Πολλοί νομίζουν ότι η φιλοσοφία είναι οι όμορφες φράσεις, όπως «αγάπη σημαίνει να μην αναγκαστείς να ζητήσεις ποτέ συγνώμη» ή «τα δάκρυα είναι σαν τα διαμάντια, γι’ αυτό μην τα χαρίζεις σε όσους δεν τ’ αξίζουν».
Οι Έλληνες πρώτο φιλόσοφο θεωρούσαν τον Αναξίμανδρο (610-540) που ήταν μαθητής ενός από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας, του Θαλή του Ίωνα από τη Μίλητο (624-547).
Ο Θαλής ήταν εμπνευστής της γεωμετρίας και της αστρονομίας ενώ ο Αναξίμανδρος διάδοχος της πρώτης Φιλοσοφικής Σχολής των Φυσιοκρατών (Υλιστών) που θεωρούσε πρώτη αρχή του κόσμου το Άπειρο, σαν απροσδιόριστη ύλη που ήταν αγέννητη, άφθαρτη και αθάνατη που βρίσκεται σε αιώνια και αδιάκοπη κίνηση. Ο Ηράκλειτος (540-480) έμεινε στην αιωνιότητα με την περίφημη φράση του που σαν αξίωμα και σήμερα χρησιμοποιούμε. Ναι, «τα πάντα ρει» και σ’ αυτό κανένας δεν διαφωνεί!
Δεν χρειάζεται νομίζω να πούμε τίποτε περισσότερο. Οι πρώτες αρχές, σαν αξιώματα, που σήμερα η Επιστήμη χρησιμοποιεί, από τότε είχαν μπει.
Τώρα μπορούμε, νομίζω, να δώσουμε ένα γενικό ορισμό, τι εννοούμε φιλοσοφία, χωρίς να παρεκκλίνουμε εννοιολογικά από εκείνους που πρώτοι προσπάθησαν να πάρουν απαντήσεις ρωτώντας, όχι το Ιερατείο, όπως έκαναν οι ποιητές των μύθων, αλλά από τη φύση την ίδια.
Φιλοσοφία είναι η προσπάθεια του ανθρώπου να ανακαλύψει την αλήθεια των όντων (αυτών που υπάρχουν δηλαδή) και των φαινομένων της πραγματικότητας.Επίσης πρέπει να γνωρίζουμε ότι η επιστήμη είναι εκείνη που μελετά το σύνολο των φαινομένων της ύλης σε σχέση με την κίνηση και τις διάφορες μορφές των μετατροπών της.
Ανάμεσα στους δυο αυτούς ορισμούς φαίνεται μία ουσιαστική σύνδεση όπου η επιστήμη και η φιλοσοφία συνδέονται, γιατί η μια στηρίζει την άλλη. Αν ανάμεσα στις δύο χαθεί αυτή η σχέση τότε σημαίνει ότι η μια από τις δυο διατυπώνεται λανθασμένα. Η φιλοσοφία, που μπορεί αυτό να το κάνει καλύτερα, είναι ο Διαλεκτικός Υλισμός. Όμως μέχρι να φτάσουμε εκεί, ο δρόμος από την αρχαιότητα ήταν πολύ μακρύς.
Αυτό είναι και το θέμα μας απόψε.
Ο φιλοσοφικός λόγος στέκεται ανάμεσα στο μύθο και την επιστήμη, που σήμερα άλλαξε ριζικά τη ζωή μας. Η θρησκεία επιτέλεσε τον σκοπό της σε μια πρωτόγονη και αρχαία χρονική στιγμή που ήταν απαραίτητη για να ενώσει τις φυλές με συνεκτικούς δεσμούς και φαντασιακά στοιχεία αποχρωματισμένα μεταφυσικά.
Οι μύθοι δημιουργήθηκαν, διαδόθηκαν και αφηγήθηκαν, μέσα στο χρόνο, δίνοντας την ευκαιρία στους ποιητές της εποχής να περιγράψουν τον κόσμο, με τις δυνατότητες που είχαν τότε και κυρίως με την γόνιμη και πλούσια φαντασία τους. Οι ανθρωπόμορφοι θεοί του «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν» δεν ήταν τίποτα περισσότερο από φυσικές δυνάμεις που εκείνο τον καιρό ο άνθρωπος αδυνατούσε με άλλο τρόπο να εξηγήσει τον κόσμο του. Τούτο το κατάφεραν πρώτοι οι υλιστές φιλόσοφοι κάτω από την επίδραση της Ιωνικής σχολής. Έκτοτε ο νους του ανθρώπου διακόσμησε τα πάντα. Αν στη μέση δεν έμπαινε η ιδεαλιστική φιλοσοφία και ο Μεσαίωνας των χριστιανών η επιστήμη, μια αναπνοή δρόμος ήταν! Να τι ήταν αυτό που ανάδειξε τον Ελληνισμό. Αυτό που έκανε τον Επικούρειο να πει «Αν ήμουν θεός, δεν θα ζητούσα από τους λάτρεις μου να με παρακαλούν, ούτε καν να με αγαπούν. Θα τους ζητούσα να προσπαθήσουν να με καταλάβουν».
Αν θεοί είναι οι φυσικές δυνάμεις που θεοποιήθηκαν, σύμφωνα με τον Πρόδικο, επειδή μας είναι ωφέλιμες, χρέος έχουμε πρωτίστως να τις καταλάβουμε. Γιατί δεν πρέπει να πιστεύουμε για να καταλάβουμε, αλλά πρέπει πρώτα να προσπαθούμε να καταλάβουμε για να πιστέψουμε τον κόσμο στον οποίο ζούμε. Γι αυτό και δεν πρέπει να ενστερνιζόμαστε καμία Ιερή Γνώση που, υποτίθεται, αντιπροσωπεύει το Απόλυτο, αλλά την Εγκόσμια Αλήθεια, προϊόν της ανθρώπινης νόησης, προκειμένου να γνωρίσουμε τον κόσμο μας πραγματικά! Τούτη είναι η μέγιστη κατάκτηση που οι Αρχαίοι Έλληνες επέτυχαν με την φιλοσοφία (Ιωνική σχολή). Να ποιοι είναι Έλληνες, αυτοί που δεν έχουν ανάγκη ούτε το «όμαιμον», ούτε το «ομόγλωσσον»ούτε τα «ομότροπα» ήθη και έθιμα που μας κάνουν να ξεχωρίζουμε. Ξεχωρίζει αυτός που στη θέση της εγωιστικής ανωτερότητας βάζει την ισοτιμία και αλληλεγγύη των λαών και στην θέση της θρησκείας την επιστήμη και την λογική.Τέλος αντί της βίας ασκεί την συνεργασία στην βάση της ισότητας και του ανθρωπισμού, με χαρακτηριστικά εκείνα που τον διαφοροποιούν από το ζώο και την αγελαία του συμπεριφορά.
Μεταξύ των αρχαίων Ελλήνων και των υποτιθέμενων ελληναράδων υπάρχει τόση σχέση όση σχέση μπορεί να έχει ένας φιλοσοφικός τρίβωνας από μια τροφαντή αρβανίτικη φουστανέλα!
Ο μύθος κατά κόρο χρησιμοποιήθηκε από τον Πλάτωνα, αφού στη συνείδηση των Ελλήνων ήταν τόσο δυνατός που εξέφραζε την αλήθεια και συχνά χρησιμοποιήθηκε σαν απόδειξη. Έτσι ο μύθος, για τον Πλάτωνα, αποτελεί αποδεικτικό καταφύγιο στην προσπάθειά του να τεκμηριώσει ένα μεταφυσικό πρόβλημα. Την λογική αυτή οι ιδεαλιστές την χρησιμοποιούν ακόμα, ενώ την υλιστική φιλοσοφία την αποσιώπησαν.
Όμως ας κάνουμε μια αναδρομή στο παρελθόν για να δούμε πώς άρχισε το επιχείρημα αυτό της υλιστικής φιλοσοφίας.
Σαν όρος η λέξη «υλισμός» εμφανίζεται τον 17ο αιώνα, όμως οι πρώτοι υλιστές φιλόσοφοι (υλοζωιστές και φυσιοκράτες) εμφανίζονται στην Ελλάδα από τον 6ο αιώνα πριν τη νέα χρονολόγηση, όπου ο δημοκρατικός αέρας που δειλά-δειλά κάνει την εμφάνισή του στα πράγματα ευνοεί το φιλοσοφικό στοχασμό και τη συλλογική επιστημονική έρευνα. Ο φυσιοκρατικός υλισμός, σαν κοινωνικό φαινόμενο και αλληλένδετος με τη δημοκρατία, αποτελούσε πάντα την προοδευτικότερη κίνηση στο κοινωνικό γίγνεσθαι.
Αναμφισβήτητα θεμελιωτής του αρχαιοελληνικού υλισμού θεωρείται ο Θαλής ο Μιλήσιος (624-547) που ήταν ένας εκ των 7 σοφών της αρχαιότητας.
Την εποχή εκείνη δεν είχε τόσο σημασία αν έβρισκε κανείς την αδιαμφισβήτητη αλήθεια όσο ότι κατάφερε να βρει απαντήσεις ρωτώντας κατευθείαν τη φύση, παρατηρώντας και υπολογίζοντας με τη λογική και όχι απευθυνόμενος σε κάποιο μαντείο ή ιερατείο, όπως συνήθως γινόταν ως τότε. Για πρώτη φορά ο άνθρωπος πατώντας γερά πάνω στη γη, τα μάτια του, η σκέψη του αλλά και ο νους του, μετρώντας και υπολογίζοντας, πετούσε στα άστρα! Να για παράδειγμα πώς κατάφερε ο Θαλής να μετρήσει το ύψος μιας πυραμίδας στην Αίγυπτο: κάρφωσε μία ράβδο ενός μέτρου στο έδαφος. Τη στιγμή που το μήκος της σκιάς του συνέπιπτε με το πραγματικό της ύψος, ο σοφός Θαλής ήταν βεβαιότατος ότι, και η σκιά της πυραμίδας θα συνέπιπτε με το πραγματικό της ύψος! Τόσο απλά!
Η έννοια της αρχής έχει τις ρίζες της στη σχολή της Μιλήτου. Σαν πρωταρχική αρχή, ήταν η ουσία από την οποία άρχιζαν τα πάντα να έχουν λόγο ύπαρξης.
Θεωρούσε πρώτη αρχή (principium), σαν πρώτη ύλη του κόσμου δηλαδή, το νερό και γι’ αυτό θεώρησε τη γη να πλέει μέσα σε αυτό. Το νερό βέβαια του Θαλή είναι έμψυχο, περικλείει εντός του ζωή (υλοζωισμός). Η ψυχή είναι η δύναμη εκείνη που μορφώνει και κινεί οτιδήποτε βρίσκεται στο σύμπαν. Ύλη και Δύναμη αποτελούν μια αδιαίρετη φυσική οντότητα που δεν γίνεται να ξεχωρίσουμε.
Ο Αναξίμανδρος (610-540) ήταν ο δεύτερος Μιλήσιος φιλόσοφος, συγγενής, μαθητής και διάδοχος της φιλοσοφικής σχολής της Μιλήτου. Θεωρούσε σαν πρώτη ύλη του κόσμου το άπειρο, μια απροσδιόριστη ύλη αγέννητη, άφθαρτη και αθάνατη, που βρίσκεται σε αιώνια και αδιάκοπη κίνηση. Από αυτήν την ύλη αποσπώνται τα αντίθετα που δημιουργούν τα αντικείμενα και τα φαινόμενα του κόσμου. Αυτή η έννοια του απείρου μοιάζει με αυτό που σήμερα εννοούμε ενέργεια που για τον Αναξίμανδρο αποτελεί τη φυσική αρχή του κόσμου!
Ο Αναξιμένης (586-525) είναι ο τρίτος μεγάλος φιλόσοφος της Μιλήτου και μαθητής του Αναξίμανδρου που στη θέση του άπειρου βάζει τον αέρα. Όταν αραιώνεται γίνεται πυρ κι όταν συμπυκνώνεται γίνεται άνεμος, νερό, ύστερα σύννεφο, γη και πέτρα. Ο Αέρας του Αναξιμένη είναι ζωογόνος, όπως και το νερό του Θαλή.
Ο Ηράκλειτος (540-480) δέχεται τη συνεχή ροή στο Σύμπαν. Τα αντίθετα ταυτίζονται με την αμοιβαία διαδοχή και αλλαγή. Όλα αλλάζουν και ανανεώνονται ποτέ δεν είναι ίδια, «τα πάντα ρει». Μόνο ο «λόγος» είναι σταθερός. Είναι ο εσωτερικός ρυθμός του κόσμου, που μεταβάλλεται σύμφωνα με τον αιώνιο Λόγο. Αυτός είναι ένας εσωτερικός κανόνας που ο Ηράκλειτος πότε τον λέει Δία και πότε Ειμαρμένη. Την τάξη αυτή του κόσμου δεν την δημιούργησε ούτε ο θεός ούτε οι άνθρωποι, αλλά υπήρχε πάντα και θα υπάρχει σαν ένα αιώνιο ζωντανό πυρ που ανάβει και σβήνει σύμφωνα με ορισμένα μέτρα (νόμοι). Ο ήλιος θα συνεχίσει να κινείται όπως γνωρίζουμε, αλλιώς θα τον συλλάβουν οι Ερινύες για παράβαση του νόμου και της τάξης!
Σαν πρωταρχικό συστατικό του κόσμου δέχεται τη φωτιά(πυροκρατική φυσική θεωρία) που την ταυτίζει με την ψυχή (αείζωον πυρ) και αλληλοϋποκαθίσταται μέσα στη συνεχή ανακύκλωση των πάντων.
Ο Αναξαγόρας (500-428) γεννήθηκε στις Κλαζομενές της Μ. Ασίας και γι’ αυτό διαμόρφωσε υλιστικές αντιλήψεις κάτω από την επίδραση της Ιωνικής σχολής. Ο Αναξαγόρας δέχεται ότι η αρχική κατάσταση του κόσμου ήταν μια άμορφη και ακίνητη μάζα, αποτελούμενη από αναρίθμητα και απειροελάχιστα, άφθαρτα σωματίδια που τα ονόμαζε σπέρματα ή χρήματα. Όλα αυτά τέθηκαν σε κίνηση (κοσμική δίνη) που προκάλεσε ο Νους. Με την περιστροφική επίδραση και μέσω της αρχής της σύνδεσης και αποσύνδεσης των στοιχείων, ταξινομήθηκαν και αποτέλεσαν την ουσία του υλικού κόσμου. Η υλιστική θεωρία του Αναξαγόρα δεν του επέτρεψε να δεχτεί το Νου σαν εξωκοσμική και υπερφυσική δύναμη. Ο υλικός κόσμος του ήταν έτσι οργανωμένος, ώστε από τη φύση του να σκέφτεται και να αυτοδημιουργείται. Η έννοια του σκοπού, του τέλους, που ο Αριστοτέλης θα διατυπώσει, μετά από έναν αιώνα σαν τελεολογική αντίληψη, είναι στηριγμένη στον Αναξαγόρα που πρώτος συνέλαβε. Κατηγορήθηκε σαν άθεος από τους πολιτικούς αντιπάλους του Περικλή, τους ολιγαρχικούς του Θουκυδίδη και συγκεκριμένα από τον Κλέωνα, γιατί πρόσβαλε τη θεότητα θεωρώντας τον ήλιο «διάπυρη πέτρα. Ο Αναξαγόρας εκτός από τον ήλιο δίδαξε ότι και η σελήνη δημιουργήθηκε από το ίδιο υλικό με τη γη και οι Γαλαξίες είναι πολλά αστέρια που τα περισσότερα δε φαίνονται. Οι βροντές, έλεγε, είναι σύγκρουση νεφών, και οι αστραπές βίαιη τριβή αυτών. Την πρόκληση των σεισμών την απέδιδε στην καταβύθιση του αέρα μέσα στη γη.
Ο Δημόκριτος (460-370) γεννήθηκε στα Άβδηρα της Θράκης, χρησιμοποιώντας τη γνώση των προκατόχων του επινόησε την ατομική του θεωρία. Τα αντικείμενα (η ύλη) αποτελούνται από πλήθος αόρατα μόρια-άτομα που είναι αιώνια, αμετάβλητα, άφθαρτα και αδιαίρετα (άτμητα), βρίσκονται σε διαρκή κίνηση και δημιουργούν στροβιλική κίνηση μέσα στο σύμπαν. Αυτή την κοσμογονική δίνη την ονόμασε ανάγκη και την αναγκαιότητα της φύσης να συμπεριφέρεται, πότε έτσι και πότε αλλιώς, σήμερα την λέμε νομοτέλεια.
Οι αισθήσεις είναι το μοναδικό μέσο γνώσης έλεγε ο Πρωταγόρας και ο Δημόκριτος διακήρυττε ότι η συνείδηση είναι το αποτέλεσμα της επίδρασης των αντικειμένων πάνω στα αισθητήρια όργανα. Απέρριπτε την εκδοχή του τυχαίου με την έννοια του αναίτιου και ό,τι ξεφεύγει από την αισθητηριακή γνώση μπορεί να ανακαλυφθεί με τη λογική.
Δεν πίστευε στην αθανασία της ψυχής. Τέτοιες δεισιδαιμονίες διακήρυττε πλάθουν οι άνθρωποι στη διάρκεια της βασανισμένης και της ταλαιπωρημένης από φόβους ζωής τους.
Ο Δημόκριτος έλεγε για το σύμπαν ότι είναι άπειρο και αδημιούργητο και οι κόσμοι του συνεχώς δημιουργούνται ενώ άλλοι καταστρέφονται. Άλλοι έχουν ζωή και άλλοι όχι. Ακόμα έλεγε ότι ορισμένοι κόσμοι έχουν έναν ή και δυο ήλιους και άλλοι κανέναν, που τους τοποθετούσε μακρύτερα από τους πλανήτες! Κάπως έτσι δημιουργήθηκε η ζωή και στο δικό μας πλανήτη, με τη βοήθεια της ζωοποιούς υγρασίας πράγμα που έκανε τον Λακτάντιο, απολογητή του χριστιανισμού 800 χρόνια αργότερα να φρίξει! Η βιολογία και η αστροβιολογία στις μέρες μας δικαίωσε το Δημόκριτο.
Ο Επίκουρος (341-270) ήταν Αθηναίος. Όπως και ο Δημόκριτος, δεχόταν ότι ο κόσμος αποτελείται από πολύ μικρές άτομες φύσεις, τα άτομα, που συνεχώς κινούνται και δε χάνονται ποτέ (είναι άφθαρτα) και έχουν διαφορετικό μέγεθος, βάρος και σχήμα.
Δεχόταν το κενό (αναφή φύση) γιατί χωρίς αυτό δε θα μπορούσε να υπάρχει κίνηση. Όπως και ότι δεν υπάρχει τίποτα έξω από το σύμπαν, ούτε γεννιέται κάτι από το τίποτα.
Η περιστροφική κίνηση των άστρων είναι νομοτέλεια (φυσική αναγκαιότητα) που προέκυψε από τη διαμόρφωση κατά τη γέννηση του κόσμου! Για τη μελέτη της φύσης, ο Επίκουρος ήταν κατηγορηματικός. Δε δεχόταν αντιεπιστημονικές υποθέσεις που δε στηρίζονταν πουθενά. Όλα τα φυσικά φαινόμενα στηρίζονται σε φυσικά αίτια, αν δεν τα αναγνωρίσουμε έτσι κινούμαστε μέσα στο ψεύδος και στην πλάνη. Αυτός ήταν και ο λόγος που ασχολήθηκε με τα μετέωρα προκειμένου να καταδείξει τις αιτίες των ουρανίων φαινομένων. Πίστευε ακόμα ότι και αυτά που σήμερα δεν μπορούμε να εξηγήσουμε η φυσική τους αιτία θα γνωστεί στο μέλλον.
Απομυθοποίησε επίσης τα φαινόμενα από τη θεοποίηση που υπέστησαν, ώστε ο άνθρωπος να απαλλαγεί από τις δεισιδαιμονίες και το φόβο που τον προκαλούν η άγνοια και η αμάθεια και τον κρατά δέσμιο σε όλη του τη ζωή. Όταν κατανοήσει ότι το κάθε φαινόμενο οφείλεται σε κάποια φυσικά αίτια αποδεσμεύεται από τους φόβους του και διασφαλίζει την ιδανική κατάσταση της ζωής, την ψυχική γαλήνη (αταραξία). Κατανοώντας τη φύση, ο άνθρωπος ολοκληρώνεται, διαλύει το μύθο και λυτρώνεται από την άγνοια και την αμάθεια. Κατανοώντας τη φύση λοιπόν καταχτούμε τη θέση που μας αρμόζει μέσα στη φύση, αντιλαμβανόμαστε τι μας ενώνει, γινόμαστε ηθικότεροι. Αυτή είναι η φιλοσοφία του Επίκουρου, η τέχνη του ζην, γιατί και η ζωή είναι τέχνη.
Οι ιδέες αυτές θα υποστηριχθούν αργότερα (ύστερη αρχαιότητα) μόνο από τους Επικούρειους και θα ξεχαστούν και πάλι μέχρι να τους «ανακαλύψουν» ξανά οι φιλόσοφοι του 17ου και 18ου αιώνα, στις μέρες μας δηλαδή!
Ο σκοταδισμός του Μεσαίωνα έκανε καλά τη δουλειά του για κάμποσους αιώνες.
Σύνδεσε την αθεΐα με την Επικούρεια φιλοσοφία και στον υλισμό έδωσε άλλη έννοια. Για τους χριστιανούς ο υλισμός ήταν η αγάπη για την ευτελή ύλη που σκοπό είχε μόνο την ηδονή, τις απολαύσεις και γενικά την ακόλαστη ζωή.
Ό,τι ακριβώς αντίθετα όριζε η επικούρεια φιλοσοφία και με αποτροπιασμό καταδίκαζε! Όμως ποιος μπορούσε να αντισταθεί στον ιδεολογικό πόλεμο της κατασυκοφάντησης… όταν πίσω από την αντίρρηση κρυβόταν η δαμόκλειος σπάθα του συστήματος…
Όταν γιγαντώνεται η εξουσία και θεοποιείται το κράτος, η καταπίεση, η δυστυχία και η εκμηδένιση του ανθρώπου βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη.
Η ανθρωπότητα έζησε μέρες φρίκης, όσο θρησκεία και εξουσία, σαν τις δυο πλευρές του ίδιου νομίσματος, είχαν έναν και μοναδικό σκοπό: την υποταγή στο σύστημα. Ο ένας εξαρτιόταν από τον άλλον.
Απ’ τον Θεοδόσιο και τον Ιουστινιανό μέχρι τον Φερντινάντο Κορτέζ και από το Βυζάντιο μέχρι το Μεξικό, η εξουσιαστική δύναμη του χριστιανισμού έδειξε το αληθινό της πρόσωπο. Σήμερα το εκπαιδευτικό σύστημα δεν τολμά να καταπιαστεί με την ιστορία αυτή, παρά επιγραμματικά με βιασύνη προσπερνά!
Ο αναγεννησιακός ουμανισμός του 16ου αιώνα ήταν αυτός που ανάγκασε τον άνθρωπο να χειριστεί το νου και τη λογική σαν πραγματικά εργαλεία ώστε η ανθρωπότητα να βγει απ’ αυτό το σκοτεινό και μακρόχρονο τούνελ που καταρράκωσε την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Αναβιώνοντας τις ηθικές αξίες της αρχαίας Ελλάδας η ανθρωπότητα άνοιξε πανιά και πάλι για να οδηγηθεί στην κατάκτηση της φύσης και την κοινωνική πρόοδο.
Οι ανθρωπιστικές μελέτες (ουμανισμός) ήταν ο προάγγελος του Διαφωτισμού.
Ο δρόμος ήταν πια ανοιχτός… Μπορεί τα σκυλιά να μην ήταν δεμένα ακόμα, όμως όταν ο άνθρωπος κατάλαβε τη δύναμή του, κατάφερε να τα δέσει!
Τα νέα επιστημονικά επιτεύγματα του ανθρώπου άλλαξαν την κοινωνία και την αντίληψη του γι αυτή. Μπορεί ο χριστιανισμός να κοίμισε την ανθρωπότητα για χίλια πεντακόσια χρόνια, όμως ο Δημόκριτος, ο Επίκουρος, ο Αρίσταρχος, και τόσοι άλλοι, γαντζώθηκαν και πάλι στο νου του ανθρώπου. Η ελληνική υλιστική φιλοσοφία έλαμψε και το φως της διαχύθηκε παντού. Το ρήγμα στη σχολαστική φιλοσοφία του Μεσαίωνα ήταν γεγονός και ο δρόμος δεν είχε γυρισμό.
Η κίνηση αποδείχτηκε ότι ήταν ιδιότητα της ύλης. Το θεϊκό «κινούν αίτιο» της αριστοτελικής φιλοσοφίας δέχτηκε θανάσιμο πλήγμα. Η ύλη είναι αιώνια. Η ηθική δεν έχει σαν πηγή το θεό και οι νόμοι δεν καθορίζονται από αυτόν. Ο θεός σαν δημιουργός ήταν περιττός και στην καλύτερη περίπτωση δεν υπήρχε.
Το 1625 ο Πιέρ Γκασεντί (1592-1655) καταπιανόταν με την αστρονομία και την επικούρεια φιλοσοφία και οι υλιστικές ιδέες αναβιώνουν και πάλι. Εμπλουτίζονται με τον Τόμας Χομπς (1588-1679) που θεωρείται ο θεμελιωτής του μηχανιστικού υλισμού.
Όλα πια έχουν σχέση με την κίνηση της ύλης σύμφωνα με τους μηχανιστικούς νόμους. Στην προεπαναστατική Γαλλία οι φιλόσοφοι δημιουργούν τομές στην προϋπάρχουσα χριστιανική σκέψη. Η πραγματικότητα αποτελείται μόνο από ύλη, στηρίζοντας κάθε αντίληψη αποκλειστικά στη λογική και την εμπειρία.
Κατάλαβε ότι η ανθρώπινη συνείδηση όχι μόνο εξαρτάται από τη λειτουργία του εγκεφάλου αλλά είναι και προϊόν της (Ντιντερώ 1713-1784, Λαμετρί 1709-1751). Ο άνθρωπος είναι μια μηχανή, και η νόησή του, μία λειτουργία του εγκεφάλου που διέπεται από φυσικούς νόμους (Χόλμπαχ 1723-1789).
Πριν πούμε δυο λόγια και για κείνους που τον 18ο αιώνα έκαναν το αποφασιστικότερο βήμα στον Υλισμό, πρέπει να γνωρίζουμε ότι ένας άθεος μπορεί και να μην γνωρίζει ότι είναι Υλιστής. Ένας Υλιστής όμως είναι πεπεισμένος ότι είναι άθεος επειδή η φιλοσοφία αυτή είναι εντελώς απαλλαγμένη από την μεταφυσική.
Ο Πάουλ Χάινριχ Ντίτριχ γνωστός και σαν βαρόνος Χόλμπαχ (1723-1789) υποστήριξε το συστηματικό υλισμό και απορρίπτοντας κάθε μορφή θρησκείας έγινε εκπρόσωπος του αθεϊσμού. Ό,τι υπάρχει βρίσκεται μέσα στην φύση, έλεγε, οτιδήποτε αναφέρεται έξω από αυτήν είναι δημιούργημα της φαντασίας. Πίστευε ότι ολόκληρο το σύμπαν ήταν ένα σύνολο ύλης, κίνησης και απεριόριστης αλληλουχίας αιτίων και αιτιατών. Ώριμος αθεϊστής ο Χόλμπαχ, απορρίπτοντας τη μέλλουσα ζωή και τη θεία κρίση, πίστευε επίσης ότι ο άνθρωπος πρέπει να στρέφει τις προσπάθειές του για να κάνει ευκολότερη τη δική του ζωή και να ευτυχεί προσπαθώντας να φανεί αντάξιος της αγάπης των υπολοίπων.
Οι θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις έδωσαν νέα ώθηση! Ο άνθρωπος επιτέλους κατάφερε να αντισταθεί στο ράσο.
Αλλά εκεί όπου ο υλισμός έπεισε για την ανυπαρξία του θεού, η ηθική είχε και πάλι την τιμητική της. Χωρίς να υπάρχει αναγκαίος σύνδεσμος μεταξύ θρησκείας και ηθικής, γίνεται κατανοητό ότι οι άθεοι είναι εναρετώτεροι των πιστών γιατί «καθοδηγούνται» από μία συλλογική συνείδηση που την «επιβάλλουν» στην κοινωνία με την εκμάθηση και την εκπαίδευση, σαν χρέος και καθήκον του ανθρώπου, και όχι με κίνητρο την ανταμοιβή και τα εκβιαστικά διλήμματα που εφευρίσκει η θρησκεία.
Τη διαπίστωση αυτή είχε κάνει και ο Πιέρ Μπάυλ(1647-1706). Ήταν Γάλλος φιλόσοφος, πρώιμος εκπρόσωπος του Διαφωτισμού που με το έργο του «Ιστορικό και Κριτικό Λεξικό» άσκησε σημαντική επίδραση στον Βολτέρο, τον Ντιντερό και τον Φώερμπαχ. Επειδή πίστευε ότι η γνώση δεν μπορεί να θεωρηθεί αναμφίβολα αξιόπιστη, παρά μόνο πιθανή άρα και τα θρησκευτικά δόγματα δεν μπορούν να θεμελιωθούν ορθολογικά και γι’ αυτό υποστήριζε ότι την ηθική δεν πρέπει να την ταυτίζουμε με τη θρησκεία. «Η λαϊκή ηθική που ωθεί τον άθεο προς τον ενάρετο βίο» έλεγε «είναι τόσο αυστηρή, όσο και κάθε πειθαρχία θρησκευτικής έμπνευσης». Επίσης με παρρησία διακήρυττε ότι ο άθεος μπορεί να είναι ηθικός και έντιμος άνθρωπος. Ο άνθρωπος, έλεγε, γίνεται κατώτερος όχι με τον αθεϊσμό αλλά με τις δεισιδαιμονίες!
Έτσι είχαν τα πράγματα μέχρι την Γαλλική επανάσταση και το Διαφωτισμό.
Κάτι έλλειπε όμως ακόμα. Ο μηχανιστικός υλισμός είχε ελλείψεις που ενοχλούσαν και δεν μπορούσε να αποδώσει στο μέγιστο την αλήθεια για τον κόσμο.
Πρώτο και κύριο εκείνοι οι μηχανιστικοί υλιστές ερμήνευαν τον κόσμο υλιστικά, όμως την πρώτη κίνηση την απέδιδαν ακόμα στο Θεό.
Ο Χέγκελ και ο Φώερμπαχ (μαζί με τον Καντ) εκπροσωπούν την κλασική γερμανική φιλοσοφία. Ανήκουν όμως και οι τρεις σε διαφορετικά φιλοσοφικά στρατόπεδα.
Αυτοί που μας ενδιαφέρουν για την ώρα είναι οι δυο πρώτοι κυρίως.
Ο Τζωρτζ Χέγκελ (1770-1831) ήταν Γερμανός φιλόσοφος που εκπροσώπησε τον αντικειμενικό ιδεαλισμό και θεμελίωσε τη συστηματική θεωρία της διαλεκτικής. Η διαλεκτική είναι μια διαδικασία γίγνεσθαι. Αντικειμενικός ιδεαλιστής, ο Χέγκελ, θεωρούσε τον κόσμο και τα φαινόμενά του σαν μία Απόλυτη Ιδέα ή Παγκόσμιο Πνεύμα. Η φύση, η κοινωνία και η νόηση είναι η εξέλιξη του Παγκόσμιου Πνεύματος που στη θρησκεία παίρνει τη θέση του θεού. Κάτω από την οπτική αυτή, η ιδέα στον άνθρωπο, αποκτά συνείδηση, βούληση και προσωπικότητα και στη φύση πραγματώνεται σαν εσωτερική νομοτελειακή αναγκαιότητα.
Η μέγιστη συμβολή του Χέγκελ αναμφισβήτητα είναι η διαλεκτική στην οποία η ενότητα των αντιθέτων, σαν πολικές έννοιες αλληλοσυμπληρώνονται ή αλληλοαποκλείονται. Η αντίφαση αυτή είναι η κινητήριος δύναμη του πνεύματος, που σαν εσωτερικός παλμός, δημιουργεί τη διαδικασία ενός αδιάκοπου γίγνεσθαι (σταδιακή ανάπτυξη του πνεύματος).
Η στρέβλωση ανάμεσα στον ιδεαλισμό και τη διαλεκτική δεν ξεπεράστηκε ποτέ από το μεγάλο Γερμανό φιλόσοφο, δημιουργώντας μία μεγαλειώδη αντίφαση που αναβίωσε αντεστραμμένη στο Μαρξισμό, όπου στη θέση του Απόλυτου Πνεύματος, ο θεμελιωτής του διαλεκτικού υλισμού, όπως θα δούμε πιο κάτω, τοποθέτησε τον υλικό κόσμο! Την αντίφαση αυτή όμως, πριν από τον Μαρξ, ανακάλυψε ένας άλλος μεγάλος φιλόσοφος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας, ο Φώερμπαχ, που ξεσκόνισε με την κριτική του τη φιλοσοφία του Χέγκελ.
Ο Λουδοβίκος Φώερμπαχ (1804-1872) ήταν υλιστής. Δεχόταν την πραγματικότητα υλικά και αντικειμενικά. Τον κόσμο, έλεγε, δεν τον έφτιαξε κανένας θεός, γιατί αυτός υπήρχε ανέκαθεν, ούτε τον όριζε καμιά δύναμη αλλά οι φυσικές δυνάμεις που τις αναγνωρίζουμε με νόμους. Η σκέψη, τόνιζε, εξαρτάται από τον εγκέφαλο και γι αυτό, πίστευε ότι, η νόηση είναι αναπόσπαστη από την ύλη. Το πρώτο μεγάλο βήμα προς την διαλεκτική είχε γίνει. Το πνεύμα είναι προϊόν της ύλης και όχι το αντίθετο που μας οδηγεί στον ιδεαλισμό. Ο τελευταίος, έλεγε, είναι μία μεγάλη ανοησία. Πέρα όμως απ’ όλα αυτά τα θετικά, θεωρώντας τις ανθρώπινες αισθήσεις σαν την κινητήρια δύναμη της ιστορίας, παρέβλεψε τα φαινόμενα της κοινωνικής ζωής, όπως επίσης και τις νομοτέλειές τους. Με λίγα λόγια εξετάζοντας το θέμα μόνο θεωρητικά, παρέβλεψε την ανθρώπινη δράση, σαν πράξη, μέσα στην ιστορία του ανθρώπου.
Η νόηση έχει πραγματική δύναμη και γι αυτό δεν πρέπει να μένει έξω από τα φαινόμενα. Ο Φώερμπαχ μπορεί να εξηγούσε καλά τον κόσμο όμως χωρίς τη γνώση και τη δράση του ανθρώπου δεν προέβλεπε πώς αυτός μπορούσε να αλλάξει. Αυτό δηλαδή που έκανε ο Μαρξ, όταν από τον Χέγκελ πήρε τη διαλεκτική και από τον Φώερμπαχ υιοθέτησε τον υλισμό που τόσο θαυμαστά περιέγραψε εμπλουτίζοντάς τον. Από τον Φώερμπαχ διδάχτηκε ακόμα πώς με τη θρησκεία ο άνθρωπος ολοκληρωτικά αποξενώνεται από τον κόσμο του.
Ο Καρλ Μαρξ (1818-1883) μαζί με τον Φρειδερίκο Ένγκελς (1820-1895) ήταν οι φιλόσοφοι που θεμελίωσαν τον διαλεκτικό υλισμό. Ο Μαρξ αμφισβήτησε τον Χέγκελ μεταξύ άλλων και μέσα από την κριτική που έκανε στον Νταβίντ Στράους και τον Μπρούνο Μπάουερ, όταν ο πρώτος διαχώρισε τη φιλοσοφία από τη θρησκεία και την λογική από την ιστορία. Παράλληλα, δέχεται και την κριτική του Φώερμπαχ προς τον Χέγκελ. Το Είναι δεν μπορεί να μείνει χωρισμένο από τη συνείδηση. Ούτε η συνείδηση από το Είναι. Έχοντας τα υλιστικά όπλα του Φώερμπαχ και τη διαλεκτική του Χέγκελ, την οποία θα αντιστρέψει όπως είπαμε, για να δείξει όχι τη σταδιακή εξέλιξη του πνεύματος αλλά το μηχανισμό για την ανάπτυξη της κοινωνίας. Με τα εφόδια αυτά, δίκαια ονομάστηκε θεμελιωτής του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού, αναπτύσσοντας επιστημονικά τη νομοτελειακή ανάπτυξη της φύσης, εντοπίζοντας παράλληλα και το βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας που είναι αυτό της σχέσης του Είναι και της Νόησης.
Το ερώτημα που έθεσε ήταν τι προϋπήρξε, η ύλη ή το πνεύμα; Υπήρχε ο κόσμος προαιώνια ή είναι δημιούργημα κάποιου θεού;
Όμως το ζήτημα δεν είναι μόνο η διαφορά ανάμεσα στον υλισμό και τον ιδεαλισμό αλλά κυρίως αν η νόηση μπορεί να γνωρίσει τον πραγματικό κόσμο και αν οι αντιλήψεις και οι παραστάσεις μας είναι οι αληθινές του αντανακλάσεις.
Η θρησκεία, με την ανάπτυξη του διαλεκτικού υλισμού, αποδείχτηκε, πέρα ως πέρα μια απατηλή θεωρία. Η κοσμοαντίληψή της παραμορφώνει τον κόσμο, διαστρεβλώνοντας την ερμηνεία των φαινομένων της φύσης και της κοινωνίας. Όμως, στον αγώνα της να εκτοπίσει την επιστήμη και την αλήθεια, έστω και μετά από αρκετούς αιώνες βρέθηκε βαριά λαβωμένη.
Στον υλισμό, η ύλη αναγνωρίζεται σαν η μοναδική βάση του κόσμου (μονισμός). Ο διαλεκτικός υλισμός θεωρεί τη συνείδηση λειτουργία του εγκεφάλου που αντανακλά τον αντικειμενικό κόσμο. Όμως σαν επιστήμη ερευνά τους πιο γενικούς νόμους της κίνησης και της ανάπτυξης της φύσης, της κοινωνίας και της νόησης. Σαν γενική μέθοδος γνώσης του κόσμου αναγνωρίζει την αμοιβαία σχέση των φαινομένων και των αντικειμένων, την κίνηση και την ανάπτυξη του κόσμου σαν αποτέλεσμα των εσωτερικών αντιθέσεων που δρουν μέσα του. Η διαλεκτική, απαλλαγμένη από το μυστικισμό, θα γίνει αναγκαιότητα για τις φυσικές επιστήμες, και το χρηστικότερο εργαλείο για τη διερεύνησή της.
Η πορεία εξέλιξης της επιστήμης και της κοινωνίας επιβεβαιώνει την ορθότητα του φιλοσοφικού υλισμού, του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού με τον καλύτερο τρόπο.
Όμως, ας αρχίσουμε από τους ορισμούς και το βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας που θίγει η υλιστική αντίληψη για τον κόσμο.
Πρώτα, βέβαια, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πώς βλέπουμε τον κόσμο μας: μονιστικά ή δυιστικά;
Ο μονισμός είναι μία φιλοσοφική αντίληψη που δέχεται σαν βάση του υπαρκτού κόσμου μία πηγή, μια αρχή και θεμελιώδη. Δέχεται ότι αυτή είναι υλική.
H πρώτη αρχή, το «όντως ον» που ενέπνευσε τους πρώτους υλιστές φιλόσοφους της αρχαιότητας, δεν είναι το πνεύμα, αλλά ένα υλικό στοιχείο (το Νερό για παράδειγμα στον Θαλή τον Μιλήσιο ή η Φωτιά για τον Ηράκλειτο) και από αυτό προήλθαν όλα τα’ άλλα..
Υπάρχει και μονισμός που δέχεται σαν αρχή το πνεύμα, την ιδέα (Πλάτων).
Οι πρώτοι λέγονται Υλιστές, οι δεύτεροι Ιδεαλιστές. Μεταξύ τους όμως υπάρχει ανειρήνευτη φιλοσοφική διαμάχη ορίζοντας το βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας.
Ο δυϊσμός είναι η φιλοσοφική αντίληψη που δέχεται σαν βάση του υπαρκτού κόσμου δυο αδιαίρετες πηγές, την ύλη και το πνεύμα, σαν μια προσπάθεια συμφιλίωσης των δυο φιλοσοφικών κατευθύνσεων. Οι δυϊστές δέχονται την ύλη και το πνεύμα σαν ανεξάρτητες οντότητες που δεν έχουν τίποτα κοινό μεταξύ τους (Ρενέ Ντεκάρτ). Όμως αυτή η φιλοσοφική κοσμοθεώρηση οδηγεί αναπόφευκτα στον ιδεαλισμό, στον αντίποδα του οποίου βρίσκεται ο υλισμός και φυσικά ανάμεσά τους η προαιώνια διαμάχη.
Ποια η διαφορά μεταξύ τους;
Το βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας είναι αυτό που ερευνά τη σχέση της Νόησης με το Είναι. Την σχέση της συνείδησης και του κόσμου, για να το πούμε πιο απλά.
Το βασικό ζήτημα της φιλοσοφίας, όπως αλλιώς λέγεται, θέλει τη φιλοσοφία χωρισμένη σε δυο μεγάλα στρατόπεδα, αυτό του υλισμού και εκείνο του ιδεαλισμού.
Τα στρατόπεδα αυτά αφορούν κατευθύνσεις σκέψης.
Τα στρατόπεδα αυτά αφορούν κατευθύνσεις σκέψης.
Γιατί όμως η φιλοσοφία χωρίζεται ανάμεσα στις δυο αυτές κατευθύνσεις;
Την απάντηση στο ερώτημα αυτό την δίνει η ίδια η φιλοσοφία. Οι βασικές φιλοσοφικές κατευθύνσεις κάθε σχολής έχουν διαφορετικό προσανατολισμό, γιατί η πάλη μεταξύ υλισμού και ιδεαλισμού είναι η κινητήρια δύναμη της φιλοσοφικής σκέψης και νομοτέλεια της ιστορικής της πορείας. Ο φιλόσοφος και γενικά ο άνθρωπος ωριμάζει μέσα στην κοινωνική πάλη και στις αντιθέσεις της και γι αυτό από την οπτική αυτή εξαρτώνται όλα του τα συμπεράσματα για τον κόσμο.
Ο τρόπος που σκέπτεται αφορά την ερμηνεία που θα δώσει ο ίδιος για τον κόσμο του.
Μπορεί να τον γνωρίσει… πόσο και γιατί…
Ο υλισμός θεωρεί τον κόσμο μας καθοριστικό, θεμελιακό και πρωτεύων, τη δε συνείδηση, τη σκέψη και το πνεύμα δευτερεύοντα. Συνεπώς η ύλη προηγείται, ενώ η συνείδηση σαν δευτερεύων παράγοντας είναι προϊόν εξέλιξης της ύλης, του εγκέφαλου δηλαδή. Η συνείδηση είναι η ιδεατή αντανάκλαση του υλικού κόσμου (ανθρώπινος εγκέφαλος) και στον άνθρωπο χρησιμεύει σαν μέσο για να τον ερμηνεύει, γι’ αυτό είναι αδιανόητο να νοηθεί αποσπασμένη από τον εγκέφαλο που την γεννά. Οι υλιστές φιλόσοφοι δέχονται ότι τον κόσμο μας δεν τον δημιούργησε κανένας. Είναι αιώνιος (αΐδιος) και απειρόμορφος και ό,τι υπάρχει γύρω του υπάρχει αντικειμενικά και ανεξάρτητα από αυτόν, από την συνείδησή του. Τα αντικείμενα υπάρχουν ανεξάρτητα απ’ τη σκέψη μας. Είναι αντικειμενικά. Υπάρχουν είτε τα σκεφτόμαστε είτε όχι. Είτε υπάρχουμε εμείς είτε όχι!
Στον ιδεαλισμό η ιδέα, η σκέψη, η συνείδηση, το πνεύμα και ο θεός είναι το καθοριστικό, το θεμελιακό και το πρωτεύον. Ο κόσμος, η φύση, η ύλη παράγονται ή εξαρτούνται από τη συνείδηση, το πνεύμα και το θεό. Οι ιδεαλιστές φιλόσοφοι δέχονται ότι το πνεύμα υπήρχε πριν τον υλικό μας κόσμο. Αυτόν τον δημιούργησε το πνεύμα, το ιδεατό, δηλαδή ο θεός (εν αρχή ην ο Λόγος) και συνεπώς δεν είναι παντοτινός αλλά πρόσκαιρος και προσωρινός που εξαρτάται απόλυτα από το θεό.
Να πού ευθύνεται ο διαφορετικός προσανατολισμός της κάθε σχολής! Αυτός είναι ο λόγος που η ιδεαλιστική θεώρηση του Πλάτωνα, παρόλο που ακολούθησε παράλληλη πορεία με το Δημόκριτο και αργότερα με τον Επίκουρο, δε συναντήθηκαν ποτέ. Γι αυτό και η υλιστική θεώρηση του κόσμου είναι ασυμβίβαστη με την ιδέα της ύπαρξης του θεού. Κάθε ανάμειξη μεταξύ τους είναι «μπασταρδεμένη φιλοσοφία» που οδηγεί αναπόφευκτα στον ιδεαλισμό.
Να πού ευθύνεται ο διαφορετικός προσανατολισμός της κάθε σχολής! Αυτός είναι ο λόγος που η ιδεαλιστική θεώρηση του Πλάτωνα, παρόλο που ακολούθησε παράλληλη πορεία με το Δημόκριτο και αργότερα με τον Επίκουρο, δε συναντήθηκαν ποτέ. Γι αυτό και η υλιστική θεώρηση του κόσμου είναι ασυμβίβαστη με την ιδέα της ύπαρξης του θεού. Κάθε ανάμειξη μεταξύ τους είναι «μπασταρδεμένη φιλοσοφία» που οδηγεί αναπόφευκτα στον ιδεαλισμό.
Η διαλεκτική σαν μεθοδολογία και λογική επιχειρηματολογία έχει εφαρμογή στη σκέψη, στη φύση και στην ιστορία.
Στην διαλεκτική τα δυο αντίθετα αποτελούν την θέση και την αντίθεση που αίρονται σε κάτι ανώτερο: στην σύνθεση. Έτσι ξεπερνούμε τις αντιθέσεις στη σκέψη μας και στην αντίληψή μας για τον κόσμο. Σαν φιλοσοφική μέθοδος η διαλεκτική αποκαλύπτει την κινητήρια δύναμη και την πηγή κάθε εξελικτικής διαδικασίας στην φύση και την κοινωνία.
Βασικές της θέσεις είναι.
α) Θεωρεί την ύλη σαν το μοναδικό θεμέλιο του κόσμου.
β) Δέχεται την καθολική αλληλουχία των πραγμάτων και των φαινομένων.
γ) Υποστηρίζει ότι η κίνηση και η εξέλιξη είναι αποτέλεσμα των εσωτερικών αντιθέσεων.
Τόσο ο υλισμός όσο και ο ιδεαλισμός μπορεί να είναι διαλεκτικός ή μεταφυσικός, όμως ο υλισμός ποτέ δεν ταυτίζεται με την μεταφυσική γιατί η επιστημονική πρακτική ποτέ δεν συνδέθηκε με τον ιδεαλισμό.
Οι ιδεαλιστές, την διαλεκτική δεν την εφαρμόζουν ούτε στην εξήγηση των φαινομένων της φύσης, ούτε στην γνώση. Δεν μπορούν να αντιληφθούν ότι ο κόσμος δεν είναι δημιούργημα, αλλά αΐδιος και παντοτινός. Ούτε μπορούν να αντιληφθούν την αναγκαιότητα των νόμων ή την ύπαρξη των αντικειμενικών νομοτελειών της φύσης και γι αυτό δεν μπορούν να κατανοήσουν ότι η κίνηση της ύλης είναι το αναγκαίο αποτέλεσμα της ύπαρξης και της ουσίας της!
Την φύση δεν την έφτιαξε κανένας θεός και γι αυτό δεν κατευθύνεται από θεούς, αλλά από φυσικές δυνάμεις και τους νόμους που την ορίζουν.
Επίσης, δεν κατανοούν γιατί η νόηση είναι αναπόσπαστη από την ύλη και αποτέλεσμα της λειτουργίας του εγκεφάλου. Γι αυτό και θεωρούν την ύλη… προϊόν του πνεύματος κι όχι το αντίθετο.
Πρέπει να το βάλουμε καλά στο μυαλό: Η ενότητα του κόσμου, συνίσταται στην υλικότητά του και η νόηση είναι προϊόν του ανθρώπινου εγκεφάλου, ενώ ο ίδιος ο άνθρωπος είναι με τη σειρά του προϊόν της νομοτελειακής ανάπτυξη της φύσης και της κοινωνίας.
Με λίγα λόγια, όπως έλεγε και ο Φώερμπαχ ο υλισμός, ο αισθητός κόσμος, στον οποίο ανήκουμε και εμείς οι ίδιοι, είναι ο μοναδικός πραγματικός και υπαρκτός κόσμος, ενώ όλα τα άλλα είναι ιδεαλιστικές ανοησίες.
Να γιατί ο διαλεκτικός υλισμός είναι το θεωρητικό όπλο του αναζητητή της αλήθειας και το ανώτατο επίτευγμα της φιλοσοφικής σκέψης. Μόνο χάριν αυτής μπορούμε να αποκτήσουμε τη λογική που αντιστέκεται στην αλλοτριωμένη μας συνείδηση και μας αποξενώνει από τον κόσμο.
Διαφορετικά, χαμένοι στον ίδιο μας τον κόσμο, θα υπνοβατούμε στο υπερβατικό και την ουτοπία!
Τέλος πρέπει να ξέρουμε ότι ηδιαλεκτική, απαλλαγμένη από τη μεταφυσική, θα γίνει αναγκαιότητα για τις φυσικές επιστήμες και το χρηστικότερο μέσον για τη διερεύνησή της.
Η πορεία εξέλιξης της επιστήμης και της κοινωνίας επιβεβαιώνει την ορθότητα του φιλοσοφικού υλισμού, του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού με τον καλύτερο τρόπο, γιατί διαλεκτική σημαίνει κίνηση. Κίνηση της φύσης, της γνώσης και της κοινωνίας σε ένα αέναο γίγνεσθαι!
Να ένα παράδειγμα ξεπεράσματος της αντίθεσης: Στην κλασική φυσική η ύλη και το κενό αποτελούν την αντίθεση (το ον και το μη ον της αρχαιότητας). Στην κβαντομηχανική το κενό θεωρείται «μέσον», είναι φορέας ενέργειας που μετέχει στους μετασχηματισμούς των σωματιδίων. Η «διακύμανση του κενού» χρειάζεται διαλεκτική λογική προκειμένου να κατανοηθεί! Χωρίς αυτήν κινδυνεύουμε να παρεκτραπούμε σε παραλογισμούς και ιδεαλιστικές ανοησίες και ο ιδεαλιστής δεν διαθέτει τα μέσα για να απαλλαγεί από την οντολογική αβεβαιότητα, υιοθετώντας στη λογική του το θεό για να καλύψει τα κενά. Τα κενά αυτά, οι ιδεαλιστές τα αναπληρώνουν με τον μυστικισμό, τις δεισιδαιμονίες, την μαγεία, την αστρολογία και κάθε λογής παραλογισμό που υποτίθεται εκπορεύεται με μυσταγωγικό τρόπο από το θεό.
Ας δούμε και την εξέλιξη των ιδεών στην φυσική, μέσα από τον Νεύτωνα και τον Καρτέσιο, σχετικά με την δημιουργία του κόσμου.
Ο θεός του Καρτέσιου (1596-1650) ήταν ένα τέλειο ον που θα διασφάλιζε την κίνηση του σύμπαντος αιώνια, διαφορετικά θα ήταν ένα ατελές κατασκεύασμα, σαν ρολόι που ήθελε συνεχώς κούρδισμα. Στο ανώτερο σημείο της πυραμίδας των προτάσεών του βρισκόταν η περίφημη ρήση του «Cogito, ergo sum» το οποίο τον ωθούσε στην αναμφισβήτητη κρίση του ότι κάτω από την υποκειμενική τους κρίση βρισκόταν ένα τέλειο ον που δημιούργησε ένα τέλειο κόσμο.
Ο Νεύτων (1643-1727) πλησίασε περισσότερο αυτό που λέμε επιστήμη. Θεμελιωτής της κλασικής ουράνιας φυσικής στηρίχτηκε στη γλώσσα των μαθηματικών και στην παρατήρηση. Στην Νευτώνεια φυσική επιτρέπονται οι υποθέσεις όταν υποτάσσονται στη φύση των φαινομένων. Η γνώση επιτέλους αποκτά επιστημονική μορφή, θεμελιώνοντας στην ουσία τον μηχανιστικό υλισμό. Όμως οι αντιλήψεις του αυτές και η βαθιά θρησκευτική πίστη του τον κρατούν κι αυτόν αιχμάλωτο των μεταφυσικών αντιλήψεων.
Ο κόσμος, πίστευε, δημιουργήθηκε από το θεό εκ του μηδενός, ενώ ο χώρος, σαν δοχείο όπου η ύλη κατανέμεται, ήταν πεπερασμένος και απόλυτος, αν και όχι αιώνιος όπως ο θεός!
Και στον Νεύτωνα τα συμπεράσματα αυτά ήταν αυθαίρετα και σε σύμπνοια με την θεολογία. Ο Νεύτων σπατάλησε ατέλειωτες ώρες μελετώντας την Βίβλο, αναζητώντας μέσα από την χρονολόγηση των αρχαίων βασιλείων του Ισραήλ, τον χρόνο που ο θεός δημιούργησε τον κόσμο. Έτσι και η φυσική του αναγκαστικά στηρίχθηκε στον απόλυτο χώρο και χρόνο.
Η απόλυτη βεβαιότητα της γνώσης του Καρτέσιου κι η φυσική αντίληψη του Νεύτωνα για τον απόλυτο χώρο και χρόνο σήμερα δημιουργούν στρεβλώσεις.
Όταν ρωτάμε πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος προϋποθέτουμε ότι ο κόσμος είναι «δημιούργημα» και ως εκ τούτου προϋποτίθεται ένας «Δημιουργός».
Καλύτερα όμως δεν θα ήταν αν πριν ρωτήσουμε, με τον τρόπο αυτό, να αναρωτηθούμε αν ο κόσμος είναι δημιούργημα…
Πώς όμως μπορούμε να απαντήσουμε σε ένα τέτοιο ερώτημα;
Μπροστά στο δίλημμα λοιπόν αν ο κόσμος μας είναι δημιούργημα, η μόνη αρμόδια να απαντήσει είναι η φιλοσοφία και μάλιστα, ο διαλεκτικός υλισμός, που συνεπής με το μονισμό του δέχεται την ύλη αυθύπαρκτη και άπειρη. Άπειρη όχι μόνο στο χώρο αλλά και στο χρόνο.
Η έννοια «ύλη» δεν είναι επιστημονική έννοια, αλλά φιλοσοφική.
Όταν αναφερόμαστε για παράδειγμα στην «αφθαρσία της ύλης» η επιστήμη δεν μπορεί με κανένα τρόπο να επαληθεύσει ή να διαψεύσει την πρόταση, αφού σαν έννοια δεν διαθέτει μέτρο της ύλης και του Σύμπαντος!
Η αρχή της αφθαρσίας της ύλης δεν είναι φυσικός νόμος αλλά οντολογικό αξίωμα της φιλοσοφίας.
Από την άλλη όμως ούτε μπορούμε να δεχτούμε την πράξη δημιουργίας αφού αυτή θα αντέφασκε με το αέναο γίγνεσθαι του Σύμπαντος. Η αιωνιότητα της κίνησης για παράδειγμα είχε διατυπωθεί από τους πρώτους υλιστές. Ο Δημόκριτος απέρριπτε την ιδέα της αρχικής ώθησης λέγοντας ότι η κίνηση δεν έχει αρχή, ότι είναι αιώνια, άπειρηκαι άφθαρτη.
Σήμερα η επιστήμη δέχεται και η φιλοσοφία συνηγορεί ότι η εξέλιξη είναι ένα αδιάκοπο γίγνεσθαι. Το κάθε τι αρνείται τον εαυτό του περνώντας σε κάτι ανώτερο που κι αυτό προορίζεται να χαθεί δίνοντας τη θέση του σε κάτι καινούριο. Αυτό λέγεται εξέλιξη και είναι παρούσα σε όλες της εκφάνσεις της πραγματικότητας. Η αιωνιότητα της κίνησης και το αέναο γίγνεσθαι αντιφάσκει με την «αρχή του κόσμου», θεωρώντας την πράξη δημιουργίας παράλογη κι εξωπραγματική.
Όμως, πώς φτάσαμε στην υπόθεση της δημιουργίας του κόσμου με το Big Bang;
Όλα άρχισαν μετά μια δεκαετία περίπου από την καθολική αποδοχή της Γενικής Θεωρίας της Σχετικότητας. Ο Αϊνστάιν βέβαια διατύπωσε τη θεωρία σε γεωμετρία Riemann και την κατανόησε σαν τοπικότητα,ενός χώρου που βρίσκεται σε συμφωνία με τις συντεταγμένες των τεσσάρων διαστάσεων του Minkowski (χωροχρόνος). Αφορά δηλαδή ένα τοπικό σημείο του Σύμπαντος και όχι το Όλο.
Το ότι το μοντέλο αυτό (big bang) προτάθηκε το 1927 από έναν ιερέα της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, τον Αββά Georges Lemaître, (τότε ήταν μόνο 34 ετών) νομίζω να σας λέει κάτι αυτό. Τότε ο διάσημος αστρονόμος Arthur Eddington, βαθύτατα χριστιανός κι αυτός (κουάκερος και μέλος του «Τάγματος της Αξίας») υποστήριξε με θέρμη τη υπόθεση του Λεμαίτρ εξηγώντας την διαστολή του Σύμπαντος με την μετατόπιση προς το ερυθρό (νόμος του Χάμπλ). Η αρχή είχε γίνει. Πάνω στην προκατάληψη του παπά Λεμαίτρ και του βαθύτατα χριστιανού Έντιγκτον επένδυσαν στο άμεσο μέλλον κι άλλοι επιστήμονες τις εργασίες τους, μέχρι και ο Πάπας, «ολοκληρώνοντας» μια υπόθεση που για κάποιους κατέληξε σε «επιστημονική θεωρία»!
Σαν μαθηματικό μοντέλο, το κοσμολογικό πρότυπο, θεώρησε το Σύμπαν ομοιογενές και ισότροπο.
Στην φύση αρέσει να κρύπτεται και σε μας να την αποκαλύπτουμε.
|
Φυσικά όλα αυτά τα σενάρια δεν λέγονται επιστημονικές θεωρίες.
Η επιστημονική θεωρία είναι η ανώτατη μορφή οργάνωσης της επιστημονικής γνώσης που στηρίζεται σε αξιόπιστους και επιβεβαιωμένους νόμους και πρακτικές που δίνουν μια ολοκληρωμένη αντίληψη για την πραγματικότητα και δεν αποβλέπουν απλά και μόνο να εξηγήσουν εικασίες, όσο και να συνηγορούν αυτές με κάποια επιστημονικά στοιχεία!
Για παράδειγμα είναι αυθαίρετη η υπόθεση της πρωταρχικής έκρηξης που υποτίθεται ότι θα γεννήσει την υπάρχουσα ύλη (1054 γραμμάρια) από μια μηδενικού όγκου σημειακή μοναδικότητα… άπειρης πυκνότητας.
Ολόκληρη η παραπάνω πρόταση στερείται λογικής!
Σαν «γεγονός» θεωρείται κάτι παραπάνω από παράλογη, αν «κάτι» γεννιέται από το «τίποτα» σε χρόνο… μηδέν!
Ο ουσιαστικότερος λόγος που κάνει την «υπόθεση» αδύναμη προκειμένου να εξηγήσει τις αιτίες που προκάλεσαν το «συμβάν» είναι τόσο ανύπαρκτες, όσο και ο χρόνος που ένα τέτοιο «γεγονός» λαμβάνει χώρα, ακριβώς εκεί που δεν υπάρχει ούτε χώρος ούτε χρόνος και συνεπώς βρίσκεται εκτός πεδίου φυσικής!
Υποτίθεται πως στηρίζεται στην Γενική θεωρία της Σχετικότητας, όμως είναι αυτή που αναιρεί την λογική για μια τέτοια υπόθεση. Με άπειρη πυκνότητα και θερμοκρασία της προκειμένης ιδιομορφίας οι εξισώσεις δεν έχουν νόημα και δεν μπορούν να λυθούν!
Το μηδέν και το άπειρο δεν είναι φυσικά μεγέθη και συνεπώς δεν μπορούν να συνυπολογιστούν στις εξισώσεις της Σχετικότητας!
Το άπειρο δεν είναι αριθμός και δεν μπορεί να μειωθεί όσες φορές και να διαιρεθεί! Οι φιλοσοφικές έννοιες δεν είναι φυσικά μεγέθη.
Το big bangαν απέρριπτε μερικές εξωτικές απόψεις και δεχόταν κάποια φυσικά μεγέθη ώστε να έχουν νόημα οι υπολογισμοί των εξισώσεων, σαν τοπικότητα για παράδειγμα, θα είχε κάποιο κύρος να υποστηριχτεί σαν μια επιστημονική υπόθεση.
Τέλος, για να κλείσω και το κεφάλαιο της Διαλεκτικής, πρέπει να πω ότι οι ιδέες και τα αισθήματα είναι υποκειμενικά δεδομένα και όχι πραγματικές οντότητες. Δεν έχουν φυσικό αντίκρισμα και γι αυτό δεν μπορούν ούτε να αποδειχτούν ούτε να διαψευστούν. Ο φυσικός κόσμος, λοιπόν, διέπεται από νόμους που αποκλείουν οποιαδήποτε εξωτερική παρέμβαση. Καμιά φυσική εξίσωση δεν προβλέπει θεϊκή παρέμβαση.
Ο υλισμός θεμελιώνεται στα αξιώματα της αντικειμενικότητας και γι αυτό θεωρεί ότι νόηση, χωρίς υλικό υπόβαθρο, δεν μπορεί να υπάρξει. Η νόηση είναι προϊόν της λειτουργίας του εγκεφάλου και όχι υλική ουσία και γι' αυτό δεν μπορεί να έχει αυτοτελή ύπαρξη.
Να γιατί η θρησκεία και ο μυστικισμός είναι η φενακισμένη αντίληψη της πραγματικότητας και όσοι εγκλωβίζονται σ’ αυτήν, εκτός του ότι ερμηνεύουν λανθασμένα τον κόσμο, ζουν αποξενωμένοι σ’ αυτόν υπονομεύοντας την επίγεια ζωή και υποταγμένοι στο ψέμα ζουν την απατηλή ελπίδα της μετά θάνατον ανταμοιβής ή με τον φόβο μιας αιώνιας τιμωρίας που γελοιοποιεί τη λογική και την αισθητική του νοήμονος ανθρώπου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου