Τετάρτη 2 Μαρτίου 2016

Η λαϊκή γλώσσα στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη

που `χει έρωτας καρτέρι
πόσο μεθύσι μέθυσα
ένας Θεός το ξέρει.
Α. Παπαδιαμάντης
 
«Είστε ευτυχείς άνθρωποι εσείς οι νέοι· κατέχετε και μπορείτε να μεταχειριστείτε ένα όργανο τέλειο, που τα εκφράζει όλα με όση δύναμη τα αισθάνεστε, τη δημοτική γλώσσα. Δυστυχώς εμείς…»
  • «Μα η γλώσσα που γράφετε εσείς είναι τόσο ζωντανή στα χέρια σας…»
  •  
  • Θάθελα να την αλλάξω. Δυστυχώς δε μπορώ: συνήθισα να γράφω έτσι και τώρα πια είναι αργά… επρόσθεσε με λύπη»
Ο παραπάνω διάλογος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη με τον Άγγελο Σημηριώτη, δημοσιεύτηκε σ’ ένα άρθρο του Γ. Βαλέτα, κι έχει νομίζω μεγάλη σημασία (1). Είτε πρόκειται για μια βαρυσήμαντη ομολογία του συγγραφέα της Φόνισσας, είτε για ψυχολογική διάθεση της στιγμής, μια τέτοια δήλωση είναι νομίζω μια καλή αφορμή να εξετάσουμε το πολυσυζητημένο θέμα της γλώσσας του Παπαδιαμάντη. Παλαιότεροι και σύγχρονοι μελετητές του, εύστοχα νομίζω, έχουν συγκρίνει τα διηγήματά του με πίνακες της ολλανδικής ή φλαμανδικής ζωγραφικής: όπως οι Ολλανδοί καλλιτέχνες του 17ου αιώνα ζωγράφιζαν απλές καθημερινές σκηνές, συνηθισμένους ανθρώπους ή αγροτικά και αστικά τοπία, έτσι κι ο Παπαδιαμάντης έμελλε ν’ απαθανατίσει τα ήθη και τους χαρακτήρες των απλών ανθρώπων της Σκιάθου.
 
Λέγεται συχνά, ότι οι παραχωρήσεις του Παπαδιαμάντη στη δημοτική γλώσσα γίνονται απλώς χάρη του λογοτεχνικού ρεαλισμού, είναι δηλαδή σχεδόν αναπόφευκτες για όποιον θέλει να γράψει ρεαλιστικά· άλλοι λένε ότι ο Π. είναι νέτος σκέτος «καθαρευουσιάνος», αφού το γλωσσικό κράμα που χρησιμοποιεί περιέχει πολλές λέξεις που θεωρούνται «λόγιες», ή «αρχαίες». Γνωρίζουμε καλά πώς μιλούσαν οι άνθρωποι της εποχής του Παπαδιαμάντη, όχι μόνο γιατί σώθηκαν πολλές αυθεντικές μαρτυρίες, αλλά κυρίως γιατί την ίδια γλώσσα μιλάμε και σήμερα. Η «καταλληλότητα» της σημερινής δημοτικής νεοελληνικής γλώσσας δεν αμφισβητείται πλέον στα σοβαρά. Κατά την εκτίμησή μου, έναν αιώνα περίπου μετά την έντονη διαμάχη για το γλωσσικό ζήτημα, η πραγματική ζωή δικαίωσε όσους έλεγαν ότι η ζωντανή λαλιά πρέπει να είναι η βάση της γραπτής ελληνικής γλώσσας. Στη δημοτική γλώσσα, εμπλουτισμένη με πολλά στοιχεία, γράφτηκαν όχι μόνον κορυφαία λογοτεχνικά έργα αλλά και αναρίθμητες επιστημονικές πραγματείες και βιβλία κάθε είδους. Η παμπάλαια ελληνική γλώσσα, εκπληκτική στην ποικιλομορφία και τις δυνατότητές της, λειτούργησε ως ατέλειωτη δεξαμενή λέξεων και γλωσσικών τύπων. Τι πράγμα ήταν όμως η περιβόητη «καθαρεύουσα»; Ο όρος «καθαρεύουσα γλώσσα» χρησιμοποιείται μάλλον καταχρηστικά: κανένας δε μίλησε σ’ αυτή την τεχνητή γλώσσα, πολύ περισσότερο δεν τη μίλησε ο πολύς λαός. Η καθαρεύουσα ήταν επινόηση του σπουδαστηρίου και χρησιμοποιήθηκε κυρίως στον γραπτό λόγο· ένα καθαρευουσιάνικο κείμενο μοιάζει σχεδόν ακατανόητο σήμερα ή ακούγεται παράξενα σε πολλούς· αντίθετα, η δημοτική γλώσσα της εποχής φαίνεται φυσική. Ακόμα κι αν δεν υπήρχε η δήλωση του Παπαδιαμάντη που αναφέραμε στην αρχή, είναι προβληματικό να κατατάξουμε τον Παπαδιαμάντη στους καθαρευουσιάνους· ο συγγραφέας μάλιστα ειρωνεύεται συχνά τους καθαρολόγους της εποχής του, όπως ακριβώς κάνει και με τους ακραίους δημοτικιστές· το 1888 δημοσιεύεται το «Ταξίδι» του Ψυχάρη, έργο σταθμός στην ιστορία του γλωσσικού ζητήματος, και ασφαλώς ο συγγραφέας το έχει διαβάσει. Αυτό που ενδιαφέρει τον Παπαδιαμάντη είναι το αίσθημα της «ευφωνίας» και το ζήτημα της κατανόησης· χρησιμοποιεί αδιάκριτα και χωρίς προκαταλήψεις όποιες λέξεις ή εκφράσεις θεωρεία κατάλληλες, ανεξάρτητα από την προέλευσή τους· οι καθαρευουσιάνοι, ή τουλάχιστον πολλοί απ’ αυτούς, προσπαθούν να «καθαρίσουν» τη γλώσσα και χρησιμοποιούν συχνά ως κριτήριο την υποτιθέμενη συμφωνία της με το τυπικό της αρχαίας ελληνικής – η οποία, παρεπιπτόντως, ήταν επίσης ζωντανός οργανισμός και άλλαζε στη διάρκεια των αιώνων. Το πρότυπο των καθαρευουσιάνων ουσιαστικά δεν υπήρχε ακριβώς καθορισμένο, επομένως ο δρόμος ήταν ανοιχτός για κάθε είδους κατασκευές. Ο Παπαδιαμάντης, είτε χρησιμοποιεί λαϊκές λέξεις είτε «λόγιες», παραμένει σταθερά προσανατολισμένος προς τη δημιουργική σύλληψη της γλώσσας. Οι απόψεις του για το λεγόμενο γλωσσικό ζήτημα δημοσιεύονται και σ’ ένα γνωστό άρθρο με τίτλο Γλώσσα και κοινωνία· προς το παρόν, παραπέμπουμε τον αναγνώστη εκεί, για να περάσουμε σε πιο συγκεκριμένα παραδείγματα.
 
O Π. γνωρίζει πολύ καλά ότι η γλωσσική πραγματικότητα είναι όριο αξεπέραστο· η γλώσσα των διηγημάτων του δε χρειάζεται να επινοηθεί κι ο συγγραφέας δεν έχει παρά να παραθέσει, σχεδόν φωνογραφικά, τα πιο αυθεντικά ντοκουμέντα των λαϊκών ηθών της εποχής. Όπως θα προσπαθήσουμε να δείξουμε και στη συνέχεια, δεν συμμερίζεται τις γλωσσικές ακρότητες των δημοτικιστών ή «ψυχαριστών», όπως ο ίδιος του αποκαλεί, ούτε όμως συμφωνεί με τους λεγόμενους «καθαρευουσιάνους»· επιλέγει να γράψει σε μια ιδιότυπη μεικτή γλώσσα, σαφώς πιο ζωντανή και κατανοητή σε σχέση με την «καθαρεύουσα», την οποία θεωρεί «κίβδηλο» κατασκεύασμα.
 
Αν αποδελτιώσει κάποιος συστηματικά το έργο του Παπαδιαμάντη, θ’ ανακαλύψει έναν τεράστιο πλούτο λαϊκών εκφράσεων και λέξεων οι οποίες βρίσκονται διάσπαρτες σε όλα σχεδόν τα κείμενα και κυρίως στα διηγήματα του· σε μια εποχή που οι μυθιστοριογράφοι βάζουν τους λαϊκούς ήρωες να μιλούν απταίστως την υποτιθέμενη «αττικήν» διάλεκτο, ο Παπαδιαμάντης καταγράφει πιστά τη λαϊκή γλώσσα, ως άριστος λεξικογράφος, και διασώζει με αριστουργηματικό τρόπο τα ντόπια ελληνικά ήθη· εργάστηκε ακόμη ως μεταφραστής, αφού έμαθε ξένες γλώσσες μελετώντας και «χάριν φιλολογικής απολαύσεως»· στο «Γράμμα στην Αμερική βρίσκουμε μια ενδιαφέρουσα αυτοβιογραφική αναφορά: «Πρόκειται νὰ κάμουμ᾿ ἕνα γράμμα, σὺ ξέρεις ποῦ θὰ τὸ στείλουμε, στὸν Πρόξενο τῆς Ἑλλάδος, ἢ στὴν ἀστυνομία τῆς Ἀμερικῆς. Θὰ μοῦ τὸ γράψῃς Γαλλικά, Ἐγγλέζικα, Σπανιόλικα, ἐσὺ ξέρεις σὲ ποιὰ γλῶσσα.
 
Ἐγὼ δὲν ἤξερα τίποτε ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ τὰ ξέρεις-ξέρεις ποὺ μοῦ ἀπέδιδε. Ἀλλ᾿ ὅπως κυβερνᾶται, ἢ μᾶλλον ὅπως φέρεται ὁ κόσμος, μὲ τὴν ψευδομανίαν, μὲ τὴν τυφλὴν πρόληψιν, μὲ τὴν κωφὴν φήμην, εἶχε διαδοθῆ καὶ πιστευθῆ εἰς τὸ χωρίον ὅτι τάχα ἐγὼ ἤξευρα πολλὲς γλῶσσες.
«Ὅλες μὲ τὰ γράμματά τους καὶ τὶς μιλιὲς φαρσί».
 
Κ᾿ ἐγὼ πράγματι δὲν ἤξευρα οὔτε μισὴν γλῶσσαν νὰ μιλήσω, εἶχα δὲ ἐκμελετήσει κατ᾿ ἰδίαν ὅ,τι ἐκ τῶν ξένων γλωσσῶν εἶχα μάθει, χάριν φιλολογικῆς ἀπολαύσεως, εἶτα ἐξ ἀνάγκης καὶ πρὸς βιοπορισμόν, καὶ εἰργαζόμην ὡς μεταφραστὴς εἰς τὰς ἐφημερίδας, οὐδέποτε ὡς κουριέρης εἰς τὰ ξενοδοχεῖα ―ἀλλ᾿ οὔτε εἶχον ἀνατραφῆ μὲ γκουβερνάνταν― διὰ νὰ ὁμιλῶ ξένας γλώσσας.»
Σ’ ένα σατιρικό διήγημα, μεταξύ άλλων, εντοπίζουμε πλήθος λέξεων της δημοτικής:
«Τί σε ὀνομάσω Γρηγόριε; προβατίνες ἐμπολοῦντα μὲ κομμένες τὲς οὐρές, γαϊδουράκια καβαλοῦντα κότες φέροντα πεσκές, σοφράδες καὶ σκαφίδες ἐμπορεύοντα, βδομάδες, μέρες, νύκτες ταξιδεύοντα· ρεκλαματζὴν ἀξιέραστον καὶ χαμπαρτζὴν προθυμότατον. Ἡσύχασε, μὴ ταράσσῃς τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Τί σε Δημητράκη καλέσωμεν; μουσικὸν τῆς καραβάνας, ψάλτην τοῦ γλυκοῦ νεροῦ, ποὺ κοιτάζεις στὸ βιβλίο καὶ τὰ λὲς στὰ κουτουρού· ἰμάμην τῶν Χοτζάδων προεξάρχοντα, χαχάμην τῶν Μποχώρηδων ἐξάρχοντα· ἀμανετζὴν ἠχηρότατον καὶ μπατακτσὴν ὀχληρότατον. Μᾶς λίγωσες ἀπ᾿ τὴ γλύκα τὰς ψυχὰς ἡμῶν.» (Ἦχος πλάγιος δ´).
 
Στην Τρελή βραδιά, η Μαρούδα, «ἡ γυνὴ τοῦ Προκόπη, ἡ ὁποία τὸν εἶχε διώξει ἀπὸ τὸ σπίτι της πρὸ ἡμερῶν», στολίζει τον άντρα της μ’ ένα κορδόνι συνώνυμα: «-Α! τραγούδα τώρα, γλέντα, μπεκρολόγα, μεθοκόπα, ξενύχτα, ξερνοβόλα, γκάριζε! Αχ! βαγένι, πιθάρι, βαρέλα, μπουκάλα, γαλόνι, ταμετζάνα, στάμνα, στέρνα, καρούτα, μαστέλα, κρασοκανάτα! Που να σκάσεις! Εὐθὺς ἠκούσθη δεύτερος τριγμὸς καὶ τὸ παράθυρον ἐκλείσθη μετὰ πείσματος.»
Στο «Γείτονα με το λαγούτο», τα βασικά πρόσωπα ανήκουν στις λαϊκές τάξεις. Ο Βαγγέλης, ένας φτωχός τουρκομερίτης εργένης, νοικιάζει μια κάμαρα και μοιράζεται την αυλή με τους υπόλοιπους νοικάρηδες: «Ὁ νέος νοικάρης ποὺ εἶχεν ἐνοικιάσει τὴν κάμαραν τὴν μεσανήν, κοντός, κυρτός, μεσόκοπος, εἶχεν ἕνα μεγάλο λαγοῦτο, μακρύ, πλατύ. Ἔκυπτε διὰ νὰ ξεκλειδώσῃ τὴν θύραν του, κρατῶν ὑπὸ μάλης τὸ λαγοῦτο, τὸ ὁποῖον ἔψαυε τὸ ἔδαφος.». Αν και δήλωσε «μπεκιάρης», κυρα-Γιάνναινα, η σπιτονυκοκυρά του, που πολλά είχαν δει τα μάτια της, αμέσως «ὑπώπτευσεν, ὅτι θὰ εἶχε καμμίαν «λεγάμενη»: «― Αὐτὰ δὲν τ᾽ ἀκούω ἐγώ, τοῦ λέγει· ἐσὺ μοῦ εἶπες πὼς εἶσ᾽ ἐργένης· γιὰ ἐργένη σ᾽ ἔβαλα. Ἂν ἐννοῇς νὰ μοῦ φέρῃς ἐδῶ καμμιὰ παστρικιά, πολὺ σὲ παρακαλῶ νὰ μοῦ ἀδειάσῃς τὴν κάμαρα… σὰν τελειώσῃ ὁ μήνας ποὺ ἔχεις πληρώσει.»
 
Η εκφραστικότητα και η δύναμη του λαϊκού λόγου, σμιλεμένη αιώνες και ποτισμένη με την ατέλειωτη ποικιλομορφία της ζωής, θα επικρατούσε, αργά η γρήγορα, αντιμέτωπη με τα μπαλωμένα σάβανα της αρχαίας γραμματείας και τις αλλοπρόσαλλες κατασκευές των σχολαστικών. Στους «Χαλασοχώρηδες», ο «Λάμπρος ὁ Βατούλας κι ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος κι ἄλλοι μερικοί, πέφτουν μὲ τὰ μοῦτρα στὴ λαδιά, στὸ μούχτι…»· ενώ άλλοι «…φανατίζονται, καὶ «χαλνοῦν τὴ ζαχαρένια τους» καὶ χολοσκάνουν, αὐτοὶ οἱ δύο, «ζευγαράκι ταιριαστό», «…περνοῦν μὲ γέλοια καὶ μὲ χαρές, τρώγοντες, πίνοντες, εὐωχούμενοι, εἰς ὑγείαν ὅλων τῶν ὑποψηφίων…», και «τὸ ἔχουν δίπορτο». Μὲ ὅποιον κόμμα νικήσῃ, θὰ εἶναι φίλοι καὶ οἱ δύο, ἀφοῦ θὰ εἶναι ὁ εἷς. «Ὅποιος γάιδαρος, κι αὐτοὶ σαμάρι».
 
Κατά τον Γιάννη τῆς Κ᾽σάφους, «Τὸ καλὸ ἀρνί, τρώει ἀπὸ δυὸ προβατίνες.» Ὁ Ἀλικιάδης ἦτο παμπόνηρος, καὶ τὰ χέρια του ὡμοίαζαν μὲ γάντζους. Δὲν ἠμποροῦσες νὰ τοῦ βγάλῃς λεπτὰ οὔτε μὲ τὸ δόλωμα οὔτε με τὸ «παρασούβλι» Ο Μανώλης ὁ Πολύχρονος, «λίαν πεπειραμένος» περί τα εκλογικά, δεν έχει και πολλή εμπιστοσύνη στους «πληρωμένους» ψηφοφόρους: «― Ἄχ! δὲ ξέρεις παιδί μ᾽, ἀπ᾽ αὐτά. Τὸ ψάρι, ἐνῷ θαρρεῖς ὅτι τὸ κρατεῖς, ἔξαφνα γλιστράει καὶ φεύγει. «Χάνος εἶμαι, χάνομαι… μπέρκα ᾽μαι, δὲν πιάνουμαι… γιοῦλος εἶμαι σὲ γελῶ… καὶ τὰ δίχτυα σου χαλῶ».
 
Στου Χαλασοχώρηδες πάλι, ο Μανόλης ο Πολύχρονος μιλάει με φράσεις αλληγορικές και μεταφορές παρμένες από τη ζωή των θαλασσινών: «Συγχρόνως ἀνήρχετο κατόπιν των ἡ ἄλλη συνοδία, καὶ ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, ἐν τῶ μέσῳ ἱστάμενος, ἔλεγε ταπεινῇ τῇ φωνῇ, μὲ ἀλληγορικάς, ὡς συνήθιζε, φράσεις: «Αὔριο, παιδιά, πέφτει τὸ μεγάλο ψάρι… Νά ᾽χετε τὸ νοῦ σας… Μὴ μᾶς 〈τὸ〉 φάῃ τὸ θεριό (κ᾽ ἐδείκνυεν ἑκατὸν βήματα ἀπωτέρω, διὰ μέσου τοῦ σκότους, περὶ τὴν κινουμένην ἀμυδρὰν λάμψιν τοῦ προπορευομένου φανοῦ, τὸν Λάμπρον τὸν Βατούλαν μὲ τὴν συνοδίαν του). Νὰ πιάσουμε τὰ πόστα… Μὴ μᾶς φάῃ τὸ ψάρι ὁ γαλιός… Ὣς τὸ μεσημέρι ὁ ροφὸς ἀριβάρει (νὰ πάρουμε, ὡς-τὰ-χωρατά, μιὰ βάρκα, νὰ πεταχτοῦμε ὣς τὰ νησιά, νὰ κάμουμε καρτέρι)… ροφὸς ἑφταοκαδιάρικος, φρέσκος!… Θὰ πέσουν καὶ κάτι συναγριδάκια, δὲ σᾶς λέω… Μὰ βάρδα ἀπ᾽ τὸ σκυλόψαρο (κ᾽ ἐδείκνυε τὸν Λάμπρον τὸν Βατούλαν). Διπλὲς ἀπετουνιές, τριπλᾶ παραγάδια… μὲ χονδροὺς φελλοὺς καὶ μὲ μολυβῆθρες πενηντάρικες… Καὶ τὰ μάτια σας τέσσερα… Νὰ στέκεσθε ἀ-ρόδο, νά ᾽χετε ἀ-πρόντο, καὶ τὶς πράγκες καὶ τὰ καμάκια… καὶ τὸ σηπιογυάλι ἕτοιμο… γιατὶ ἀλλοιῶς δὲ βγαίνει λαδιά».
 
Ο Παπαδιαμάντης χρησιμοποιεί δημώδεις λέξεις και στους τίτλους των διηγημάτων του: Τὸ Ζωντανὸ κιβούρι μου, Ἡ Ἀσπροφουστανοῦσα, Τὰ Καλαμπούρια ἑνὸς δασκάλου, Ὁ Ἀβασκαμὸς τοῦ Ἀγᾶ, Τὸ Κουκούλωμα, Τ᾿ Μποῦφ᾿ τ᾿ πλί· με άλλα λόγια η λαϊκή γλώσσα δεν χρησιμοποιείται μόνον εκεί που θα ήταν ίσως απαραίτητη, αλλά αναμειγνύεται με άλλα λόγια κι εκκλησιαστικά στοιχεία, καθώς και με αυτούσιες εκφράσεις της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Κατά την εκτίμησή μου, οι επιλογές αυτές του Παπαδιαμάντη αποτελούν ταυτόχρονα και την έμπρακτη τοποθέτησή του σχετικά με το γλωσσικό ζήτημα· ο συγγραφέας, όπως και πολλοί δημοτικιστές, αναγνωρίζουν ασφαλώς ότι η γλώσσα του λαού χρειάζεται «δούλεμα», ωστόσο απορρίπτει την «επιστροφή» στην αρχαία ελληνική γλώσσα:
 
«Ὅπως ἓν ζωντανὸν σῶμα δὲν δύναται νὰ ζήσῃ δι᾿ ἐνέσεων, τρόπον τινά, ἀπὸ κόνιν ἀρχαίων σκελετῶν καὶ μνημείων, ἄλλο τόσον δὲν δύναται νὰ ζήσῃ, εἰμὴ μόνον κακὴν καὶ νοσηρὰν ζωήν, τρεφόμενον μὲ τουρσιὰ καὶ μὲ κονσέρβας εὐρωπαϊκάς. Ἔχει πολλὰς ἀνάγκας καὶ ἀδυναμίας ἡ γλῶσσα. Ἔχει τὴν δεσπόζουσαν ἀνάγκην καὶ τὴν ἀδυναμίαν τοῦ νεωτερισμοῦ. Φοβερὰ εἶναι τοῦ ξενισμοῦ ἡ ἐπίδρασις. Εἶναι ἀναγκαιότατον κακόν, τὸ ὁποῖον ποτὲ δὲν ἀπείργεται. Ἐὰν κλείσῃ τις τὴν θύραν, θὰ εἰσέλθῃ διὰ τῶν παραθύρων· ἐὰν κλείσῃ τὰ παράθυρα, θὰ εἰσδύσῃ διὰ τῶν ρωγμῶν καὶ σχισμάδων· ἐὰν στουπώσῃ τις τὰς σχισμάδας, θὰ εἰσχωρήσῃ ἀοράτως δι᾿ αὐτοῦ τοῦ συμπαγοῦς σώματος τῆς οἰκοδομῆς.»
 
Και παρακάτω: «Ὑπάρχει καὶ ἀλληλεγγύη, ἐπὶ τέλους. Ἀδύνατον εἶναι γλῶσσα ζωντανή, σύγχρονος, ἔχουσα πόθον καὶ ἀξίωσιν νὰ ζήσῃ, νὰ μὴ αἰσθάνεται βαθεῖαν τὴν ἀλληλεγγύην αὐτήν. Ἀλλ᾿ ἡ γλῶσσα ἡ Ἑλληνικὴ ἔπρεπε <νὰ> βλέπῃ μακράν, ὡς φάρον παμφαῆ, τὴν λαμπρὰν αἴγλην τῆς ἀρχαίας, χωρὶς νὰ ἔχῃ τέρμα τὸν φάρον αὐτόν. Ὁ φάρος ὁδηγεῖ εἰς τὸν λιμένα, δὲν εἶναι αὐτὸς λιμήν
 
«Πάλιν, τὰς γλώσσας τὰς νεωτέρας ἔπρεπε νὰ τὰς ἔχῃ σύμπλους, χωρὶς νὰ ρυμουλκῆται ἀπὸ καμμίαν ἐξ αὐτῶν. Διότι <ἂν> ὁ νεωτερισμὸς εἶναι ἀνάγκη, δὲν ἕπεται ὅτι πρέπει νὰ τὸ παρακάμνωμεν εἰς τὸν νεωτερισμόν. Τὸ ζήτημα δὲν εἶναι πῶς νὰ ἐμφορηθῶμεν κατὰ κόρον ἀπὸ ξενισμούς, ἀλλὰ πῶς νὰ φέρωμεν ἀντίδρασιν, πῶς νὰ μετριάσωμεν τὴν ἀνάγκην τοῦ ξενισμοῦ. Χαλινοῦ καὶ ὄχι πτερνιστῆρος ἡ ὀργῶσα φύσις ἔχει ἀνάγκην.»
 
Αξίζει ακόμη να παραθέσουμε την γνώμη του Παπαδιαμάντη για την λεγόμενη Εσπεράντο, μια διεθνή τεχνητή γλώσσα που κατασκευάστηκε το 1887 από τον πολωνοεβραίο γιατρό Λουδοβίκο Λάζαρο Ζαμένχοφ, (τον λεγόμενο Δόκτορα Εσπεράντο – εξ ου και το όνομα) από στοιχεία Ευρωπαϊκών γλωσσών:
 «Ἄλλο ἐλάττωμα τῆς γλώσσης μας εἶναι τὸ πολυσύλλαβον. Καὶ διὰ τοῦτο θὰ ἦτο εὐκταία ἡ εἰσαγωγὴ τῆς Βολαποὺκ ἢ τῆς Ἐσπεράντο, ἀφοῦ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἰσαγάγωμεν παρ᾿ ἡμῖν τὴν Ἀγγλικὴν γλῶσσαν ὅλην, αὐτούσιον. Ἀλλ᾿ εἰς τὴν βόρειον Ἑλλάδα, ὅπου εἶναι παλαιότερα τὰ λαλούμενα Ἑλληνικὰ (θέλω νὰ εἴπω, ἴσως εἶναι παλαιότεροι οἱ λαλοῦντες Ἕλληνες) ἐτελειοποιήθη κατὰ τοῦτο ἡ γλῶσσα, φθάσασα μέχρι τοῦ μονοσυλλάβου τῶν λέξεων. Ἀφοῦ οὕτως ἔχει τὸ πρᾶγμα, ἐὰν θέλωμεν νὰ γράφωμεν τὴν δημώδη, διατί νὰ μὴ γράφωμεν τοὺ στάρ, τοὺ κθάρ, ὅπως προφέρεται εἰς τὴν πατρίδα μου, ἀλλά, τὸ σιτάρι, τὸ κριθάρι, ὅπως προφέρουν οἱ ὄψιμοι Ἕλληνες τῶν νοτιανατολικῶν μερῶν; Εἰς τὴν πατρίδα μου τὸ χωράφι προφέρεται τοὺ χουράφ᾿ (νομίζω νὰ παρετήρησα ὅτι οἱ φθόγγοι Ι καὶ ΟΥ συγκόπτονται ἐὰν ἦσαν ἐξ ἀρχῆς ι και ου, ἀλλὰ μόνον τρέπονται ἐὰν ἦσαν ἀρχῆθεν ε καὶ ο)· ἀλλ᾿ εἰς τὰ χωρία τοῦ Πηλίου, μᾶλλον προηγμένα εἰς τὴν γλωσσικὴν ἐξέλιξιν, προφέρεται τοὺ χ᾿ράφ᾿. Ἰδοὺ λοιπόν, στάρ, κθάρ, χράφ. Οὕτω θὰ ἔπρεπε νὰ γράφεται ἡ γλῶσσα. Τί μᾶς χρειάζεται ἡ Ἐσπεράντο, καὶ τὸ μονοσύλλαβον τῶν λέξεων τῆς Ἀγγλικῆς;»
 
Στον «Ξεπεσμένο δερβίση» περιγράφεται, σχεδόν ποιητικά, ο ήχος του «νάϊ»: «Κάτω εἰς τὸ βάθος, εἰς τὸν λάκκον, εἰς τὸ βάραθρον, ὡς κελάρυσμα ρύακος εἰς τὸ ρεῦμα, φωνὴ ἐκ βαθέων ἀναβαίνουσα, ὡς μύρον, ὡς ἄχνη, ὡς ἀτμός, θρῆνος, πάθος, μελῳδία, ἀνερχομένη ἐπὶ πτίλων αὔρας νυκτερινῆς, αἰρομένη μετάρσιος, πραεῖα, μειλιχία, ἄδολος, ψίθυρος, λιγεῖα, ἀναρριχωμένη εἰς τὰς ριπάς, χορδίζουσα τοὺς ἀέρας, χαιρετίζουσα τὸ ἀχανές, ἱκετεύουσα τὸ ἄπειρον, παιδική, ἄκακος, ἑλισσομένη, φωνὴ παρθένου μοιρολογούσης, μινύρισμα πτηνοῦ χειμαζομένου, λαχταροῦντος τὴν ἐπάνοδον τοῦ ἔαρος.»
 
Ας δούμε τώρα πώς μιλάει ὁ μπαρμπα-Στεφανὴς ὁ Μόσκοβος, όταν απευθύνεται σ’ έναν πολιτικάντη της εποχής:
«― Γιά νὰ σοῦ πῶ, κὺρ Μανώλη, τοῦ εἶπε μὲ τὴν ραγδαίαν καὶ ὄχι πολὺ καθαρεύουσαν προφοράν του· μὴ θαρρῇς πὼς εἶμαι βολικὸ πρᾶμα γιὰ νὰ μὲ μπαρκάρῃς ἐσὺ στὸ σκολειὸ μέσα;… Ἐμένα εὔκολα δὲ μὲ τσουρμάρεις… οἱ ἀθρῶποι δὲν εἶναι μπαοῦλα γιὰ νὰ τοὺς μπατάρετε σεῖς ὅπως θέλετε, μπάτει ἀπὸ δῶ, μπάτει ἀπὸ κεῖ… μὴ σᾶς χρειάζεται ἀκόμα καὶ κανένας κάβος, καμμιὰ γούμενα γιὰ νὰ μᾶς δέσετε, μὴ-μπὰς καὶ σᾶς σκαπουλάρουμε;… τίποτες ἀμπάσες μοῦδες μὴ θέλετε γιὰ νὰ μᾶς ἀρμενίζετε πρύμα; Καλούμα ἀπὸ δῶ, ὄρτσα ἀπὸ κεῖ, φούντα ἐκεῖ! Ἐμένα, γιὰ νὰ σοῦ πῶ, εὔκολα-εὔκολα δὲν μπορεῖς νὰ μὲ σκαντζάρῃς μὲ τὸ μυαλὸ τὸ δικό σου. Ἴσα τρίγκο, ἴσα παρουκέτο, μάινα μπαμπαφίγκο! Γιὰ καμμιὰ τσομπανοφλοέρα, μ᾽ ἐπῆρες καὶ μοῦ κόλλησες στὰ νερά, σὰν νὰ σοῦ κατέβηκε νὰ σὲ τραβήξω γιουντέκι ἢ ν᾽ ἀρμενίσουμε κουσέρβα; Ἀβάρα! Σία! Ἀνοιχτά! Ὁ Μανώλης δὲν ἠδυνήθη νὰ μὴ γελάσῃ, κ᾽ ἔσπευσε ν᾽ ἀπαλλάξῃ τὸν μπαρμπα-Στεφανὴ τῆς φορτικῆς συνοδίας του.»
 
Στη «Δασκαλομάννα», σχεδόν φωνογραφικά, αποτυπώνεται η γλώσσα που μιλούσαν τα παιδιά στην καθημερινή τους ζωή. Ο Γιάννης ο Βρικολακάκης, ζωηρός και ατίθασος μαθητής που «έχει χάσει πολλές χρονιές», συμβουλεύει τα μικρότερα παιδιά του σχολείου: ― Ἀκοῦστε ἐμὲ νὰ σᾶς πῶ! Νὰ μὴν ἀνοίγετε χαρτί!… Νὰ μὴν ἀκοῦτε τὸ δάσκαλο! Νὰ μὴ φοβᾶστε τς πατεράδες σας!… Νὰ δέρνετε τς μαννάδες σας! Και λίγο παρακάτω: «Ἐνθυμούμενος τὰ παλαιὰ ἐκεῖνα χρόνια, δὲν ἔπαυε νὰ οἰκτείρῃ τὴν παροῦσαν κατάστασιν τοῦ σχολείου, ὅπου ὅλα τὰ παιδιὰ ἦσαν μικρά, ὅλο σμαρίδα, ὅλο ἀθερίνα. Πρῶτα ἦσαν ὅλο μεγάλοι. «Ποῦ νὰ ἤσαστε σεῖς τὸν καιρὸ ποὺ ἦτον ὁ ἄλλος ὁ δάσκαλος ποὺ πέθανε, ὁ Φλάσκος, Φλασκο-μπιμπῖνος, ὁ κιτρινιάρης!»
 
Στον «Τυφλοσύρτη», ο δάσκαλος διεξάγει ανακρίσεις για να βρει τον «ένοχο» που αντέγραψε τη μετάφραση ενός αρχαίου κειμένου στον πίνακα, χωρίς αποτέλεσμα· οι μαθητές δεν «μαρτυρούν» δημόσια τον ένοχο, αφού «καὶ ἂν ἦτό τις μαρτυριάρης, ἐφοβεῖτο νὰ ἐξασκήσῃ τὴν τοιαύτην ροπήν του ἐν πλήθοντι θαλάμῳ, ἐν ἀντιπαραστάσει διδασκάλου καὶ μαθητῶν.» Ο δάσκαλος αρχίζει να «τις βρέχει» σχεδόν αδιακρίτως: «Ὁ νέος ἐφώναζεν ὅτι δὲν ἔπταιεν αὐτός, ὅτι καὶ ἄλλοι εἶχον ὠφεληθῆ ἤδη ἀπὸ τὸ ἴδιον βοήθημα, «ἐπειδὴ τὸ μάθημα ἦταν βαρὺ καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ μάθουν ἀπ᾽ ὄξου», καὶ ὅτι αὐτὸς δὲν ἦτο ὁ γράψας τὸ κείμενον ἐπὶ τοῦ πίνακος.» Τη μητρική του γλώσσα μιλάει κι ο Γιάννης ο Αλογάκης, ο οποίος ανέλαβε γενναία την ευθύνη για τη λαθροχειρία, ίσως για να γλυτώσει τους συμμαθητές του από το άδικο ξυλοφόρτωμα·  ωστόσο, παρά την ομολογία, είναι μάλλον απίθανο να έγραψε ο ίδιος το κείμενο στον πίνακα: «― Δάσκαλε, ἐπανέλαβεν ὁ Γιάννης Ἀλογάκης, ἐγὼ τὰ ἔγραψα εἰς τὸν μαυροπίνακα.» Μόλις αντιλαμβάνεται τις άγριες διαθέσεις του δασκάλου, συμπληρώνει: «― Μὴ μὲ δέρνῃς, γιατὶ μοῦ πονοῦν τὰ κόκκαλά μου, διδάσκαλε, εἶπεν ἀφελῶς. Μ᾽ ἔδειρες πολὺ τὲς προάλλες. Γονάτισέ με καλύτερα.» Ο μαθητής αισθάνεται μάλλον ταπεινωμένος κι εκφράζει τα συναισθήματά του ζωντανά κι εύστοχα με απλές λαϊκές κουβέντες: «― Τί χτυπᾷς, δάσκαλε; Τί χτυπᾷς; ἐγόγγυσεν ἀρχίσας νὰ κλαίῃ, ὄχι τόσον ἀπὸ τὸν πόνον τῶν ραβδισμῶν, ὅσον ἀπὸ ἄλλον ἐνδόμυχον πόνον αἰσχύνης καὶ ταπεινώσεως καὶ συναισθήσεως τοῦ ἀδίκου ὁ πτωχὸς νέος. Δὲ μοῦ φταῖς τουλόγου σου, δὲ μοῦ φταίει ἄλλος κανείς… Φταῖνε οἱ γονιοί μου, ποὺ δὲ θέλουν νὰ μὲ μπαρκάρουν… καὶ μ᾽ ἀφήνουν, κοτζὰμ-γαϊδούρι, νὰ μάθω μὲ τὸ στανιὸ γράμματα…»
 
Στη νουβέλα «Βαρδιάνος στα σπόρκα», εμφανίζεται ο Γερμανός γιατρός «Βούντ», πρόκειται για υπαρκτό πρόσωπο, που είναι υπεύθυνος στο λαζαρέτο και μιλάει σπασμένα ελληνικά, αν και ζει πολλά χρόνια στην Ελλάδα. Ο Παπαδιαμάντης, χρησιμοποιώντας αριστοτεχνικά τη δημώδη γλώσσα, θ’ αναδείξει το ντόπιο ελληνικό ήθος της Σκεύως της Σαβουρόκοφας, σε αντιπαράθεση με το «φράγκικο» ήθος του γιατρού: «Ἀπὸ τῆς ἑσπέρας ἐκείνης, καθ᾽ ἣν ἡ θεια-Σκεύω, ἐπιστρέφουσα ἀπὸ τὴν οἰκίαν τῆς Γερακίνας, ἤκουσε τὸ δυσοίωνον ἄγγελμα, τὸ ὁποῖον τῆς ἔστειλεν ἐν τῇ ἀώρῳ καὶ ἀσυνειδήτῳ σκληρότητί του ἓν παιδίον ἀπὸ μίαν βάρκαν: «Θεια-Σκεύω Σαβουρόκοφα! ὁ γυιός σου εἶναι ἄρρωστος στὸν Τσουγκριᾶ ἀπὸ χολέρα…»
 
Η μάνα, μόλις μαθαίνει ότι ο γιος της είναι «σπορκαρισμένος» στον Τσουγκριά, παίρνει αμέσως την απόφασή της: θα ντυθεί «αντρίκεια» και θα περάσει ως φύλακας («βαρδιάνος») στα Σπόρκα: «…ἡ Σκεύω δὲν ἤκουσε πλέον ἄλλην φωνὴν ἢ αὐτὴν καὶ μόνην, τὴν ἀντηχοῦσαν εἰς τὰ ἐνδόμυχά της, καὶ χαραχθεῖσαν μὲ πυρίνους χαρακτῆρας ἐπὶ τῆς μητρικῆς καρδίας· καὶ δὲν ἔζησε πλέον ἄλλην ζωήν, ἢ τὴν συνεχομένην μὲ τὴν ζωὴν καὶ μὲ τὸν θάνατον τοῦ υἱοῦ της, καὶ ἀντανακλωμένην ἀπὸ τὴν κινδυνεύουσαν ὕπαρξιν ἐκείνου.» Τι νόημα θα είχε η ζωή, αν έχανε τον μονάκριβο γιο της;
Η χαροκαμένη Σκεύω, σχεδόν κυριολεκτικά, χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια της: «Ἐπανῆλθεν, ἡ ἔρημη, εἰς τὸ σπιτάκι της. Πῶς ηὗρε τὸν δρόμον; Ποῦ ἐπάτησεν; Ἀπὸ ποῦ ἐπέρασε; ― Ποῖος ἐνθυμεῖτο; Ἤνοιξε τὴν θύραν της. Πῶς ἠμπόρεσε νὰ γυρίσῃ τὸ κλειδὶ εἰς τὴν κλειδότρυπαν; Εἰσῆλθε. Πῶς δὲν ἔπεσεν εἰς τὴν μέσην τοῦ δρόμου;»
 
Ο διάλογος με τον γιατρό είναι χαρακτηριστικός:
«Μὲ ἀποφασιστικότητα τιμῶσαν αὐτὴν μεγάλως, ἡ θεια-Σκεύω δὲν ἔδωκε καιρὸν εἰς τὸν ἰατρὸν νὰ τελειώσῃ τὴν ἐπιθεώρησίν του, ἀλλὰ κύψασα πρὸς τὸ οὖς του τοῦ εἶπε:
―Ἐγὼ εἶμαι ἡ Σκεύω, ἡ Γιαλινίτσα… ποὺ μὲ λένε κάποτε καὶ Σαβουρόκοφα.
Ὁ ἰατρὸς ἀνετινάχθη ὅλος ἐπὶ τοῦ στελέχους ἐφ᾽ οὗ ἐκάθητο καὶ ἐκάγχασε θορυβωδῶς.
― Χά, χὰ χά!…χὰ χὰ χά! Νὰ πάρῃ ὁ ντιάολος… ἐκεῖνο τὸ ὑγκειονόμο τὸ στραβούλιακα… ποὺ εἶναι καὶ φίλος μου!… χὰ χὰ χά! Καὶ ντὲν ηὗρε ἄλλο ὄνομα νὰ σοῦ ντώσῃ, ἑνὸς ζωντανοῦ, μόνον σοῦ ἔντωσε τὸ ὄνομα τοῦ πεταμένου… χὰ χὰ χά!
Εἶτα ἐπέφερε:
Εἶτα εὐθὺς ἠρώτησε:
― Καὶ τί σοῦ ἦρτε, Σκεύω, νὰ τὸ κάμῃς αὐτό;
Ἡ Σκεύω τὴν ἐρώτησιν ταύτην ἐπερίμενε.
― Γιὰ τὸ Θεό, γιατρέ, νά ᾽χῃς πολλὴ ζωίτσα… καὶ νὰ σοῦ δώσῃ ὁ Θεὸς ὅ,τι ἐπιθυμεῖς… νά ᾽χῃς καὶ καλὴ ψυχή… δὲν μοῦ λές, τί γίνεται ὁ γυιός μου, ὁ Σταῦρος; Εἶναι καλά; πέθανε; ζῆ; τὸν εἶδες τουλόγου σου;
Ὁ ἰατρός, ὅστις ἐξηκολούθει τὴν θορυβώδη εὐθυμίαν του, διεκόπη, ἀνεκάλεσε τὰς προσφάτους ἐκ τῶν ἐπισκέψεων τῆς ἡμέρας ἐντυπώσεις του καὶ εἶπεν:
―Ἄ! Ὁ Σταῦρος… τοῦ Γιαλῆ… Ὁ λοστρόμος… εἶναι γυιός σου. Ἄ! ναί… εἶναι ἄρρωστος… ὑπέφερε πολὺ… μὰ ντὲν ἔχει ἀνάγκη… τὰ ζήσῃ.
Ὁ ἰατρὸς ἀνεκάγχασε θορυβωδῶς.
―Ἄ! χὰ χὰ χά! ντιάολο! παράξενο! βαρντιάνος στὰ σπόρκα! Ἄ! ντιάολο! Καὶ τὸ στραβούλιακα τὸ ὑγκειονόμο;…
―Ἀν-καλὰ τί λέω ἐγκώ;… τὸ ὄνομα τοῦ ζωντανοῦ εἶναι κάποιου… τὸ ὄνομα τοῦ πεταμένου ντὲν ἔχει ἰντιοκτήτη, εἶναι ἔρμο… Ἔξυπνος ἐφάνη ὁ στραβούλιακας ποὺ σοῦ ἔντωκε τὸ ὄνομα τοῦ πεταμένου.»
Όπως είδαμε, ο «ξένος» γιατρός καθόλου δεν συγκλονίζεται με τη απόφαση της Σκεύως να ρισκάρει τη ζωή της – ενώ ο ρωμιός βαρκάρης που την πέρασε στο λαζαρέτο δακρύζει από συγκίνηση· στο δράμα και το αναμφισβήτητο ηθικό μεγαλείο της μάνας βλέπει απλώς ένα γραφειοκρατικό επεισόδιο, μια ευκαιρία για τρανταχτά γέλια και χάχανα.
 
Στον «Αμερικάνο», έχουμε δύο περιγραφές του ίδιου προσώπου· η πρώτη είναι του συγγραφέα και είναι γραμμένη στη μικτή παπαδιαμαντική γλώσσα: «Εἶχεν εἰσέλθει ἄνθρωπος ὑψηλός, καλοφορεμένος, ὣς σαρανταπέντε ἐτῶν, ὡραῖος, ἀνοικτοπρόσωπος, ἐξυρισμένος μύστακα καὶ γένειον, πλὴν ὀλίγων τριχῶν ὑπὸ τὸν πώγωνα καὶ πρὸς τὸν λαιμόν, μὲ παχεῖαν χρυσῆν καδέναν ἐπὶ τοῦ στήθους, ἀφ᾽ ἧς ἐκρέμαντο μικρὸν ἐγκόλπιον καί τινες βῶλοι χρυσοῦ. Ποίας φυλῆς, ποίου κλίματος ἦτο, δυσκόλως ἠδύνατο νὰ εἰκάσῃ τις. Ἐφαίνετο ἀποκτήσας οἱονεὶ ἐπίχρισμα ἐπὶ τοῦ προσώπου, ὡς προσωπίδα τινὰ ἄλλου κλίματος, εὐζωίας καὶ πολιτισμοῦ, ὑφ᾽ ἣν ἐλάνθανε κρυπτομένη ἡ ἀληθὴς καταγωγή του. Ἐβάδιζε μὲ βῆμα ἀβέβαιον, ρίπτων βλέμμα ἔτι ἀβεβαιότερον πρὸς τὰ περὶ αὑτὸν πρόσωπα καὶ πράγματα, ὡς νὰ προσεπάθει νὰ κατατοπισθῇ ὅπου ἦτο.»
 
Ο ναυτικός που έφερε τον ξένο στο νησί χρησιμοποιεί τα ντόπια σκιαθίτικα:
«― Εἶναι ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ξουραφισμένο τὸ μουστάκι καὶ τὰ γένεια, κ᾽ ἔχει ἀφημένες μόνον τρίχες ἀποκάτ᾽ ἀπ᾽ τὸ σιαγόνι καὶ στὸ λαιμό. Μοῦ φάνηκε σὰν Ἐγγλέζος, σὰν Ἀμερικάνος, μὰ ὄχι πάλι σωστὸς Ἐγγλέζος οὔτε σωστὸς Ἀμερικάνος· τὰ ὀλίγα λόγια ποὺ μοῦ εἶπε ρωμέικα, τὰ εἶπε μ᾽ ἕναν τρόπο δύσκολο καὶ συλλογισμένο, ὄχι καὶ πολὺ ξενικό, σὰν νὰ ἤξερε μιὰ φορὰ ρωμέικα καὶ τὰ ξέχασε. Τὲς πλειότερες φορὲς συνεννοηθήκαμε μὲ κάτι λίγα ἰταλικὰ ποὺ ξέρω κ᾽ ἐγώ.» Κι ενώ τα βλέμματα όλων είναι στραμμένα επάνω του, ο άγνωστος «διὰ νὰ μὴ δείξῃ ὅτι ἀπέφευγε συστηματικῶς τοὺς ἀνθρώπους», πλησιάζει την παρέα κι αποφασίζει να μιλήσει «ἑλληνιστί, μετά τινος παχυστομίας καί δυσκολίας περὶ τὴν προφοράν.»
 
Ο Αμερικάνος δεν είχε ύπνο και τριγυρίζει στο χωριό· γρήγορα βρίσκεται έξω από το σπίτι της παλιάς αρραβωνιαστικιάς του και ακούει τη μάνα της να μιλάει:
― Δὲ μαζώνεις τὸ νοῦ σ᾽, θὰ πῶ, δυχατέρα; Οὗλο θὰ κλαῖς, πλιό;… Τά! τί λογᾶτε;… Σὰ σ᾽ ἀκούω, δυχατέρα!… ξεχωρίσαμε ἀπ᾽ τὸν κόσμο, πλιό… Τί, μοναχή σ᾽ εἶσι;… Ὅντις σ᾽ ἐγυρεύανε, τότες ποὺ ἤτανε σ᾽νέχ᾽, ποὺ πῆε σ᾽ν Ἀμέρικα οὑ προκομμένους, γιατί δὲ θέλησες κανένανε; Δὲ σ᾽ τά ᾽λεγα ἐγώ; Γιατί δὲν ἀκοῦς τ᾽ μάννα; Σ᾽ τά ᾽λεγα, ἕνα κιριμέ. Τώρα, σὰ μεγάλωσες, ποιὸς φταίει; Κὶ μοναχή σ᾽ τάχα εἶσι; Εἶν᾽ ἄλλες μεγαλύτερις. Τοὺ Μυγδαλιὼ τς Μάχους, κὶ τοὺ Κρουσταλλιὼ τς Γιώργινας, τί σ᾽νέριο τς ἔχεις ἐσύ;
Ὁ ξένος ἦτο ὅλος ὦτα, κ᾽ ἐφαίνετο παραδόξως ἐννοῶν τί ἔλεγεν ἡ γραῖα, μᾶλλον ἐξ ἐπιπνοίας καὶ συνειδήσεως, ἢ ἀπὸ τὰ ὀλίγα ἑλληνικὰ ὅσα ἐφαίνετο νὰ ἠξεύρῃ.
Αργότερα, στο καπηλειό του Μπέρδε, ο Βαγγέλης ο Παχούμης, θ’ αποκαλύψει πώς είχαν τα πράγματα: «― Βρὲ παιδιά, θυμᾶστε, κανένας ἀπὸ σᾶς, τὸ Γιάννη τ᾽ μπαρμπα-Στάθη τ᾽ Μοθωνιοῦ, ποὺ λείπει στὴν Ἀμέρικα ἐδῶ κ᾽ εἴκοσι χρόνια;»
 
Σωστά είχε μαντέψει και ποιός ήταν ο «ξένος» και τι ακριβώς ήθελε· αυτό που έκαιγε τον Αμερικάνο ήταν η τύχη της παλιάς αρραβωνιαστικιάς του, κι ο Βαγγέλης θα τα πει όλα δημόσια, χαρτί και καλαμάρι: «― Εἶχε τὸ Μελαχρὼ τῆς θεια-Κυρατσῶς τῆς Μιχάλαινας. Καὶ σὰν ἔφυγε καὶ ἀπέρασαν δυὸ-τρία χρόνια, τὴν ἐγύρεψαν πολλοί, γιατὶ τὸ κορίτσι εἶχε χάρες κ᾽ ἐμορφιές, καὶ τιμημένη ἦτον, καὶ μορφοδούλα, ἡ μόνη κεντήστρα τοῦ χωριοῦ μας, καὶ προικιὰ εἶχε καλά. Μὰ τὸ Μελαχρὼ δὲ θέλησε κανέναν, ὅσο ποὺ ἀπέρασαν τὰ χρόνια κ᾽ ἔγινε κι αὐτὴ γεροντοκόριτσο. Καὶ μὲ τὸ ἂχ καὶ μὲ τὸ βάχ, ἀδυνάτισε τώρα κ᾽ ἐχλώμιανε, μὰ ὣς τόσο, ὅταν ἡ γυναίκα ἔχῃ καλὸ σκαρί, δύσκολα γεράζει. Ἀκόμα τὸ λέει, βρὲ παιδιά, θὰ εἶναι παραπάν᾽ ἀπὸ τριανταπέντε, καὶ φαίνεται νὰ εἶναι ὣς εἰκοσιπέντε· ἔτυχε μιὰ μέρα νὰ τὴν ἰδῶ, ποὺ τοὺς κουβάλησα ἕνα σακκὶ ἀλεύρι· ὅσο τὴν κοιτάζῃς, τόσο νοστιμίζει!» Πάλι «ἐξ ἐπιπνοίας καὶ συνειδήσεως» θα καταλάβει ο Αμερικάνος τι μολογούσε ο Βαγγέλης ο Παχούμης: «Ἡ ὄψις τοῦ Ἀμερικάνου ἐφαιδρύνθη, καὶ ἀκτὶς εὐτυχίας, διαπεράσασα τὸ ἐπίχρισμα ἐκεῖνο καὶ τὴν οἱονεὶ προσωπίδα, περὶ ἧς εἴπομεν ἐν ἀρχῇ, ἠγλάισε τὸ πρόσωπόν του.» Χρονιάρες μέρες, το καλό μαντάτο διαδόθηκε γρήγορα: «Ὅσοι δὲν τὸ ἔμαθαν εἰς τὴν γειτονιάν, τὸ ἔμαθαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Καὶ ὅσοι δὲν ὑπῆγαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, τὸ ἔμαθαν ἀπὸ τοὺς ἐπανελθόντας οἴκαδε τὴν αὐγήν, μετὰ τὴν ἀπόλυσιν τῆς θείας λειτουργίας.»
 
Στα «Ρόδιν’ ακρογιάλια» βρίσκουμε μια ωραία μεταφορά: «Ὁ γερο-Γατζῖνος μοῦ ἔκαμε καφέν, χωρὶς νὰ τοῦ παραγγείλω. Δὲν ἦτο ἡ ὥρα τώρα δι᾿ ὁμιλίαν. Εἰς τὰς ὥρας τοῦ ροδίνου λυ-καυγοῦς κανὲν τοιοῦτον δὲν ἔχει τὸν τόπον του. Δὲν εἶχε σκάσει ἀκόμη τ᾿ ἀφιόνι. [σ.σ.= δεν είχε φύγει ακόμα η ζάλη, η νάρκη του ύπνου, οι στιγμές που ο άνθρωπος περνάει από τον ύπνο «στον ξύπνιο»] Ἦτο ἡ ὥρα διὰ μαχμουρλίκι τουρκικόν·»
 
Αφιόνι λέγεται το όπιο ή το δηλητήριο· ο Κολοκοτρώνης γράφει: «Αὐτὸς τὸ ἐπῆρε τὸ γράμμα, τὸ ἄνοιξε, καὶ εἶδε ὅτι δὲν ἤθελα νὰ ὑπάγω, καὶ τότε ἀποφάσισε νὰ βάλει εἰς τὸ κρασὶ ἀφιόνι.» Η λέξη προέρχεται από την αρχαία ελληνική:  < μσν. αφιόνι(ον) αντδ. < τουρκ. afyon -ι(ον) < περσ. < ελνστ. ὄπιον (υποκορ. του αρχ. ελλ. ὀπός).
 
Στο εξαιρετικό γλωσσάρι που συνέταξε ο Ν.Δ. Τριανταφυλόπουλος αναφέρεται η λέξη «Καραμάνης», με την εξής σημείωση: «Έγραφα στο γλωσσάρι του Δ’ τόμου: «Αγνοώ τις ακριβώς σημαίνει. Ίσως «ορμούσε ως Τούρκος από την Καραμανιά». Υπάρχει άραγε σχέση με τον Καραμανίτη του «Ερωτόκριτου»; Πάντως στη Σκιάθο λένε καραμάνη ένα ξύλο που χρησιμοποιούν στην καθέλκυση του πλοίου. Ο κ. Καραποτόσογλου, μου υποδεικνύει πως η ορθή σημασία της φράσης είναι «ορμούσε με την ορμή που χτυπά τα βάζια ο καραμάνης.» Συνεπώς και το κύριο όνομα πρέπει να διορθωθεί σε προσηγορικό με μικρό κάππα.» (Σελ. 426, 5ος τόμος. Εκδ. Δόμος.)
 
Κατά την εκτίμησή μου, ο Παπαδιαμάντης με τη λέξη Καραμάνης εννοεί απλώς το τσομπανόσκυλο, το σκυλί του κοπαδιού· «Καραμάνηδες» είναι ονομασία αρσενικών, συνήθως μαύρων τσομπανόσκυλων στα χωριά της ορεινής δυτικής Μακεδονίας*· στο κείμενο γίνεται λόγος για βουκόλους, δηλαδή βοσκούς, και νομίζω μια επιπλέον «ναυτική» μεταφορά δεν ταιριάζει στην σκηνή: ο Τριαντάφυλλος ορμάει σαν άγριος, δυνατός σκύλος· η παρομοίωση μ’ ένα σκέτο ξύλο που χτυπάει «τα βάζια» του πλοίου, νομίζω είναι πολύ φτωχή για τον Παπαδιαμάντη: η κίνηση του Τριαντάφυλλου είναι απρόβελεπτη, πλούσια, έντονη, κίνηση ζωντανού πλάσματος («κατσαμάκια»), με ποικιλία ήχων («ἐμυκᾶτο τρομακτικὰ ὡς ταῦρος»), επιφωνημάτων («ἐσφύριζε τὰ προστάγματα τῶν βουκόλων») κλπ., όπως ακριβώς συμβαίνει με το σκυλί που μαζεύει τα ζώα στη μάντρα, παλεύει ή ορμάει. (Στη Μακεδονία, για τα σκυλιά, λέγεται και το ρήμα «σουντάω»= ορμάω, εφορμώ σαν σκύλος ή προτρέπω τα σκυλιά να ορμήξουν). Η κίνηση ενός άψυχου, κυριολεκτικά ξύλινου «καραμάνη» προφανώς απέχει πολύ από την εικόνα που θέλει να μεταφέρει ο συγγραφέας· αντιθέτως: το σκυλί του κοπαδιού ορμάει γύρω από τα ζώα, χωρίς πραγματικά επιθετικές διαθέσεις, χωρίς να δαγκώνει στα σοβαρά κλπ., όπως ακριβώς κάνει ο Τριαντάφυλλος. Άλλωστε, παρόμοια ευτράπελα «δρώμενα» ήταν συνηθισμένα στην ελληνική επαρχία τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα:
«Λοιπὸν ἐχόρευεν ὡς ἀρκούδα ὁ Κούκιας, ἢ ἐφώρμα ὡς καραμάνης τάχα κατεπάνω εἰς τὸν Τριαντάφυλλον. Ὁ δεύτερος ἀπήντα διὰ κωμικοῦ μορφασμοῦ καὶ γρυλισμοῦ, κ᾿ ἔκαμνε τόσα «κατσαμάκια», ὥστε ὁ πρῶτος δὲν ἠδύνατο νὰ τὸν φθάσῃ. Τότε ὁ Κούκιας ἐμυκᾶτο τρομακτικὰ ὡς ταῦρος, καὶ ὁ Τριαντάφυλλος ἐσφύριζε τὰ προστάγματα τῶν βουκόλων, δι᾿ ὧν ἐζήτει τάχα νὰ ἐπαναφέρῃ τὸν Κούκιαν εἰς τὴν μάνδραν του.»
 
Δεν είμαι σε θέση να προσδιορίσω αν το Καραμάνης, ως όνομα τσομπανόσκυλων, έχει κάποια σχέση με την Καραμανία ή τους κατοίκους της· θα μπορούσε να είναι ράτσα σκύλων· ίσως πάλι το καρά- να έχει επιτατική σημασία, να δηλώνει το δυνατό σκυλί ή να σημαίνει απλώς το μαύρο χρώμα. Όπως και νάχει, ο Παπαδιαμάντης γράφει για σκύλο· επομένως, ως όνομα τσομπανόσκυλου, το καραμάνης ενδεχομένως πρέπει να διορθωθεί εκ νέου σε Καραμάνης (με κεφαλαίο).
 
Ως μεταφραστής του μυθιστορήματος «Ο Αμερικανός Μοντεχρήστος», ο Παπαδιαμάντης αποδίδει το αγγλικό πρωτότυπο μ’ ένα λαϊκό σκιαθίτικο νανούρισμα, προφανώς άγνωστο στον Άγγλο συγγραφέα:
Αγάλια – γάλια, νάνι νάνι
Κηραλοιφίτσα να το γιάνη.
Στην μετάφραση του «Μαξιώτη», διαβάζουμε: «Συγχρόνως δε, θάλασσα έπληξε την υπήνεμον πλευρά του πλοίου, με δύναμιν βαρείας σφύρας, και η τροχαλία του άκρου ιστού ήρχισε να ηχή.»· αμέσως μετά, ο Παπαδιαμάντης σημειώνει αστερίσκο και γράφει τα εξής εκπληκτικά: «Ή, αν προτιμάτε, ο μακαράς του τσιμπουκιού απ’ το άλμπουρο άρχισε να τσαμπουνά.», ενώ σε παρένθεση σημειώνει: «Ώστε, βλέπετε, πάντοτε νεκρά είναι η γλώσσα δι’ όσους δεν είναι του είδους τους να την εννοήσουν

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου