέτει η ίδια η φύση στον άνθρωπο.
Εμπειρισμός και Κατανόηση

Σύμφωνα με τον Θεόφραστο, ο Αλκμαίων ήταν ο πρώτος Έλληνας στοχαστής που διέκρινε την αισθητήρια αντίληψη από τη νόηση και χρησιμοποίησε αυτόν το διαχωρισμό για να ξεχωρίσει τα ζώα, που έχουν μόνο αισθητηριακή αντίληψη, από τους ανθρώπους οι οποίοι διαθέτουν επιπροσθέτως, κατανόηση. Είναι επίσης ο πρώτος που διατείνεται ότι ο εγκέφαλος αποτελεί το κέντρο των αισθήσεων και της σκέψης. Ωστόσο δεν υπάρχει ρητή απόδειξη για το τι εννοούσε ο Αλκμαίων με τη λέξη κατανόηση, μετάφραση από την πρωτότυπη suniêmi, η οποία στις πρώιμες χρήσεις της ερμηνευόταν συνήθως ως ενοποίηση [to bring together] και κατά συνέπεια είναι πιθανό ο Αλκμαίων απλά να εννοούσε ότι οι άνθρωποι ήταν ικανοί να συνδέουν τις πληροφορίες που παρέχουν οι αισθήσεις με τρόπο αδύνατο για τα ζώα.

Ωστόσο τα ζώα διαθέτουν επίσης εγκέφαλο κι έτσι φαινομενικά ίσως έχουν την ικανότητα απλών συσχετισμών των διάφορων αισθητηριακών ερεθισμάτων, ενώ αντίστοιχα οι άνθρωποι μπορούν να εξάγουν συμπεράσματα και να κρίνουν, δράσεις που εύλογα χαρακτηρίζουν τη νοημοσύνη τους. Μάλλον οφείλουμε να χρησιμοποιήσουμε ένα εδάφιο από τον Πλατωνικό διάλογο Φαίδων [96a-b, βλ. παρακάτω], ώστε να επεξηγήσουμε περαιτέρω την επιστημολογία του Αλκμαίωνα. Το απόσπασμα αποτελεί μέρος της αναφοράς του Σωκράτη στην αγάπη που έτρεφε από παιδί για τις φυσικές επιστήμες και την διερεύνηση ερωτημάτων όπως, το αν είναι το αίμα, ο αέρας ή η φωτιά, αυτά που μας κάνουν να σκεφτόμαστε. Αναφέρει επίσης ότι ο εγκέφαλος μας παρέχει τις αισθήσεις της ακοής, όρασης και όσφρησης.

Αυτό συνάδει με τη θεώρηση του Αλκμαίωνα για τον εγκέφαλο ως κεντρικού αισθητηρίου οργάνου και παρόλο που δεν τον ονοματίζει, αρκετοί μελετητές πιστεύουν θα πρέπει ν᾽αναφέρεται σ᾽αυτόν. Ο Σωκράτης συνδέει την άποψή του για τον εγκέφαλο με την εμπειρική επιστημολογία, την οποία θα υιοθετήσει αργότερα ο Αριστοτέλης [βλ.παρακάτω]. Αυτή η επιστημολογία περιλαμβάνει τρία στάδια: αρχικά ο εγκέφαλος παρέχει τις αισθήσεις της ακοής, όρασης και όσφρησης, στη συνέχεια από αυτές ξεπηδούν μνήμες και γνώμες και τελικά όταν αυτές σταθεροποιούνται, αναδύεται η γνώση. Ορισμένοι ακαδημαϊκοί εικάζουν ότι η επιστημολογία αυτή ανήκει εξ᾽ολοκλήρου στον Αλκμαίωνα, ενώ άλλοι σημειώνουν επιφυλακτικά ότι έχουμε σαφείς ενδείξεις μόνο για το ότι έκανε το πρώτο βήμα.

[Φαίδων 96a-b] Ο Σωκράτης τότε σιώπησε για αρκετή ώρα, απορροφήθηκε στις σκέψεις του και είπε: Το πράγμα που ζητάς Κέβη, δεν είναι ασήμαντο· διότι πρέπει να εξετάσουμε διεξοδικά την αιτία της γένεσης και φθοράς. Εγώ λοιπόν, αν θέλεις, θα σου αναπτύξω όσα έχω πάθει σχετικά μ᾽αυτά· έπειτα, αν σου φαίνεται κάτι απ᾽ όσα λέω χρήσιμο, θα τα χρησιμοποιήσεις για να πείσεις άλλους για όσα λες. — Το θέλω βέβαια, είπε ο Κέβης. ― Άκουγε λοιπόν, επειδή θα σου τα πώ. Εγώ, Κέβη, όταν ήμουν νέος, είχα πολύ μεγάλη επιθυμία να αποκτήσω τη σοφία εκείνη που την ονομάζουν γνώση της φύσης· η γνώση αυτή μου φαινόταν εξαιρετική, δηλαδή το να ξέρω γιατί γίνεται, γιατί καταστρέφεται και γιατί υπάρχει το καθετί. Πολλές φορές έκανα άνω κάτω τον εαυτό μου, καθώς εξέφραζα τα ακόλουθα: Άραγε, όταν το θερμό και το ψυχρό επενεργούν σε κάποια σαπισμένη ύλη, όπως έλεγαν κάποιοι, τότε γεννιούνται και αναπτύσσονται ζωντανοί οργανισμοί; Και τι είναι εκείνο που μας κάνει να σκεφτόμαστε, το αίμα ή ο αέρας ή η φωτιά; Ή δεν είναι τίποτε από όλα αυτά, αλλ´είναι ο εγκέφαλος εκείνος που δίνει τις αισθήσεις της ακοής, της όρασης και της όσφρησης, και από αυτές δημιουργείται η μνήμη και η γνώμη, και από τη μνήμη και τη γνώμη, όταν σταθεροποιηθούν, δημιουργείται η έγκυρη γνώση;

 Πλάτων Φαίδων

[Αριστοτέλης, Αναλυτικά ύστερα, βιβλίο 2ο, 100a-b] Ἐκ μὲν οὖν αἰσθήσεως γίνεται μνήμη, ὥσπερ λέγομεν, ἐκ δὲ μνήμης πολλάκις τοῦ αὐτοῦ γινομένης ἐμπειρία· αἱ γὰρ πολλαὶ μνῆμαι τῷ ἀριθμῷ ἐμπειρία μία ἐστίν. ἐκ δ’ ἐμπειρίας ἢ ἐκ παντὸς ἠρεμήσαντος τοῦ καθόλου ἐν τῇ ψυχῇ, τοῦ ἑνὸς παρὰ τὰ πολλά, ὃ ἂν ἐν ἅπασιν ἓν ἐνῇ ἐκείνοις τὸ αὐτό, τέχνης ἀρχὴ καὶ ἐπιστήμης, ἐὰν μὲν περὶ γένεσιν, τέχνης, ἐὰν δὲ περὶ τὸ ὄν, ἐπιστήμης. οὔτε δὴ ἐνυπάρχουσιν ἀφωρισμέναι αἱ ἕξεις, οὔτ’ ἀπ’ ἄλλων ἕξεων γίνονται γνωστικωτέρων, ἀλλ’ ἀπὸ αἰσθήσεως, οἷον ἐν μάχῃ τροπῆς γενομένης ἑνὸς στάντος ἕτερος ἔστη, εἶθ’ ἕτερος, ἕως ἐπὶ ἀρχὴν ἦλθεν. ἡ δὲ ψυχὴ ὑπάρχει τοιαύτη οὖσα οἵα δύνασθαι πάσχειν τοῦτο. ὃ δ’ ἐλέχθη μὲν πάλαι, οὐ σαφῶς δὲ ἐλέχθη, πάλιν εἴπωμεν. στάντος γὰρ τῶν ἀδιαφόρων ἑνός, πρῶτον μὲν ἐν τῇ ψυχῇ καθόλου (καὶ γὰρ αἰσθάνεται μὲν τὸ καθ’ ἕκαστον, ἡ δ’ αἴσθησις τοῦ καθόλου [100b] ἐστίν, οἷον ἀνθρώπου, ἀλλ’ οὐ Καλλίου ἀνθρώπου)· πάλιν ἐν τούτοις ἵσταται, ἕως ἂν τὰ ἀμερῆ στῇ καὶ τὰ καθόλου, οἷον τοιονδὶ ζῷον, ἕως ζῷον, καὶ ἐν τούτῳ ὡσαύτως. δῆλον δὴ ὅτι ἡμῖν τὰ πρῶτα ἐπαγωγῇ γνωρίζειν ἀναγκαῖον· καὶ γὰρ ἡ αἴσθησις οὕτω τὸ καθόλου ἐμποιεῖ.

Εξάσκησε ο Αλκμαίων ανατομία;

Ο εμπειρισμός του, εκλήφθη κάποιες φορές ως απόρροια εμπειρίας από άσκηση της ιατρικής. Χαιρετίστηκε ως ο πρώτος που διενήργησε επέμβαση ανατομίας, αλλά η αναφορά αυτή βασίστηκε σε πλημμελή ανάγνωση των στοιχείων. Ο Χαλκίδιος (11), στη Λατινική μετάφραση και σχολιασμό του Τίμαιου, εξαίρει το έργο του Αλκμαίωνα όπως επίσης των Καλλισθένη και Ηροφίλου (12), για την ανάδειξη αρκετών λεπτομερειών σχετικών με τη φύση του ματιού. Τα περισσότερα από αυτά που περιγράφει ο Χαλκίδιος ωστόσο, είναι ανακαλύψεις του Ηροφίλου, περίπου δύο αιώνες μετά τον Αλκμαίωνα. Τα μόνα εύλογα συμπεράσματα που προκύπτουν από το απόσπασμα είναι η χειρουργική αφαίρεση ματιού από ζώο και η παρατήρηση των πόρων (δίαυλοι όπως για παράδειγμα το οπτικό νεύρο) που ξεκινούν από το μάτι με κατεύθυνση τον εγκέφαλο. Η αφήγηση του Θεοφράστου για την θεωρία των αισθήσεων του Αλκμαίωνα υπονοεί ότι υπήρχαν παρόμοια κανάλια που συνέδεαν κάθε αίσθητήριο όργανο με τον εγκέφαλο:

«Όλες οι αισθήσεις συνδέονται κάπως με τον εγκέφαλο. Κατά συνέπεια, αποδυναμώνονται όταν αυτός παρενοχλείται ή αλλάζει τόπο, επειδή επειδή έτσι διακόπτεται η λειτουργία των καναλιών μέσω των οποίων λειτουργεί».

Εντούτοις δεν υφίστανται αποδείξεις ότι ο Αλκμαίων εξέτασε διεξοδικά το ίδιο το μάτι ή απλά έκανε ανατομία στο κρανίο με σκοπό να ιχνηλατίσει την πορεία του οπτικού νεύρου προς τον εγκέφαλο. Οι περιγραφές του για τις άλλες αισθήσεις δεν υπαινίσσονται καν επεμβάσεις ανατομίας, οπότε τεκμαίρειται ότι δεν έκανε. Το συμπέρασμά για τη σύνδεση των αισθήσεων με τον εγκέφαλο ενδέχεται να προέκυψε μόνο από την αφαίρεση του ματιού και τη γενική παρατήρηση ότι τα αισθητήρια όργανα για την όραση, ακοή και όσφρηση, βρίσκονται στο κεφάλι και φαινομενικά συνδέονται μέσω περασμάτων κατευθείαν με το εσωτερικό του εγκεφάλου. Έκπληξη προκαλεί το γεγονός ότι ο Αλκμαίων πουθενά δεν αναφέρεται στην αφή, τη μόνη αίσθηση που δε συνδέεται αποκλειστικά με το κεφάλι.

Επομένως θα ήταν σοβαρό ατόπημα να υποστηρίξουμε ότι πρωτοστάτησε στην ανακάλυψη και την εξέλιξη της ανατομίας, μιας και δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία για συστηματική χρήση της ή έστω ότι έκανε κάτι παραπάνω από απλή εξαγωγή ματιού.
Αισθητηριακή αντίληψη

Ο Θεόφραστος υποστηρίζει ότι ο Αλκμαίων δεν ερμήνευσε τις αισθήσεις μέσω της αρχής των ομοίων (13) (σύμφωνα με την οποία, γνωρίζουμε τα όμοια μέσω των ομοίων ) η οποία ήταν ευρέως αποδεκτή από αρκετούς πρώιμους Έλληνες στοχαστές.

Δυστυχώς, πέραν της διαπίστωσης αυτής, δε μας παρέχει πληροφορίες για το πώς πίστευε ότι λειτουργούσαν οι αισθήσεις. Ο Αλκμαίων ερμήνευσε με αρκετά υποτυπώδεις περιγραφές καθεμία απο τις επιμέρους αισθήσεις πλην της αφής. Θεωρούσε ότι το μάτι απαρτίζεται από νερό και φωτιά ενώ η όραση επιτυγχάνεται εφόσον κάποιο αντικείμενο αντικατοπτρισθεί (ἀνταυγεῖ) στο αστραφτερό και ημιδιάφανο μέρος του. Η ακοή προκύπτει όταν εξωτερικό ερέθισμα συλλεχθεί από το εξωτερικό μέρος του αυτιού και διαμέσου του κενού περάσει στο εσωτερικό, το οποίο με τη σειρά του το μετέφερει στον εγκέφαλο. Η γεύση εκδηλώνεται με τη βοήθεια της γλώσσας, η οποία μαλακή και ζεστή όπως είναι, διαλύει τα πράγματα κι εξαιτίας της απαλής υφής της λαμβάνει και μεταδίδει την αίσθηση. Η όσφρηση, η απλούστερη όλων, δημιουργείται τη στιγμή που εισπνέουμε, από τη μεταφορά της ανάσας στον εγκέφαλο [για αναλυτική παρουσίαση των αισθήσεων βλ. Παράθεμα].

Η αθανασία της ψυχής

Ο Αλκμαίων ανέπτυξε το πρώτο επιχείρημα περί αθανασίας της ψυχής αλλά οι ενδείξεις που αφορούν σ᾽αυτό διαφέρουν ελαφρώς μεταξύ τους και φαίνεται ότι το είχε αναλάβει και αναπτύξει ο Πλάτων, με αποτέλεσμα να είναι πολύ δύσκολο να αναδομηθεί το σκεπτικό του Αλκμαίωνα. Οι Μπαρνς (14) και Χάνκινσον (15) παρέχουν την πιό ενδελεχή ανάλυση. Αφετηρία του Αλκμαίωνα φαίνεται να ήταν η υπόθεση ότι η ψυχή βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση. Η εικασία ότι το ακατέργαστο αυτό επιχείρημα οφείλεται στην αναλογία (η ψυχή μοιάζει με τα ουράνια σώματα -τα οποία ο Αλκμαίωνας λόγιζε ως θεία κι αθάνατα- και η κίνησή της προκύπτει από την αέναη δική τους) που του αποδίδει ο Αριστοτέλης, φαντάζει ακραία και ξεκάθαρα εσφαλμένη καθώς συμπεραίνει ότι αυτά που έχουν κάποιο κοινό χαρακτηριστικό, θα μοιάζουν και σε όλα τα υπόλοιπα.

[405a.29] παραπλησίως δὲ τούτοις καὶ Ἀλκμαίων ἔοικεν ὑπολαβεῖν περὶ ψυχῆς· φησὶ γὰρ αὐτὴν ἀθάνατον εἶναι διὰ τὸ ἐοικέναι τοῖς ἀθανάτοις· τοῦτο δ’ ὑπάρχειν αὐτῇ ὡς ἀεὶ κινουμένῃ· κινεῖσθαι γὰρ καὶ τὰ θεῖα πάντα συνεχῶς [405b] ἀεί, σελήνην, ἥλιον, τοὺς ἀστέρας καὶ τὸν οὐρανὸν ὅλον.

Αριστοτέλης Περί ψυχής Α᾽

Η εκδοχή της δοξογραφικής παράδοσης είναι κάπως καλύτερη. Ο Αλκμαίων θεωρεί ότι εγγενές χαρακτηριστικό της ψυχής είναι η συνεχής κίνηση και κατά συνέπεια η αθανασία και η ομοιότητα με το θείο που όμως δεν προκύπτει ως συμπέρασμα, αλλά αποτελεί απλή ενδεικτική σύγκριση. Ο πυρήνας του επιχειρήματος βρίσκεται στην επιτακτική αλήθεια της αθανασίας όλων των διαρκώς κινουμένων.

Από εκεί ξεκινά ο Πλάτων τη δική του επιχειρηματολογία περί αθανασίας της ψυχής στον Φαίδρο, αλλά πόσα σημεία της ανάλυσής του αντιστοιχούν στον Αλκμαίωνα;

Πλάτων, Φαίδρος [245c]

παρὰ θεῶν ἡ τοιαύτη μανία δίδοται· ἡ δὲ δὴ ἀπόδειξις ἔσται

δεινοῖς μὲν ἄπιστος, σοφοῖς δὲ πιστή. δεῖ οὖν πρῶτον ψυχῆς

φύσεως πέρι θείας τε καὶ ἀνθρωπίνης ἰδόντα πάθη τε καὶ

ἔργα τἀληθὲς νοῆσαι· ἀρχὴ δὲ ἀποδείξεως ἥδε.

Ψυχὴ πᾶσα ἀθάνατος. τὸ γὰρ ἀεικίνητον ἀθάνατον· τὸ

δ’ ἄλλο κινοῦν καὶ ὑπ’ ἄλλου κινούμενον, παῦλαν ἔχον

κινήσεως, παῦλαν ἔχει ζωῆς. μόνον δὴ τὸ αὑτὸ κινοῦν, ἅτε

οὐκ ἀπολεῖπον ἑαυτό, οὔποτε λήγει κινούμενον, ἀλλὰ καὶ

τοῖς ἄλλοις ὅσα κινεῖται τοῦτο πηγὴ καὶ ἀρχὴ κινήσεως.

Εμείς όμως, σε ό,τι μας αφορά, θα αποδείξουμε το αντίθετο, δηλαδή ότι μια τέτοια μανία δίνεται από τους θεούς προκειμένου να φέρει τη μεγαλύτερη ευτυχία· και η απόδειξη δε θα γίνει πιστευτή από εκείνους που απλώς είναι ιδιαίτερα εύστροφοι, ενώ την ίδια, θα την πιστέψουν οι πραγματικοί σοφοί. Πρέπει, λοιπόν, πρώτα, να συλλάβουμε την αλήθεια σχετικά με την ψυχή, τη θεϊκή και την ανθρώπινη, εξετάζοντας πώς πάσχει και πώς ενεργεί. Και η απόδειξη αρχίζει ως ακολούθως: Κάθε ψυχή είναι αθάνατη. Γιατί εκείνο που κινείται πάντα είναι αθάνατο, ενώ εκείνο που κινεί ένα άλλο και κινείται από άλλο, εφόσον έχει τέλος ως προς την κίνηση του, έχει τέλος και ως προς τη ζωή του. Μόνον εκείνο που κινείται από μόνο του, αφού δεν εγκαταλείπει τον εαυτό του, δεν παύει ποτέ να κινείται, και είναι μάλιστα το ίδιο η αρχή και η προέλευση της κίνησης για όσα από τα άλλα κινούνται.

Πλάτων Φαίδρος

Ο Πλάτων δεν κάνει εδώ αναφορά στον Αλκμαίωνα, ενώ σοβαρά ζητήματα εξακολουθούν να υπάρχουν γι αυτόν ακόμη και σ᾽αυτή την πιο εκλεπτυσμένη εκδοχή της επιχειρηματολογίας. Ενδεχομένως θα μπορούσαμε εύκολα ν᾽ αναγνωρίσουμε αυτά που έχουν ψυχή, δηλαδή τα έμβια και αυτά που μπορούν να κινήσουν τον εαυτό τους, συμπεραίνοντας ότι οι ψυχές είναι αυτές που προκαλούν την κίνηση και κατά συνέπεια (αρχή της αιτιότητας) θα πρέπει να βρίσκονται στην ίδια κατάσταση. Αλλά γιατί ο Αλκμαίων να υποθέσει ότι ψυχή πρέπει να κινείται συνεχώς κι εντέλει τι είδους κίνηση είναι αυτή που της αποδίδει;

Μια λογική εικασία θα ήταν ότι η κίνηση της ψυχής οφείλεται στη σκέψη, αλλά στο πρώιμο αυτό στάδιο για την ελληνική διανόηση, είναι πιθανότερο ο Αλκμαίων να θεώρησε ότι εφόσον μπορούσε να προκαλέσει κίνηση στο χώρο, θα έπρεπε να ήταν αυτοκινούμενη. Ο Πλάτων περιγράφει την ψυχή ν᾽ απαρτίζεται από δύο κύκλους, αντίθετα κινούμενους σε μίμηση της κίνησης απλανών αστέρων και πλανητών, οι οποίοι σχηματίζουν αυτό που εμείς αποκαλούμε κεφάλι, το ιερότερο μέρος του ανθρωπίνου σώματος που εξουσιάζει τα πάντα σε αυτό. Η εικόνα της ψυχής να περιφέρεται όπως τα ουράνια σώματα στο θόλο ενός πλανηταρίου (κεφάλι) είναι δάνειο από τον Αλκμαίωνα σύμφωνα με τους Μπαρνς και Σκεμπ (16).

[Πλάτων Τίμαιος 44d] Οι Θεοί λοιπόν απομιμηθέντες το σχήμα του παντός, το οποίον είναι στρογγύλον, συνέδεσαν τους θείους κύκλους, οίτινες είναι δύο, εις έν σφαιροειδές σώμα, τούτο όπερ τώρα καλούμεν κεφαλήν και είναι το θειότατον πάντων των εν ημίν πραγμάτων και εξουσιάζει πάντα.

Σε άλλο απόσπασμα ο Αλκμαίων φέρεται ότι υποστηρίζει:

«Τα ανθρώπινα όντα αφανίζονται επειδή δεν είναι σε θέση να συναρμόσουν την αρχή με το τέλος τους»

Εκ πρώτης όψεως ο ισχυρισμός αυτός φαίνεται αντίθετος με την πεποίθησή του για την αιώνια ύπαρξη της ψυχής. Πιθανόν, ωστόσο, να διαχώριζε την ανθρώπινη ύπαρξη σε φθαρτό σώμα και άφθαρτη ψυχή. Δεν διασώζεται κάποιο στοιχείο για το τι πίστευε ο Αλκμαίων ότι συνέβαινε στην ψυχή όταν το σώμα χανόταν.

Μήπως ασπαζόταν τις πεποιθήσεις των Πυθαγορείων περί μετενσάρκωσης; Η ξεκάθαρη διάκριση ανάμεσα στα ζώα και τους ανθρώπους ενδέχεται ν᾽ απαντά αρνητικά. Ίσως είχε τη γνώμη ότι η ψυχή ακολουθούσε άλλες αιώνιες ουράνιες υπάρξεις. Το κύριο νόημα του εδαφίου μπορεί να είναι ότι ενώ τα ουράνια σώματα ενώνουν μέσω της κυκλικής τους κίνησης την αρχή με το τέλος, οι άνθρωποι δεν μπορούν να κάνουν το ίδιο για τα γηρατειά και τη βρεφική ηλικία καθώς η ανθρώπινη ζωή δεν έχει κυκλική δομή. Μπορούμε ακόμη να υποθέσουμε ότι η ψυχή προσπαθεί να εμφυσήσει στο σώμα ικανότητα παρόμοια με τη δική της, αλλά τελικά αποτυγχάνει.
Ιατρικές αντιλήψεις

Υγεία και ασθένεια

Σε κάποιο άλλο απόσπασμα ο Αλκμαίων υποστηρίζει ότι η ισότητα των δυνάμεων (που διέπουν το σώμα) διατηρεί την υγεία ενὠ η επικράτηση μιάς από αυτές παράγει ασθένεια. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για απόσπασμα αλλά για μαρτυρία στην οποία η γλώσσα που χρησιμοποιείται προέρχεται είναι πιθανότερο να προέρχεται από τη δοξογραφική παράδοση, παρά από τον ίδιο.

Η αναφορά συνεχίζει με την πεποίθηση του ότι η ασθένεια προκύπτει όταν διαταράσσεται η ισορροπία μεταξύ θερμού και ψυχρού, η οποία με τη σειρά της οφείλεται σε υπερβολική ή ανεπαρκή διατροφή και πρωτοεμφανίζεται στο αίμα, τον μυελό ή τον εγκέφαλο. Μπορεί επίσης να προκληθεί από εξωτερικούς παράγοντες, όπως νερό, ενδιαίτημα, μόχθος ή κακοποίηση.

Η ιδέα της υγείας εξαρτημένης από την ισορροπία αντίθετων παραγόντων του οργανισμού είναι κοινός τόπος για τους Έλληνες συγγραφείς της ιατρικής. Παρόλο που ο Αλκμαίων είναι η πλέον πρώιμη προσωπικότητα που της αποδίδεται τέτοια αντίληψη για την υγεία, θα μπορούσε κάλλιστα να μην πρόκειται για αυθεντική θέση του, αλλά για δάνειο από την προϋπάρχουσα ιατρική παράδοση στον Κρότωνα. Ίσως αυτό που κάνει τον Αλκμαίωνα διακριτό, είναι η χρήση της πολιτικής αλληγορίας και πλείστοι των ερευνητών συγκλίνουν στην άποψη ότι η ορολογία της (ισονομία, μοναρχία) κατευθύνει σ᾽ αυτόν. Πράγματι, αυτοί οι όροι δεν απαντώνται πουθενά αλλού στην ιατρική παράδοση της Ελλάδος.

Όπως ακριβώς ο Αναξίμανδρος εξηγεί την κοσμική τάξη από τη σκοπιά της εφαρμοσμένης δικαιοσύνης στις πόλεις-κράτη, έτσι κάνει κι ο Αλκμαίων για την τάξη του ανθρωπίνου σώματος. Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η ισονομία [(ἴσα νέμω) η πρώτη σημασία της λέξης είναι δίκαιη (ίση) διανομή (λαφύρων, δικαιωμάτων κτλ)] δεν είναι κάποια συγκεκριμένη μορφή διακυβέρνησης, αλλά κριτήριο με βάση το οποίο αυτή αξιολογείται.

Εφαρμόζεται κυρίως σε δημοκρατικά πολιτεύματα αλλά και σε μετριοπαθείς ολιγαρχίες με δημοκρατικά χαρακτηριστικά.

[Ηροδότου, Ιστορίαι Βιβλίο 3 §80.3,6] Πώς λοιπόν μπορεί να είναι κάτι πρόσφορο η μοναρχία, όπου επιτρέπεται στον ανεύθυνο να κάνει αυτά που θέλει; Σίγουρα, ακόμη και ο καλύτερος απ᾽ όλους τους ανθρώπους, αν αποκτήσει τέτοια εξουσία, θα πάψει πια να σκέπτεται με τον ίδιο τρόπο. Από τα αγαθά που έχει στα χέρια του, γεννιέται μέσα του η αλαζονεία, και όσο για τον φθόνο, είναι έμφυτος στον άνθρωπο από την αρχή. [3.80.6] Αλλά η λαϊκή εξουσία πρώτα πρώτα έχει το καλύτερο όνομα: ισονομία, κι έπειτα δεν κάνει τίποτε απ᾽ όσα κάνει ο μονάρχης· τα αξιώματά της απονέμονται με κλήρο, έχει υπεύθυνη κυβέρνηση, και τις αποφάσεις όλες τις παρουσιάζει μπροστά στο λαό. Κάνω λοιπόν την πρόταση ν᾽ αφήσουμε κατά μέρος τη μοναρχία, και ν᾽ αναθέσουμε την εξουσία στον λαό — γιατί στον λαό βρίσκεται το παν». Αυτήν λοιπόν την πρόταση έκανε ο Οτάνης.

[Θουκυδίδου, Ιστορίαι Βιβλίο 3 §62.3-4] «Το πολίτευμα, τωόντι, της πόλεώς μας ούτε συνταγματική ολιγαρχία ήτο τότε, ούτε δημοκρατία, αλλά τα πράγματα διείπεν όμιλος ολίγων δεσποτών, πράγμα, το οποίον είναι εναντιώτατον και προς τους νόμους και προς την ορθήν σύνταξιν της πολιτείας και πλησιέστατον προς την τυραννίδα. Και οι ολίγοι αυτοί, πιστεύσαντες ότι θέλουν ενισχύσει την εξουσίαν των έτι μάλλον, εάν επεκράτουν οι Πέρσαι, τους προσεκάλεσαν, σιυγκρατήσαντες τον λαόν δια της σκαιάς βίας. Η πόλις ως σύνολον, πράττουσα τούτο, δεν ήτο δέσποινα εις τον ίδιον αυτής οίκον, ούτε είναι δίκαιον να την ονειδίζη κανείς δια σφάλματα, εις τα οποία υπέπεσεν όταν δεν εκυβερνατο συμφώνως προς τους νόμους της»

Παρόλο που σημαντικός αριθμός μελετητών αντιτέθηκαν στην εφαρμογή της ισονομίας αποκλειστικά στην αριστοκρατία ως επιδίωξη ισότητας στους κόλπους τους σε αντίθεση με κάποιο τυρρανικό καθεστώς, ένας από τους πιό ένθερμους υποστηρικτές της άποψης λίγο αργότερα εγκατέλειψε τη θέση αυτή και καταδεικνύει ως το πιο πιθανό ο όρος ισονομία ν᾽αναδύθηκε μαζί με τη ριζοσπαστική δημοκρατία στην Αθήνα του προχωρημένου 6ου αιώνα και να εφαρμοζόταν δευτερευόντως προς μετριασμό της δριμύτητας των ολιγαρχιών. Άραγε η χρήση του όρου απ᾽τον Αλκμαίωνα να επιλέχθηκε απλά ως παραστατικό παράδειγμα για την ισορροπία των δυνάμεων που απαιτείται για τη σωματική υγεία ή υπαινισσόταν την συμπάθειά του προς τη ριζοσπαστική δημοκρατία; Άμεσες ενδείξεις για τις πολιτικές απόψεις του Αλκμαίωνα δεν έχουμε. Ωστόσο, ο Αριστοτέλης τονίζει τον αόριστο αριθμό εναντίων ζευγών που θεωρεί ότι επενεργούν στο ανθρώπινο σώμα σε αντίθεση με τα δέκα συγκεκριμένα των Πυθαγορείων, γεγονός που υπονοεί ότι το πολιτικό «σώμα» για τον Αλκμαίωνα δεν ήταν η ολιγαρχία με καθορισμένο αριθμό συμμετεχόντων, αλλά η δημοκρατία η οποία απένεμε ισότητα σε όλα τα «ενάντια».

Ύπνος, Εμβρυολογία και Χρήση της Αναλογίας

Ο Αλκμαίων πρώτος διατύπωσε σειρά ζητημάτων περί φυσιολογίας ανθρώπων και ζώων η οποία έμελλε αργότερα ν᾽αποτελέσει παρακαταθήκη προβληματισμού για κάθε στοχαστή. Έτσι διαμορφώθηκε η αρχική τράπεζα θεμάτων για την Ελληνική φυσιολογία. Ο ύπνος οφείλεται στην απομάκρυνση του αίματος από την επιφάνεια του σώματος προς τα μεγαλύτερα αιμοφόρα αγγεία, σύμφωνα με τον Αλκμαίωνα, ενώ όταν πλημμυρίζει το σώμα ξανά, ξυπνάμε. Ο θάνατος επέρχεται εφόσον το αίμα αποτραβηχθεί ολοκληρωτικά. Σχολιαστές του Ιπποκράτη και του Αριστοτέλη, φαίνεται να είχαν υιοθετήσει την περιγραφή του Αλκμαίωνα για τον ύπνο. Ωστόσο, είναι μάλλον απίθανο να γνώριζε τη διάκριση μεταξύ φλεβών και αρτηριών, όπως υποστήριζαν κάποιοι, αλλά ενδέχεται να είχε παρατηρήσει τη διαφορά των αγγείων στα ενδότερα του σώματος με τα μικρότερα πλησίον του δέρματος.

Σε αντίθεση με την παραδοσιακή ελληνική άποψη η οποία θεωρούσε τον πατέρα ως μοναδικό πάροχο σπέρματος και μάλλον είχε υιοθετηθεί από τον Αριστοτέλη, ο Αλκμαίων ίσως πίστευε ότι αμφότεροι οι γονείς διαθέτουν σπέρμα και το φύλο του παιδιού καθορίζεται από την ποσότητα που συνεισφέρει ο καθένας. Το δε σπέρμα, σχηματίζεται στον εγκέφαλο. Πρόσφατα υποστηρίχθηκε ωστόσο, ότι η μοναδική πηγή αναφοράς για τις παραπάνω απόψεις, ο Κενσορίνος, ήταν λανθασμένη και ότι ενώ ο Αλκμαίων πίστευε στη συμμετοχή αρσενικού και θηλυκού για την τεκνοποίηση, μόνο ο άντρας έδινε το σπέρμα του ενώ η γυναίκα συνεισέφερε τα έμμηνα.

Σύμφωνα με κάποια μαρτυρία, ο Αλκμαίων θεωρούσε ότι το πρώτο μέρος του εμβρύου που ανταπτυσσόταν ήταν το κεφάλι, παρόλο που σε κάποια άλλη φέρεται να καταθέτει την απόλυτη άγνοιά του για το θέμα αυτό, εξαιτίας της γενικότερης αδυναμίας μας να αντιληφθούμε τι ακριβώς συμβαίνει με το έμβρυο. Αυτές οι αναφορές δεν είναι ασυνεπείς και συμπορεύονται με την επιστημολογία στην αρχή του βιβλίου του. Εύλογα υποθέτουμε τη θεώρηση της ανάπτυξης του εμβρύου ως γεγονός αδιόρατο, για το οποίο δε μπορούμε να έχουμε συγκεκριμένη γνώση. Από την άλλη πλευρά μπορεί να είχε θεωρηθεί λογικό το συμπέρασμα ότι το μέρος του σώματος το οποίο αναλαμβάνει μετέπειτα τον έλεγχό του στη ζωή, για παράδειγμα ο εγκέφαλος, αναπτύσσεται πρώτο στη μήτρα. Η συνδρομή της ανατομίας στην περίπτωση αυτή είναι πρόδηλη και η παράλειψη του να επικαλεσθεί σχετική επέμβαση σε ζώα για επιβεβαίωση των ισχυρισμών του, αποτελεί περαιτέρω απόδειξη ότι δε συνήθιζε να τη χρησιμοποιεί μεθοδικά.

Ο Αλκμαίων, πέρα από ανθρώπους μελέτησε ζώα και φυτά. Έδωσε κάποια εξήγηση για τη στειρότητα των μουλαριών και εφόσον πιστέψουμε τον Αριστοτέλη, θεωρούσε ότι οι κατσίκες ανέπνεαν από τ᾽αυτιά τους. Το πιο σημαντικό ήταν η χρήση αναλογιών από φυτά και ζώα για την ανάπτυξη επιχειρημάτων αναφορικά με την ανθρώπινη φυσιολογία. Έτσι, το ηβικό τρίχωμα που αναπτύσσεται όταν οι αρσενικοί άνθρωποι πρόκειται να παράξουν σπέρμα για πρώτη φορά στην ηλικία των δεκατεσσάρων ετών, είναι ανάλογη με την ανθοφορία των φυτών πριν σποριάσουν· το γάλα στα θηλαστικά αναλογεί με το ασπράδι στα αυγά των πτηνών. Το έμβρυο στη μήτρα απορροφά θρεπτικά συστατικά μέσω ολόκληρου του σώματός του, παρόλο που άλλη αναφορά υποστηρίζει ότι τρέφεται από το στόμα. Εντούτοις, το κείμενο της τελευταίας ίσως έπρεπε να διορθωθεί και το στόματι να γίνει σώματι ώστε ν᾽ απομακρυνθεί η αντίφαση. Αναλογίες όπως οι παραπάνω, έμελλε να γίνουν βασικά στοιχεία μεταγενέστερων πραγματειών στη βιολογία, παράδοση στην οποία ο Αλκμαίων πρωτοστατεί.

Κοσμολογία

Αστρονομία

Όπως επισημάθηκε αρχικά, αμφισβητείται σθεναρά το εάν και σε ποιό βαθμό ο Αλκμαίων υιοθετούσε την τυπική προσωκρατική κοσμοαντίληψη. Σίγουρα τα αποδεικτικά στοιχεία είναι πενιχρά. Υπάρχουν τρείς αναφορές στην αστρονομική του θεωρία. Φέρεται να έχει αναγνωρίσει την κίνηση των πλανητών από τη δύση πρός την ανατολή, αντίθετα με αυτήν των απλανών αστέρων. Ορισμένοι αμφισβητούν ότι παρόμοια γνώση ήταν διαθέσιμη στις αρχές του 5ου αιώνα. Άλλοι υποστηρίζουν ότι ο Αναξιμένης, το δεύτερο μισό του 6ου αιώνα, είχε ήδη διακρίνει τους απλανείς αστέρες καρφωμένους στον παγωμένο θόλο του ουρανού, από τους πλανήτες που αιωρούνταν σαν φτερά στον αέρα. Η πεποίθηση του Αλκμαίωνα ότι ο ήλιος είναι επίπεδος, αποτελεί μία ακόμη πιθανή σύνδεση με τον Αναξιμένη ο οποίος είχε υποστηρίξει ότι ήταν επίπεδος σαν φύλλο. Μια τελευταία ομοιότητα με την Ιωνική αστρονομία βρίσκεται στη συμφωνία του Αλκμαίωνα με τον Ηράκλειτο ότι οι σεληνιακές εκλείψεις ήταν δυνατόν να εξηγηθούν με την περιστροφή ενός σφαιρικού φεγγαριού. Όπως θα περίμενε κανείς ωστόσο η σελήνη ίσως αναμενόταν να είναι επίπεδη όπως ο ήλιος.

Ενάντια

Παρουσίασε άραγε ο Αλκμαίων κοσμογονία ή κοσμολογία με όρους αλληλεπίδρασης των εναντίων ζευγών; Τέτοια κοσμολογία θα μπορούσε να ειδωθεί σαν μια ακόμη σύνδεση με προγενέστερες εικασίες στην Ιωνία, αφότου ο κόσμος του Αναξιμάνδρου βασίστηκε στη δικαιοσύνη μεταξύ των αντικρουόμενων εναντίων. Πρώτος ο Αριστοτέλης παρέχει αρχικές αποδείξεις τέτοιου είδους κοσμοθεωρίας:

«ἕτεροι δὲ τῶν αὐτῶν τούτων τὰς ἀρχὰς δέκα λέγουσιν εἶναι τὰς κατὰ συστοιχίαν λεγομένας, πέρας [καὶ] ἄπειρον, περιττὸν [καὶ] ἄρτιον, ἓν [καὶ] πλῆθος, δεξιὸν [καὶ] ἀριστερόν, ἄρρεν [καὶ] θῆλυ, ἠρεμοῦν [καὶ] κινούμενον, εὐθὺ [καὶ] καμπύλον, φῶς [καὶ] σκότος, ἀγαθὸν [καὶ] κακόν, τετράγωνον [καὶ] ἑτερόμηκες· ὅνπερ τρόπον ἔοικε καὶ Ἀλκμαίων ὁ Κροτωνιάτης ὑπολαβεῖν, καὶ ἤτοι οὗτος παρ’ ἐκείνων ἢ ἐκεῖνοι παρὰ τούτου παρέλαβον τὸν λόγον τοῦτον· καὶ γὰρ [ἐγένετο τὴν ἡλικίαν] Ἀλκμαίων [ἐπὶ γέροντι Πυθαγόρᾳ,] ἀπεφήνατο [δὲ] παραπλησίως τούτοις· φησὶ γὰρ εἶναι δύο τὰ πολλὰ τῶν ἀνθρωπίνων, λέγων τὰς ἐναντιότητας οὐχ ὥσπερ οὗτοι διωρισμένας ἀλλὰ τὰς τυχούσας, οἷον λευκὸν μέλαν, γλυκὺ πικρόν, ἀγαθὸν κακόν, μέγα μικρόν. οὗτος μὲν οὖν ἀδιορίστως ἀπέρριψε περὶ τῶν λοιπῶν, οἱ δὲ Πυθαγόρειοι καὶ πόσαι καὶ τίνες αἱ ἐναντιώσεις ἀπεφήναντο».

Όμως, δε συγκρίνει τον Αλκμαίωνα με τους Ίωνες αλλά με ομάδα Πυθαγορείων οι οποίοι πρότειναν κατάλογο δέκα εναντίων ζευγαριών. Ο Αλκμαίων συμφωνεί με αυτούς στη θεώρηση των εναντίων ως αρχή που διέπει τα πράγματα. Ο Αριστοτέλης ωστόσο, παραπονείται για την απροσδιοριστία του Αλκμαίωνα ο οποίος αναφερόταν τυχαία σε λευκό-μαύρο, γλυκό-πικρό, καλό-κακό, μικρό-μεγάλο κι έκανε μόνο ασαφή σχόλια για τα υπόλοιπα ενάντια. Θα μπορούσε κάλλιστα για τον Αλκμαίωνα να κυριαρχούσε ο συσχετισμός αυτών των εναντίων με τις περιγραφές του για το ανθρώπινο σώμα. Ο λόγος του Αριστοτέλη υποστηρίζει κατά κάποιο τρόπο αυτή την υπόθεση όταν συνοψίζει την οπτική του Αλκμαίωνα: πολλά από τα ανθρώπινα είναι ζεύγη.

Ο Ισοκράτης λέει ότι ο Αλκμαίων, σε αντίθεση με τον Εμπεδοκλή, ο οποίος διατύπωσε τέσσερα στοιχεία, υποστήριζε ότι υπήρχαν μόνο δύο και με αντισυμβατική ματιά όριζε τη φωτιά και τη γή ως τέτοια. Οι περισσότεροι ερευνητές ωστόσο, ακολούθησαν το σκεπτικό του Αριστοτέλη, σύμφωνα με το οποίο ο Αλκμαίων θεωρούσε ότι το ανθρώπινο σώμα, όπως ενδεχομένως κι ο κόσμος, απαρτιζόταν από άπειρο αριθμό αντισταθμισμένων εναντίων. Κάποιοι εξέλαβαν την απροθυμία του να υιοθετήσει καθορισμένη ομάδα αντιθέτων ως αρετή και περαιτέρω ένδειξη του εμπειρισμού του, ο οποίος έτεινε ν᾽αποδεχτεί έναν κόσμο σε λιγότεξη τάξη από αυτή που προτείνουν θεωρητικά κατασκευάσματα, όπως ο κατάλογος των Πυθαγορείων.

Σπουδαιότητα κι επιρροή

Ο Αλκμαίων παραμελήθηκε κάπως από το πρόσφατο ακαδημαϊκό έργο για τις απαρχές της Ελληνικής φιλοσοφίας —για παράδειγμα αχνοφαίνεται στα έργα των Long (1999) και Taylor (1997) δύο από τις νεότερες επιτομές του θέματος, αλλά ο Guthrie (1962) και τελευταία ο Zhmud (2012) ξεδιπλώνουν τη σπουδαιότητά του. Φαίνεται να υπάρχουν αρκετοί λόγοι για την αμέλεια αυτή.

Πρώτον, τα διασωθέντα αποσπάσματα από το βιβλίο του Αλκμαίωνα προσφέρουν ελάχιστα στα μεταφυσικά ζητήματα των βασικών αρχών του κόσμου και της ύπαρξης, τα οποία έχουν κυριαρχήσει στη μελέτη των Προσωκρατικών. Δεύτερον, οι χρονολογικές αμφιβολίες και αυτές για τον πυρήνα των ερευνών του, κατέστησαν δύσκολη την ένταξή του στην ανάπτυξη της πρώιμης Ελληνικής σκέψης και τρίτον, η πιο ακριβής εκτίμηση για το πόσο χρησιμοποίησε μεθόδους ανατομίας, αποδυνάμωσε την αυθεντικότητα κάποιων υπερβολικών ισχυρισμών της πρώιμης βιβλιογραφίας.

Το εύρος της αυθεντικότητας και η βαρύτητα της επιρροής του, εξαρτώνται σε κάποιο βαθμό από τη χρονολόγησή του. Σύμφωνα με αναφορά για τη δράση του, ακραία χρονολογημένη (μετά το 450 π.Χ.) φαίνεται ν᾽ ασπάζεται τις χαρακτηριστικές απόψεις της εποχής αντί ν᾽ ανοίγει νέους δρόμους. Αν ήταν ενεργός στις αρχές του 5ου αιώνα, οι αντιλήψεις του θα ήταν πολύ πιο καινοτόμες. Το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης συνέγραψε ξεχωριστή πραγματεία αποκρινόμενος στον Αλκμαίωνα, συνηγορεί υπέρ της πρωτοτυπίας του.

Πιθανόν έπρεπε να θεωρηθεί πρωτοπόρος για την εφαρμογή πολιτικής αλληγορίας στην ισορροπία των εναντίων που απαρτίζουν το υγιές ανθρώπινο σώμα. Το φάσμα που κάλυπτε το έργο του στη βιολογία είναι αξιοσημείωτο για τις αρχές του 5ου αιώνα κι ενδεχομένως να πυροδότησε έμφαση για τα θέματα φυσιολογίας στην Ελληνική φιλοσοφία, η οποία δεν απαντάται στους Ίωνες φιλοσόφους όπως ο Αναξίμανδρος κι ο Αναξιμένης και ν᾽ άνοιξε το δρόμο για τους ύστερους Προσωκρατικούς. Λέγεται κάποιες φορές ότι η σύλληψη της ιδέας των πόρων, διαύλων μέσω των οποίων τα αισθητήρια όργανα συνδέονται με τον εγκέφαλο, επηρέασε τη θεωρία του Εμπεδοκλή για τους πόρους, αλλά το μόνο που μοιράζονται οι δύο θεωρίες είναι το όνομα. Για τον Εμπεδοκλή, όλα τα υλικά ενέχουν πόρους οι οποίοι καθορίζουν τις μεταξύ τους προσμίξεις. Τα αισθητήρια όργανα διαθέτουν επίσης πόρους, αλλά η λειτουργία τους δεν είναι η σύνδεση με την έδρα της νοημοσύνης (η οποία για τον Εμπεδοκλή είναι η καρδιά) αλλά ο προσδιορισμός ότι αυτά θα μπορούσαν να λάβουν τα ερεθίσματα που ξεπηδούσαν από τα εξωτερικά αντικείμενα.

Η επίδραση του Αλκμαίωνα είχε τρείς σημαντικές εκφάνσεις στην αρχαία Ελληνική γραμματεία:
Η ταυτοποίηση του εγκεφάλου με την έδρα της ανθρώπινης εφυίας, επηρέασε τον Φιλόλαο, την Ιπποκρατική πραγματεία Περὶ ἱερῆς νούσου και τον Πλάτωνα στον Τίμαιο (44d), αν και κάποιοι στοχαστές συμπεριλαμβανομένων των Εμπεδοκλή και Αριστοτέλη, εξακολουθούσαν να θεωρούν την καρδιά έδρα της αντίληψης και της νοημοσύνης.

Η εμπειρική επιστημολογία του ενδεχομένως κρύβεται πίσω από σπουδαία εδάφια του Πλάτωνα (Φαίδων 96b) και του Αριστοτέλη (Αναλυτικά Ύστερα 100a).
Ανέπτυξε συλλογισμό για την αθανασία της ψυχής, ο οποίος επηρέασε τη σχετική επιχειρηματολογία του Πλάτωνα στον Φαίδρο (245c ff).

Δύο χιλιάδες πεντακόσια χρόνια αργότερα, είναι πλέον αυτονόητο για την επιστήμη και όχι μόνο, ότι η σκέψη και η συνείδηση εξαρτώνται από τον εγκέφαλο. Οι νευροεπιστήμονες μπορούν να μας διαβεβαιώσουν για ότι συμβαίνει σε κυτταρικό επίπεδο κάθε κλάσμα του δευτερολέπτου στον εγκεφαλικό φλοιό, δραστηριότητα για την οποία μπορούμε να έχουμε και οπτικοποιημένη αντίληψη. Η ιδέα αυτή δεν εγκαταλήφθηκε από την εποχή του Κροτωνιάτη Αλκμαίωνα της Μεγάλης Ελλάδος. Μέχρι τότε η ανθρωπότητα ήταν ελεύθερη ν᾽ αποδίδει τη σκέψη και την εμπειρία της νόησης σ´ οποιαδήποτε οντότητα επέλεγε, ανατομική ή άλλη.
---------------
Σημειώσεις
1. Θεανώ η Θουρία, αρχαία Ελληνίδα μαθηματικός και αστρονόμος.
2. Διογένης Λαέρτιος, Βίοι και γνώμαι των εν φιλοσοφία ευδοκιμησάντων.
3. Αριστόξενος (354–300 π.Χ.) αρχαίος φιλόσοφος από τον Τάραντα, μαθητής του Αριστοτέλη.
4. Hermann Alexander Diels (1848 – 1922) Γερμανός κλασικός φιλόλογος και μελετητής.
5. Favorinus of Arelate (περίπου 80 – 160 μ.Χ.) σοφιστής και φιλόσοφος γαλατικής καταγωγής που διέπρεψε στη Ρώμη κατά την βασιλεία του Αδριανού.
6. Θεόφραστος (περ.371-περ.287) Έλληνας φιλόσοφος της Περιπατητικής Σχολής κι άμεσος διάδοχος του Αριστοτέλη στην ηγεσία του Λυκείου. Γεννήθηκε στην Ερεσό της Λέσβου, σπούδασε φιλοσοφία στην Αθήνα πρώτα με τον Πλάτωνα κι ακολούθως με τον Αριστοτέλη. Έγινε ο καλύτερος μαθητής του τελευταίου, ο οποίος τον κατονόμασε διάδοχό του και του κληροδότησε την βιβλιοθήκη και τα χειρόγραφά του.
7. Walther Kranz (1884-1960) Γερμανός κλασικός φιλόλογος και ιστορικός της Φιλοσοφίας.
8. Nicolaus of Damascus (Νικόλαος Δαμασκηνός, Nikolāos Damaskēnos) Έλληνας ιστορικός και φιλόσοφος του οποίου το όνομα προέρχεται από την γενέτειρά του, Δαμασκό. Γεννήθηκε περί το 64 π.Χ. Κι έζησε την εποχή του Οκταβιανού στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Η αναφορά γίνεται για το έργο του Περί φυτών (De plantis).
9. Αλκμάν, Έλληνας ποιητής ο οποίος έζησε περί τα μέσα του 7ου αιώνα στη Σπάρτη.
10. Prof. Dr. M. Laura Gemelli Marciano Mythology and Folklore, Comparative Religion, Historical Anthropology University of Zurich.
11. Χαλκίδιος (Calcidius ή Chalcidius) Νεοπλατωνικός φιλόσοφος και γραμματικός. Έζησε τον 4o αι. π.Χ. Κυριότερο έργο του η μετάφραση στα λατινικά του Πλατωνικού έργου Τίμαιος, συνοδευόμενη από σχολιασμό.
12. Ο Ηρόφιλος της Χαλκηδόνας (331–280 π.Χ). Έλληνας γιατρός και ανατόμος της Ελληνιστικής περιόδου και από τους μέγιστους ιατρούς της αρχαιότητας. Γεννήθηκε στη Χαλκηδόνα της Μικράς Ασίας το 331 π.Χ. και άκμασε στην Αλεξάνδρεια περί το 300 π.Χ.
13. Αρχή της θεωρίας των απορροών, την οποία διατύπωσε ο Εμπεδοκλής από τον Ακράγαντα της Σικελίας. Σύμφωνα με αυτήν, ο άνθρωπος γνωρίζει τα διάφορα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου από τις απορροές μικρών σωματιδίων τους, τα οποία έλκονται από άλλα όμοια στοιχεία που υπάρχουν στις αισθήσεις μας και γενικότερα στο σώμα μας.
14. Jonathan Barnes, Άγγλος ακαδημαϊκός, μελετητής της αρχαίας φιλοσοφίας.
15. R. J. Hankinson, Ιστορία και Φιλοσοφία της Επιστήμης, University of Texas, Austin.
16. Joseph Bright Skemp, Ακαδημαϊκός, Μελετητής της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και ιδιαίτερα του Πλάτωνος.
-------------
Παράθεμα

Αριστοτέλης Αναλυτικά Ύστερα

[100 (a 1-10) (b 1-5)]

ἔτι ἐν τῇ ψυχῇ. πολλῶν δὲ τοιούτων γινομένων ἤδη διαφορά τις γίνεται, ὥστε τοῖς μὲν γίνεσθαι λόγον ἐκ τῆς τῶν τοιού- των μονῆς, τοῖς δὲ μή.Ἐκ μὲν οὖν αἰσθήσεως γίνεται μνήμη, ὥσπερ λέγομεν, ἐκ δὲ μνήμης πολλάκις τοῦ αὐτοῦ γινομένης ἐμπειρία· αἱ γὰρ πολλαὶ μνῆμαι τῷ ἀριθμῷ ἐμπειρία μία ἐστίν. ἐκ δ’ ἐμπειρίας ἢ ἐκ παντὸς ἠρεμήσαντος τοῦ καθόλου ἐν τῇ ψυχῇ, τοῦ ἑνὸς παρὰ τὰ πολλά, ὃ ἂν ἐν ἅπασιν ἓν ἐνῇ ἐκείνοις τὸ αὐτό, τέχνης ἀρχὴ καὶ ἐπιστήμης, ἐὰν μὲν περὶ γένεσιν, τέχνης, ἐὰν δὲ περὶ τὸ ὄν, ἐπιστήμης. οὔτε δὴ ἐνυπάρχουσιν ἀφωρισμέναι αἱ ἕξεις, οὔτ’ ἀπ’ ἄλλων ἕξεων γίνονται γνωστικωτέρων, ἀλλ’ ἀπὸ αἰσθήσεως, οἷον ἐν μάχῃ τροπῆς γενομένης ἑνὸς στάντος ἕτερος ἔστη, εἶθ’ ἕτερος, ἕως ἐπὶ ἀρχὴν ἦλθεν. ἡ δὲ ψυχὴ ὑπάρχει τοιαύτη οὖσα οἵα δύνασθαι πάσχειν τοῦτο. ὃ δ’ ἐλέχθη μὲν πάλαι, οὐ σαφῶς δὲ ἐλέχθη, πάλιν εἴπωμεν. στάντος γὰρ τῶν ἀδιαφόρων ἑνός, πρῶτον μὲν ἐν τῇ ψυχῇ καθόλου (καὶ γὰρ αἰσθάνεται μὲν τὸ καθ’ ἕκαστον, ἡ δ’ αἴσθησις τοῦ καθόλου ἐστίν, οἷον ἀνθρώπου, ἀλλ’ οὐ Καλλίου ἀνθρώπου)· πάλιν ἐν τούτοις ἵσταται, ἕως ἂν τὰ ἀμερῆ στῇ καὶ τὰ καθόλου, οἷον τοιονδὶ ζῷον, ἕως ζῷον, καὶ ἐν τούτῳ ὡσαύτως. δῆλον δὴ ὅτι ἡμῖν τὰ πρῶτα ἐπαγωγῇ γνωρίζειν ἀναγκαῖον· καὶ γὰρ ἡ αἴσθησις οὕτω τὸ καθόλου ἐμποιεῖ.

Μετάφραση

Ότι δεν μπορεί να υπάρξει αποδεικτική γνώση αν κανείς δεν έχει γνωρίσει τις πρώτες αρχές, τις άμεσες, έχει ήδη ειπωθεί. Όσο για τη γνώση των αμέσων αρχών, αξίζει να τεθεί το ερώτημα αν και αυτή η γνώση είναι αποδεικτική ή όχι, αν αποτελούν και οι δυο γνώσεις επιστήμη, ή αν η μια είναι επιστήμη και η άλλη ανήκει σε άλλο είδος γνώσης. Ακόμη, αξίζει να τεθεί το ερώτημα αν οι έξεις [δια μέσου των οποίων γνωρίζουμε τις πρώτες αρχές] δημιουργούνται χωρίς να προϋπάρχουν, ή προϋπάρχουν και απλώς μας διαφεύγει η ύπαρξή τους. Το να υποθέσει κανείς ότι κατέχουμε τις έξεις αυτές, είναι άτοπο. Γιατί αυτό θα σήμαινε ότι κατέχουμε γνώσεις ακριβέστερες από την απόδειξη και αυτές μας διαφεύγουν.

Αν πάλι τις αποκτούμε ενώ προηγουμένως δεν τις κατείχαμε, πώς θα γνωρίζαμε και θα μαθαίναμε χωρίς προϋπάρχουσα γνώση; Κάτι τέτοιο είναι αδύνατο, όπως είπαμε όταν μιλούσαμε για την απόδειξη. Είναι επομένως φανερό ότι δεν είναι δυνατό ούτε να κατέχουμε αυτές τις έξεις ούτε να τις αποκτούμε ενώ τις αγνοούσαμε και δεν κατείχαμε καμία άλλη έξη. Κατά συνέπειαν, πρέπει να κατέχουμε κάποια δύναμη, η δύναμη όμως αυτή να είναι τέτοιας μορφής ώστε να μην είναι ανώτερη ως προς την ακρίβεια από τις έξεις αυτές. Αυτή η δύναμη, όπως φαίνεται, υπάρχει σε όλα τα ζώα. Γιατί όλα κατέχουν μια έμφυτη κριτική δύναμη, η οποία ονομάζεται αίσθηση. Και ενώ η αίσθηση υπάρχει πάντοτε, σε άλλα από τα ζώα το αίσθημα διατηρείται, ενώ σε άλλα όχι. Σε όσα ζώα τα αισθήματα δεν διατηρούνται, είτε ολοκληρωτικά είτε κατά περίπτωση, σε αυτά δεν υπάρχει γνώση πέρα από την αίσθηση.

Σε όσα ζώα όμως με την αίσθηση υπάρχει διατήρηση αισθημάτων, τα αισθήματα παραμένουν μέσα στην ψυχή. Όταν τα αισθήματα πολλαπλασιαστούν δημιουργείται κάποια διαφοροποίηση: σε άλλα ζώα από τη διατήρηση των αισθημάτων δημιουργείται ο λόγος, και σε άλλα όχι. Από την αίσθηση δημιουργείται η μνήμη, όπως λέγαμε, και από την επαναλαμβανόμενη μνήμη του ίδιου πράγματος η εμπειρία. Γιατί οι πολυάριθμες μνήμες διαμορφώνουν μία εμπειρία. Από την εμπειρία τώρα, δηλαδή από την ολότητα του καθόλου που ακινητοποιείται στην ψυχή – το ένα σε σχέση με τα πολλά, αυτό που ίδιο ενυπάρχει μέσα σε όλα εκείνα τα πολλά δημιουργείται η αρχή της τέχνης και της επιστήμης.

Η αρχή της τέχνης όταν έχουμε να κάνουμε με τη μεταβολή, και η αρχή της επιστήμης όταν έχουμε να κάνουμε με το ον. Οι έξεις λοιπόν δεν προϋπάρχουν πλήρως καθορισμένες, ούτε γεννιούνται από άλλες έξεις γνωστικά υπέρτερες, αλλά από την αίσθηση – συμβαίνει όπως στη μάχη, όπου όταν υπάρχει εκτροπή, κάποιος πρώτος θα σταθεί ακίνητος και θα ακολουθήσει ένας άλλος, έως ότου όλο το στράτευμα επανέλθει στην αρχική του διάταξη. Και η ψυχή είναι έτσι φτιαγμένη ώστε να μπορεί να υφίσταται αυτή τη διαδικασία.

Ας πούμε όμως πάλι αυτό που προηγουμένως είπαμε, αν και όχι τόσο καθαρά. Γιατί όταν σταθεί [στην ψυχή] ένα από αυτά τα αδιαφοροποίητα [αισθήματα] δημιουργείται το πρώτο καθόλου μέσα στην ψυχή (γιατί ενώ αισθανόμαστε το επιμέρους, η αίσθηση είναι αίσθηση του καθόλου, δηλαδή έχουμε αίσθηση του ανθρώπου και όχι του ανθρώπου Καλλία). Και από αυτά πάλι κάποιο θα σταθεί, έως ότου σταθούν τα αδιαίρετα καθόλου, δηλαδή το τέτοιου είδους ζώο, και τελικά το ζώο, και ούτω καθεξής. Είναι λοιπόν φανερό ότι κατ’ ανάγκην γνωρίζουμε τις πρώτες αρχές δια της επαγωγής. Γιατί η αίσθηση με τον τρόπο αυτόν δημιουργεί το καθόλου μέσα μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου