Μια σημαντική ανησυχία των γονιών καθημερινά στο ιατρείο αφορά τους τρόπους που πρέπει να χειρίζονται την συμπεριφορά του παιδιού τους. «Να βάζω όρια και κανόνες;» «Πώς να θέτω όρια;». Ευτυχώς οι περισσότεροι σύγχρονοι γονείς απομακρύνονται από τον απολυταρχικό τρόπο μεγαλώματος των παιδιών (κάνε ότι λέω, άσκηση σωματικής ή ψυχικής βίας, authoritarian parenting). Από την άλλη μεριά, μπορούμε να θέτουμε σαφή και σταθερά όρια και κανόνες στην οικογένειά μας μέσα από το κάνε αυτό που κάνω, χωρίς να φτάνουμε στο αντίθετο άκρο (permissive parenting, υποχωρητικοί γονείς).
Κατ’ αρχήν χρειάζεται να προσδιορίσουμε την ηλικία. Κάθε αναπτυξιακό στάδιο είναι διαφορετικό και πρέπει να αναζητούμε τις γνώσεις εκείνες για να κατανοήσουμε καλύτερα το παιδί μας ανά ηλικία και να ανταποκρινόμαστε κατάλληλα στις ανάγκες του.
Κατά την βρεφική ηλικία, από την γέννηση μέχρι τους 10-15 μήνες της ζωής, ο εαυτός του μωρού μας δεν έχει σχηματιστεί αυτοτελώς ακόμα και διακριτά από εμάς. Αυτό που κυρίως διακυβεύεται είναι η δημιουργία ισχυρού δεσμού με τη μητέρα και τον πατέρα, η ασφάλεια και η συναισθηματική ομαλότητα του μωρού μας.
Όλες οι σύγχρονες επιστημονικές συστάσεις για αυτήν την ηλικία μιλούν για γονείς που ανταποκρίνονται, στο ανθρωπίνως δυνατό, έγκαιρα, κατάλληλα και έγκυρα στις ανάγκες και τα σημάδια του μωρού τους.
Μετά τη βρεφική ηλικία πολλοί γονείς προβληματίζονται όταν το μικρό τους αλλάζει και αποκτά σταδιακά δική του προσωπικότητα, αναπτύσσει θέλω, λέει περισσότερα όχι αντί για ναι, θέλει επιλογές και αποκτά «ιδιοτροπίες».
Για να αποφύγουμε να γίνουμε αυταρχικοί όπως ίσως οι δικοί μας γονείς, δεν χρειάζεται να φτάνουμε στο αντίθετο άκρο και να είμαστε υπερβολικά υποχωρητικοί με τα παιδιά μας. Έχοντας πάντα ως γνώμονα την αναπτυξιακή τους ηλικία οριοθετούμε κατάλληλα και διαπραγματευόμαστε οικογενειακούς κανόνες.
Είναι αναπόσπαστο κομμάτι της γονεικής, όπως και κάθε ανθρώπινης σχέσης, να βρισκόμαστε καθημερινά και πολλές φορές σε καταστάσεις σύγκρουσης ή διαφωνίας. Είναι αναπόσπαστο κομμάτι του μεγαλώματος ενός παιδιού να βιώνει, με ήπιο, ελεγχόμενο και σταδιακά αυξανόμενο τρόπο, κάποια ματαίωση.
Το στοίχημα είναι η σχέση να χτιστεί με σεβασμό στα όρια του άλλου και ισορροπία ανάμεσα στις ανάγκες του παιδιού και τις δικές μας. Κλειδί για αυτό είναι να απομακρυνθούμε από λογικές εξουσιαστικών προσεγγίσεων – θα «νικήσω» εγώ, το κάνει για να με τσατίσει, είμαι γονιός και πρέπει να επιβληθώ – , να δούμε πέρα από την επιφανειακή συμπεριφορική προσέγγιση, να εμβαθύνουμε σε κατανόηση και έκφραση συναισθημάτων.
Μεγάλο κομμάτι δυστυχώς της κριτικής και της επιβολής γονιών στα παιδιά τους είναι μη δικαιολογημένο και ξεκινάει από δύο τύπους σημαντικής έλλειψης κατανόησης: πρώτον, άγνοια των γονιών πάνω στις φυσιολογικές ορμές και αναπτυξιακές ανάγκες των παιδιών ανά ηλικία.
Πρέπει να ενημερώσουμε επειγόντως τους γονείς ότι το 4 μηνών βρέφος που βάζει χέρια και παιχνίδια στο στόμα κάνει κάτι αναγκαίο και φυσιολογικό για την ηλικία του, ότι το παιδί ενός έτους που σκαρφαλώνει ή θέλει να πάει παντού στο σπίτι κάνει κάτι αναγκαίο για την ηλικία του και φυσιολογικό, ότι το δίχρονο που ξαφνικά λέει όχι σε ότι του λες κάνει κάτι επίσης αναγκαίο και φυσιολογικό για την ηλικία του, ότι το τρίχρονο που πέφτει κάτω στο πάτωμα όταν του λες ότι δεν μπορεί να κάνει κάτι κάνει κάτι αναγκαίο και φυσιολογικό για την ηλικία του, ότι το παιδί 6 χρόνων που στριφογυρίζει στην καρέκλα και θέλει να τρέξει μετά από δυο ώρες υποχρεωτικό κάθισμα στο δημοτικό κάνει κάτι φυσιολογικό και αναγκαίο για την ηλικία του, ότι ο δεκάχρονος που κριτικάρει και ανταγωνίζεται τον πατέρα του κάνει κάτι αναγκαίο και φυσιολογικό για την ηλικία του. Τα πράγματα θα ήταν πολύ καλύτερα αν οι γονείς είχαμε στοιχειώδη κατανόηση των σταδίων ανάπτυξης των παιδιών μας, πολλές αχρείαστε συγκρούσεις και κατά μέτωπο επιθέσεις θα αποφεύγονταν.
Δεύτερος σημαντικός τύπος έλλειψης κατανόησης, για τη μοναδικότητα και ιδιαίτερη προσωπικότητα του δικού μας παιδιού. Μας τυραννάει εμάς τους γονείς ο μέσος όρος, αδυνατούμε να καταλάβουμε ότι τα παιδιά δεν βγαίνουν από ένα καλούπι, ότι δεν είναι προιόντα πανομοιότυπα εργοστασίου, ότι εκδηλώνουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά από ημερών, ότι δεν πρέπει συνεχώς να συγκρίνουμε και ότι υπάρχει σημαντική ποικιλία ανάμεσα στα μικρά παιδιά όπως ακριβώς υπάρχει τεράστια ποικιλία και ανάμεσα στους ενήλικες.
Τα θέματα συμπεριφοράς και οι προστριβές με τα μικρά παιδιά μας θα είναι πολύ λιγότερα εάν πρώτα εμβαθύνουμε στο ηλικιακό στάδιο του παιδιού μας, έπειτα κατανοήσουμε την μοναδικότητα του παιδιού μας και τέλος να προσπαθούμε πάντα να δούμε πέρα από την απλουστευτική επιφάνεια της συμπεριφοράς.
Τις περισσότερες φορές – ιδιαίτερα σε όσο πιο μικρές ηλικίες και σε παιδιά που δεν μαθαίνουν να εκφράζουν κατάλληλα τα συναισθήματα και ανάγκες τους- η “δύσκολη” συμπεριφορά των παιδιών είναι αποτέλεσμα συναισθηματικού τραύματος ή ανασφάλειας ή αίσθησης απώλειας επαφής ή φαύλων κύκλων αρνητικής προσοχής.
Αντί να μένουμε στην επιφάνεια και να απαιτούμε “σωστή” συμπεριφορά χωρίς προηγουμένως αναγνώριση συναισθημάτων, αυξάνοντας συχνά με την δίκη μας κατά μέτωπο αντιμετώπιση και αρνητική κρίση τα αρνητικά συναισθήματα στο παιδί και άρα την αρνητική του συμπεριφορά, είναι καλύτερα να προσπαθούμε να σπάμε τον φαύλο κύκλο της απώλειας και, ως μεγαλύτεροι και πιο ώριμοι, να ξανά επενδύουμε στη σχέση μας με το παιδί και με τον συναισθηματικό του κόσμο, επιστρατεύοντας ως όπλα την κατανόηση συναισθημάτων, την ισότιμη συζήτηση, το άνοιγμα βαλβίδας με απομάκρυνση και απόσπαση προσοχής, την αγκαλιά και επαφή αν το παιδί επιθυμεί και το χιούμορ.
Ο πραγματικά δυνατός γονιός δεν είναι φυσικά εκείνος που φωνάζει ή επιβάλλει χωρίς συζήτηση ή και χτυπάει, ούτε εκείνος που δελεάζει συνεχώς με βραβεία ή απειλές, αλλά εκείνος που θέτει σταθερά όρια, που ενθαρρύνει έκφραση συναισθημάτων και εκφράζει προς το παιδί τον εαυτό του. Που στέκεται ως πρότυπο για να μάθει το παιδί ισότιμες ανθρώπινες σχέσεις με σεβασμό και επίλυση διαφορών μέσω συζήτησης.
Τελικός στόχος του γονιού είναι να βοηθά στην ανάπτυξη εκείνου του μέρους του εγκεφάλου του παιδιού που τόσο λείπει από τον κόσμο, μετά από τόσες γενιές επί γενεών αυταρχικού μεγαλώματος των παιδιών, του μέρους του εγκεφάλου που ασχολείται με την ενσυναίσθηση.
Τελικός στόχος είναι να ωριμάζει συναισθηματικά το παιδί του μέσα από την συνειδητοποίηση ότι οι άλλοι είναι ξεχωριστά άτομα, με δικαιώματα ίσα με εκείνα του παιδιού, με ανάγκες, συναισθήματα, διαφορετικές οπτικές, ανεπάρκειες διαφορετικές από εκείνες του παιδιού.
Μεγάλωμα σημαίνει σε μεγάλο βαθμό να κατανοώ την επίδραση που έχουν οι πράξεις μου και η συμπεριφορά μου στους άλλους γύρω μου, να συνειδητοποιώ τις συνέπειες αυτών που λέω και κάνω, να εκφράζω τον εαυτό μου θαρραλέα μέσα σε ένα κοινωνικό πλαίσιο οικογένειας, σχολείου, παρέας κλπ χωρίς να προσπαθώ να δρω χειριστικά στους άλλους, χωρίς να ρίχνω συνέχεια το φταίξιμο στους άλλους, χωρίς να δημιουργώ συναισθήματα ενοχής ή ντροπής γύρω μου.
Και ο θυμός είναι αναπόσπαστο κομμάτι των ανθρωπίνων σχέσεων, άρα και της καθημερινότητας με τα παιδιά μας. Δεν πρέπει να αρνούμαστε αισθήματα θυμού προς το παιδί, αλλά να τα εκφράζουμε καθαρά και κατάλληλα, χωρίς φωνές, εξάρσεις σωματικής ή λεκτικής βίας, τιμωρίας, χωρίς να δημιουργούμε στο παιδί ενοχές και πληγές. Πρώτα προσπαθούμε να καταλάβουμε τι κρύβεται πίσω από συγκεκριμένη συμπεριφορά του παιδιού:” Γιατί προσπαθεί να μου τραβήξει έτσι αρνητικά την προσοχή; Τι συμβαίνει μέσα του; Γιατί μου δείχνει ότι έχει ραγίσει το γυαλί της ασφάλειας; ”
Είμαστε άνθρωποι που κάποτε κουραζόμαστε ή φτάνουμε στα όρια μας, δείχνουνε στο παιδί ότι η συγκεκριμένη συμπεριφορά του μας δημιουργεί συγκεκριμένα συναισθήματα, χωρίς να του βάζουμε ταμπέλες, χωρίς γενικεύσεις και καθολικούς χαρακτηρισμούς. ” Δεν μου άρεσε αυτό που έκανες, μου προκάλεσε το τάδε συναίσθημα γιατί..” Δίνοντας αμέσως ακόλουθα έναυσμα για προσπάθεια θετικής επίλυσης: ” θα ήταν καλύτερα να δρούσες έτσι..” ή ” για να σκεφτούμε πως την άλλη φορά μπορούμε σε παρόμοια κατάσταση να κάνουμε τα πράγματα καλύτερα”.
Μην προτρέχουμε να αποδίδουμε στα παιδιά μας “διαβολικές ιδιότητες”: του αρέσει να με τυραννάει, το κάνει για να τσατίσει. Δεν είναι παιχνίδι ή πεδίο εξουσίας εδώ, η δύσκολη συμπεριφορά ενός μικρού παιδιού είναι συνήθως σύμπτωμα ανεπάρκειας του να διαχειριστεί δυνατά ή αντικρουόμενα συναισθήματα, συχνά απλά και μόνο επειδή δυσκολεύεται στην αναπτυξιακή ηλικία που βρίσκεται να διαχειριστεί έντονα ή πολύπλοκα συναισθήματα.
Αντί να σταθούμε εκείνη τη στιγμή απέναντι του κατηγορώντας το, τιμωρώντας το, δημιουργώντας μέσα του ενοχές και αποδίδοντας του κίνητρα να μας κάνει τη δίκη μας ζωή δύσκολη, καλύτερα να σκύψουμε να το ακούσουμε, να μην το κρίνουμε, να το βοηθήσουμε να ξεδιαλύνει τα υπερβολικά για τις ικανότητες της ηλικίας του συναισθήματα. Δεν είναι το παιδί καλό ή κακό. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πολλές φορές πίσω από επεισόδιο κακής συμπεριφοράς κρύβονται απλά πράγματα που μπορούν εύκολα να αντιστραφούν, τα οποία το παιδί δεν είναι ικανό ακόμα να εκφράσει κατάλληλα, όπως πείνα, δίψα, κούραση, υπερβολικά ερεθίσματα, ανία.
Για να μάθουν τα παιδιά μας να μας ακούνε όταν εκφραζόμαστε, πρέπει πρώτα φυσικά να τα ακούσουμε εμείς, ενεργητικά, υπομονετικά, προσεκτικά, χωρίς συνεχείς ή επιπόλαιες βιαστικές δικές μας κρίσεις. Το παιδί που λέει συνέχεια στην παρέα του “κάνε αυτό, κάνε το άλλο” αντιγράφει το γονιό του που διατάζει εκείνον πριν προλάβει να αρθρώσει λέξη. Το παιδί που απαξιώνει τα συναισθήματα των συνομήλικών του ή τα γελοιοποιεί έχει περάσει πρώτα από αντίστοιχη συναισθηματική κακοποίηση από τους γονείς του.
Δεν είμαστε γονείς μόνο όταν δασκαλεύουμε , διορθώνουμε, δείχνουμε το “σωστό”, κριτικάρουμε, απορρίπτουμε ή επιβραβεύουμε. Είμαστε καλύτεροι γονείς όταν συχνά απλά ακούμε, αποδεχόμαστε, συζητάμε χώρος έτοιμη έκβαση, εκφράζουμε χωρίς κρίση-κριτική.
Δεν του τα δίνουμε όλα έτοιμα, το αφήνουμε να κάνει και λάθη, να κάνει πράγματα με τον τρόπο του, να αποτύχει κιόλας, να μην μασάει έτοιμη τροφή, να ζωγραφίζει το ίδιο και όχι η μαμά για αυτόν. Δεν το βομβαρδίζουμε με ερεθίσματα όταν δεν μας χρειάζεται, όταν παίζει μόνο του.
Ακολουθούμε την πρωτοβουλία του, δεν επιβάλλουμε συνεχώς εμείς την ατζέντα. Το περιβάλλουμε αόρατα, το προστατεύουμε χωρίς να το πνίγουμε, όχι να τα κάνουμε όλα εμείς για αυτό, όχι να κόβουμε την πρωτοβουλία και αυτενέργειά του.
Τα παιδιά όσο μεγαλώνουν διψούν να μάθουν τι σκεφτόμαστε, τι αισθανόμαστε, τι όνειρα και τι πραγματικότητα έχουμε. Να μην φοβόμαστε να ανοιγόμαστε απέναντι τους, λειτουργούμε ως πρότυπα και βασικά διδάγματα ώστε να χτίσουν το δικό τους εγώ και τη δίκη τους σχέση με τον κόσμο. Μην φοβόμαστε να μιλήσουμε στα παιδιά μας για τη δίκη μας παιδική ηλικία, για τους δικούς μας γονείς, για τα δικά μας σχολεία, για την ανάγκη να έχουμε κάποια στιγμή τον δικό μας χώρο, τις δικές μας ασχολίες.
Τα παιδιά μας διψούν να τα ακούσουν όλα αυτά, ότι είμαστε πραγματικοί άνθρωποι, ότι περάσαμε από εκεί που είναι τώρα αυτά και πως, ότι κάποτε θα έχουν μια καθημερινότητα ενήλικα και πως μπορεί να είναι αυτή. Δεν φοβόμαστε να τους δείξουμε ότι έχουμε σωματικές ή συναισθηματικές ανάγκες, προτιμήσεις, ότι κάτι δεν μας αρέσει, ότι κάτι είναι πολύτιμο και δικό μας και πρέπει να προσέξουν πως θα το χειριστούν – οτιδήποτε, υλικό ή εμπειρία του παρελθόντος ή τωρινή σκέψη. Δε φοβόμαστε να τους δείξουμε ότι δεν είμαστε τέλειοι, ότι κάποτε κλαίμε κιόλας ή απελπιζόμαστε ή εκνευριζόμαστε ή μπερδευόμαστε ή δρούμε με λάθος τρόπο. Είναι συχνά απελευθερωτικό να ανατρέξουμε στις δικές μας εμπειρίες από την παιδική μας ηλικία, να θυμόμαστε πως νιώθαμε, πως ήταν να είσαι παιδί. Είναι απελευθερωτικό για το ίδιο το παιδί να βλέπει τον κόσμο μας.
Μεγαλώνει όταν του παίρνουμε μεγάλο καλούπι, μικραίνει, μωρουδίζει αν κουβαλάμε πάντα μικρό καλούπι. Ανοίγουμε το παιδί στη ζωή μας, δεν κλείνουμε τη ζωή μας στο παιδί.
Μιλάμε με κατάλληλο για την αναπτυξιακή τους ηλικία τρόπο για τα προβλήματα μας, για τις ανησυχίες μας, για την ημέρα μας και τις δουλειές μας. Ανοίγουμε τον κόσμο μας στο παιδί, έτσι ώστε να κατανοεί ότι έχει απέναντι του έναν ξεχωριστό άνθρωπο με προσδοκίες, ανασφάλειες, τρωτά σημεία, δικά του συναισθήματα. Ότι απέναντι του δε έχει έναν αυτόματο εξυπηρετητή αποκλειστικά των δικών του αναγκών και θέλω. Μέσα από το παράδειγμα μας και την έκφραση του εαυτού μας να μάθει να δείχνει κατάλληλη εκτίμηση προς τα συναισθήματα και τις ανάγκες των άλλων.
Τα μικρά παιδιά έχουν φυσική ροπή να μιμούνται και να θέλουν να συμμετέχουν σε αυτά που κάνουν οι μεγάλοι. Αγαπούν να συνεισφέρουν και να βοηθούν στις δουλειές του σπιτιού. Ανάμεσα στην απαράδεκτη καταναγκαστική παιδική εργασία και τον πλήρη αποκλεισμό ενός παιδιού από οποιαδήποτε προσπάθεια, υπάρχει μέση οδός που χρειάζεται να αναζητήσουμε: μιλάμε για την προσπάθεια που χρειάζεται για να γίνουν κάποια πράγματα στο σπίτι, συζητάμε μαζί τους για καθημερινές δουλειές που πρέπει να γίνονται και πιθανόν τις θεωρούν δεδομένες.
Αφήνουμε τα παιδιά αν θέλουν να προσπαθήσουν να βοηθήσουν στο στρώσιμο του τραπεζιού, στο πλύσιμο των πιάτων, τα βοηθάμε να αναπτύξουν αυτονομία και υπευθυνότητα σε ότι αφορά το δικό τους σώμα ή χώρο – να φτιάξουν την τσάντα τους, να ντυθούν, να πλύνουν τα δόντια τους, να κάνουν τα μαθήματα τους.
Φυσικά υπάρχει μια λεπτή ισορροπία εδώ: ανάλογα και με την ηλικιακή ετοιμότητα του παιδιού, δεν θα βομβαρδίσουμε το παιδί με τα εγώ μας, δεν θα του δείξουμε πως σκοτώνεται ο κόσμος και πόσο άσχημος μπορεί να είναι έτσι για να “μπει στη ζωή”, δεν θα καταργήσουμε τον δικό του ελεύθερο χρόνο και τις δικές του επιθυμίες για να μας βοηθάει στις δουλειές του σπιτιού, δεν θα του μαυρίσουμε την παιδικότητα και τα όνειρα με την γκρίζα κουτσουρεμένη καθημερινότητα των μεγάλων. Δεν θα τα πνίξουμε στις δικές μας ανασφάλειες, δεν θα τα μετατρέψουμε πρόωρα σε ώριμους συμβούλους των δικών μας προβλημάτων, δεν θα τα βάλουμε να καλύψουν καταναγκαστικά το κενό των φίλων που δεν έχουμε.
Η καθημερινότητα με το παιδί μας θα είναι πιο εύκολη όταν ακολουθούμε τέσσερις βασικούς κανόνες αρμονικής συμβίωσης μαζί τους:
1. Γνωρίζουμε την αναπτυξιακή τους ηλικία και προσαρμοζόμαστε κατάλληλα
2. Κατανοούμε τις μοναδικές ιδιαιτερότητες και προσωπικότητα του παιδιού μας
3. Απομακρύνουμε την γονεική μας από τον απλό χειρισμό επιφανειακής συμπεριφοράς και εμβαθύνουμε σε συναισθήματα
4. Ανοίγουμε το παιδί στον κόσμο μας, του δείχνουμε ότι είμαστε πλήρεις άνθρωποι, όχι απλώς γονείς που συνεχώς επιβάλλουν ή συνεχώς υποχωρούν.
Κατ’ αρχήν χρειάζεται να προσδιορίσουμε την ηλικία. Κάθε αναπτυξιακό στάδιο είναι διαφορετικό και πρέπει να αναζητούμε τις γνώσεις εκείνες για να κατανοήσουμε καλύτερα το παιδί μας ανά ηλικία και να ανταποκρινόμαστε κατάλληλα στις ανάγκες του.
Κατά την βρεφική ηλικία, από την γέννηση μέχρι τους 10-15 μήνες της ζωής, ο εαυτός του μωρού μας δεν έχει σχηματιστεί αυτοτελώς ακόμα και διακριτά από εμάς. Αυτό που κυρίως διακυβεύεται είναι η δημιουργία ισχυρού δεσμού με τη μητέρα και τον πατέρα, η ασφάλεια και η συναισθηματική ομαλότητα του μωρού μας.
Όλες οι σύγχρονες επιστημονικές συστάσεις για αυτήν την ηλικία μιλούν για γονείς που ανταποκρίνονται, στο ανθρωπίνως δυνατό, έγκαιρα, κατάλληλα και έγκυρα στις ανάγκες και τα σημάδια του μωρού τους.
Μετά τη βρεφική ηλικία πολλοί γονείς προβληματίζονται όταν το μικρό τους αλλάζει και αποκτά σταδιακά δική του προσωπικότητα, αναπτύσσει θέλω, λέει περισσότερα όχι αντί για ναι, θέλει επιλογές και αποκτά «ιδιοτροπίες».
Για να αποφύγουμε να γίνουμε αυταρχικοί όπως ίσως οι δικοί μας γονείς, δεν χρειάζεται να φτάνουμε στο αντίθετο άκρο και να είμαστε υπερβολικά υποχωρητικοί με τα παιδιά μας. Έχοντας πάντα ως γνώμονα την αναπτυξιακή τους ηλικία οριοθετούμε κατάλληλα και διαπραγματευόμαστε οικογενειακούς κανόνες.
Είναι αναπόσπαστο κομμάτι της γονεικής, όπως και κάθε ανθρώπινης σχέσης, να βρισκόμαστε καθημερινά και πολλές φορές σε καταστάσεις σύγκρουσης ή διαφωνίας. Είναι αναπόσπαστο κομμάτι του μεγαλώματος ενός παιδιού να βιώνει, με ήπιο, ελεγχόμενο και σταδιακά αυξανόμενο τρόπο, κάποια ματαίωση.
Το στοίχημα είναι η σχέση να χτιστεί με σεβασμό στα όρια του άλλου και ισορροπία ανάμεσα στις ανάγκες του παιδιού και τις δικές μας. Κλειδί για αυτό είναι να απομακρυνθούμε από λογικές εξουσιαστικών προσεγγίσεων – θα «νικήσω» εγώ, το κάνει για να με τσατίσει, είμαι γονιός και πρέπει να επιβληθώ – , να δούμε πέρα από την επιφανειακή συμπεριφορική προσέγγιση, να εμβαθύνουμε σε κατανόηση και έκφραση συναισθημάτων.
Μεγάλο κομμάτι δυστυχώς της κριτικής και της επιβολής γονιών στα παιδιά τους είναι μη δικαιολογημένο και ξεκινάει από δύο τύπους σημαντικής έλλειψης κατανόησης: πρώτον, άγνοια των γονιών πάνω στις φυσιολογικές ορμές και αναπτυξιακές ανάγκες των παιδιών ανά ηλικία.
Πρέπει να ενημερώσουμε επειγόντως τους γονείς ότι το 4 μηνών βρέφος που βάζει χέρια και παιχνίδια στο στόμα κάνει κάτι αναγκαίο και φυσιολογικό για την ηλικία του, ότι το παιδί ενός έτους που σκαρφαλώνει ή θέλει να πάει παντού στο σπίτι κάνει κάτι αναγκαίο για την ηλικία του και φυσιολογικό, ότι το δίχρονο που ξαφνικά λέει όχι σε ότι του λες κάνει κάτι επίσης αναγκαίο και φυσιολογικό για την ηλικία του, ότι το τρίχρονο που πέφτει κάτω στο πάτωμα όταν του λες ότι δεν μπορεί να κάνει κάτι κάνει κάτι αναγκαίο και φυσιολογικό για την ηλικία του, ότι το παιδί 6 χρόνων που στριφογυρίζει στην καρέκλα και θέλει να τρέξει μετά από δυο ώρες υποχρεωτικό κάθισμα στο δημοτικό κάνει κάτι φυσιολογικό και αναγκαίο για την ηλικία του, ότι ο δεκάχρονος που κριτικάρει και ανταγωνίζεται τον πατέρα του κάνει κάτι αναγκαίο και φυσιολογικό για την ηλικία του. Τα πράγματα θα ήταν πολύ καλύτερα αν οι γονείς είχαμε στοιχειώδη κατανόηση των σταδίων ανάπτυξης των παιδιών μας, πολλές αχρείαστε συγκρούσεις και κατά μέτωπο επιθέσεις θα αποφεύγονταν.
Δεύτερος σημαντικός τύπος έλλειψης κατανόησης, για τη μοναδικότητα και ιδιαίτερη προσωπικότητα του δικού μας παιδιού. Μας τυραννάει εμάς τους γονείς ο μέσος όρος, αδυνατούμε να καταλάβουμε ότι τα παιδιά δεν βγαίνουν από ένα καλούπι, ότι δεν είναι προιόντα πανομοιότυπα εργοστασίου, ότι εκδηλώνουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά από ημερών, ότι δεν πρέπει συνεχώς να συγκρίνουμε και ότι υπάρχει σημαντική ποικιλία ανάμεσα στα μικρά παιδιά όπως ακριβώς υπάρχει τεράστια ποικιλία και ανάμεσα στους ενήλικες.
Τα θέματα συμπεριφοράς και οι προστριβές με τα μικρά παιδιά μας θα είναι πολύ λιγότερα εάν πρώτα εμβαθύνουμε στο ηλικιακό στάδιο του παιδιού μας, έπειτα κατανοήσουμε την μοναδικότητα του παιδιού μας και τέλος να προσπαθούμε πάντα να δούμε πέρα από την απλουστευτική επιφάνεια της συμπεριφοράς.
Τις περισσότερες φορές – ιδιαίτερα σε όσο πιο μικρές ηλικίες και σε παιδιά που δεν μαθαίνουν να εκφράζουν κατάλληλα τα συναισθήματα και ανάγκες τους- η “δύσκολη” συμπεριφορά των παιδιών είναι αποτέλεσμα συναισθηματικού τραύματος ή ανασφάλειας ή αίσθησης απώλειας επαφής ή φαύλων κύκλων αρνητικής προσοχής.
Αντί να μένουμε στην επιφάνεια και να απαιτούμε “σωστή” συμπεριφορά χωρίς προηγουμένως αναγνώριση συναισθημάτων, αυξάνοντας συχνά με την δίκη μας κατά μέτωπο αντιμετώπιση και αρνητική κρίση τα αρνητικά συναισθήματα στο παιδί και άρα την αρνητική του συμπεριφορά, είναι καλύτερα να προσπαθούμε να σπάμε τον φαύλο κύκλο της απώλειας και, ως μεγαλύτεροι και πιο ώριμοι, να ξανά επενδύουμε στη σχέση μας με το παιδί και με τον συναισθηματικό του κόσμο, επιστρατεύοντας ως όπλα την κατανόηση συναισθημάτων, την ισότιμη συζήτηση, το άνοιγμα βαλβίδας με απομάκρυνση και απόσπαση προσοχής, την αγκαλιά και επαφή αν το παιδί επιθυμεί και το χιούμορ.
Ο πραγματικά δυνατός γονιός δεν είναι φυσικά εκείνος που φωνάζει ή επιβάλλει χωρίς συζήτηση ή και χτυπάει, ούτε εκείνος που δελεάζει συνεχώς με βραβεία ή απειλές, αλλά εκείνος που θέτει σταθερά όρια, που ενθαρρύνει έκφραση συναισθημάτων και εκφράζει προς το παιδί τον εαυτό του. Που στέκεται ως πρότυπο για να μάθει το παιδί ισότιμες ανθρώπινες σχέσεις με σεβασμό και επίλυση διαφορών μέσω συζήτησης.
Τελικός στόχος του γονιού είναι να βοηθά στην ανάπτυξη εκείνου του μέρους του εγκεφάλου του παιδιού που τόσο λείπει από τον κόσμο, μετά από τόσες γενιές επί γενεών αυταρχικού μεγαλώματος των παιδιών, του μέρους του εγκεφάλου που ασχολείται με την ενσυναίσθηση.
Τελικός στόχος είναι να ωριμάζει συναισθηματικά το παιδί του μέσα από την συνειδητοποίηση ότι οι άλλοι είναι ξεχωριστά άτομα, με δικαιώματα ίσα με εκείνα του παιδιού, με ανάγκες, συναισθήματα, διαφορετικές οπτικές, ανεπάρκειες διαφορετικές από εκείνες του παιδιού.
Μεγάλωμα σημαίνει σε μεγάλο βαθμό να κατανοώ την επίδραση που έχουν οι πράξεις μου και η συμπεριφορά μου στους άλλους γύρω μου, να συνειδητοποιώ τις συνέπειες αυτών που λέω και κάνω, να εκφράζω τον εαυτό μου θαρραλέα μέσα σε ένα κοινωνικό πλαίσιο οικογένειας, σχολείου, παρέας κλπ χωρίς να προσπαθώ να δρω χειριστικά στους άλλους, χωρίς να ρίχνω συνέχεια το φταίξιμο στους άλλους, χωρίς να δημιουργώ συναισθήματα ενοχής ή ντροπής γύρω μου.
Και ο θυμός είναι αναπόσπαστο κομμάτι των ανθρωπίνων σχέσεων, άρα και της καθημερινότητας με τα παιδιά μας. Δεν πρέπει να αρνούμαστε αισθήματα θυμού προς το παιδί, αλλά να τα εκφράζουμε καθαρά και κατάλληλα, χωρίς φωνές, εξάρσεις σωματικής ή λεκτικής βίας, τιμωρίας, χωρίς να δημιουργούμε στο παιδί ενοχές και πληγές. Πρώτα προσπαθούμε να καταλάβουμε τι κρύβεται πίσω από συγκεκριμένη συμπεριφορά του παιδιού:” Γιατί προσπαθεί να μου τραβήξει έτσι αρνητικά την προσοχή; Τι συμβαίνει μέσα του; Γιατί μου δείχνει ότι έχει ραγίσει το γυαλί της ασφάλειας; ”
Είμαστε άνθρωποι που κάποτε κουραζόμαστε ή φτάνουμε στα όρια μας, δείχνουνε στο παιδί ότι η συγκεκριμένη συμπεριφορά του μας δημιουργεί συγκεκριμένα συναισθήματα, χωρίς να του βάζουμε ταμπέλες, χωρίς γενικεύσεις και καθολικούς χαρακτηρισμούς. ” Δεν μου άρεσε αυτό που έκανες, μου προκάλεσε το τάδε συναίσθημα γιατί..” Δίνοντας αμέσως ακόλουθα έναυσμα για προσπάθεια θετικής επίλυσης: ” θα ήταν καλύτερα να δρούσες έτσι..” ή ” για να σκεφτούμε πως την άλλη φορά μπορούμε σε παρόμοια κατάσταση να κάνουμε τα πράγματα καλύτερα”.
Μην προτρέχουμε να αποδίδουμε στα παιδιά μας “διαβολικές ιδιότητες”: του αρέσει να με τυραννάει, το κάνει για να τσατίσει. Δεν είναι παιχνίδι ή πεδίο εξουσίας εδώ, η δύσκολη συμπεριφορά ενός μικρού παιδιού είναι συνήθως σύμπτωμα ανεπάρκειας του να διαχειριστεί δυνατά ή αντικρουόμενα συναισθήματα, συχνά απλά και μόνο επειδή δυσκολεύεται στην αναπτυξιακή ηλικία που βρίσκεται να διαχειριστεί έντονα ή πολύπλοκα συναισθήματα.
Αντί να σταθούμε εκείνη τη στιγμή απέναντι του κατηγορώντας το, τιμωρώντας το, δημιουργώντας μέσα του ενοχές και αποδίδοντας του κίνητρα να μας κάνει τη δίκη μας ζωή δύσκολη, καλύτερα να σκύψουμε να το ακούσουμε, να μην το κρίνουμε, να το βοηθήσουμε να ξεδιαλύνει τα υπερβολικά για τις ικανότητες της ηλικίας του συναισθήματα. Δεν είναι το παιδί καλό ή κακό. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πολλές φορές πίσω από επεισόδιο κακής συμπεριφοράς κρύβονται απλά πράγματα που μπορούν εύκολα να αντιστραφούν, τα οποία το παιδί δεν είναι ικανό ακόμα να εκφράσει κατάλληλα, όπως πείνα, δίψα, κούραση, υπερβολικά ερεθίσματα, ανία.
Για να μάθουν τα παιδιά μας να μας ακούνε όταν εκφραζόμαστε, πρέπει πρώτα φυσικά να τα ακούσουμε εμείς, ενεργητικά, υπομονετικά, προσεκτικά, χωρίς συνεχείς ή επιπόλαιες βιαστικές δικές μας κρίσεις. Το παιδί που λέει συνέχεια στην παρέα του “κάνε αυτό, κάνε το άλλο” αντιγράφει το γονιό του που διατάζει εκείνον πριν προλάβει να αρθρώσει λέξη. Το παιδί που απαξιώνει τα συναισθήματα των συνομήλικών του ή τα γελοιοποιεί έχει περάσει πρώτα από αντίστοιχη συναισθηματική κακοποίηση από τους γονείς του.
Δεν είμαστε γονείς μόνο όταν δασκαλεύουμε , διορθώνουμε, δείχνουμε το “σωστό”, κριτικάρουμε, απορρίπτουμε ή επιβραβεύουμε. Είμαστε καλύτεροι γονείς όταν συχνά απλά ακούμε, αποδεχόμαστε, συζητάμε χώρος έτοιμη έκβαση, εκφράζουμε χωρίς κρίση-κριτική.
Δεν του τα δίνουμε όλα έτοιμα, το αφήνουμε να κάνει και λάθη, να κάνει πράγματα με τον τρόπο του, να αποτύχει κιόλας, να μην μασάει έτοιμη τροφή, να ζωγραφίζει το ίδιο και όχι η μαμά για αυτόν. Δεν το βομβαρδίζουμε με ερεθίσματα όταν δεν μας χρειάζεται, όταν παίζει μόνο του.
Ακολουθούμε την πρωτοβουλία του, δεν επιβάλλουμε συνεχώς εμείς την ατζέντα. Το περιβάλλουμε αόρατα, το προστατεύουμε χωρίς να το πνίγουμε, όχι να τα κάνουμε όλα εμείς για αυτό, όχι να κόβουμε την πρωτοβουλία και αυτενέργειά του.
Τα παιδιά όσο μεγαλώνουν διψούν να μάθουν τι σκεφτόμαστε, τι αισθανόμαστε, τι όνειρα και τι πραγματικότητα έχουμε. Να μην φοβόμαστε να ανοιγόμαστε απέναντι τους, λειτουργούμε ως πρότυπα και βασικά διδάγματα ώστε να χτίσουν το δικό τους εγώ και τη δίκη τους σχέση με τον κόσμο. Μην φοβόμαστε να μιλήσουμε στα παιδιά μας για τη δίκη μας παιδική ηλικία, για τους δικούς μας γονείς, για τα δικά μας σχολεία, για την ανάγκη να έχουμε κάποια στιγμή τον δικό μας χώρο, τις δικές μας ασχολίες.
Τα παιδιά μας διψούν να τα ακούσουν όλα αυτά, ότι είμαστε πραγματικοί άνθρωποι, ότι περάσαμε από εκεί που είναι τώρα αυτά και πως, ότι κάποτε θα έχουν μια καθημερινότητα ενήλικα και πως μπορεί να είναι αυτή. Δεν φοβόμαστε να τους δείξουμε ότι έχουμε σωματικές ή συναισθηματικές ανάγκες, προτιμήσεις, ότι κάτι δεν μας αρέσει, ότι κάτι είναι πολύτιμο και δικό μας και πρέπει να προσέξουν πως θα το χειριστούν – οτιδήποτε, υλικό ή εμπειρία του παρελθόντος ή τωρινή σκέψη. Δε φοβόμαστε να τους δείξουμε ότι δεν είμαστε τέλειοι, ότι κάποτε κλαίμε κιόλας ή απελπιζόμαστε ή εκνευριζόμαστε ή μπερδευόμαστε ή δρούμε με λάθος τρόπο. Είναι συχνά απελευθερωτικό να ανατρέξουμε στις δικές μας εμπειρίες από την παιδική μας ηλικία, να θυμόμαστε πως νιώθαμε, πως ήταν να είσαι παιδί. Είναι απελευθερωτικό για το ίδιο το παιδί να βλέπει τον κόσμο μας.
Μεγαλώνει όταν του παίρνουμε μεγάλο καλούπι, μικραίνει, μωρουδίζει αν κουβαλάμε πάντα μικρό καλούπι. Ανοίγουμε το παιδί στη ζωή μας, δεν κλείνουμε τη ζωή μας στο παιδί.
Μιλάμε με κατάλληλο για την αναπτυξιακή τους ηλικία τρόπο για τα προβλήματα μας, για τις ανησυχίες μας, για την ημέρα μας και τις δουλειές μας. Ανοίγουμε τον κόσμο μας στο παιδί, έτσι ώστε να κατανοεί ότι έχει απέναντι του έναν ξεχωριστό άνθρωπο με προσδοκίες, ανασφάλειες, τρωτά σημεία, δικά του συναισθήματα. Ότι απέναντι του δε έχει έναν αυτόματο εξυπηρετητή αποκλειστικά των δικών του αναγκών και θέλω. Μέσα από το παράδειγμα μας και την έκφραση του εαυτού μας να μάθει να δείχνει κατάλληλη εκτίμηση προς τα συναισθήματα και τις ανάγκες των άλλων.
Τα μικρά παιδιά έχουν φυσική ροπή να μιμούνται και να θέλουν να συμμετέχουν σε αυτά που κάνουν οι μεγάλοι. Αγαπούν να συνεισφέρουν και να βοηθούν στις δουλειές του σπιτιού. Ανάμεσα στην απαράδεκτη καταναγκαστική παιδική εργασία και τον πλήρη αποκλεισμό ενός παιδιού από οποιαδήποτε προσπάθεια, υπάρχει μέση οδός που χρειάζεται να αναζητήσουμε: μιλάμε για την προσπάθεια που χρειάζεται για να γίνουν κάποια πράγματα στο σπίτι, συζητάμε μαζί τους για καθημερινές δουλειές που πρέπει να γίνονται και πιθανόν τις θεωρούν δεδομένες.
Αφήνουμε τα παιδιά αν θέλουν να προσπαθήσουν να βοηθήσουν στο στρώσιμο του τραπεζιού, στο πλύσιμο των πιάτων, τα βοηθάμε να αναπτύξουν αυτονομία και υπευθυνότητα σε ότι αφορά το δικό τους σώμα ή χώρο – να φτιάξουν την τσάντα τους, να ντυθούν, να πλύνουν τα δόντια τους, να κάνουν τα μαθήματα τους.
Φυσικά υπάρχει μια λεπτή ισορροπία εδώ: ανάλογα και με την ηλικιακή ετοιμότητα του παιδιού, δεν θα βομβαρδίσουμε το παιδί με τα εγώ μας, δεν θα του δείξουμε πως σκοτώνεται ο κόσμος και πόσο άσχημος μπορεί να είναι έτσι για να “μπει στη ζωή”, δεν θα καταργήσουμε τον δικό του ελεύθερο χρόνο και τις δικές του επιθυμίες για να μας βοηθάει στις δουλειές του σπιτιού, δεν θα του μαυρίσουμε την παιδικότητα και τα όνειρα με την γκρίζα κουτσουρεμένη καθημερινότητα των μεγάλων. Δεν θα τα πνίξουμε στις δικές μας ανασφάλειες, δεν θα τα μετατρέψουμε πρόωρα σε ώριμους συμβούλους των δικών μας προβλημάτων, δεν θα τα βάλουμε να καλύψουν καταναγκαστικά το κενό των φίλων που δεν έχουμε.
Η καθημερινότητα με το παιδί μας θα είναι πιο εύκολη όταν ακολουθούμε τέσσερις βασικούς κανόνες αρμονικής συμβίωσης μαζί τους:
1. Γνωρίζουμε την αναπτυξιακή τους ηλικία και προσαρμοζόμαστε κατάλληλα
2. Κατανοούμε τις μοναδικές ιδιαιτερότητες και προσωπικότητα του παιδιού μας
3. Απομακρύνουμε την γονεική μας από τον απλό χειρισμό επιφανειακής συμπεριφοράς και εμβαθύνουμε σε συναισθήματα
4. Ανοίγουμε το παιδί στον κόσμο μας, του δείχνουμε ότι είμαστε πλήρεις άνθρωποι, όχι απλώς γονείς που συνεχώς επιβάλλουν ή συνεχώς υποχωρούν.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου