Η αρπαγή της Ευρώπης
Μια από τις αγαπημένες μορφές της ελληνιστικής αφηγηματικής ποίησης είναι το ἐπύλλιον: ένα σχετικά σύντομο έπος με θέμα συνήθως ένα επεισόδιο από τη ζωή μιας μυθικής ηρωίδας ή ενός ήρωα, στο πλαίσιο του οποίου κατά κανόνα αναπτύσσεται και ένα δευτερεύον θέμα ή μια περιγραφή. Στο ποιητικό αυτό είδος ανήκει και η Εὐρώπη του Μόσχου από τις Συρακούσες. Στους 166 δακτυλικούς εξάμετρους του επυλλίου ο ποιητής αφηγείται με τρόπο αριστοτεχνικό τον μύθο της αρπαγής της Ευρώπης, της κόρης του Φοίνικα, από τον Δία, που είχε μεταμορφωθεί σε ταύρο (τον ίδιο μύθο είχαν πραγματευθεί πριν από τον Μόσχο ποιητές όπως ο Ησίοδος, ο Σιμωνίδης και ο Βακχυλίδης). Το ποίημα αρχίζει με το όνειρο της κόρης Ευρώπης: δύο ήπειροι με μορφή γυναικών, η Ασία και η "άλλη απέναντι" (η Ευρώπη), την διεκδικούν, ενώ η δεύτερη από τις δύο αναφέρει ότι είναι γραμμένο από τον Δία να κερδίσει η ίδια ως βραβείο την ηρωίδα. Η κόρη ξυπνά τρομαγμένη και πηγαίνει με τις φίλες της να μαζέψει άνθη κοντά στη θάλασσα. Η περιγραφή (ἔκφρασις) του χρυσού πανεριού της Ευρώπης με την παράσταση της Ιώς, γνωστής για την ερωτική της περιπέτεια με τον Δία, προεικονίζει την εξέλιξη της ιστορίας. Όταν ο Δίας βλέπει την Ευρώπη, κυριεύεται από σφοδρό πάθος. Μεταμορφώνεται σε ταύρο, για να κερδίσει την εμπιστοσύνη της, και τη μεταφέρει καθισμένη στη ράχη του με τρόπο θαυμαστό στην Κρήτη. Το επύλλιο βρίθει από αναφορές σε λογοτεχνικά καθώς και σε σύγχρονα εικαστικά έργα.
Εὐρώπη 63-124
αἳ δ᾽ ἐπεὶ οὖν λειμῶνας ἐς ἀνθεμόεντας ἵκανον,
ἄλλη ἐπ᾽ ἀλλοίοισι τότ᾽ ἄνθεσι θυμὸν ἔτερπον.
65 τῶν ἣ μὲν νάρκισσον ἐύπνοον, ἣ δ᾽ ὑάκινθον,
ἣ δ᾽ ἴον, ἣ δ᾽ ἕρπυλλον ἀπαίνυτο· πολλὰ δ᾽ ἔραζε
λειμώνων ἐαροτρεφέων θαλέθεσκε πέτηλα.
αἳ δ᾽ αὖτε ξανθοῖο κρόκου θυόεσσαν ἔθειραν
δρέπτον ἐριδμαίνουσαι· ἀτὰρ μέσσῃσιν ἄνασσα
70 ἀγλαΐην πυρσοῖο ῥόδου χείρεσσι λέγουσα
οἷά περ ἐν Χαρίτεσσι διέπρεπεν Ἀφρογένεια.
οὐ μὲν δηρὸν ἔμελλεν ἐπ᾽ ἄνθεσι θυμὸν ἰαίνειν,
οὐδ᾽ ἄρα παρθενίην μίτρην ἄχραντον ἔρυσθαι.
ἦ γὰρ δὴ Κρονίδης ὥς μιν φράσαθ᾽ ὣς ἐόλητο
75 θυμὸν ἀνωίστοισιν ὑποδμηθεὶς βελέεσσι
Κύπριδος, ἣ μούνη δύναται καὶ Ζῆνα δαμάσσαι.
δὴ γὰρ ἀλευόμενός τε χόλον ζηλήμονος Ἥρης
παρθενικῆς τ᾽ ἐθέλων ἀταλὸν νόον ἐξαπατῆσαι
κρύψε θεὸν καὶ τρέψε δέμας καὶ γείνετο ταῦρος,
80 οὐχ οἷος σταθμοῖς ἐνιφέρβεται, οὐδὲ μὲν οἷος
ὦλκα διατμήγει σύρων εὐκαμπὲς ἄροτρον,
οὐδ᾽ οἷος ποίμνῃς ἔπι βόσκεται, οὐδὲ μὲν οἷος
†ὅστις† ὑποδμηθεὶς ἐρύει πολύφορτον ἀπήνην,
τοῦ δή τοι τὸ μὲν ἄλλο δέμας ξανθόχροον ἔσκε,
85 κύκλος δ᾽ ἀργύφεος μέσσῳ μάρμαιρε μετώπῳ,
ὄσσε δ᾽ ὑπογλαύσσεσκε καὶ ἵμερον ἀστράπτεσκεν.
ἶσά τ᾽ ἐπ᾽ ἀλλήλοισι κέρα ἀνέτελλε καρήνου
ἄντυγος ἡμιτόμου κεραῆς ἅτε κύκλα σελήνης.
ἤλυθε δ᾽ ἐς λειμῶνα καὶ οὐκ ἐφόβησε φαανθείς
90 παρθενικάς, πάσῃσι δ᾽ ἔρως γένετ᾽ ἐγγὺς ἱκέσθαι
ψαῦσαί θ᾽ ἱμερτοῖο βοὸς τοῦ τ᾽ ἄμβροτος ὀδμή
τηλόθι καὶ λειμῶνος ἐκαίνυτο λαρὸν ἀυτμήν.
στῆ δὲ ποδῶν προπάροιθεν ἀμύμονος Εὐρωπείης
καί οἱ λιχμάζεσκε δέρην, κατέθελγε δὲ κούρην.
95 ἣ δέ μιν ἀμφαφάασκε καὶ ἠρέμα χείρεσιν ἀφρόν
πολλὸν ἀπὸ στομάτων ἀπομόργνυτο καὶ κύσε ταῦρον.
αὐτὰρ ὃ μειλίχιον μυκήσατο· φαῖό κεν αὐλοῦ
Μυγδονίου γλυκὺν ἦχον ἀνηπύοντος ἀκούειν·
ὤκλασε δὲ πρὸ ποδοῖιν ἐδέρκετο δ᾽ Εὐρώπειαν
100 αὐχέν᾽ ἐπιστρέψας καί οἱ πλατὺ δείκνυε νῶτον.
ἣ δὲ βαθυπλοκάμοισι μετέννεπε παρθενικῇσι·
«δεῦθ᾽, ἑτάραι φίλιαι καὶ ὁμήλικες, ὄφρ᾽ ἐπὶ τῷδε
ἑζόμεναι ταύρῳ τερπώμεθα· δὴ γὰρ ἁπάσας
νῶτον ὑποστορέσας ἀναδέξεται οἷά τ᾽ ἐνηής
105 πρηύς τ᾽ εἰσιδέειν καὶ μείλιχος· οὐδέ τι ταύροις
ἄλλοισι προσέοικε, νόος δέ οἱ ἠύτε φωτός
αἴσιμος ἀμφιθέει, μούνης δ᾽ ἐπιδεύεται αὐδῆς».
ὣς φαμένη νώτοισιν ἐφίζανε μειδιόωσα,
αἱ δ᾽ ἄλλαι μέλλεσκον, ἄφαρ δ᾽ ἀνεπήλατο ταῦρος,
110 ἣν θέλεν ἁρπάξας, ὠκὺς δ᾽ ἐπὶ πόντον ἵκανεν.
ἣ δὲ μεταστρεφθεῖσα φίλας καλέεσκεν ἑταίρας
χεῖρας ὀρεγνυμένη, ταὶ δ᾽ οὐκ ἐδύναντο κιχάνειν.
ἀκτάων δ᾽ ἐπιβὰς πρόσσω θέεν ἠύτε δελφίς,
χηλαῖς ἀβρεκτοῖσιν ἐπ᾽ εὐρέα κύματα βαίνων.
115 ἡ δὲ τότ᾽ ἐρχομένοιο γαληνιάασκε θάλασσα,
κήτεα δ᾽ ἀμφὶς ἄταλλε Διὸς προπάροιθε ποδοῖιν,
γηθόσυνος δ᾽ ὑπὲρ οἶδμα κυβίστεε βυσσόθε δελφίς.
Νηρεΐδες δ᾽ ἀνέδυσαν ὑπὲξ ἁλός, αἳ δ᾽ ἄρα πᾶσαι
κητείοις νώτοισιν ἐφήμεναι ἐστιχόωντο.
120 καὶ δ᾽ αὐτὸς βαρύδουπος ὑπεὶρ ἅλα Ἐννοσίγαιος
κῦμα κατιθύνων ἁλίης ἡγεῖτο κελεύθου
αὐτοκασιγνήτῳ· τοὶ δ᾽ ἀμφί μιν ἠγερέθοντο
Τρίτωνες, πόντοιο βαρύθροοι αὐλητῆρες,
κόχλοισιν ταναοῖς γάμιον μέλος ἠπύοντες.
***
Ήρθαν λοιπόν στα λιβάδια εκείνες τα ολάνθιστα
κι η μια με το ένα κι η άλλη με τ᾽ άλλο λουλούδι χαιρόταν.
Μυρωδάτο νάρκισσο η μία, η άλλη υάκινθο,65
μενεξέδες η τρίτη και άλλη να κόβει το θυμάρι το εύοσμο-
πολλά τ᾽ ανθισμένα τα πέταλα που έβγαζε η γη
στ᾽ ανοιξιάτικα ετούτα λιβάδια.
Κι άλλα κορίτσια του ξανθού κρόκου1 τους ευώδεις πλοκάμους
να δρέπουν παράβγαιναν και στη μέση η πριγκίπισσα
να διαλέγει τα λαμπρά ολοπόρφυρα ρόδα70
και να αστράφτει
ωσάν τη θεά των αφρών Αφροδίτη στις Χάριτες μέσα.2
Δεν της έμελλε ωστόσο με άνθη για πολύ την καρδιά να φαιδρύνει
και φυλαγμένη να έχει της παρθενίας τη ζώνη την άχραντη.
Γιατί ως τη βλέπει του Κρόνου ο υιός κι εταράχθη ευθύς η καρδιά του
νικημένος από τα αιφνίδια βέλη της Κύπριδος-75
αυτή μονάχα μπορεί και δαμάζει τον Δία.
Να ξεφύγει τότε ζητά τη μεγάλη οργή και τη ζήλια της Ήρας
και της παρθένας θέλοντας τον ακάτεχο νου ν᾽ απατήσει
τη θεότητα αυτού αποκρύβει και το σώμα αλλάζοντας ταύρος εγίνη.
Ταύρος όχι σαν αυτόν που μέσα σε στάβλο εκθρέφεται80
ή σαν εκείνον που αυλάκι ανοίγει το καμπύλο το άροτρο σύροντας.
Ούτε τέτοιος που βόσκει στα κοπάδια ανάμεσα,
ή σαν αυτόν που τραβά υποταγμένος πολύφορτη άμαξα.
Το σώμα εκείνου ολόκληρο ήταν σε χρώμα πυρόξανθο
μονάχα στη μέση του μετώπου να λάμπει κύκλος αργύρου85
και τα μάτια να παίζουν λοξά, ιμερικά από πόθο αστράφτοντας.
Και τα κέρατα ίσα να ανατέλλουνε σύμμετρα απ᾽ το κεφάλι
σαν μισοφέγγαρα κερασφόρου σελήνης
που το στεφάνι της είναι μισό.
Ήρθε λοιπόν στο λιβάδι εκείνος.
Κι ως φανερώθηκε τις παρθένες καθόλου δεν φόβησε.
Αντίθετα όλες ο έρωτας κινεί να βρεθούνε κοντά του90
να αγγίξουν τον εράσμιο ταύρο -η αθάνατη οσμή του
από μακριά ξεπερνούσε κι αυτή τη γλυκειά ευωδιά του λειμώνα.
Εκείνος εμπρός στην Ευρώπη την άμωμη στέκεται,
της γλείφει τον τράχηλο και μαγεύει την κόρη.
Κι αυτή να χαϊδεύει αρχίζει τον ταύρο κι ήρεμα με τα χέρια95
καθαρίζει τον πολύ τον αφρό απ᾽ το στόμα και του δίνει φιλί.
Μουσικά εμουγκάνισε τότε και θαρρούσες πως άκουγες
αυλό φρυγικό3 τον γλυκύτατο ήχο να παίζει.
Μετά στα πόδια της μπρος γονατίζει και την Ευρώπη κοιτάζοντας
με τον αυχένα στραμμένο σ᾽ αυτήν την πλατειά του τη ράχη της δείχνει.100
Τότε εκείνη στις παρθένες τις φίλες
με τις βαθειές τις πλεξούδες γυρίζει και λέει:
«Ελάτε, κορίτσια μου φίλες και συνομήλικες, στον ταύρο αυτό
να καθίσουμε επάνω και να χαρούμε. Αλήθεια, όλες εμάς
μπορεί να κρατήσει την πλάτη του στρώνοντας.
Τόσο ήρεμος είναι και πράος αυτός να τον βλέπεις,
τόσο μειλίχιος κι ούτε μοιάζει ποσώς με τους ταύρους τους άλλους.105
Τον περιβάλλει ένα πνεύμα νοήμον, σαν άνθρωπος.
Του λείπει μονάχα η φωνή να μιλήσει».
Έτσι είπε κι ολόγελη στην πλάτη του ταύρου εκάθισε
κι οι λοιπές ετοιμάζονταν. Όμως πήδημα τότε δίνει ο ταύρος
αυτήν που ποθούσε αρπάζοντας και γοργά στο πέλαγος φθάνει.110
Στρέφεται τότε η Ευρώπη και τις καλές της τις φίλες φωνάζει
με απλωμένα τα χέρια. Αυτές να την φθάσουν αδύνατον.
Τις ακτές καβαλώντας ο ταύρος γοργά ετραβούσε μπροστά σαν δελφίνι
τα μεγάλα διαβαίνοντας κύματα με χηλές που δεν βρέχονταν.
Κι εγαλήνευε τότε η θάλασσα καθώς επερνούσε εκείνος.115
Τα κήτη παιγνίδιζαν στα πόδια του Δία ολόγυρα
κι από την άβυσσο μέσα το δελφίνι χαρμόσυνο αναπηδούσε
στο κύμα επάνω.
Από τον πόντο αναδύθηκαν οι Νηρηίδες4 και όλες
στα θαλάσσια κήτη καβάλλα σε σειρές προχωρούσαν.
Κι ο ίδιος ο βροντερός Ποσειδώνας, ο που σείει τη γη,120
ίσιωνε του πελάγου το κύμα ανοίγοντας δρόμο θαλάσσης
στον αδελφό του. Γύρω του συναγμένοι οι Τρίτωνες,5
του πόντου αυλητήρες βαρύφωνοι,
και στα μακριά τους κοχύλια εφυσούσαν γαμήλιο άσμα.
-------------------
Εὐρώπη 63-124
αἳ δ᾽ ἐπεὶ οὖν λειμῶνας ἐς ἀνθεμόεντας ἵκανον,
ἄλλη ἐπ᾽ ἀλλοίοισι τότ᾽ ἄνθεσι θυμὸν ἔτερπον.
65 τῶν ἣ μὲν νάρκισσον ἐύπνοον, ἣ δ᾽ ὑάκινθον,
ἣ δ᾽ ἴον, ἣ δ᾽ ἕρπυλλον ἀπαίνυτο· πολλὰ δ᾽ ἔραζε
λειμώνων ἐαροτρεφέων θαλέθεσκε πέτηλα.
αἳ δ᾽ αὖτε ξανθοῖο κρόκου θυόεσσαν ἔθειραν
δρέπτον ἐριδμαίνουσαι· ἀτὰρ μέσσῃσιν ἄνασσα
70 ἀγλαΐην πυρσοῖο ῥόδου χείρεσσι λέγουσα
οἷά περ ἐν Χαρίτεσσι διέπρεπεν Ἀφρογένεια.
οὐ μὲν δηρὸν ἔμελλεν ἐπ᾽ ἄνθεσι θυμὸν ἰαίνειν,
οὐδ᾽ ἄρα παρθενίην μίτρην ἄχραντον ἔρυσθαι.
ἦ γὰρ δὴ Κρονίδης ὥς μιν φράσαθ᾽ ὣς ἐόλητο
75 θυμὸν ἀνωίστοισιν ὑποδμηθεὶς βελέεσσι
Κύπριδος, ἣ μούνη δύναται καὶ Ζῆνα δαμάσσαι.
δὴ γὰρ ἀλευόμενός τε χόλον ζηλήμονος Ἥρης
παρθενικῆς τ᾽ ἐθέλων ἀταλὸν νόον ἐξαπατῆσαι
κρύψε θεὸν καὶ τρέψε δέμας καὶ γείνετο ταῦρος,
80 οὐχ οἷος σταθμοῖς ἐνιφέρβεται, οὐδὲ μὲν οἷος
ὦλκα διατμήγει σύρων εὐκαμπὲς ἄροτρον,
οὐδ᾽ οἷος ποίμνῃς ἔπι βόσκεται, οὐδὲ μὲν οἷος
†ὅστις† ὑποδμηθεὶς ἐρύει πολύφορτον ἀπήνην,
τοῦ δή τοι τὸ μὲν ἄλλο δέμας ξανθόχροον ἔσκε,
85 κύκλος δ᾽ ἀργύφεος μέσσῳ μάρμαιρε μετώπῳ,
ὄσσε δ᾽ ὑπογλαύσσεσκε καὶ ἵμερον ἀστράπτεσκεν.
ἶσά τ᾽ ἐπ᾽ ἀλλήλοισι κέρα ἀνέτελλε καρήνου
ἄντυγος ἡμιτόμου κεραῆς ἅτε κύκλα σελήνης.
ἤλυθε δ᾽ ἐς λειμῶνα καὶ οὐκ ἐφόβησε φαανθείς
90 παρθενικάς, πάσῃσι δ᾽ ἔρως γένετ᾽ ἐγγὺς ἱκέσθαι
ψαῦσαί θ᾽ ἱμερτοῖο βοὸς τοῦ τ᾽ ἄμβροτος ὀδμή
τηλόθι καὶ λειμῶνος ἐκαίνυτο λαρὸν ἀυτμήν.
στῆ δὲ ποδῶν προπάροιθεν ἀμύμονος Εὐρωπείης
καί οἱ λιχμάζεσκε δέρην, κατέθελγε δὲ κούρην.
95 ἣ δέ μιν ἀμφαφάασκε καὶ ἠρέμα χείρεσιν ἀφρόν
πολλὸν ἀπὸ στομάτων ἀπομόργνυτο καὶ κύσε ταῦρον.
αὐτὰρ ὃ μειλίχιον μυκήσατο· φαῖό κεν αὐλοῦ
Μυγδονίου γλυκὺν ἦχον ἀνηπύοντος ἀκούειν·
ὤκλασε δὲ πρὸ ποδοῖιν ἐδέρκετο δ᾽ Εὐρώπειαν
100 αὐχέν᾽ ἐπιστρέψας καί οἱ πλατὺ δείκνυε νῶτον.
ἣ δὲ βαθυπλοκάμοισι μετέννεπε παρθενικῇσι·
«δεῦθ᾽, ἑτάραι φίλιαι καὶ ὁμήλικες, ὄφρ᾽ ἐπὶ τῷδε
ἑζόμεναι ταύρῳ τερπώμεθα· δὴ γὰρ ἁπάσας
νῶτον ὑποστορέσας ἀναδέξεται οἷά τ᾽ ἐνηής
105 πρηύς τ᾽ εἰσιδέειν καὶ μείλιχος· οὐδέ τι ταύροις
ἄλλοισι προσέοικε, νόος δέ οἱ ἠύτε φωτός
αἴσιμος ἀμφιθέει, μούνης δ᾽ ἐπιδεύεται αὐδῆς».
ὣς φαμένη νώτοισιν ἐφίζανε μειδιόωσα,
αἱ δ᾽ ἄλλαι μέλλεσκον, ἄφαρ δ᾽ ἀνεπήλατο ταῦρος,
110 ἣν θέλεν ἁρπάξας, ὠκὺς δ᾽ ἐπὶ πόντον ἵκανεν.
ἣ δὲ μεταστρεφθεῖσα φίλας καλέεσκεν ἑταίρας
χεῖρας ὀρεγνυμένη, ταὶ δ᾽ οὐκ ἐδύναντο κιχάνειν.
ἀκτάων δ᾽ ἐπιβὰς πρόσσω θέεν ἠύτε δελφίς,
χηλαῖς ἀβρεκτοῖσιν ἐπ᾽ εὐρέα κύματα βαίνων.
115 ἡ δὲ τότ᾽ ἐρχομένοιο γαληνιάασκε θάλασσα,
κήτεα δ᾽ ἀμφὶς ἄταλλε Διὸς προπάροιθε ποδοῖιν,
γηθόσυνος δ᾽ ὑπὲρ οἶδμα κυβίστεε βυσσόθε δελφίς.
Νηρεΐδες δ᾽ ἀνέδυσαν ὑπὲξ ἁλός, αἳ δ᾽ ἄρα πᾶσαι
κητείοις νώτοισιν ἐφήμεναι ἐστιχόωντο.
120 καὶ δ᾽ αὐτὸς βαρύδουπος ὑπεὶρ ἅλα Ἐννοσίγαιος
κῦμα κατιθύνων ἁλίης ἡγεῖτο κελεύθου
αὐτοκασιγνήτῳ· τοὶ δ᾽ ἀμφί μιν ἠγερέθοντο
Τρίτωνες, πόντοιο βαρύθροοι αὐλητῆρες,
κόχλοισιν ταναοῖς γάμιον μέλος ἠπύοντες.
***
Ήρθαν λοιπόν στα λιβάδια εκείνες τα ολάνθιστα
κι η μια με το ένα κι η άλλη με τ᾽ άλλο λουλούδι χαιρόταν.
Μυρωδάτο νάρκισσο η μία, η άλλη υάκινθο,65
μενεξέδες η τρίτη και άλλη να κόβει το θυμάρι το εύοσμο-
πολλά τ᾽ ανθισμένα τα πέταλα που έβγαζε η γη
στ᾽ ανοιξιάτικα ετούτα λιβάδια.
Κι άλλα κορίτσια του ξανθού κρόκου1 τους ευώδεις πλοκάμους
να δρέπουν παράβγαιναν και στη μέση η πριγκίπισσα
να διαλέγει τα λαμπρά ολοπόρφυρα ρόδα70
και να αστράφτει
ωσάν τη θεά των αφρών Αφροδίτη στις Χάριτες μέσα.2
Δεν της έμελλε ωστόσο με άνθη για πολύ την καρδιά να φαιδρύνει
και φυλαγμένη να έχει της παρθενίας τη ζώνη την άχραντη.
Γιατί ως τη βλέπει του Κρόνου ο υιός κι εταράχθη ευθύς η καρδιά του
νικημένος από τα αιφνίδια βέλη της Κύπριδος-75
αυτή μονάχα μπορεί και δαμάζει τον Δία.
Να ξεφύγει τότε ζητά τη μεγάλη οργή και τη ζήλια της Ήρας
και της παρθένας θέλοντας τον ακάτεχο νου ν᾽ απατήσει
τη θεότητα αυτού αποκρύβει και το σώμα αλλάζοντας ταύρος εγίνη.
Ταύρος όχι σαν αυτόν που μέσα σε στάβλο εκθρέφεται80
ή σαν εκείνον που αυλάκι ανοίγει το καμπύλο το άροτρο σύροντας.
Ούτε τέτοιος που βόσκει στα κοπάδια ανάμεσα,
ή σαν αυτόν που τραβά υποταγμένος πολύφορτη άμαξα.
Το σώμα εκείνου ολόκληρο ήταν σε χρώμα πυρόξανθο
μονάχα στη μέση του μετώπου να λάμπει κύκλος αργύρου85
και τα μάτια να παίζουν λοξά, ιμερικά από πόθο αστράφτοντας.
Και τα κέρατα ίσα να ανατέλλουνε σύμμετρα απ᾽ το κεφάλι
σαν μισοφέγγαρα κερασφόρου σελήνης
που το στεφάνι της είναι μισό.
Ήρθε λοιπόν στο λιβάδι εκείνος.
Κι ως φανερώθηκε τις παρθένες καθόλου δεν φόβησε.
Αντίθετα όλες ο έρωτας κινεί να βρεθούνε κοντά του90
να αγγίξουν τον εράσμιο ταύρο -η αθάνατη οσμή του
από μακριά ξεπερνούσε κι αυτή τη γλυκειά ευωδιά του λειμώνα.
Εκείνος εμπρός στην Ευρώπη την άμωμη στέκεται,
της γλείφει τον τράχηλο και μαγεύει την κόρη.
Κι αυτή να χαϊδεύει αρχίζει τον ταύρο κι ήρεμα με τα χέρια95
καθαρίζει τον πολύ τον αφρό απ᾽ το στόμα και του δίνει φιλί.
Μουσικά εμουγκάνισε τότε και θαρρούσες πως άκουγες
αυλό φρυγικό3 τον γλυκύτατο ήχο να παίζει.
Μετά στα πόδια της μπρος γονατίζει και την Ευρώπη κοιτάζοντας
με τον αυχένα στραμμένο σ᾽ αυτήν την πλατειά του τη ράχη της δείχνει.100
Τότε εκείνη στις παρθένες τις φίλες
με τις βαθειές τις πλεξούδες γυρίζει και λέει:
«Ελάτε, κορίτσια μου φίλες και συνομήλικες, στον ταύρο αυτό
να καθίσουμε επάνω και να χαρούμε. Αλήθεια, όλες εμάς
μπορεί να κρατήσει την πλάτη του στρώνοντας.
Τόσο ήρεμος είναι και πράος αυτός να τον βλέπεις,
τόσο μειλίχιος κι ούτε μοιάζει ποσώς με τους ταύρους τους άλλους.105
Τον περιβάλλει ένα πνεύμα νοήμον, σαν άνθρωπος.
Του λείπει μονάχα η φωνή να μιλήσει».
Έτσι είπε κι ολόγελη στην πλάτη του ταύρου εκάθισε
κι οι λοιπές ετοιμάζονταν. Όμως πήδημα τότε δίνει ο ταύρος
αυτήν που ποθούσε αρπάζοντας και γοργά στο πέλαγος φθάνει.110
Στρέφεται τότε η Ευρώπη και τις καλές της τις φίλες φωνάζει
με απλωμένα τα χέρια. Αυτές να την φθάσουν αδύνατον.
Τις ακτές καβαλώντας ο ταύρος γοργά ετραβούσε μπροστά σαν δελφίνι
τα μεγάλα διαβαίνοντας κύματα με χηλές που δεν βρέχονταν.
Κι εγαλήνευε τότε η θάλασσα καθώς επερνούσε εκείνος.115
Τα κήτη παιγνίδιζαν στα πόδια του Δία ολόγυρα
κι από την άβυσσο μέσα το δελφίνι χαρμόσυνο αναπηδούσε
στο κύμα επάνω.
Από τον πόντο αναδύθηκαν οι Νηρηίδες4 και όλες
στα θαλάσσια κήτη καβάλλα σε σειρές προχωρούσαν.
Κι ο ίδιος ο βροντερός Ποσειδώνας, ο που σείει τη γη,120
ίσιωνε του πελάγου το κύμα ανοίγοντας δρόμο θαλάσσης
στον αδελφό του. Γύρω του συναγμένοι οι Τρίτωνες,5
του πόντου αυλητήρες βαρύφωνοι,
και στα μακριά τους κοχύλια εφυσούσαν γαμήλιο άσμα.
-------------------
1 Ο κρόκος είναι ποώδες φυτό με κίτρινα, λευκά ή μοβ άνθη.
2 Η παρομοίωση είναι εμπνευσμένη από την Οδύσσεια ζ 102-109, όπου η Ναυσικά ξεχωρίζει ανάμεσα στις κοπέλες που τη συνοδεύουν, όπως η Άρτεμη ανάμεσα στις Νύμφες.
3 Οι αυλοί της Φρυγίας (η αναφερόμενη στο πρωτότυπο Μυγδονία είναι περιοχή της Φρυγίας) είχαν ως χαρακτηριστικό ότι έπαιζαν σε χαμηλές νότες.
4 Θαλάσσιες νύμφες, κόρες του Νηρέα.
5 Θεότητες με ανθρώπινο σώμα και ουρά ψαριού που συνόδευαν τον Ποσειδώνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου