Τα παιδιά μας χρειάζονται δίπλα τους, όχι ως ανταγωνιστές, αλλά ως σύμμαχους στις ανάγκες τους και στη μοναδική και σπουδαία διαδικασία της εξέλιξής τους.
Τι σχέση επιθυμούμε να έχουμε με τα παιδιά μας; Ποια είναι η ανατροφή που τους δίνουμε; Τι πρότυπα θέλουμε να είμαστε για αυτά; Μήπως νομίζουμε ότι οι ανάγκες των παιδιών είναι ενάντια στις δικές μας; Γενικά, πώς βλέπουμε τους εαυτούς μας ως γονείς; Η μεγαλύτερη ευθύνη, το δυσκολότερο, πολλές φορές απογοητευτικό, αλλά και αυτό που μας χαρίζει απέραντη ευτυχία και ικανοποίηση, είναι το να μεγαλώνουμε ένα παιδί.Κανένας ειδικός και κανένα βιβλίο δεν έχει ακριβώς τις απαντήσεις για όλα τα θέματα που μας απασχολούν. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να προσπαθούμε, να εξελισσόμαστε και κυρίως να ακούμε.
Πολλοί είναι οι γονείς που απολαμβάνουν την αίσθηση της εξουσίας. Επίσης, πολλοί είναι οι γονείς οι οποίοι εκλαμβάνουν τις περισσότερες ανάγκες των παιδιών τους ως καπρίτσια και ως μία απαίτηση να θέλουν να γίνεται πάντα το δικό τους, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα κλίμα βασισμένο στον ανταγωνισμό και την απόσταση που μόνο ωφέλιμο δεν είναι για τη σχέση γονέων-παιδιών. Καλό είναι να αφήνουμε το παιδί να αποφασίζει μόνο του, να κάνει τις δικές του επιλογές, ακόμη και από τα δύο του χρόνια -σε θέματα, βέβαια, που να έχει αυτή τη δυνατότητα- όπως για παράδειγμα, το να διαλέγει τι ρούχα θα φορέσει. Είναι λάθος των γονέων που ακόμη και όταν έχει μεγαλώσει το παιδί τους, το ντύνουν με βάση το δικό τους γούστο. Τα ρούχα είναι η αντανάκλαση της προσωπικότητάς μας. Δεν πρέπει, λοιπόν, να εμποδίζουμε την ανάπτυξη της δικής του. Το παιδί μέσα από τις προτιμήσεις του φτιάχνει την ταυτότητά του και αντιλαμβάνεται ότι διαφέρει από τους άλλους.
Το παιδί «βομβαρδίζεται» καθημερινά από κανόνες και υποδείξεις. Ωστόσο, πρέπει να νιώθει ελεύθερο, να έχει το χώρο και το χρόνο για να κάνει και τις δικές του επιλογές, έστω και αν είναι ελάχιστες. Ένας από τους καλύτερους τρόπους βοήθειας ώστε να υιοθετήσει τη συμπεριφορά που εσείς θέλετε, είναι να ενσωματώσετε εν μέρει στο αίτημά σας τη δυνατότητα της επιλογής. Για παράδειγμα, αφήστε το παιδί να αποφασίσει το πότε, όχι όμως και το αν, θα μελετήσει τα μαθήματά του. Αν και είδαμε πως οι γονείς πρέπει να είναι συνεπείς, δεν σημαίνει ότι το παιδί πρέπει να πηγαίνει για ύπνο κάθε βράδυ την ίδια ώρα: αφήστε πεδίο ελεύθερο για λίγη διαπραγμάτευση (Houghton 2008).
Η εκμάθηση του σωστού και του λάθους στο παιδί, είναι μία διαδικασία που ασφαλώς απαιτεί πολύ κόπο, επιμονή και υπομονή. Δεδομένου ότι μέχρι μία ορισμένη ηλικία τα παιδιά θεωρούν τους γονείς τους αλάνθαστους και άρα τέλειους, έχουν την εντύπωση ότι κάθε χαρακτηρισμός που τους αποδίδεται είναι αλήθεια. Γι΄ αυτό το λόγο, καλό είναι οι γονείς να σκέφτονται πολύ καλά πριν πούνε κάτι, καθώς το παιδί έχει την τάση να νιώθει ένοχο με το παραμικρό. Το παιδί πρέπει να γνωρίζει γιατί μία πράξη θεωρείται καλή και ακολουθείται από την ανταμοιβή, όπως επίσης και γιατί του επιρρίπτονται ευθύνες για μία απαγορευμένη πράξη.
Η τιμωρία, κατά τον Πιαζέ, διαχωρίζεται σε δύο είδη: την εξιλέωση, όπου η τιμωρία δεν έχει σχέση με το παράπτωμα και είναι απλώς μία μορφή «εκδίκησης», και την ανταπόδοση, όπου οι συνέπειες σχετίζονται άμεσα με το παράπτωμα. Ο Πιαζέ αφηγήθηκε σε ομάδες παιδιών μια ιστορία, για μια μητέρα που έδωσε μεγαλύτερο κομμάτι τούρτα στην υπάκουη κόρη της, στην οποία είχε αδυναμία και μικρότερο στην άλλη κόρη της, την ανυπάκουη. Τα περισσότερα παιδιά από έξι έως εννέα ετών επιδοκίμασαν τη συμπεριφορά της μητέρας και είπαν απλώς ότι η υπακοή πρέπει να ανταμείβεται, ενώ η ανυπακοή να τιμωρείται. Όμως, η πλειονότητα των παιδιών από δέκα έως δεκατριών ετών, την αποδοκίμασε. Τα μεγαλύτερα παιδιά αντιλήφθηκαν ότι το θέμα ήταν πιο περίπλοκο, και όχι απλώς μια περίπτωση υπακοής-ανυπακοής. Ήταν, είπαν, άδικο η μητέρα να μεταχειρίζεται άνισα τις κόρες της και πρόσθεσαν σχόλια του τύπου, «Έπρεπε να τις αγαπάει και τις δύο το ίδιο», ή «Δεν πρέπει να προκαλούμε τη ζήλια στον άλλο», ή «Θα γίνεται όλο και πιο ανυπάκουη», ή «Θα εκδικηθεί την αδελφή της» και «Η άλλη κατάλαβε ότι δεν την αγαπούσαν, και δεν έμπαινε στον κόπο να γίνει καλύτερη» (Houghton 2008).
Με ποιον τρόπο, αποδίδει ο κάθε γονέας την τιμωρία στο παιδί του; Υπάρχουν γονείς που δεν μπορούν να σηκώσουν χέρι στο παιδί τους, υπάρχουν όμως και εκείνοι που αντιδρούν αυτομάτως έτσι, μη γνωρίζοντας άλλο τρόπο για να εκτονώσουν το θυμό τους ή να επιπλήξουν τα παιδιά τους με σκοπό να τα συμμορφώσουν. ‘Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η Isabelle Filliozat, ο ξυλοδαρμός, εκτός από την αναποτελεσματικότητά του ως προς τη δημιουργία οποιουδήποτε άλλου συναισθήματος πέραν του φόβου, της ταπείνωσης, της επιθυμίας για εκδίκηση και της βίας, φθείρει βαθύτατα την ανθρώπινη ύπαρξη. Τα σημάδια των κτυπημάτων, ίσως να μην παραμένουν στο σώμα μας, εγγράφονται, ωστόσο, βαθιά σε κάθε κύτταρο της ύπαρξής μας και εντυπώνουν αυτοματισμούς υποταγής ή επιθετικότητας. Η βία δεν αποτελεί μέθοδο επίλυσης διαφορών. Πληγώνει περισσότερο από όσο θέλουμε να πιστεύουμε.
Κάθε γονέας επιθυμεί το παιδί του να είναι κοινωνικό, ευγενικό και όχι οξύθυμο και επιθετικό. Πρώτος, λοιπόν, ο γονέας πρέπει να δώσει την ανατροφή στο παιδί του, η οποία να είναι τέτοια, ώστε το τελευταίο να μην έχει τάσεις επιθετικότητας και με τη σειρά του να μη βλέπει τη βία σαν λύση, ακόμα και όταν θα έρθει η στιγμή να κάνει τη δική του οικογένεια. Οι ειδικοί θεωρούν ότι ένας καλός τρόπος για να αποτρέπεται η«σωματική» αντίδραση, είναι να μάθουμε στα παιδιά να εκφράζονται και να εκτονώνονται με τα λόγια. Να καταλάβουν, δηλαδή, ότι μπορούν να εκφράζονται το ίδιο καλά και με τα λόγια, αντί με τις πράξεις.
Την πειθαρχία μπορούμε να την επιβάλλουμε στα παιδιά με το να τιμωρούμε την ανάρμοστη συμπεριφορά, αλλά ταυτόχρονα, με το να επαινούμε και την καλή. Ο κοινωνικός ψυχολόγος Μαρκ Λέπερ ασχολήθηκε με τη συμπεριφορά των παιδιών όταν ανταμείφθηκαν. Στο πείραμά του συμπεριέλαβε 3 ομάδες παιδιών που τους άρεσε πολύ να παίζουν με τους «μαγικούς μαρκαδόρους». Στη μια ομάδα είπε ότι, αν έπαιζαν με τους μαρκαδόρους για ένα διάστημα, θα τους έδινε κάποιο πιστοποιητικό – και τους το έδωσε, όταν έληξε το διάστημα του πειράματος. Στην άλλη ομάδα δεν είπε τίποτα, αλλά τα παιδιά πήραν ωστόσο το πιστοποιητικό. Από την τρίτη ομάδα ζήτησε να χρησιμοποιήσει απλώς τους μαρκαδόρους, αλλά δεν δόθηκε καμία ανταμοιβή. Πολλές εβδομάδες αργότερα και οι τρεις ομάδες είχαν την ευκαιρία να παίξουν πάλι με τους μαρκαδόρους, αυτή τη φορά, όμως, δεν τους το ζήτησαν ρητώς. Η τρίτη ομάδα, δηλαδή τα παιδιά που δεν είχαν πάρει πιστοποιητικό, εκδήλωσαν πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον να χρησιμοποιήσουν τους μαρκαδόρους. Με άλλα λόγια, τα παιδιά που είχαν το προνόμιο να παίξουν με τους μαρκαδόρους, όχι όμως και το επιπλέον προνόμιο του πιστοποιητικού, εκδήλωσαν μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την προηγούμενη συμπεριφορά. Αυτό υποδηλώνει ότι ο αποτελεσματικότερος τρόπος να βελτιωθεί μονίμως η συμπεριφορά του παιδιού είναι να του προσφέρουμε όση ανταμοιβή χρειάζεται, ώστε να παρακινηθεί προς μια συγκεκριμένη συμπεριφορά, όχι όμως τόσο πολύ ώστε να θυμάται περισσότερο την ανταμοιβή παρά την εμπειρία. Με την ισορροπία, η συμπεριφορά του παιδιού θα μεταβληθεί σε μόνιμη βάση, επειδή το παιδί θα θεσπίσει δικά του πρότυπα.
Η προσφορά ανταμοιβής με μέτρο μπορεί επίσης να αναπτύξει και τον αλτρουισμό του παιδιού (Houghton 2008). Έχει παρατηρηθεί ότι τα παιδιά που επαινούνται αρκετά, στοχεύουν μόνο στο να επαινεθούν και να ανταμειφθούν κάνοντας κάτι και όχι στο να μάθουν ή να ανταποδώσουν. Ωστόσο, ένα άλλο θέμα που πρέπει να μας απασχολεί είναι ότι ασφαλώς και δεν πρέπει να επαινούμε διαρκώς, μεγαλύτερο λάθος όμως είναι να μην επαινούμε καθόλου. Αν το παιδί δεν επιβραβεύεται όταν κάνει κάτι αξιόλογο, τότε θα σταματήσει να επιζητά την προσοχή με τέτοιου είδους πράξεις και θα αρχίσει να συμπεριφέρεται απρεπώς, μόνο και μόνο για να τραβήξει το ενδιαφέρον.
Για να υπάρξει αρμονική και ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή, πρέπει οι γονείς να θέσουν ως πρωταρχική και μέγιστη ευθύνη την ανατροφή των παιδιών τους και αυτό θα επιτευχθεί αν γίνουν πιο χαλαροί και ανεκτικοί με τα παιδιά τους. Είναι σημαντικό να είναι δίπλα τους όταν τους χρειάζονται για να τα βοηθήσουν, να τους συμπαρασταθούν ή απλώς για να τα ακούσουν, χωρίς κρίσεις και σχόλια. Τα παιδιά μας χρειάζονται δίπλα τους, όχι ως ανταγωνιστές, αλλά ως σύμμαχους στις ανάγκες τους και στη μοναδική και σπουδαία διαδικασία της εξέλιξής τους. Τέλος, όλα ξεκινούν από το σεβασμό που είμαστε διατεθειμένοι να δείξουμε στα παιδιά μας. Πώς; Επιτρέποντάς τα να εκφράζονται με τον δικό τους τρόπο, διαφοροποιώντας τον εαυτό τους από εμάς και αναδεικνύοντάς τα, βάσει των ικανοτήτων και ιδιαιτεροτήτων που έχει το καθένα ξεχωριστά.
Τι σχέση επιθυμούμε να έχουμε με τα παιδιά μας; Ποια είναι η ανατροφή που τους δίνουμε; Τι πρότυπα θέλουμε να είμαστε για αυτά; Μήπως νομίζουμε ότι οι ανάγκες των παιδιών είναι ενάντια στις δικές μας; Γενικά, πώς βλέπουμε τους εαυτούς μας ως γονείς; Η μεγαλύτερη ευθύνη, το δυσκολότερο, πολλές φορές απογοητευτικό, αλλά και αυτό που μας χαρίζει απέραντη ευτυχία και ικανοποίηση, είναι το να μεγαλώνουμε ένα παιδί.Κανένας ειδικός και κανένα βιβλίο δεν έχει ακριβώς τις απαντήσεις για όλα τα θέματα που μας απασχολούν. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να προσπαθούμε, να εξελισσόμαστε και κυρίως να ακούμε.
Πολλοί είναι οι γονείς που απολαμβάνουν την αίσθηση της εξουσίας. Επίσης, πολλοί είναι οι γονείς οι οποίοι εκλαμβάνουν τις περισσότερες ανάγκες των παιδιών τους ως καπρίτσια και ως μία απαίτηση να θέλουν να γίνεται πάντα το δικό τους, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα κλίμα βασισμένο στον ανταγωνισμό και την απόσταση που μόνο ωφέλιμο δεν είναι για τη σχέση γονέων-παιδιών. Καλό είναι να αφήνουμε το παιδί να αποφασίζει μόνο του, να κάνει τις δικές του επιλογές, ακόμη και από τα δύο του χρόνια -σε θέματα, βέβαια, που να έχει αυτή τη δυνατότητα- όπως για παράδειγμα, το να διαλέγει τι ρούχα θα φορέσει. Είναι λάθος των γονέων που ακόμη και όταν έχει μεγαλώσει το παιδί τους, το ντύνουν με βάση το δικό τους γούστο. Τα ρούχα είναι η αντανάκλαση της προσωπικότητάς μας. Δεν πρέπει, λοιπόν, να εμποδίζουμε την ανάπτυξη της δικής του. Το παιδί μέσα από τις προτιμήσεις του φτιάχνει την ταυτότητά του και αντιλαμβάνεται ότι διαφέρει από τους άλλους.
Το παιδί «βομβαρδίζεται» καθημερινά από κανόνες και υποδείξεις. Ωστόσο, πρέπει να νιώθει ελεύθερο, να έχει το χώρο και το χρόνο για να κάνει και τις δικές του επιλογές, έστω και αν είναι ελάχιστες. Ένας από τους καλύτερους τρόπους βοήθειας ώστε να υιοθετήσει τη συμπεριφορά που εσείς θέλετε, είναι να ενσωματώσετε εν μέρει στο αίτημά σας τη δυνατότητα της επιλογής. Για παράδειγμα, αφήστε το παιδί να αποφασίσει το πότε, όχι όμως και το αν, θα μελετήσει τα μαθήματά του. Αν και είδαμε πως οι γονείς πρέπει να είναι συνεπείς, δεν σημαίνει ότι το παιδί πρέπει να πηγαίνει για ύπνο κάθε βράδυ την ίδια ώρα: αφήστε πεδίο ελεύθερο για λίγη διαπραγμάτευση (Houghton 2008).
Η εκμάθηση του σωστού και του λάθους στο παιδί, είναι μία διαδικασία που ασφαλώς απαιτεί πολύ κόπο, επιμονή και υπομονή. Δεδομένου ότι μέχρι μία ορισμένη ηλικία τα παιδιά θεωρούν τους γονείς τους αλάνθαστους και άρα τέλειους, έχουν την εντύπωση ότι κάθε χαρακτηρισμός που τους αποδίδεται είναι αλήθεια. Γι΄ αυτό το λόγο, καλό είναι οι γονείς να σκέφτονται πολύ καλά πριν πούνε κάτι, καθώς το παιδί έχει την τάση να νιώθει ένοχο με το παραμικρό. Το παιδί πρέπει να γνωρίζει γιατί μία πράξη θεωρείται καλή και ακολουθείται από την ανταμοιβή, όπως επίσης και γιατί του επιρρίπτονται ευθύνες για μία απαγορευμένη πράξη.
Η τιμωρία, κατά τον Πιαζέ, διαχωρίζεται σε δύο είδη: την εξιλέωση, όπου η τιμωρία δεν έχει σχέση με το παράπτωμα και είναι απλώς μία μορφή «εκδίκησης», και την ανταπόδοση, όπου οι συνέπειες σχετίζονται άμεσα με το παράπτωμα. Ο Πιαζέ αφηγήθηκε σε ομάδες παιδιών μια ιστορία, για μια μητέρα που έδωσε μεγαλύτερο κομμάτι τούρτα στην υπάκουη κόρη της, στην οποία είχε αδυναμία και μικρότερο στην άλλη κόρη της, την ανυπάκουη. Τα περισσότερα παιδιά από έξι έως εννέα ετών επιδοκίμασαν τη συμπεριφορά της μητέρας και είπαν απλώς ότι η υπακοή πρέπει να ανταμείβεται, ενώ η ανυπακοή να τιμωρείται. Όμως, η πλειονότητα των παιδιών από δέκα έως δεκατριών ετών, την αποδοκίμασε. Τα μεγαλύτερα παιδιά αντιλήφθηκαν ότι το θέμα ήταν πιο περίπλοκο, και όχι απλώς μια περίπτωση υπακοής-ανυπακοής. Ήταν, είπαν, άδικο η μητέρα να μεταχειρίζεται άνισα τις κόρες της και πρόσθεσαν σχόλια του τύπου, «Έπρεπε να τις αγαπάει και τις δύο το ίδιο», ή «Δεν πρέπει να προκαλούμε τη ζήλια στον άλλο», ή «Θα γίνεται όλο και πιο ανυπάκουη», ή «Θα εκδικηθεί την αδελφή της» και «Η άλλη κατάλαβε ότι δεν την αγαπούσαν, και δεν έμπαινε στον κόπο να γίνει καλύτερη» (Houghton 2008).
Με ποιον τρόπο, αποδίδει ο κάθε γονέας την τιμωρία στο παιδί του; Υπάρχουν γονείς που δεν μπορούν να σηκώσουν χέρι στο παιδί τους, υπάρχουν όμως και εκείνοι που αντιδρούν αυτομάτως έτσι, μη γνωρίζοντας άλλο τρόπο για να εκτονώσουν το θυμό τους ή να επιπλήξουν τα παιδιά τους με σκοπό να τα συμμορφώσουν. ‘Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η Isabelle Filliozat, ο ξυλοδαρμός, εκτός από την αναποτελεσματικότητά του ως προς τη δημιουργία οποιουδήποτε άλλου συναισθήματος πέραν του φόβου, της ταπείνωσης, της επιθυμίας για εκδίκηση και της βίας, φθείρει βαθύτατα την ανθρώπινη ύπαρξη. Τα σημάδια των κτυπημάτων, ίσως να μην παραμένουν στο σώμα μας, εγγράφονται, ωστόσο, βαθιά σε κάθε κύτταρο της ύπαρξής μας και εντυπώνουν αυτοματισμούς υποταγής ή επιθετικότητας. Η βία δεν αποτελεί μέθοδο επίλυσης διαφορών. Πληγώνει περισσότερο από όσο θέλουμε να πιστεύουμε.
Κάθε γονέας επιθυμεί το παιδί του να είναι κοινωνικό, ευγενικό και όχι οξύθυμο και επιθετικό. Πρώτος, λοιπόν, ο γονέας πρέπει να δώσει την ανατροφή στο παιδί του, η οποία να είναι τέτοια, ώστε το τελευταίο να μην έχει τάσεις επιθετικότητας και με τη σειρά του να μη βλέπει τη βία σαν λύση, ακόμα και όταν θα έρθει η στιγμή να κάνει τη δική του οικογένεια. Οι ειδικοί θεωρούν ότι ένας καλός τρόπος για να αποτρέπεται η«σωματική» αντίδραση, είναι να μάθουμε στα παιδιά να εκφράζονται και να εκτονώνονται με τα λόγια. Να καταλάβουν, δηλαδή, ότι μπορούν να εκφράζονται το ίδιο καλά και με τα λόγια, αντί με τις πράξεις.
Την πειθαρχία μπορούμε να την επιβάλλουμε στα παιδιά με το να τιμωρούμε την ανάρμοστη συμπεριφορά, αλλά ταυτόχρονα, με το να επαινούμε και την καλή. Ο κοινωνικός ψυχολόγος Μαρκ Λέπερ ασχολήθηκε με τη συμπεριφορά των παιδιών όταν ανταμείφθηκαν. Στο πείραμά του συμπεριέλαβε 3 ομάδες παιδιών που τους άρεσε πολύ να παίζουν με τους «μαγικούς μαρκαδόρους». Στη μια ομάδα είπε ότι, αν έπαιζαν με τους μαρκαδόρους για ένα διάστημα, θα τους έδινε κάποιο πιστοποιητικό – και τους το έδωσε, όταν έληξε το διάστημα του πειράματος. Στην άλλη ομάδα δεν είπε τίποτα, αλλά τα παιδιά πήραν ωστόσο το πιστοποιητικό. Από την τρίτη ομάδα ζήτησε να χρησιμοποιήσει απλώς τους μαρκαδόρους, αλλά δεν δόθηκε καμία ανταμοιβή. Πολλές εβδομάδες αργότερα και οι τρεις ομάδες είχαν την ευκαιρία να παίξουν πάλι με τους μαρκαδόρους, αυτή τη φορά, όμως, δεν τους το ζήτησαν ρητώς. Η τρίτη ομάδα, δηλαδή τα παιδιά που δεν είχαν πάρει πιστοποιητικό, εκδήλωσαν πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον να χρησιμοποιήσουν τους μαρκαδόρους. Με άλλα λόγια, τα παιδιά που είχαν το προνόμιο να παίξουν με τους μαρκαδόρους, όχι όμως και το επιπλέον προνόμιο του πιστοποιητικού, εκδήλωσαν μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την προηγούμενη συμπεριφορά. Αυτό υποδηλώνει ότι ο αποτελεσματικότερος τρόπος να βελτιωθεί μονίμως η συμπεριφορά του παιδιού είναι να του προσφέρουμε όση ανταμοιβή χρειάζεται, ώστε να παρακινηθεί προς μια συγκεκριμένη συμπεριφορά, όχι όμως τόσο πολύ ώστε να θυμάται περισσότερο την ανταμοιβή παρά την εμπειρία. Με την ισορροπία, η συμπεριφορά του παιδιού θα μεταβληθεί σε μόνιμη βάση, επειδή το παιδί θα θεσπίσει δικά του πρότυπα.
Η προσφορά ανταμοιβής με μέτρο μπορεί επίσης να αναπτύξει και τον αλτρουισμό του παιδιού (Houghton 2008). Έχει παρατηρηθεί ότι τα παιδιά που επαινούνται αρκετά, στοχεύουν μόνο στο να επαινεθούν και να ανταμειφθούν κάνοντας κάτι και όχι στο να μάθουν ή να ανταποδώσουν. Ωστόσο, ένα άλλο θέμα που πρέπει να μας απασχολεί είναι ότι ασφαλώς και δεν πρέπει να επαινούμε διαρκώς, μεγαλύτερο λάθος όμως είναι να μην επαινούμε καθόλου. Αν το παιδί δεν επιβραβεύεται όταν κάνει κάτι αξιόλογο, τότε θα σταματήσει να επιζητά την προσοχή με τέτοιου είδους πράξεις και θα αρχίσει να συμπεριφέρεται απρεπώς, μόνο και μόνο για να τραβήξει το ενδιαφέρον.
Για να υπάρξει αρμονική και ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή, πρέπει οι γονείς να θέσουν ως πρωταρχική και μέγιστη ευθύνη την ανατροφή των παιδιών τους και αυτό θα επιτευχθεί αν γίνουν πιο χαλαροί και ανεκτικοί με τα παιδιά τους. Είναι σημαντικό να είναι δίπλα τους όταν τους χρειάζονται για να τα βοηθήσουν, να τους συμπαρασταθούν ή απλώς για να τα ακούσουν, χωρίς κρίσεις και σχόλια. Τα παιδιά μας χρειάζονται δίπλα τους, όχι ως ανταγωνιστές, αλλά ως σύμμαχους στις ανάγκες τους και στη μοναδική και σπουδαία διαδικασία της εξέλιξής τους. Τέλος, όλα ξεκινούν από το σεβασμό που είμαστε διατεθειμένοι να δείξουμε στα παιδιά μας. Πώς; Επιτρέποντάς τα να εκφράζονται με τον δικό τους τρόπο, διαφοροποιώντας τον εαυτό τους από εμάς και αναδεικνύοντάς τα, βάσει των ικανοτήτων και ιδιαιτεροτήτων που έχει το καθένα ξεχωριστά.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου